Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νοσταλγία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νοσταλγία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2013

Το άγαλμα που κρύωνε

Υπόθεση
Το άγαλμα ενός μικρού αγοριού, λυπάται και κρυώνει μέσα στην αίθουσα του μουσείου όπου εκτίθεται, καθώς νιώθει απέραντη μοναξιά. Νοσταλγεί τη Μικρασία, απ' όπου το φυγάδεψαν το 1922, και ονειρεύεται κάποια μέρα να καταφέρει να γυρίσει εκεί. Η φιλία που αναπτύσσει με την καθαρίστρια και τον γιο του νυχτοφύλακα, αλλά κυρίως ένα γαλάζιο μαγικό πουλί που παρουσιάζεται στον ύπνο του, θα το βοηθήσουν να κάνει το μεγάλο του όνειρο πραγματικότητα.

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Πατάκης
Συγγραφέας: Χρήστος Μπουλώτης
Εικονογράφηση: Φωτεινή Στεφανίδη
ISBN: 978-960-600-883-5
Έτος 1ης Έκδοσης: 1998
Σελίδες: 30
Τιμή: περίπου 14 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Γ', Δ', Ε', Στ', Γυμνάσιο

Κριτική
Βραβευμένο παραμύθι, που βαδίζοντας στα όρια μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου, μας μεταφέρει τη νοσταλγία που νιώθουν οι πρόσφυγες για τις πατρίδες που άφησαν πίσω τους. Γραμμένο με αγάπη και ευαισθησία, καταφέρνει παρά το έντονα ποιητικό ύφος να μεταφέρει τα μηνύματά του με σαφήνεια και να κρατάει το ενδιαφέρον των αναγνωστών ζωντανό μέχρι το τέλος. Η έκδοση είναι σε σκληρό εξώφυλλο, με μέγεθος σελίδων κοντά στο Α4, αραιή στοίχιση αλλά μάλλον μικρά τυπογραφικά σε σχέση με το μέγεθος του βιβλίου. Τα περισσότερα "σαλόνια" μοιράζονται ανάμεσα στο κείμενο και τις πολύχρωμες απεικονίσεις, οι οποίες αποδίδουν ωραία το ονειρικό κλίμα, ίσως όμως κάποιοι μαθητές (όπως οι δικοί μου) τις βρουν λίγο υπερβολικά "καλλιτεχνικές". Μερικές σκηνές είναι πραγματικά πολύ όμορφες, όπως όταν παρακολουθούμε το άγαλμα να κλαίει μαργαριτάρια (σαν τις γοργόνες των κινέζικων μύθων) ή όταν μας περιγράφεται το ταξίδι των ηρώων προς την ακτή της Ιωνίας. Στην τελευταία σελίδα, μπορείτε να βρείτε πληροφορίες για το άγαλμα αλλά και την αρχαιολόγο Σέμνη, που αποτελεί ένα από τα 5 πρόσωπα του έργου.

Περισσότερες πληροφορίες για το άγαλμα βοσκόπουλο με κουταβάκι και την αρχαιολόγο Σέμνη Καρούζου μπορείτε να βρείτε από τη wikipedia πατώντας στους αντίστοιχους συνδέσμους.

Προτείνεται σε μαθητές Δ', Ε' αλλά και Στ', με τους τελευταίους έτσι κι αλλιώς να έχουν ένα απόσπασμα από την ιστορία στο τέλος του βιβλίου της Γλώσσας. Πιστεύω ότι απευθύνεται εξίσου και στα δύο φύλα, ενώ θα το εκτιμήσουν περισσότερο οι ώριμοι μαθητές, οι κάπως ρομαντικοί αλλά και οι λάτρεις της αρχαιολογίας!

Το αγαλματάκι της ιστορίας ονειρεύεται μια μέρα να πετύχει κάτι που κανένα άλλο άγαλμα δεν έχει καταφέρει: να ταξιδέψει! Συγκεκριμένα, φλέγεται από την επιθυμία να βρεθεί στο μέρος απ' όπου κατάγεται και που νοσταλγεί όσο οι μαθητές τις διακοπές του καλοκαιριού. Προσεγγίζοντας διακειμενικά, θυμόμαστε άλλους ήρωες που ήθελαν να κατορθώσουν το ακατόρθωτο (και βέβαια τα κατάφεραν):  Την Κίκο, την κότα που ήθελε να πετάξει, τον Σπάρτακο, τον κούνελο του Χατζόπουλου που ήλπιζε να μεταμορφωθεί σε κανονικό κουνελάκι, ίσως ακόμα και την χρυσαφένια μπαλίτσα που ήθελε να ζήσει στιγμές δόξας (όμως μετά το μετάνιωσε). Για μια ακόμα λοιπόν φορά, αποδεικνύεται πως στην παιδική λογοτεχνία όλα είναι δυνατά, αρκεί να τα ονειρεύεσαι... για παν ενδεχόμενο, καλό είναι να έχει εξασφαλίσει κανείς και τη φιλία ενός μαγικού μπλε πουλιού που πραγματοποιεί ευχές. Σε κάποιους άλλους, η καρδιά του νεαρού αγάλματος που δεν είναι μαρμαρένια και η βοήθεια που λαμβάνει από ένα πουλί, ίσως θυμίσουν τον Ευτυχισμένο πρίγκηπα. Ο συνειρμός όμως σύντομα χάνεται, καθώς στην ιστορία μας όλα εξελίσσονται θετικά, ενώ στο παραμύθι του Ουάιλντ τα καταπίνει όλα το μαύρο σκοτάδι. Ολοκληρώνοντας, να θυμίσουμε τη φράση "φτάσε όπου δε μπορείς" που, παρότι γραμμένη εδώ και αρκετό καιρό, εξακολουθεί να εμπνέει ανθρώπους (βλ. ιστορία του Πέτρου του ποδηλάτη) και αγάλματα να κατορθώσουν το ακατόρθωτο.

Το βιβλίο αρέσει πολύ και στους μικρότερους μαθητές, και ένας από τους λόγους θα μπορούσε να είναι το ότι ο συγγραφέας χρησιμοποιεί αφειδώς παραμυθιακά στοιχεία: Ο ήρωας έχει έναν σκοπό για την επίτευξη του οποίου τον συντρέχουν φίλοι και μαγικοί βοηθοί. Για να τα καταφέρει πρέπει να συγκεντρώσει διάφορα υλικά αλλά και να περάσει από δοκιμασίες (να ράψει τα ρούχα σε σακούλι, να πάει το σακούλι στον Λυκαβηττό στην επόμενη πανσέληνο). Επίσης συναντάμε στερεοτυπικές φράσεις όπως Έτσι έγινε, γιατί έπρεπε να γίνει έτσι (σ.24), αλλά και περιπτώσεις όπου εφαρμόζεται ο κανόνας των τριών (το άγαλμα κλαίει μαργαριτάρια τρεις φορές). Έτσι γύρω από την κύρια πλοκή διαμορφώνεται ένα περιβάλλον αρκετά οικείο για τα παιδιά.

Ολοκληρώνοντας, να προσθέσουμε ότι η αναφορά στη Σμυρναία καθαρίστρια Γαλάτεια που τραγουδάει ανατολίτικα τραγούδια, θυμίζει αμυδρά την ιστορία της Δόμνας Σαμίου, που ως 13χρονη ορφανή μικρασιάτισσα, επίσης τραγουδούσε κάνοντας δουλειές, με αποτέλεσμα η ιδιοκτήτρια του σπιτιού να την ακούσει και να τη στείλει να σπουδάσει κοντά στον Σίμωνα Καρά.
Καθαριστής μουσείου που τραγουδάει, στην περιπέτεια του Τεν-Τεν Το σπασμένο αυτί

Αξίες - Θέματα
Νοσταλγία, Παραμύθι, Μετανάστευση, Φιλία, Φαντασία

Εικονογράφηση
Απόσπασμα
Έτσι κυλούσανε οι μήνες και τα χρόνια εκεί στο μεγάλο μουσείο της Αθήνας. Και το μικρό προσφυγάκι όλο και πιο πολύ χωνόταν μες στην κάπα του. Και δώστου κι έσφιγγε στην αγκαλιά του το σκυλάκι για να ζεσταθεί. Κρύωνε, κρύωνε πολύ η καρδιά του, που δεν ήταν μαρμαρένια.

Τώρα τις νύχτες, όταν έφευγαν κι οι τελευταίοι επισκέπτες κι έκλειναν οι φύλακες τις βαριές πόρτες του μουσείου, έπαψε πια να σεριανά όπως παλιά με τ' άλλα αγάλματα στις ψηλοτάβανες τις αίθουσες. Ναι… να σεριανά. Γιατί μπορεί όλη μέρα να μένουν ακίνητα τ' αγάλματα, τις νύχτες όμως, όταν δεν τα βλέπει ανθρώπου μάτι, ζωντανεύουν!

Και καθόλου, μα καθόλου δεν το ένοιαζε που το νόμιζαν ακατάδεχτο. Αυτό μόνο τη μακρινή πατρίδα του νοσταλγούσε κι όλο αφουγκραζόταν μήπως και ακούσει να έρχονται τα Ελληνάκια.

Καμιά φορά αναρωτιόταν: «Μήπως είμαι παράλογο; Μήπως ζητώ πολλά; Τ’ αγάλματα μένουν κλεισμένα στα μουσεία, δεν ταξιδεύουνε τ’ αγάλματα. Πώς να ξαναδώ λοιπόν τη μακρινή πατρίδα μου πέρα απ’ το Αιγαίο; Και τα Ελληνάκια;… Μήπως δεν πολυνοιάζονται πια για τα παλιά αγάλματα;».

Κάποιον Οκτώβρη όμως που οι νεραντζιές της Αθήνας αντί για νεράντζια κάναν ρόδια και στον ουρανό πάνω απ’ την Ακρόπολη αρμένιζε για μέρες μια βάρκα με λευκό πανί, ολότελα απρόσμενα εκείνο τον ασυνήθιστο Οκτώβρη απόκτησε το προσφυγάκι τρεις φίλους: την κυρία Γαλάτεια πρώτα, με τα γαλάζια μάτια, ύστερα ένα παράξενο πουλί κι ύστερα το Λάμπη, το μικρό γιο του νυχτοφύλακα. Και θ’ άλλαζαν τα πράγματα από δω κι εμπρός…

Η καινούρια καθαρίστρια του μουσείου ήταν η κυρία Γαλάτεια με τα γαλάζια μάτια. Κάθε Δευτέρα, που το μουσείο έμενε κλειστό, σκούπιζε και σφουγγάριζε το πάτωμα σιγοτραγουδώντας πάντα. Και την αγαπούσε τη δουλειά της, γιατί σκεφτόταν η κυρία Γαλάτεια: «Πόσοι αλήθεια άνθρωποι σ’ αυτή την πόλη έχουν την τύχη να μείνουν μόνοι, ολομόναχοι με τ’ αρχαία αγάλματα, να τους μιλούν, να τα φροντίζουν;»

- Καλημέρα, κυρία Γαλάτεια, της έλεγε το μικρό άγαλμα, που την περίμενε ανυπόμονα κάθε φορά, για να μιλήσει ελληνικά μαζί της, να μάθει τα νέα απ’ τον έξω κόσμο.

- Καλή σου μέρα, όμορφο αγοράκι μου, του απαντούσε εκείνη τρυφερά και του ‘λεγε ένα ένα τα νέα της Αθήνας.

Ένα πρωί Δευτέρας της λέει το μικρό άγαλμα:
- Τι γλυκά που τραγουδάς, κυρία Γαλάτεια!

- Είναι παλιά τραγούδια της πατρίδας μου, ξέρεις, γι’ αυτό…

- Και ποια είναι η πατρίδα σου, κυρία Γαλάτεια;

- Απ’ τη Μικρασία είμαι, απ’ τη Σμύρνη… Την έχεις ακουστά; Από κει με φέραν μικρή… Την ηλικία σου θα είχα πάνω κάτω.
- Είσαι προσφυγοπούλα! Αναφώνησε το μικρό άγαλμα και έλαμψε ολόκληρο από χαρά σαν να ξαναντάμωνε δικό του άνθρωπο που τον νόμιζε χαμένο για πάντα. Κι εγώ προσφυγάκι είμαι, κυρία Γαλάτεια. Από κείνα τα μέρη είμαι.

Και η κυρία Γαλάτεια με τα γαλάζια μάτια το έκλεισε στην αγκαλιά της συμπονετικά. Σχεδόν είχε ραγίσει η καρδιά της απ’ την πολλή συγκίνηση.

Την άλλη Δευτέρα του κουβάλησε η κυρία Γαλάτεια ένα σακούλι πράγματα. Του ‘φερε νεραντζάκι γλυκό, που το’ φτιαχνε με τα χέρια της, του ‘φερε μυριστικά φυτά από τον κήπο της, ξυλομπογιές κι άσπρο χαρτί να ζωγραφίζει, μαστίχα χιώτικη και κουκουνάρια. Του ‘φερε κι ένα πολύχρωμο τόπι, ένα τόπι πάνινο, γιατί ήξερε πως τ’ αγάλματα δεν αγαπούν το θόρυβο. Και βιάστηκε να καθαρίσει μια ώρα αρχύτερα τις αίθουσες του μουσείου, για να κερδίσει χρόνο, να καθίσει όσο γινόταν πιο πολύ κοντά στο μικρό άγαλμα που κρύωνε.

- Για μένα όλα τούτα τα δώρα, κυρία Γαλάτεια;

- Για σένα! Κι είναι λίγα… Κάθε φορά θα σου φέρνω κι άλλα. Κρύψ’ τα μόνο τώρα στην κάπα σου να μην τα δουν οι φύλακες.

- Και ποιο τραγούδι της πατρίδας μας θα μου τραγουδήσεις σήμερα, κυρία Γαλάτεια;

- Σήμερα, καλό μου αγοράκι, διάλεξα να σου πω ποιήματα για το Αιγαίο. Του Όμηρου, του αρχαίου ποιητή, που ήταν κι αυτός Μικρασιάτης σαν εμάς. Κι ήταν, λέει τυφλός και ποιητής τρανός. Και ποιήματα του Οδυσσέα Ελύτη, που γεννήθηκε στο Αιγαίο. Την ηλικία μου έχει πάνω κάτω αυτός. Της γενιάς μου είναι.

- Μα πότε θα ξαναπεράσουμε τα νερά του Αιγαίου; Αναστέναξε το μικρό άγαλμα, σαν τέλειωσε να απαγγέλλει η κυρία Γαλάτεια με φτερωμένη τη φωνή.

- Ποιος ξέρει; Μπορεί… Ίσως… Μια μέρα ίσως ξαναδούμε τις πατρίδες μας στην αντίπερα ακτή του Αιγαίου. Έστω για λίγο. Το ‘χω κι εγώ καημό.

Και, καθώς ψιθύριζε κομπιαστά τα τελευταία λόγια, βούρκωσαν τα γαλάζια μάτια της.

Και το μικρό άγαλμα, που όλη τούτη την ώρα είχε το βλέμμα στυλωμένο στο δικό της, είπε:

- Σαν τα νερά του Αιγαίου είναι τα μάτια σου, κυρία Γαλάτεια. Τι γαλανά που είναι! Και η κυρία Γαλάτεια του φανέρωσε τότε πως είχε γεννηθεί με μαύρα μάτια.

- Με μαύρα;

- Ναι, καλά άκουσες. Τα μάτια μου ήταν μαύρα. Μα, όταν σ’ εκείνον το μεγάλο χαλασμό, μικρή εγώ μαζί με τους δικούς μου κι άλλους πολλούς πρόσφυγες, στοιβαγμένοι σε καΐκι, περάσαμε το Αιγαίο, γίναν τα μάτια μου γαλάζια. Βάφτηκαν σαν τη θάλασσα γαλάζια. «Τέτοιο πράγμα δεν έχει ξαναγίνει» λέγαν οι μεγάλοι και σταυροκοπιούνταν έκπληκτοι. Κι ακόμη λέγαν πως ήταν σημαδιακό… καλό σημάδι δηλαδή… Μα κύλησαν χρόνια και χρόνια από τότε…
- Με παραμύθι μοιάζει η ιστορία των ματιών σου, κυρία Γαλάτεια, της είπε το μικρό προσφυγάκι κι απ’ την ευαίσθητη καρδιά του, που δεν ήταν μαρμαρένια, ανέβηκε στα μάτια του λαμπυριστό ένα δάκρυ. Κι ύστερα κι άλλα, κι άλλα.

- Κλαις, καλό μου αγοράκι; Το κανάκεψε η κυρία Γαλάτεια. Και, καθώς του σφούγγιζε τα δάκρυα, τα δάκρυα εκείνα έγιναν μαργαριτάρια. Ναι, πιστέψτε με αληθινά μαργαριτάρια!

- Παρ’ τα να τα φορέσεις στο λαιμό, κυρία Γαλάτεια. Για σένα είναι, δικά σου, πάρ’ τα, σου λέω.

Πιο όμορφο πράγμα από κείνο το μαργαριταρένιο κολιέ δεν είχε βάλει πάνω της ποτέ η κυρία Γαλάτεια. Δεν το αποχωριζόταν, γιορτές, καθημερινές, ούτε κι όταν σκούπιζε και σφουγγάριζε τις αίθουσες του μουσείου.

Το πρόσεξε ένα πρωί Δευτέρας και η διάσημη αρχαιολόγος, η κυρία Σέμνη.

- Πολύ μ’ αρέσει το κολιέ σου, Γαλάτεια.

- Είναι από τα δάκρυα… το προσφυγάκι, ξέρετε… απ’ τα μάτια του είναι.

Μα τούτη τη φράση δεν πρόλαβε να την ακούσει η κυρία Σέμνη, γιατί, πολυάσχολη όπως πάντα, είχε ανοίξει βιαστικά το βήμα της και βρισκόταν κιόλας στη διπλανή αίθουσα. 
Η κυρία Γαλάτεια
Προβληματισμοί για συζήτηση
νόστον Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος
Δεν θα γινόταν σε μια ιστορία νοσταλγίας σαν κι αυτή να μην μνημονευτεί κάπου (όπως γίνεται στη σ.13) κι ο Όμηρος, ο ποιητής που έγραψε το πρώτο αφιερωμένο στο νόστο έπος, την Οδύσσεια. Φαίνεται ότι η ανάγκη για επιστροφή είναι κάτι που νιώθουν όλοι οι άνθρωποι και σε όλες τις εποχές. Εσείς θυμάστε συχνά τα μέρη απ' όπου κατάγεστε; Πώς νιώθετε γι' αυτά και πόσο σας λείπουν; Ποιος άλλος μπορεί να νιώθει νοσταλγία για τον τόπο του; Τι γίνεται με τους συμπατριώτες μας που ζουν στο εξωτερικό; Με τους ναυτικούς; Και πώς άραγε να νιώθουν οι μετανάστες που βρίσκονται στη χώρα μας;  

Αν είχατε τη δυνατότητα να πραγματοποιήσετε μια οποιαδήποτε ευχή σας χάρη στο γαλάζιο πουλί, τι θα διαλέγατε να κάνετε; Σκεφτείτε την απάντηση και ίσως σας αποκαλυφθεί εκείνο που έχετε περισσότερο ανάγκη.
Τ' αγάλματα, τ' αγάλματα, τα χίλια δυο αγάλματα...
(από ποίημα μαθητή δημοτικού περασμένης δεκαετίας που σήμερα είναι επιστήμονας) Στην ιστορία που διαβάζουμε, τα μουσειακά εκθέματα ζωντανεύουν κάθε βράδυ (σ.10), κάνουν βόλτες, παίζουν και κουβεντιάζουν με τον νυχτοφύλακα και τον γιο του. Μπορείτε να φανταστείτε πώς θα άλλαζαν διάφορα μουσεία που έχετε επισκεφθεί, αν τα αγάλματά τους το βράδυ ζωντάνευαν; Τι θα μπορούσε συμβεί μια τέτοια νύχτα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο; Στης Ακρόπολης; Στο Πολεμικό;

Δοκιμάστε να επινοήσετε μια δική σας ιστορία (ή περισσότερες, χωρισμένοι σε ομάδες) με τίτλο "Τα αγάλματα ζωντάνεψαν!" και μην περιοριστείτε στον χρόνο και τον χώρο: Τα αγάλματά σας μπορούν να βγουν ακόμα και τη μέρα έξω στο δρόμο, στο βουνό, στην παραλία και να αρχίσουν να μιλάνε με τους περαστικούς...
Τα αγάλματα ζωντανεύουν στη σειρά κωμικών ταινιών Night at the Museum

Guardare ma non toccare
Το μαρμάρινο βοσκόπουλο καλεί τον Λάμπη να το αγγίξει για να νιώσει θαλπωρή (σ.20) Έλα, ακούμπησε κι εμένα, χάιδεψέ με. Εσείς τι λέτε; Είναι σωστό να ακουμπάμε τα αγάλματα; Ισχύει άραγε ότι το άγγιγμά μας τα κάνει να νιώσουν καλύτερα; Όπως θα διαβάσετε και πιο κάτω στον πεντάλογο καλής συμπεριφοράς του μουσείου, τα εκθέματα απαγορεύεται να τα αγγίζουμε γιατί καταστρέφονται. Τι γίνεται όμως αν η ιστορία είναι όντως αληθινή -όπως διατείνεται ο συγγραφέας- και το συγκεκριμένο αγαλματάκι επιζητά πραγματικά το χάδι μας; Για όποιον λοιπόν επηρεαστεί από το βιβλίο και αποφασίσει αμέτι μουχαμέτι να ακουμπήσει το "προσφυγάκι", μπορούμε να προτείνουμε δύο λύσεις:
στο Βρετανικό Μουσείο ορισμένα εκθέματα επιτρέπεται να αγγίζονται
α. Αφήστε το πρωτότυπο ήσυχο και ακολουθήστε το δρόμο προς την έξοδο του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Μόλις φτάσετε στο χολ, κατεβείτε τα σκαλάκια που οδηγούν στο Museum Shop, όπου εκτίθεται ένα ακριβές αντίγραφο του βοσκόπουλου. Αν σας το επιτρέψει η υπάλληλος, μπορείτε χωρίς τύψεις να το ακουμπήσετε. Αν πάλι έχετε οικονομική άνεση, μπορείτε με 330 ευρώ να το πάρετε σπίτι σας, όπου λογικά το αγαλματάκι θα νιώσει ακόμα καλύτερα.

β. Επισκεφθείτε το μουσείο Αφής (Αθηνάς 17, Καλλιθέα) όπου θα μάθετε ένα σωρό πράγματα για τον κόσμο των συνανθρώπων μας που ζουν στο σκοτάδι, θα ευαισθητοποιηθείτε γύρω από τα προβλήματά τους, και -το κυριότερο- θα βρείτε στον επάνω όροφο ένα αντίγραφο του συγκεκριμένου αγάλματος από πλαστικό. Αυτό λοιπόν επιτρέπεται να το χαϊδέψετε μέχρι κατσιάσματος, καθώς βρίσκεται εκεί γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο.
αριστερά: πλαστικό αντίγραφο από το "προσφυγάκι" στο μουσείο Αφής

δεξιά: το πρωτότυπο


Χρήση στην τάξη
Το βιβλίο μάς προσφέρει μια πολύ καλή αφορμή να μιλήσουμε στην τάξη για τα μουσεία. Ευκαιρία λοιπόν να αναφέρουμε το πόσο ωφέλιμη μπορεί να είναι η επίσκεψή μας σε αυτά (μερικές ιδέες μπορείτε να βρείτε εδώ) αλλά και για το πώς οφείλουμε ως επισκέπτες να συμπεριφερόμαστε όσο βρισκόμαστε στον χώρο τους. Οι κανόνες καλής συμπεριφοράς (ετικέτα) κατά την επίσκεψη σε ένα μουσείο περιλαμβάνουν τον ακόλουθο πεντάλογο:

α. Δεν τρώμε / πίνουμε στις αίθουσες του μουσείου. Καλύτερα να έχουμε τσιμπήσει κάτι πριν ξεκινήσουμε την ξενάγηση, ώστε να μην πεινάσουμε σύντομα. Κάποιες φορές, μπορούμε αν μας επιτρέψουν να μασάμε τσίχλα, αρκεί να φερόμαστε σωστά, να μην κάνουμε π.χ. τσιχλόφουσκες κοντά στα εκθέματα. 

β. Δεν φωτογραφίζουμε τα εκθέματα με φλας και δεν βιντεοσκοπούμε όταν δεν έχουμε πάρει άδεια. Το χρώμα στα εκθέματα καταστρέφεται όταν το χτυπάει το δυνατό φως του φλας. Άδεια πρέπει να ζητήσουμε και αν θέλουμε να σκιτσάρουμε κάποιο έκθεμα, καθώς συνήθως υπάρχει περιορισμός στο μέγεθος του χαρτιού και στα υλικά που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε.

γ. Δεν αγγίζουμε τα εκθέματα  Το ανθρώπινο δέρμα περιέχει έλαια που μπορεί να βλάψουν τα εκθέματα και να λερώσουν τις προθήκες.

δ. Δεν τρέχουμε / σπρωχνόμαστε / χορεύουμε και γενικά αποφεύγουμε ενέργειες που μπορεί να αποδειχθούν επικίνδυνες για την ακεραιότητα των εκθεμάτων.

ε. Δεν κάνουμε θόρυβο. Ο χώρος του μουσείου πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν εκείνον της βιβλιοθήκης, από σεβασμό προς τα εκθέματα αλλά και τους μελετητές τους. Αν λοιπόν θέλουμε να μιλήσουμε καλό είναι να ψιθυρίζουμε, ενώ αποφεύγουμε να γελάμε, να μουρμουράμε ή να σφυρίζουμε. Μπορούμε ωστόσο να ακούμε μουσική από τα ακουστικά μας, αρκεί να μην παρασυρθούμε και αρχίσουμε να τραγουδάμε!
Επίσκεψη στο μουσείο (πηγή)
Και συ λάμπεις, Μπάμπη μου
Σε κάποια σημεία του κειμένου γίνονται λογοπαίγνια με το όνομα του Λάμπη, του γιου του νυχτοφύλακα. Διαβάζουμε έτσι: (σ.16) Από χαρά σύντομα θα λάμπεις. Σε λίγες μέρες θα 'ναι κοντά σου κι ο Λάμπης. Και λίγο αργότερα (σ.20) Έλαμπε με τον Λάμπη. Μπορείτε και σεις να σκεφτείτε λογοπαίγνια με διάφορα ονόματα; π.χ. η Χαρά είναι μια χαρά, ο Γιώργος έγινε γεωργός, κ.ο.κ. Δοκιμάστε να βρείτε λέξεις που ταιριάζουν με το όνομα του διπλανού σας και φτιάξετε στιχάκια με τα ονόματα των συμμαθητών σας σε ομοιοκαταληξία. 

Χρησιμοποιήστε τα ονόματά σας για περισσότερα λεξοπαίχνιδα: Φιδόλεξα που ξεκινούν από το τελευταίο γράμμα του προηγούμενου ονόματος, αναγραμματισμούς, λίμερικς, κ.ά.

Αν η τάξη δεν είναι δυνατή στα γλωσσικά, μπορείτε πάντα να βγείτε στην αυλή και να δοκιμάσετε το αγαλματάκια ακούνητα αμίλητα αγέλαστα, μέρα ή νύχτα;

Προσφυγάκι, ο φτωχός συγγενής του μπακαλιάρου (πηγή)
Ε.Τ.
Στο ακόλουθο βιντεάκι της Εκπαιδευτικής Τηλεόρασης, παρακολουθούμε τον συγγραφέα να απαντάει σε ερωτήσεις δύο παιδιών σχετικά με το βιβλίο. Μαθαίνουμε ότι πάντα ήθελε να γράψει μια ιστορία για ένα τέτοιο αγαλματάκι, καθώς οι γονείς του είναι και εκείνοι Μικρασιάτες πρόσφυγες. Έπειτα διαβάζει κάποια αποσπάσματα του βιβλίου του και βγάζει μέσα από την τσάντα του κάποια υλικά που αναφέρονται στο παραμύθι, θυμίζοντάς μας μια αντίστοιχη δραστηριότητα όπου οι μαθητές μαντεύουν / ανασυνθέτουν μια ιστορία με τη βοήθεια αντικειμένων που περιέχονται σε αυτή. Τέλος, παρατηρούμε την εικονογράφο να μας μιλάει για την αγαπημένη της φιγούρα στο έργο, ενώ το βίντεο κλείνει με μια πρόταση δημιουργικής γραφής για τα παιδιά (επινόηση ιστορίας με βάση λέξεις κλειδιά).


Share/Bookmark

Δευτέρα 10 Ιουνίου 2013

Κλεομένης

Υπόθεση
Μετά τον θάνατο του Άγη Δ', ο γιος του μεγάλου του αντιπάλου, Κλεομένης Γ', συνεχίζει τον αγώνα για κοινωνική μεταρρύθμιση, και καταφέρνει να επαναφέρει το Λυκούργειο πολίτευμα στη Σπάρτη. Ο Άρατος της Σικυώνας, αρχηγός της Αχαϊκής Συμπολιτείας, βλέποντας τη δυναμική της επανάστασης και φοβούμενος επέκτασή της σε όλη την Πελοπόννησο, ζητάει τη βοήθεια του Μακεδόνα βασιλιά Αντίγονου Γ' Δώσωνα. Οι Σπαρτιάτες μένουν μόνοι. Μια σειρά από άστοχες ενέργειες και προδοσίες, οδηγούν στη συντριβή και στην κατοχή  της Σπάρτης από τους Μακεδόνες. Ο Κλεομένης στρέφεται στον Πτολεμαίο Γ' τον Ευεργέτη και επιχειρεί να συνεχίσει το έργο του καταφεύγοντας στην αυλή του, στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Μέσα όμως στο άγνωστο γι' αυτόν περιβάλλον χλιδής, διαφθοράς και δολοπλοκιών, οι προσπάθειές του δεν θα έχουν τύχη.

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Κέδρος
Συγγραφέας: Λιλή Μαυροκεφάλου
Εικονογράφηση: Νίνα Σταματίου (εξώφυλλο)
ISBN:
978-960-04-0321-Χ 
Έτος 1ης Έκδοσης: 1981
Σελίδες: 523
Τιμή: 18 ευρώ (
νέα έκδοση) / 30 ευρώ (παλαιά έκδοση)
Ηλεκτρονική αγορά έκδοση 1997 / έκδοση 1981

Τάξεις: Γυμνάσιο

Κριτική
Η συνέχεια στην μεγαλειώδη ιστορική περιπέτεια του Άγη, έρχεται με ένα ακόμα βραβευμένο (και δυστυχώς εξαντλημένο) έργο από τη Λιλή Μαυροκεφάλου, που χωρίζεται σε δύο μέρη (Α' μέρος: Σπάρτη - Β' μέρος: Αλεξάνδρεια). Η γραφή είναι πιο απλή σε σχέση με το πρώτο βιβλίο, η έκταση του κειμένου όμως διπλάσια. Η εικονογράφηση απουσιάζει και πάλι, ενώ τα τυπογραφικά, η στοίχιση, αλλά και οι θεματικές (αγώνας για ανατροπή του συστήματος, δολοπλοκίες, διαφθορά, ερωτικές περιπέτειες) απευθύνονται περισσότερο σε εφήβους και λιγότερο σε μαθητές Δημοτικού. Οι σκληρές σκηνές είναι αρκετές (ειδικά στο Β' Μέρος), και το τέλος της ιστορίας προβάλλει μάλλον στενάχωρο για τους μικρότερους αναγνώστες. Χωρισμένο σε 32 κεφάλαια μετρίου μεγέθους (10-20 σελίδες το καθένα), το βιβλίο είναι σε γενικές γραμμές συναρπαστικό, με ζωντανούς χαρακτήρες, διαρκή δράση και ανατροπές στην πλοκή. Υπάρχουν όμως και σημεία που παρατηρείται "κοιλιά", όπως το πρώτο κεφάλαιο του δεύτερου μέρους, που με τις σχεδόν 50 σελίδες του και τις μακροσκελείς περιγραφές της Αλεξάνδρειας, ενδέχεται να κουράσει κάποιους λιγότερο φανατικούς.

Το βιβλίο προτείνεται κυρίως σε μαθητές γυμνασίου που ενδιαφέρονται για την αρχαία ιστορία, την ελληνιστική Αλεξάνδρεια ή τις κοινωνικές επαναστάσεις, αλλά και σε όσους διάβασαν την ιστορία του Άγη και επιθυμούν να ζήσουν τη συνέχειά της.
Ιστορικός χάρτης της Ελλάδας την εποχή του Κλεομένη Γ'
Η συγγραφέας, παραμένοντας και πάλι πιστή σε όσα μας παραδίδει ο Πλούταρχος (όχι ο τραγουδιστής, ο άλλος), δημιουργεί άλλο ένα λογοτεχνικό κόσμημα. Τα καλολογικά στοιχεία είναι αρκετά, χωρίς όμως να δυσχεραίνουν τη ροή, ενώ οι εικόνες αρχαίων μνημείων και οι σκηνές από την ελληνιστική καθημερινότητα ξετυλίγονται μπροστά μας ζωντανές και μαγευτικές. Ξεχωρίσαμε εκείνη όπου η άρρωστη Αγιάτιδα κάνει την πρώτη της εμφάνιση (σ.46), ή όταν ως μητέρα κρυφοκοιτάζει τον νέο της άντρα να διηγείται παραμύθια στο παιδί της (σ.93-4). Εξαιρετική στην περιγραφή της είναι επίσης η σκηνή όπου η γριά Κρατησίκλεια παίζει κιθάρα (σ.283) αλλά και το σημείο που οι Σπαρτιάτες κοιτάζουν αποσβολωμένοι τον πλούτο της Σαλαμινίας, του πλωτού παλατιού του Πτολεμαίου (σ.350). Κλείνοντας, να αναφέρουμε ότι οι περιγραφές των προσώπων, δεν έχουν -κατά την ταπεινή μου πάντα γνώμη- τίποτα να ζηλέψουν από εκείνες που μας δίνουν μεγάλοι κλασικοί της λογοτεχνίας (βλ. π.χ. περιγραφές Πτολεμαίου και Βερενίκης σελ. 354-5).

Οι "δύσκολες" σκηνές όπως ήδη αναφέραμε, είναι αρκετές. Συγκεκριμένα, θα συναντήσουμε στις σελίδες του βιβλίου έναν γεράκο να βρίσκει τραγικό θάνατο (σ.107), εφόρους να σφαγιάζονται (σ.174), απλούς ανθρώπους να δολοφονούνται (σ.256), ή να πέφτουν θύματα βασανισμού (σ.276) τη θάλασσα να γεμίζει πτώματα (σ.270), φρικτές περιγραφές από το πέρασμα του Άρατου στη Μαντίνεια (σ.292) αρκετούς από τους ήρωες  να αυτοκτονούν (σ.342 και σ.508) ενώ θα γίνουμε μάρτυρες της εκτέλεσης μιας οικογένειας από τον δήμιο (σ.516). Στον επίλογο τέλος, γίνεται αναφορά στο λιντσάρισμα της Οινάνθης και της Αγαθόκλειας (σ. 522). Όχι ακριβώς αυτό που θα προτείναμε σ' ένα παιδί πριν τον ύπνο... ας δει τηλεόραση: παίζει Σβαρτσενέγκερ! (χιούμορ)

Η μεγάλη αντίθεση που αναδύεται αυτή τη φορά μέσα από το κείμενο, δεν είναι τόσο ανάμεσα στο νέο και το παλιό, όπως στο προηγούμενο βιβλίο, αλλά ανάμεσα στο λιτό, κλασικό και ελληνικό του σπαρτιατικού κόσμου που σβήνει, και το πλούσιο, άμετρο και κοσμοπολίτικο της Αλεξάνδρειας που ανατέλλει. Ο ονειροπαρμένος Πτολεμαίος Δ' κάπου θυμίζει τον Νέρωνα του Quo Vadis και όλα δείχνουν ότι στην εποχή που μας περιγράφεται, η αξία του μέτρου (σ.356) έχει παραδώσει τα σκήπτρα της στη χλιδή (σ.433) με το έδαφος ήδη να προλειαίνεται για ρωμαϊκά όργια (σ.444). Η διαφορά ανάμεσα στον αμόλυντο Σπαρτιάτη και στην βουτηγμένη στα πλούτη παλατιανή σαπίλα (σ.408) της Αλεξάνδρειας δίνεται χαρακτηριστικά μέσα από τις σκέψεις του Πτολεμαίου για τον Κλεομένη: "Κοντά του ήταν σαν ν' ανοιγόταν ένα παράθυρο κι έμπαινε ολοκάθαρος αέρας. Στιγμές στιγμές του φαινόταν πως εκείνος ανήκε σ' ένα άλλο ανθρώπινο είδος που ίχνη του είχαν ίσως απομείνει σε μακρινές χώρες. Το βλέμμα του ήταν καθαρό κι ίσιο..." (σ. 399) Ο Κλεομένης μπορεί να μην φτάνει σε ακεραιότητα τον προηγούμενο βασιλιά Άγη, σε σύγκριση όμως με τα όσα επικρατούν στην Αίγυπτο θυμίζει αμνό. Με την αυτοκτονία του μάλιστα, καταφέρνει να παραμείνει άφθαρτος και να εξυπηρετήσει το σκοπό του με το τελευταίο μέσο που του απομένει.  Η φράση του λίγο πριν εγκαταλείψει τη Σπάρτη Η αυτοκτονία δεν πρέπει να 'ναι αποφυγή πράξης, αλλά να' ναι η ίδια πράξη. Είναι ντροπή να ζούμε και να πεθαίνουμε μόνο για τον εαυτό μας (σ.341) προοικονομεί ως ένα βαθμό το τραγικό αλλά και ηρωικό τέλος του επαναστάτη βασιλιά και των 14 συντρόφων του.
Κι ένα τραγικό και ηρωικό τέλος κατά Monty Python (πηγή)

Αξίες - Θέματα
Ιστορία-Αρχαιολογία, Γενναιότητα, Ανισότητα, Φιλία, Νοσταλγία, Δραστηριοποίηση, Διαφορετικότητα, Μετανάστευση για οικονομικούς (Θεόδοτος σ.405) ή πολιτικούς λόγους (κεφ.20-24)

Απόσπασμα
Ο κήρυκας χτύπησε το σκήπτρο του τρεις φορές κι όλο εκείνο τ’ ανήσυχο πλήθος μαρμάρωσε μεμιάς. Έγινε όλο μάτια κι αυτιά.

Ο Κλεομένης ανέβηκε στο βάθρο του ομιλητή. Η περπατησιά του είχε τη χαριτωμένη σβελτάδα και τη μεγαλόπρεπη σιγουριά του τίγρη. Κόντευε τα τριάντα, μα έδειχνε παλικαράκι μέσα στην απέριττη, φτιαγμένη από τραχύ ύφασμα, φορεσιά του. το πλήθος ξέσπασε σε ζητωκραυγές. Οι πατεράδες σήκωναν τα παιδιά τους στους ώμους τους, για να μπορέσουν κι εκείνα να δουν το βασιλιά. Αυτά ξεφώνιζαν χαρούμενα, ηλεκτρισμένα απ’ την ατμόσφαιρα του ενθουσιασμού. Ο Κλεομένης περίμενε ακίνητος να κατασιγάσει η θύελλα, μα η παρουσία του, σαν να’ ταν αναμμένο δαυλί, φούντωνε την έξαψη του κόσμου. Έκανε νόημα στο σαλπιχτή να σαλπίσει σιωπητήριο. Η σάλπιγγα ξάφνιασε τον κόσμο και τον βούβανε, και πριν συνέρθει απ’ τη σαστισμάρα του και ξαναρχίσει τις επιδοκιμασίες, ο Κλεομένης μιλούσε.

- Κοιτάχτε, φίλοι μου, τον ήλιο! Λάμπει σαν καλοκαιριάτικος σ’ ασυννέφιαστο ουρανό. Τα σύννεφα διαλύθηκαν σαν κακό όνειρο. Είναι θεόσταλτο σημάδι αυτή η αναπάντεχη καλοκαιρία, γιατί σήμερα η Σπάρτη άφησε πια πίσω της τις σκοτεινές μέρες της ντροπής! Από τώρα και πέρα οι πολίτες τη πια δε θα χωρίζονται σ’ αφεντικά και δούλους! Σβήνονται τα χρέη! Λευτερώνονται όσοι γίναν δούλοι υποθηκεύοντας τα κορμιά τους! Η γη μοιράζεται σε ίσα μεράδια! Μόνο η αρετή πια θ’ ανεβάζει τον έναν ψηλότερα απ’ τον άλλον. Σήμερα πέθαναν μέσα στην πόλη μας η φτώχεια κι ο πλούτος μαζί με τα παιδιά τους: την πλεονεξία και τη διαφθορά των λίγων, τη δυστυχία και την υποδούλωση των πολλών! Αν γινόταν να διώξουμε αυτές τις συμφορές, που σαν επιδημία μας ήρθαν απ’ έξω, δίχως βία, θα λογάριαζα τον εαυτό μου σαν τον πιο ευτυχισμένο άνθρωπο. Όμως οι έφοροι έπρεπε να πεθάνουν, για να μη σταθούν εμπόδιο στην αλλαγή. Μα τι ήταν αυτοί οι έφοροι που αποφάσιζαν για ειρήνη και πόλεμο, ζωή και θάνατο, δίχως να λογοδοτούν πουθενά; Ήταν το μάτι που σας επόπτευε, το χέρι που σας τιμωρούσε, σα δε στέργατε πια να σέρνεστε, το μάτι και το χέρι ενός κορμιού που έτρωγε τις σάρκες σας και παχαίνοντας σάπιζε και βρωμούσε. Το κορμί αυτό ήταν οι τοκογλύφοι, οι αχόρταγοι πλούσιοι, οι εκμεταλλευτές σας. Δίχως την εξουσία των εφόρων είναι πια αδύναμοι κι εσείς μπορείτε να ζήσετε μ’ αξιοπρέπεια. Αυτοί ήταν οι έφοροι στις μέρες μας. Γι’ αυτό έπρεπε να πεθάνουν. Μα παλιά δεν ήταν παρά οι έμπιστοι φίλοι των βασιλιάδων π’ άφηναν εκείνοι στο πόδι τους, σα φεύγαν για μακρινές εκστρατείες. Ο Λυκούργος, ο μεγάλος μας νομοθέτης, δεν όρισε εφόρους και φαίνεται πως ήξερε τι έκανε, γιατί αργότερα σιγά σιγά αυτοί από υπηρέτες των βασιλιάδων γίναν αφεντικά. Τόσο πολύ οι ίδιοι και οι φίλοι τους βουτήχτηκαν στη διαφθορά, τόσο λάτρεψαν το χρυσάφι, τόσο μίσησαν την τιμή και την υπόληψη, που δεν δίστασαν να σκοτώσουν ένα βασιλιά, τον Άγη, επειδή θέλησε να ξαναφέρει το πατροπαράδοτο πολίτευμα και να λευτερώσει το λαό. Αν τους αφήναμε να ζήσουν, παραμόνευε ο κίνδυνος να βουτήξουν την πόλη στη συμφορά και στον τρόμο. Γι’ αυτό έπρεπε να πεθάνουν.

- Θάνατος, θάνατος σ’ όλους τους εχθρούς! ούρλιαξε το πλήθος και τα πρόσωπα αγρίεψαν, τα μάτια γέμισαν μίσος.

- Φτάνει, φίλοι μου, το αίμα που χύθηκε! είπε με σταθερή φωνή ο Κλεομένης, κι ο κόσμος μούδιασε και μαζεύτηκε. Αυστηρά θα τιμωρηθεί όποιος τολμήσει να τραβήξει μαχαίρι. Αφέντης είναι μόνο ο νόμος ανάμεσα σ’ ελεύθερους ανθρώπους. Σήμερα σπείραμε τον καλόν αυτό σπόρο, τη λευτεριά. Μα όσο να ξεπεταχτεί και να θεριέψει, πρέπει να μείνει ανενόχλητος από ζιζάνια. Γι’ αυτό ογδόντα ύποπτοι για ανατροπή του Λυκούργειου πολιτεύματος θα εξοριστούν. Όχι για πάντα. Ο κλήρος τους θα τους περιμένει, σα θα θελήσουν να μοιραστούν τη ζωή μας. Η πόλη για να προκόψει και να μην είναι εύκολο λάφυρο των εχθρών της χρειάζεται πολίτες. Μείναμε πολύ λίγοι. Γι’ αυτό θα διαλέξουμε καινούργιους ανάμεσα στους πιο άξιους ξένους και μέτοικους. Οι γερουσιαστές δε θα’ ναι πια ισόβιοι. Θα εκλέγονται κάθε χρόνο απ’ το λαό. Όσο για τη βασιλική εξουσία, είναι γνωστό πως πάντα τη μοιράζονταν δυο βασιλιάδες από διαφορετικές οικογένειες. Θέλησα να συμμορφωθώ με την παράδοση και το νόμο και κάλεσε απ’ τη Μεσσήνη τον αδερφό του Άγη, τον Αρχίδαμο. Τον δολοφόνησα. Ξέρετε ποιοι! Ξέρετε γιατί! Και μ’ αυτή τη δολοφονία ξεκληρίστηκε η βασιλική γενιά του Άγη, γιατί ο αδερφός του δεν άφησε πίσω του γιο. Γι’ αυτό δε μένει άλλο παρά να μοιραστώ την εξουσία μου με τον αδερφό μου, τον Ευκλείδα.

Ο κόσμος ξέσπασε σε ζητωκραυγές. Ο Ευκλείδας, καθισμένος ανάμεσα στη βασιλική οικογένεια, είχε κοκκινίσει μέχρι τις ρίζες των μαλλιών του. Δεν πίστευε στ’ αυτιά του. Μεγάλοι θεοί! Ήταν ποτέ δυνατό να ζητωκραυγάζουν με τόσο ενθουσιασμό για κείνον; Κι όμως, τ’ όνομά του αντηχούσε από παντού. Ένα κύμα τρελής ευτυχίας τον συνεπήρε. Σηκώθηκε ζαλισμένος απ’ τη θέση του και χαιρέτησε το πλήθος αδέξια. Όταν ξανακάθισε και οι επιδοκιμασίες κόπασαν, άκουσε, σαν σ’ όνειρο, τη φωνή του αδερφού του.

- Η γυναίκα μου κι εγώ, ο αδερφός μου, η μητέρα μου κι ο άντρας της, οι φίλοι μου δίνουμε πρώτοι την περιουσία μας στην πολιτεία για τη μοιρασιά: γη, κοπάδια, χρήματα.

Πανζουρλισμός ενθουσιασμού ξέσπασε στα λόγια αυτά. Οι άνθρωποι αγκαλιάζονταν και πετούσαν τα σκουφιά τους στον αέρα, γελούσαν και κλαίγαν μαζί και τα παιδιά χοροπηδούσαν ξετρελαμένα.

- Ερειπώθηκε ο ναός του Λυκούργου, συνέχισε σαν ησύχασαν λιγάκι, και στ’ άδυτό του φώλιασαν νυχτερίδες. Θα τον ξαναχτίσουμε πιο λαμπρό και θα τον τιμάμε όπως και παλιά. Και πάνω στον τάφο του Άγη θέριεψαν τ’ αγριόχορτα κι ούτε ένα μνημείο δεν τον ξεχωρίζει. θα φροντίσουμε τον τάφο, όπως του αξίζει, και θα χτίσουμε ναό στη μνήμη του. Και μαζί με το Λυκούργο θα λατρεύουμε και κείνον σαν ήρωα της πόλης και θα τον τιμάμε με θυσίες κι αγώνες. Ο χαμός εκείνων δεν πήγε χαμένος. Πάνω στη θυσία τους στεριώνουμε τη δική μας λευτεριά, τη δική μας τιμή.
Καινούργιες ζητωκραυγές κι εκδηλώσεις χαράς αντήχησαν. Ο Κλεομένης απόσυρε το βλέμμα του απ’ την τρικυμισμένη ανθρωποθάλασσα και κοίταξε την Αγιάτιδα. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν. Η επιδοκιμασία κι ο θαυμασμός π’ αντιφέγγιζε η ματιά της τον ηλέκτρισαν, πέρασαν μέσα στο αίμα του και για μια στιγμή δεν έβλεπε παρά μόνο εκείνη. Έτσι δεν πρόσεξε τη Φίλα, που καθισμένη δίπλα στη μητέρα της, του ‘γνεφε και του’ στελνε φιλιά και διόλου δε θύμιζε το δειλιασμένο κοριτσάκι που κρυβόταν στις γωνιές.

Κοντά μεσημέρι η συνάθροιση διαλύθηκε. Ο κόσμος ξεχύθηκε να γιορτάσει. Οι γιορτές θα κρατούσαν τέσσερις μέρες και θα γίνονταν κάθε χρόνο, σημαδεύοντας το μεγάλο γεγονός.

Όπως το συνήθιζαν οι παππούδες τους, δείπνησαν όλοι μαζί, στις στοές της σκιάδας όσοι χώρεσαν, στην ύπαιθρο όσοι περίσσευαν. Σαν απόφαγαν, τραγούδησαν και χόρεψαν με την καρδιά τους, κι ούτε που τους ένοιαζε για την ψύχρα που όσο προχωρούσε η ώρα, τόσο πιο τσουχτερή γινόταν.
Νιώθαν όλοι τους αδέρφια και οι καρδιές τους ήταν ορθάνοιχτες στη χαρά και στην αγάπη. Και η ευτυχία κέρδισε τελειωτικά κι όσους στέκαν μουδιασμένοι και δισταχτικοί μπροστά στην αλλαγή.

Μα ίσως το πιο ευτυχισμένο κορίτσι να ‘ταν εκείνο το βράδυ η Πενθεσίλεια, γιατί ο Παντέας κρατούσε σφιχτά κλεισμένο το χέρι της στην παλάμη του στο χορό και κάποια στιγμή την είχε ρωτήσει τ’ όνομά της και τα μάτια του φεγγοβολούσαν έρωτα.

Μέσα στο ξεφάντωμα κανείς δεν πρόσεξε τους ογδόντα άρχοντες που πιο σκοτεινοί κι απ’ τη νύχτα πήραν το δόμο της εξορίας. κι ανάμεσά τους ήταν κι ο Ξενάρης!

Ο Κλεομένης και οι δικοί του δεν είχαν καιρό για γλέντια. Δούλευαν πυρετικά να στεριώσουν το Λυκούργειο πολίτευμα πριν μπλεχτούν σε καινούργιους αγώνες με τους Αχαιούς, που σίγουρα θα ‘τρεφαν ελπίδες πως η μεταρρύθμιση θα ’τρωγε τον Κλεομένη, όπως είχε φάει και τον Άγη.
Προβληματισμοί για συζήτηση 
Ο Μανώλης με τα λόγια
Σαν καλός πολιτικός, ο βασιλιάς Πτολεμαίος Δ' (όπως και ο προκάτοχός του Γ') δεν κουράζεται ποτέ (σ.356, σ.399, σ.440, σ.472) να υπόσχεται στον Κλεομένη ότι θα τον βοηθήσει -και μάλιστα με το παραπάνω- να επιστρέψει στην πατρίδα του τη Σπάρτη ισχυρός. Οι φράσεις που χρησιμοποιεί είναι διαλεγμένες προσεκτικά (π.χ. θα το κουβεντιάσουμε σύντομα), ώστε να μην περιέχουν σαφήνεια ή χρονική δέσμευση και απλώς αναβάλλουν τις αποφάσεις για "αργότερα". Δεν είναι δύσκολο οι συνειρμοί να μας οδηγήσουν στους σύγχρονους πολιτικούς, που μιλάνε χωρίς να λένε τίποτα συγκεκριμένο, απλώς για να χρονίζουν οι καταστάσεις που εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους. Το φαινόμενο της αερολογίας έχουν διακωμωδήσει τόσο ο ελληνικός κινηματογράφος όσο και η πολιτική σάτιρα των περασμένων δεκαετιών.

Εσείς, πώς νιώθετε όταν δεν καταφέρνετε να τηρήσετε μια δέσμευσή σας; Είναι πιστεύετε σωστό να μας τιμωρούν για κάτι που υποσχόμαστε και δεν πραγματοποιούμε; Και αν ναι, πώς γίνεται οι πολιτικοί να μην κατηγορούνται ποτέ για τις κούφιες προεκλογικές τους εξαγγελίες;

Οι υποσχέσεις είναι βέβαια ένα μόνο μέσο από αυτά που χρησιμοποιούν οι πολιτικοί. Στο βιβλίο θα συναντήσουμε περισσότερα απ' αυτά, ξεκινώντας από τα κόλπα του ίδιου του Κλεομένη, που πριν ακόμα κυριαρχήσει στην πολιτική σκηνή της Σπάρτης, καταφέρνει να περνάει τις προτάσεις του χρησιμοποιώντας γλυκόλογα και εκφράζοντας αόριστες θέσεις (σ.104-5). Θα εντρυφήσουμε στην κολακεία του Άρατου, που ουσιαστικά ελέγχει τον πολύ ισχυρότερο οικονομικά και στρατιωτικά Αντίγονο Δώσωνα και τον οδηγεί όπου θέλει (κεφ.23). Θα απολαύσουμε τέλος ένα δείγμα γυναικείας διπλωματίας, όταν η Βερενίκη χρησιμοποιεί με τη σειρά όλα τα βέλη από τη φαρέτρα της (γοητεία, δάκρυα, λογική, απειλές) προκειμένου να πείσει τον Κλεομένη να την βοηθήσει (σ.417-420).
Η κόμη της Βερενίκης στον νυχτερινό ουρανό (πηγή)
Walk like an Egyptian
Ορισμένες προσεγγίσεις στην ιστορία που διηγείται το βιβλίο, αφήνουν τις πολιτικές θέσεις της συγγραφέως να διαφανούν, ειδικά όταν επισημαίνονται οι άγριες διαθέσεις της εξουσίας και η κατάντια στην οποία μπορεί να περιέλθει ένας λαός όταν δεν αντιδρά. Έτσι, στη σελ. 363 διαβάζουμε τα (κάπως ιντριγκαδόρικα είναι η αλήθεια) λόγια της βασίλισσας Βερενίκης προς τον Κλεομένη:
Ποιος λαός; Οι Αιγύπτιοι μήπως; Κοπάδι πρόβατα είναι. Τυφλά ακολουθούν τους τσομπάνηδες, τους ιερείς τους. Μα είναι δικοί μας άνθρωποι αυτοί.  Τους μπουκώσαμε προνόμια και χρυσάφι κι αυτοί εξήγησαν στους πιστούς πως οι φαραώ τους ξανασαρκώθηκαν στη μακεδονική γενιά, τη γενιά μας. Αυτό τους φτάνει για να δουλεύουν τη γη, να γεννοβολούν άλλους δουλευτές και να πεθαίνουν ευχαριστημένοι. (...) Οι Έλληνες πάλι; Όσοι έρχονται δω πέρα, έρχονται για το χρήμα. Και οι περισσότεροι πλουτίζουν. Μερικοί γίνονται πάμπλουτοι. Τι άλλο θέλουν; Μα εγώ νιώθω σαν λαό μου μονάχα το στρατό κι ας είναι κάθε καρυδιάς καρύδι, μισθοφόροι από κάθε γωνιά της γης. Σ' αυτούς στηρίζεται η δύναμη των Πτολεμαίων.

Λίγο αργότερα, η Κρατησίκλεια συμπληρώνει (σ.371)  
Κι ο λαός, παιδί μου, είναι αλλιώτικος. Αιώνες τώρα έχει μάθει να υποτάσσεται. Στους Φαραώ, στους Πέρσες, στους Μακεδόνες τώρα. (...) Οι Αιγύπτιοι ακουμπούν το πρόσωπο καταγής και τους προσκυνούν. (σ.373) Είναι αδιάφορος ο λαός εδώ, παιδί μου. 

Σε υποστήριξη των παραπάνω, οι Botsford και Robinson αναφέρουν ότι ο Κλεομένης προσπάθησε να ξεσηκώσει επανάσταση στο όνομα της Ελευθερίας, μίας λέξεως που οι κάτοικοι της Αλεξανδρείας δεν καταλάβαιναν (πηγή). Και φυσικά απέτυχε, συμπληρώνουμε εμείς. Το ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι, ότι 2100 ολόκληρα χρόνια αργότερα, στην Αλεξάνδρεια του 1867, και πάλι κάποιοι Έλληνες, αυτή τη φορά έμποροι (βλ. Αβέρωφ) και τραπεζίτες (βλ. Συγγρός), συνεχίζουν να θησαυρίζουν στις πλάτες του κοσμάκη που εξακολουθεί να μην αντιδρά!

Διαβάζουμε λοιπόν από τη βιογραφία του Α. Συγγρού (Γεωργίου Μπαζίλη, Ανδρέας Συγγρός. Η ζωή του, οι δραστηριότητές του και ο ρόλος του στη διαμόρφωση των εξελίξεων της εποχής του, εκδ. Δημιουργία 1996) στη σελ.83:
Η ελληνική παροικία εκεί βρισκόταν τότε σε πλήρη ακμή. Τα αιγυπτιακά δάνεια, οι προμήθειες στο στρατό, προπαντός στα χεδιφικά παλάτια, έδιναν άφθονα πλούτη στους Έλληνες τραπεζίτες και εμπόρους. Αλλά και οι κακόμοιροι φελάχοι, μικροκτηματίες και καλλιεργητές, κατέφευγαν συχνά σ' αυτούς για δάνεια με τοκογλυφικούς όρους. Ήταν τα τελικά θύματα της σπατάλης του χεδίφη Ισμαήλ πασά: ημίγυμνοι, αυτοί και τα μέλη της οικογένειάς τους, ζούσαν σε καλύβες -τρώγλες κα δούλευαν σαν σκλάβοι για να πληρώνουν φόρους και  τόκους. Και το περίεργο: δούλευαν αγόγγυστα!

Οποιαδήποτε ομοιότητα με τη σημερινή κατάσταση στη χώρα μας είναι συμπτωματική, αλλά μπορείτε να ανησυχείτε ελεύθερα. Είμαστε στον σωστό δρόμο προς αιγυπτιοποίηση.

Πυραμίδα του καπιταλιστικού συστήματος που αποτυπώνει τη φράση της Βερενίκης
(αμερικάνικο πόστερ του 1911 σε ελεύθερη μετάφραση)
Ωχ, αδερφέ!
Παρακλάδι της αδιαφορίας ενός λαού για τα όσα του συμβαίνουν, θα μπορούσε να θεωρηθεί και η αδιαφορία του για την ταυτότητα και την κουλτούρα του. Ένα ίσως χαρακτηριστικό παράδειγμα, είναι οι αναφορές που συναντάμε στη wikipedia για ορισμένα λήμματα που αφορούν την ιστορία και τον ελληνικό πολιτισμό, στην περίπτωσή μας τον Κλεομένη Γ'. Στα ελληνικά θα βρούμε τη συντομότερη, με μόλις 4 σειρές (το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν). Το αντίστοιχο αγγλόφωνο άρθρο καταλαμβάνει περίπου 2 σελίδες με βασικές πληροφορίες και βιβλιογραφία. Η λεπτομερέστερη όμως αναφορά, με χάρτες, αναλύσεις, φωτογραφίες και νομίσματα που απεικονίζουν τους Πτολεμαίους και τον Μακεδόνα βασιλιά, είναι... στα ρωσικά! Να φταίει άραγε το "αριστερό" προφίλ του Κλεομένη;

Κι αν δεν μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε ως αδιαφορία, πώς αλλιώς ερμηνεύεται το γεγονός ότι μετά από τόσα χρόνια λειτουργίας του διαδικτύου στη χώρα μας και με χιλιάδες φιλολόγους στην σύνταξη ή την ανεργία, ο μόνος που ασχολήθηκε και συνεχίζει να ασχολείται με τη διάδοση των αρχαίων ελληνικών μέσω internet είναι ένας Ισπανός καθηγητής; Αναφέρομαι στον φιλέλληνα Dr. Juan Coderch που συντηρεί το δίκτυο Akropolis. Κάποιες φορές, οι ίσες ευκαιρίες έκφρασης που προσφέρει το διαδίκτυο σε όλους μας, μεταφράζονται και σε αντίστοιχες ευθύνες, που μοιράζονται εξίσου στους χρήστες.

Είμαστε λοιπόν υπεύθυνοι, τόσο για τις διαδικτυακές μας δράσεις όσο και για την αδιαφορία μας. Και για να μην αφήσουμε παραπονεμένους τους ιθύνοντες, στο νωχελικό μας ψάρι βρωμάει ΚΑΙ το κεφάλι. Μετά από δεκαετίες εισροής τεράστιων κεφαλαίων στη χώρα (Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα, Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης, πόροι από τα Ταμεία Συνοχής και τις Κοινοτικές Πρωτοβουλίες και βέβαια τα ΕΣΠΑ) το μουσείο της πόλης που γέννησε τον Λεωνίδα, τον Άγη και τον Κλεομένη, παραμένει όπως το έχτισαν το 1875 και κοντεύει να θεωρηθεί αρχαίο και το ίδιο. Ευρύματα στοιβαγμένα, μισο-ανασκαμμένες αρχαιότητες στους γύρω χώρους, θυμίζουν το ένδοξο παρελθόν μας μέσα από φυτά και σκουπίδια. Αρκεί άραγε ένα "like" εδώ για να εξαφανιστούν οι τύψεις μας;

Κλείνοντας, να αναφέρουμε ότι χάρη στο μεράκι ενός άλλου φιλέλληνα, του αρχαιολόγου Στέφανου Μίλλερ, αλλά και τη συμβολή εκατοντάδων εθελοντών, οι αγώνες στην αρχαία Νεμέα (στο βιβλίο γίνεται αναφορά στις σελ.246-247) αναβιώνουν εδώ και 20 περίπου χρόνια έξω από τα βιβλία, στο αρχαίο στάδιο της περιοχής, κάνοντας οργανωτές και συμμετέχοντες απ' όλο τον κόσμο περήφανους.

Αγιάζει τα μέσα;
Σε σχέση με τον πρωταγωνιστή του προηγούμενου βιβλίου, ο Κλεομένης εμφανίζεται στο πρώτο μέρος του βιβλίου λιγότερο "αγαθός" και περισσότερο "πρακτικός", με αποτέλεσμα γρήγορα να καταφέρνει να περάσει τις μεταρρυθμίσεις που επιθυμεί. Έτσι οι νόμοι του Λυκούργου ξαναζωντανεύουν στη Σπάρτη και κάνουν το όνειρο των πολιτών πραγματικότητα. Στο δεύτερο μέρος ωστόσο, όταν και καταφεύγει στην μαγευτική Αλεξάνδρεια, αρχίζει να θυμίζει περισσότερο τον Άγη: Δείχνει πίστη σε όσα του υπόσχονται και αποφεύγει να "ελιχθεί" όταν οι περιστάσεις το απαιτούν. Σύντομα έτσι, συντρίβεται υπό το βάρος των δολοπλοκιών του παλατιού. Μήπως το μήνυμα που περνάει είναι ότι "οι αγώνες δεν κερδίζονται με το σταυρό στο χέρι";  

Happy End - απάντηση σε ερώτηση φίλου της σελίδας
Γνωρίζουμε ότι συνήθως τα αναγνώσματα που απευθύνονται σε παιδιά, έχουν ευτυχές τέλος. Αυτό συμβαίνει επειδή οι μικροί φίλοι των βιβλίων περιμένουν από τον συγγραφέα (οιονεί μοίρα) την απόδοση δικαίου, με το "καλό" να ανταμείβεται και το "κακό" να τιμωρείται. Καθώς μάλιστα συχνά οι αναγνώστες ταυτίζονται με τους ήρωες, είναι μάλλον αταίριαστο να τους βλέπουν να δεινοπαθούν.

Στις ιστορίες του Άγη και του Κλεομένη, η (πραγματική) μοίρα φρόντισε ώστε οι πρωταγωνιστές να έχουν τραγικό τέλος και η συγγραφέας το απέδωσε με σχετικό ρεαλισμό. Σημαίνει μήπως αυτό, ότι τα βιβλία τούτα είναι ακατάλληλα για μαθητές Δημοτικού και πρέπει να τα κλειδώσουμε στο πατάρι; (ρωτάει ο φίλος)

Καταρχάς, να θυμίσουμε ότι ο πόνος και ο θάνατος αποτελούν μέρος της ζωής, γι' αυτό άλλωστε έχουν θέση στα παραδοσιακά παραμύθια, εγχώρια και ξένα όπως και στην παιδική λογοτεχνία. Χρειάζεται όμως, καθώς είναι θέματα δύσκολα, να προσεγγίζονται με τρόπο παιδαγωγικό. Έπειτα, όπως έχουμε ήδη επισημάνει, η συγκεκριμένη έκδοση του Κέδρου έτσι κι αλλιώς δεν είναι ελκυστική για μικρά παιδιά. Αν ωστόσο κάποιος μαθητής βρει τα βιβλία αυτά ενδιαφέροντα και δοκιμάσει να τα διαβάσει, δε σημαίνει ότι απαραίτητα θα του δημιουργηθούν ψυχολογικά τραύματα. Αντίθετα, αν ο γονέας/εκπαιδευτικός αποφασίσει να παρουσιάσει τις ιστορίες αυτές στα παιδιά του, μπορεί να τα ωφελήσει σημαντικά. Αρκεί να αποφύγει τις γλαφυρές λεπτομέρειες στα σημεία όπου δεν χρειάζονται και να χειριστεί το unhappy end με ήπιο τρόπο, εξηγώντας π.χ. ότι η θυσία ενός ήρωα μπορεί κάποιες φορές να αποδειχθεί χρήσιμη, όπως στην περίπτωσή μας, που φυτεύει τον σπόρο της επανάστασης στις καρδιές των ανθρώπων.

Όπως και να 'χει το πράγμα, νιώθουμε ότι τέτοιου είδους βιβλία καλό είναι να προτείνονται κυρίως σε μεγαλύτερα παιδιά, τα οποία συνήθως έχουν την ωριμότητα σκέψης που απαιτείται, ώστε να νιώσουν μεν το δράμα των ηρώων, αλλά και να μην ταλαιπωρηθούν από συναισθήματα ματαίωσης. Δεν χρειάζεται ωστόσο να γινόμαστε υπερβολικοί.

Μέτρα και σταθμά
Στη σελ. 159 διαβάζουμε στη συζήτηση μεταξύ Παντέα και Κλεομένη, πως οι Ρωμαίοι, παρότι αυτοχαρακτηρίζονται δίκαιοι, έκαναν δικαιοσύνη "μόνο στον τόπο τους". Με τη Δωδεκάδελτο (duodecim tabularum) αναγνώρισαν δηλαδή ως ίσους πολίτες μόνο τους εαυτούς τους Ρωμαίους.

- Δύο μέτρα και δύο σταθμά, λοιπόν.
- Σωστά το είπες. Άλλα για τους εαυτούς τους, άλλα για τους άλλους...

Αν ωστόσο σκεφτούμε ποιοι είναι αυτοί που σχολιάζουν, θα θυμηθούμε ότι οι Σπαρτιάτες πολίτες, είχαν και αυτοί πολύ διαφορετικά δικαιώματα από τους περίοικους ή τους είλωτες. Μήπως λοιπόν άδικα κατηγορούν τους ξένους, για κάτι που εφαρμόζεται και στην ίδια τους την πόλη;

Το ίδιο άλλωστε δεν παρατηρούμε να συμβαίνει ακόμα και σήμερα; Σε όλα τα κράτη, άλλα δικαιώματα απολαμβάνουν οι ντόπιοι πολίτες και άλλα οι μετανάστες, ενώ ίδιους νόμους (αλλά διαφορετική αντιμετώπιση) απολαμβάνουν οι πλούσιοι σε σχέση με τους φτωχούς. Στο ζωικό δε βασίλειο, η επιβίωση κάθε είδους μόνο σε δημοκρατικές αρχές δεν στηρίζεται. Ξέρουμε όλοι τι θα συμβεί ακόμα και στο μυρμηγκάκι που βρέθηκε σε λάθος μυρμηγκοφωλιά. Μέσα στο σώμα μας, κάθε ξένος οργανισμός εξοντώνεται σχεδόν αυτόματα.  Φαίνεται λοιπόν πως ο κανόνας των δύο μέτρων και σταθμών, παρότι φαντάζει άδικος για τη θεωρητική λογική μας, στην πράξη βρίσκει αρκετές εφαρμογές.

Γενικεύοντας την κατάσταση και φτάνοντας στην αγαπημένη μας υπερβολή, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ο άνθρωπος ως πλάσμα, φέρεται ακριβώς με τον ίδιο τρόπο στην υπόλοιπη φύση. Κρατάει τη Δημοκρατία και τα ίσα δικαιώματα μόνο για τους συνανθρώπους του (και ούτε καν για όλους), και φέρεται στα άλλα είδη (αγελάδες, ψείρες, καλαμαράκια) και τα φυτά ως κατακτητής και δικτάτορας. Θα ανατείλει άραγε ποτέ η μέρα που θα περπατήσουμε αδελφωμένοι στους δρόμους μαζί με τους χιμπατζήδες και τα σκουμπριά ή μήπως η τακτική δύο μέτρα και δύο σταθμά είναι απαραίτητη για την αυτοσυντήρηση κάθε συστήματος;

Κλείνοντας το σχόλιο, να θυμίσουμε ότι και στην οικονομία, με άλλα σταθμά περιμένουμε να μας αντιμετωπίζουν οι δανειστές μας και με άλλα αντιμετωπίζουμε εμείς τους δικούς μας οφειλέτες. Βλ. χαρακτηριστικό απόσπασμα (μεταξύ 17:25-18:15) από την ταινία ο Ζηλιαρόγατος με τον αείμνηστο Βασίλη Λογοθετίδη.
Όπισθεν ολοταχώς!
Να υπενθυμίσουμε ολοκληρώνοντας, ότι η νοσταλγία για παλαιότερα καθεστώτα και αγνές αρχές του παρελθόντος, ούτε είναι πάντα ειλικρινής (βλ. Χούντα συνταγματαρχών), ούτε πάντα συμπαρασύρει το λαϊκό αίσθημα. Ο αυτοκράτορας Φλάβιος Κλαύδιος Ιουλιανός (360 μ.Χ.), για παράδειγμα, δεν φαίνεται να κέρδισε την εκτίμηση των πολιτών της εποχής του, παρότι θεωρητικά είχε αρκετά κοινά με τον Άγη και τον Κλεομένη. Όταν ανέβηκε στο θρόνο ήταν νέος (30 ετών), γενναίος και τολμηρός, ενώ μέσα στα μόλις δύο χρόνια που κράτησε η βασιλεία του, απλούστευσε τον αυτοκρατορικό τρόπο ζωής, ελάφρυνε τις επαρχίες από τους φόρους, έζησε μια ζωή ασκητική και ανεπιτήδευτη και θέλησε να επαναφέρει την αυτοκρατορία σε προηγούμενες εποχές... δυστυχώς γι' αυτόν, εναντιώθηκε ΚΑΙ στους χριστιανούς επιδιώκοντας να επαναφέρει εκτός από τα υπόλοιπα και την προηγούμενη θρησκεία, οπότε η εκκλησία τον έγραψε στο μαύρο κατάστιχο και τον βάφτισε όπως όλοι σήμερα τον αναγνωρίζουμε, ως Ιουλιανό Παραβάτη / Αποστάτη.

Πιστεύετε ότι στην εποχή μας, η επιστροφή στις παραδοσιακές αξίες θα ήταν μια ρεαλιστική επιλογή και θα μπορούσε να βοηθήσει την κατάσταση; Πριν βιαστείτε να τοποθετηθείτε, σκεφτείτε ότι η κοινωνία μας έχει εγκαταλείψει τον παραδοσιακό τρόπο ζωής εδώ και δεκαετίες, κάτι που στο βιβλίο προβληματίζει και τον Κλεομένη (σ.185): όλα μοιάζαν προβληματικά σε τούτη τη γενιά που 'χε ξεκοπεί απ' τα πατροπαράδοτα. Και είναι λογικό, αφού όταν μια συμπεριφορά δεν "παραδοθεί" (εξ ου και ο όρος παράδοση) από την προηγούμενη γενιά στην επόμενη, τότε απλώς χάνεται: από αυτονόητη γίνεται αδιανόητη. Παρόλαυτά, υπάρχουν χαρακτηριστικά της παραδοσιακής ζωής (όπως η χρήση της εμπειρίας των μεγαλυτέρων, η αμοιβαιότητα και η αλληλεγγύη - βλ. άρθρο του C.A. Bowers -σ.14) που χωρίς να χρειάζεται κάποιος να τα διδάξει, μπορούν να ενταχθούν στην καθημερινότητά μας και να τη βελτιώσουν σημαντικά.

Κλείνοντας το σχόλιο, να υπενθυμίσουμε ότι οι παραδοσιακές μας κοινότητες (οικονομικά σχεδόν αυτόνομες και αειφορικές για αιώνες) εγκαταλείφθηκαν στη διάρκεια του 20ού αιώνα και οι τρόποι τους ξεχάστηκαν, αφού απαξιώθηκαν τόσο από την πεφωτισμένη δεξιά -που προτιμά το εμπόριο από τον αντιπραγματισμό και την αλληλεγγύη-, όσο και από την αριστερή διανόηση -που αντιμετώπιζε καθετί το παραδοσιακό ως συντηρητικό και βλαβερό.
Ιουλιανός
Χρήση στην τάξη
Με τη βοήθεια αποσπασμάτων από το βιβλίο, μπορούμε για τις ανάγκες του μαθήματος της Ιστορίας να παρουσιάσουμε στους μαθητές το τέλος του κλασικού κόσμου και την νέα εποχή που ανατέλλει, στην οποία τα άτομα και οι πόλεις-κράτη όπως η Σπάρτη, δεν ορίζουν πλέον αυτόνομα τη μοίρα τους, αλλά εξαρτώνται από την ένταξή τους σε συμμαχίες. Μας δίνεται επίσης η αφορμή να μιλήσουμε για τη Βιβλιοθήκη και τον Φάρο της Αλεξάνδρειας, ίσως και για τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου.

Είναι επίσης δυνατό να αξιοποιήσουμε το κείμενο στο μάθημα των Θρησκευτικών, για να αναφερθούμε στην προετοιμασία του εδάφους για τον ερχομό του χριστιανισμού. Οι παλιοί θεοί φαίνεται να μην ικανοποιούν πια τους πιστούς, καθώς θεωρούνται άδικοι (σ.43), αδιάφοροι για τα προβλήματά τους (σ.55) αλλά και ψεύτικοι (σ.330), με κάθε νέο βασιλιά που ενθρονίζεται να ονομάζεται θεός (σ.218) και να εξαφανίζει τον προηγούμενο βασιλιά (και θεό) με όχι πάντοτε κομψό τρόπο. Ένα νέο πρότυπο ανθρώπου, που μας παρουσιάζεται στο πρόσωπο του φιλόσοφου Σφαίρου, κάνει την εμφάνισή του: παρότι φτωχός, είναι μακάριος (σ.62) και συγχωρητικός (σ.65). Ο Ζήνων ο Κιτιεύς και οι άλλοι Στωικοί, έχουν ήδη μιλήσει για το ολιγαρκές άτομο (σ.79) που ευτυχεί όταν απαλλάσσεται από τα πάθη του, ενώ ο Επίκουρος (σ.84-85) διδάσκει την ευδαιμονία μέσα από την αταραξία και δέχεται χωρίς διακρίσεις στον Κήπο του άνδρες και γυναίκες, ελεύθερους και δούλους. Βρισκόμαστε ακόμα στο 219 π.Χ., κι όμως ο κόσμος είναι έτοιμος για κάτι καινούριο: Όπως αναφέρει ο Πλούταρχος (και σελ.518 του βιβλίου) γύρω από τον σταυρωμένο Κλεομένη (που ένα φίδι τυλιγμένο στο κεφάλι του προστατεύει από τα όρνεα), συρρέουν πλήθη Αιγυπτίων, αποκαλώντας τον "ήρωα" και "παιδί θεών". Ο βασιλιάς τον φοβάται ακόμα και νεκρό και ο μοχθηρός σύμβουλος Σωσίβιος υποχρεώνεται να τοποθετήσει στο σημείο φρουρά.

Στο μάθημα της Φυσικής, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αποσπάσματα από τη σελ. 379 για να προβάλλουμε εικόνες από την Κόμη της Βερενίκης και να μιλήσουμε για την ιστορία του μηχανισμού των Αντικυθήρων.

Στη Γεωγραφία της Στ', ίσως μας δίνεται η δυνατότητα να συζητήσουμε για την Αλεξάνδρεια των ελληνιστικών χρόνων (σ.347-9 και 379-83), εκείνη του 19ου αιώνα με τη σημαντική ελληνική της κοινότητα, αλλά και την σημερινή Αλεξάνδρεια της αραβικής άνοιξης.

Το βιβλίο μπορεί τέλος να σταθεί αφορμή και για να ασχοληθούμε με το έργο του Καβάφη στα πλαίσια του μαθήματος της Γλώσσας. Ο Αλεξανδρινός ποιητής έχει αναφερθεί με δυο του δημιουργίες στην ιστορία του Κλεομένη και συγκεκριμένα στο σημείο του αποχωρισμού του από τη μητέρα του Κρατησίκλεια. Οι τίτλοι είναι Εν Σπάρτη (1928) και Άγε, ω βασιλεύ Λακεδαιμονίων (1929). Το δεύτερο ποίημα απ' όπου και το απόσπασμα, αποδίδεται στη σ.290 του βιβλίου με τη φράση "Πρόσεξε, βασιλιά των Λακεδαιμονίων!..."
 (...)
Όμως ο δυνατός της χαρακτήρ επάσχισε·
και συνελθούσα η θαυμασία γυναίκα είπε στον Κλεομένη
«Άγε, ω βασιλεύ Λακεδαιμονίων, όπως, επάν έξω γενώμεθα,
μηδείς ίδη δακρύοντας ημάς μηδέ ανάξιόν τι της Σπάρτης ποιούντας
Τούτο γαρ εφ’ ημίν μόνον· αι τύχαι δε, όπως αν ο δαίμων διδώ, πάρεισι.»
Και μες στο πλοίο μπήκε, πηαίνοντας προς το «διδώ».

Αναχώρηση της Κρατησίκλειας από τη Σπάρτη (Bartolomeo Pinelli 1805) πηγή

Share/Bookmark

Τετάρτη 10 Απριλίου 2013

Επανάσταση Ονείρων


Υπόθεση
Οι ήρωες των παραμυθιών, νιώθωντας παραμελημένοι από τους σύγχρονους ανθρώπους, αποφασίζουν να μεταναστεύσουν από την Παραμυθοχώρα στον πραγματικό κόσμο, και να αναζητήσουν την τύχη τους στις μπίζνες. Θα καταφέρουν άραγε να επιβιώσουν στην κοινωνία μας; Τι έχει να προσφέρει η μαγική τους γειτονιά στο αδιάφορο, τσιμεντένιο σήμερα;

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Πατάκης 
Συγγραφέας: Ζωή Βαλάση
Εικονογράφηση: Βάσω Ψαράκη
ISBN: 978-960-16-1109-9
Έτος 1ης Έκδοσης: 1982 (με τίτλο "Η επανάσταση των παραμυθιών")
Σελίδες: 121
Τιμή: περίπου 7 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Ε', Στ', Γυμνάσιο

Κριτική
Η πολυβραβευμένη Ζωή Βαλάση μας δίνει ένα καλογραμμένο, δεικτικό, κι εντελώς ανατρεπτικό κείμενο, καυτηριάζοντας αδυσώπητα τον σύγχρονο τρόπο ζωής. Η γλώσσα γραφής είναι αρκετά απλή και σαφής, αν και οι νεαροί αναγνώστες μάλλον θα δυσκολευτούν να αποκρυπτογραφήσουν πλήρως τα μηνύματα που κρύβονται πίσω από την πρώτη ανάγνωση. Το βιβλίο απευθύνεται σε μικρούς και μεγάλους, ενώ η έκδοση προσανατολίζεται προς μαθητές των τελευταίων τάξεων, με κανονικά τυπογραφικά, σελίδες γεμάτες κείμενο και (ασπρόμαυρη) εικονογράφηση να στολίζει διακριτικά (και κάπως παραδοσιακά) μόλις την πρώτη και την τελευταία σελίδα κάθε κεφαλαίου, όπως και τα χαριτωμένα πρωτογράμματα. Το μέγεθος των κεφαλαίων είναι περιορισμένο (8-10 σελίδες) κι έτσι δεν κουράζει, ενώ η πλοκή κρατάει το ενδιαφέρον σχεδόν αμείωτο. Χρησιμοποιούμε το "σχεδόν", γιατί μετά το πολύ δυναμικό ξεκίνημα (όπου γίνεται της μουρλής) ίσως κάποιοι εντοπίσουν μια "κοιλιά" μεταξύ των κεφαλαίων 4-8. Μην ανησυχείτε όμως, είναι προσωρινή.

Το βιβλίο προτείνεται κυρίως σε παιδιά Στ' τάξης και Γυμνασίου, θα μπορούσαν όμως να το διαβάσουν και λίγο μικρότερα παιδιά ή ενήλικοι που δεν φοβούνται να προβληματιστούν. Η αλήθεια είναι πως πρόκειται για ένα από τα αγαπημένα κείμενα των θεωρητικών της Παιδικής Λογοτεχνίας (ειδικά για τους οπαδούς της παραμυθοσαλάτας), οπότε ακόμα και αν τα παιδιά δεν το λατρέψουν, οι μεγαλύτεροι θα το εκτιμήσουν δεόντως.


Στην ιστορία, η κοινωνική σάτιρα μοιάζει να καταλαμβάνει θέση εξίσου σημαντική με την πλοκή. Έτσι, μέσα από μια φαινομενικά αθώα ιστορία, ασκείται αυστηρή κριτική σε πάρα πολλά κακώς κείμενα της σύγχρονης ανθρώπινης δραστηριότητας... Γίνεται αναφορά στην ασχήμια του αστικού τοπίου και την αισθητική της πόλης (σελ. 20 και 107) στη μόδα και τον καταναλωτισμό (σ. 22 και 65) στην τηλεόραση, τη διαφήμιση και το μάρκετινγκ (σ. 31-32 και 113), το σύστημα υγείας (σ.85-87) την εκπαίδευση (σ.14 και 118), στο εκλογικό σύστημα και την πολιτική (σ. 43, 45, 46, 47), στη σύγχρονη τεχνολογία και τη μηχανοποίηση (σ. 116 και 72-74) αλλά και σε συμπεριφορές όπως η εχθρότητα (24) ή ο ρατσισμός και ο καθωσπρεπισμός (103-104). Ακόμα σκληρότερη γίνεται η πένα της συγγραφέως όταν σχολιάζει την λειτουργία του οικονομικού κυκλώματος: Οι λέξεις "μπίζνες" και "κομπίνες" μόνο τυχαία δεν συνδυάζονται (σ.15, 16, 26), ενώ διαβάζουμε για κονδύλια προς ξεκοκάλισμα, για κυκλώματα (σ. 31) και λαμογιές στον τομέα της οικοδομής (σ.120), αλλά και για σπόνσορες - Αμερικάνους κόνδορες (χωρίς σχόλιο) που "λάμπουν και είναι ευγενείς" (σ.28-29). Δεν νομίζω να μένει κανείς παραπονεμένος.

Στον αντίποδα όλων αυτών, οι αγνές αξίες του κόσμου των Παραμυθιών, που προσπαθούν να μείνουν όρθιες σε ένα κόσμο πονηρό και προσανατολισμένο στην εκμετάλλευση και το κέρδος. Το βιβλίο, παρότι γραμμένο πριν από 30 χρόνια, εμφανίζεται απίστευτα επίκαιρο στις μέρες της κρίσης. Θα μπορούσε κάλλιστα να μας μιλάει για μια ομάδα ιδεολόγων (αφού κάθε ήρωας εκπροσωπεί ουσιαστικά και μια ιδέα) που αναζητά το μέλλον της σε μια ρημαγμένη κοινωνία, ξεκινώντας από το μηδέν. Σκοπός τους να επιβιώσουν οικονομικά χωρίς όμως να χάσουν την ταυτότητά τους. Οι λύσεις που δοκιμάζονται πολλές, πάντα όμως στα πλαίσια της αξιοπρέπειας: Όταν π.χ. τους προτείνεται να γίνουν θεματικό πάρκο σε στυλ Ντίσνεϊλαντ (σ. 108) οι παραμυθοήρωες είναι κατηγορηματικά αντίθετοι (δέρνουν τον γάτο που το πρότεινε, και μάλιστα 10 χρόνια πριν ανοίξει η Eurodisney στο Παρίσι). Απορρίπτοντας λοιπόν προτάσεις που νιώθουν πως μπορεί να τους εκθέσουν, προτιμούν να ιδρώσουν και να ιδρύσουν μια μικρή βιοτεχνία παραγωγής γιλέκων και λαμπάδων, μέχρι ο καθένας να βρει τον ξεχωριστό του δρόμο ανάλογα με το ταλέντο του.

Το δίπολο Ήθος vs Business (το Παλιό και το Καινούριο;) καταλαμβάνει λοιπόν στο έργο θέση κεντρική. Ίσως κάποιος να αναρωτηθεί: γιατί οι παραμυθοήρωες να μπουν στη διαδικασία να εγκαταλείψουν την ωραία, μαγική τους χώρα, για να βρεθούν σε έναν κόσμο του οποίου τα αγαθά και οι ιδέες τους αφήνουν αδιάφορους; Αυτό ρωτάει και η Μικρή Γοργόνα (εκπρόσωπος του Ήθους) που αντιτίθεται στο "επαναστατικό" σχέδιο του Παπουτσωμένου Γάτου (εκπροσώπου των Business). Ο τελευταίος όμως καταφέρνει να πάρει με το μέρος του την πλειοψηφία, χάρη σε ένα τέχνασμα (κάνει ότι αδιαφορεί και φεύγει) και δελεάζοντας τα απονήρευτα παραμυθάκια με υποσχέσεις πλουτισμού (σ.17) αν τον ακολουθήσουν στον κόσμο των ανθρώπων. Έτσι η Σταχτοπούτα, η Κοκκινοσκουφίτσα και ο Κοντορεβυθούλης, τρέχουν πίσω του ελπίζοντας να αποκτήσουν ψηφιακή κάμερα, κινητό, ακίνητα και μερσεντές. Οποιαδήποτε ομοιότητα με συμπεριφορές πολιτικών, φοβάμαι ότι δεν είναι καθόλου συμπτωματική. Ισότητα - Αδελφότητα - και κάτι άλλο, δε θυμάμαι... (σ.48).

Ολοκληρώνοντας να προσθέσουμε μερικές διακειμενικές αναφορές. Στην αρχή του έργου παρατηρούμε τον κόσμο των παραμυθιών να περνάει κρίση. Οι ήρωες είναι ανάστατοι γιατί κανείς δεν τους θέλει πια. Αν σε κάποιον θυμίζει λίγο το ξεκίνημα της Ιστορίας Χωρίς Τέλος δεν κάνει λάθος. Μόνο που εδώ, αντί να εξαφανίζονται ολόκληρες περιοχές της Παραμυθοχώρας από το μαύρο χάος, τα φαινόμενα είναι ηπιότερα: Χάνονται τα χρώματα από τα λουλούδια, τα παλάτια σκουριάζουν, οι πηγές στερεύουν και τα αστέρια χάνουν την ισορροπία τους (σ.14). Οι ήρωες δε φεύγουν για να ιδρύσουν τη δική τους κοινότητα, όπως συμβαίνει στη Φρουτοπία, αλλά μεταναστεύουν στον κόσμο των ανθρώπων, που όμως μοιάζει εντελώς ξένος προς τον δικό τους. Ο τρόπος που οι πρωταγωνιστές πλησιάζουν και μαθαίνουν την κοινωνία των ανθρώπων, θυμίζει λίγο την οπτική του ιθαγενούς Παπαλάνγκι ή του Μικρομέγα, επισκέπτη της Γης από το διάστημα. Μόνο που στην περίπτωσή μας, όπως είδαμε πιο πάνω, η κριτική δεν αφορά μόνο την τεχνολογία ή τη νοοτροπία των ανθρώπων, αλλά καλύπτει ένα πολύ μεγαλύτερο φάσμα.

Αξίες - Θέματα
Παραμύθι, Φαντασία, Χιούμορ, Κρίση, Διαφορετικότητα, Συνεργασία, Περιβάλλον, Δημοκρατία.

Εικονογράφηση

Απόσπασμα
Μια φορά κι έναν καιρό, πριν από λίγες μέρες, στην Παραμυθοχώρα έγιναν μεγάλες φασαρίες. Οι ήρωες των παραμυθιών βγήκαν στους δρόμους, πλημμύρισαν σοκάκια, λεωφόρους, δασομονοπάτια και γειτονιές, φωνάζανε, βογκάγανε, κραυγάζανε, κλαίγανε, δέρνονταν και δέρνανε, καταριόνταν και ξορκίζανε, καθένας ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία τους… Άλλοι διαμαρτύρονταν και φώναζαν κι άλλοι περιδιάβαζαν περίλυποι και σπάζανε τα τζάμια των γύρω πύργων με διαμαντόπετρες από τα παρτέρια και ρίχνανε ο ένας στα μούτρα του άλλου χρυσόσκονη και πεθαίνανε στο φτάρνισμα.

Πάνω στην ταραχή ο ήλιος τσαλαπατήθηκε από ένα συννεφοδράκοντα, ενώ το φεγγάρι, που την κρίσιμη στιγμή βρισκόταν στη χάση του, δεν μπορούσε να βγει έξω από το σκοτεινό λαγούμι του και χτυπιόταν στη σιδερένια πύλη, χωρίς να το ακούει κανείς. Μερικές νεράιδες νόμισαν ότι βρήκαν την ευκαιρία να λύσουν όλες τις παλιές διαφορές τους με τις μάγισσες, και τις κοπανούσαν με τα ραβδάκια τους, που, όπως θα θυμάστε, είναι εφοδιασμένα στο άκρο τους με ένα αγκαθερό αστέρι… Ο λύκος κυνηγούσε συγχρόνως την Κοκκινοσκουφίτσα, τα τρία γουρουνάκια, τα εφτά κατσικάκια και διάφορα άλλα αρνάκια και παιδάκια, γιατί νόμιζε ότι καταργήθηκαν τα παραμύθια –που –τελειώνουν –καλά κι είχε ξανάρθει η παλιά καλή εποχή, όπου μπορούσες άνετα να τρως και να καταβροχθίζεις ό,τι σου αρέσει, χωρίς να σου το απαγορεύουν οι ευαίσθητοι παιδαγωγοί. Η αλήθεια είναι ότι πράγματι είχε έρθει η εποχή που πολλά πράγματα πήγαιναν για κατεδάφιση, αλλά δεν ήταν ακριβώς όπως τα φανταζόταν ο λύκος. Τέλος πάντων, ας μην προτρέχουμε κι ας παρακολουθήσουμε τις εξελίξεις με τη σειρά.

Οι παραμυθοήρωες, λοιπόν, που είχαν ξεσηκωθεί μια φορά κι έννα καιρό, πριν από λίγες μέρες, στην Παραμυθοχώρα, συγκεντρώθηκαν στην κεντρική πλατεία και φώναζαν όλοι μαζί κι ο καθένας μόνος του.
- Δεν είναι κατάσταση αυτή! Κανείς δε θέλει πια παραμύθια!

- Ακούς! Να μας κατηγορούν ότι είμαστε «ξεπερασμένα»!

- Αχ… και πώς θα ζήσουμε;

- Χανόμαστε…

- Κάτω ο παλιοαιώνας της τεχνολογίας!

- Πάνω οι παλιοί αιώνες της φαντασίας!

- Κάτω η τηλεόραση!

- Πάνω οι δράκοι!

Αφού φώναξαν αρκετά, κουράστηκαν και σταμάτησαν.

- Όμως, τι θα κάνουμε; ακούστηκε μια δειλή δραματική φωνή, νομίζω της Σταχτομπούτας.

-Να πλαγιάσουμε στις σελίδες των χοντρών βιβλίων και να κοιμηθούμε, φώναξε η Ωραία Κοιμωμένη ψηλά απ’ το μπαλκόνι του δημαρχείου του Χάμελιν, όπου είχε ξαπλώσει και χασμουριόταν.

- Να πάμε αμέσως και να φάμε όποιον δεν θέλει παραμύθια, βροντοφώναξε ο δράκος του Κοντορεβιθούλη.

- Να πετάξουμε σ’ άλλους κόσμους, είπε ο Πίτερ Παν, που έκοβε βόλτες πάνω απ’τα κεφάλια τους.

-Σαχλαμάρες! ακούστηκε μια φωνή από το εσωτερικό του δημαρχείου, και ο Παπουτσωμένος Γάτος βγήκε κομψός και κορδωτός στο κεφαλόσκαλο, χαιρέτισε τα πλήθη δεξιά, αριστερά, πάνω, κάτω και πέρα, και συνέχισε:

- Αυτός ο αιώνας είναι ο καλύτερος αιώνας για να κάνουμε την τύχη μας. Έχουμε και λέμε. Ησυχία!

Ησυχάσανε. Πρώτα γιατί ξαφνιάστηκαν. Ύστερα, από περιέργεια.

Η αλήθεια ήταν πως κανένας τους δε χώνευε τον Παπουτσωμένο Γάτο, γιατί ήταν πονηρός, αδίσταχτος, φαντασμένος κι έλεγε του κόσμου τα ψέματα… Αλλά τώρα η κατάσταση ήταν απελπιστική, κι αυτός ο κατεργάρης μπορεί να είχε καμιά ιδέα (αν και κανείς δεν πίστευε ότι θα ήταν καλή…). Εδώ και τόσον καιρό τα παιδιά δεν ήθελαν πια ν’ ακούνε παραμύθια ούτε και να ξεφυλλίζουν τα παλιά βιβλία. Αυτό είχε δραματικό αντίχτυπο στον πληθυσμό της Παραμυθοχώρας. Τα καημένα τα παραμύθια άρχισαν να γεμίζουν σκόνη. Σιγά σιγά τα χρώματα χάνονταν από τα μαγεμένα λουλούδια, λίγο λίγο σκουριά σκέπαζε τ’ αστραφτερά παλάτια, μέρα με τη μέρα στέρευαν οι πηγές με το αθάνατο νερό, και όλο και πιο συχνά τ’ αστέρια έχαναν την ισορροπία τους.

Ο Παπουτσωμένος Γάτος απ’ το κεφαλόσκαλο πήδησε πάνω στη χρυσή καρότσα της Σταχτομπούτας κι άρχισε να βγάζει λόγο.

-Φίλοι μου, εδώ στην Παραμυθοχώρα δεν έχουμε ζωή. Το βλέπετε και μόνοι σας. Κανείς δεν ενδιαφέρεται για μας. Τα παιδιά ή θα κάνουν αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, μουσική, κολυμβητήριο, υπολογιστές και φροντιστήριο, ή θα βλέπουν τηλεόραση. Κανένα τους δε θέλει ν’ ακούει τα παραμύθια μας. Είμαστε χωρίς δουλειά, αγαπητοί μου φίλοι, άνεργοι, χωρίς σκοπό πια στη ζωή!

Αυτός ο λόγος είχε μεγάλη απήχηση στο κοινό κι έκανε και τους πιο σκληρούς να δακρύσουν. Τα επόμενα λόγια όμως δημιούργησαν αληθινό πανικό.

-Λοιπόν, φίλοι μου, συναγωνιστές μου, πρέπει να επαναστατήσουμε, να ανατρέψουμε τα κατεστημένα, να κάνουμε μια καινούργια αρχή. Πρέπει ν’ αλλάξουμε επάγγελμα!...


Προβληματισμοί για συζήτηση
ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός
Διαβάζουμε στις σελίδες 66-67 τα σχόλια των παραμυθοηρώων όταν παρατηρούν τη λαϊκή αγορά:

- Μα τους σαράντα δράκους, έκανε ξαφνιασμένος κι ο Ραφτάκος, κοιτάτε τι δίνουν και τι παίρνουν! Για κάτι παλιόχαρτα αγοράζουν τα πιο κόκκινα μήλα!

 - Δεν πιστεύω να μας δώσουν κι εμάς τέτοια παλιόχαρτα για να πάρουν τα ωραία μας πολύτιμα καθρεφτάκια… είπε κατακόκκινη η Κοκκινοσκουφίτσα.

 Οι ήρωες των παραμυθιών ένιωσαν χαμένοι μπροστά στο αναπάντεχο. Τα νομίσματα εντάξει, αλλά τα χάρτινα χρήματα ήταν κάτι ανεξήγητο… Έκαναν κουράγιο όμως κι ετοιμάστηκαν να δεχτούν τους όρους των ανθρώπων·

Έχετε αναρωτηθεί ποτέ πώς μπορούμε να αγοράζουμε προϊόντα και υπηρεσίες με χάρτινα χρήματα, με "παλιόχαρτα"; Οι μεγάλοι δουλεύουν για μήνες, και πληρώνονται για όλον αυτόν τον κόπο και τον χρόνο τους, με μόλις λίγα τέτοια χαρτιά. Ληστείες και φόνοι γίνονται καθημερινά για ένα και μόνο από δαύτα. Μα πόση αξία μπορεί τέλοσπάντων να έχει ένα τέτοιο χαρτί; Αν θέλετε να ξέρετε, το ίδιο το χαρτί έχει ελάχιστη αξία. Απλώς λίγο μεγαλύτερη από ένα κομμάτι χαρτί υγείας. Το νούμερο όμως που βρίσκεται ζωγραφισμένο επάνω στην επιφάνειά του, μας θυμίζει μια παλιά υπόσχεση....

Για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, όταν το νόμισμα επινοήθηκε από τους αρχαίους μας προγόνους, κάθε ένα νόμισμα (που έμοιαζε με πιεσμένο μπαλάκι από μέταλλο) είχε την αξία που αναγραφόταν επάνω του. Πιο μεγάλη η αξία του; Πιο μεγάλο και το νόμισμα. Καθαρά πράγματα, αν σκεφτεί κανείς ότι ο ιδιοκτήτης του μπορούσε να το λιώσει και να το χρησιμοποιήσει ως μέταλλο (χρυσάφι, ήλεκτρο, ασήμι, χαλκό) χωρίς αυτό να χάσει την αξία του. Τούτη η λογική κράτησε μέχρι το Μεσαίωνα όταν εφευρέθηκαν τα πρώτα χαρτο-νομίσματα. Αυτά ήταν χαρτιά στα οποία υπήρχε μια υπόσχεση: πως όποιος τα δώσει στην τράπεζα, θα πληρωθεί την αξία που αναγράφουν σε μέταλλο.

Έτσι, η άμεση σχέση με την πραγματική αξία του χρήματος άρχισε να γίνεται έμμεση. Το τελικό χτύπημα δόθηκε με τον Α' παγκόσμιο πόλεμο, όταν η υπόσχεση πάνω στα χαρτιά σταμάτησε να ισχύει, όταν καταργήθηκε δηλαδή ο "κανόνας του χρυσού". Από τότε, (ή μάλλον λίγο αργότερα, κάπου στα 1971) τα κομμάτια χαρτί που κρατάμε, είναι κατά βάθος άχρηστα, αφού η τράπεζα εκδίδει όσα θέλει, χωρίς υποχρέωση να διατηρεί αντίστοιχο απόθεμα σε χρυσάφι για να μας πληρώσει αν το ζητήσουμε.

Το ότι απαξιούν για τα χρωματιστά μας χαρτάκια, δείχνει λοιπόν πως οι παραμυθοήρωες είναι ίσως  πιο "πραγματιστές" από τους "πραγματικούς" ανθρώπους.


τοῦ καὶ ἀπὸ γλώσσης μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδή (Α, 249)
Στις σελίδες 106-107, βρίσκουμε το παρακάτω πρότυπο δημιουργικής περιγραφής, που ασχολείται με τους ονειρεμένους μπακλαβάδες του Αλαντίν.

Κανείς δεν είχε ξαναφάει παρόμοιους. Όταν δάγκωνες τα φύλλα, νόμιζες ότι στο στόμα σου τραγάνιζες τα χρυσά σύννεφα της δύσης. Μια ακατανίκητη λαχτάρα να βγεις έξω και να κοιτάξεις ψηλά συνόδευε τη γεύση τους, και σε μερικά σημεία της πόλης παρατηρήθηκε το παράξενο φαινόμενο να βγαίνουν οι άνθρωποι στα μπαλκόνια τους, (...) και να βάζουνε λουλούδια! Τότε ο καθένας που ήξερε, καταλάβαινε ότι εκείνοι οι άνθρωποι είχαν φάει μπακλαβά από του Αλαντίν. 

Και δεν ήταν μόνο τα φύλλα… Η γέμιση είχε αμύγδαλα από εκείνα που λέγονται «δάκρυα του φεγγαριού», και κανελλογαρύφαλα από το Νησί των Σειρήνων, ικανά να αρωματίσουν ακόμα και την πιο φαρμακερή γλώσσα και να κάνουν την ομιλία μελωδική, νόστιμη και ευχάριστη, να λαχταράς να ακούς… και το σιρόπι ήταν άλλο ένα θαύμα της επιστήμης! Όπως απλωνόταν στο στόμα κι έλιωνε στο λαιμό, γλύκαινε τόσο πολύ την καρδιά, που καμιά κακή και θλιβερή διάθεση και καμία λυπημένη σκέψη δεν έμενε στον οργανισμό.

Το εργαστήρι του Αλαντίν έμοιαζε με τα παραμυθένια εργαστήρια των μάγων στην Παραμυθοχώρα. Η μικρή σάλα του ήταν φωτεινή από την ανταύγεια των ρόδων, ενώ τ’ αεράκι της πατρίδας έπαιζε με τα δαντελένια κουρτινάκια και τη φαντασία των θαμώνων.

Αδυνατώντας να προσθέσω κάτι περισσότερο, παραθέτω μερικές συνταγές για μπακλαβά: Με καρύδινηστίσιμομε σύκα, με μέλι και με σπιτικό φύλλο. Καλή όρεξη!
https://www.youtube.com/watch?v=EY-EuadcWfE
Χρήση στην τάξη 
Αποσπάσματα από την ιστορία μπορούν κάλλιστα να χρησιμοποιηθούν στην τάξη ως αφόρμηση  για να φτιάξουν τα παιδιά δικές τους παραμυθοσαλάτες, ιστορίες από ιστορίες, παιχνίδια, limericks, κατασκευές, θεατρικά, και ό,τι άλλο περνάει από το νου τους! Για όσους δεν μπορούν να κρατηθούν μακριά από την τηλεόραση, να θυμίσουμε ότι η παραμυθοσαλάτα έχει την τιμητική της στη νέα σειρά του ABC με τίτλο Once upon a Time. Όσοι πάλι προτιμούν να είναι παραγωγοί αντί για καταναλωτές, μπορούν να γράψουν το δικό τους σενάριο: Το πρωτοποριακό σχολείο του Φουρφουρά, για παράδειγμα, ετοίμασε ένα βίντεο που ταιριάζει "γάντι" με το βιβλίο... Απολαύστε το! 
https://www.youtube.com/watch?v=qB5hCFKH8-M

Share/Bookmark