Δευτέρα 25 Ιουλίου 2011

Εγώ κι η Κλάρα και τ'αλογάκι ο Βελουδίνος

Υπόθεση
Ο πεντάχρονος Κλάους και η λίγο μεγαλύτερη αδελφή του Κλάρα, μπαίνουν διαρκώς σε μπελάδες και σκαρώνουν σκανδαλιές αναστατώνοντας τους γονείς τους. Ο τόμος αποτελείται από 12 αυτόνομες ιστοριούλες και μια κύρια περιπέτεια τεσσάρων κεφαλαίων που χαρίζει και το όνομά της στο βιβλίο. Σε αυτή, τα δύο αδέλφια γνωρίζουν τον Βελουδίνο, ένα ήσυχο αλογάκι, που του αρέσει να τρώει ψάθινα καπέλα, αλλά δεν δέχεται με τίποτα να τον καβαλήσουν. Θα καταφέρουν άραγε τα παιδιά να μηχανευτούν μια λύση για να πάνε βόλτα επάνω στο πόνι;

Χαρακτηριστικά 
Εκδότης: Ψυχογιός
Συγγραφέας: Ντιμίτερ Ινκιόφ (Димитър Янакиев Инкьов)
Μετάφραση: Ρένα Καρθαίου, Μάριος Λάκων - Στελλάκης
Εικονογράφηση: Τράουντι και Βάλτερ Ράινερ
ISBN: 960-7021-37-1
Τίτλος πρωτοτύπου: Ich und Klara und das Pony Balduin
Έτος 1ης Έκδοσης: 1978 (στα ελληνικά 1984)
Σελίδες: 124
Τιμή: περίπου 4 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: A’, B

Κριτική
Το τέταρτο βιβλίο της σειράς «Εγώ κι η Κλάρα» που μαζί με την αντίστοιχη «η αδελφή μου Κλάρα» μετρούν περίπου 40 τίτλους στη Γερμανία, από τους οποίους οι 20 κυκλοφορούν και στη χώρα μας, από διάφορους εκδοτικούς οίκους. Οι ιστορίες των δύο μικρών πρωταγωνιστών είναι χαριτωμένες και διατηρούν έναν αέρα αυθεντικής παιδικής αφέλειας.

Η γραφή είναι πολύ απλή και η μετάφραση συντηρεί τη ζωντάνια στο κείμενο, στοιχεία που θα βοηθήσουν τους μικρούς αναγνώστες να κατανοήσουν εύκολα την ιστορία. Η έκταση των κεφαλαίων συνήθως δεν ξεπερνάει τις 4-5 σελίδες, και τα γράμματα είναι μεγάλα, ώστε να διαβάζονται ξεκούραστα. Η εικονογράφηση ωστόσο είναι ασπρόμαυρη, αρκετά παλιομοδίτικη (θυμίζει έντονα τα πολωνικά κινούμενα σχέδια Bolek και Lolek) και όχι παρούσα σε κάθε σελίδα, όπως ίσως θα προτιμούσαν οι αναγνώστες 6-7 ετών.

Το βιβλίο προτείνεται κυρίως σε παιδιά Α’ και Β’ τάξης, χωρίς ωστόσο να σημαίνει ότι και παιδιά της Γ’ δεν θα μπορούσαν να το απολαύσουν. Η οπτική γωνία του ήρωα, πιθανόν να επιτρέψει περισσότερο στα αγόρια να ταυτιστούν μαζί του.

Παρότι έχουν περάσει αρκετές δεκαετίες από τη συγγραφή του βιβλίου και οι καιροί έχουν αλλάξει ανεπιστρεπτί, τα παιδιά της γενιάς του playstation δεν θα βρουν το βιβλίο πολύ απομακρυσμένο από το σήμερα. Και αυτό γιατί η αυθεντικότητα στη γραφή του Ινκιόφ και η αφήγηση σε ένα εγωκεντρικό πρώτο πρόσωπο, μεταφέρουν με αμεσότητα τον αναγνώστη στη θέση του μικρού ήρωα· κυρίως όμως, επειδή στην ηλικία των πέντε χρόνων τα παιδιά δεν έχουν απορροφηθεί ακόμα από την εικονική πραγματικότητα των σύγχρονων ηλεκτρονικών παιχνιδιών, αλλά συνεχίζουν να ανακαλύπτουν τον (πραγματικό) κόσμο όπως παλιά… ώσπου τουλάχιστον οι γονείς να αποφασίσουν να τα παρκάρουν μπροστά στην τηλεόραση ή σε κάποιον υπολογιστή.

Όσο λοιπόν τα παιδιά εξακολουθούν να παίζουν κρυφτό και να παλεύουν μεταξύ τους, θα μπορούν να βρουν κοινά σημεία με τους πρωταγωνιστές του Ινκιόφ. Πολύ πιθανόν μάλιστα εκτός από ψυχαγωγία, το ανάγνωσμα να τους προσφέρει και κάποιο βάθος στον τρόπο που σκέφτονται και ενεργούν, καθώς οι δύο ήρωες πειραματίζονται διαρκώς και μαθαίνουν πριν από εμάς για μας, ακολουθώντας τη μέθοδο της δοκιμής και του λάθους.

Αξίες - Θέματα
Χιούμορ

Εικονογράφηση

Απόσπασμα 
Μια μέρα με έπιασε η Κλάρα και μου είπε:

- Πρέπει κι οι δύο να δούμε με ποιους θα παντρευτούμε όταν μεγαλώσουμε.
- Εντάξει, είπα εγώ, ας το σκεφτούμε.

Αρχίσαμε κι οι δύο να συλλογιζόμαστε. Σε λίγο εγώ φώναξα:

- Βρήκα ποιον θα παντρευτώ. Θα πάρω εσένα.
- Αυτό δε γίνεται, είπε η Κλάρα φουρκισμένη. Αδερφός και αδερφή δεν παντρεύονται. Αυτό στο έχω ξαναπεί.
- Καλά, είπα εγώ, τότε θα παντρευτώ τη μαμά κι εσύ να πάρεις τον μπαμπά.
- Ούτε αυτό γίνεται.
- Και γιατί δε γίνεται;
- Γιατί είναι κιόλας παντρεμένοι.
- Και με ποιον είναι παντρεμένοι;
- Σήμερα, καημένε, είσαι ντιπ κουτός. Είναι παντρεμένοι μεταξύ τους.
- Μπα!

Εξακολούθησα λοιπόν, να συλλογίζομαι και να ψάχνω.

- Ε, τότε θα παντρευτώ τη γιαγιά, είπα στο τέλος.
- Άκου πράγματα! Και ποια θα έχεις για γιαγιά; Μήπως εμένα;

Αυτό που έλεγε η Κάρα ήταν σωστό. Ποτέ δε φαντάστηκα πως είναι τόσο δύσκολο πράγμα να βρεις κάποιον για να τον παντρευτείς. Αλλά ξαφνικά το βρήκα.

- Θα παντρευτώ τη φίλη σου την Πετρούλα!
- Την Πετρούλα;
- Ναι, την Πετρούλα, γιατί μυρίζει πάντα τόσο όμορφα.
- Αν θέλεις την Πετρούλα πρέπει να κερδίζεις πολλά χρήματα, γιατί η Πετρούλα μεταχειρίζεται αρώματα κι αρώματα. Και θα πρέπει όλο να της αγοράζεις.
- Θα της αγοράζω όσα θέλει, είπα εγώ.
- Κι εγώ θα γίνω κουμπάρα σας.
- Εντάξει. Εσύ θα γίνεις κουμπάρα μας.

Τώρα το ζήτημα του γάμου είχε πια κανονιστεί. Μόνο η Πετρούλα δεν ήξερε τίποτα γι’ αυτή την υπόθεση. Η Κλάρα κι εγώ πήγαμε τώρα να παίξουμε και η Κλάρα σε λίγο είχε ξεχάσει ολότελα τις παντρειές. Εγώ όμως όχι.

Όλη την ώρα συλλογιζόμουν πώς θα ρωτήσω την Πετρούλα αν θέλει να με παντρευτεί.

«Αν μυρίζει τόσο ωραία», συλλογιζόμουν, «πρέπει να μυρίζω κι εγώ ανάλογα», και στο άψε-σβήσε πήγα και περιλούστηκα με την κολόνια του ξυρίσματος του μπαμπά.

Η Πετρούλα, όμως δυστυχώς ποτέ δεν το πρόσεχε. Μόνο μια φορά είπε:
- Ποιος σκυλοβρωμάει εδώ μέσα;
Αυτό με πίκρανε πάρα πολύ.

Ύστερα θέλησα να παλέψω με την Πετρούλα για να δείξω πόσο δυνατός είμαι.
Αλλά εκείνη δεν ήθελε να παλέψει.

Συλλογιζόμουν, λοιπόν, τι πρέπει να κάνω για να με προσέξει. Σκαρφάλωσα γι’ αυτή τρεις φορές επάνω στο ντουλάπι της κουζίνας και πήδησα κάτω. Η Πετρούλα γούρλωσε τα μάτια της και ρώτησε την Κλάρα:
- Τι έπαθε τούτος σήμερα;
- Δεν ξέρω, είπε η Κλάρα. Έτσι άγριος είναι εδώ και μερικές μέρες.
- Δεν είμαι άγριος! Δεν είμαι άγριος! φώναξα εγώ και ξαναπήδησα άλλες δυο φορές από το ντουλάπι της κουζίνας. Ντουλαποάλμα εις βάθος! Μπορώ να πηδήξω κι από΄δέντρο! Θέλετε να σας δείξω;
- Όχι.
- Γιατί όχι;
- Γιατί έχουμε να μελετήσουμε.

Έβγαλαν, λοιπόν, τα τετράδια της αριθμητικής τους κι άρχισαν να γράφουν. Κάθισα λίγο και τις παρακολουθούσα, αλλά τότε ξαφνικά μου ήρθε μια σούπερ ιδέα. Δίπλα μου ήταν η σάκα της Πετρούλας και μέσα είχε όλα τα τετράδια του σχολείου. Αν τα γεμίσω με κόκκινες καρδούλες, συλλογίστηκα, τότε θα καταλάβει αμέσως ότι αργότερα θα θέλω να την παντρευτώ και ότι θα της αγοράζω αρώματα με το κιλό.

Έβγαλα κρυφά τα τετράδιά της μέσα από τη σάκα και περπατώντας στις μύτες των ποδιών μου χάθηκα στο καθιστικό δωμάτιο. Κι εκεί άρχισα τη ζωγραφική! Έφτιαξα μεγάλες κατακόκκινες καρδιές σε όλες τις σελίδες. Είχα βάλει τα δυνατά μου, παντού καρδούλες, όμορφες κόκκινες καρδούλες.

Όταν τελείωσα πήγα κρυφά και έβαλα ξανά τα τετράδια της Πετρούλας μέσα στη σάκα της και περίμενα με αγωνία να ακούσω τι θα πει όταν τα δει. Δυστυχώς όμως δεν τα είδε, γιατί έβαλε μέσα βιαστικά το τετράδιο της αριθμητικής της κι έφυγε για το σπίτι της.

Όταν την άλλη μέρα γύρισαν μαζί με την Κλάρα από το σχολείο, ήταν κι οι δυο πολύ συγχυσμένες.

- Τι σας συμβαίνει, καλέ; τις ρώτησα.
- Για φαντάσου, είπε η Κλα΄ρα, κάποιος βλάκας ζωγράφισε και γέμισε το τετράδιο της Πετρούλας με κόκκινα μήλα. Τώρα όλα τα τετράδιάτ ης είναι για πέταμα.

Η Πετρούλα βαριαναστέναξε θυμωμένη:
- Αν τον πιάσω, θα τον σπάσω στο ξύλο.

Είχα γίνει έξω φρενών όταν άκουσα για μήλα. Ακούς εκεί κόκκινα μήλα!
- Αυτά τα λέτε εσείς κόκκινα μήλα;
- Πώς θέλεις να τα πούμε;
- Αυτά είναι καρδιές! Όμορφες κόκκινες καρδιές! Κι ο πιο ηλίθιος μπορεί αυτό να το καταλάβει. Ε, λοιπόν, δε θα σε παντρευτώ ποτέ, ποτέ! Στο λέω να το ξέρεις!


Share/Bookmark

Δευτέρα 18 Ιουλίου 2011

Ουφ! Οι απίθανες ιστορίες του Άρη

Υπόθεση
Ο οκτάχρονος Άρης ζει σε μια μικροαστική οικογένεια, με έναν πατέρα υψηλό στέλεχος (τόσο υψηλό που δεν ασχολείται μαζί του), μια μητέρα ελαφρώς σνομπ και τον πιστό του σκύλο Έντι. Το σκηνικό συμπληρώνουν μια τηλεορασόπληκτη γιαγιά που απέχει από τα τεκταινόμενα, ένας γλυκύτατος παππούς που πάντα είναι κοντά του και τον συμβουλεύει, και ένας θείος - πρότυπο ανεξαρτησίας. Στο βιβλίο θα συναντήσουμε διάφορες περιπέτειες από την καθημερινότητα αλλά και τη φαντασία του μικρού, που θα μας μεταφέρουν την ιδιαίτερη οπτική του για τον κόσμο μας.

Χαρακτηριστικά 
Εκδότης: Πατάκης
Συγγραφέας: Χρήστος Μπουλώτης
Εικονογράφηση: Φωτεινή Τίκκου
ISBN: 978-960-16-3999-4
Έτος 1ης Έκδοσης: 2011
Σελίδες: 153
Τιμή: περίπου 12 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Δ’, Ε’, Στ’

Κριτική
Ο πολυβραβευμένος Χρήστος Μπουλώτης ξαναχτυπά, αυτή τη φορά με μια σύνθεση από χαριτωμένες αυτοτελείς ιστοριούλες. Βαδίζοντας στα χνάρια του Μικρού Νικόλα και με επιρροές από διάφορες σχολές (οι φανταστικές ιστορίες π.χ. παραπέμπουν σε Ροντάρι), μας δίνει περίπου είκοσι περιπέτειες, κάποιες ιδιαίτερα εμπνευσμένες και άλλες λιγότερο. Το κλίμα ωστόσο που διαμορφώνεται από την ανάγνωση του βιβλίου συνολικά είναι ανάλαφρο και ευχάριστο και τα παιδιά πάντα το απολαμβάνουν..

Η πένα του συγγραφέα γράφει χαριτωμένα και με αρκετή σαφήνεια, οπότε δεν θα κουράσει τους νεαρούς μας φίλους. Προσωπικά όμως, θεωρώ ότι το συγκεκριμένο ύφος γραφής (φαινομενικά αθώο, αλλά με βάθος λεξιλογίου και πολυπλοκότητα σκέψης) ίσως να έχει μεγαλύτερη απήχηση σε ενήλικους αναγνώστες, οι οποίοι θα μπορέσουν να συλλάβουν την υποβόσκουσα ειρωνεία και να εκτιμήσουν την έμμεση κοινωνική κριτική. Πιθανόν λοιπόν να πρόκειται για ένα βιβλίο που δεν θα το ανακαλύψουν πρώτα οι "μικροί", αλλά θα τους το προτείνουν οι "μεγάλοι".

Η μικρή έκταση των περισσοτέρων κεφαλαίων (3 με 7 σελίδες το πολύ) και το μεγάλο διάστιχο ανάμεσα στις γραμμές, επιτρέπουν μια ξεκούραστη ανάγνωση. Το ίδιο και οι διάλογοι που είναι ζωντανοί και σχετικά ρεαλιστικοί, στα πλαίσια τουλάχιστον που επιτρέπουν οι χαρακτήρες – καρικατούρες και το επιθεωρησιακό σκηνικό στο οποίο τοποθετεί την οικογένεια του πρωταγωνιστή ο συγγραφέας.

Η εικονογράφηση είναι έξυπνη, σε μοντέρνα γραμμή και αποτελείται από σχέδια και γραφικά με μεικτές τεχνικές. Με την παρουσία δίχρωμων (μαύρο – πορτοκαλί) σκίτσων κάθε δύο τρεις σελίδες, το μάτι ξεκουράζεται και οι αναγνώστες κατανοούν ευκολότερα τις καταστάσεις. Τις περισσότερες φορές οι εικόνες είναι απλώς διακοσμητικές, σε κάποιες όμως περιπτώσεις γίνονται πιο ενδιαφέρουσες και προσθέτουν γέλιο στις ιστορίες, όπως στην περιπέτεια με τις κουτσουλιές.

Γενικά η έκδοση είναι αρκετά προσεγμένη, κάτι στο οποίο προσθέτει και το σκληρό εξώφυλλο. Τα στοιχεία αυτά ωστόσο, σε συνδυασμό και με την έντονη προβολή ή το όνομα του δημιουργού, ανεβάζουν την τελική τιμή, που ίσως είναι λίγο τσιμπημένη για βιβλίο παιδικής λογοτεχνίας, ειδικά σε καιρούς κρίσης.

Το ανάγνωσμα προτείνεται σε παιδιά Δ’, Ε’ και Στ’ τάξης, και πιστεύουμε ότι περισσότερο θα το συμπαθήσουν τα αγόρια που δεν έχουν πολύ χρόνο με τους γονείς τους, καθώς θα μπορούν να ταυτιστούν ευκολότερα με τον πρωταγωνιστή.

Θεωρητικά πρόκειται για ένα αψεγάδιαστα σχεδιασμένο προϊόν που θα τους ευχαριστήσει όλους: μικρούς, μεγάλους, ανέμελους, προβληματισμένους…

Είναι σύγχρονο, με αναφορές στην οικονομική κρίση και τις ταινίες του Spiderman· κοινωνικά ευαίσθητο, με μισή ιστορία αφιερωμένη στη δυσλεξία του ήρωα· πολιτικά ορθό, αφού χτυπάει τον ρατσισμό (μαμά) και αγαπάει τη διαφορετικότητα (μινώταυρος)· χωρίς αντιπάθειες, καθώς παρότι ο πρωταγωνιστής πανηγυρίζει ντυμένος με το κασκόλ του, δεν μας αναφέρεται ποια ποδοσφαιρική ομάδα υποστηρίζει· καταναλωτικό, αφού διαφημίζει την καλοζωία, το playstation του ήρωα και την BMW μηχανή του θείου Στέφανου· αλλά ταυτόχρονα και ανατρεπτικό, αφού αγαπάει τα μαύρα πρόβατα και τους χειμερινούς κολυμβητές.

Προσωπικά το βρήκα πολύ συμπαθητικό, αλλά χωρίς να θέλω να το αδικήσω, δεν το λάτρεψα. Ίσως να φταίει η επιτηδευμένη αφέλεια που διακρίνεται ιδιαίτερα στο ξεκίνημα, στην προσπάθεια να αποδοθεί το ύφος του μικρού πρωταγωνιστή. Ίσως τα αντικρουόμενα μηνύματα που προβάλλονται, ή κάποιες μικροαστοχίες στο κείμενο (όταν π.χ. γίνεται αναφορά στο μάθημα της χημείας που -δεν- διδάσκεται στην Ε’ Δημοτικού). Ίσως και να φταίει "ο φύλακας στη σίκαλη" που διάβασα πρόσφατα και μου ψιθυρίζει ότι δεν του αρέσει η υπερβολική ορθότητα.

Πάντως τα παιδιά της τάξης το καταδιασκέδασαν και σίγουρα όλο και κάτι κέρδισαν από την ανάγνωση αυτού του βιβλίου, είτε από την ανατρεπτική οπτική του ήρωα, είτε σε σχέση με τα θέματα στα οποία ο βαθυστόχαστος παππούς (ο χαρακτήρας που προσωπικά συμπάθησα περισσότερο) συμβουλεύει τον μικρό Άρη. Ας μη ζητάμε και τον ουρανό με τ' άστρα από ένα βιβλίο γραμμένο να μας προσφέρει διασκέδαση.

Αξίες - Θέματα
Οικογένεια, Διαφορετικότητα, Φαντασία, Ρατσισμός.

Εικονογράφηση


Απόσπασμα 
Κάθε πράγμα έχει και τη μαϊμού του.
Κι αν ένα πράγμα είναι ακριβό,
η μαϊμού του τότε σου έρχεται πολύ πιο φτηνή.
Κι είναι πράγματα που δεν μπορείς καθόλου να τα ξεχωρίσεις
απ’ τις μαϊμούδες τους, γιατί οι μαϊμούδες ξέρουνε πολύ καλά να ξεγελάνε.

Οι κροκόδειλοι, π.χ., έχουν πολλές μαϊμούδες.
Λέω για τους μικρούς πράσινους κροκόδειλους
πάνω στα μπλουζάκια που φοράει το καλοκαίρι
ο μπαμπάς μου κι ένα σωρό ακόμη κύριοι
απ’ αυτούς που έχουν συνήθως ωραία αυτοκίνητα.
Έχω κι εγώ τέτοια μπλουζάκια.
Είδα όμως και τον κύριο Οδυσσέα τον μανάβη
μας με έναν πράσινο κροκόδειλο ολόιδιο με του μπαμπά μου.

Κάποια στιγμή το είπα στη μαμά και τότε εκείνη μου είπε
πως αδύνατον, δεν μπορεί να είναι γνήσιος κροκόδειλος, αλλά μαϊμού.

«Τι μαϊμού, καλέ μαμά, αφού ήταν κροκόδειλος, σου λέω, σαν του μπαμπά».

«Ναι, αλλά κροκόδειλος-μαϊμού» επέμεινε η μαμά εκνευρισμένη.
«Πάει χάλασε ο κόσμος. Γέμισε ο τόπος με μαϊμούδες».

«Ε, και…; Είναι κακό αυτό δηλαδή;»

«Και βέβαια είναι»

Και μου εξήγησε πως, έτσι όπως μπαίνουν στη μέση οι μαϊμούδες, μπερδεύονται πια οι φτωχοί με τους πλούσιους. Και τότε εγώ σκέφτηκα πως, να, πάλι της ξαναβγήκε το ρατσιστικό της μαμάς μου, όπως τη μέρα που μου δήλωσε πως δε θέλει ο Έντι μας να κάνει κουταβάκια με τη Λία, τη σκυλίτσα του κυρίου Οδυσσέα του μανάβη. Είναι όμως και πολύ ψηλομύτα η μαμά μου κι όλο θέλει να μεγαλοπιάνεται. Και της αρέσει να ξοδεύει τα λεφτά του μπαμπά μου στις πιο ακριβές μάρκες.

Ο Ευθύμης φοράει ένα ρολόι-μαϊμού, που είναι ολόιδιο με αυτό που δεν είναι μαϊμού και λέει ακριβώς την ίδια ώρα, γιατί η ώρα δεν καταλαβαίνει από μαϊμούδες. Εμένα, πάντως, δε με πειράζουνε καθόλου οι μαϊμούδες. Κι ούτε με πολυνοιάζει αν αυτό που φοράω είναι ακριβή μάρκα.

Μια φορά η μαμά μου την πάτησε πολύ. Ήταν τότε στη γιορτή της, που η κολλητή της φίλη της έφερε για δώρο μια ωραία τσάντα, που ήταν πολύ γνωστή μάρκα. Κι η μαμά μου τρελάθηκε από χαρά κι όλο καμάρωνε να την κρατά, ώσπου μια άλλη φίλη της, που αυτηνής τίποτα δεν της ξεφεύγει και χώνει τη μύτη της παντού, της είπε πως ντροπή να κυκλοφορεί με τσάντα – μαϊμού. Κόντεψε να πάθει συγκοπή η μαμά μου. Την πέταξε αμέσως στα σκουπίδια κι από τότε δεν ξαναμίλησε στη φίλη που της την είχε φέρει δώρο.

Κι έτσι συμπέρανα εγώ πως τα δώρα – μαϊμούδες καμιά φορά χαλάνε και φιλίες. Με το πάθημα της μαμάς μου όμως το ευχαριστήθηκα. Της είπα κι από πάνω:

«Γιατί, καλέ μαμά, την πέταξες την τσάντα, αφού ήταν απίθανη μαϊμού;».

«Εσύ να κοιτάς τη δουλειά σου. Παθαίνω αλλεργία με τις μαϊμούδες».

Τελικά, δεν ξέρω αν ο κροκόδειλος πάνω στο μπλουζάκι του κυρίου Οδυσσέα είναι μαϊμού. Κι ούτε που έχει σημασία δηλαδή. Οι φράουλές του, πάντως, είναι αληθινά βιολογικές κι όχι μαϊμούδες.

Καμιά φορά όμως σκέφτομαι πως τώρα με την οικονομική κρίση, που όλοι θα γίνουμε φτωχότεροι, μπορεί και οι μαϊμούδες να έχουν τις μαϊμούδες τους.
Και θα έχει πολλή πλάκα τότε.

Share/Bookmark

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2011

Αγάπες τηγανητές


Υπόθεση
Με λένε Τίνα. Για τους φίλους, Πατατίνα. Για τον ζηλιάρη αδερφό μου Στριγκλοπατάτα. Δεν κοιτάει τα μούτρα του καλύτερα; Κάθε μέρα το ίδιο πρόβλημα: Τι να φάω; Τηγανητές πατάτες ή πατατοκροκέτες; Πατατοτηγανίτες ή πατατοσαλάτα; Η ζωή είναι γεμάτη διλήμματα όταν είσαι μια φανατική πατατοφάγος. Και μάλιστα με πατέρα Έλληνα και μητέρα Γερμανίδα. Που σημαίνει ότι πρέπει ν’ ανέχεσαι τη θεία Ξανθίππη, τη γεροντοκόρη αδερφή του μπαμπά, να πετάει τη σπόντα όποτε τσακωνόσαστε: «Μη μου αυθαδιάζεις εμένα. Εδώ είναι ελληνικό σπίτι. Δε θα μας επιβάλεις εσύ γερμανικά συστήματα, εντάξει;» Παίρνεις, λοιπόν, κάποιο πρωί τα «γερμανικά σου συστήματα» στην παραφορτωμένη σου βαλίτσα και ξεκινάς να επισκεφθείς τον άρρωστο παππού σου στο Αμβούργο. Και τι ανακαλύπτεις εκεί; Μια ξαδέρφη κι έναν ξάδερφο, οικογενειακά μυστικά, μεγάλους έρωτες και πονεμένες ιστορίες, κι όλα, ψέματα και αλήθειες, μπερδεύονται γλυκά στο κεφάλι σου, σερβιρισμένα με λαχταριστές πατατούλες. Α, η υπόθεση σηκώνει μαγείρεμα! «Τι μαγειρεύεις, Τίνα;» σε ρωτάνε όλοι με περιέργεια. «Αγάπες τηγανητές». Με μπόλικη τύχη!

Χαρακτηριστικά 
Εκδότης: Κέδρος
Συγγραφέας: Λένα Μερίκα
ISBN: 978-960-04-2193-4
Έτος 1ης Έκδοσης: 2002
Σελίδες: 138
Τιμή: περίπου 7 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Στ’

Κριτική
Μια διασκεδαστική οικογενειακή ιστορία, που ξεκινάει σαν χρονογράφημα, περνάει από μια φάση κεκαλυμμένου τσελεμεντέ και καταλήγει σαν ταινία του παλιού ελληνικού κινηματογράφου!

Το ύφος είναι ανάλαφρο σαν το λαχανί εξώφυλλο του βιβλίου, και η γραφή απλή και κατανοητή. Οι χαρακτήρες είναι ολοκληρωμένοι και πιστοί στα αξιακά τους σύνολα (οι όποιες αλλαγές δεν ξαφνιάζουν τον αναγνώστη), και η γλώσσα που χρησιμοποιούν μοιάζει αρκετά καθημερινή, ακόμα και όταν δέχεται κάποιες λόγιες επιρροές. Οι διάλογοι είναι έξυπνοι, ρεαλιστικοί -σίγουρα εντός ελληνικής πραγματικότητας- και προσθέτουν στη ζωντάνια του κειμένου.

Εικονογράφηση δεν υπάρχει, αλλά έτσι κι αλλιώς, η ιστορία απευθύνεται σε μαθητές μεγαλυτέρων τάξεων. Το διάβασμα γίνεται ξεκούραστα, καθώς τα κεφάλαια είναι πολύ μικρής έκτασης (1-4 σελίδες) και οι αποστάσεις ανάμεσα στις γραμμές αραιωμένες,

Με την ιστορία θα ταυτιστούν ευκολότερα μαθήτριες από δίγλωσσες οικογένειες, ή εκείνες που ενδιαφέρονται γενικά για το μαγείρεμα ή ιδιαίτερα για την ελληνική ή γερμανική κουζίνα. Το βιβλίο προτείνεται κυρίως σε παιδιά Στ’ τάξης καθώς η πρωταγωνίστρια είναι ήδη στην εφηβεία.

Αν και σε κάποια σημεία προς τη μέση του βιβλίου, ο όγκος των συνταγών ίσως κουράσει κάποιους αναγνώστες (προσωπικά έναν κορεσμό τον ένιωσα), η λογοτεχνία και η μαγειρική μπλέκονται με πολύ ευχάριστο τρόπο σε αυτή τη χαριτωμένη ιστορία. Πρόκειται χωρίς άλλο για έναν μικρό θρίαμβο της τέχνης της κουζίνας, που όντας έτσι κι αλλιώς στη μόδα τα τελευταία χρόνια, καταφέρνει να φτάσει μέχρι και στο ράφι της παιδικής λογοτεχνίας.

Η ιστορία ωστόσο δεν κινείται σε ένα μόνο επίπεδο. Έτσι, εκτός από κάποιες χαριτωμένες ιδέες για πρωτότυπα πιάτα που μπορεί να συναντήσει ο αναγνώστης, θα έχει και την ευκαιρία να μπει στο πετσί ενός δίγλωσσου παιδιού· ενός παιδιού συγκεκριμένα, που μοιράζει την καρδιά του ανάμεσα σε δύο κουλτούρες, αρκετά μάλιστα ανταγωνιστικές, ώστε καθεμιά να διεκδικεί για λογαριασμό της ολόκληρη την καρδιά του και να το βασανίζει με τον τρόπο της. Αντίστοιχο θέμα πραγματεύεται και το Ο Χιονάνθρωπος πήρε τη μαμά, της Βούλας Μάστορη.

Πολύ θετικό είναι κατά τη γνώμη μου το γεγονός, ότι στην ιστορία αυτή δεν υιοθετείται η οπτική άσπρο – μαύρο, αλλά όλοι μοιάζουν να δικαιούνται μια λωρίδα γης κάτω απ’ τον ήλιο, άνθρωποι και θεωρίες. Και όλα γίνονται τελικώς αποδεκτά, μέσα από το πρίσμα της αγάπης.  Ακόμα και η εμμονή σε παραδοσιακές αξίες για παράδειγμα, που προσωποποιείται στον χαρακτήρα της θείας Ξανθίππης, σε άλλα σημεία του βιβλίου στηλιτεύεται και σε άλλα δικαιώνεται, όπως άλλωστε συμβαίνει και στη ζωή. Γι’ αυτό και θεωρώ ότι το ανάγνωσμα τούτο, παρότι μπορεί να έχει λίγο απλοϊκή κατάληξη, δεν είναι απλουστευτικό στο σύνολό του και όντως έχει κάτι να προσφέρει στους αναγνώστες που θα ασχοληθούν μαζί του. Στη χειρότερη περίπτωση, θα τους δώσει μια ιδέα για το πώς μέσα από την αγαπημένη τους ασχολία, μπορούν να προσεγγίσουν τα προβλήματά τους και να τα δουν διαφορετικά.

Αξίες - Θέματα
Αγάπη, Οικογένεια, Μαγειρική.

Εικονογράφηση


Απόσπασμα 
Με λένε Τίνα –από το Σταματίνα, το κανονικό όνομα της γιαγιάς Στάμως, ή Τιτίνας, όπως προτιμά η ίδια να την αποκαλούν αφότου έγινε Αθηναία, εδώ και τριάντα χρόνια.

Ο θείος μου ο Ντίνος με φωνάζει Ματίνα, επειδή το χαμόγελό μου εκπέμπει, λέει, ένα πρωινό μεσογειακό φως. Αμέσως μετά σπεύδει να εξηγήσει στους παρισταμένους ότι «ματίνα» σημαίνει στα ιταλικά το «πρωί»και ότι ο ίδιος έχει σπουδάσει στη Μπολόνια. Η θεία μου η Ξανθίππη παρατηρεί ότι  είναι καλύτερα να με λέει Τίνα, για να μη με μπερδεύουν με την ξαδέλφη μου τη Ματίνα, που πρόλαβε να καπαρώσει πρώτη το ηλιοφώτιστο όνομα. Έλα όμως που αν ο θείος ο Ντίνος συμμορφωθεί με την υπόδειξη της θείας Ξανθίππης, θα χάσει μια καλή ευκαιρία να προβάλει την ευρωπαϊκή του παιδεία! Έτσι συνεχίζει αυτός το βιολί του, συνεχίζει κι εκείνη να τον διορθώνει, και πάει λέγοντας.

Αυτά συμβαίνουν από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Κάποια φορά, θα ‘μουνα δε θα ’μουνα  δύο χρονών, ο μπαμπάς μου βρήκε τη σολομώντεια λύση: Ας ρωτήσουμε επιτέλους το παιδί πώς θέλει να το φωνάζουμε», είπε. «Πώς θες να σε λέμε, μπέμπα; Τίνα ή Ματίνα;» ρώτησε μελιστάλαχτα ο παππούς Χρίστος, που ασφαλώς δεν περίμενε να πάρει απάντηση στο ερώτημά του. «Πατατίνα!» τους αποστόμωσα όλους εγώ, απ’ ό,τι μου λένε, γιατί δε θυμάμαι βέβαια τη σκηνή.

Η μαμά μου ισχυρίζεται ότι με το «πατατίνα» που εκστόμισε το βλαστάρι της δεν επέλεξε όνομα, αλλά εξέφρασε απλώς την απαίτησή του να φάει μια τηγανητή πατάτα απ’ την πιατέλα που κρατούσε η θεία Ξανθίππη. Ποιος την άκουγε, όμως; Από την ημέρα εκείνη και ώσπου να με γράψουν στο νηπιαγωγείο, το χαϊδευτικό μου όνομα ήταν Πατατίνα. Αυτό δε θυμάμαι να με πείραξε ποτέ, αφού ένιωθα ανέκαθεν μια ιδιαίτερη έλξη για κάθε φαγώσιμο βασισμένο στην ευλογημένη ρίζα που εισήγαγε στη χώρα μας ο αείμνηστος Ιωάννης Καποδίστριας.

Η πρώτη μου επαφή με το αντικείμενο του πόθου μου έγινε, μου λένε, όταν ήμουν έξι μόλις μηνών. Στο οικογενειακό τραπέζι κάθονταν οι γονείς μου, ο παππούς, η γιαγιά, ο αδελφός μου ο Χρίστος και, φυσικά, η θεία Ξανθίππη. Η μαμά να προσπαθεί να με ταΐσει λίγη ακόμη φρουτόκρεμα, εγώ να αρνούμαι σθεναρά, σπρώχνοντας το κουτάλι μακριά και εκσφενδονίζοντας το περιεχόμενό του σε μπερζέρες και χαλιά, και ο μπαμπάς μπουκωμένος να με καλοπιάνει παριστάνοντας το μπάρμπα Στρουμφ.

«Τα, τα», έλεγα εγώ, «τα, τα», όλο και πιο επίμονα, δείχνοντας το πιάτο του μπαμπά, κανείς όμως δε με καταλάβαινε. Έτσι είδα και απόειδα, μέχρι που άρπαξα το πιρούνι απ’ το χέρι του μπαμπά, και, αφήνοντάς τον με ανοιχτό το στόμα, το ‘χωσα λαίμαργα στο δικό μου στοματάκι. «Ααααα, το παιδί!» τσίριξαν εν χορώ γιαγιά και θεία Ξανθίππη και μου απέσπασαν το φονικό όργανο απ’ τη χουφτίτσα, Εγώ όμως δεν το ‘βαλα κάτω: Με μια αποφασιστική κίνηση βούτηξα ολόκληρη την επαναστατική μου γροθιά στο βουναλάκι από πουρέ που προοριζόταν για τον μπαμπά και στη συνέχεια έμεινα να ξερογλείφομαι, μέχρι που το χεράκι μου καθάρισε εντελώς, οπότε βέβαια επανέλαβα την κίνηση. 

Αυτό ήταν! Από την ημέρα εκείνη ο πουρές, από αληθινή πατάτα βέβαια, όχι σκόνη -"πατάτα πατάτα", που λέει κι η γιαγιά , εντάχθηκε στο καθημερινό μου διαιτολόγιο. Η πονηρή η θεία Ξανθίππη μάλιστα δεν άργησε ν' ανακαλύψει ότι μέσω του πουρέ μπορούσε να με ταΐσει οτιδήποτε απεχθανόμουν, όπως, παραδείγματος χάρη, το συκώτι: έφτανε να το λιώσει στο μίξερ και να το ανακατέψει με άφθονο πουρέ. Η λαχτάρα μου για πατάτες, σε κάθε δυνατή παραλλαγή, με έσπρωχνε να καταβροχθίζω τα πάντα, φτάνει να περιείχαν ίχνη έστω της μαγικής ρίζας!

Share/Bookmark