Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κλωνοποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κλωνοποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 1 Απριλίου 2015

Τα διαμάντια της μαϊμούς

Υπόθεση
Η συλλογή περιέχει πέντε διηγήματα, οι υποθέσεις των οποίων έχουν ως εξής:

Τα διαμάντια της μαϊμούς - Αττική 1835. Ο Κουρτ, Βαυαρός στρατιώτης της ακολουθίας του βασιλιά Όθωνα, έχει πάει για κυνήγι με τον φίλο του Χανς στο Πικέρμι (Μεγάλο Ρέμα). Καθώς κοιμούνται κάτω από μια βελανιδιά, ο Κουρτ, με τη βοήθεια και της ντόπιας ρετσίνας, παρασύρεται σ' ένα παράξενο όνειρο που τον μεταφέρει στο Νεότερο Μειόκαινο (9 έως 6,5 εκατομμύρια χρόνια πριν). Παρατηρεί διάφορα ζώα που την εποχή εκείνη ζούσαν στην περιοχή, δέχεται επίθεση από ύαινες και ταξιδεύει στην πλάτη μιας τεράστιας χελώνας σε μια πεδιάδα, όπου συναντά ακόμα περισσότερα είδη. Όταν ο φίλος του Χανς ξυπνάει, αποκαλύπτεται ότι έχει δει στον ύπνο του τη συνέχεια της ίδιας ιστορίας! Ο Κουρτ παίρνει άδεια και ταξιδεύει πίσω στη Βαυαρία, όπου επισκέπτεται έναν καθηγητή για να του δείξει ένα κόκαλο με "διαμάντια" που απέσπασε από την αττική γη. Πρόκειται άραγε για αληθινό θησαυρό, ή απλώς για άνθρακες;

Τα τσακάλια - Ο μικρός Ρας με τον πατέρα του κυνηγούν στο χιονισμένο νεολιθικό τοπίο μαζί με τους υπόλοιπους άντρες της φυλής. Δυο κοκκινότριχα τσακάλια που έχουν μεγαλώσει με αποφάγια δίπλα στη σπηλιά των ανθρώπων, τους ακολουθούν και τελικά τους βοηθούν να συλλάβουν τη λεία τους.  Ο αρχηγός τα ανταμείβει με δυο κομμάτια από τα θηράματα, κλείνοντας μαζί τους μια σιωπηρή συμφωνία.

Το κορίτσι με τα σαλιγκάρια - Η οικογένεια της 8χρονης Κάτιας έχει μόλις επαναπατριστεί από τη Ρωσία. Η μητέρα της προσπαθεί να την βοηθήσει να προσαρμοστεί στο να ζει σ' ένα στενό δωμάτιο ξενοδοχείου, όμως η μικρή δυσκολεύεται, επειδή της απαγορεύουν να φιλοξενεί κατοικίδια ζώα. Έναν χρόνο αργότερα γράφεται απευθείας στη Δ' τάξη, όμως τα ελληνικά της είναι πολύ φτωχά και προβληματίζεται. Μεγάλη της παρηγοριά ένα κουτί παπουτσιών που έχει μετατρέψει σε πάρκο σαλιγκαριών! Μια και είναι τα μοναδικά ζωάκια που μπορούν να περάσουν απαρατήρητα, δίνει σ' αυτά όλη της την αγάπη. Μια μέρα, γυρίζοντας σπίτι, θα αντιμετωπίσει μια δυσάρεστη έκπληξη...

Το μαύρο σκυλάκι - Ο κ. Κοκκίνης χαρίζει στη Βίκη ένα μαύρο μαλλιαρό κανίς - γκριφόν με το οποίο το κορίτσι δένεται πολύ. Το φροντίζει συνέχεια και του συμπαραστέκεται όταν προσβάλλεται από μόρβα. Το σκυλάκι μεγαλώνει, αλλά μόλις γίνεται 8 μηνών και βγαίνει για πρώτη φορά έξω μόνο του, ένας σαδιστής οδηγός φορτηγού το πατάει με το αυτοκίνητό του. Λίγο καιρό μετά την ταφή του, η Βίκη βλέπει ένα περίεργο όνειρο...

Όταν γεννήθηκε το μαμούθ - Ένας Τουγκούζος κυνηγός ανακαλύπτει παγωμένο μέσα στη στέπα ένα ολόκληρο μαμούθ σε άριστη κατάσταση. Ξεπερνώντας το δέος του, ειδοποιεί τον υπεύθυνο της περιοχής, που με τη σειρά του τηλεφωνεί στην Ακαδημία Επιστημών του Μαγκατάν για να ενημερώσει τους αρμοδίους. Καταφθάνει στο σημείο μια επιστημονική επιτροπή που αναλαμβάνει να το ξεπαγώσει και να το μεταφέρει στο εργαστήριο. Πίσω στο Λένινγκραντ, ο κυτταρολόγος Ορλόφ και ο καθηγητής Ζόριν, θέλουν να χρησιμοποιήσουν ζωντανά κύτταρα του μαμούθ για να το κλωνοποιήσουν. Βρίσκουν μάλιστα μια θηλυκή ελεφαντίνα για να κυοφορήσει το ωάριο. Μετά από 20 μήνες, έρχεται στον κόσμο ένα τερατάκι που μοιάζει με μοεριθήριο. Φαίνεται πως το πείραμα απέτυχε επειδή το κύτταρο του ξεπαγωμένου μαμούθ είχε μειωμένη δύναμη... οι επιστήμονες πρέπει να συνεχίσουν την προσπάθεια!

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Κέδρος
Συγγραφέας: Κίρα Σίνου
Εικονογράφηση: Ωρίωνας Αρκομάνης
ISBN: 978-960-04-0011-3
Έτος 1ης Έκδοσης: 1983
Σελίδες: 118
Τιμή: περίπου 6 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Ε', Στ'

Κριτική
Βραβευμένη συλλογή διηγημάτων που θεματικά κινούνται σε δύο φαινομενικά παράταιρους άξονες: την προϊστορική πανίδα και την αγάπη κάποιων σύγχρονων παιδιών για τα κατοικίδιά τους. Η γλώσσα γραφής είναι απλή και λογοτεχνικά προσεγμένη, με όμορφες περιγραφές, σαφήνεια αλλά και ευαισθησία στην έκφραση, ενώ το περιεχόμενο εμπλουτίζεται και με αρκετές επιστημονικές πληροφορίες. Από άποψη έκτασης, συναντάμε δύο κείμενα μικρού μεγέθους (καθένα καταλαμβάνει μόλις 9 σελίδες) και τρία μεγαλύτερα, με το πρώτο να δίνει και τον τίτλο του στο βιβλίο. Η εικονογράφηση περιλαμβάνει για κάθε ιστορία ένα μικρό εισαγωγικό σκίτσο πάνω από τον τίτλο (βλ. εικόνα πιο κάτω) και μία (συνήθως) ολοσέλιδη ασπρόμαυρη ζωγραφιά που απεικονίζει κάποιον χαρακτήρα ή μια σκηνή. Τα διηγήματα διαβάζονται τελικά αρκετά ευχάριστα, ενώ χάρη στην ποικιλία των εποχών και των χαρακτήρων, μπορούν να ικανοποιήσουν αναγνώστες με διαφορετικά γούστα: από τους λάτρεις των επιστημών και της περιπέτειας, μέχρι εκείνους που προτιμούν συγκινητικές ιστορίες με ζωάκια. Το προτείνουμε σε μαθητές των μεγάλων τάξεων του Δημοτικού και σε συναδέλφους που ενδιαφέρονται να ενημερωθούν και να ασχοληθούν στην τάξη με την εξέλιξη της σχέσης ανθρώπου και ζώων μέσα στους αιώνες.

  • Χαριτωμένες ιστορίες
  • Ποικιλία στα θέματα και τις αξίες

Αξίες - Θέματα
Ιστορία, Μύθος, Φιλοσοφία, Υπευθυνότητα, Αλτρουισμός

Σκηνές που ξεχωρίσαμε
Όλες οι ιστορίες έχουν ενδιαφέρουσες σκηνές, αλλά προσωπικά μου εντυπώθηκαν περισσότερο οι σκηνές από Τα τσακάλια και το Όταν γεννήθηκε το μαμούθ.

Εικονογράφηση
Σε κάθε ιστορία συναντάμε ένα μικρό εισαγωγικό σκίτσο πάνω από τον τίτλο και μία (σε μία περίπτωση και δύο) ολοσέλιδη ασπρόμαυρη ζωγραφιά που συνοδεύει τυπικά το κείμενο και χωρίς να αλληλεπιδρά ιδιαίτερα με αυτό, απεικονίζει μια σκηνή ή κάποιον από τους χαρακτήρες.
Απόσπασμα
Έκανε πολύ κρύο την ώρα που ξεκινούσαν για το κυνήγι. Μόλις είχε πάρει να γλυκοχαράζει και τ’ αχνό τριανταφυλλένιο φως αντιφέγγιζε ροδαλό πάνω στα χιόνια που σκέπαζαν με παχύ στρώμα τη γη, χαρίζοντας στο τοπίο κάτι παραμυθένιο.

Όμως, οι άνθρωποι που περπατούσαν δεν είχαν το μυαλό τους στις ομορφιές της φύσης. Το μόνο που τους απασχολούσε εκείνη την ώρα ήταν να βρουν κάποια λεία που θα τους εξασφάλιζε τροφή για αρκετές μέρες. Ο χειμώνας ήταν βαρύς κι όσο πήγαινε τόσο κι αγρίευε. Ακόμα και σ’ αυτούς τους τραχείς και σκληραγωγημένους ανθρώπους της παλαιολιθικής εποχής το κυνήγι ήταν μια δουλειά δύσκολη κι εξαντλητική, γιατί πολλές φορές χρειάζονταν μέρες ολάκερες να τριγυρνούν ανάμεσα στους πάγους και στις χιονοθύελλες, για ν’ ανακαλύψουν κάποιο θήραμα.

Οι κυνηγοί βάδιζαν σκορπισμένοι στους χαμηλούς λόφους, ψάχνοντας για χνάρια. Τα χοντρά τους ρούχα, φτιαγμένα από τομάρια ζώων, τους προστάτευαν καλά από το ψύχος. Τα γούνινα σκουφιά που φορούσαν στα κεφάλια τους προφύλαγαν τ’ αφτιά τους από την παγωνιά και τα γούνινα ποδήματα όχι μόνο κρατούσαν ζεστά τα πόδια τους, αλλά και τους βοηθούσαν να περπατούν αθόρυβα. Στο λαιμό τους είχαν περασμένα περιδέραια από νύχια και δόντια μεγάλων σαρκοβόρων. Μόνο το περιδέραιο του αρχηγού ξεχώριζε. Ήταν καμωμένο από χάντρες σκαλισμένες σε χαυλιόδοντα μαμούθ, εκείνου του τεράστιου τριχωτού ελέφαντα, που κυριαρχούσε σ’ όλες τις πεδιάδες. Δεν υπήρχε ζώο που θα μπορούσε να διανοηθεί να σταθεί εμπόδιο στο διάβα του μαμούθ. Όλα το τρέμανε. Μονάχα ο άνθρωπος τολμούσε ν’ αμφισβητήσει την κυριαρχία του. Του έστηνε παγίδες και το καταδίωκε στους βάλτους και στα έλη, όπου το πελώριο παχύδερμο κολλούσε μέσα στη λάσπη και του γινόταν εύκολη λεία.

Μα σήμερα οι κυνηγοί δεν ψάχνανε για μαμούθ. Μακάρι να βρίσκανε κανένα. Θα τους εξασφάλιζε τροφή και λίπος για όλο το χειμώνα. Ξέρανε όμως καλά πως τα μαμούθ είχαν φύγει από την περιοχή τους, τραβώντας για τόπους όπου δεν υπήρχαν άνθρωποι. Ψάχνανε για οτιδήποτε, αρκεί να μη χρειαζόταν τίποτα περισσότερο από καλό σημάδι και γοργά πόδια για να το προλάβουν.

Ο Ρας βάδιζε δίπλα στον πατέρα του. Δεν ήταν πολύς καιρός που οι μεγάλοι κυνηγοί είχαν αρχίσει να τον παίρνουν μαζί τους, για να μάθει την τέχνη του κυνηγιού και να συνηθίσει στις δυσκολίες του. Από το κυνήγι εξαρτιόταν η ζωή τους, η ζωή ολόκληρης της φυλής. Δεν αρκούσε μονάχα ο καλός υπολογισμός και η σβελτάδα. Χρειαζόταν να μάθει τόσα πολλά! Να μάθει να ξεχωρίζει τα χνάρια των ζώων, να καταλαβαίνει, βλέποντας αυτά τα χνάρια, τι έκανε το ζώο κι αν θα ήταν εύκολη λεία. Κι έπρεπε να μάθει και τις συνήθειες όλων των ζώων και τον τρόπο της ζωής τους.

Το μάτι του έπαιζε πασχίζοντας ν’ ανακαλύψει και το παραμικρότερο σημάδι. Το φρέσκο χιόνι απλωνόταν παρθένο ένα γύρο τους. Το κρύο ήταν διαπεραστικό, τα κοπάδια δεν είχαν αρχίσει ακόμα να μετακινούνται.

Ξαφνικά ένιωσε πως κάποιος από πίσω τον κοίταζε. Το ένστιχτό του του έλεγε καθαρά πως τον παρακολουθούσαν. Ένα έντονο συναίσθημα κινδύνου τον πλημμύρισε ολόκληρο κι άθελά του σχεδόν γύρισε να κοιτάξει πίσω του. Ξεχώρισε δυο σκιές να τους ακολουθούν σε αρκετή απόσταση. Τα όρθια αυτιά και οι φουντωτές ουρές του δήλωσαν πως είναι τσακάλια.

- Πατέρα, είπε με χαμηλή φωνή γιατί απαγορευόταν ρητά να φωνάζεις την ώρα του κυνηγιού, πίσω μας έρχονται δύο τσακάλια. Να τους πετάξω χιονιές για να φύγουν;

Ο πατέρας γύρισε και κοίταξε.

- Ναι, είναι τσακάλια, είπε. Μη, φώναξε σχεδόν, βλέποντας το Ρας να σκύβει για να μαζέψει χιόνι. Μπορεί να σου ριχτούν… Μη δίνεις σημασία. Αν δεν τα πειράξεις, δεν πρόκειται να μας επιτεθούν. Ασ’ τα ήσυχα.

Ο Ρας υπάκουσε. Η κουβέντα του πατέρα ήταν νόμος. Όλο όμως γύριζε κι έριχνε πίσω του καμιά ματιά. Ήθελε να δει αν πλησίαζαν και αν η απόσταση που τα χώριζε μπορούσε να είναι επικίνδυνη. Κι έπειτα αυτά τα τσακάλια… Είχαν κάτι που του θύμιζε εκείνα τ’ άλλα τσακάλια… Ήταν καιρός τώρα που ένα κοπάδι από δαύτα γυρόφερνε κοντά στη σπηλιά τους. Έρχονταν και έφευγαν, πήγαιναν κυνήγι κι έπειτα ξαναγύριζαν. Και πλησίαζαν προπαντός όταν το κυνήγι τους είχε σταθεί άτυχο και τα έκοβε η πείνα.

Στις αρχές οι γυναίκες τα φοβόνταν. Βλέποντάς τα όμως να καθαρίζουν τους σκουπιδότοπους χωρίς σαν πειράζουν τους ανθρώπους, τα συνήθισαν. Μερικές μάλιστα τα βλεπαν με καλό μάτι. Δεν ήταν πια τόση η βρομιά, τώρα που τα τσακάλια καταβρόχθιζαν όλα τ’ απομεινάρια. Και πολλές τους πετούσαν κόκαλα κι αποφάγια και κάνανε χάζι τα ζώα που πέφτανε όλα μαζί στήνοντας καβγάδες.

Όσο πήγαινε, τόσο περισσότερο συνηθίζονταν αναμεταξύ τους άνθρωποι και τσακάλια. Και τα τσακάλια άρχισαν να εμπιστεύονται τον άνθρωπο και να κουβαλούν τα κουτάβια τους. Μερικά από τα κουτάβια μεγάλωσαν κοντά στη σπηλιά και δεν ακολουθούσαν πάντα το κοπάδι που έφευγε για το κυνήγι. Φαίνεται πως τους έφταναν τ’ αποφάγια και ήταν χορτάτα. Ήταν μάλιστα και δύο με τρίχωμα κοκκινωπό, που τους πετούσε πότε πότε κι η ίδια κανένα κόκαλο.

Ο Ρας γύρισε απότομα να ξανακοιτάξει. Τα τσακάλια είχαν πλησιάσει τόσο που μπορούσε να τα ξεχωρίσει. Καλά το είχε μαντέψει, ήταν οι κοκκινοτρίχηδες από τη σπηλιά…

- Πατέρα, είπε ψιθυριστά, γιατί ήξερε πολύ καλά πόσο μακριά αντιλαλεί η ανθρώπινη φωνή μέσα σε μια τέτοια ησυχία. Είναι από κείνα τα τσακάλια που λημεριάζουν έξω από τη σπηλιά μας. Τα γνώρισα από το χρώμα τους.

- Φταίνε οι γυναίκες που τους πετούν τ’ αποφάγια και τα μάθανε. Μας πήραν από πίσω γιατί ελπίζουν, φαίνεται, ότι κάτι θα βγάλουν ακολουθώντας μας.

Εκείνη τη στιγμή ο αρχηγός σήκωσε το κοντάρι του. Το μάτι του είχε ξεχωρίσει το θήραμα. Ο Ρας κι ο πατέρας του και οι άλλοι κυνηγοί πλησίασαν αθόρυβα. Αμίλητος ο αρχηγός τους έδειξε τα μεγάλα ίχνη που είχαν σφραγίσει έντονα το κατάλευκο χιόνι.

- Αγριόταυρος! ψιθύρισε ο πατέρας του Ρας. Και δεν είναι ένας, είναι πολλοί, πρόσθεσε δείχνοντας πιο κάτω κι άλλα χνάρια. Θα κάνουμε καλό κυνήγι.
Βραχογραφία με κυνήγι από το Tadrart Acacus, στο Φεζάν της Λιβύης (πηγή)

Σχόλια 
Οι θεματικές της συλλογής, μπορεί εκ πρώτης όψεως να μοιάζουν παράταιρες ή ακόμα και αντίθετες (βλ. σχόλιο Μάνου Κοντολέων στην Πολιτιστική στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου), μια πιο προσεκτική ωστόσο ματιά, μας επιτρέπει να διαπιστώσουμε ότι όλα τα διηγήματα αφορούν τη σχέση ανθρώπων και ζώων. Συνδετικό κρίκο στο περιεχόμενο αποτελεί η ιστορία "τα τσακάλια" (από την οποία προέρχεται και το παραπάνω απόσπασμα)· εκεί συναντιέται για πρώτη φορά ο άνθρωπος μ' ένα άγριο, προϊστορικό ζώο, που πρόκειται στη συνέχεια να γίνει ο καλύτερός του φίλος.
Από τους Μιασίδες στους λύκους και από εκεί στους σημερινούς σκύλους (πηγή)

Στο πρώτο διήγημα, τα σχόλια του Βαυαρού στρατιώτη Κουρτ δείχνουν συμπάθεια για τον ελληνικό πολιτισμό αλλά και κάποια απαξίωση για την κατάσταση του λαού μας. Σχεδόν χίλια χρόνια έχουν περάσει από τότε που οι Βυζαντινές πριγκιποπούλες κοίταζαν τους Γερμανούς της βασιλικής αυλής αφ' υψηλού (βλ.  Άννα και Θεοφανώ της ίδιας συγγραφέως) μεταδίδοντάς του «τα φώτα» της Ανατολής. Τι συνέβη στο ενδιάμεσο και ήρθαν τα πάνω-κάτω; Μα φυσικά η περίοδος της τουρκοκρατίας, που για μισή χιλιετία κράτησε τα Βαλκάνια σε επιστημονικό σκοτάδι και ως έναν βαθμό ευθύνεται (ενώ ακόμα συχνότερα χρησιμοποιείται ως δικαιολογία) για μια σειρά από παθολογίες της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας.
Βαυαρικές στολές του 19ου αιώνα (πηγή)
Στη σελίδα 80, ο κύριος Κοκκίνης χαρίζει στη Βίκη ένα σκυλάκι επειδή σύμφωνα με τα λεγόμενά του δεν μπορεί ο ίδιος να το κρατήσει στην πολυκατοικία. Το κορίτσι τον ευχαριστεί, αλλά μόλις απομακρύνεται από το σπίτι του σχολιάζει με κακεντρέχεια: Μάθημα που μου 'κανε εκείνος ο ηλίθιος! Δεν το θέλει το σκυλί, ωραία! Τόσο το καλύτερο για μένα! Η αντίδρασή της μάλλον δεν δικαιολογείται ιδιαίτερα από τα όσα ειπώθηκαν, ενώ ως έναν βαθμό έρχεται σε αντίθεση με τον ευαίσθητο χαρακτήρα που φανερώνει το κορίτσι αργότερα. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου. Να αναφέρουμε επίσης ότι το συγγραφικό τέχνασμα του ταξιδιού στο παρελθόν μέσα από ένα όνειρο (που χρησιμοποιείται στην κεντρική ιστορία), το έχουμε ξανασυναντήσει στην ιστορία της Νίτσας Τζώρτζογλου Ο τελευταίος βασιλιάς της Ατλαντίδας, που εκδόθηκε λίγα χρόνια πριν, το 1978.

Η τελευταία ιστορία της συλλογής μάς θυμίζει λίγο το Όταν αναστήθηκε το μαμούθ, από το οποίο η συγγραφέας ίσως να άντλησε έμπνευση. Σε εκείνο το μυθιστόρημα του 1923, οι επιστήμονες καταφέρνουν να επαναφέρουν το μαλλιαρό ζώο χρησιμοποιώντας κρυογονική, ενώ στο παρόν διήγημα επιλέγεται άλλη διαδικασία. Πρόκειται για την γνωστή μας κλωνοποίηση (στη σ. 110 της συναντάμε ως "κλώνωση") που το 1983 -χρονολογία έκδοσης του βιβλίου- ανήκε ακόμα στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας. Η αείμνηστη Κίρα Σίνου, θα ήταν χαρούμενη να ακούσει τα τελευταία επιστημονικά νέα. Σε άρθρο της περασμένης εβδομάδας (για τους αγγλομαθείς εδώ στον Telegraph και εδώ στο Popular Science) διαβάζουμε ότι ερευνητές του Harvard κάνουν πραγματικότητα το πρώτο βήμα για την επιστροφή των μαμούθ: απομόνωσαν γονίδια του προϊστορικού ζώου, τα αντέγραψαν και στη συνέχεια τα εισήγαγαν στο γενετικό υλικό ενός ελέφαντα. Η λογοτεχνική φαντασία για μια ακόμη φορά θριαμβεύει!

Η συγγραφέας έχει αναφερθεί κι άλλες φορές στα μεγάλα αυτά θηλαστικά (Στη χώρα των μαμούθ), ενώ έχει επίσης θίξει το θέμα της επαναφοράς στη ζωή προϊστορικών όντων (Ο Ρινόκερος της ερήμου Γκόμπι από τις Ιστορίες της Κίρας) και αλλόκοτων πλασμάτων γενικότερα (θυμίζουμε εκείνα του Σπύρου Καντίδη στο Μεγάλο Πείραμα). Όσοι ενδιαφέρονται συγκεκριμένα για την κλωνοποίηση, μπορούν να την συναντήσουν και σε άλλα παιδικά βιβλία όπως το η γάτα που δε νιαούριζε.
Μπορεί τα μαμούθ να επιστρέψουν στη γη μετά από 4.000 χρόνια; (πηγή)
Χρήση στην Τάξη
Στο διήγημα Τα διαμάντια της μαϊμούς, ο Βαυαρός Κουρτ συναντά ένα σωρό ζώα, με τα ονόματα των οποίων θα μπορούσαμε να κατασκευάσουμε ένα κρυπτόλεξο για την πανίδα του Μειόκαινου στην Αττική: Μαϊμούδες, τριδάχτυλα ιππάρια, χαλικοθήρια, ύαινες, χελώνες, ζαρκάδια, αντιλόπες, στρουθοκάμηλοι, ρινόκεροι, καμηλοπαρδάλεις, αγριόχοιροι, πάνθηρες, ελέφαντες, δεινοθήρια, αλλά και μαχαιρόδοντα, όπως αυτά που συναντήσαμε στον έξυπνο προϊστορικό ζωγράφο του Πάνου Τσερόλα. Στις εικόνες που ακολουθούν το κρυπτόλεξο του Μειόκαινου και η λύση του.
Στο "κορίτσι με τα σαλιγκάρια" συναντάμε πολλές πληροφορίες για τα αργοκίνητα αυτά ζωάκια. Μήπως θα ήταν εύκολο να κατασκευάσουμε και στην τάξη μας μια φάρμα όπως κάνει η Κάτια στο δωμάτιό της; Εδώ μπορείτε να βρείτε πληροφορίες για το τι θα χρειαστεί για να ξεκινήσετε το δικό σας εκτροφείο σαλιγκαριών. Φαίνεται πως αν αερίζετε τακτικά το κατοικίδιό σας και του παρέχετε σωστή διατροφή (όπως π.χ. ασβέστιο για το κέλυφός του), θα σας διδάξει απλόχερα την υπομονή, τα μαθηματικά (βλ. ακολουθία Fibonacci), ενώ μπορεί να ζήσει κοντά σας μέχρι και 15 χρόνια!
Μαθαίνοντας να φροντίζουμε τα σαλιγκάρια, γινόμαστε πιο υπεύθυνοι (πηγή)

Share/Bookmark

Δευτέρα 19 Μαΐου 2014

Η γάτα που δε νιαούριζε

Υπόθεση
Η γάτα της Μαίρης είναι ηλικιωμένη και έτοιμη να φύγει από τη ζωή, κάτι που το μικρό κορίτσι δεν μπορεί να δεχτεί. Από τη μεγάλη της στεναχώρια, σταματάει να τρώει σωστά και προκαλεί μεγάλη ανησυχία στους γονείς της. Απειλεί μάλιστα τη μητέρα της, λέγοντάς της πως αν πεθάνει η γάτα, θέλει και η ίδια να πεθάνει! Η άμοιρη μητέρα προσπαθώντας να βρει μια λύση, προτείνει να αγοράσουν ένα καινούριο κατοικίδιο, όμως το κορίτσι είναι αμετακίνητο: θέλει την ίδια γάτα ακριβώς! Για καλή της τύχη, ο μπαμπάς της εργάζεται ως γενετικός επιστήμονας... όταν η μαμά του εξηγεί την κατάσταση, δέχεται να κλωνοποιήσει τη γερασμένη γάτα. Θα πετύχει άραγε το πείραμα; Και τι θα βγει από αυτό;

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Μεταίχμιο
Συγγραφέας: Λίτσα Ψαραύτη
Εικονογράφηση: Ελίζα Βαβούρη
ISBN: 978-960-455-539-0
Έτος 1ης Έκδοσης: 2003
Σελίδες: 57
Τιμή: περίπου 2 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ ή εδώ
Τάξεις: Γ', Δ', Ε'

Κριτική
Χαριτωμένη σύντομη ιστορία που συνδυάζει ζωοφιλία και τεχνολογία. Η γλώσσα είναι απλή και κατανοητή και η σύνταξη δεν θα δυσκολέψει τους μικρούς αναγνώστες. Η σελίδα 26 ωστόσο προσωπικά με μπέρδεψε, αφού δεν φαίνεται να συνδέεται ιδιαίτερα ούτε με όσα προηγούνται ούτε με όσα ακολουθούν. Χωρισμός σε κεφάλαια ή νοηματικές ενότητες δεν υπάρχει, όμως οι λέξεις δεν ξεπερνούν τις 2.500 οπότε οι αναγνώστες με κάποια εμπειρία δεν θα αντιμετωπίσουν πρόβλημα. Η εικονογράφηση είναι πλούσια, πολύχρωμη και μας μεταφέρει με ωραίο τρόπο τα συναισθήματα της πρωταγωνίστριας. Το βιβλίο πιθανότατα θα αρέσει πιο πολύ στα κορίτσια (που μπορούν να ταυτιστούν ευκολότερα με τη Μαίρη) αλλά και γενικά σε όσα παιδιά αγαπούν τις γάτες! Το προτείνουμε περισσότερο για μαθητές των μεσαίων τάξεων του Δημοτικού, χωρίς να σημαίνει ότι και λίγο μικρότεροι ή μεγαλύτεροι δεν θα μπορούσαν να το απολαύσουν.

  • Ενδιαφέρον θέμα
  • Ωραία εικονογράφηση

  • Παρεξηγήσιμα μηνύματα 
  • Επιπολαιότητα στους χαρακτήρες

Αξίες - Θέματα
Ζωοφιλία, Επιστήμη - Τεχνολογία, Απώλεια

Εικονογράφηση
Πολύχρωμη και πανταχού παρούσα, προσθέτει αξία στο κείμενο και συμβάλλει στην ευχάριστη και ξεκούραστη ανάγνωσή του.
Απόσπασμα
Τις τελευταίες μέρες η Μαίρη δεν ήθελε να φάει το πρωινό της.

- Φάε, παιδάκι μου. Δεν πρέπει να μένει άδειο το στομάχι σου, την παρακαλούσε η μαμά της.

- Δεν έχω όρεξη, μαμά. Αφού δεν τρώει η Χιονάτη μας, ούτε κι εγώ θέλω να φάω.

- Μα, η γάτα είναι άρρωστη, Μαιρούλα μου, και είναι φυσικό να μη θέλει να φάει. Εσύ όμως γιατί να μείνεις νηστική; Θ’ αρρωστήσεις…

- Δε με νοιάζει. Θέλω ν’ αρρωστήσω κι εγώ σαν τη Χιονάτη. Αν δε γίνει καλά η γάτα μας, δε θα ξαναβάλω μπουκιά στο στόμα μου, πείσμωσε η Μαίρη.

- Κοριτσάκι μου, η Χιονάτη είναι πια γριά, κι από δω και πέρα θ’ αρρωσταίνει όλο και πιο συχνά. Το είπε κι ο γιατρός που την είδε.

- Εγώ την αγαπώ κι ας έχει γεράσει. Δε θέλω όμως ν’ αρρωσταίνει, γιατί είναι άκεφη, μένει όλη μέρα ξαπλωμένη στο χαλί και δε θέλει να παίζουμε όπως πριν.

- Μαιρούλα, η Χιονάτη μπορεί ακόμα και να πεθάνει. Το ξέρεις πως, όταν γεράσουν, όχι μόνο οι άνθρωποι, αλλά και τα ζώα κάποια στιγμή πεθαίνουν.

- Όπως πέθανε και η γιαγιά;

- Ακριβώς. Η γιαγιά Μαρία ήταν ενενήντα χρονών. Όπως θα θυμάσαι, τον περασμένο χειμώνα έπαθε γρίπη και δεν άντεξε. Κι η Χιονάτη μας κοντεύει δεκάξι χρονών, και σ’ αυτή την ηλικία οι γάτες είναι πια γριές.

- Δε θέλω να πεθάνει η Χιονάτη… Αν πάθει κάτι, θα πεθάνω κι εγώ – να το ξέρεις…

- Κουτό παιδί. Θα πάρουμε μιαν άλλη γατούλα και θα παίζεις μαζί της.

- Εγώ θέλω τη Χιονάτη μου, που είναι όμορφη, έξυπνη, παιχνιδιάρα και της αρέσει να τη χαϊδεύω.

- Κι άλλα γατάκια είναι όμορφα και παιχνιδιάρικα, Μαιρούλα…

- Ναι, αλλά όχι σαν τη Χιονάτη. Δεν έχω δει καμιά άλλη γάτα που να της μοιάζει. να είναι κάτασπρη σαν το χιόνι, να έχει ένα μαύρο αστέρι στο κεφάλι της και κατάμαυρη ουρά.

- Κοριτσάκι μου, είναι αδύνατον να βρούμε γατούλα όμοια ακριβώς με τη Χιονάτη. Θέλεις να πάμε αύριο κιόλας να σου αγοράσω όποιο γατάκι διαλέξεις;

- Όχι, όχι, όχι… Άλλη γάτα δε θα φέρουμε εδώ, είπε η Μαίρη κι έβαλε τα κλάματα.

Όταν γύρισε ο μπαμπάς της Μαίρης από τη δουλειά του, εκείνη δεν πήγε να του ανοίξει την πόρτα και να του δώσει ένα φιλί στο μάγουλο, όπως έκανε κάθε βράδυ. Έμεινε κοντά στη Χιονάτη να τη χαϊδεύει και να την παρακαλεί να γίνει καλά, για να ξαναρχίσουν τα παιχνίδια τους.

Ο μπαμπάς της Μαίρης ήταν σπουδαίος βιολόγος. Εκείνη όμως δεν ήξερε τι σημαίνει να είναι κάποιος βιολόγος. Όταν τον ρωτούσε, της έλεγε ότι έκανε πειράματα.

- Και τι είναι τα πειράματα; ξαναρωτούσε γεμάτη περιέργεια. Γιατί δε φτιάχνεις κι εσύ τούρτες, μπακλαβάδες και κανταΐφια όπως ο κύριος Μιχάλης ο ζαχαροπλάστης;

- Εγώ και η επιστημονική ομάδα μου δουλεύουμε μαζί στο εργαστήριο και προσπαθούμε να βοηθήσουμε τους ανθρώπους, όταν δεν έχουν ελπίδα για ζωή.

- Δεν καταλαβαίνω…

- Είσαι μικρή ακόμη για να καταλάβεις, γιατί αυτά που κάνουμε γίνονται για πρώτη φορά στον κόσμο…

Η Μαίρη έφυγε μουτρωμένη και το βράδυ δεν κάθισε στο τραπέζι να φάει με τους γονείς της.


Σχόλιο
Μετά τις ασυγκίνητες φονικές γάτες που συναντήσαμε στον Βάρτζακ Πο, διαβάζουμε εδώ για μια γατούλα που επίσης δεν μιλάει και δεν νιώθει. Αυτή τη φορά, τη ζημιά δεν έχει κάνει κάποιο high-tech κολάρο, αλλά μια προβληματική κλωνοποίηση που της έχει στερήσει τη φωνή και τα συναισθήματα. Είναι όμως άραγε σωστό, όσοι έχουν λιγότερα συναισθήματα να απολαμβάνουν και λιγότερα δικαιώματα; Ένα μήνυμα που ίσως υποβόσκει στο κείμενο, είναι ότι δεν είναι ανάγκη να «αναλώνουμε» την αγάπη μας σε όσους δεν μας την ανταποδίδουν. Η μικρή Μαίρη, από τη στιγμή που η κλωνο-γάτα μπαίνει στο σπίτι, αρχίζει να διαπιστώνει ότι το πλάσμα από το εργαστήριο είναι κάπως αφύσικο. Δεν νιαουρίζει, δεν δείχνει χαρά ούτε λύπη ούτε θυμό, και είναι γενικά άψυχη σαν ρομποτάκι (σ.40). Το κορίτσι αρχίζει λοιπόν σιγά σιγά να απομακρύνεται από κοντά της. Αποφεύγει να την παίρνει στην αγκαλιά της και να τη χαϊδεύει (σ.43) και τελικά στρέφεται στην αδέσποτη Καρβουνίτσα, που δείχνει άξια (;) να δεχτεί την αγάπη και τη φροντίδα της. Ευτυχώς, η ηρωίδα κρατάει στο τέλος και τις δύο γάτες, σώζοντας τα προσχήματα (αλλιώς θα έπεφτε κανένας κεραυνός από τον θεό της ειδικής αγωγής να μας κάψει).

Για να μην δημιουργηθούν λοιπόν παρεξηγήσεις, καλό θα ήταν να συζητήσουμε με τα παιδιά που θα διαβάσουν το βιβλίο το πόσο απαραίτητη είναι η φροντίδα μας για όλα τα πλάσματα, ακόμα κι όταν αυτά δεν είναι σε θέση να μας ανταποδώσουν την καλοσύνη ή να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους.

Ένα άλλο μήνυμα που θα μπορούσε να παρεξηγηθεί από τους μικρούς αναγνώστες, είναι ότι η επιμονή και οι απειλές είναι ο σωστός τρόπος να κερδίσουν τα παιδιά αυτό που ζητούν από τους γονείς τους. Η Μαίρη μένει ασυγκίνητη παρά τα όσα της εξηγούν με αγάπη η μαμά και ο μπαμπάς για να την παρηγορήσουν. Δεν μεταπείθεται και συνεχίζει να δείχνει ακατάδεκτη, ακόμα και όταν της προτείνουν να αγοράσει όποιο άλλο γατάκι διαλέξει... όχι επειδή δεν θέλει να ενισχύσει τους εμπόρους κατοικιδίων, αλλά επειδή απαιτεί αποκλειστικά και μόνο τη Χιονάτη. Κάποιοι θα μπορούσαν να θεωρήσουν ότι η επιμονή της «κακομαθημένης» μικρής είναι απλώς μια σύμβαση που εξυπηρετεί το μύθο, καθώς όμως η αδιαλλαξία αυτή επιβραβεύεται, η συμπεριφορά της μπορεί να αποτελέσει κακό παράδειγμα.

Και η μητέρα της Μαίρης, άλλωστε, στην προσπάθειά της να πείσει τον μπαμπά να υποχωρήσει, χρησιμοποιεί αντίστοιχη μέθοδο: Λέει τα ίδια ξανά και ξανά (σελ. 17, 23, 25), άλλοτε ευγενικά και άλλοτε σε τόνο επιτακτικό «Πάρε τη Χιονάτη στο εργαστήριο και κάνε αυτό που σπούδασες στο πανεπιστήμιο» (σ.25), ώσπου με τα πολλά (βλ. μουρμούρα;), καταφέρνει να τον πείσει. Αργότερα, από τη μία αναγνωρίζει το λάθος της (σ.42) και από την άλλη βρίσκει τρόπο να «βγει από πάνω», επισημαίνοντας Καλά και άγια όσα λες, αλλά εσείς οι επιστήμονες δε σκέφτεστε ότι τέτοια πειράματα είναι επικίνδυνα; (σ.46). Ωστόσο, η μαμά δεν είναι ο μόνος χαρακτήρας που παλινδρομεί, αφού και ο ίδιος ο σύζυγος - επιστήμονας (παρά τα θεωρητικά χρόνια σπουδών και πειραμάτων) εμφανίζεται κλονισμένος και μεταμελημένος, δηλώνοντας «μόνο ο Δημιουργός χαρίζει ζωή στα πλάσματά του».
Χρήση στην Τάξη
Τα παιδιά της Γ'-Δ' Δημοτικού είναι μικρά για να καταλάβουν τι ακριβώς είναι και με ποιες μεθόδους πραγματοποιείται η κλωνοποίηση -και εμείς οι εκπαιδευτικοί πιθανότατα άσχετοι για να τους το εξηγήσουμε. Θα ήταν όμως χρήσιμο να ξεκινήσουμε στην τάξη μια συζήτηση για τις ευκαιρίες και τους κινδύνους που συνοδεύουν την τεχνολογία δημιουργίας γενετικών αντιγράφων. Αυτό που διαβάζουμε στην ιστορία σύντομα θα καταστεί τεχνικά εφικτό, θα μπορεί δηλαδή να γίνει πραγματικότητα. Σημαίνει όμως τούτο αυτόματα και ότι θα πρέπει να συμβεί; Ποια είναι άραγε τα οφέλη και τα ηθικά διλήμματα που συνοδεύουν την κλωνοποίηση; Στις φωτογραφίες κάτω από την παράγραφο, βλέπουμε την Doly, το πρόβατο που κατασκευάστηκε το 1996 και τον Dewey, το ελαφάκι που κλωνοποιήθηκε το 2003 (Πηγή). Πώς θα μας φαινόταν η ιδέα να μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα ή περισσότερα ακριβή αντίγραφα του εαυτού μας, των συγγενών ή των φίλων μας; Και πώς άραγε θα ένιωθαν τα ίδια τα αντίγραφα; Θα άρεσε σε εμάς να μάθουμε ότι είμαστε το αντίγραφο κάποιου άλλου ανθρώπου;

Επειδή αυτή την εποχή είναι δύσκολο να πραγματοποιήσουμε γενετικά πειράματα στην τάξη (έχει χαλάσει ο ανεμιστήρας οροφής), μπορούμε να ασχοληθούμε με κλωνοποίηση μέσω χαρτοκοπτικής! Θυμόμαστε όλοι πώς φτιάχνουμε αλυσίδες με ανθρωπάκια από χαρτόνι; Αν όχι, το ακόλουθο βιντεάκι μπορεί να βοηθήσει.

Share/Bookmark