Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εκδ.Ερευνητές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εκδ.Ερευνητές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2016

Η κόρη του λοχαγού

Υπόθεση
Σιμπίρσκ, 1772. Ο 17χρονος Πιοτρ Γκρινιόφ, γιος απόστρατου αντισυνταγματάρχη, στέλνεται από τον πατέρα του να υπηρετήσει στο Όρενμπουργκ (αντί για την Πετρούπολη όπου τον περίμενε μια εύκολη ζωή δανδή), ώστε να σκληραγωγηθεί και να μάθει την πειθαρχία. Καθώς η άμαξά του προχωρά στη στέπα, πέφτει σε χιονοθύελλα και ο νεαρός σώζεται χάρη στη βοήθεια ενός Κοζάκου χωρικού. Όταν τελικά φτάνει στον προορισμό του, ο αρμόδιος στρατηγός τον στέλνει ακόμα πιο μακριά, στο μισορημαγμένο φρούριο Μπιελογκόρσκ, στα σύνορα της Ρωσίας με την Κιργιζία. Εκεί, ο Πιοτρ θα γνωριστεί με την οικογένεια του φρούραρχου Ιβάν Κούζμιτς και θα ερωτευτεί την κόρη του Μάσα, για χάρη της οποίας θα μονομαχήσει με τον συνάδελφό του Σβάμπριν. Οι πραγματικές δοκιμασίες για τον νεαρό αξιωματικό αρχίζουν ωστόσο λίγο αργότερα, όταν ο Κοζάκος Πουγκατσόφ, έχοντας ξεσηκώσει τις τοπικές φυλές, καταλαμβάνει τις γύρω φρουρές τη μία μετά την άλλη. Γρήγορα έρχεται και η σειρά του Μπιελογκόρσκ, που πέφτει με προδοσία του ίδιου μισητού συναδέλφου. Όλοι οι πιστοί στο στέμμα αξιωματικοί εκτελούνται, αλλά στον Πιοτρ δίνεται χάρη, επειδή ο επαναστάτης δεν είναι άλλος από τον Κοζάκο με τον οποίο είχε γνωριστεί στη στέπα. Σκοπός της ζωής του Πιοτρ, γίνεται τώρα να γλιτώσει την Μάσα από τα νύχια του απαίσιου Σβάμπριν. Αρκεί άραγε η γενναιότητά του και η αγνή του αγάπη για να τα καταφέρει μόνος εναντίον όλων;

Χαρακτηριστικά 
Εκδότης: Ερευνητές
Συγγραφέας: Αλεξάντρ Πούσκιν (
Александр Пушкин)
Μετάφραση: Πέτρος Παπαπέτρος
Εικονογράφηση: Βασίλης Κοντογεώργος
Τίτλος πρωτοτύπου: 
Капитанская дочка
ISBN: 978-960-368-433-6
Έτος 1ης Έκδοσης: 1836 (παρούσα έκδοση στα ελληνικά 2008)
Σελίδες: 140
Τιμή: περίπου 13 ευρώ ή 5 ευρώ από το παζάρι βιβλίων
Ηλεκτρονική αγορά εδώ 
Τάξεις: Γυμνάσιο

Κριτική 
Μια από τις πιο αγαπητές περιπέτειες του Πούσκιν, φτάνει στα χέρια μας μέσα από την προσεγμένη έκδοση της σειράς Αριστουργήματα της Παγκόσμιας Λογοτεχνίας και η Εποχή τους. Σε πρωτοπρόσωπη κατά κύριο λόγο αφήγηση, ο πατέρας της νέας ρωσικής λογοτεχνίας, μας διηγείται τα γεγονότα γύρω από την εξέγερση του Πουγκατσόφ (1773-1775) όπως τα είδε ο κεντρικός του ήρωας Πιοτρ Αντρέιτς Γκρινιόφ, ένας νεαρός αξιωματικός του τσαρικού στρατού. Η μετάφραση μας αποδίδει ένα κείμενο απλό αλλά και μεστό, με σχετικά καλή ροή και ένα ελαφρά χιουμοριστικό ύφος που το κάνει να διαβάζεται ευχάριστα. Η ιστορία χωρίζεται σε 14 κεφάλαια μετρίου μεγέθους (με 6 έως 14 σελίδες το καθένα, συνήθως γύρω στις 8) και παρά τους σχεδόν δύο αιώνες ζωής της, καταφέρνει να μας κερδίσει το ενδιαφέρον ακόμα και σήμερα. Ταυτόχρονα, η πλούσια εικονογράφηση, οι πληροφορίες στα περιθώρια των σελίδων και το πλήρες παράρτημα (χάρτες, βιβλιογραφία, κτλ.) αναβαθμίζουν την ανάγνωση του βιβλίου από απλή ψυχαγωγική δραστηριότητα σε μια εξαιρετικά μορφωτική εμπειρία. Εξαιτίας της ενήλικης θεματικής του και αρκετών βίαιων λεπτομερειών (μαστιγώματα σ.56-57, απαγχονισμοί σ.66 και 137, αποκεφαλισμοί σ. 63, κτλ.), θα το προτείναμε περισσότερο σε μαθητές γυμνασίου.


  • Ενδιαφέρουσα πλοκή
  • Εξαιρετικές προσωπογραφίες
  • Ηθικοπλαστικά μηνύματα
  • Προσεγμένη έκδοση 
  • Πολλές πληροφορίες για την εποχή

Αξίες - Θέματα
Περιπέτεια, Ιστορία, Αγάπη, Φιλία, Ειλικρίνεια, Γενναιότητα 


Εικονογράφηση
Πλούσια εικονογράφηση που συναντάμε σε κάθε σελίδα και στην οποία περιλαμβάνονται έγχρωμες ζωγραφιές (το στυλ τους προσωπικά μου θύμισε Κλασικά Εικονογραφημένα), πίνακες μεγάλων καλλιτεχνών, λιθογραφίες, ντοκουμέντα, φωτογραφίες, χάρτες, σχέδια στολών, σκίτσα του ίδιου του Πούσκιν... όλα αυτά εμπλουτίζουν το κείμενο προσφέροντας πληθώρα πληροφοριών, ενώ παράλληλα βοηθούν τον αναγνώστη να κατανοήσει καλύτερα τα όσα συμβαίνουν και να αποκτήσει μια πληρέστερη εικόνα της εποχής στην οποία διαδραματίζονται τα γεγονότα.
Απόσπασμα
Στη συνέχεια, μου πήρε το σημειωματάριο κι άρχισε να κριτικάρει αμείλικτα κάθε στίχο και κάθε λέξη του τραγουδιού μου, και να με περιγελά με πολύ ειρωνικό ύφος. Αυτό δεν το άντεξα κι άρπαξα το σημειωματάριο από τα χέρια του, λέγοντας ότι δε θα του ξαναδείξω ποτέ τα ποιήματά μου. Ο Σβάμπριν ειρωνεύτηκε κι αυτή την απειλή μου.
«Θα δούμε», είπε, «αν θα κρατήσεις το λόγο σου. Οι ποιητές έχουν ανάγκη από ακροατές, όσο ο Ιβάν Κουζμίτς χρειάζεται την καράφα με τη βότκα πριν από το φαγητό. Όμως, ποια είναι αυτή η Μάσα στην οποία εξομολογείσαι το τρυφερό σου πάθος και τα ερωτικά σου βάσανα; Μήπως κατά τύχη είναι η Μάργια Ιβάνοβνα;» 



«Δεν είναι δουλειά σου όποια και να είναι αυτή η Μάσα», απάντησα συνοφρυωμένος. «Δε θέλω ούτε τη γνώμη σου ούτε τις εικασίες σου». 


«Ω! Εύθικτος ποιητής και ντροπαλός εραστής!» συνέχισε ο Σβάμπριν, εκνευρίζοντάς με όλο και περισσότερο. «Όμως, δέξου τη συμβουλή ενός φίλου: αν θες να τα καταφέρεις, θα πρέπει να καταφύγεις σε κάτι καλύτερο από τραγουδάκια». 

«Τι εννοείτε, κύριε; Εξηγηθείτε, παρακαλώ». 

«Ευχαρίστως. Εννοώ ότι αν θες να σε επισκέφτεται το απόβραδο η Μάσα Μιρόνοφ, χάρισέ της ένα ζευγάρι σκουλαρίκια αντί για μελιστάλαχτα στιχάκια». 

Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. 

«Γιατί έχεις τέτοια γνώμη γι’ αυτή;» ρώτησα, συγκρατώντας δύσκολα το θυμό μου. 

«Γιατί», απάντησε χαμογελώντας σατανικά, «έχω προσωπική πείρα για το ήθος και τους τρόπους της». 

«Λες ψέματα, παλιάνθρωπε!» φώναξα οργισμένα. «Λες ψέματα με τον πιο αναίσχυντο τρόπο». 

Ο Σβάμπριν άλλαξε χρώμα: «Θα πληρώσεις γι’ αυτό που είπες», είπε σφίγγοντας το χέρι μου. «Απαιτώ ικανοποίηση». 

«Οπωσδήποτε! Όποτε το επιθυμείς!» απάντησα με ανακούφιση. 

Εκείνη τη στιγμή ήμουν έτοιμος να τον κάνω κομματάκια. 

Πήγα κατευθείαν στον Ιβάν Ιγκνάτιτς και τον βρήκα με μια βελόνα στα χέρια: έφτιαχνε αρμαθιές από μανιτάρια για να ξεραθούν για το χειμώνα, όπως του είχε παραγγείλει η Βασιλίσα Γεγκόροβνα. 

«Αχ, Πιοτρ Αντρέιτς! Καλώς ήρθατε!» είπε μόλις με είδε. «Ποια καλή τύχη σας φέρνει εδώ; Τι δουλειά δηλαδή, τολμώ να ρωτήσω». 

Του εξήγησα με συντομία ότι είχα λογομαχήσει με τον Αλεξέι Ιβάνιτς και τον παρακάλεσα να είναι ο μάρτυράς μου. Ο Ιβάν Ιγκνάτιτς με άκουσε προσεκτικά, γουρλώνοντας το μοναδικό του μάτι. 

«Δηλαδή, θέλετε να πείτε», μου απάντησε, «ότι έχετε την πρόθεση να σκοτώσετε τον Αλεξέι Ιβάνιτς κι επιθυμείτε να είμαι μάρτυρας σ’ αυτό; Κατάλαβα καλά, αν επιτρέπετε να ρωτήσω;» 

«Ακριβώς». 

«Θεέ και κύριε, Πιοτρ Αντρέιτς! Τι είναι αυτά που σκέφτεστε; Καβγαδίσατε με τον Αλεξέι Ιβάνιτς. χαρά στο πράμα! Τα άσχημα λόγια δεν σημαίνουν τίποτα! Σας έβρισε, βρίστε τον κι εσείς, σας χτύπησε στο πρόσωπο, χτυπήστε τον κι εσείς στα αφτιά μία, δύο, τρεις φορές, κι ύστερα ο καθένας στο δρόμο του. Εμείς αργότερα θα δούμε πώς θα σας φιλιώσουμε. Όμως να σκοτώσετε το συνάνθρωπό σας, είναι σωστά πράματα αυτά, αν επιτρέπετε; Και, τέλος πάντων, αν τον σκοτώσετε εσείς δε θα πείραζε και τόσο πολύ. Ούτε εγώ συμπαθώ τον Αλεξέι Ιβάνιτς. Αν όμως σας κάνει αυτός μια τρύπα; Με τι θα μοιάζει αυτό; Ποιος θα είναι μετά ο ανόητος, αν επιτρέπετε;» 

Τα λογικά επιχειρήματα του ευαίσθητου υπαξιωματικού δε με κλόνισαν. Έμεινα σταθερός στο στόχο μου. 

«Όπως θέλετε», είπε ο Ιβάν Ιγκνάτιτς, «κάντε ό,τι θεωρείτε καλύτερο. Όμως γιατί πρέπει να είμαι εγώ ο μάρτυράς σας; Για ποιο λόγο; Δυο άνθρωποι τσακώνονται μεταξύ τους! Τι το αξιόλογο σ’ αυτό, τολμώ να ρωτήσω. Έχω πολεμήσει με τους Σουηδούς και με τους Τούρκους, πιστέψτε με, έχουν δει πολλά τα μάτια μου.» 

Προσπάθησα να του εξηγήσω τα καθήκοντα του μάρτυρα, αλλά ήταν αδύνατο να με καταλάβει ο Ιβάν Ιγκνάτιτς. 

«Ας γίνει όπως θέλετε», είπε. «Όμως αν ανακατευτώ σ’ αυτή την υπόθεση, θα είναι μόνο για να πάω στον Ιβάν Κουζμίτς και να του καταγγείλω, όπως επιβάλλει το υπηρεσιακό μου καθήκον, ότι κάποιο κακούργημα ενάντια στα συμφέροντα του κράτους σχεδιάζεται να γίνει στο φρούριο, και να τον ρωτήσω αν θα πρέπει ο φρούραρχος να πάρει τα αναγκαία μέτρα…» 

Πανικοβλήθηκε κι άρχισα να ικετεύω τον Ιβάν Ιγκνάτιτς να μην πει τίποτα στο φρούραρχο. Ήταν δύσκολο να τον πείσω, όμως τελικά μου έδωσε το λόγο του και αποφάσισα να τον αφήσω. 

Πέρασα το βράδυ μου, όπως συνήθως, στο σπίτι του φρούραρχου. Προσπάθησα να φαίνομαι εύθυμος και αδιάφορος γι ανα μην προκαλέσω υποψίες και να αποφύγω αδιάκριτες ερωτήσεις, όμως παραδέχομαι ότι δεν είχα την ψυχραιμία εκείνη που ισχυρίζονται ότι έχουν όσοι βρέθηκαν στη θέση μου. Εκείνο το βράδυ ήμουν τρυφερός και ευσυγκίνητος. Η Μάργια Ιβάνοβνα μου άρεσε περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Η σκέψη ότι μπορεί να τη βλέπω για στερνή φορά, με έκανε να την αντιμετωπίζω με ξεχωριστή συγκίνηση. Ο Σβάμπριν ήταν επίσης εκεί. Τον τράβηξα πιο πέρα και τον πληροφόρησα για τη συνομιλία που είχα με τον Ιβάν Ιγκνάτιτς. 

«Τι τους θέλουμε τους μάρτυρες;» μου είπε ψυχρά, «θα τα καταφέρουμε και χωρίς αυτούς». 

Κανονίσαμε να μονομαχήσουμε πίσω από τις θημωνιές που ήταν κοντά στο φρούριο και να συναντηθούμε εκεί το επόμενο πρωί ανάμεσα στις έξι και τις επτά. Φαινόταν ότι μιλούσαμε τόσο φιλικά ώστε ο Ιβάν Ιγκνάτιτς, χαρούμενος, ξεστόμισε το μυστικό: 

«Πολύ καλά», μου είπε με ικανοποίηση, «μια κακή ειρήνη είναι πάντα καλύτερη από μια καλή διαμάχη, είναι καλύτερο να είσαι με πληγωμένο όνομα παρά με πληγωμένο κορμί». 

«Τι είπες, Ιβάν Ιγκνάτιτς;» ρώτησε η Βασιλίσα Γεγκόροβνα, που έριχνε πασιέντζες σε μια γωνιά. «Δεν άκουσα τι είπες». 

Ο Ιβάν Ιγκνάτιτς, που πρόσεξε την ενόχλησή μου και θυμήθηκε την υπόσχεσή του, τα έχασε και δεν ήξερε τι να απαντήσει. Ο Σβάμπριν έσπευσε να τον βοηθήσει. 

«Ο Ιβάν Ιγκνάτιτς χαίρεται για τη συμφιλίωσή μας», είπε. 

«Και με ποιον τσακώθηκες, πατερούλη;» 

«Κατά κάποιον τρόπο, είχαμε μια σοβαρή φιλονικία με τον Πιοτρ Αντρέιτς». 

«Για ποιο λόγο;» 

«Για ασήμαντο λόγο, Βασιλίσα Γεγκόροβνα, για ένα τραγουδάκι». 

«Τι αλλόκοτη αιτία για να τσακωθείτε! Ένα τραγουδάκι! Μα τι συνέβη;» 

«Να πώς: Ο Πιοτρ Αντρέιτς έγραψε ένα τραγουδάκι πρόσφατα και σήμερα το απήγγειλε μπροστά μου κι άρχισα κι εγώ να τραγουδώ το αγαπημένο μου: 

Του λοχαγού η κόρη το μεσονύχτι 

ας μην τριγυρνά έξω απ’ το σπίτι… 

Δημιουργήθηκε παρεξήγηση. Ο Πιοτρ Αντρέιτς θύμωσε αρχικά, όμως έπειτα σκέφτηκε καλύτερα και κατάλαβε πως ο καθένας είναι ελεύθερος να τραγουδά ό,τι του αρέσει. Έτσι έληξε αυτή η υπόθεση». 

Η αδιαντροπιά του Σβάμπριν με έκανε έξω φρενών, όμως κανείς εκτός από μένα δεν κατάλαβε τους άξεστους υπαινιγμούς του και κανένας δεν τους πρόσεξε. Από τα τραγουδάκια η συζήτηση πήγε στους ποιητές· ο φρούραρχος παρατήρησε πως είναι όλοι τους ακόλαστοι και μπεκρήδες. Γι’ αυτό με συμβούλεψε, φιλικά, να σταματήσω να γράφω στιχάκια, σαν μια δραστηριότητα που δεν αρμόζει στη στρατιωτική υπηρεσία και που δεν οδηγεί σε τίποτα καλό. 

Η παρουσία του Σβάμπριν μου ήταν ανυπόφορη. Σύντομα, αποχαιρέτησα το φρούραρχο και την οικογένειά του· όταν πήγα σπίτι, εξέτασα το ξίφος μου, δοκίμασα την αιχμή του και ξάπλωσα στο κρεβάτι, αφού είπα στον Σαβέλιτς να με ξυπνήσει στις έξι το χάραμα. 

Το επόμενο πρωί, την καθορισμένη ώρα, στεκόμουν πίσω από τις θημωνιές περιμένοντας τον αντίπαλό μου. Έφτασε μετά από μένα. 

«Μπορεί να μας καταλάβουν», μου είπε. «Ας κάνουμε γρήγορα». 

Βγάλαμε τα χιτώνιά μας, μένοντας μόνο με το πουκάμισο και γυμνώσαμε τα ξίφη μας. Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ξαφνικά πίσω από τις θημωνιές ο Ιβάν Ιγνάτις μαζί με πέντε βετεράνους στρατιώτες της φρουράς. Μας ζήτησε να πάμε στο φρούραρχο. Δεχτήκαμε με δυσφορία. Οι βετεράνοι στρατιώτες μας περικύκλωσαν και ακολουθήσαμε τον Ιβάν Ιγκνάτιτς που μας οδηγούσε θριαμβευτικά, βηματίζοντας με εξαιρετική σοβαρότητα. 

Μπήκαμε στο σπίτι του φρούραρχου. Ο Ιβάν Ιγκνάτιτς άνοιξε τις πόρτες και ανακοίνωσε πανηγυρικά: «Τους έφερα!» 

Μας υποδέχτηκε η Βασιλίσα Γεγκόροβνα. 

«Αχ, πατερούληδες! Τι ήταν αυτό; Τι; Πώς μπορέσατε; Θα κάνατε φονικό στο φρούριό μας! Ιβάν Κουζμίτς, κλείστους στη φυλακή αμέσως! Πιοτρ Αντρέιτς, Αλεξέι Ιβάνιτς! Δώστε μου τα ξίφη σας, εμπρός, δώστε τα! Παλάσκα, βάλε αυτά τα ξίφη στο κελάρι. Δεν περίμενα κάτι τέτοιο από σένα, Πιοτρ Αντρέιτς, σαν δεν ντρέπεσαι! Καλά ο Αλεξέι Ιβάντις, αυτόν τον έδιωξαν από τη Φρουρά γιατί σκότωσε άνθρωπο, δεν πιστεύει και στο Θεό. Εσύ όμως; Θέλεις να γίνεις σαν κι αυτόν;» 

Ο Ιβάν Κουζμίτς συμφώνησε πλήρως με τη γυναίκα του και πρόσθεσε: «Η Βασιλίσα Γεγκόροβνα έχει απόλυτο δίκιο. Οι μονομαχίες απαγορεύονται από το στρατιωτικό κανονισμό». 

Στο μεταξύ, η Παλάσκα είχε πάρει τα ξίφη μας και τα πήγε στο κελάρι. Εγώ δεν μπορούσα να κρατήσω τα γέλια μου, αλλά ο Σβάμπριν διατηρούσε την αυτοκυριαρχία του. 

«Με όλο το σεβασμό», της είπε ψύχραιμα, «θα πρέπει να παρατηρήσω ότι άδικα μπήκατε σε μπελάδες, θέτοντάς μας υπό την κρίση σας. Αφήστε το στον Ιβάν Κουζμίτς, είναι δική του δουλειά». 

«Αχ, πατερούλη!» αποκρίθηκε η λοχαγίνα. «Δεν είναι ο άντρας και η γυναίκα ένα στην ψυχή και το σώμα; Ιβάν Κουζμίτς, τι σκέφτεσαι εκεί; Κλείδωσέ τους αμέσως σε χωριστά κελιά τον καθένα και δώσ’ τους λίγο ψωμί και νερό, ώσπου να ξανάρθουν στα σύγκαλά τους. Και ας τους βάλει τιμωρία ο παπα-Γεράσιμος να κάνουν μετάνοιες στο Θεό και να ζητήσουν συγχώρεση για τις αμαρτίες τους από τους ανθρώπους». 

Ο Ιβάν Κουζμίτς δεν ήξερε τι να κάνει. Η Μάργια Ιβάνοβνα ήταν εξαιρετικά χλομή. Σιγά σιγά η θύελλα κόπασε. Η λοχαγίνα ηρέμησε και μας έβαλε να φιληθούμε Η Παλάσκα έφερε πίσω τα ξίφη μας. Φύγαμε από το σπίτι του φρούραρχου φαινομενικά συμφιλιωμένοι. Μας συνόδευε ο Ιβάν Ιγκνάτιτς. 

«Δεν ντρέπεσαι;» του είπα θυμωμένα. «Μας ανέφερες στο φρούραρχο, ενώ είχες υποσχεθεί ότι δε θα το κάνεις!» 

«Μάρτυράς μου ο Θεός, δεν είπα τίποτα στον Ιβάν Κουζμίτς», απάντησε, «η Βασιλίσα Γεγκόροβνα με ανάγκασε να της τα φανερώσω. Αυτή κανόνισε τα πάντα, χωρίς να πει ούτε μια λέξη στο φρούραρχο. Όμως, δόξα τω Θεώ, όλα τέλειωσαν καλά». 

Με τα λόγια αυτά έφυγε για το σπίτι του, και μείναμε μόνοι μας ο Σβάμπριν κι εγώ. 

«Δεν μπορούμε να αφήσουμε το θέμα να τελειώσει έτσι», του είπα. 

«Φυσικά όχι», απάντησε ο Σβάμπριν, «θα πληρώσετε με το αίμα σας την αναίδειά σας. Όμως είμαι σίγουρος ότι θα μας παρακολουθούν. Θα πρέπει να παριστάνουμε τους φίλους για μερικές μέρες. Αντίο!»
Η σκηνή της μονομαχίας από την σοβιετική παραγωγή του 1958 Капитанская дочка (πηγή)...
...και από την πλέον πρόσφατη (2012) ιταλική παραγωγή La figlia del capitano (πηγή)
Σχόλια 
Ένα γεγονός που δείχνει τη στενή σχέση ανάμεσα στα αντικείμενα της Ιστορίας και της Γεωγραφίας, είναι το ακόλουθο: μετά το τέλος της επανάστασης του Πουγκατσόφ, η αυτοκράτειρα Αικατερίνη η Μεγάλη θέλησε να σβήσει κάθε μνήμη της εξέγερσης. Για τον λόγο αυτό, αποφάσισε να αλλάξει το όνομα του ποταμού Γιάικ (Yaik / Яик) σε Ουράλη, το όνομα των Κοζάκων του Γιάικ (που ήταν η κύρια δύναμη της εξέγερσης) σε Κοζάκους του Ουράλη, αλλά και της πόλης Γιάιτσκι (Yaitsky / Яицкий) σε Ουράλσκ (Uralsk / Уральск). Το πρώτο πράγμα που κάνει ο κατακτητής είναι να επανονομάζει, όπως γράφει ο Ζακ Ντεριντά, αφού κάθε ονομασία φέρει και επιβάλλει μια ταυτότητα.

Σήμερα, η ίδια πόλη ονομάζεται Οραλ (Орал), ανήκει στο Καζακστάν και διαθέτει ένα μουσείο αφιερωμένο στον επαναστάτη της Εμελιάν Πουγκατσόφ. Το κτήριο λέγεται ότι ήταν το σπίτι της γυναίκας του, την οποία ο Πούσκιν επισκέφτηκε το 1833, ώστε να γράψει την κόρη του λοχαγού. Μέσα στο μουσείο, εκτίθενται αντικείμενα από την καθημερινή ζωή των Κοζάκων (κύρια ασχολία των οποίων ήταν το ψάρεμα στον ποταμό), όπλα της εποχής αλλά και ο θρόνος του Πουγκατσόφ, πάνω στον οποίο ο επαναστάτης παρουσιάστηκε στους αγρότες ως Πέτρος ο Γ'. Στην πραγματικότητα, Πέτρος ο τρίτος ήταν το όνομα του πρώην αυτοκράτορα και συζύγου της Αικατερίνης, που λέγεται ότι δολοφονήθηκε από την ίδια μετά από 6 μόλις μήνες βασιλείας.
Ο θρόνος του επαναστάτη Εμελιάν Πουγκατσόφ (πηγή)
Ο Πουγκατσόφ δικάζει καθισμένος στον θρόνο του
Πίνακας του Βασίλι Περόφ (Василий Перов) (πηγή)
Ο συγγραφέας, παρότι μας δίνει την ιστορία μέσα από τη ματιά του πιστού στο στέμμα πρωταγωνιστή, καταφέρνει μέσα από ορισμένα σχόλια να δείξει τη συμπάθειά του προς τον απλό λαό που βασανίζεται από τη διαμάχη -σ. 118 Περνούσαμε μέσα από χωριά που είχαν λεηλατηθεί από τον Πουγκατσόφ και παίρναμε από τους κακόμοιρους κατοίκους ό,τι είχαν καταφέρει να σώσουν από τους στασιαστές. Παντού είχε διαλυθεί η διοίκηση. Οι γαιοκτήμονες κρύβονταν στα δάση. Οι συμμορίες των κακούργων πλιατσικολογούσαν παντού στην ύπαιθρο. Οι επικεφαλής των αποσπασμάτων που κυνηγούσαν τον Πουγκατσόφ τιμωρούσαν αυθαίρετα ή έδιναν χάρη σε όποιον ήθελαν. Οι επαρχίες στις οποίες λυσσομανούσε η κόλαση της φωτιάς ήταν σε θλιβερή κατάσταση... Να δώσει ο Θεός να μη δούμε ξανά εξέγερση στη Ρωσία, παράλογη κι ανελέητη!  αλλά και ως έναν βαθμό, προς τον Κοζάκο επαναστάτη. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε, ότι ο τότε κατάδικος Πουγκατσόφ, θεωρήθηκε από το μετέπειτα κομμουνιστικό καθεστώς ως λαϊκός ήρωας, αφού εκπροσωπούσε την αγανάκτηση του λαού. Έτσι η πόλη που γεννήθηκε φέρει σήμερα το όνομά του, ενώ στήθηκαν και μνημεία προς τιμήν του. Μια σοβιετική ταινία του 1937 μάλιστα, εξαίρει τα κατορθώματά του ενάντια στους αριστοκράτες-καταπιεστές. Τέλος, να αναφέρουμε ότι συναντάμε το όνομά του και ως ρόλο (βαρύτονου) στην όπερα του César Cui Η κόρη του λοχαγούΑντίθετα, ο χαρακτήρας του διεφθαρμένου αξιωματικού Σβάμπριν συγκεντρώνει όλα τα αρνητικά, χωρίς να του δίνεται καμία δικαιολογία: είναι υποκριτής, γλίσχρος, είρωνας, χαιρέκακος, μοχθηρός, διπρόσωπος... ένας γνήσιος παλιάνθρωπος! 

Στις εικόνες που ακολουθούν, βλέπουμε (αριστερά) το εξώφυλλο από το λιμπρέτο της εν λόγω όπερας (1911) και (δεξιά) την πρώτη σελίδα της πρώτης κανονικής έκδοσης (1837) του βιβλίου του Πούσκιν.


Χρήση στην τάξη
Στις σελίδες 45 και 46 του βιβλίου, διαβάζουμε τα γράμματα που στέλνει ο πατέρας Αντρέι Γκρινιόφ στον γιο του και τον ιπποκόμο που τον συνοδεύει, και παρατηρούμε τη διαφορά ύφους στη γραφή, παρά την αυστηρότητα που χαρακτηρίζει και τα δύο.

«Γιε μου Πιοτρ! Στις 15 του τρέχοντος μηνός λάβαμε την επιστολή σου, με την οποία ζητάς τις πατρικές ευχές και τη συναίνεσή μας για να παντρευτείς με τη Μάργια Ιβάνοβνα, την κόρη του Μιρόνοφ. Δε σκοπεύω να σου δώσω την ευχή μου ή τη συγκατάθεσή μου, αλλά αντίθετα, προτίθεμαι να έρθω εκεί και να σου δώσω ένα καλό μάθημα για τις ζαβολιές σου, σαν κι αυτές ενός άτακτου παιδιού, που δεν ταιριάζουν στο βαθμό του αξιωματικού που φέρεις. Απέδειξες ότι δεν είσαι ακόμη άξιος να φέρεις το ξίφος του αξιωματικού, το οποίο σου δόθηκε για να υπερασπίζεις την πατρίδα και όχι για να μονομαχείς με κάτι μούτρα σαν και τα δικά σου. Θα γράψω αμέσως στον Αντρέι Κάρλοβιτς και θα του ζητήσω να σε μεταθέσει από το φρούριο Μπιελογκόρσκ σε κάποιο πιο μακρινό μέρος, για να σου περάσει η τρέλα. Όταν η μητέρα σου έμαθε για τη μονομαχία και τον τραυματισμό σου, αρρώστησε από τη λύπη της και είναι ακόμη στο κρεβάτι. Τι θα γίνει μ' εσένα; Προσεύχομαι στο Θεό να διορθωθείς, παρόλο που δεν τολμώ να ελπίζω στη μεγάλη ευσπλαχνία Του.»

«Πρέπει να ντρέπεσαι, παλιόσκυλο, που δε μου έγραψες για το γιο μου, Πιοτρ Αντρέιτς, παρά τις αυστηρές οδηγίες μου· ξένοι με πληροφόρησαν για τις τρελές του πράξεις. Έτσι εκτελείς τα καθήκοντά σου και τις διαταγές του κυρίου σου; Θα σε στείλω να βόσκεις γουρούνια, που τόλμησες να μου κρύψεις την αλήθεια και συνωμοτείς με το νεαρό. Μόλις λάβεις την επιστολή μου αυτή, σε διατάζω να μου γράψεις αμέσως για την κατάσταση της υγείας του, για την οποία, όπως σου είπα, με πληροφόρησαν άλλοι, αν έγινε καλά, κι ακόμη σε ποιο σημείο ακριβώς πληγώθηκε και αν το τραύμα του επουλώθηκε καλά».

Διαβάζουμε από το βιβλίο τη φράση (σ.133) Η Μάργια Ιβάνοβνα έβγαλε ένα διπλωμένο χαρτί από την τσέπη της και το έδωσε στην άγνωστη προστάτιδά της, η οποία άρχισε να το διαβάζει. Στη συνέχεια ζητάμε από τους μαθητές μας να αναλάβουν τον ρόλο της Μάσα που γράφει ένα γράμμα στην αυτοκράτειρα παρακαλώντας την να δώσει χάρη στον Πιότρ. Τι ύφος και τι επιχειρήματα θα χρησιμοποιούσαμε για να την πείσουμε ότι ο αγαπημένος μας είναι αθώος;
Τα ανάκτορα του Τσάρσκογε Σελό (Царское Село) -σήμερα αποτελούν προάστιο της πόλης Πούσκιν-
 στους κήπους των οποίων η Μάσα έδωσε στην αυτοκράτειρα το γράμμα της
Στο μάθημα της Γεωγραφίας, μπορούμε να ζητήσουμε από τους μαθητές να εντοπίσουν στον ευρωπαϊκό χάρτη την περιοχή όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα, αφού τους θυμίσουμε ότι πρέπει να αναζητήσουν τοπωνύμια όπως το Όρενμπουργκ (βλ. εικόνα). Στη συνέχεια, χωρισμένοι σε ομάδες, οι μαθητές μας θα μπορούσαν να ασχοληθούν με την αναζήτηση πληροφοριών και την παρουσίαση στην τάξη διαφόρων λαών της στέπας που αναφέρονται στο βιβλίο, όπως οι Κιργίσιοι, οι Μπασκίριοι, οι Κοζάκοι, οι Καλμούχοι και οι Τάταροι. 
Χάρτης που δείχνει την περιοχή όπου έδρασε ο Πουγκατσόφ


Share/Bookmark

Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2015

Το μυστικό του δούλου: Συνωμοσία στην αγορά της αρχαίας Αθήνας

Υπόθεση
Αθήνα, 421 π.Χ. Ο Καλλίμαχος, διανύοντας τη θητεία του ως πρύτανης της Πανδιονίδας φυλής, γνωρίζεται με τον μάγειρα της Θόλου Χυτρίωνα. Οι δύο άντρες συναντιούνται τα απογεύματα πίσω από το μαγειρείο και ο δούλος από τη Θράκη του διηγείται μέρα με τη μέρα την συναρπαστική του ιστορία: Πίσω στην πατρίδα του, όταν ήταν μόλις 10 χρονών, άγριοι ληστές κατέστρεψαν το χωριό του και τον αιχμαλώτισαν μαζί με τη μητέρα του. Δουλέμποροι τους μετέφεραν με πλοίο στην Αθήνα και το αγόρι μπήκε στην υπηρεσία του Αντισθένη, ενός πλούσιου γαιοκτήμονα που ζούσε στον Μυρρινούντα. Εκεί, υπό την προστασία της συμπατριώτισσάς του Τρίγλης, η οποία φρόντισε την ασθενική του μητέρα στις τελευταίες της στιγμές και του δίδαξε τα μυστικά της κουζίνας, ο μικρός ανδρώθηκε και απέκτησε τη φήμη του καλού μάγειρα.

Την επόμενη μέρα από την τελευταία διήγηση, ένα ατύχημα στην οδό των Παναθηναίων αναστατώνει τον γερο-μάγειρα και βάζει τον Καλλίμαχο σε σκέψεις. Γιατί τρόμαξε τόσο ο Χυτρίωνας όταν αντίκρισε τον ξένο ιππέα από την Κόρινθο; Τι σχέση μπορεί να έχει μαζί του; Όταν ξανασυναντά τον δούλο, εκείνος του αποκαλύπτει ότι ξαφνιάστηκε όταν είδε το κόσμημα που ο ξένος είχε στον λαιμό του. Του εξηγεί ότι μετά τον θάνατο του Αντισθένη, πέρασε στην υπηρεσία του γιου του Λεωκράτη που ζούσε στο άστυ. Εκεί, κατά τη διάρκεια ενός συμποσίου, γνωρίστηκε με μια νεαρή αυλητρίδα, την Αβρότονον και την ερωτεύτηκε. Σε αυτήν έκανε δώρο ένα κόσμημα ίδιο με αυτό που είδε να φορά ο Κορίνθιος.

Ο Χυτρίων διστάζει να αποκαλύψει περισσότερα στον Αθηναίο βουλευτή. Ο Καλλίμαχος όμως είναι αποφασισμένος να μάθει περισσότερα. Συγκεντρώνοντας πληροφορίες από έναν πολυλογά κουρέα, τη χήρα του Λεωκράτη Ιππαρέτη αλλά και τον ίδιο τον Κορίνθιο έμπορο, ανακαλύπτει πως πριν από χρόνια, ο μάγειρας βρέθηκε στο κέντρο μιας πολιτικής συνωμοσίας που σκοπό είχε τη δολοφονία του Εφιάλτη, αρχηγού των δημοκρατικών! 

Ο ασπρομάλλης δούλος δέχεται τελικά να βοηθήσει τον Καλλίμαχο να ενώσει τα κομμάτια του ψηφιδωτού και φωτίζει το παλιό μυστήριο... η ιστορία της ζωής του δεν έχει όμως ακόμα ολοκληρωθεί, καθώς η μοίρα του επιφυλάσσει μια μεγάλη έκπληξη.

Χαρακτηριστικά 
Εκδότης: Ερευνητές
Συγγραφέας: Εύη Πίνη
Εικονογράφηση: Μαρίνα Ρούσσου (παράρτημα), Βασίλης Κοντογεώργος (εξώφυλλο)
ISBN: 978-960-368-443-5
Έτος 1ης Έκδοσης: 2009
Σελίδες: 160
Τιμή: περίπου 9 ευρώ (12 από μουσείο ή 5 ευρώ από το παζάρι εκδοτών)
Ηλεκτρονική αγορά εδώ 
Τάξεις: Στ', Γυμνάσιο

Κριτική
Ιστορικό μυθιστόρημα που συνδυάζει στοιχεία βιογραφίας και αστυνομικού γρίφου για να μας ξεναγήσει στην Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ. Χρησιμοποιώντας γλώσσα απλή και ωραία ελληνικά, η συγγραφέας διαμορφώνει μια ιστορία που μπορεί να περιέχει πολλές πληροφορίες, όμως χάρη στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση των πρωταγωνιστών και τη σωστή σελιδοποίηση δεν γίνεται κουραστική. Οφείλουμε ωστόσο να καταθέσουμε ότι πολλοί μαθητές της τάξης δεν βρήκαν το αίνιγμα συγκλονιστικά ενδιαφέρον, ενώ οι περισσότεροι παρατήρησαν πως το μείγμα των γνώσεων υπερισχύει της ατμόσφαιρας μυστηρίου. Η πλοκή χωρίζεται σε 18 κεφάλαια μετρίου μεγέθους (4-12 σελίδων, συνήθως γύρω στις 8) που δεν θα δυσκολέψουν τους μαθητές γυμνασίου ή τους έμπειρους αναγνώστες του δημοτικού. Εικονογράφηση παράλληλα με το κείμενο δεν υπάρχει, η έκδοση όμως συνοδεύεται από ένα παράρτημα στο τέλος του βιβλίου, όπου βρίσκουμε συγκεντρωμένες εικόνες, χάρτες και πληροφορίες για την εποχή όπου τοποθετείται το έργο. Στο κυρίως σώμα του κειμένου, τα περιθώρια των σελίδων περιλαμβάνουν επεξηγηματικά σχόλια που βοηθούν στην κατανόηση και διευκολύνουν την κατάκτηση των προσφερόμενων γνώσεων. Προτείνουμε το βιβλίο περισσότερο σε μαθητές της Στ' Δημοτικού και του γυμνασίου, ενώ περισσότερο θα το εκτιμήσουν όσοι ονειρεύονται ένα ρεαλιστικό ταξίδι στην αρχαία Αθήνα!

  • Εκφραστική σαφήνεια 
  • Ωραία ελληνικά
  • Ρεαλισμός
  • Πληροφορίες για τη ζωή στην αρχαία Αθήνα


  • Αργή εξέλιξη της πλοκής 

Αξίες - Θέματα
Δουλεία, Μαγειρική, Ιστορία, Αγάπη

Εικονογράφηση
Συνοδευτική εικονογράφηση παράλληλα με το κείμενο δεν υπάρχει, με εξαίρεση μια ζωγραφιά της Ακρόπολης και μία της Θόλου στην εισαγωγή. Αρκετά όμως σχέδια (μαζί με φωτογραφίες, χάρτες, κλπ.) βρίσκουμε στο κατατοπιστικό παράρτημα των τελευταίων σελίδων του βιβλίου.
Απόσπασμα
Είχα βγει μια βόλτα πάνω στον Αγοραίο Κολωνό, προσπαθώντας να βάλω σε μια τάξη τις σκέψεις μου, αλλά όσο και να προσπαθούσα, συμπέρασμα δεν έβγαζα… Όταν ξεκίνησα να κουβεντιάζω με τον Χυτρίωνα, οι ιστορίες του με ξεκούραζαν και με διασκέδαζαν, όπως με διασκέδαζαν οι μύθοι που μου έλεγε η γιαγιά μου σαν ήμουν παιδί. Πού να φανταστώ ότι θα έφτανα να ανακαλύψω την ύπαρξη ενός παλιού μυστικού; Αισθανόμουν σαν τον οδοιπόρο που βαδίζει σε ένα γνώριμο, στρωτό δρόμο και εντελώς αναπάντεχα συναντάει μπροστά του έναν ψηλό μαντρότοιχο. Ποιος δεν θα ήθελε να σκαρφαλώσει να δει τι υπάρχει πίσω από τον τοίχο, αν συνεχίζεται ο δρόμος και πού πηγαίνει; Αυτό ακριβώς είχε συμβεί και σ’ εμένα. Ήθελα με κάθε τρόπο να κοιτάξω από την άλλη μεριά του τοίχου και να λύσω το μυστήριο που υπήρχε πίσω από αυτήν τη φαινομενικά απλή ιστορία του γέροντα δούλου…

Άρχισα να κατηφορίζω από το λόφο με σκοπό να επιστρέψω στη Θόλο. Ο ήλιος ήταν ακόμα αρκετά ψηλά στον ορίζοντα και ήθελε ώρα μέχρι να δύσει. Ήμασταν στα μέσα του Θαργηλιώνα και είχαν πιάσει οι πρώτες ζέστες. Από εκεί που βρισκόμουν έβλεπα την κεντρική πλατεία της Αγοράς αλλά και την οδό των Παναθηναίων, να είναι γεμάτες κόσμο που τριγύριζε στους πάγκους των εμπόρων. Αυτό μου έδωσε μια ιδέα: Αφού τα καταστήματα θα ήταν ανοιχτά για αρκετή ώρα ακόμα, ευκαιρία να επισκεφθώ το κουρείο του Τιμόθεου. Ένα κούρεμα το χρειαζόμουν, δεν λέω, περισσότερο όμως χρειαζόμουν την… πολυλογία του Τιμόθεου.

Όπως οι περισσότεροι κουρείς, έτσι κι αυτός ήταν μεγάλος κουτσομπόλης. Ίσως λοιπόν εκεί να μάθαινα κάτι για τον Κορίνθιο. Ο Τιμόθεος θα είχε πληροφορηθεί οπωσδήποτε για το ατύχημα του Χυτρίωνα. Αποκλείεται να του είχε ξεφύγει κάτι που συνέβη δυο βήματα από το μαγαζί του.

Όπως το περίμενα λοιπόν, ο Τιμόθεος ήταν πλήρως ενημερωμένος για το συμβάν. Μάλιστα μου άνοιξε εκείνος την κουβέντα, πολύ πριν προλάβω να τον ρωτήσω εγώ.

«Έμαθα ότι αυτός ο μάγειρας που έχετε στη Θόλο παραλίγο να σκοτωθεί εδώ πιο κάτω, στην οδό των Παναθηναίων», μου είπε, καθώς κούρευε τη γενειάδα μου.

«Ναι, ο χαζός!» απάντησα τάχα αδιάφορα. Η έλλειψη ενδιαφέροντος από μέρους μου δεν αποθάρρυνε τον Τιμόθεο, το αντίθετο μάλιστα.

«Και πώς είναι τώρα ο άνθρωπος;»

«Καλά». Η μονολεκτική απάντηση δεν τον ικανοποίησε.

«Άκουσα ότι καλέσατε τον Ιππομένη για να τον εξετάσει. Άρα θα πρέπει να χτύπησε πολύ».

«Όχι πολύ…» Η αλήθεια είναι ότι το διασκέδαζα να βασανίζω τον Τιμόθεο, αλλά δεν έπρεπε να το παρατραβήξω. Μπορεί να μου άλλαζε συζήτηση, αναζητώντας ένα θέμα που υποτίθεται θα με ενδιέφερε πολύ περισσότερο. Έτσι, πριν προλάβει να ξανανοίξει το στόμα του για να μου κάνει την επόμενη ερώτηση, πρόσθεσα: «Μα είναι πράγματα αυτά για την ηλικία του, να τρέχει πίσω από ένα κουτάβι;» Ο Τιμόθεος σταμάτησε να μου ψαλιδίζει τα γένια και μου αποκρίθηκε, κρατώντας μετέωρο το ψαλίδι στο χέρι.

«Εμένα μου είπαν ότι ο ιππέας έτρεχε».

«Ναι, μάλλον… ίσως…» Ο Τιμόθεος πήρε φωτιά!

«Όχι μάλλον, έτσι όπως τα λέω έγιναν! Πώς τρέχεις έτσι, άνθρωπέ μου, μέσα στο άστυ; Αλλά τι να περιμένει κανείς από έναν Κορίνθιο». Εδώ είμαστε! Χωρίς να χάσω καιρό, πήρα τη σκυτάλη από τον κουρέα, με τρόπο όμως, για να μην καταλάβει ότι είχα ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

«Ναι, έχεις δίκιο, Κορίνθιος ήταν ο ιππέας. Και φαίνεται καθώς ερχόταν από την Κόρινθο συναντήθηκε με τον Χυτρίωνα…» έριξα τα δίχτυα μου.

«Α όχι, ο Κορίνθιος έχει μέρες που βρίσκεται στην Αθήνα», τσίμπησε ο Τιμόθεος.

«Μπα; Τον γνωρίζεις;»

Ατυχία. Ο Τιμόθεος με μια κίνηση τράβηξε το πανί που είχε τυλιγμένο γύρω από το λαιμό μου. «Έτοιμος! Μου ανακοίνωσε. Μα, τώρα βρήκε να τελειώσει; Αποφάσισα να θυσιαστώ προκειμένου να πετύχω το σκοπό μου.

«Πώς τελειώσαμε; Τα μαλλιά δεν μου τα έκοψες!» Ο Τιμόθεος με κοίταξε καλά καλά. «Νόμιζα ότι ήθελες να περιποιηθώ μόνο τη γενειάδα σου. Εντάξει, αφού θέλεις να σου κόψω και τα μαλλιά…» Μου ξαναέβαλε το πανί στο λαιμό και επιτέθηκε με το ψαλίδι του εναντίον της σγουρής κόμης μου. Και τώρα πώς ξαναγυρίζουμε στο θέμα μας; Αποφάσισα να μην το διακινδυνέψω και έφερα τη συζήτηση στο σημείο όπου την είχαμε διακόψει απότομα.

«Μου έλεγες γι’ αυτόν… τον Κορίνθιο. Πελάτης σου είναι;»

«Πελάτης, βέβαια. Το ξέρεις ότι όποιος έρχεται να μείνει στο άστυ, έστω και για λίγες μέρες, σίγουρα θα περάσει από το κουρείο μου. Έχω την πιο εκλεκτή πελατεία σ’ όλη την Αθήνα», καυχήθηκε ο Τιμόθεος και άρχισε να μου απαριθμεί ονόματα Αθηναίων μετοίκων και ξένων επισκεπτών που έρχονταν στο μαγαζί του. Επειδή ο κατάλογος δεν είχε τελειωμό, τον διέκοψα και βιάστηκα να συμφωνήσω.

«Όλοι έχουν να το λένε, Τιμόθεε, είσαι ο καλύτερος και έχεις την καλύτερη πελατεία. Αλλά είναι αλήθεια τόσο αξιόλογος αυτός ο ξένος; Δεν μου φάνηκε…» ξαναγύρισα τη συζήτηση στο θέμα που με ενδιέφερε.

«Μα, ναι…» με διαβεβαίωσε ο Τιμόθεος. «Μεγάλος έμπορος. Και αυτοδημιούργητος… σχεδόν. Κληρονόμησε ένα μικρό εργαστήρι μαχαιριών από τον πατέρα του. Λίγο πριν αρχίσει ο μεγάλος πόλεμος, πήρε ένα δάνειο, αγόρασε μέταλλο και δούλους, και μετέτρεψε το μικρό εργαστήριο σε βιοτεχνία όπλων. Όταν άρχισε ο πόλεμος, καταλαβαίνεις τι έγινε… Δεν προλάβαινε τις παραγγελίες!» Έμπορος όπλων ο Κορίνθιος, μάλιστα!

«Και τώρα τι γυρεύει στην Αθήνα; Τελείωσε ο πόλεμος και έπεσαν οι δουλειές του έξω;» παρατήρησα με κάπως απότομο ύφος.

«Χα!» γέλασε ο Τιμόθεος. «Να πέσουν οι δουλειές του έξω; Αστειεύεσαι; Αυτός, Καλλίμαχε, είναι γεννημένος επιχειρηματίας. Άλλωστε εδώ και καιρό δεν την έχει πια τη βιοτεχνία. Την πούλησε και αγόρασε καράβια, σιταγωγά. Φέρνει στάρι από την Αίγυπτο. Οι δουλειές του φαίνεται πως πάνε πολύ καλά, γι’ αυτό ήρθε στην Αθήνα, να παραγγείλει στα ναυπηγεία μας ακόμα ένα πλοίο. Παράλληλα ψάχνει και για εμπορικό αντιπρόσωπο εδώ στον Πειραιά».

«Αυτά είναι τα καλά της ειρήνης. Ανοίγουμε δουλειές ακόμα και με τους Κορίνθιους», σχολίασα με ξινό ύφος για να κλείσω τη συζήτηση. Ό,τι μπορούσα να μάθω από αυτή την πηγή το είχα μάθει.

«Εντάξει, Τιμόθεε, αρκετά μου τα έκοψες, σε ευχαριστώ…» του είπα σε μια προσπάθεια να σώσω όσο μπορούσα τα μαλλιά μου από τις ανελέητες επιθέσεις του ψαλιδιού του! Χρειαζόμουν μια τελευταία πληροφορία: πού έμενε ο Αθηνόδωρος, αλλά γι’ αυτό θα ήταν καλύτερα να μη ρωτήσω τον κουρέα.

Δεν δυσκολεύτηκα καθόλου να μάθω τη διεύθυνση του Κορίνθιου. Σε μια πόλη όπου όλοι ασχολούνται διαρκώς με το τι κάνουν οι άλλοι, δεν θα ήταν εύκολο να κρυφτεί κανείς, ακόμα και αν ήταν ξένος, άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Ένας δικός μου άνθρωπος κατέβηκε την επόμενη μέρας τον Πειραιά, έκανε μια βόλτα στην αγορά του σταριού και άλλη μία στα ναυπηγεία, και προς το μεσημέρι επέστρεψε με μια πλούσια «ψαριά». Όχι μόνο είχε μάθει πού έμενε ο Αθηνόδωρος, αλλά είχε πάρει και διάφορες άλλες πληροφορίες: Σε ποια μέρη σύχναζε, με ποιους συναναστρεφόταν, πόσες μέρες ακόμα θα έμενε στην Αθήνα…

Στο μεταξύ εγώ σκεφτόμουν πώς θα μπορούσα να τον συναντήσω, ώστε να φανεί η συνάντηση τυχαία. Η ευκαιρία μου δόθηκε εντελώς απρόσμενα στις 19 του μήνα, όταν γιορτάζαμε τα Βενδίδεια. Εκείνη την ημέρα, όπως και τις άλλες ημέρες των γιορτών, δεν είχαμε συνεδρίαση στη βουλή και έτσι αποφασίσαμε μια παρέα βουλευτών να κατεβούμε στον Πειραιά, όπου βρισκόταν το ιερό αυτής της ξενόφερτης θεάς.

Δεν είχε τύχει άλλη φορά να πάρω μέρος στη γιορτή της. Ήξερα βέβαια ότι οι μέτοικοι από τη Θράκη, που κατοικούσαν στον Πειραιά, τιμούσαν κάθε χρόνο τη θεά τους με μια μεγάλη πομπή, στην οποία συμμετείχαν όχι μόνο Θράκες, αλλά και πολλοί Αθηναίοι και μέτοικοι, από το άστυ και από τον Πειραιά.

Οι περισσότεροι κατέβαιναν για να δουν την περίφημη θρακιώτικη νυχτερινή λαμπαδηδρομία. Στις δικές μας λαμπαδηδρομίες, την αναμμένη λαμπάδα την μετέφεραν πεζοί, οι Θράκες όμως είχαν άλλο έθιμο. Οι λαμπαδηδρόμοι τους έτρεχαν καβάλα σε άλογα και γ’ αυτό το θέαμα που παρουσίαζαν ήταν πραγματικά εντυπωσιακό.

Όταν τελείωσε ο αγώνας, ένας φίλος βουλευτής πρότεινε να συνεχίσουμε τη διασκέδαση στον Πειραιά. «Απόψε όλη η πόλη γιορτάζει, κρίμα δεν είναι να γυρίσουμε στο άστυ; Υπάρχει μια πρόσκληση για συμπόσιο, στο σπίτι του ναύκληρου Ευμένη». Όλοι οι άλλοι βουλευτές είχαν ήδη αποδεχθεί προσκλήσεις για συμπόσια, εκτός από εμένα. Έτσι ακολούθησα ευχαρίστως τον φίλο μου στο σπίτι του Ευμένη, που ήταν πίσω από το λιμάνι της Ζέας, κοντά στην αγορά του Πειραιά. 
Η Βένδις φορώντας φρυγικό σκούφο υποδέχεται στεφανωμένους αθλητές μετά από λαμπαδηδρομία (;)
Μαρμάρινη στήλη του 400-375 π.Χ. που από τον Πειραιά (;) βρέθηκε στο Βρετανικό Μουσείο (πηγή)
Σχόλιο
Το κείμενο μπορεί όπως ήδη αναφέραμε να δίνει μεγαλύτερο βάρος στην πληροφορία απ' ό,τι στο συναίσθημα ή το μυστήριο, όμως αυτό δεν είναι κατ' ανάγκη αρνητικό, ειδικά για τους φίλους της Ιστορίας. Οι αρχαιολογικές γνώσεις της συγγραφέως προσφέρονται απλόχερα στον αναγνώστη και κάνουν το ταξίδι του στην αρχαία Αθήνα πολυεπίπεδο και ρεαλιστικό. Επιπλέον, επιτρέπουν στην υπόθεση να πλαισιωθεί από πρόσωπα και έθιμα άγνωστα στους φίλους της παιδικής λογοτεχνίας. Όσοι μαθητές διαβάσουν λοιπόν το βιβλίο, δεν θα συναντήσουν αναφορές μόνο στον Παρθενώνα, τον Περικλή και τα Παναθήναια (σ. 136) αλλά θα γνωρίσουν και γιορτές λιγότερο διάσημες, όπως τα Βενδίδεια, θα μάθουν ποιος ήταν ο Εφιάλτης του Σοφωνίδη (σ. 101) και θα διαβάσουν για τον πλούσιο Πουλυτίωνα (σ. 140), στο σπίτι του οποίου (κάπου κοντά στην εκκλησία των Αγίων Ασωμάτων) καταλήγει τελικά ο Χυτρίωνας. Τα αρκετά επεξηγηματικά σχόλια στο περιθώριο των σελίδων βοηθούν ώστε η αφομοίωση των νέων γνώσεων να γίνεται αβίαστα, ενώ προς την ίδια κατεύθυνση συμβάλλει και το παράρτημα στο τέλος του βιβλίου. 

Ένα άλλο στοιχείο που θα μπορούσαμε να σχολιάσουμε, είναι ότι η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο ταλαιπωρημένος Θρακιώτης δούλος, δεν φαίνεται να διαφέρει ιδιαίτερα από εκείνη του (θεωρητικά πιο καλλιεργημένου) Αθηναίου βουλευτή. Έτσι, η αφήγηση του μάγειρα αποκτά -ποιητική αδεία- λυρικό ύφος μέσα από φράσεις όπως (σ.21) ο ήλιος, που είχε ήδη αρχίσει να γέρνει, έβαφε τα νερά με χάλκινες ανταύγειες ή (σ. 26) γύρισα το βλέμμα μου αλλού, στον ήλιο που ανέτειλλε και έβαφε με ολοπόρφυρο χρώμα θάλασσα και ουρανό. Εξαιρετικά φυσικός είναι αντίθετα ο τρόπος που η μαγείρισσα Τρίγλη αντιδρά όταν ο νεαρός Χυτρίωνας εκμεταλλεύεται μια στιγμή αδυναμίας της (σ. 60-61) για να δοκιμάσει την πρώτη του συνταγή. Αρχικά, φοβούμενη ότι ο μαθητευόμενός της έκανε κάποια ζημιά, του μιλάει απειλητικά. Στη συνέχεια τον αγκαλιάζει από τους ώμους περήφανη, ταυτόχρονα όμως προειδοποιώντας τον ότι δεν θα γλιτώσει την τιμωρία αν πειραματιστεί ξανά χωρίς την άδειά της.

Στον επίλογο του βιβλίου (σ.150) μαθαίνουμε ότι ο Αθηνόδωρος, εκτιμώντας τη βοήθεια που είχε προσφέρει στο παρελθόν ο Καλλίμαχος προς τον πατριό/πατέρα του, εξαγοράζει τον αιχμάλωτο Αθηναίο. Μέσα από την είδηση αυτή, οι αναγνώστες ίσως συλλάβουν το μήνυμα πως ό,τι καλό κάνουμε, επιστρέφει μελλοντικά σε μας. Ωστόσο, όταν ο Καλλίμαχος είχε ελευθερώσει τον γέρο Χυτρίωνα, εκείνος δεν το είχε εκλάβει πολύ θετικά, μουρμουρίζοντας (σ.134) Τι να την κάνω τώρα την ελευθερία; Πού να πάω;  Η φράση του αυτή μας θυμίζει την αντίδραση πολλών νέγρων δούλων που μετά τον αμερικανικό εμφύλιο βρέθηκαν ξαφνικά ελεύθεροι, κυριολεκτικά χαμένοι στη νέα τους κατάσταση. Χαρακτηριστικό το ακόλουθο απόσπασμα από τη συνέντευξη του (αιωνόβιου) Fountain Hughes που μπορείτε να διαβάσετε (και να ακούσετε) στον ιστότοπο της βιβλιοθήκης του Κογκρέσου (στα αγγλικά).
Ολοκληρώνοντας, να επισημάνουμε ένα μικρό λάθος στην αρίθμηση των κεφαλαίων (συναντάμε δύο φορές το νούμερο 14) που ωστόσο δεν αλλάζει την -εξαιρετική σε γενικές γραμμές- εικόνα της έκδοσης.
Χρήση στην τάξη
Αν η τελευταία ανάρτηση του Αυγούστου δεν μας ενέπνευσε αρκετά ώστε να επισκεφθούμε την αρχαία Αγορά και τον Κεραμεικό, αυτή θα πρέπει να τα καταφέρει! Στους χώρους αυτούς θα έχουμε την ευκαιρία να περπατήσουμε στα περισσότερα από τα σημεία στα οποία εκτυλίσσεται η δράση του βιβλίου (π.χ. στη σ.37 διαβάζουμε για το Δίπυλο), να συνειδητοποιήσουμε το πώς έμοιαζαν στην αρχαιότητα, αλλά και τη σημασία τους για τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Έξω από τον χώρο της Θόλου, θα μπορούσαμε με τη βοήθεια δύο μαθητών να διαβάσουμε κάποιον από τους διαλόγους Χυτρίωνα-Καλλιμάχου, ή να αναπαραστήσουμε σκηνές από το κείμενο.
Τοπογραφικό σχέδιο της Αθήνας των κλασικών χρόνων (αρχική πηγή)
τύποι κυλίκων (πηγή)

Αν δεν επιθυμούμε να ξεκινήσουμε τη χρονιά με μια τέτοια βόλτα, θα μπορούσαμε να συζητήσουμε για την αρχαία ελληνική κουζίνα (μοιάζουν τα φαγητά των αρχαίων με τα δικά μας; τι έλειπε από την κουζίνα τους; τι λείπει από τη δική μας;) βασισμένοι στις αρκετές συνταγές που αναφέρονται στο βιβλίο (σελ. 39, 56-62, 75, 91) και αν το επιτρέπουν οι προϋποθέσεις, να προσπαθήσουμε να δοκιμάσουμε ένα μενού αρχαιοελληνικής προέλευσης στην τάξη! Για τους ακόμα πιο τολμηρούς, τοποθετώντας τα θρανία μας κυκλικά γύρω από έναν κουβά και μοιράζοντας στα παιδιά κύλικες (που θα κατασκευάσουμε από πηλό και θα ζωγραφίσουμε μαζί ή θα προμηθευτούμε απευθείας από το εμπόριο) με λίγες σταγόνες νερό, μπορούμε να αναπαραστήσουμε το παιχνίδι κότταβος που παιζόταν στα συμπόσια! Ας μην ξεχνάμε ότι ο νικητής (που κέρδιζε φρούτα, γλυκά ή άλλα δώρα) κρινόταν όχι μόνο από την ικανότητά του να πετυχαίνει τον στόχο, αλλά και από και τον τρόπο που κρατούσε το σκεύος του και την κομψότητα της τροχιάς που διαμόρφωνε η σταγόνα του. Με λίγη (έως πάρα πολλή) φαντασία, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε το παιχνίδι αυτό πρόγονο του μπάσκετ... με ενδιάμεσο σταθμό τα πτυελοδοχεία των σαλούν στο Φαρ Ουέστ!
συμποσιαστής παίζει κότταβο (πηγή)
Τα κορίτσια της εποχής είχαν άλλες ασχολίες (περισσότερα για τον ρόλο των γυναικών στην αρχαία Ελλάδα θα βρείτε εδώ). Διαβάζουμε για παράδειγμα (σ.95) ότι η Ιππαρέτη και η Ευνίκη είχαν υπηρετήσει μαζί την Αρτέμιδα στη Βραυρώνα. Η συγγραφέας πολύ πιθανόν να αναφέρεται στην λατρευτική παράδοση της αρκτείας. Το έθιμο λέγεται ότι ξεκίνησε όταν δυο αγόρια κυνήγησαν μια αρκούδα που είχε τραυματίσει την αδελφή τους και την σκότωσαν στο ιερό της θεάς. Η Άρτεμις, οργισμένη, τιμώρησε με λοιμό την πόλη της Αθήνας και από τότε χρησμός όρισε ότι οι παρθένοι της πόλης θα πρέπει να υπηρετούν την θεά πριν παντρευτούν. Η αρκτεία είχε τον χαρακτήρα θητείας και μύησης για την ενηλικίωση και τον γάμο. Η θεά καθοδηγούσε το πέρασμα των κοριτσιών 5 έως 10 ετών από την παιδική στην εφηβική ηλικία και τα προετοίμαζε για τον κύριο ρόλο τους στην κοινωνία. Τα κορίτσια επιλέγονταν από επιφανείς οικογένειες της Αθήνας, ονομάζονταν "άρκτοι" (αρκούδες) και διέμεναν για κάποιο χρονικό διάστημα στο ιερό, διαμορφώνοντας τον χαρακτήρα τους μακριά από το οικογενειακό περιβάλλον. Φορούσαν κροκωτό ένδυμα, που θύμιζε δέρμα αρκούδας. Επειδή το ρούχο αυτό αποτελούσε επίσης και νυφικό ένδυμα, τα κορίτσια ίσως προετοίμαζαν την τελετουργία του μελλοντικού γάμου τους. Οι άρκτοι συμμετείχαν σε διάφορες τελετουργικές πράξεις, όπως θυσία αίγας, δρόμο και χορό, κρατώντας στεφάνια, ταινίες και πυρσούς γύρω από βωμούς και φοίνικες. Τελευταίο στάδιο της αρκτείας αποτελούσε πιθανόν η γύμνωση, κατά την οποία τα κορίτσια πετούσαν τα κροκωτά τους ενδύματα.

Ήμασταν εφτά χρονώ, 
σα γινήκαμε αρρηφόρες για τον πέπλο της θεάς,
και στα δέκα, αλέθαμε 
για τ' αλεύρι των ιερών της γλυκισμάτων
έπειτα μας έντυσαν 
αρκουδίτσες μες σε τούλια κροκωτά
για την Άρτεμη, προστάτρα της Βραυρώνας
και, κοπέλες, με τσαπέλες 
σύκα γύρω στο λαιμό
γίναμε κανηφόρες
(Αριστοφάνης, Λυσιστράτη 641-647)
Παραστάσεις αγγείων στο μουσείο της Βραυρώνας, απεικονίζουν
νεαρά κορίτσια να χορεύουν γύρω από βωμούς ντυμένα αρκούδες
Ο στίχος είναι από απόδοση του Πολύβιου Δημητρακόπουλου (πηγή)
Τα "Χυτρίων" και "Τρίγλη" δεν ήταν τα αληθινά ονόματα των δύο δούλων από τη Θράκη που συναντήσαμε στην ιστορία. Ήταν παρατσούκλια με τα οποία τους βάφτισαν οι Αθηναίοι βασιζόμενοι σε κάποιο σωματικό τους χαρακτηριστικό ή ιδιότητα, ίσως για να τους θυμούνται πιο εύκολα. Ας μην ξεχνάμε ότι και ο ίδιος ο Πλάτωνας, ονομαζόταν στην πραγματικότητα Αριστοκλής (βλ. προηγούμενη ανάρτηση). Αν άραγε ζούσαμε με τους μαθητές μας στα αρχαία χρόνια, τι ονόματα θα μας είχαν δώσει οι Αθηναίοι; Μπορούμε να σκεφτούμε κάποιο παρατσούκλι για τον διπλανό μας και να τον συστήσουμε με αυτό στην υπόλοιπη τάξη;
Μεταλλική χύτρα από το μουσείο της Βραυρώνας. Παρασύροντας
μια τέτοια (σελ. 42-43), απέκτησε ο Χυτρίων το παρατσούκλι του!
Να κλείσουμε την ανάρτηση με μια ερώτηση για προσεκτικούς αναγνώστες: 
Τι σχέση έχουν οι μυρτιές με τη Μερέντα; 
Ανοίγοντας το βιβλίο στη σελίδα 38 (και συνδυάζοντας τις πληροφορίες) μπορείτε να το ανακαλύψετε!

Share/Bookmark

Κυριακή 16 Μαρτίου 2014

Το Αιγαίο στις φλόγες

Υπόθεση
Φθινόπωρο του 1827. Mια λεβαντίνικη σακολέβα με το όνομα "Κάρυστος" δένει στο λιμάνι του Οιτύλου. Ο καπετάνιος της, Νικόλας Στάρκος, θέλει μετά από χρόνια να επισκεφθεί το πατρικό του σπίτι. Παρά τον σεβασμό όμως που φαίνεται να του δείχνουν οι Μανιάτες στο λιμάνι, η μάνα του Ανδρονίκη τον αντιμετωπίζει με απόλυτη περιφρόνηση, ως προδότη της πατρίδας και υπηρέτη των Τούρκων. Αρκετά βορειότερα, στην όμορφη πόλη της Κέρκυρας, ο Γάλλος φιλέλληνας Ανρί ντ' Αλμπαρέ γνωρίζει τυχαία και ερωτεύεται την Ατζίν, κόρη του πλούσιου τραπεζίτη Ελιτσούντο. Πριν όμως προλάβουν να παντρευτούν, μια περίεργη επίσκεψη κι ένας θάνατος θα ανατρέψουν τα σχέδιά τους. Αργότερα, ο Ανρί γίνεται κυβερνήτης της κορβέτας Σιφάντα και αρχίζει να αναζητά σε όλο το Αιγαίο τον μυστηριώδη πειρατή Σακρατίφ, που όλοι τρέμουν μα κανείς ποτέ δεν έχει δει. Μετά από περιπλάνηση σε ολόκληρο το Αιγαίο, φτάνει τον Σεπτέμβριο του 1828 η ώρα για την τελική αναμέτρηση. Η κορβέτα είναι κυκλωμένη από πειρατικά πλοία...

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Ερευνητές
Συγγραφέας: Ιούλιος Βερν (Jules Verne)
Μετάφραση: Μαριάννα Κουτάλου
Εικονογράφηση: Βασίλης Κοντογεώργος
Επιλογή και παρουσίαση ντοκουμέντων: Πέτρος Παπαπέτρος
Τίτλος πρωτοτύπου: L’Archipel en feu 
ISBN: 960-368-359-0
Έτος 1ης Έκδοσης: 1884 (παρούσα έκδοση 2006)
έχει κυκλοφορήσει και με τους τίτλους: Το φλογισμένο Αρχιπέλαγος / Οι πειρατές του Αιγαίου
Σελίδες: 208
Τιμή: περίπου 15 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Στ', Γυμνάσιο
Ολόκληρο το κείμενο στην γαλλική γλώσσα εδώ

Κριτική
Μια κλασική νουβέλα ιστορικής μυθοπλασίας παρουσιασμένη με έναν εντελώς καινούριο τρόπο. Η γλώσσα της μετάφρασης ρέει χωρίς προβλήματα, όμως το αναλυτικό ύφος, η σύνθετη σύνταξη και οι ναυτικοί όροι που περιέχονται, δυσκολεύουν την ανάγνωσή του από τους πιο νεαρούς αναγνώστες. Η επιμέλεια της έκδοσης και το στήσιμο είναι ιδανικά: Πολυτελές εξώφυλλο με αυτιά, γυαλιστερό χαρτί με πλούσια εικονογράφηση και φωτογραφίες σε κάθε σελίδα, άφθονες πληροφορίες, σχόλια και παραπομπές που συνοδεύουν και επεξηγούν... Όλα αυτά ίσως παραπέμπουν περισσότερο σε άρθρο της wikipedia και λιγότερο σε λογοτεχνικό βιβλίο, ας μην ξεχνάμε όμως ότι ζούμε στον αιώνα της διάσπασης προσοχής, όπου είναι δύσκολο ένα κείμενο να γίνει ελκυστικό στα μάτια των παιδιών. Η ιστορία χωρίζεται σε 15 κεφάλαια με αρίθμηση στα λατινικά, σύντομους τίτλους και έκταση γύρω στις 10-12 σελίδες (αν και κάποια φτάνουν τις 21). Χάρη στην εκπληκτική παρουσίαση, το βιβλίο διαβάζεται ευχάριστα και αρκετά ξεκούραστα, εκτός ίσως από τα σημεία που ο συγγραφέας αναλύεται σε περιγραφές και πληροφορίες. Προτείνεται σε μαθητές της Στ' δημοτικού και του γυμνασίου, ενώ όσοι ενδιαφέρονται για τη θάλασσα και τους πειρατές, θα το αγαπήσουν σίγουρα!

  • Ιδανική πλαισίωση του κειμένου από ντοκουμέντα και εικόνες
  • Πληροφορίες για πολλές περιοχές της Ελλάδας και την ιστορία της, - στοιχεία για τη δράση των πειρατών κατά το 1827
  • Ενδιαφέρουσα πλοκή με λίγες αλλά συναρπαστικές σκηνές δράσης
  • Καλοφτιαγμένοι χαρακτήρες και ηθικοπλαστικά μηνύματα

  • Σημεία που μπορεί να κουράσουν, καθώς οι πληροφορίες κυριαρχούν πάνω στη δράση

Αξίες - Θέματα
Οικογένεια, Ταξίδι, Περιπέτεια, Ιστορία, 25 Μαρτίου, Γενναιότητα, Δικαιοσύνη, Αξιοπρέπεια

Σκηνές που ξεχωρίσαμε
Επική η τελική ναυμαχία ανάμεσα στο καλό και το κακό, εξίσου συναρπαστική όμως και η σκηνή στο σκλαβοπάζαρο. Εμείς κρατάμε και το ξέσπασμα της σκληρής Μανιάτισσας Ανδρονίκης μπροστά στον χαμό του παιδιού της.

Εικονογράφηση
Πολύχρωμες εικόνες, φωτογραφίες, ντοκουμέντα και σχόλια, συνθέτουν μια ιδανική συνοδεία για το κείμενο και προσθέτουν σημαντική αισθητική και πληροφοριακή αξία στο κείμενο, ώστε ο σύγχρονος αναγνώστης να το κατανοεί και να το απολαμβάνει.

Η ίδια σκηνή με τον Μανιάτη παπά να κατεβαίνει από τη βίγλα του, αποτυπωμένη στη σύγχρονη έκδοση (επάνω) και σε παλαιότερη γαλλική (δεξιά) με εικονογράφο τον Léon Benett (Πηγή)

Απόσπασμα
Πολλές φορές, η κορβέτα, χωρίς να ρίξει άγκυρα σε κανένα από τα μικρά λιμάνια της ακτής, σταματούσε περίπου μισό μίλι στ’ ανοιχτά της Αγίας Ρουμέλης, της Ανώπολης, των Σφακίων, όμως οι παρατηρητές δεν κατάφερναν να ξεχωρίσουν ούτε ένα πειρατικό σκάφος στις παραλίες του νησιού.

Στις 27 Αυγούστου, η Σιφάντα, αφού κινήθηκε κοντά στην ακτογραμμή του μεγάλου κόλπου της Μεσσαράς, πέρασε από το ακρωτήρι Μάταλα, το νοτιότερο της Κρήτης, που το πλάτος της σ’ εκείνο το σημείο δεν ξεπερνάει τις δέκα με έντεκα λεύγες. Δε φαινόταν πως οι έρευνες αυτές θα οδηγούσαν σε κάποιο θετικό αποτέλεσμα την εκστρατεία. Πράγματι, ελάχιστα καράβια επιχειρούν να διασχίσουν το Λιβυκό πέλαγος σ’ αυτό το γεωγραφικό πλάτος. Προτιμούν να ταξιδεύουν ή πιο βόρεια, διασχίζοντας το Αιγαίο, ή πιο νότια, κοντά στις ακτές της Αιγύπτου. Εκεί έβλεπες μόνο ψαροκάικα αραγμένα κοντά στα βράχια, και, πιο σπάνια, μακρόστενες βάρκες φορτωμένες με κοχλιούς, ένα είδος περιζήτητων οστράκων που εξάγονται σε μεγάλες ποσότητες σε όλα τα νησιά.

Όμως, αφού η κορβέτα δε συνάντησε τίποτα σ’ αυτήν την πλευρά της ακτής, που καταλήγει στο ακρωτήρι Μάταλα, εκεί όπου πλήθος βραχονησίδων μπορούν να δώσουν κάλυψη σε πολλά πλοία, δεν ήταν καθόλου σίγουρο πως θα είχε καλύτερη τύχη στο δεύτερο μισό της νότιας ακτής. Ο Ανρί ντ’ Αλμπαρέ ήταν λοιπόν έτοιμος να αποφασίσει να κινηθεί προς την Κάρπαθο, έστω κι αν βρισκόταν εκεί λίγο πιο νωρίς απ’ ό,τι του όριζε το μυστηριώδες γράμμα, που άλλαξε τα σχέδιά του το βράδυ της 29ης Αυγούστου.

Ήταν έξι το απόγευμα. Ο κυβερνήτης, ο ύπαρχος και μερικοί αξιωματικοί, ήταν συγκεντρωμένοι στο επίστεγο παρατηρώντας το ακρωτήρι Μάταλα. Τη στιγμή εκείνη ένας ναύτης, που έκανε τη βάρδια του πάνω στην κεραία του μικρού παπαφίγκου, φώναξε:
«Πλοίο αριστερά μπροστά!»
Τα κιάλια στράφηκαν αμέσως προς το σημείο εκείνο, που βρισκόταν μερικά μίλια από την πλώρη της κορβέτας.

«Πράγματι», είπε ο κυβερνήτης ντ’ Αλμπαρέ, «να ένα πλοίο που ταξιδεύει κοντά στη στεριά…»
«την οποία πρέπει να γνωρίζει καλά, αφού πλέει τόσο κοντά της!» επισήμανε ο καπετάν Τόντρος.

«Έχει υψωμένη τη σημαία του;»

«Όχι, καπετάνιε μου», απάντησε ένας αξιωματικός.

«Ρωτήστε τους παρατηρητές να μας πουν, αν μπορούν, την εθνικότητα αυτού του καραβιού!»

Οι διαταγές του εκτελέστηκαν αμέσως. Λίγα λεπτά αργότερα δόθηκε η απάντηση πως καμιά σημαία δεν κυμάτιζε στην κεραία του σκάφους, ούτε ψηλά στο κατάρτι του. Ωστόσο, το φως ήταν ακόμα αρκετό ώστε να μπορέσουν, αφού δεν έμαθαν την εθνικότητά του, να εκτιμήσουν τουλάχιστον τη δύναμή του.

Ήταν ένα μπρίκι, του οποίου το μεγάλο κατάρτι έγερνε αρκετά προς τα πίσω. Εξαιρετικά μακρόστενο, λεπτοδουλεμένο στο σχήμα του, με πανύψηλα κατάρτια και υπερβολική αρματωσιά, έμοιαζε, απ’ όσο μπορούσε κανείς να κρίνει απ’ αυτήν την απόσταση, να έχει επτακόσιους με οχτακόσιους τόνους χωρητικότητα. Ήταν όμως εξοπλισμένο για πόλεμο; Είχε ή δεν είχε πυροβόλα πάνω στη γέφυρα; Μήπως στα παραπέτια του υπήρχαν κλεισμένες μπουκαπόρτες κανονιών; Αυτό δε θα μπορούσαν να το ξεχωρίσουν ούτε τα καλύτερα κιάλια πάνω στην κορβέτα.

Πράγματι, μια απόσταση τεσσάρων ναυτικών μιλίων τουλάχιστον χώριζε εκείνη τη στιγμή το μπρίκι από την κορβέτα. Επιπλέον, καθώς ο ήλιος είχε αρχίσει να χάνεται πίσω από τα Λευκά Όρη και έπεφτε η νύχτα, το σκοτάδι τύλιγε ήδη τα χαμηλότερα σημεία της στεριάς.

«Παράξενο σκάφος!» είπε ο καπετάν Τόντρος.

«Θα έλεγε κανείς πως προσπαθεί να περάσει ανάμεσα στο νησί Πλατάνος και στην ακτή!» πρόσθεσε ένας αξιωματικός.

«Ναι, Μοιάζει με πλοίο που θέλει να περάσει απαρατήρητο», είπε ο ύπαρχος, «και προσπαθεί να κρυφτεί!»

Ο Ανρί ντ’ Αλμπαρέ δεν είπε τίποτα, όμως, ήταν φανερό πως συμμεριζόταν τη γνώμη των αξιωματικών του. Οι ελιγμοί που έκανε το μπρίκι εκείνη τη στιγμή, άρχισαν να του φαίνονται ύποπτοι.

«Καπετάν Τόντρο», είπε τελικά, «εκείνο που έχει σημασία είναι να μη χάσουμε τα ίχνη του πλοίου κατά τη διάρκεια της νύχτας. Θα κάνουμε τους αναγκαίους ελιγμούς ώστε να μείνουμε στην ίδια πορεία μέχρι να ξημερώσει. Επειδή, όμως, δεν πρέπει να μας δει, δώστε διαταγή να σβήσουν όλα τα φώτα πάνω στο πλοίο».

Ο ύπαρχος έδωσε αμέσως τις σχετικές διαταγές. Συνέχισαν να παρακολουθούν το μπρίκι, όση ώρα ήταν ορατό κάτω από τα υψώματα της στεριάς που το κάλυπταν. Όταν η νύχτα έπεσε για τα καλά, το μπρίκι χάθηκε εντελώς, και κανένα φως δεν επέτρεπε να εντοπίσουν τη θέση του.

Την επομένη, με τις πρώτες αχτίδες της αυγής, ο Ανρί ντ’ Αλμπαρέ πήγε στην πλώρη της Σιφάντα, περιμένοντας να διαλυθεί το πούσι από την επιφάνεια της θάλασσας.

Γύρω στις επτά, καθάρισε το πούσι, και όλα τα κιάλια στράφηκαν προς τα ανατολικά.

Το μπρίκι βρισκόταν πάντα κατά μήκος της στεριάς, στο ύψος του κάβου του Αποκορώνου, περίπου έξι ναυτικά μίλια μπροστά από την κορβέτα. Είχε λοιπόν απομακρυνθεί περισσότερο κατά τη διάρκεια τη νύχτας, και μάλιστα χωρίς να ανοίξει και άλλα πανιά – συνέχιζε δηλαδή να πλέει με το στρίγκο, το μεγάλο και το μικρό δόλωνα, το μικρό παπαφίγκο, έχοντας μαζεμένη τη μαΐστρα και τον επίδρομο στους στρίγκους του.

«Δεν έχει πάντως την εικόνα πλοίου που προσπαθεί να το σκάσει», παρατήρησε ο ύπαρχος.

«Δεν έχει σημασία!» απάντησε ο κυβερνήτης. «Ας προσπαθήσουμε να το δούμε από πιο κοντά! Καπετάν Τόντρο, βάλε πλώρη προς το μπρίκι».

Τα ψηλά πανιά άνοιξαν αμέσως μόλις ακούστηκε το σφύριγμα του λοστρόμου, και η ταχύτητα της κορβέτας αυξήθηκε σημαντικά.

Όμως, χωρίς αμφιβολία, το μπρίκι θέλησε να κρατήσει την απόσταση, γιατί άνοιξε τον επίδρομο και το μεγάλο παπαφίγκο – κανένα άλλο πανί. Αν δεν ήθελε να αφήσει τη Σιφάντα να το πλησιάσει, δεν ήθελε και να την αφήσει πολύ πίσω. Ωστόσο έπλεε κοντά στην ακτή, όσο πιο κοντά μπορούσε.

Γύρω στις δέκα το πρωί, είτε γιατί ο άνεμος ήταν ευνοϊκός είτε γιατί το άγνωστο πλοίο την άφησε να προχωρήσει πιο γρήγορα, η κορβέτα είχε μειώσει την απόσταση κατά τέσσερα ναυτικά μίλια.

Τότε μπόρεσαν να δουν το μπρίκι από καλύτερες συνθήκες. Ήταν οπλισμένο με είκοσι κανόνια και θα πρέπει να είχε και μεσογέφυρα, παρόλο που τα ίσαλά του ήταν χαμηλά, σχεδόν πάνω στο νερό.

«Υψώστε τη σημαία!» είπε ο Ανρί ντ’ Αλμπαρέ.
"Κρητικό γλέντι" από τον 15χρονο Κύπριο Γιώργο Καλιπολίτη
Σχόλιο
Σύμφωνα με τις πληροφορίες που συνοδεύουν το κείμενο (σ.60), ο Ιούλιος Βερν αγαπούσε τη θάλασσα και γνώριζε πολλά πράγματα για τη ναυσιπλοΐα. Σε αρκετές σκηνές του βιβλίου (βλ. απόσπασμα, σ. 62, σ. 122, κ.ά.) συναντάμε λοιπόν ναυτικούς όρους, τους οποίους όμως οι αναγνώστες θα χρειαστούν βοήθεια για να καταλάβουν. Η έκδοση δυστυχώς δεν την παρέχει μέσω κάποιου γραφήματος ή ειδικού λεξιλογίου. Για όποιον λοιπόν θέλει να καταλάβει πού βρίσκεται το τσιμπούκι του παπαφίγκου και ποια είναι η μαγκιόρα κολόμπα, επισυνάπτουμε μια κατατοπιστική σελίδα από το Εικονόγραπτον Ονομαστικόν της Νεοελληνικής Γλώσσας (1975) του Θ. Μποσταντζόγλου (αριστερά) και μια (παράνομα φωτογραφημένη αλλά νόμιμα διασκευασμένη) εικόνα από το Ναυτικό Μουσείο Γαλαξειδίου (δεξιά) που ίσως βοηθήσουν λίγο την κατάσταση. Αυτονόητο είναι, ότι όσοι έχουν πρόσβαση στο λογισμικό Το '21 εν πλω, μπορούν να το συμβουλευτούν για τον ίδιο σκοπό.

Παρά το θέμα του βιβλίου, οι σκηνές που περιλαμβάνουν βία ή ωμότητες είναι πολύ λίγες. Κατά έναν περίεργο όμως τρόπο, συνοδεύονται σχεδόν πάντα από σχετική εικονογράφηση... Έτσι, και χωρίς αυτό να εξυπηρετεί σε κάτι τον μύθο, στη σ. 83 βλέπουμε τον Σακρατίφ να γεμίζει τα κανόνια του με κεφάλια που μόλις είχε κόψει από τα πτώματα με τα οποία ήταν στρωμένη γέφυρά του (!) και στις σελ. 190, 201 και 202 απεικονίζονται αιματοβαμμένες στιγμές από τη μάχη στο κατάστρωμα της Σιφάντα. Στη σ. 125 θα διαβάσουμε για τις θέσεις του ύπαρχου Τόντρου υπέρ του απαγχονισμού, ενώ κάποιες φορές η γλώσσα των ναυτικών αποδίδεται με τα γνωστά της στολίδια όπως "να πάρει ο δ...." (σ.127) κ.τ.λ. (βλ. καπετάνιο Χάντοκ)
από το λογισμικό Το '21 εν Πλω
Το Αιγαίο στις φλόγες (1884) ανήκει στη λιγότερο διάσημη συλλογή των τεσσάρων ιστορικο-πολιτικών έργων του συγγραφέα, που συμπληρώνεται από τα Βορράς εναντίον Νότου (1887), Ο δρόμος για τη Γαλλία (1887) και Οικογένεια δίχως όνομα (1889). Ο γενικότερος φιλελληνισμός του Ιουλίου Βερν δύσκολα βέβαια μπορεί να αμφισβητηθεί, ορισμένες όμως θέσεις και χαρακτηρισμοί μέσα στο κείμενο έχουν κατά καιρούς προκαλέσει αντιδράσεις από συμπατριώτες μας. Ήδη από τα 1884, μόλις δηλαδή το έργο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Καιροί, πολλοί Μανιάτες διαμαρτυρήθηκαν για τον τρόπο με τον οποίο ο Βερν παρουσίαζε τους προγόνους τους: στις σελ. 10-11 χαρακτηρίζονται ως μετά βίας Έλληνες, σκληροί ορεσίβιοι, μισοάγριοι, μισοβάρβαροι, κ.ά. ενώ στη σ.145 θα διαβάσουμε ότι και οι Κρητικοί δεν είναι απόλυτα Έλληνες. Κριτική έγινε ακόμη για αρκετές ιστορικές ανακρίβειες σε γεωγραφικές θέσεις και τοπωνύμια. Επίσης, σύμφωνα πάντα με τις σημειώσεις της σ.28, ο Βερν απάντησε σ' αυτήν την κριτική με γράμμα του στο γαλλικό περιοδικό Le Temps. Εκεί, ανέφερε τις πηγές του για τα ιστορικά γεγονότα, τις γεωγραφικές θέσεις, τα ήθη και τα έθιμα των κατοίκων των περιοχών στις οποίες αναφέρεται.

Φταίνε λοιπόν οι πηγές του Βερν; Μήπως η νοοτροπία των καιρών του; Ή είναι άραγε όλα θέμα τεχνολογίας; Πριν βιαστούμε να βγάλουμε συμπέρασμα, ας σκεφτούμε πόσο εύκολο είναι -ακόμα και στο high tech σήμερα των IT- να αμφισβητηθεί η εθνικότητα ολόκληρων περιοχών (βλ. Κριμαία). Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να απολαύσουμε το κείμενο ως ένα αυθεντικό λογοτεχνικό έργο εποχής με τα προτερήματα και τα ελαττώματά του. Αν το αποδεχτούμε αυτό, η προσέγγιση του 19ου αιώνα ίσως φωτίσει κάπως διαφορετικά τα όσα πιστεύουμε ότι τόσο καλά ξέρουμε. Πώς θα μας φαινόταν για παράδειγμα αν ξαναβλέπαμε την Κάρπαθο ως φωλιά πειρατών; Στις σ.156-157 περιγράφεται σαν ένα συναρπαστικό Trinidad του Αιγαίου... μήπως είναι καιρός να ανανεώσουμε την οπτική μας; [άραγε στο Υπουργείο Τουρισμού διαβάζουν Βερν;]
Εξώφυλλο γαλλικής έκδοσης
Χρήση στην τάξη
Στην τάξη, μπορούμε φυσικά να αξιοποιήσουμε το βιβλίο για το μάθημα της Ιστορίας. Ποια είναι η κατάσταση στην Ελλάδα του 1827; Γνωρίζουν οι μαθητές κάποιον πραγματικό Γάλλο φιλέλληνα; Και αν ο Ανρί ντ' Αλμπαρέ είναι φανταστικός χαρακτήρας, ποιος ναυτικός της επανάστασης ήταν στην πραγματικότητα εκείνος που ξερίζωσε τους πειρατές από το Αιγαίο; Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στους πειρατές και τους κουρσάρους; (πολλές από τις απαντήσεις θα βρείτε σε αυτό το άρθρο) Ο Ιούλιος Βερν στα 1884 αναφέρει ότι "οι Κρητικοί, παρά τον πατριωτισμό τους, δεν ήταν Έλληνες, ούτε και επρόκειτο να γίνουν όταν θα διαμορφωνόταν οριστικά το νέο βασίλειο". Τι θα απαντούσαμε στον συγγραφέα αν μπορούσαμε να του μιλήσουμε σήμερα;

Στη Γεωγραφία ίσως θα ήταν ενδιαφέρον να συζητήσουμε για το πώς γίνονταν τα ταξίδια σε παλιότερες εποχές (για το ίδιο θέμα βλ. και Λουκής Λάρας). Επίσης, θα μπορούσαμε να παρακολουθήσουμε στον χάρτη της Ελλάδας (τον αυθεντικό χωρίς τα χρώματα μπορείτε να τον βρείτε σ' αυτό το site με χάρτες από διάφορα έργα του Βερν), την πορεία του "Κάρυστος" και του "Σιφάντα". Ποια νησιά του Αιγαίου μπορούμε να αναγνωρίσουμε στην πορεία της κορβέτας; Παρατηρούμε τον χάρτη και τον συγκρίνουμε με εκείνον της σύγχρονης Ελλάδας. Ποιες διαφορές βλέπουμε στα τοπωνύμια; Στις δύσκολες περιπτώσεις (όπως η Κυπαρισσία που έχει μετονομαστεί σε Arkadia), ο δάσκαλος πρέπει βέβαια να βοηθήσει.
Για τα Θρησκευτικά, ένα δίλημμα: Πώς κρίνετε την ενέργεια της Ατζίν να χρησιμοποιήσει τα εκατομμύρια της κληρονομιάς της για να απελευθερώσει τους σκλάβους από τους οποίους θησαύρισε ο πατέρας της; Αν ήσασταν στη θέση της θα κάνατε το ίδιο; Μήπως θα υπήρχε καλύτερος τρόπος να αξιοποιήσετε αυτή την περιουσία για να βοηθήσετε τους ανθρώπους που η οικογένειά σας θα είχε αδικήσει;

Μια απλή ιδέα για να παίξουμε κάτι σχετικό με το βιβλίο και την εποχή, θα ήταν να προσαρμόσουμε το παιχνίδι "Ναυμαχία" (εδώ ηλεκτρονικά σε 2D και 3D), αλλάζοντας τα ονόματα των πλοίων που συμμετέχουν στους δύο στόλους. Έτσι για παράδειγμα, θα μπορούσαμε να έχουμε

Τουρκικός Στόλος
Ελληνικός Στόλος
Ένα Ντελίνι – 4 τετράγωνα
Δύο Μπρίκια – 3 τετράγωνα 
Τρεις Γολέτες – 2 τετράγωνα
Τέσσερις Σακολέβες – 1 τετράγωνο

Μια Κορβέτα – 4 τετράγωνα
Δύο Μπάρκα – 3 τετράγωνα
Τρία Μύστικα – 2 τετράγωνα
Τέσσερα Πυρπολικά – 1 τετράγωνο


Τέλος, θα μπορούσαμε να αναθέσουμε σε κάποια από τις ομάδες των μαθητών μας να παρουσιάσει στοιχεία για τη ζωή και το έργο του μεγάλου συγγραφέα. Ενδιαφέρον θα ήταν να διαβαστούν παράλληλα αποσπάσματα από βιβλία του, συμπληρωμένα από σκίτσα, μικρές αφίσες με διάφορους από τους χαρακτήρες ή και να γίνει αναπαράσταση από τίτλους κλασικών του έργων με παντομίμα και την υπόλοιπη τάξη να αναζητά τους τίτλους. Να μην ξεχάσουμε, μέρες που είναι, να αναφέρουμε ότι ο πατέρας της επιστημονικής φαντασίας πέθανε στις 24 Μαρτίου του 1905.

http://edimotikoumoraiti.wordpress.com/2012/02/27/%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%BF%CF%84%CE%B5%CF%87%CE%BD%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%BF-%CE%B1%CE%B9%CE%B3%CE%B1%CE%AF%CE%BF-%CF%83%CF%84%CE%B9%CF%82-%CF%86%CE%BB%CF%8C%CE%B3%CE%B5%CF%82/
εργασία από τη Σχολή Μωραΐτη
ο τύμβος του Ιουλίου Βερν στην Αμιένη

Share/Bookmark