Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ανισότητα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ανισότητα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2015

Ο Φώτης και ο Αϊ-Βασίλης των Φώτων

Υπόθεση
Τα Χριστούγεννα πλησιάζουν και ο μικρός Φώτης παρατηρεί γύρω του πολλές αλλαγές σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια: στο σπίτι οι γονείς του κουβεντιάζουν ψιθυριστά σαν κάτι να του κρύβουν, η αίθουσα αναμονής στο οφθαλμιατρείο μοιάζει παραμελημένη, ενώ η μαμά του δεν σταματάει πια στον δρόμο για να χαζέψουν τις στολισμένες βιτρίνες! Μαθαίνει τελικά πως "οι καιροί είναι δύσκολοι" και επίσης πως η θέση του μπαμπά στη δουλειά κινδυνεύει. Ο Φώτης αποφασίζει τότε, για να μην επιβαρύνει τον οικογενειακό προϋπολογισμό, να στείλει τη λίστα με τα δώρα που θέλει απευθείας στον Άγιο Βασίλη.

Όταν φτάνει η Πρωτοχρονιά, μια δυσάρεστη έκπληξη περιμένει τους ανθρώπους: ο ήλιος αρνείται να ανατείλει! Αιτία γι' αυτό, η βαριά κατάθλιψη στην οποία έχει πέσει ο Αϊ-Βασίλης! Ένα κλιμάκιο ψυχολόγων στέλνεται στον Βόρειο Πόλο για να διερευνήσει την κατάσταση του Αγίου και διαπιστώνει ότι έχει στεναχωρηθεί ανεπανόρθωτα από την απληστία των σύγχρονων παιδιών... Τα νέα γεμίζουν με τύψεις τον Φώτη και τον φίλο του Πετράκη, κι έτσι αποφασίζουν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους, διοργανώνοντας μια παγκόσμια συνέλευση παιδιών! 

Σ'αυτή αποφασίζεται τα παιδιά να μην ζητάνε πλέον παιχνίδια από τον Άγιο, αλλά φαγητό, νερό και σπίτι για όλους... ειρήνη, νοσοκομεία, φάρμακα, σχολεία και μια ζεστή αγκαλιά για κάθε παιδί. Μάλιστα, τα παιδιά αρχίζουν να στέλνουν κούτες με βοήθεια στον Άγιο, ώστε να τις μοιράσει σε όσους έχουν ανάγκη. Θα καταφέρουν άραγε να γιατρέψουν τον Άγιο Βασίλη και να φέρουν πίσω στον κόσμο το φως και την αγάπη;

  
Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Ψυχογιός
Συγγραφέας: Ελισάβετ Κουκουμάκα
Εικονογράφηση: Γιώργος Σγουρός
ISBN: 978-960-496-433-8
Έτος 1ης Έκδοσης: 2011
Σελίδες: 72
Τιμή: περίπου 6 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά: εδώ
Τάξεις: Γ', Δ'

Διαβάστε ένα απόσπασμα που προσφέρει ο εκδοτικός οίκος εδώ

Κριτική
Διδακτική πρωτοχρονιάτικη ιστορία που με χιούμορ και ευαισθησία μας μεταφέρει ένα μήνυμα υπέρ της παγκόσμιας συμφιλίωσης και κατά της ανισότητας. Χρησιμοποιώντας πρωτοπρόσωπη αφήγηση για να αποδώσει την οπτική του μικρού Φώτη και με γλώσσα καθημερινή, που ωστόσο παραπέμπει σε αρκετά μεγαλύτερο μαθητή, η συγγραφέας και εκπαιδευτικός "παντρεύει" αρκετά στοιχεία: Αρχικά την οικονομική κρίση που μαστίζει τη χώρα μας, μ' έναν θλιμμένο, απογοητευμένο και αγχωμένο Άγιο Βασίλη που έχει χρεοκοπήσει, αδυνατώντας να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των παιδιών. Στη συνέχεια, μέσα από το τέχνασμα μιας παγκόσμιας συνέλευσης, βρίσκει την ευκαιρία να μας μιλήσει για το πώς η αδικία στον πλανήτη μας μπορεί να καταπολεμηθεί, αν οι επόμενες γενιές ευαισθητοποιηθούν πάνω στο πρόβλημα και αναλάβουν δράση. Ίσως και να στέλνει με τον τρόπο αυτό ένα έμμεσο μήνυμα στους νεαρούς αναγνώστες της χώρας μας: σε σχέση με άλλα παιδιά στον κόσμο, διαθέτουν (ακόμα) ένα αρκετά υψηλό βιοτικό επίπεδο και θα μπορούσαν να προσφέρουν αντί να απαιτούν. Παρά το μέγεθός της (κοντά στις 6.000 λέξεις) η ιστορία δεν χωρίζεται σε κεφάλαια, η σελιδοποίηση ωστόσο έρχεται με μεγάλα τυπογραφικά και διάστιχο που επιτρέπει ξεκούραστη ανάγνωση. Η εικονογράφηση είναι παρούσα, με περίπου 5 ολοσέλιδες ζωγραφιές, εμβόλιμα στο κείμενο σχέδια και χαριτωμένα διακοσμητικά στα περιθώρια ορισμένων σελίδων. Θα προτείναμε το βιβλίο περισσότερο σε μαθητές των μεσαίων τάξεων του δημοτικού, αλλά και σε μεγαλύτερα παιδιά που αναζητούν ένα ευχάριστο κείμενο για τις γιορτές.

  • Απλή γλώσσα
  • Ωφέλιμα μηνύματα

Αξίες - Θέματα
Χριστούγεννα, Κρίση, Ανισότητα, Περιβάλλον, Συνεργασία, Δραστηριοποίηση, Υπευθυνότητα

Εικονογράφηση
Με παρουσία στα περισσότερα δισέλιδα, αποδίδει με απλές, καθαρές γραμμές τους κεντρικούς χαρακτήρες της ιστορίας και κάποιες από τις βασικές της σκηνές, αλληλεπιδρώντας διακριτικά με το κείμενο, αλλά περιοριζόμενη ουσιαστικά σε δευτερεύοντα ρόλο. 

Απόσπασμα
Από καιρό πριν, όλα έδειχναν πως τα φετινά Χριστούγεννα δε θα είναι όπως παλιά. Το είχα καταλάβει εδώ και καιρό μελετώντας προσεχτικά όλα μου τα δεδομένα. Γιατί, όπως συχνά λέει ο μπαμπάς μου, που είναι μαθηματικός: «Παρατήρηση, εξεύρεση και μελέτη δεδομένων, εξαγωγή συμπεράσματος».

Ωραία τα λένε οι μεγάλοι! Συχνά πυκνά, όταν είναι να πουν καμιά μεγάλη σοφία, για να καταπλήξουν τα πλήθη, παίρνουν ύφος προβληματισμένο, κοιτούν κάπου στο υπερπέραν και με λόγο σοβαρό και σκεπτικό πετάνε κάτι αρχαίες εξυπνάδες. Και σαν να μην έφτανε αυτό, πρέπει όλοι εμείς, είτε καταλάβαμε είτε όχι, να κουνήσουμε καταφατικά το κεφάλι με φανερή έκπληξη σαν να λέμε: «Ναι, βρε παιδί μου, πού το κατάλαβες; Ακριβώς αυτό ήθελα να πω κι εγώ!»

Εδώ και ένα χρόνο, λοιπόν, παρατηρούσα με μεγάλο ενδιαφέρον ένα σωρό αλλαγές μέσα στο σπίτι μας. Η μαμά συχνά κουβέντιαζε χαμηλόφωνα με τον μπαμπά ή την κουμπάρα της, κρυφά από εμένα, στην κουζίνα. Μάλιστα, όταν πλησίαζα, δήθεν τυχαία, για να κρυφακούσω, δεν καταλάβαινα και πολλά. Μόνο κάτι δύσκολες λέξεις έπιανα, από αυτές που λένε οι μεγάλοι. Και μόλις αντιλαμβανόταν η μαμά το μάλλον αδιάκριτο βλέμμα μου, συνήθιζε να λέει τρυφερά: «Φώτη, αγάπη μου, γιατί δεν πας να δεις μήπως ξύπνησε η μπέμπα;» Και να πω ότι ξύπνησε ποτέ και δεν την πήραμε χαμπάρι; Τρεις μήνες τώρα που είναι στο σπίτι μας, όταν ξυπνάει, την ακούει μέχρι και η φουρνάρισσα στη γωνία!

Τον προηγούμενο μήνα κατεβήκαμε με τη μαμά στην πόλη, για να πάμε στον οφθαλμίατρο. Ο οφθαλμίατρός μου, ο κύριος Βρασίδας, είναι ένας κύριος πολύ συμπαθητικός. Είναι κοντός, μα δεν τον λες με τίποτα μικροκαμωμένο! Έχει μια μεγάλη, ολοστρόγγυλη κοιλίτσα και όλο γελάει δυνατά. Μάλιστα, φοράει και γυαλιά! Όπως τ’ ακούσατε: φοράει γυαλιά! Αν είσαι ολόκληρος οφθαλμίατρος και δεν μπορείς να γιατρέψεις τα ίδια σου τα μάτια, τι να τις κάνεις τις σπουδές και τα πτυχία;

Για να μη μακρηγορώ, όμως, με τις αμέτρητες παρατηρήσεις μου και την ατελείωτη συλλογή δεδομένων, θα σας πω την πιο συγκλονιστική μου ανακάλυψη των φετινών Χριστουγέννων. Εσείς μπορεί να τη θεωρήσετε ένα τυχαίο γεγονός. Μαζί, όμως, με όλα τ’ άλλα μέρη της έρευνάς μου, για μένα ήταν η αρχή της καταστροφής!

Το ιατρείο του κυρίου Βρασίδα δε φημίζεται για το καλό του γούστο και την κομψότητά του. Εκεί μέσα υπάρχουν ένα σωρό αταίριαστα πράγματα, μάλλον συνέπεια πολλών διαφορετικών μετακομίσεων και ανακαινίσεων. Πράγματα φίλων και συγγενών, που όλοι λυπούνται να πετάξουν, γιατί κάποτε τους κόστισαν μια περιουσία. Ειδικά τέτοιες μέρες, τέλη δηλαδή Δεκεμβρίου, όποτε κάνουμε το λάθος και πηγαίνουμε, το μετανιώνουμε πικρά. Από άκρη σ’ άκρη, τόσο το σαλόνι αναμονής, όσο και ο χώρος όπου εξετάζομαι, γεμίζουν με κάθε λογής χριστουγεννιάτικο στολίδι. Τα χρώματα των στολιδιών πολλά και διάφορα: κόκκινα, κίτρινα, πράσινα, βεραμάν, ρουά, χαλκοκόκκινα, μπορντορόδινα και ό,τι άλλο βάζει ανθρώπου νους.

Το πιο βασανιστικό, όμως, είναι τα εκατοντάδες παρδαλά λαμπάκια σε όλο το χώρο, που αναβοσβήνουν με κάθε πιθανό ρυθμό και με κάνουν αν βλέπω αστράκια σε όλο το δρόμο μέχρι το σπίτι. Σκέτο μαρτύριο! Αφού, και υγιής να είσαι, με αυτά αποκτάς σίγουρα μυωπία, αστιγματισμό, στραβισμό, μη σου πω και πρεσβυωπία! Αν ο κύριος Βρασίδας δεν ήταν τόσο ευγενικός και γελαστός, θα έλεγα πως όλα αυτά είναι μέρος ενός σατανικού σχεδίου, για να έχει πάντα πελάτες με όλων των ειδών τα προβλήματα στα μάτια.

Φέτος, όμως, όλα ήταν διαφορετικά. Στο σαλόνι αναμονής δεν είχε πολύ κόσμο, ούτε πολλά μωρά να τσιρίζουν διαρκώς ώσπου να έρθει η σειρά τους. Όμως, το πιο σημαντικό και τόσο ανακουφιστικό για τα καημένα τα ματάκια μου ήταν πως δεν υπήρχαν ούτε τα μισά στολίδια. Και από τα λαμπάκια, τα μισά είχαν καεί και δεν είχαν αντικατασταθεί. Τρομερό! Ποτέ δεν περίμενα ένα τέτοιο ήρεμο περιβάλλον σε αυτό το ιατρείο!

Η γραμματέας, η δεσποινίς Σούλα, με τα ολόλευκα δόντια και το μονίμως κατακόκκινο κραγιόν, έλειπε. Και, όπως κατάλαβα από την ακαταστασία και τη σκόνη στο γραφείο της, είχε να έρθει καιρό. Κρίμα, και ήταν τόσο αστεία και διασκεδαστική!

Ωστόσο, συχνά η συμπεριφορά της με προβλημάτιζε και πάντα την παρατηρούσα καλά καλά, μήπως και καταλάβω τι είναι αυτό που μας κρύβει. Ήταν κοντή, με λεπτά πόδια και τσιριχτή φωνή. Με τα μαλλιά της έκρυβε πάντα προσεχτικά τα αυτιά της. Μας κερνούσε συνέχεια κουραμπιέδες και μελομακάρονα, ό,τι εποχή και να πηγαίναμε. Μια φορά, μάλιστα, θα ορκιζόμουν πως την είδα να κρύβει κάτω από το γραφείο της κάτι κόκκινα παπούτσια με κουδουνάκια, σαν αυτά των ξωτικών.

Αυτές οι παρατηρήσεις μου, μαζί με άλλες, με έκαναν να πιστεύω πως πράγματι ήταν ξωτικό. Ναι, ένα από τα ξωτικά του Άγιου Βασίλη. Είναι γνωστό, εξάλλου, πως ο Άγιος Βασίλης, για να μάθει ποια παιδιά είναι καλά όλο το χρόνο, στέλνει συχνά τα ξωτικά για να μας παρακολουθούν.
Σχόλια
Ο Φώτης θέλει να ειδοποιήσει τα παιδιά όλου του κόσμου για να έρθουν στην παγκόσμια συνάντηση. Έτσι, επικοινωνεί με γνωστούς του στο εξωτερικό, οι φίλοι του γεμίζουν τον τόπο αφίσες, ενώ ο Ντίνος βγάζει ανακοίνωση σε όλες τις παιδικές ιστοσελίδες του κόσμου. Στη συνέχεια, για να μετακινηθούν όλοι οι σύνεδροι στην Ελλάδα, οι αεροπορικές εταιρίες, τα τρένα, τα πλοία και τα λεωφορεία προσφέρουν δωρεάν εισιτήρια στα παιδιά που ταξιδεύουν, οι αλυσίδες εστιατορίων ετοιμάζουν δωρεάν γεύματα, ενώ τα ξενοδοχεία διαθέτουν δωρεάν τα δωμάτιά τους! 

Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη γενναιοδωρία των επιχειρηματικών κολοσσών, μια και πρόκειται για παραμύθι· αναρωτιέμαι ωστόσο, μήπως θα ήταν πιο απλό, ρεαλιστικό και ωφέλιμο η παγκόσμια αυτή συνέλευση να πραγματοποιηθεί στον κυβερνοχώρο. 

Απλό, αφού για την πραγματοποίηση μιας τηλεδιάσκεψης, αρκεί πλέον το πάτημα ενός κουμπιού. Ρεαλιστικό, αφού η μαγεία του διαδικτύου έχει αποδειχθεί ότι λειτουργεί, σε αντίθεση με τα φιλάνθρωπα αισθήματα των πολυεθνικών εταιριών, τα οποία εμφανίζονται πλέον μόνο στις χριστουγεννιάτικες ιστορίες. Και ωφέλιμο, επειδή θα παρουσίαζε στα παιδιά έναν τρόπο, τον οποίον όντως μπορούν να υιοθετήσουν για να επικοινωνήσουν με συνομηλίκους τους και να οργανώσουν κοινές δράσεις, στα πλαίσια της κουλτούρας του «παγκόσμιου πολίτη». Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι ζούμε στον αιώνα της τεχνολογίας!
αν όλα τα παιδιά της γης... (πηγή)
Όπως είχαμε δει να συμβαίνει και στο Ένα τσαμπί σταφύλι, έτσι κι εδώ, τα παιδιά ενώνουν τα χέρια μέσα στο συμβολικά πυκνό σκοτάδι του παρόντος, για να στείλουν μηνύματα προς τους μεγάλους και να προετοιμάσουν ένα φωτεινότερο αύριο. Με σαφήνεια και μια υποψία διδακτισμού, σε τρία σημεία του κειμένου εκφράζεται η ανάγκη να ξεπεραστούν οι επιφανειακές (αλλά και οι πολιτισμικές, αξιακές, ιδεολογικές, κ.) διαφορές ανάμεσα στους ανθρώπους, ώστε να μπορέσουμε να συνεννοηθούμε και να  συνεργαστούμε. Συγκεκριμένα διαβάζουμε (σ.48) ότι όλοι είμαστε ίδιοι, αν και εξωτερικά φαινόμαστε τόσο διαφορετικοί· λίγο αργότερα πως (σ.50) Όλοι ήμασταν τόσο διαφορετικοί στην εμφάνιση, αλλά τόσο όμοιοι στο μυαλό, στην ψυχή και την καρδιά, ενώ στο τέλος ότι (σ.60) Όσο διαφορετικές κι αν είναι οι πατρίδες μας, οι θρησκείες μας, οι γλώσσες που μιλάμε, άλλο τόσο ίδιες είναι οι καρδιές μας...
Χρήση στην τάξη
Το κείμενο μας δίνει μια πολύ ωραία ιδέα για τις φετινές γιορτές. Αντί να ανταλλάξουμε μεταξύ μας δώρα και παιχνίδια που γρήγορα θα ξεχαστούν, θα μπορούσαμε να συγκεντρώσουμε με την τάξη μας τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης για να τα δωρίσουμε σε ανθρώπους που υποφέρουν. Άστεγοι, άνεργοι και μετανάστες, είναι ευκαιρία να νιώσουν φέτος λίγη ανθρώπινη ζεστασιά!
Τα χρήματα που συγκεντρώσαμε πέρσι, έγιναν τρόφιμα για τα Παιδικά Χωριά SOS. Δραστηριότητες σαν αυτή,
πέρα από τη συνεισφορά τους στο σύνολο, ενισχύουν την αυτοεκτίμηση των μαθητών και τη διάθεση προσφοράς
Μπορεί στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου να μη συναντάμε κάποιο παράρτημα, όμως το κενό αναπληρώνει μια ανάρτηση στην οποία ο εκδοτικός οίκος περιλαμβάνει μια απλοποιημένη θεατρική διασκευή του έργου όπως και έξι δραστηριότητες βασισμένες στο βιβλίο. Ανάμεσα σε αυτές συναντάμε ερωτήσεις Σωστό ή Λάθος, μια άσκηση δημιουργικής γραφής, το παρακάτω κρυπτόλεξο και άλλα ενδιαφέροντα. Καλή διασκέδαση!



Share/Bookmark

Δευτέρα 23 Μαρτίου 2015

Το κόκκινο της Ανατολής


 
Υπόθεση
Στα πολύβουα Αμπελάκια του 1798 καταφθάνει ένας μυστηριώδης Γάλλος περιηγητής. Ο μεσιέ Λεκλέρ καταλύει στο χάνι του Αυγέρη όπου μένουν και άλλοι ξένοι. Παρά τις επίμονες ερωτήσεις του ιδιοκτήτη, καταφέρνει να κρατήσει τον σκοπό του ταξιδιού του μυστικό και να παραπλανήσει τους ντόπιους για τις αληθινές του προθέσεις. Στο μεταξύ, ληστές ετοιμάζονται να χτυπήσουν μια χρηματαποστολή επειδή οι Αμπελακιώτες δεν δέχτηκαν τον εκβιασμό τους. Χάρη όμως στην τύχη, την παρατηρητικότητα και την υπευθυνότητα ενός αγοριού, η πλούσια πολιτεία θα γλιτώσει από αυτόν και άλλους κινδύνους που την απειλούν. Ο Χρόνης, που μπορεί να βαριέται τα γράμματα αλλά είναι έξυπνος, θαρραλέος και γεμάτος όνειρα για το μέλλον, θα κερδίσει σύντομα την εκτίμηση των συμπατριωτών του και των προεστών για τις πράξεις του. Δεν θα συμβεί το ίδιο και με τον νεαρό Ίβο, που επιστρέφει από το εξωτερικό με νέες ιδέες για τον τρόπο επεξεργασίας του φημισμένου κόκκινου νήματος...

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Κέδρος
Συγγραφέας: Άννα Γκέρτσου - Σαρρή
Εικονογράφηση: -
ISBN: 978-960-04-0465-4
Έτος 1ης Έκδοσης: 1991
Σελίδες: 141
Τιμή: περίπου 7 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Ε', Στ', Γυμνάσιο

Κριτική
Εξαιρετικό μυθιστόρημα εποχής, που μας μεταφέρει στο "μικρό Παρίσι" των Τεμπών, στα Αμπελάκια του 1798. Καλογραμμένο, με γλώσσα απλή και σκηνές γεμάτες θεατρικότητα, το (βραβευμένο) βιβλίο διαβάζεται πολύ ευχάριστα από μικρούς και μεγάλους. Τα εικοσιτέσσερα μικρής έκτασης κεφάλαια (5-6 σελίδων το καθένα) δεν κουράζουν τον αναγνώστη και κρατούν το ενδιαφέρον αμείωτο ως το τέλος, χάρη στη ζωντάνια των διαλόγων και τις ανατροπές. Η συγγραφέας αναπαράγει με ρεαλισμό τις συνθήκες ζωής του πληθυσμού της υπαίθρου χωρίς να κρύβει την αγάπη της γι' αυτόν, και να μας περνάει μηνύματα για την αξία της συνεργασίας, τον πατριωτισμό και την προστασία του περιβάλλοντος. Εικονογράφηση, κάποιος σχετικός χάρτης ή φωτογραφίες ντοκουμέντων της εποχής δυστυχώς δεν υπάρχουν, στις τελευταίες σελίδες όμως βρίσκουμε μια μικρή λίστα με πηγές που μπορεί να αξιοποιήσει όποιος ενδιαφέρεται να εμβαθύνει στο θέμα. Το προτείνουμε ανεπιφύλακτα σε μαθητές των μεγάλων τάξεων του Δημοτικού (ειδικά της Στ') και του Γυμνασίου.

  • Καλογραμμένη και ενδιαφέρουσα ιστορία
  • Θεατρικότητα χαρακτήρων, διαλόγων και σκηνών
  • Πληροφορίες για την ζωή στα Αμπελάκια
  • Προβάλλονται ωφέλιμες αξίες όπως αυτή της συνεργασίας

Αξίες - Θέματα
Ιστορία, Υπευθυνότητα, Συνεργασία, Περιβάλλον - Αειφορία, Εκπαίδευση, Ταξίδια, Ανισότητα, Καταναλωτισμός, Αρχαιοκαπηλία, 25 Μαρτίου.

Σκηνές που ξεχωρίσαμε
Όταν ο Χρόνης κρυφακούει στο δάσος τη συνομιλία των κλεφτών.

Εικονογράφηση
 
Απόσπασμα
Ο Χρόνης έστηνε αυτί στις κουβέντες τους. Μα δε γινόταν καθόλου λόγος για αρχαία. Πήρε τότε αυτός το θάρρος να τους πει για το Φραντσέζο που ‘χε έρθει στ’ Αμπελάκια και γύρευε νομίσματα από τους συντοπίτες του. Μπορεί και κάποιος απ’ εκείνους να είχε βρει ή να ήξερε κάποιον άλλο που είχε βρει. Αλλά τίποτα. Όλοι είχαν τη δικιά του ατυχία. Ποτέ δεν είχαν βρει τέτοιο μέταλλο, στρογγυλό, δουλεύοντας τη γη.

Πριν πάρει να γείρει ο ήλιος, ξανά στα βήματά τους, ανηφόριζαν το δρόμο για το βουνό, για την πόλη τους. Χαρούμενος ξεκίναγε το χάραμα, χαρούμενος γύριζε τ’ απομεσήμερο. Πρώτη του δουλειά, έκοβε δρόμο από την Κρυόβρυση κι έτρεχε στο χάνι να δει το Μάνθο. Κι όποτε ήταν λεύτερος, εκεί κλωθογύριζε. Τα λέγαν με το Μάνθο. Τι έγινε στον κάμπο. Τι έγινε στο χωριό.

Φέρα στο Γάλλο κάμποσα νομίσματα. Κι οι πιο πολλοί ήταν άνθρωποι που είχαν ανέβει από τον κάμπο. Ο μεσιέ Λεκλέρ τα εξέταζε για ώρα στο φως. Κοίταζε τις κεφαλές, την παράσταση που είχαν, τις επιγραφές, και αν οι μορφές και τα γράμματα δεν ήταν ξεκάθαρα, τα γύριζε πίσω. Τα καλά τα κράτησε, πλήρωσε και τους παράδες που είχε υποσχεθεί.

Κι εκεί που όλοι περιμέναν ότι τέλειωσε τη δουλειά του και θα πήγαινε στο καλό, ο Γάλλος εκδήλωσε μεγάλο ενδιαφέρον για τη βιβλιοθήκη τους.  Πρώτα έκανε ένα γύρο στα μοναστήρια. Όμως τούτοι δω οι Αμπελακιώτες είχαν φτιάξει βιβλιοθήκη. Και σπουδαία μάλιστα. ΤΑ μοναστήρια τους τριγύρω δεν είχαν τους θησαυρούς που έβρισκες σ’ όλη την Ελλάδα να τους κατατρώει η μούχλα κι ο σκόρος. Όλα τα παλιά χειρόγραφα και οι πολύτιμοι τόμοι βρίσκονταν τακτοποιημένα στη βιβλιοθήκη τους. Έτσι ο Γάλλος χωνόταν εκεί μέσα, ξεφύλλιζε βιβλία με τις ώρες, και μελετούσε μέχρι που έπεφτε σκοτάδι και δεν έβλεπε πια.

Μετά γύριζε στο πανδοχείο που ήταν γιομάτο από τους ντόπιους. Όσο ο μεσιέ Βίνστον αποτραβιόταν στο δωμάτιό του, τόσο αυτός ανακατωνόταν με τους ντόπιους.

Καθόταν ανάμεσά τους, έπινε τα κρασάκια του και μελετούσε φάτσες. Το διαπεραστικό του μάτι ψυχογραφούσε. Τα ελληνικά του διευκόλυναν.

Ύψωνε την κούπα στο διπλανό του κι άρχιζε την κουβέντα.

- Πώς πήγε η δουλειά, πατριώτη;

- Πώς να πήγε; Να κοπανάς όλη μέρα!

Στα κοπανιστήρια λοιπόν.
Γύριζε στον άλλο.

- Κι εσύ τα ίδια;

- Τα ίδια και χειρότερα! Στα καζάνια όλη μέρα.

- Μπα, βαφέας του λόγου σου; ρωτούσε μ’ ενδιαφέρον ο Γάλλος.

- Α μπα! Όχι! Εγώ με τη φωτιά. Έτσι και ξεχαστεί η φωτιά, καήκαμε ούλοι! Καήκαμε, ε; Χωρίς ξύλα!

Γελούσαν.

Καθώς ο Χρόνης βόηθαγε το Μάνθο να γεμίζουν τις κούπες τους κρασί, τριγυρνούσε ανάμεσά τους. Παρατηρούσε λοιπόν τούτα: ο ξένος γνωριζόταν με τους ντόπιους, αλλά δε διάλεγε τύπους. Άλλαζε τραπέζια. Και, παρά τα καλά του ελληνικά, ο διάλογος ήταν πάντα ο ίδιος. Ο παραπάνω. Κάπως σαν να του φάνηκε ότι ο μεσιέ Λεκλέρ είχε μια ιδιαίτερη προτίμηση να κάνει παρέα με τους βαφιάδες.

Όμως δεν τον αδικούσε. Αν τον καλορωτούσε κανείς, κι αυτός τον ίδιο θα προτίμαγε. Το βαφιά. Θυμόταν τότε που είχε πάει στον κιρχανά να βρει τον κύρη του. Ατμοί ανεβαίναν κατά την οροφή από τα καζάνια, σαν το λιβάνι στην εκκλησιά. Κι ανάμεσα στους ατμούς έβλεπε τους εργάτες σαν μέσα από ανάριο σύννεφο. Πηγαινοέρχονταν αχνοί, ξεθωριασμένοι. Όμοια ξωτικά. Με τα πρόσωπα υγρά μέσα σε τούτη την καταχνιά, κινούνταν αργά, προσεχτικα.

Οι υπεύθυνοι βαφιάδες όλο μετράγαν. Τόσο, συν τόσο, συν τόσο. Με ζαρωμένα τα φρύδια, προσέχαν μην τυχόν και γίνει λάθος. Κι άλλοι, πάνω απ’ τα καζάνια, με την πουκαμίσα τυλιγμένη ψηλά στα μπράτσα, τα ποντίκια πεταγμένα από τη δύναμη που βάζαν, ανακατώναν τη βαφή. Μη λάχει και βγει το νήμα ανόμοια βαμμένο. Το χειρότερο πόστο. Ο κύρης του έλεγε πάντα «τούτοι δω ζούνε την κόλαση της κοκκιναδικής». Όπως το ‘λεγε ήταν.

Ήταν κι εκείνη η στιγμή! Μια στιγμή που του ‘φερε αναγούλα. Ο κουβάς που χύνουν με το αίμα του βοδιού. Σκοτώνουν ζωντανά για να πετύχουν τούτο το χρώμα το κόκκινο. Και σάμπως τι; Δε σκοτώνουν το Πάσχα ζωντανά και τα μασουλάνε απ’ άκρη σ’ άκρη; Τι τον πείραξε;

Όταν το είπε στον κύρη του, τον αποπήρε αυτός.

- Κι όταν κοινωνάς; Τι είν’ τούτο που πίνει; Κρασί απ’ τη Ραψάνη; Το αίμα του Χριστού πίνεις!

- Ωστόσο, κρασί ήτανε.

Ενώ εδώ χύναν αληθινό αι΄μα από αληθινό ζωντανό.

Συνέχιζε, λοιπόν, την κουβέντα του ο Φραντσέζος.

- Εμείς στο Μονπελιέ βάζουμε ποτάσα.

- Κι εμείς το ίδιο, απαντούσαν κάποιοι.

Έπαιρνε ο Γάλλος το κρασί του, άραζε δίπλα τους και συνέχιζε την κουβέντα.

- Και βάζουμε και κόπρανα.

- Σάμπως εμείς τι βάνουμε;

- Και σκάγανε στα γέλια.

- Στη Ρουέν βγάζουμε και μπλε σαν το δικό σας. Όχι όμως σαν το δικό σας το κόκκινο.

Ησυχία. Κανένας δεν του μιλούσε.

- Και στη Ρουέν και στο Λαγκετόκ ρίχνουνε ποτάσα και κόπρανα, αλλά δε βγαίνει το κόκκινο το δικό σας, επέμενε ο Γάλλος. Πώς το εξηγάς τούτο;

- Δεν το εξηγάς, μεσιέ, του είπε ο Γιώργης ο Δερμέζης. Έτσι είναι.

- Τι πάει να πει «έτσι είναι»!

- Ε, άλλο πράμα. Άλλο Ρουέν, άλλο Αμπελάκια, έκανε ο Γιώργης.

- Τι πάει να πει «άλλο Ρουέν, άλλο Αμπελάκια», έκανε χολωμένος ο Γάλλος.

- Ε, άλλα χώματα, άλλος καιρός…

Πήγε ν’ απαριθμήσει κι άλλους παράγοντες, αλλά δεν έβρισκε.

- Άλλο! Με νόησες;

Ο Γάλλος καλμάρισε. Το σκέφτηκε.

- Έτσι είναι, κούνησε με κατανόηση το κεφάλι.

Ωστόσο δεν καταλάβαινε. Κάποιος συγκεκριμένος λόγος πρέπει να υπήρχε. Τα πάντα έχουν μια λογική εξήγηση. Τούτο το άλικο χρώμα που πετυχαίναν οι Αμπελακιώτες δεν ήταν θέμα μεταφυσικής! Τούτο το προφυρό, που αντιστεκόταν στο χρόνο διατηρώντας την αρχική, εκτυφλωτική του λαμπράδα, έκρυβε μια επιστημονική εξήγηση. Αυτήν που καιρό τώρα αναζητούσε.

Σχόλια
Ο μαθητής μέσα από τις σελίδες του βιβλίου θα αποκτήσει εικόνα για τις συνθήκες ζωής στην ορεινή Θεσσαλία του 18ου-19ου αιώνα: Για τον ρόλο της γυναίκας στην τοπική οικονομία και κοινωνία (σ.77-80), το επίπεδο των ιατρικών και εκπαιδευτικών υπηρεσιών που "απολάμβανε" ο πληθυσμός, την πρωτόγονη κατάσταση του οδικού δικτύου... Θα μάθει επίσης για την τοπική αρχιτεκτονική, την ενδυμασία και κάποιες παραδόσεις (θεμελίωση αρχοντικού σ.25, πανηγύρι σ.117). Τέλος, θα γνωρίσει τη νοοτροπία των ντόπιων (σ.31), την περηφάνια που ένιωθαν για τα επιτεύγματά τους αλλά και τη λαχτάρα τους να μιμηθούν την πρόοδο της Δύσης.

Οι κάθε λογής συζητήσεις στο χάνι του Αυγέρη θα δώσουν στα παιδιά μια ιδέα για το ενδιαφέρον που υπήρχε γύρω από την πολιτική κατάσταση στην Ευρώπη (σ.33), τις ελπίδες που ο υπόδουλος κόσμος στήριζε στον Ναπολέοντα και την αγάπη του για τον Ρήγα, αλλά και τον φόβο μπροστά στον Τούρκο ή τον κοτζαμπάση (σ.50). Τέλος, από το βιβλίο μαθαίνουμε πολλά για το αλιζάρι και την παρασκευή της κόκκινης κλωστής που έκανε τ' Αμπελάκια διάσημα διεθνώς. Ένα εμπεριστατωμένο άρθρο σχετικά με το φυτό αυτό και τις ιδιότητές του έχει δημοσιευτεί από το περιοδικό Αρχαιολογία και Τέχνες.
αλιζάρι ή ριζάρι και κόκκινο νήμα από τα Αμπελάκια (πηγή)
Χαρακτηριστικό για την εποχή, το ενδιαφέρον των Ευρωπαίων για τα ελληνικά αρχαία, σχετικά με το οποίο θα βρείτε σχόλια και σε άλλες αναρτήσεις όπως Ο θησαυρός της Τροίας. Το ερώτημα για μια ακόμη φορά είναι αν οι ντόπιοι πληθυσμοί, όντας απαίδευτοι και οικονομικά εξαθλιωμένοι, είχαν ή όχι ευθύνη για το ξεπούλημα των εθνικών θησαυρών στους ξένους αρχαιοκάπηλους. Η τακτική πάντως του "Ο ξένος που ήρθε στο χωριό μας δίνει πέντε παράδες σ' όποιον του φέρει αρχαίο νόμισμα" (σ.30) εξακολουθούσε μέχρι πρόσφατα να είναι αρκετά αποδοτική για εμπόρους και συλλέκτες, όπως είδαμε και Στα ίχνη της Σπασμένης Σάρισας. Φυσικά, δεν είχαν όλοι οι ξένοι επισκέπτες κακές προθέσεις, κάτι που στο βιβλίο αποδίδεται με τον χαρακτήρα του φυσιοδίφη μεσιέ Βίνστον (σ.23). Εδώ διαβάζουμε πώς περιγράφει τα Αμπελάκια του 1801 ο επίσης Άγγλος περιηγητής, Edward Daniel Clarke (για περισσότερα ακολουθήστε τον σύνδεσμο της εικόνας).
http://en.wikipedia.org/wiki/Edward_Daniel_Clarke
Η κοινότητα των Αμπελακίων μπορεί να είχε πλούσια κέρδη (σ. 67 Ούλοι τους εδώ καλοζούνε) και να βασιζόταν στη συνεργασία των κατοίκων, αυτό όμως δεν σημαίνει πως όλοι όσοι ζούσαν εκεί ανήκαν στην ίδια κοινωνική τάξη. Ο διαχωρισμός μεταξύ προεστών και χωρικών ήταν σαφής όπως δείχνει και η σκηνή στο πανηγύρι τ' Αϊ Λια που μας θυμίζει λίγο εμφάνιση πολιτικών σε σύγχρονο γλέντι (σ.117) Ανάμεσά τους [στους χωρικούς] κυκλοφορούσαν οι προεστοί δυο δυο, τρεις τρεις, κουβεντιάζοντας. Απαντούσαν στο χαιρετισμό των χωριανών. Οι επιστάτες, πιο θαρρετοί, τους πλησίαζαν, τους μιλούσαν. Τους γνώριζαν και τη φαμίλια όλη. Καταδεχτικά οι πρόκριτοι λέγαν λίγα λόγια και συνέχιζαν. Οι φτωχότεροι φαίνεται μάλιστα πως δέχονταν αδιαμαρτύρητα τη θέση τους, (σ.127 Να 'χουν οι αρχόντοι αγαθά να δίνουν και σε μας) σε αντίθεση με τους μεγαλεμπόρους, που όπως διαβάζουμε πίεζαν διαρκώς για μεγαλύτερα κέρδη και απειλούσαν ακόμα και με διάλυση της Συντροφιάς - κάτι που φυσικά θα ζημίωνε και τους ίδιους. Είναι τελικά το χρήμα ό,τι σημαντικότερο υπάρχει; Όχι. Καλός ο παράς, μα η λευτεριά του έθνους καλύτερη (σ.34) μας απαντάει η συγγραφέας.
ασημένιο γρόσι αξίας 40 παράδων (1757-1774)
Ο χαρακτήρας του Ίβου -που αποτελεί πρότυπο για τον μικρό Χρόνη-, κρύβει εκπλήξεις για τους συγχωριανούς και ανατροπές για τους αναγνώστες. Όταν ο νεαρός κάνει τελικά την πολυαναμενόμενη εμφάνισή του από την Ευρώπη, φέρνει μαζί του νέες ιδέες που αφορούν το περιβάλλον και τη χρήση της τεχνολογίας στην παραγωγή. Μιλάει στους συντοπίτες του και τους προεστούς με πάθος για την αειφορία, προσπαθώντας να τους πείσει να μην καταστρέφουν τα δάση της περιοχής, αφήνοντας τους λόφους γυμνούς. Τους προτρέπει επίσης να εισάγουν στην παραγωγική διαδικασία μηχανές, ώστε να έχουν απόδοση σταθερή και να μπορούν να δίνουν στο αμπελακιώτικο νήμα συγκεκριμένο πάχος. Οι ντόπιοι ωστόσο τον χλευάζουν για την περιβαλλοντική του ευαισθησία και τον περιθωριοποιούν για την μηχανοποίηση που πρεσβεύει, καθώς φοβούνται ότι θα τους οδηγήσει σε ανεργία. Και όχι άδικα. Είναι άλλωστε η εποχή που στην Ευρώπη εμφανίζεται το κίνημα των Λουδιτών, μεταμφιεσμένων εργατών που καταστρέφουν με μανία τις μηχανές των κλωστοϋφαντουργείων, καθώς τις θεωρούν υπεύθυνες για την ανεργία. Ο Λόρδος Βύρωνας θα τους υποστηρίξει με μια ωδή (Ode to the Framers) και ένα τραγούδι για τους Λουδίτες (Song for the Luddites), όμως μέσα σε λίγα χρόνια η αστυνομία θα καταπνίξει -με τη βοήθεια της νομοθεσίας- κάθε τους εξέγερση.
Λουδίτες επί το έργον (Πηγή)
Όπως νωρίτερα στο Κοινό του Μελενίκου, έτσι και τώρα στο Καταστατικό της Συντροφιάς, οι αναγνώστες μπορούν μέσα από το κείμενο να αναγνωρίσουν χωρίς διδακτισμό, την αξία των κανόνων και της συνεργασίας στις ανθρώπινες κοινωνίες. Πώς ξεκίνησαν όλα; Όπως εξηγεί ο άρχοντας Σφόρτζης (σ.68) ένα μεγάλο κακό, μια ξηρασία που τους οδηγούσε στην καταστροφή, έκανε τους κατοίκους των Αμπελακίων να αποφασίσουν να ενωθούν. Έδωσαν λοιπόν όρκο για το στερεόν της ενότητος και το αδύνατον του χωρισμού, και πάλεψαν μαζί στη ζημιά και στη δυστυχία, μέχρι που ήρθαν καλύτερες μέρες. Η ένωση έφερε την προκοπή, ενώ η διχόνοια οδηγεί πάντα σε προβλήματα. Μήπως εδώ υπάρχει ένα (ακόμα) δίδαγμα για την Ελλάδα της κρίσης;
Χρήση στην τάξη
Οι μαθητές καλούνται να εντοπίσουν το δημοφιλές απόφθεγμα Η ισχύς εν τη ενώσει σε διάφορες ξένες γλώσσες (λατινικά, αγγλικά, γερμανικά, γαλλικά, κτλ.) θυρεούς και εμβλήματα και να δημιουργήσουν ένα κολάζ που θα στολίζει την τάξη για το υπόλοιπο της σχολικής χρονιάς. Μπορούν επίσης να συμπληρώσουν τη δημιουργία τους με φράσεις αντίστοιχου νοήματος (όπως το Ὁμονοούντων ἀδελφῶν συμβίωσις παντὸς τείχους ἰσχυροτέρα εἶναι - του Αντισθένη) που θα αναζητήσουν στο διαδίκτυο. Στην αξία της συνεργασίας έχουμε αναφερθεί και σε άλλες αναρτήσεις, όπως π.χ. στους Νικητές, ενώ υλικό για μια πιο σοβαρή συζήτηση θα βρούμε σε διάσπαρτα άρθρα όπως αυτά του Γ. Τσακίρη και του Σ. Καργάκου.


Η ευημερία στα Αμπελάκια, κάνει τους ντόπιους αγρότες να ψωνίζουν αλόγιστα, ξοδεύοντας μεγάλα ποσά πέρα από τις δυνατότητές τους. Τώρα τελευταία σαν πολλοί Αμπελακιώτες ψουνίζουν τόσα, που όταν κλείσει ο χρόνος θε να 'χουν ξεπεράσει όλα τα μιστά τους (...) Ετούτοι μέχρι πριν λίγο ψουνίζανε το στάρι τους και τα χρειαζούμενα. Τώρα ψουνίζουνε πάνω από τα χρειαζούμενα. διαβάζουμε στη σελ. 69. Επίσης, προτιμούν για τις αγορές τους προϊόντα ξένα, από άλλες περιοχές. Αυτός, που η κάπα από λαρισαίικο πανηγύρι θα 'μενε απαντοχή μέχρι να ξεψυχήσει, ψούνισε κάπα από τη Ζαγορά που κάνει είκοσι γρόσια! (...) Άλλος από τις χαμοκέλες τ' Αϊ-Γιώργη, και γυρεύει μαντίλα για την κυρά του. Μα να 'ναι από τη Βρώπα. Δεν του κάνει ντόπιο πράμα. Ποιο είναι άραγε το μέλλον μιας κοινωνίας που δεν αγοράζει τα ίδια της τα προϊόντα, αλλά υπερχρεώνεται για να αγοράζει ακριβά και εισαγόμενα; Μπορούμε να κάνουμε μια μικρή έρευνα στην τάξη, για να διαπιστώσουμε τι είδους προϊόντα χρησιμοποιούν οι μαθητές μας στην καθημερινή τους ζωή: Τοπικά ή εισαγόμενα; Και τι άραγε φοράνε δάσκαλοι και γονείς;  Σχετικά με τις προοπτικές των δυτικών κοινωνιών που εισάγουν πλέον τα περισσότερα προϊόντα από την Κίνα, μπορείτε να διαβάσετε και την χαριτωμένη έρευνα - οδοιπορικό του συνταξιούχου εκπαιδευτικού Τζο Μπένετ στο Από πού έρχονται τα σώβρακα;
Στις σελίδες 55-56 ο Χρόνης μπαίνει στο αρχοντικό του Γεωργίου Μαύρου (ή Σβάρτς ή Σφόρτζη) για να συναντήσει τον ιδιοκτήτη του και η συγγραφέας μας χαρίζει ένα πολύ ωραίο πρότυπο περιγραφής κτηρίου, που μπορούμε να αξιοποιήσουμε στο μάθημα της Γλώσσας. Στις εικόνες βλέπουμε πώς μοιάζει σήμερα το υπέροχο αυτό σπίτι - στολίδι και αποκτούμε μια ιδέα για την αρχιτεκτονική των Αμπελακίων κατά τον 18ο αιώνα (Πηγή).

Share/Bookmark

Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2015

Η Μόμο

Υπόθεση
Ανάμεσα στα χαλάσματα ενός αρχαίου αμφιθεάτρου ζει η Μόμο, ένα 10χρονο χαρισματικό κορίτσι. Κανείς δεν θυμάται πότε εμφανίστηκε, αλλά όλοι το αγαπούν, καθώς ξέρει να ακούει τους γύρω της και η παρουσία της εμπνέει φιλαλήθεια και δημιουργική φαντασία. Κοντά της μαζεύονται καθημερινά πολλά φτωχά παιδιά για να παίξουν, αλλά και ενήλικες, όπως ο Μπέπος - o καλόκαρδος οδοκαθαριστής και ο Τζίτζης ο ξεναγός, που του αρέσει να διηγείται ιστορίες. Όταν στην πόλη κάνουν την εμφάνισή τους οι μυστηριώδεις γκρίζοι κύριοι που ζουν κλέβοντας τον χρόνο των ανθρώπων, οι μεγάλοι γίνονται ξαφνικά απόμακροι, ανταγωνιστικοί και καταλαμβάνονται από άγχος. Η Μόμο κινητοποιείται για να τους αφυπνίσει, αλλά η προσπάθειά της την βάζει στο στόχαστρο των εισβολέων. Μια μεγάλη περιπέτεια ξεκινάει για τη μικρή ηρωίδα, που θα γνωρίσει τα μυστικά του χρόνου αλλά θα χάσει τους φίλους της, οι οποίοι βρίσκονται δέσμιοι ενός σκοτεινού συστήματος. Θα καταφέρει άραγε με τη βοήθεια του μαστρο-Ώρα και της χελώνας Κασσιόπειας να τους απελευθερώσει;

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Ψυχογιός
Συγγραφέας: Μίχαελ Έντε (Michael Ende)
Μετάφραση: Κίρα Σίνου
Εικονογράφηση: Μίχαελ Έντε
Τίτλος πρωτοτύπου: Momo
ISBN: 960-7021-01-0
Έτος 1ης Έκδοσης: 1973 (στα ελληνικά 1984)
Σελίδες: 274
Τιμή: από 8 έως 12 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ ή εδώ
Τάξεις: Στ', Γυμνάσιο
Ιστοσελίδα με τα βιβλία του συγγραφέα εδώ

Κριτική
Πολυβραβευμένη περιπέτεια φαντασίας με θέμα τον ανθρώπινο χρόνο που μαζί με την ζωή μας κινδυνεύει να χαθεί μέσα στην αστική καθημερινότητα... εκτός κι αν τον μετατρέψουμε σε αγάπη! Πρόκειται για ένα κλασικό αριστούργημα της παγκόσμιας παιδικής λογοτεχνίας που καθένας αξίζει να διαβάσει. Η μετάφραση από την Κίρα Σίνου είναι υποδειγματική και μας μεταφέρει χωρίς προβλήματα ροής τόσο τις αργές, γεμάτες τρυφερότητα εικόνες, όσο και τις γρήγορες σκηνές δράσης. Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη και 21 κεφάλαια (πέντε στο Α' μέρος, επτά στο Β' και εννέα στο Γ'), των 6 - 25 σελίδων, που συνήθως δεν ξεπερνούν σε έκταση τις 10. Οι χαρακτήρες παρουσιάζονται ολοκληρωμένοι και δραματικοί, η πλοκή εξελίσσεται γραμμικά πάνω σε φόρμα που θυμίζει αστυνομικό μυθιστόρημα, ενώ οι εξελίξεις -και η συγκίνηση- κορυφώνονται στο τελευταίο μέρος μέσα σ' ένα μαγικό σκηνικό. Οι πρώτες σελίδες μπορεί να μην φαίνονται ιδιαίτερα ελκυστικές σε όλους, καθώς η διήγηση ξεκινάει με την περιγραφή του τοπίου όπου διαδραματίζονται τα αρχικά γεγονότα· οι υπομονετικοί αναγνώστες όμως σύντομα ανταμείβονται, αφού τελικά το βιβλίο διαβάζεται μονορούφι. Το προτείνουμε ανεπιφύλακτα σε έμπειρους αναγνώστες της Στ' Δημοτικού και του Γυμνασίου, εφήβους αλλά και ενηλίκους, περισσότερο ή λιγότερο φιλοσοφημένους!

  • Συναρπαστική πλοκή
  • Πολυδιάστατοι χαρακτήρες
  • Διαχρονικά μηνύματα και προβληματισμοί

Αξίες - Θέματα
Φιλία, Χρόνος, Φιλοσοφία, Φαντασία, Περιπέτεια, Καταναλωτισμός, Ζωοφιλία, Αξιοπρέπεια

Εικονογράφηση
Τα 21 μικρά ασπρόμαυρα σχέδια στο κλείσιμο των κεφαλαίων και οι τρεις ολοσέλιδες ζωγραφιές, μία στο ξεκίνημα κάθε μέρους, μπορούμε να πούμε ότι κάπως χάνονται μέσα στις 260 σελίδες του κειμένου, τη στιγμή που η ιστορία δίνει πραγματικά εξαιρετικές ευκαιρίες για εικονογράφηση.
Απόσπασμα
Με τον Τζίτζη τον Ξεναγό οι γκρίζοι κύριοι δε χρειάστηκαν να κοπιάσουν και πολύ.

Το πράμα άρχισε όταν πριν από ένα περίπου χρόνο, λίγο αφού είχε χαθεί τόσο ξαφνικά η Μόμο δίχως μάλιστα ν’ αφήσει κανένα ίχνος, σε κάποια εφημερίδα δημοσιεύτηκε ένα μεγαλούτσικο άρθρο για τον Τζίτζη. «Ο τελευταίος πραγματικός παραμυθάς» έγραφε στο άρθρο. Χώρια απ’ αυτό ανάφερε πού και πότε μπορούσες να τον συναντήσεις και πως ήταν ένα θέαμα που δεν επιτρεπόταν να το χάσει κανείς.

Ύστερα απ’ αυτό πολλοί άνθρωποι άρχισαν να έρχονται όλο και πιο συχνά στο αρχαίο θέατρο για να δουν και ν’ ακούσουν τον Τζίτζη. Ο Τζίτζης δεν είχε φυσικά καμιά αντίρρηση.

Διηγόταν όπως το συνήθιζε, αυτό που του κατέβαινε εκείνη την ώρα στο κεφάλι κι ύστερα έκανε το γύρο του με το πηλήκιο στο χέρι, που κάθε φορά γέμιζε όλο και περισσότερο με κέρματα και χαρτονομίσματα. Σε λίγο μια τεράστια επιχείρηση τον πρόσλαβε σαν υπάλληλο, και εκτός από το μισθό, του πλήρωνε κι ένα μόνιμο ποσό για να έχει το δικαίωμα να τον παρουσιάζει σαν αξιοθέατο. Κουβαλούσαν τους ταξιδιώτες με τα λεωφορεία και δεν πέρασε πολύς καιρός κι ο Τζίτζης αναγκάστηκε να κρατάει ένα κανονικό ωράριο για να προλάβουν να τον ακούσουν όλοι εκείνοι, που είχαν πληρώσει γι’ αυτό.

Από τότε κιόλας η Μόμο είχε αρχίσει να του λείπει πολύ, γιατί οι ιστορίες του δεν είχαν πια πολλή φαντασία, μόλο που αρνιόταν πεισματάρικα να διηγηθεί την ίδια ιστορία για δεύτερη φορά ακόμα και όταν του πρόσφεραν τα διπλά λεπτά.

Ύστερα από λίγους μήνες δεν είχε πια ανάγκη να εμφανίζεται στο αρχαίο θέατρο και να κάνει το γύρο με το πηλήκιο στο χέρι. Τον ζήτησε το ραδιόφωνο και σε λίγο και η τηλεόραση. Διηγόταν εκεί τρεις φορές τη βδομάδα τις ιστορίες του σε εκατομμύρια ακροατές και κέρδιζε ένα σωρό λεπτά.

Στο μεταξύ είχε φύγει από τη γειτονιά του αρχαίου θεάτρου και καθόταν τώρα σε μια τελείως διαφορετική περιοχή της πόλης, εκεί που μένανε όλοι οι πλούσιοι κι όλες οι διασημότητες. Είχε νοικιάσει ένα μεγάλο και μοντέρνο σπίτι που είχε γύρω γύρω ένα περιποιημένο πάρκο. Και δεν έλεγε τον εαυτό του πια Τζίτζη, αλλά Τζιρόλαμο.

Είχε πάψει φυσικά από πολύ καιρό να σοφίζεται, όπως άλλοτε, όλο και καινούριες ιστορίες. Δεν είχε πια τον χρόνο να το κάνει.

Είχε αρχίσει να κάνει οικονομία στις εμπνεύσεις του. Από μια και μόνη ιδέα, έβγαζε τώρα καμιά φορά και πέντε διαφορετικές ιστορίες.

Κι όταν ούτε κι αυτό δεν έφτανε για να καλύψει τη ζήτηση που όλο και μεγάλωνε, έκανε κάτι που δεν έπρεπε να το κάνει ποτέ. Διηγήθηκε μια ιστορία που ήταν αποκλειστικά της Μόμο.

Το κοινό την κατάπιε με την ίδια βιασύνη όπως και τις άλλες και την ξέχασε αμέσως. Του ζήτησαν κι άλλες ιστορίες. Ο Τζίτζης είχε σαστίσει τόσο πολύ μ’ αυτόν το ρυθμό, που χωρίς καν να το σκεφτεί, αράδιασε τη μια μετά την άλλη όλες τις ιστορίες που προορίζονταν για τη Μόμο. Κι όταν διηγήθηκε και την τελευταία, ένιωσε ξαφνικά πως ήταν άδειος και κλούβιος και δεν μπορούσε να σοφιστεί πια τίποτ’ άλλο.

Από το φόβο του μην τον εγκαταλείψει η επιτυχία, άρχισε να ξαναλέει όλες τις ιστορίες του, μόνο που έβαζε καινούρια ονόματα και τις άλλαζε κάπως. Και το περίεργο ήταν πως δε φάνηκε να το πρόσεξε κανένας. Η ζήτηση πάντως δεν επηρεάστηκε καθόλου.

Ο Τζίτζης πιάστηκε απ’ αυτό όπως ο πνιγμένος από τα μαλλιά του. Γιατί τώρα ήταν πια πλούσιος και διάσημος… δεν ήταν τάχα αυτό που ονειρευόταν σ’ όλη του τη ζωή;

Καμιά φορά όμως τις νύχτες, καθώς ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του κάτω από το μεταξωτό του πάπλωμα, νοσταλγούσε μια άλλη ζωή, τη ζωή που πέρασε, τότε που μπορούσε να είναι μαζί με τη Μόμο, το γερο-Μπέπο και τα παιδιά και ήξερε ακόμα πραγματικά να διηγείται ιστορίες.

Αλλά πίσω εκεί δεν οδηγούσε πια κανένας δρόμος, γιατί η Μόμο είχε χαθεί και δεν ξαναβρέθηκε. Ο Τζίτζης είχε κάνει μερικές σοβαρές προσπάθειες για να την ξαναβρεί. Αργότερα δεν του έμενε πια καιρός γι’ αυτό. Είχε τώρα τρεις σπουδαίες γραμματείς, που κλείνανε τα συμβόλαιά του, έγραφαν τις ιστορίες του όταν τις υπαγόρευε, φρόντιζαν τη διαφήμισή του και ρύθμιζαν το χρόνο του. Χρόνος όμως για την αναζήτηση της Μόμο δε βρέθηκε ποτέ.

Από τον παλιό Τζίτζη δεν είχαν μείνει παρά ελάχιστα πράματα. Κάποια μέρα όμως μάζεψε αυτά τα ελάχιστα κι αποφάσισε ν’ ασχοληθεί λιγάκι και με τον εαυτό του. Είχε γίνει πια κάποιος, έτσι είπε στον εαυτό του, που είχε βαρύτητα η φωνή του και που τον άκουγαν εκατομμύρια άνθρωποι. Ποιος άλλος από κείνον θα μπορούσε να πει την αλήθεια στους ανθρώπους; Θα τους έλεγε για τους γκρίζους κυρίους! Και θα τους ανάφερε μάλιστα πως δεν είχε βγάλει από το νου του αυτή την ιστορία και πως παρακαλούσε όλους τους ακροατές του να τον βοηθήσουν στο ψάξιμο της Μόμο.

Αυτή την απόφαση την πήρε μια από κείνες τις νύχτες που νοσταλγούσε τους φίλους του. Κι όταν ξημέρωσε εκείνος καθόταν κιόλας στο μεγάλο του γραφείο για να κρατήσει σημειώσεις για το σχέδιό του. Προτού όμως προλάβει να γράψει και την πρώτη λέξη, το τηλέφωνο κουδούνισε διαπεραστικά. Σήκωσε τ’ ακουστικό, άκουσε και μαρμάρωσε από τη φρίκη του.

Του μίλησε μια παράδοξα άχρωμη, σαν να λέμε, σταχτιά φωνή και την ίδια ώρα κατάλαβε μέσα του ν’ αναβλύζει μια παγωνιά που φαινόταν να προέρχεται από το μεδούλι στα κόκαλά του.

- Μην το κάνεις! είπε η φωνή. Σου το λέμε για το καλό σου!

- Ποιος είστε; ρώτησε η Τζίτζης.

- Το ξέρεις πολύ καλά, αποκρίθηκε η φωνή. Θαρρώ πως δεν υπάρχει λόγος να συστηθούμε. Είναι βέβαια αλήθεια πως ως τα τώρα δεν είχες την ευχαρίστηση να μας γνωρίσεις προσωπικά, αλλά είσαι από καιρό δικός μας, από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Μη μου πεις πως δεν το ξέρεις!

Τι θέλετε από μένα;

- Αυτό που σκοπεύεις να κάνεις δε μας αρέσει. Κάτσε φρόνιμα και παράτα το.

Ο Τζίτζης μάζεψε όλο το κουράγιο του.

- Όχι, είπε, δε θα τ’ αφήσω έτσι. Δεν είμαι πια ο μικρός άγνωστος, ο Τζίτζης ο Ξεναγός. Είμαι τώρα ένα σημαντικό πρόσωπο. Θα το δούμε αν μπορείτε να τα βάλετε μαζί μου.

Η φωνή γέλασε άτονα και τα δόντια του Τζίτζη άρχισαν ξαφνικά να χτυπούν.

- Δεν είσαι τίποτα, είπε η φωνή. Εμείς σε φτιάξαμε. Δεν είσαι παρά ένα μπαλόνι. Εμείς το φουσκώσαμε. Αν όμως μας στεναχωρέσεις, πάλι εμείς θα σε ξεφουσκώσουμε. Ή μήπως το πιστεύεις στα σοβαρά πως αυτό που είσαι τώρα το χρωστάς στον εαυτό σου και στο ασήμαντο ταλέντο σου.

- Ναι, αυτό πιστεύω, αποκρίθηκε βραχνά ο Τζίτζης.

- Καημένε μου, μικρέ μου Τζίτζη, συνέχισε η φωνή, ήσουνα και παραμένεις ένας φαντασμένος. Κάποτε ήσουνα ο πρίγκιπας Τζιρόλαμο κάτω από τη μάσκα ενός φουκαρατζίκου. Και τι είσαι τώρα; Ο φουκαρατζίκος ο Τζίτζης με τη μάσκα του πρίγκιπα Τζιρόλαμο. Και θα πρέπει να μας ευγνωμονείς γιατί εμείς ήμασταν στο κάτω κάτω εκείνοι που κάναμε τα όνειρά σου να βγουν αληθινά.

- Ψέματα! τραύλισε ο Τζίτζης. Δεν είναι αλήθεια αυτά που λέτε.

- Για δες πράματα, απάντησε η φωνή και γέλασε πάλι άτονα. Να είσαι συ εκείνος που θέλει ν’ αποκαλύψει την αλήθεια! Κάποτε αράδιαζες ένα σωρό όμορφες παροιμίες σχετικά με το τι είναι και τι δεν είναι η αλήθεια. Κακομοίρη μου Τζίτζη, δε θα σου κάνει καλό αν επιχειρήσεις να επικαλεστείς την αλήθεια. Διάσημος έγινες επειδή σε βοηθήσαμε εμείς στις αρλούμπες και τις μπούρδες σου. Δεν είσαι συ ο αρμόδιος για την αλήθεια. Παράτα τα λοιπόν!

- Τι κάνατε τη Μόμο; ψιθύρισε ο Τζίτζης.

- Μη σπας γι’ αυτό το όμορφο κούφιο κεφαλάκι σου. Δεν μπορείς πια να τη βοηθήσεις και θα είναι ακόμα χειρότερα αν αρχίσεις να λες αυτές τις ιστορίες για μας. Το μόνο που θα κατορθώσεις είναι να φύγει το ίδιο γρήγορα η μεγάλη σου επιτυχία όπως και ήρθε. Πρέπει φυσικά να πάρεις μόνος σου την απόφασή σου. Δε θα σ’ εμποδίσουμε αν θελήσεις να παραστήσεις τον ήρωα και να καταστραφείς, αν έχει τόση σημασία για σένα η Μόμο. Αλλά ούτε και μπορείς να περιμένεις από μας να συνεχίσουμε να σε προστατεύουμε τη στιγμή που θα δείξεις τόση αγνωμοσύνη. Δεν είναι τάχα πιο ευχάριστο να είσαι πλούσιος και διάσημος;

- Βέβαια, έκανε πνιχτά ο Τζίτζης.

- Τα βλέπεις λοιπόν! Άσε μας ήσυχους, σύμφωνοι; Καλύτερα λέγε στους ανθρώπους αυτά που θέλουν ν’ ακούσουν από σένα.

- Πώς μπορώ να το κάνω αυτό, πρόφερε με δυσκολία ο Τζίτζης, τώρα που τα ξέρω όλα αυτά;

- Θα σου δώσω μια καλή συμβουλή: μην παίρνεις τον εαυτό σου τόσο στα σοβαρά. Εσύ προσωπικά δεν έχεις καμία σημασία. Αν το δεις έτσι, μπορείς να συνεχίσεις το ίδιο όμορφα όπως και μέχρι τώρα.

- Ναι, ψιθύρισε ο Τζίτζης με τα μάτια του στυλωμένα στο κενό, αν το δει κανείς απ’ αυτήν την πλευρά…

Το τηλέφωνο έκανε ένα κλικ κι ο Τζίτζης έκλεισε τ’ ακουστικό. Έγειρε στην τάβλα του μεγάλου γραφείου του κι έκρυψε το πρόσωπο στα χέρια του Τρανταζόταν ολόκληρος από βουβούς λυγμούς.

Από κείνη τη μέρα ο Τζίτζης έχασε κάθε αυτοσεβασμό. Παραιτήθηκε από το σχέδιό του και συνέχισε τη δουλειά του όπως και πριν, μα ένιωθε τώρα σαν απατεώνας. Και ήταν πραγματικά. Πρώτα η φαντασία του τον οδηγούσε από κρεμαστά μονοπάτια κι εκείνος την ακολουθούσε ανέμελος. Τώρα όμως έλεγε ψέματα!

Είχε γίνει μια μαριονέτα, ένας καραγκιόζης του κοινού του και το ήξερε καλά. Άρχισε να μισεί τη δουλειά του. Κι έτσι οι ιστορίες γίνονταν όλο και πιο ανόητες και δακρύβρεκτες.

Αλλά αυτό δεν έβλαπτε καθόλου την επιτυχία του, απεναντίας το είπαν καινούριο στυλ και ήταν πολλοί αυτοί που προσπάθησαν να τον μιμηθούν. Έγινε πολύ της μόδας. Αλλά ο Τζίτζης δεν το χαιρόταν αυτό. ήξερε πια σε ποιους τα όφειλε όλα. Δεν είχε κερδίσει τίποτα. Είχε χάσει τα πάντα. Συνέχισε όμως να τρέχει σαν παλαβός με τ’ αυτοκίνητό του από τη μια υποχρέωση στην άλλη, πετούσε με τα πιο γοργά αεροπλάνα και υπαγόρευε ασταμάτητα στις γραμματείς του ιστορίες με καινούρια μορφή. ήταν, αυτό το γράφανε όλες οι εφημερίδες, εξαιρετικά παραγωγικός. Κι έτσι γεννήθηκε από τον Τζίτζη τον ονειροπόλο, ο Τζίτζης ο ψεύτης.
Ταξίδι στο αέναο - Η διπλή σπείρα από τη σκάλα του Μουσείου του Βατικανού,
σχεδιασμένη από τον Giuseppe Momo (πηγή)
Σχόλια
Το βιβλίο είναι κλασικό για πολλούς λόγους. Ένας από αυτούς, ότι στις σελίδες του συναντάμε μια εκδοχή της αιώνιας διαμάχης ανάμεσα στις δυνάμεις της παράδοσης και της εξέλιξης, του καλού και του κακού, όπως παρουσιάζονται εδώ. Το καλό αντιπροσωπεύει η πλευρά της Μόμο, που υπεραμύνεται της αγάπης, της φιλίας και της αλληλεγγύης. Στο αντίπαλο στρατόπεδο βρίσκονται οι γκρίζοι κύριοι, που διακατέχονται από μια ποσοτική οπτική του κόσμου και εκμεταλλευόμενοι τα πάθη των ανθρώπων, προσπαθούν να κλέψουν τον χρόνο τους, ανταλλάσσοντάς τον με δόξα, χρήμα και αντικείμενα.
Καθόλου τυχαίο δεν πρέπει να θεωρήσουμε το ότι αυτοί οι σύγχρονοι Μεφιστοφελείς παρουσιάζονται ντυμένοι με κοστούμια, υπακούν τυφλά στις εντολές ενός κεντρικού διοικητικού συμβουλίου και χρησιμοποιούν εκφράσεις όπως "θα το περάσουμε στις δαπάνες" (σ. 141). Είναι προφανές ότι ο συγγραφέας αναφέρεται στις μεγάλες ανώνυμες εταιρίες που ήδη στην εποχή του κυριαρχούν στις ζωές των ανθρώπων, λαμβάνοντας αποφάσεις με απόλυτη ψυχρότητα και αποκλειστικό γνώμονα το κέρδος των μετόχων τους. "Εμείς θα κυβερνήσουμε τον κόσμο", λένε στη σ.224, ενώ ο σεβασμός τους για τον άνθρωπο είναι μηδενικός: "μια ανθρώπινη ζωή είναι κάτι το πολύ ασήμαντο" διαβάζουμε στη σ.137.
40 χρόνια μετά τη διαμάχη της Μόμο με τους γκρίζους κυρίους, η πλάστιγγα φαίνεται να έχει γείρει ολοκληρωτικά υπέρ των τελευταίων... πρόσφατη είδηση μας ενημερώνει ότι ο χρόνος μας ελέγχεται όντως από ειδικούς διαχειριστές που τον αυξομειώνουν κατά βούληση, φροντίζοντας για το καλό... των υπολογιστών. Τα παιδιά έχουν εγκαταλείψει τα παιχνίδια που άφηναν χώρο στη φαντασία (σ. 75) και μοιάζουν πλήρως απορροφημένα από τις οθόνες των tablets τους. Στον κόσμο των μεγάλων, το σύνθημα "ο χρόνος είναι χρήμα" έχει επικρατήσει σε όλους τους χώρους, ακόμα και της εκπαίδευσης. Τέλος, η κοινωνική ζωή βασίζεται ολοένα και περισσότερο σε καλώδια και κύματα, περιορίζοντας τις πραγματικές μας επαφές στο ελάχιστο. Και λίγη ειρωνεία: με το όνομα Momo κυκλοφορεί πλέον λογισμικό που αφορά σε ηλεκτρονικά κοινωνικά δίκτυα! ...μήπως τελικά οι γκρίζοι κύριοι όχι μόνο υπάρχουν στ' αλήθεια, αλλά μας κάνουν και πλάκα;
Το κείμενο προειδοποιεί: Ο χρόνος δεν είναι χρήμα, ο χρόνος είναι ζωή, η ζωή μας! Εμείς τελικά επιλέγουμε αν θα τον κάνουμε καπνό ή αγάπη (σ.214). Μήπως είναι καιρός να ξανασκεφτούμε τις προτεραιότητές μας; Ο Νίνο ο ταβερνιάρης αρχικά προβληματίζεται (σ.85): ...δεν ξέρω πραγματικά τι να κάνω. Αυτό το κάνουν όμως όλοι τώρα... Γιατί να είμαι εγώ ο μόνος που διαφέρει; Λίγο αργότερα όμως, σταματάει να σκέφτεται "ως επαγγελματίας", εγκαταλείπει την ψυχρή απανθρωπιά και την ιδιοτέλεια και κατανοεί ότι η ουσία δεν βρίσκεται στην ανάπτυξη αλλά στην ευτυχία (σ.86): Όπως φαίνεται δε θα γίνει τίποτα με την προκοπή του μαγαζιού. Τώρα όμως μου αρέσει και πάλι. 
Γέλασε και η γυναίκα του είπε:
- Θα ζήσουμε, Νίνο.
Στη σ. 36 διαβάζουμε για την αγάπη που δείχνει στη δουλειά του ο Μπέπος ο οδοκαθαριστής, πριν τον αγγίξει το πνεύμα της Τρόικας: Κι όταν σκούπιζε τους δρόμους το έκανε πολύ αργά, αλλά δίχως να σταματήσει καθόλου. Σε κάθε του βήμα έπαιρνε μια ανάσα και σε κάθε ανάσα τραβούσε μια σκουπισιά. Βήμα - ανάσα - σκουπισιά. Βήμα - ανάσα - σκουπισιά. Στο μεταξύ, από καμιά φορά, κοντοστεκόταν για λίγο και κοίταζε συλλογισμένος μπροστά του. Κι έπειτα συνέχιζε: βήμα - ανάσα - σκουπισιά. Λίγο άσχετο, αλλά για τους φίλους του Asterix ο συνειρμός είναι αναπόφευκτος... η περιγραφή του Μπέπου (κάτω αριστερά σε στιγμιότυπο από την ταινία) μας παραπέμπει στον βαριεστημένο λεγεωνάριο Κάιους Σπάρους, που στην Ασπίδα της Αρβέρνης καθαρίζει κάθε πλάκα μισή - μισή!
Στην ιστορία της Μόμο, οι φίλοι του συγγραφέα θα συναντήσουν εκτός από την κεντρική φιλοσοφία που διέπει τα έργα του (ανθρωπισμός, σημασία φιλίας, αξία δημιουργικής φαντασίας, κτλ.) και ορισμένες ιδέες που εμφανίζονται ξανά έξι χρόνια αργότερα, στην Ιστορία χωρίς τέλος. Για παράδειγμα, βλέπουμε τον Τζίτζη τον ξεναγό να προειδοποιεί την πρωταγωνίστρια (σ.204) Ένα μονάχα σου λέω Μόμο: το πιο επικίνδυνο πράγμα που υπάρχει στη ζωή είναι τα όνειρα που πραγματοποιούνται, και στο μυαλό μας έρχονται τα σκουληκάκια που εξαιτίας της ευχής τους μεταμορφώθηκαν σε Τρελοπετούμενα - Πανταγελούμενα. Η σημασία του μέτρου και τα αποτελέσματα της απληστίας -που αργότερα θα τυραννήσουν τον Μπαστιάν-, παρουσιάζονται εδώ με την παραβολή για την αυτοκράτειρα Στραπάτσια Αυγουστίνα και τη φάλαινα που δεν έγινε χρυσόψαρο (σ. 44-45) που διηγείται ο Τζίτζης.
Ο Έντε μέσα από το κείμενό του μας μεταδίδει σχόλια και προβληματισμούς γύρω από αρκετά ζητήματα όπως την αστικοποίηση, τον ρόλο του εκπαιδευτικού συστήματος, την διαχείριση του ανθρώπινου χρόνου στις σύγχρονες κοινωνίες... Ένα από τα βασικά θέματα που θίγει, είναι και αυτό του καταναλωτισμού. Η προσπάθεια του πράκτορα ΒΑΝ/553/γ να "προσηλυτίσει" τη Μόμο με μια σειρά από παιχνίδια που απαιτούν ολοένα και περισσότερα αξεσουάρ (πρέπει να πάρεις κι άλλα πράγματα για την κούκλα σου της εξηγεί στη σ.90) μπορεί να πέφτει στο κενό, όμως δείχνει στον αναγνώστη πώς λειτουργεί το σύστημα της αγοράς. Ακόμα περισσότερα μπορεί να καταλάβει κανείς από την ιστορία του Τζίτζη του ξεναγού (βλ. απόσπασμα), για τον τρόπο που λειτουργεί το star system και συγκεκριμένα τα "πουλέν" των εκδοτικών οίκων: Συγγραφείς ταλαντούχοι και ατάλαντοι, αφού φουσκωθούν σαν μπαλόνια από έμμισθους κριτικούς, λαμπερές εκδηλώσεις, βιτρίνες βιβλιοπωλείων και "βιβλιοφιλικές" ιστοσελίδες, στύβονται για να τροφοδοτήσουν μια γραμμή παραγωγής κειμένων αμφίβολης ποιότητας, για ένα κοινό που καταπίνει λαίμαργα ό,τι κι αν του σερβίρουν. Πρόσωπα και βιβλία που προορίζονται για γρήγορη ανακύκλωση, εμφανίζονται και εξαφανίζονται από τα ράφια μέσα σε λίγα χρόνια, εξυπηρετώντας όχι την πρόοδο του ανθρώπινου πνεύματος, αλλά τον κύκλο του χρήματος (βλ. γρανάζι). Να αναφέρουμε κλείνοντας, χωρίς αυτό να σημαίνει κάτι απόλυτο, ότι η Μόμο χρειάστηκε 6 χρόνια για να γεννηθεί.
Χρήση στην τάξη
Η Μόμο, χωρίς να διαθέτει κάποια υπερ-δύναμη, καταφέρνει να γίνει όχι μόνο αγαπητή, αλλά σχεδόν απαραίτητη στους γύρω της. Ποιο είναι άραγε το χαρακτηριστικό που την κάνει τόσο πολύτιμη για το κοινωνικό της περιβάλλον; Στην τάξη, διαβάζοντας ένα απόσπασμα από το ξεκίνημα του βιβλίου (σ.16) μπορούμε να το αναζητήσουμε και στη συνέχεια να αναρωτηθούμε: Πώς μπορώ να γίνω κι εγώ καλός ακροατής; Το κείμενο μας απαντά ότι αυτό που χρειάζεται είναι προσοχή και συμπάθεια για τα προβλήματα των άλλων. Σε αυτό το άρθρο θα βρούμε κάποια γνωρίσματα που ο συντάκτης συνδέει με τους "ελκυστικούς" ανθρώπους. Τοποθετώντας δύο καρέκλες αντικριστά μπροστά στον πίνακα, μπορούμε να αναπαραστήσουμε σκηνές διαλόγου, στις οποίες ο ένας συνομιλητής λέει το πρόβλημά του και ο άλλος πότε είναι παθητικά αδιάφορος σαν να μη διαθέτει χρόνο και πότε συμπάσχει ειλικρινά, όπως η μικρή ηρωίδα. Πώς νιώθουμε όταν μας αγνοούν και πώς όταν ενδιαφέρονται οι άλλοι για όσα λέμε; Είναι άραγε ευκολότερο να επιλύσουμε τις διαφωνίες μας όταν "ακούμε" τους άλλους πραγματικά, όπως συμβαίνει στο βιβλίο; (σ.18-21)

Στην ώρα των εικαστικών, υπάρχουν αρκετές ενδιαφέρουσες εικόνες που μπορούμε να αποδώσουμε ζωγραφικά. Οι γκρίζοι κύριοι π.χ. περιγράφονται με αρκετή λεπτομέρεια στις σελίδες 40-42, ενώ η σουρεαλιστική γειτονιά στα όρια του χρόνου (σ.129) με το μνημείο - αβγό και τις σκιές που πέφτουν υπό διαφορετικές γωνίες, μας δίνει επίσης ένα ωραίο θέμα. Ακόμα καλύτερο, θα ήταν να συζητήσουμε για την αστικοποίηση με βάση το απόσπασμα (σ.71) Τα παλιά κτίρια κατεδαφίζονταν και καινούρια χτίζονταν, όπου παραλείπανε οτιδήποτε θεωρούσαν περιττό. Δεν κάνανε πια τον κόπο να χτίσουν τα σπίτια στα μέτρα των ανθρώπων που κάθονταν μέσα. Γιατί τότε θα έπρεπε να χτίζουν συνέχεια διαφορετικά σπίτια. Ήταν πολύ πιο φτηνό να χτίζουν όμοια και προπαντός εξοικονομούσαν χρόνο και στη συνέχεια να αναρωτηθούμε: Πώς θα έμοιαζε άραγε το σπίτι μας, αν δεν ήμασταν υποχρεωμένοι να ζούμε σε πολυκατοικία αλλά το χτίζαμε στα δικά μας μέτρα; Καλώντας τα παιδιά να ζωγραφίσουν τον ιδανικό χώρο γι' αυτά, ενεργοποιούμε τη δημιουργική τους φαντασία, τα βοηθάμε να εκφραστούν και αν στο τέλος ενώσουμε τις ζωγραφιές σε μια πολύχρωμη γειτονιά, μπορούμε να ολοκληρώσουμε τη δραστηριότητα μ' ένα σχόλιο για την ομορφιά της διαφορετικότητας.
Στη δική μας γειτονιά βρέθηκαν σπίτια με θόλους και τηλεσκόπια, σπίτια-ρομπότ, καράβια και σπίτια-κάστρα!

Share/Bookmark