Σάββατο 9 Απριλίου 2011

Η κούκλα που ήθελε ν` αποκτήσει ένα μωρό

Υπόθεση
Η ιστορία ενός μαραγκού που η αγαπημένη του κούκλα του ζητάει να της φτιάξει ένα μωρό. Μόλις πραγματοποιείται η ευχή της, η νέα κούκλα - κόρη ζητάει και εκείνη ένα δικό της μωρό. Το μοτίβο επαναλαμβάνεται, μέχρι που ο μάστορας φτάνει να κατασκευάσει ένα ολόκληρο σετ από ματριόσκες, κούκλες δηλαδή που μπαίνουν η μία μέσα στην άλλη.

Χαρακτηριστικά 
Εκδότης: Πατάκης
Συγγραφέας: Ντιμίτερ Ινκιόφ (Димитър Янакиев Инкьов)
Μετάφραση: Ρένα Καρθαίου
Εικονογράφηση: Τράουντι και Βάλτερ Ράινερ, Καίτη Ντόγκα
Χειρόγραφο κείμενο: Ωρίωνας Αρκομάνης
ISBN: 978-960-16-0743-6
Τίτλος πρωτοτύπου: Die Puppe die ein baby haben wollte
Έτος 1ης Έκδοσης: 1974 (στα ελληνικά 1983)
Σελίδες: 69
Τιμή: περίπου 5 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Α’, Β’

Κριτική
Ένα χαριτωμένο παραμυθάκι, που απευθύνεται αποκλειστικά σε παιδιά των πρώτων τάξεων του Δημοτικού. Γραμμένο με απλό και κατανοητό τρόπο, στολισμένο με έγχρωμες ζωγραφιές σε κάθε σελίδα και με αρκετά περιορισμένη έκταση, ώστε να μην κουράζει τους μικρούς αναγνώστες. Ο τρόπος γραφής ακολουθεί το πρότυπο του παραμυθιού και έτσι δεν μοιάζει ξεπερασμένος, παρά τις τέσσερις δεκαετίες που έχουν μεσολαβήσει από τη συγγραφή του βιβλίου. Δεν μπορούμε δυστυχώς να πούμε το ίδιο και για την εσωτερική εικονογράφηση, στην οποία κυριαρχούν το πράσινο, το κόκκινο και το καφέ και η οποία κατά ένα τρόπο μοιάζει βγαλμένη από παλιό αναγνωστικό.

Ένα άλλο ζήτημα είναι η επιλογή του εκδότη να αποδώσει το κείμενο με χειρόγραφη γραφή. Και αυτό επειδή θεωρώ ότι οι μαθητές της Α’ τάξης ενδέχεται να μπερδευτούν από τον τρόπο που αποδίδεται το πεζό γράμμα «τ», ιδιαίτερα αν η συγκεκριμένη ιστορία αποτελέσει ένα από τα πρώτα τους αναγνώσματα. Από την άλλη πλευρά, δεν είναι κακό τα παιδιά να συνηθίζουν να διαβάζουν και λίγο διαφορετικά στυλ γραφής ή κείμενα γραμμένα στο χέρι.
Το πρώτο σετ από κούκλες ματριόσκα που κατασκευάστηκε
Αν προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε το μικρό αυτό παραμύθι φιλοσοφικά, θα δούμε να αναπαράγεται στο πρόσωπο του γερο-μαραγκού το κλασικό σχήμα του γενειοφόρου πατέρα – δημιουργού του κόσμου. Μέσα από την οπτική αυτή, ο μάστορας αναδεικνύεται σε παντοδύναμο Master, που ορίζει το ποιος θα γεννηθεί, πότε, αλλά και με ποια μορφή, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τον κουκλόκοσμο. Αν μάλιστα θυμηθούμε την έκτη ημέρα της Δημιουργίας, στην οποία ο Θεός δίνει ζωή στο τελειότερο δημιούργημά του, τον κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν άνθρωπο, δεν είναι δύσκολο να κάνουμε τον παραλληλισμό: Ο τεχνίτης επιλέγει το καλύτερο υλικό του, το τελειότερο ξύλο που βρήκε στο δάσος, για να κατασκευάσει την ομορφότερη κούκλα του. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, το ανθρώπινο ομοίωμα που ονόμασε «μάνα», μια μέρα αποκτά ζωή και αρχίζει να μιλάει…

Για την ιστορία, οι κούκλες ματριόσκα κατασκευάστηκαν για πρώτη φορά το 1890 από τον ξυλογλύπτη Βασίλι Πέτροβιτς Ζβιγιοζντότσκιν (Василий Петрович Звёздочкин) σε σχέδιο του Σεργκέι Μαλιούτιν (Сергей Малютин) που επιπλέον τις ζωγράφισε. Παρουσιάστηκαν στην έκθεση των Παρισίων το 1900 όπου κέρδισαν το χάλκινο βραβείο. Λογισμικά, βίντεο και κατασκευές με κούκλες ματριόσκα, μπορείτε να βρείτε στο ιστολόγιο "Πάω ακόμα στο Νηπιαγωγείο".
Το δίδυμο των δημιουργών της κούκλας (αριστερά ο γλύπτης, δεξιά ο σχεδιαστής / ζωγράφος) Πηγή
Αξίες - Θέματα
Αγάπη, Χιούμορ

Απόσπασμα 
Τον πολύ παλιό καιρό στη Ρωσία ζούσε ένας μάστορας που έφτιαχνε κούκλες από ξύλο. Τις έκανε όλες πολύχρωμες με μεγάλα μάτια και χαρούμενα πρόσωπα. Λίγο κατεργάρες, λίγο χοντρούλες, λίγο αστείες.

Ο κουκλομάστορης κάθε Κυριακή πήγαινε στην εκκλησία. Ύστερα τραβούσε για το δάσος, όπου έψαχνε να βρει ξύλα κατάλληλα για τις κούκλες του.

Έψαχνε για παλιά και σκληρά ξύλα. Ξύλα από τις ρίζες εκατόχρονων δέντρων.

Καμιά φορά όμως έψαχνε ώρες ολόκληρες, χωρίς να κατορθώσει να βρει ούτε ένα ξύλο κατάλληλο.

Μια παγωμένη χειμωνιάτικη μέρα όμως ανακάλυψε ένα ξύλο εξαιρετικό. Βαρύ, ξερό και πολύ παλιό. «Μωρέ, μπράβο ξύλο!» σκέφτηκε. «Από αυτό θα φτιάξω την πιο όμορφη κούκλα που έχω φτιάξει ως τα τώρα».

Σήκωσε το ξύλο σα μωρό στην αγκαλιά και το φόρτωσε στο έλκηθρό του. Ύστερα ανέβηκε κι αυτός απάνω και πέρασε τρέχοντας το δάσος το σκεπασμένο με πυκνό χιόνι, ώσπου έφτασε στο σπίτι του.

Από αυτό το ξύλο λοιπόν ο μάστορας έφτιαξε μια πολύ πολύ όμορφη κούκλα. Ήταν τόσο όμορφη, που δεν του έκανε καρδιά να την πουλήσει. Την έβαλε πάνω στο κομοδίνο, δίπλα στο κρεβάτι του και κάθε μέρα τη ρωτούσε:

- Ε, καλή μου Μάνουσκα, τι κάνεις; Είσαι καλά;

Την έβγαλε Μάνουσκα, γιατί αυτό το όνομα του θύμιζε λίγο τη λέξη «μάνα».

Τα παιδιά του χωριού που πήρανε χαμπάρι την κούκλα, μαζεύονταν έξω από το παράθυρό του, κολλούσαν τα προσωπάκια τους στο τζάμι και με πλακουτσωμένες τις μύτες κοίταζαν μέσα. Θαύμαζαν την όμορφη κούκλα.

Ο μάστορας, καθώς εργαζόταν στο εργαστήρι του, έβλεπε τα παιδιά και γελούσε. Παρατηρούσε τα γεμάτα περιέργεια πρόσωπά τους και τέτοια πρόσωπα ζωγράφιζε στις κούκλες του.

Στο τέλος οι κούκλες μοιάζαν με τα παιδιά του χωριού και τα παιδιά του χωριού μοιάζαν με τις κούκλες.

Και οι μέρες περνούσαν, ίδια η μία με την άλλη.

Share/Bookmark

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

διαβάσαμε και σχολιάζουμε...σχολιάζουμε...σχολιάζουμε...