Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014

Η Ζωή του Πι

Υπόθεση
Ο Πι μεγαλώνει με την οικογένειά του στην Ινδία και περνάει αρκετό χρόνο στον ζωολογικό κήπο που διευθύνει ο πατέρας του. Μαθαίνει να κολυμπάει χάρη στον θείο του Μαματζί, που ευθύνεται και για το περίεργο όνομα που του δίνουν: Πισίν Μολιτόρ Πατέλ. Στο σχολείο το αλλάζει σε "Πι" για να γλιτώσει από τα πειράγματα των συμμαθητών του. Τα χρόνια περνούν και ως νεαρός έφηβος πλέον, συνδέεται με τη θρησκεία με έναν αρκετά περίεργο τρόπο, αφού τον γοητεύουν ταυτόχρονα η αθεΐα, ο χριστιανισμός, ο ινδουισμός και το ισλάμ. Όμως μια μέρα η πολιτική αβεβαιότητα στην Ινδία, υποχρεώνει την οικογένειά του να μεταναστεύσει στον Καναδά. Το ταξίδι που ξεκινάει το πλοίο τους, φορτωμένο με τα ζώα του πάρκου, δεν είναι γραφτό να ολοκληρωθεί, καθώς πέφτει σε καταιγίδα και βυθίζεται. Μόνος επιζώντας ο Πι, που μας περιγράφει τις 227 απίστευτες μέρες που πέρασε στη βάρκα του, μέχρι να ξεβραστεί σε κάποια όχθη του Μεξικού.
Bégouën, Max

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Ψυχογιός
Συγγραφέας: Γιαν Μαρτέλ (Yann Martel)
Τίτλος Πρωτοτύπου: Life of Pi
Μετάφραση: Μπελίκα Κουμπαρέλη
ISBN: 960-274-690-4
Έτος 1ης Έκδοσης: 2001 (στα ελληνικά 2002)
Σελίδες: 444
Τιμή: περίπου 14 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Γυμνάσιο+

Κριτική
Βραβευμένο δραματικό μυθιστόρημα, που απευθύνεται σε ενήλικες. Το παρουσιάζουμε εδώ μόνο και μόνο επειδή αρκετοί μαθητές ζητούν πληροφορίες σχετικά με την ιστορία, από τη στιγμή που κυκλοφόρησε ως 3D ταινία στους κινηματογράφους. Οι λόγοι που καθιστούν το βιβλίο ακατάλληλο για παιδιά συμπεριλαμβάνουν: έναν τεράστιο όγκο σελίδων, απουσία εικονογράφησης, απαιτητικό λεξιλόγιο, περίπλοκη συντακτική δομή, μη γραμμική εξέλιξη της πλοκής, σκηνές με αγριότητες (κανιβαλισμός, αποκεφαλισμοί, δολοφονίες), θέματα που δεν θα κατανοήσουν όπως οι προσεγγίσεις στη συγκριτική θρησκειολογία, αλλά και φιλοσοφικούς μονολόγους του πρωταγωνιστή που απλώνονται σε όλο το β' μέρος. Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε τρία μέρη και 100 κεφάλαια! Δύσκολα θα το προτείναμε ακόμα και σε μαθητές γυμνασίου, εκτός αν πρόκειται για πολύ έμπειρους αναγνώστες που ενδιαφέρονται ζωηρά για ιστορίες ναυαγίων και ναυαγών.

  • Ενδιαφέρουσα ιστορία
  • Αξιόλογες περιγραφές σκηνών και χαρακτήρων

  • Ακατάλληλο μέγεθος και θεματική
  • Περίπλοκη σύνταξη, απαιτητική ορολογία
  • Σκηνές με αγριότητες

Αξίες - Θέματα
Οικογένεια, Θρησκεία, Περιβάλλον, Ζωοφιλία, Ταξίδι, Περιπέτεια

Σκηνές που ξεχωρίσαμε
Η σκηνή με το πλοίο που πέφτει σε καταιγίδα και τον μικρό Πι που μέσα στον πανικό του καταφέρνει να βρεθεί σε μια βάρκα.

Εικονογράφηση
-

Απόσπασμα
Το όνομά μου δίνει πάντα αφορμές για διάφορες παρεξηγήσεις. Όταν το όνομά σου είναι Μπομπ κανείς δε σε ρωτάει: «Και Πώς το γράφεις;» Δε συμβαίνει το ίδιο αν σε λένε Πισίν Μολιτόρ Πατέλ.

Μερικοί δεν το άκουγαν σωστά απ΄την αρχή και, νομίζοντας ότι ονομάζομαι Πι-Σιν, μπέρδευαν το Σιν με το μουσουλμανικό Σιχ, κι αναρωτιόνταν γιατί δε φοράω τουρμπάνι.

Την εποχή που σπούδαζα στο πανεπιστήμιο, επισκέφτηκα με φίλους το Μόντρεαλ. Ένα βράδυ ήρθε η σειρά μου να κεράσω πίτσες. Δεν άντεχα να υποστώ έναν ακόμα Γαλλοκαναδό να ταλαιπωρεί το όνομά μου κι έτσι, όταν με ρώτησε στο τηλέφωνο: «Πώς λέγεστε;» είπα: «Είμαι αυτός που είμαι». Μισή ώρα αργότερα κατε΄φθασαν δύο πίτσες για τον «Ιμαφτός Πουίμ».

Είναι αλήθεια ότι αυτοί που συναντάμε μπορεί να μας επηρεάσουν τόσο ριζικά στη ζωή μας, που ποτέ πια να μην είμαστε ίδιοι. Μέχρι και τα ονόματά μας αλλάζουν εντελώς. Θυμηθείτε τους Αποστόλους: Ο Σίμων ονομάστηκε Πέτρος, ο Ματθαίος Λεβί, ο Ναθαναήλ Βαρθολομαίος, ο Ιούδας, όχι ο Ισκαριώτης, ονομάστηκε Θαδδαίος, ο Συμεών ήταν γνωστός και ως Νέγρος, ο Σαούλ έγινε Παύλος.

Συνάντησα τον δικό μου Ρωμαίο φρουρό στα δώδεκα χρόνια μου, ένα πρωί στην αυλή του σχολείου. Μόλις είχα καταφθάσει. Με είδε, και μια λάμψη δαιμονικής έμπνευσης φώτισε το θαμπό του χαμόγελο. Ύψωσε το χέρι, με έδειξε και ξεφώνισε: «Ο Πιπί-Πιπίνος ο Πατέλ!»

Σ’ ένα δευτερόλεπτο είχαν όλοι ξεσπάσει σε γέλια. Τα έχασα απ’ την ταραχή καθώς μπαίναμε στις τάξεις μας. Μπήκα τελευταίος, με το ακάνθινο στεφάνι στο κεφάλι μου.

Όλοι ξέρουμε πόσο σκληρά είναι τα παιδιά. Οι προσβολές τους με ακολουθούσαν στην αυλή. Το’ καναν έτσι, για το κέφι τους, χωρίς να τα έχω πειράξει ποτέ: «Πού κάνουμε πιπί; Θέλω πιπί μου, Πιπίνο!» Ή «Γιατί κοιτάς τον τοίχο; Κάνεις πιπί σου, Πιπίνο;» Και διάφορα παρεμφερή. Άλλοτε έμενα άγαλμα κι άλλοτε παρίστανα τον κουφό και συνέχιζα να απασχολούμαι μ’ αυτό που έκανα, δήθεν αδιάφορος. Τα λόγια έσβηναν μα η πληγή έμενε, σαν τη δυσοσμία των ούρων που παραμένει ακόμα κι όταν έχουν εξατμιστεί.

Άρχισαν να κάνουν τα ίδια και οι δάσκαλοι. Έφταιγε η ζέστη. Καθώς προχωρούσε η μέρα, το μάθημα της γεωγραφίας που το πρωί ήταν δροσερή όαση, καταντούσε σαν την έρημο Σαχάρα. Το μάθημα της ιστορίας ξεκινούσε με κέφι και κατέληγε ανιαρό. Τα μαθηματικά, τόσο σαφή στην αρχή, γίνονταν ένα κουβάρι.  Μπαϊλντισμένοι απ’ την απογευματινή κούραση, ενώ σκούπιζαν με τα μαντίλια τους τον ιδρώτα απ’ το μέτωπο και το σβέρκο, χωρίς να θέλουν να με προσβάλουν ή να με περιγελάσουν, ακόμα και οι δάσκαλοι λησμονούσαν τη δροσερή υδάτινη υπόσχεση του ονόματός μου και το αλλοίωναν με εξευτελιστικό τρόπο. Αντιλαμβανόμουν τη μετατροπή ακόμα και στα πιο αδιόρατα σαρδάμ. Κρατούσαν με δυσκολία τη γλώσσα τους, σαν άγρια άλογα που θέλουν να λυθούν από την άμαξα. Τα πήγαιναν αρκετά καλά με την πρώτη συλλαβή, το Πι, αλλά η ζέστη ήταν υπερβολική και τελικά αδυνατούσαν να ελέγξουν το στόμα τους που έβγαζε αφρούς, δεν κρατούσαν πια τα ηνία ώστε να σκαρφαλώσουν στη δεύτερη συλλαβή, το Σιν, και κατέληγαν πάντα σε Σιχ.
Σήκωνα το χέρι για να απαντήσω στην ερώτησή τους ενώ το όνομά μου είχε ήδη ακουστεί ως Πι-Σιχ. Πολλές φορές ούτε ο δάσκαλος καταλάβαινε τι έλεγε. Μου έριχνε μια κουρασμένη ματιά, απορημένος γιατί δεν απαντούσα. Μερικές φορές ούτε οι συμμαθητές μου, εξαντλημένοι απ’ τη ζέστη, καταλάβαιναν τι είχε λεχθεί, γι’ αυτό και δεν αντιδρούσαν. Εγώ όμως πάντα έπιανα στον αέρα το ανατριχιαστικό μπέρδεμα.

Πέρασα την τελευταία χρονιά στο σχολείο Σεν Ζοζέφ, με την εντύπωση ότι είμαι ο κυνηγημένος προφήτης Μωάμεθ στη Μέκκα, ευλογημένο το όνομά του. Κι όπως κι εκείνος σχεδίαζε να το σκάσει για τη Μεδίνα, στην Εγίρα που θα σηματοδοτούσε τη μουσουλμανική χρονολόγηση, έτσι κι εγώ σχεδίαζα την απόδρασή μου και την έναρξη μιας νέας εποχής για μένα.

Μετά το Σεν Ζοζέφ, γράφτηκα στο Πτι Σεμινέρ, το καλύτερο ιδιωτικό αγγλικό γυμνάσιο του Ποντισερί. Ο Ραβί φοιτούσε ήδη εκεί και, όπως όλα τα μικρότερα αδέλφια, υπέφερα επειδή βάδιζα στα χνάρια του μεγαλύτερου. Ήταν ο καλύτερος αθλητικής ανάμεσα στους συνομηλίκους του στο σχολείο, ένας ατρόμητος επιθετικός του κρίκετ, αρχηγός της διασημότερης ομάδας της πόλης, ο ήρωας της οικογένειάς μας. Το ότι εγώ ήμουν άριστος κολυμβητής δεν τάραξε τα νερά. Μάλλον κάποιος νόμος της ανθρώπινης φύσης κάνει όσους ζουν κοντά στη θάλασσα να αντιμετωπίζουν με καχυποψία τους κολυμβητές, όπως όσοι ζουν στα βουνά αντιμετωπίζουν με καχυποψία τους ορειβάτες. Ζούσα πάντα στη σκιά του αδελφού μου, αν και τώρα πια αντί για «Πι-Σιχ» έγινα «ο αδελφός του Ραβί». Έχοντας καλύτερη ιδέα για το άτομό μου, οργάνωσα ανάλογα το σχέδιό μου.

Το έβαλα σε εφαρμογή απ’ την πρώτη κιόλας μέρα στο σχολείο, απ’ το πρώτο κιόλας μάθημα. Γύρω μου βρίσκονταν και παλιοί συμμαθητές μου, απόφοιτοι του Σεν Ζοζέφ. Το μάθημα ξεκίνησε όπως ξεκινά σε όλες τις τάξεις στην αρχή της χρονιάς: με την ανακοίνωση και επαλήθευση των ονομάτων. Όποιος άκουγε το όνομά του σήκωνε το χέρι απ’ το θρανίο όπου είχε καθίσει.

«Γκαναπάθι Κουμάρ», είπε ο Γκαναπάθι Κουμάρ.
«Βαϊπίν Ναθ», είπε ο Βαϊπίν Ναθ.
«Σαμσούλ Χουντχά», είπε ο Σαμσούλ Χουντχά.
«Πίτερ Νταρμαράτζ», είπε ο Πίτερ Νταρμαράτζ.

Σε κάθε όνομα ο καθηγητής έβαζε ένα σημαδάκι στον κατάλογο και έριχνε μια σύντομη ματιά απομνημόνευσης στο μαθητή. Ήμουν τρομερά νευρικός.

«Ατζίτ Γκιντσάν», είπε ο Ατζίτ Γκιντζχάν, τέσσερα θρανία πιο μπροστά από μένα…
«Σαμπάτ Σαρόγια», είπε ο Σαμπάτ Σαρόγια, τρία θρανία πιο μπροστά…
«Στάνλεϊ Κουμάρ», είπε ο Στάνλεϊ Κουμάρ, δύο θρανία πιο μπροστά…
«Σιλβέστερ Ναβέν», είπε ο Σιλβέστερ Ναβέν, ακριβώς μπροστά μου.

Ήταν η σειρά μου. Ώρα να πατάξω τον Σατανά. Μεδίνα, σου ‘ρχομαι!

Σηκώθηκα απ’ το θρανίο μου και όρμησα στον μαυροπίνακα. Πριν ανοίξει το στόμα του ο καθηγητής, άρπαξα μια κιμωλία και έγραψα, ενώ συγχρόνως ανακοίνωνα:

Το όνομά μου είναι
Πισίν Μολιτόρ Πατέλ
Γνωστόν τοις πάσι ως
Πι* Πατέλ

Και για καλό και για κακό πρόσθεσα:
π = 3,14
Σχόλιο
Το βιβλίο είναι γεμάτο με αναφορές σε ζώα και πολλές από τις σκηνές του εκτυλίσσονται είτε στον ζωολογικό κήπο του Pondichéry, είτε στον ωκεανό, όπου ο ναυαγός Πι προσπαθεί να ταΐσει την τίγρη του (Ρίτσαρντ Πάρκερ) ψαρεύοντας. Όσοι μάλιστα είναι ευαισθητοποιημένοι στα περιβαλλοντικά ζητήματα, θα χαρούν διαβάζοντας το σχόλιο του ήρωα (σ.335) κατά της φαλαινοθηρίας. Η άποψή του ωστόσο για το ζήτημα των ζωολογικών κήπων (σ.40-3), δύσκολα θα τους βρει σύμφωνους. Και αυτό, γιατί ο Πι θεωρεί πως τα ζώα στους κήπους έχουν ό,τι ακριβώς θα είχαν και στη φύση, αλλά χωρίς να κινδυνεύουν: αν ήταν έξυπνο το ζώο, θα επέλεγε τον ζωολογικό κήπο. Τα επιχειρήματά του είναι αρκετά, υπάρχει όμως κάτι που θα μπορούσαμε να του απαντήσουμε;

Οι φίλοι των χελωνών ίσως μάλιστα να έχουν επιπλέον αντιρρήσεις: ο συγγραφέας περιγράφει σε δύο σημεία (σ.260 και σ.293) πώς οι χελώνες που προσπαθούσε να σκοτώσει κρύβονταν στο καβούκι τους για να γλιτώσουν, ενώ κάτι τέτοιο είναι αδύνατο για τις θαλάσσιες χελώνες. Στο καβούκι τους μπαίνουν μόνο οι χερσαίες.
μόλις όμως την άγγιξα, αποτραβήχτηκε και κρύφτηκε στο καβούκι της. 

Στα κεφάλαια 13 και 14, μαθαίνουμε το μυστικό που κάνει έναν θηριοδαμαστή επιτυχημένο (και τον κρατάει αρτιμελή). Πρέπει να μπει πρώτος στη σκηνή του τσίρκου και να γίνει ο "αφέντης" της, να την καταστήσει δική του περιοχή με κραυγές, χτυπήματα των ποδιών και τινάγματα του μαστιγίου, ώστε να εντυπωσιάσει τα λιοντάρια. Όσο κρατάει το "πάνω χέρι" και δείχνει κυρίαρχος, είναι ασφαλής. Επίσης θα πρέπει ως συνεργάτη του για τα κόλπα να επιλέξει το κατώτερο, το πιο υπάκουο και αδύναμο λιοντάρι (φορτώνουμε μόνο το γαϊδούρι που κάνει τη δουλειά). Μπορεί για το κοινό αυτό να μην ξεχωρίζει σε τίποτα από τα υπόλοιπα λιοντάρια, όμως μόνο εκείνο θα εκτελέσει πιστά και χωρίς προβλήματα το πρόγραμμα που το διατάζουν να ακολουθήσει. Μήπως η παραπάνω εικόνα σας φέρνει συνειρμικά στο μυαλό τα όσα συμβαίνουν στην πολιτική αρένα του τόπου μας; Αν όχι, αντικαταστήστε τον θηριοδαμαστή με κάποιον κυβερνητικό αξιωματούχο, τα λιοντάρια με ψηφοφόρους, και τα ποδοβολητά με τις εντυπώσεις που μας αφήνουν τα ΜΜΕ κάθε που ανοίγουμε την τηλεόραση.


Κυρίαρχο μήνυμα στο β' μέρος, όπου βλέπουμε τον Πι να παλεύει μόνος ενάντια στα στοιχεία της φύσης, είναι ο αγώνας για επιβίωση. Ο νεαρός Ινδός κρατιέται στη ζωή κυριολεκτικά με νύχια και με δόντια, ενάντια σε κάθε πεποίθηση που είχε στον πολιτισμένο κόσμο. Η ίδια του η σκέψη, γεννάει μια τίγρη για να του θυμίζει το παρελθόν και να του δίνει ώθηση να ζήσει. Έτσι κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να αντιμετωπίσει τις ατυχίες και να καταφέρει να μείνει ζωντανός, ενώ απολαμβάνει κάθε καλοτυχία σαν θεόσταλτο δώρο. Διαβάζοντας τις περιπέτειες τέτοιων ηρώων, σκέφτεται κανείς ότι ίσως θα μπορούσαμε να είμαστε πιο ευτυχισμένοι αν είχαμε διαφορετική νοοτροπία.

Τελευταίο στοιχείο που θα μπορούσαμε να σχολιάσουμε, είναι η βαρεμάρα του ναυαγού, όπως αυτή εναλλάσσεται με το αίσθημα του τρόμου και της αγωνίας (σ. 316). Όταν λοιπόν ο Πι δεν έχει να αντιμετωπίσει κάποιον άμεσο απειλητικό κίνδυνο, βαριέται τόσο πολύ, που βυθίζεται σε μια ληθαργική κατάσταση απάθειας, κάτι σαν κώμα. Μας θυμίζει λίγο τον Ροβινσώνα όταν παραιτημένος κρυβόταν στα ναρκωτικά λαγούμια του νησιού του και χανόταν σε παραισθήσεις. Και τι άλλο όμως μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος που ζει τελείως μόνος του; Το ερώτημα αυτό θα απασχολήσει τον Ισίδωρο, τον ήρωα στην επόμενή μας ανάρτηση.

Χρήση στην τάξη
Το βιβλίο όπως έχουμε ήδη αναφέρει, είναι ακατάλληλο ως ανάγνωσμα για μαθητές δημοτικού. Το κείμενό του όμως θα μπορούσε να εμπνεύσει ορισμένες δραστηριότητες στους εκπαιδευτικούς που αγάπησαν το έργο, ώστε να αξιοποιήσουν κάποια τμήματα (ίσως διασκευασμένα) της ιστορίας στη σχολική αίθουσα.

  • Κάτι ευχάριστο και χρήσιμο για την καλλιέργεια της ενσυναίσθησης στους μαθητές, θα ήταν να δραματοποιηθούν κάποιες χαρακτηριστικές σκηνές με παντομίμα. Πώς θα μπορούσαμε να αποδώσουμε τις παρακάτω εικόνες χωρίς λόγια; 
- Ο Πι ανακαλύπτει στη βάρκα του προμήθειες και πίνει νερό απελπισμένα διψασμένος (σ. 212-213)

- Ένα μεγάλο ψάρι (ντοράντο) έχει πέσει στη βάρκα. Το θέλουν για δικό τους τόσο ο Πι όσο και η τίγρη. Οι δυο τους αναμετριούνται με το βλέμμα με τον νεαρό να νικάει (σ.324)
- Η βάρκα ξεβράζεται στο Μεξικό και ο Πι σωριάζεται με κόπο στην άμμο (σ. 403)

  • Στο κεφ. 77, το τυποποιημένο φαγητό αρχίζει να τελειώνει, οπότε ο Πι μικραίνει τις μερίδες μπισκότων που τρώει και αρχίζει να πεινάει σαν τρελός. Φαντάζεται τον ποταμό Γάγγη σαν σούπα λαχανικών, τα βουνά σαν ρύζι και την κορυφή του Έβερεστ σαν παγωτό. 
Αν κι εμείς πεινούσαμε τόσο πολύ, ποιο φαγητό θα φανταζόμασταν με το νου μας και με ποια μέρη που συναντάμε καθημερινά θα το παρομοιάζαμε;

Share/Bookmark

Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2014

Τσάρλι και Λότι

Υπόθεση
Η Τσάρλι είναι μια δημοφιλής μαθήτρια που ζει με τη μητέρα της, Τζο, και μισεί τα αγόρια περίπου όπως κάθε κορίτσι με την ίδια ηλικία. Η νέα δασκάλα στην τάξη της, η αυστηρή κυρία Μπέκγουορθ, την βάζει στο μάτι από την πρώτη μέρα: Της κόβει τον αέρα και την υποχρεώνει να καθίσει μακριά από τις κολλητές της, Άντζελα και Λίζα, και δίπλα στον πιο αχώνευτο συμμαθητή της, τον εξυπνάκια Τζέιμι Έντουαρτς. Μια εργασία που θα αναλάβει η Τσάρλι για το μάθημα της Ιστορίας, θα την κάνει βέβαια να αναθεωρήσει όσα πίστευε για τον διπλανό της. Όμως ακόμα μεγαλύτερες ανατροπές την περιμένουν, όταν η μητέρα της χάνει τη δουλειά της και αρχίζει να βλέπει έναν καινούριο φίλο, τον κύριο Μαρκ.

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Ψυχογιός
Συγγραφέας: Τζάκλιν Ουίλσον (Jacqueline Wilson)
Εικονογράφηση: Nick Sharratt
Τίτλος πρωτοτύπου: The Lottie Project
Μετάφραση: Ρένια Τουρκολιά - Κυδωνιέως
ISBN: 978-960-274-609-7
Έτος 1ης Έκδοσης: 1998 (στα ελληνικά 2001)
Σελίδες: 227
Τιμή: περίπου 4 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Στ', Γυμνάσιο
Ιστότοπος με όλα τα έργα της συγγραφέως εδώ

Κριτική
Ένα πολύ καλογραμμένο και ανθρώπινο μυθιστόρημα για τη φιλία, τις οικογενειακές σχέσεις και τη ζωή στη σύγχρονη αλλά και τη βικτωριανή Αγγλία. Η μετάφραση μας δίνει με πολύ φυσικό τρόπο τους διαλόγους, κρατάει το χιούμορ ζωντανό και αφήνει την αφήγηση να ρέει. Κάθε ένα από τα 12 κεφάλαια χωρίζεται σε δύο μέρη, ένα πολυσέλιδο (10-22 σ.) που αφορά την πραγματική ζωή της Τσάρλι, και ένα σύντομο (2-4 σ.) που αφορά την εργασία που ετοιμάζει για τη Βικτωριανή εποχή, με κεντρικό πρόσωπο την υπηρέτρια Λότι. Η εικονογράφηση προσφέρει μικρά σκίτσα σχεδόν κάθε δεύτερη σελίδα και βοηθάει αρκετά το κείμενο. Λόγω όγκου, θεματικής και κάπως ελεύθερης γλώσσας, μπορούμε να το προτείνουμε μόνο σε μαθητές Στ' δημοτικού και γυμνασίου. Περισσότερες πιθανότητες να ταυτιστούν με την ηρωίδα, θα έχουν βέβαια τα κορίτσια.

  • Πολύ καλή μετάφραση, φυσικότητα, χιούμορ
  • Γλαφυροί χαρακτήρες
  • Ενδιαφέρουσα πλοκή, κοινωνικές προεκτάσεις
  • Πληροφορίες για τη ζωή στη Βικτωριανή Αγγλία

  • Μέγεθος κεφαλαίων
  • Αρκετή "ελευθερία" στους χαρακτηρισμούς

Αξίες - Θέματα
Φιλία, Οικογένεια, Απώλεια, Ανισότητα, Μαγειρική, Χιούμορ, Ιστορία

Σκηνές που ξεχωρίσαμε
Η αγωνία κορυφώνεται όταν ο Ρόμπιν το σκάει από το σπίτι, προσπαθώντας να ταξιδέψει για να βρει τη μαμά του.

Εικονογράφηση
Χαριτωμένη ασπρόμαυρη εικονογράφηση που εμπλουτίζει το κείμενο με μικρά εμβόλιμα σκίτσα

Απόσπασμα
Δεν είχα ιδέα πώς ακριβώς ήταν [σ.σ. ο Μαρκ]. Δεν τον είχα συναντήσει ποτέ μου. Είχα όμως συναντήσει τον Ρόμπιν. Ήταν ευκολότερο για την Τζο να τον φέρνει σπίτι μας, αφού τον έπαιρνε από το σχολείο.

«Για να μπορώ να είμαι και μαζί σου, Τσάρλι. Μπορούμε να τσιμπάμε κάτι όλοι μαζί», είπε η Τζο. «Κι έπειτα θα τον πηγαίνω σπίτι του, να καθαρίζω λίγο μέχρι να γυρίζει ο πατέρας του».

Δε μου άρεσε και πολύ η ιδέα, αλλά δεν είχα και τίποτα εναντίον του Ρόμπιν. Δεν ήταν σαν τα άλλα πεντάχρονα πιτσιρίκια. Ήταν πολύ μικροκαμωμένος, με μακριές αφέλειες και τεράστια σκουρόχρωμα μάτια πάνω σ’ ένα κατάλευκο πρόσωπο. Συνέχεια μασουλούσε νευρικά το κάτω του χείλος και έτρεμε τις πρώτες φορές που ήρθε στο σπίτι.  Έμοιαζε με εκείνα τα νυχτόβια πλάσματα που βλέπει κανείς στο ζωολογικό κήπο χωμένα στο βάθος του κλουβιού τους.

Σίγουρα δεν έτρεχε γύρω γύρω σαν τρελός, ούτε ανακάτευε τα πράγματά μου. Καθόταν εκεί που τον έβαζαν και σκάλιζε ανήσυχα τι κρούστες από τα γυμνά κοκαλιάρικα γόνατά του, δαγκώνοντας τα χείλια του. Την πρώτη φορά η Τζο του έφερε βιβλία κι εκείνος τα κοίταξε υπάκουα. την άλλη μέρα του βρήκε χαρτιά και μπογιές κι εκείνος ζωγράφισε τετράγωνα σπιτάκια με μια μαμά από τη μια πλευρά, έναν μπαμπά από την άλλη κι ένα τοσοδούλικο Ρόμπιν στη μέση, κάτω από το σπίτι.

Δεν τα κατάφερνε με την προοπτική, κι έτσι φαινόταν σαν να τον πλάκωνε το σπίτι. Ή ίσως αυτό ήθελε ακριβώς να φαίνεται, δεν ξέρω. Τον ρώτησα, αλλά δε μιλούσε καθαρά. Όταν τον ρώτησα «Η μαμά σου είναι αυτή;» κούνησε μόνο το κεφάλι του. Μόνο μια φορά τον κατάφερα να μιλήσει. Είδα ότι είχε ένα μικρό τσεπάκι στη σχολική του μπλούζα και κάθε τόσο το χάιδευε. Στην αρχή νόμιζα ότι σιγουρευόταν ότι είχε μαντίλι. Ο Ρόμπιν είναι απ’ τα παιδιά που τους τρέχει πάντα η μύτη και ανασαίνουν βαριά. Ένα απόγευμα ρουφούσε συνέχεια τη μύτη του και αναγκάστηκα να του πω, αρκετά απότομα, να σκουπιστεί με το μαντίλι του.

Φάνηκε να σαστίζει. Δεν κουνήθηκε.
«Το μαντίλι σου! Σου τρέχει η μύτη. Μπλιαχ!» είπα.

Ζάρωσε, χώθηκε ολόκληρος μέσα στην μπλούζα του.
«Σταμάτα να του γκρινιάζεις, Τσάρλι. Έλα, κάπου έχουμε μερικά χαρτομάντιλα», είπε η Τζο

«Μα, κοίταξε, έχει μαντίλι μαζί του», είπα και βάζοντας το χέρι μου στο τσεπάκι του τράβηξα κάτι.

Δεν ήταν μαντίλι. Ήταν ένα χνουδωτό παιχνιδάκι.

«Είναι δικό μου! Δώσ’ το μου πίσω!» είπε ο Ρόμπιν και όρμησε και το άρπαξε.
«Καλά, καλά! Πώς κάνεις έτσι; Να, πάρ’ το το παιχνιδάκι σου. Τι είναι;» είπα και έσκυψα να δω.

Ο Ρόμπιν το κρατούσε σφιχτά πάνω στο στήθος του.

«Είναι ντροπαλό το ζωάκι σου;» είπα. «Βέβαια είναι ντροπαλό, έτσι; Με συγχωρείς. Δεν ήθελα να το τρομάξω. Με κοιτάει με το ένα μεγάλο χάντρινο μάτι του. Νομίζω ότι θέλει να γίνουμε φίλοι. Θα το κάνεις να μου πει «γεια σου», Ρόμπιν;»

Ο Ρόμπιν δε φαινόταν και πολύ σίγουρος. Κουνιόταν νευρικά, δε με κοίταζε στα μάτια – αλλά τουλάχιστον φαινόταν ότι είχε μπει στο παιχνίδι.
«Γεια σου, μικρό ντροπαλό ζωάκι», είπα μέσα στα χέρια του Ρόμπιν.
«Δεν είναι ζωάκι», είπε ο Ρόμπιν. «Είναι πουλί. Το λένε Μπέρντι».
Ο Μπέρντι έβγαλε το ράμφος του έξω για να τον δω.

«Μα βέβαια, πουλί είναι! Γεια σου, Μπέρντι. Μπορείς να πετάξεις;»  είπα.
Ο Ρόμπιν έκανε ναι με το κεφάλι και έκανε και τον Μπέρντι να πει ναι.
«Δε σε πιστεύω», είπα εγώ.
«Μπορεί!» είπε ο Ρόμπιν και το ράμφος του Μπέρντι ανεβοκατέβηκε.
«Μπα, αποκλείεται! Είμαι σίγουρη ότι δεν μπορεί να πετάξει», επέμεινα.

«Μπορεί, θα σου δείξω», είπε ο Ρόμπιν και άνοιξε τη γροθίτσα του και τα μάλλινα φτερά του Μπέρντι ξεδιπλώθηκαν. Ο Ρόμπιν σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να πηδάει γύρω στην κουζίνα ανεμίζοντας τα χέρια του. Ο Μπέρντι πετούσε μαζί του. Είχε δυο μαύρα χάντρινα μάτια, κίτρινο ράμφος και μεγάλες καφετιές φτερούγες προσεκτικά φεστοναρισμένες. Φορούσε και ένα κατακόκκινο πλεκτό γιλέκο.

«Α! Το βρήκα! Ο Μπέρντι είναι ένας κοκκινολαίμης. Και εσένα το όνομά σου κοκκινολαίμης δε σημαίνει;» τον ρώτησα.

Ο Ρόμπιν κούνησε το κεφάλι του χαρούμενα και ο Μπέρντι άρχισε να πετάει πιο γρήγορα.

«Στον έφτιαξε η μαμά σου;» είπα χωρίς να το σκεφτώ.
Ο Ρόμπιν σταμάτησε. Ο Μπέρντι έχασε γρήγορα ύψος και προσγειώθηκε. Η Τζο με κοίταξε συνοφρυωμένη από την άλλη άκρη της κουζίνας. Ο Ρόμπιν πήγε και κάθισε σε μια καρέκλα και δεν ξαναμίλησε. Δεν είχα μάθει αν τον Μπέρντι τον είχε φτιάξει η μαμά του Ρόμπιν ή όχι.

«Με συγχωρείς, Ρόμπιν», ψέλλισα.

Αναρωτήθηκα πώς μπορεί να νιώθει κάποιος όταν δεν τον θέλει η μαμά του. Ήξερα πώς είναι να μην έχεις μπαμπά, αλλά δεν ήταν και τόσο σοβαρό αυτό. Όταν ήμουν πιο μικρή, μικρότερη και από τον Ρόμπιν, η Τζο μου διηγιόταν διάφορα παραμύθια για έναν καταπληκτικό μπαμπά που ήταν πολύ λυπημένος επειδή δεν μπορούσε να με δει, αλλά γρήγορα κατάλαβα ότι δε μου έλεγε την αλήθεια. Τη ρώτησα, λοιπόν, ξεκάθαρα και μου είπε την αλήθεια. Ο πατέρας μου ήταν ο πρώτος φίλος της Τζο. Τον αγαπούσε σαν τρελή, αλλά εκείνος όχι και τόσο. Έπειτα, όταν κατάλαβε ότι περίμενε μωρό, του το είπε, αλλά εκείνος αρνήθηκε να βοηθήσει. «Δικό σου πρόβλημα είναι», της είπε. Από τότε είμαι το «πρόβλημα» της Τζο, αλλά είμαστε μια χαρά.

Ο Ρόμπιν δε φαίνεται να είναι και τόσο καλά, παρόλο που έχει έναν τόσο καλό μπαμπά. Εάν, δηλαδή, είναι καλός.

Εμένα, πάντως, κάτι μου βρομάει.
Σχόλιο
Τρεις έφηβες, τρία ημερολόγια, τρεις διαφορετικοί κόσμοι. Από τον "χαζοχαρούμενο" της Ξερόλας, στον επίσης γκλίτερ, μαγικό και κάπως αθώο κόσμο της μικρής μπαλαρίνας... κι από κει σε έναν λιγότερο ιδεατό, που τον μοιράζεται μαζί μας ένα κορίτσι με προβλήματα αλλά και έντονη αίσθηση του χιούμορ. Το ημερολόγιο της Τσάρλι είναι μάλιστα διπλό, αφού παράλληλα με τις δικές της περιπέτειες παρακολουθούμε και την προβολή τους σ' ένα φανταστικό βικτωριανό παρελθόν, εκεί όπου τις ζει το alter ego της, η Λότι.

Η ιστορία πλησιάζει σε ορισμένα σημεία το κοινωνικό δράμα και σίγουρα δεν είναι τόσο ανέμελη όσο οι δύο προηγούμενες. Μπορούμε όμως να νιώσουμε πιο κοντά στην πρωταγωνίστρια, καθώς πολλά από αυτά που ζει, πλησιάζουν την καθημερινότητά μας. Η νοοτροπία της αγγλικής οικογένειας μπορεί να διαφέρει αρκετά από την ελληνική (στη χώρα μας π.χ. δεν θα συναντήσουμε συχνά ηλικιωμένους γονείς να μην υποστηρίζουν την κόρη και το εγγόνι τους), όμως τα ζητήματα που απασχολούν την Τσάρλι αφορούν πολλές σύγχρονες οικογένειες στον τόπο μας (προβλήματα σχέσεων ή οικονομικά). Πολύ χαρακτηριστικές οι σκηνές, όταν η μαμά της μένει χωρίς δουλειά (σ.34-37).

Λίγη προσοχή ίσως χρειαστεί στους χαρακτηρισμούς της αφηγήτριας, αφού η μεταφράστρια έχει αφήσει την Τσάρλι να εκφράζεται ελεύθερα, στολίζοντας με ουκ ολίγα κοσμητικά τον Τζέιμι Έντουαρντς, τον Μαρκ και τα αρσενικά που θαυμάζουν οι φιλενάδες της. Όπως γράφει και ο Γκόγκολ στις Νεκρές Ψυχές, ο άνθρωπος είναι γενναιόδωρος στη λέξη "βλάκας"και είναι έτοιμος να τη χρησιμοποιήσει είκοσι φορές τη μέρα για το γείτονά του.

Λόγω μεγέθους αλλά και ουσίας, υπάρχουν αρκετά θέματα που θίγονται και τα οποία θα μπορούσαμε να σχολιάσουμε με αφορμή το κείμενο: Η ζωή σε μια μονογονεϊκή οικογένεια, η ψυχολογία του εσωστρεφούς παιδιού (βλ. απόσπασμα), η ανισότητα στην εποχή μας και παλαιότερα (σ.73), σεξουαλική παρενόχληση (σ.54) και παιδεραστία (σ.68), ακόμα και την δημιουργική ζαχαροπλαστική, καθώς η Τσάρλι φαίνεται να έχει ιδιαίτερο ταλέντο στο να κατασκευάζει κέικ χρησιμοποιώντας απλά υλικά και πολλή φαντασία. Πολύ συχνά μάλιστα, χρησιμοποιεί γλάσο στα γλυκά της για να μεταφέρει μηνύματα αγάπης ή μίσους σε εκείνους που πρόκειται να τα φάνε.

Τέλος, όπως φαίνεται και στην εικόνα που ακολουθεί, αναφορά γίνεται μέχρι και στην ψυχολογική προσέγγιση του παιδικού ιχνογραφήματος, όταν ο Ρόμπιν ζωγραφίζει την οικογένειά του σ' ένα κομμάτι χαρτί. Περισσότερα για το θέμα, μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
Χρήση στην τάξη
Όπως είναι αντιληπτό, το βιβλίο προσφέρεται ιδιαίτερα για να παρουσιάσουμε στην τάξη την καθημερινή ζωή κατά τη βικτωριανή εποχή. Αναθέτοντας σε ομάδες μαθητών να εργαστούν πάνω σε ένα ή περισσότερα από τα 11 μέρη του ημερολογίου της Λότι, μπορούμε να προσεγγίσουμε μία η περισσότερες πτυχές από την ζωή ενός κοριτσιού των μέσων του 19ου αιώνα.

Ο τρόπος με τον οποίο εργάζονται οι μαθητές στην τάξη της Τσάρλι, μπορεί επίσης να μας εμπνεύσει ώστε να ασχοληθούμε πιο βιωματικά με το μάθημα της Ιστορίας. Θα ήταν απλό π.χ. να αναθέσουμε σε ομάδες μαθητών να φανταστούν και να γράψουν μερικές σελίδες από το ημερολόγιο κάποιου παιδιού κατά την διάρκεια της ελληνικής επανάστασης. Βιβλία όπως ο Λουκής Λάρας ή ο Μικρός Μπουρλοτιέρης, μπορεί να μας βοηθήσουν προς αυτή την κατεύθυνση. Εξίσου εύκολα, θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε στην φανταστική καταγραφή ενός ημερολογίου για κάποια από τις διάσημες μορφές του ελληνικού πνεύματος ή του απελευθερωτικού αγώνα, όπως π.χ. τον Ρήγα Βελεστινλή ή τον Γεωργάκη Ολύμπιο.


Share/Bookmark

Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2014

Το μαγικό μου ημερολόγιο (3): Οι παλιές φωτογραφίες

Υπόθεση
Η Ήβη και η νέα της κολλητή Μπεθ, αναλαμβάνουν να παρουσιάσουν για το μάθημα της Ιστορίας το παρελθόν της αγαπημένης τους σχολής χορού. Μαθαίνουν έτσι περισσότερα για τη ζωή της διάσημης μπαλαρίνας λαίδης Μάλκοβα, που ίδρυσε τη σχολή. Παράλληλα, η περιέργεια της Ήβης να μάθει περισσότερα για το ημερολόγιό της, βάζει το μαγικό βιβλίο σε κίνδυνο... μήπως τελικά κάποια πράγματα πρέπει να μένουν μυστικά, χωρίς να ψάχνουμε διαρκώς το "γιατί";

Χαρακτηριστικά 
Εκδότης: Άγκυρα
Συγγραφέας: Laura Baker
Μετάφραση: Αιμιλία Μανούση
Εικονογράφηση: Mélanie Florain
ISBN: 978-960-422-871-3
Τίτλος πρωτοτύπου: From your Diary with Love, Two's Company
Έτος 1ης Έκδοσης: 2008 (στα ελληνικά 2010)
Σελίδες: 105
Τιμή: περίπου 6 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Δ’, E', Στ'

Κριτική
Μετά από μια αρκετά μέτρια δεύτερη συνέχεια, η σειρά επιστρέφει με μια δροσερή και ενδιαφέρουσα περιπέτεια της Ήβης. Ακόμα και αν για τους εξωτερικούς παρατηρητές η νεαρή πρωταγωνίστρια φαίνεται να ακολουθεί κατά πόδας το πρότυπο της Barbie, η σειρά το Μαγικό Ημερολόγιο κάνει και φέτος θραύση στις προτιμήσεις των κοριτσιών της τάξης. Το προτείνουμε λοιπόν και μεις σε μαθήτριες των μεσαίων και των μεγαλύτερων τάξεων που αγαπούν το μπαλέτο, ή θέλουν απλώς να περάσουν ευχάριστα την ώρα τους.

  • Γλώσσα: απλή και κατανοητή
  • Προωθεί την αγάπη για το μπαλέτο και τον χορό
  • Βοηθητικό υλικό: Εισαγωγή - γνωριμία με τους βασικούς χαρακτήρες, χάρτης της πόλης, παράρτημα με στάσεις μπαλέτου, quiz και απόσπασμα από το επόμενο βιβλίο της σειράς.

  • Περιορισμένη λογοτεχνικότητα
  • Το στυλ Cosmopolitan ξαναχτυπάει στο παράρτημα του βιβλίου με μάλλον ακατάλληλης θεματικής quiz όπως: Ποιο είναι το στυλ σου στο ξενύχτι; Κατασκευή t-shirt, θέμα Αναμνηστικά από ένα ξενύχτι!

Αξίες - Θέματα
Φιλία, Μαγεία, Απώλεια, Χορός, Κλοπή

Σκηνές που ξεχωρίσαμε
Η Ήβη τρέχει όλο αγωνία στο βιβλιοπωλείο για να παραλάβει το ημερολόγιό της, και η κυρία Βολκόφ την καλύπτει, ώστε η μητέρα της να μην καταλάβει τι συμβαίνει. (σ. 73-75)

Εικονογράφηση

Απόσπασμα 
«Δώσε μου το ποπ κορν, Ήβη», είπε η Χάνα, η πιο παλιά φίλη της Ήβης, καθώς οι δυο τους είχαν χωθεί κάτω από ένα άνετο πάπλωμα για να δουν τα «Αστέρια του Μπαλέτου» σε DVD για χιλιοστή φορά.

«Πρόσεχε!» τσίριξε η Χάνα, καθώς ένα ποπκόρν πήδηξε πάνω από το κεφάλι της και προσγειώθηκε στο πάτωμα, δίπλα στον καναπέ. Η Ήβη ξέσπασε σε γέλια με την τρομαγμένη φάτσα της φίλης της.

«Ε, γυρεύοντας πήγαινες!» είπε η Χάνα, αδειάζοντας ένα ολόκληρο κουβαδάκι με ποπκόρν στο κεφάλι της Ήβης.

Σε λίγο οι δυο φίλες χτυπιούνταν από τα γέλια και τα πόδια τους έβγαιναν έξω από το πάπλωμα καθώς κυλιούνταν πάνω στον καναπέ.

Η Ήβη, με κατακόκκινα μάγουλα, έλαμπε από χαρά, ενώ το πλατύ χαμόγελό της έφτανε σχεδόν από το ένα αυτί στο άλλο. Είχε αρχίσει να της αρέσει το καινούριο της σπίτι στο Κρόσακρ, αλλά ένιωθε και ιδιαίτερη χαρά που είχε έρθει να μείνει για λίγο μαζί της η Χάνα. Τα δυο κορίτσια είχαν συνδεθεί από τότε που πρωτοαντάμωσαν, σε ηλικία τριών ετών, δυο πιτσιρικάκια με φουσκωτά μαγουλάκια που κρατιούνταν χεράκι-χεράκι και χοροπηδούσαν μαζί στην πρώτη τάξη στη σχολή μπαλέτου. Εφτά χρόνια αργότερα, εξακολουθούσαν να μοιράζονται τα πάντα:
ρούχα, κουτσομπολιά, μυστικά – και φυσικά, το πάθος τους για τον χορό.

«Καλύτερα να τα καθαρίσουμε όλα αυτά» είπε η Ήβη μαζεύοντας τα κομματάκια του ποπκόρν από το πάτωμα.
«Α, λατρεύω αυτό το κομμάτι», στέναξε η Χάνα, καθώς η Ντάρσι Μπάσελ έκανε τις πιρουέτες της στην οθόνη με μια κάτασπρη στολή. Κι οι δύο είχαν δει αυτό το κομμάτι από τη «λίμνη των Κύκνων» τόσο πολλές φορές, που ήξεραν όλες τις φιγούρες απ’ έξω.

«Μακάρι να μπορούσα κι εγώ να χορέψω έτσι αυτή την “πουάντ”», είπε η Ήβη με τη φωνή της γεμάτη θαυμασμό. «η κυρία Σουόν είπε ότι μπορεί να τα καταφέρω σε μερικά χρόνια».

«Τέλεια!» είπε η Χάνα, αγκαλιάζοντας την Ήβη και μουρμουρίζοντας απαλά την περίφημη μουσική αυτού του μπαλέτου.

«Όι, όι, όι!» βούιξε μια δυνατή φωνή, ενώ άναψε ξαφνικά το δυνατό φως του σαλονιού. Ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός της Ήβης, ο Τσάρλι, που τον ακολουθούσαν γρήγορα ο μπαμπάς της κι ο μικρός αδελφός της, ο Τζος, ο οποίος άρπαξε το τηλεκοντρόλ από το τραπεζάκι. Η όμορφη μπαλαρίνα εξαφανίστηκε από την οθόνη και αντικαταστάθηκε από ένα πολύβουο πλήθος οπαδών του ποδοσφαίρου.

«Ποδόσφαιρο;!» φώναξαν μαζί τα δυο κορίτσια στραβομουτσουνιάζοντας.

«Συγγνώμη, κορίτσια», είπε ο κύριος Ντέναμ σηκώνοντας τους ώμους. «Αλλά σήμερα έχει μεγάλο ματς και λυπάμαι πολύ, αλλά πρέπει οπωσδήποτε να το δούμε. Η Μίλτσεστερ Γιουνάιτεντ δεν περνάει κάθε μέρα στον δεύτερο γύρο του κυπέλλου, ξέρετε!»

«Ναι, πρέπει να το δούμε», πρόσθεσε ο Τζος μ’ ένα πονηρό χαμόγελο, δίνοντας στην Ήβη το DVD της που είχε βγάλει από το μηχάνημα.

«Δεν υπάρχει λόγος να μαλώσουμε», εξήγησε η Ήβη στη Χάνα. «Έτσι κι αλλιώς, ποτέ δεν κερδίζουμε όταν θέλουν να δουν ποδόσφαιρο. Έλα, λοιπόν, πάμε επάνω εμείς. Τουλάχιστον δεν θα έχει αγόρια εκεί»

Σχόλιο
Υπάρχουν πολλοί αναγνώστες (ανάμεσά τους και γω) που διαφωνούν με το να διαφημίζονται οι "αρετές" ενός βιβλίου στο εξώφυλλό του σαν να επρόκειτο για "πραμάτεια". Στην παρούσα σειρά, για παράδειγμα, συναντάμε τόσο μπροστά όσο και στο οπισθόφυλλο την κονκάρδα Ιστορίες με αξίες ζωής, λες και δεν είναι όλα τα διηγήματα βασισμένα σ' ένα αξιακό υπόβαθρο. Παρά το σχόλιο, το κείμενο όντως μπορεί να αξιοποιηθεί στη συναισθηματική εκπαίδευση, καθώς μας περιγράφει με γλαφυρότητα το πώς νιώθει η ηρωίδα σε δύο κρίσιμες στιγμές του έργου: Όταν η Ήβη πιστεύει ότι έχει χάσει για πάντα το ημερολόγιό της (απώλεια) και την ώρα που μπροστά στις δασκάλες του χορού, κατηγορείται άδικα από τις αντίζηλές της ότι έκλεψε (αναστάτωση).
Πώς νιώθουμε λοιπόν όταν μας κατηγορεί κάποιος, και γιατί αναστατωνόμαστε, ακόμα και αν οι κατηγορίες είναι άδικες; Υπάρχει τρόπος να αντιμετωπίσουμε αυτή την ένταση της στιγμής με ψυχραιμία; Ποιος είναι ο σωστός τρόπος αντίδρασης για να μη χάσουμε το δίκιο μας;

Στο βιβλίο συναντάμε το -όχι ιδιαίτερα κρίσιμο- δίλημμα: ποδόσφαιρο ή μπαλέτο; Επίσης τίθεται εναγωνίως το ερώτημα: ποιος δικαιούται την τηλεόραση του σπιτιού όταν παίζει ταυτόχρονα μπαλέτο και ποδοσφαιρικός αγώνας; Στην ιστορία μας κερδίζουν οι φίλαθλοι άντρες, καθώς ο αγώνας είναι της τοπικής ομάδας και σημαντικός, ενώ το μπαλέτο παίζει σε βιντεοσκόπηση. 

Τέλος, γίνεται λόγος για τις επιλογές της λαίδης Μάλκοβα στη ζωή, αφού στην κορυφή της καριέρας της ως πρίμα μπαλαρίνα των Μπαλσόι, αποφάσισε να εγκαταλείψει τα πάντα και να παντρευτεί έναν διευθυντή ορχήστρας, μένοντας στο Κρόσακρ. "Μα γιατί;" αναρωτιέται η Ήβη και η δασκάλα της εξηγεί ότι η φήμη μπορεί να φέρει πολλά προβλήματα σε έναν άνθρωπο. Μια και το θέμα είναι κλασικό, μπορούμε να ανιχνεύσουμε σχετικά διδάγματα και σε μύθους του Αισώπου, όπως Ο ποντικός του αγρού και ο ποντικός της πόλης, ή λύκος και σκύλος.

Χρήση στην τάξη
Στο σχολείο, η Ήβη και η Μπεθ διδάσκονται την Ιστορία με βιωματικό τρόπο. Αναλαμβάνουν εργασίες στις οποίες επιχειρούν να γίνουν μικρές ερευνήτριες - μικρές ιστορικοί. Αναζητούν το παρελθόν προσώπων στο περιβάλλον τους, παλιών κτηρίων στη γειτονιά ή τοπικών επιχειρήσεων και οργανισμών. Εδώ στην Ελλάδα, παρά τα ερεθίσματα που μας προσφέρονται απλόχερα, τέτοια προγράμματα που εμπλέκουν τους μαθητές ενεργά δεν εφαρμόζονται και τόσο συχνά.

Μπορούμε, λοιπόν, με αφορμή το βιβλίο, να αναθέσουμε στους μαθητές μας μια αντίστοιχη εργασία για το μάθημα της Ιστορίας. Να μεταφέρουν δηλαδή στην τάξη εμπειρίες από γηραιότερα μέλη της οικογένειάς τους και στη συνέχεια να τις συνδέσουμε μεταξύ τους σε μια χρονογραμμή στον πίνακα.

Από την άλλη, διαφωνώ λίγο και με την κάπως ρομαντική διατύπωση της Ήβης:  Αυτό σημαίνει αληθινή ιστορία, όχι μόνο ημερομηνίες και τόποι, αλλά αληθινές ζωές αληθινών ανθρώπων...  (σ.70) Προσωπικά θεωρώ ότι η μικροϊστορία έχει θέση στο μάθημα της Ιστορίας, αλλά δεν μπορεί και να καταλαμβάνει τη μερίδα του λέοντος. Η μαυροφορεμένη γιαγιά π.χ. που ζυμώνει πάνω στο βουνό, παραμένει η ίδια ανά τους αιώνες, είτε βασιλεύει ο Καίσαρας είτε ο Ναπολέοντας είτε ο Ομπάμα. Χωρίς τόπους και ημερομηνίες, δύσκολα επιτυγχάνεται προσανατολισμός στο χώρο και τον χρόνο. Πώς θα μάθουμε να ξεχωρίζουμε τα κίνητρα που δημιουργούν τις εξελίξεις; Πώς θα διδαχτούμε από τα λάθη και τις προσωπικότητες του παρελθόντος;

Στις σελίδες 23-25 του βιβλίου, γίνεται αναφορά στην υπόθεση του μπαλέτου του Ντελίμπ Κοπέλια (Coppelia). Αν οι μαθητές την βρουν ενδιαφέρουσα, μπορούμε να προβάλουμε στην τάξη μια σκηνή από το έργο και ίσως να την αναπαραστήσουμε με παντομίμα μέσα στην αίθουσα.
https://www.youtube.com/watch?v=ryFyVpqbqGQ

Share/Bookmark

Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2014

Το ημερολόγιο μιας Ξενέρωτης 5: Ιστορίες από μια όχι και τόσο έξυπνη ξερόλα

Υπόθεση
Όλα ξεκινάνε όταν η 14χρονη Νίκι Μάξουελ (Nikki) και οι δύο κολλητές της Κλόι και Ζόι (Chloe - Zoey), αποφασίζουν να παίξουν "θάρρος ή αλήθεια" στο πρωτοχρονιάτικο πάρτι τους και καταλήγουν να σκαρώσουν μια μεγάλη φάρσα στη μισητή τους συμμαθήτρια ΜακΚένζι Χόλιστερ. Η τελευταία απειλεί να τα αποκαλύψει όλα με άρθρο της στην εφημερίδα του σχολείου, αλλά η Νίκι δεν έχει σκοπό να την αφήσει να το κάνει ανενόχλητη... έτσι πιάνει κι αυτή δουλειά στο έντυπο, αναλαμβάνοντας τη στήλη με τις συμβουλές. Υπογράφει ως Μις Ξερόλα, και τα κείμενά της γνωρίζουν απρόσμενη επιτυχία! Έτσι η Νίκι καταφέρνει να κερδίσει αναγνώριση, νέους φίλους, αλλά και την καρδιά του αγαπημένου της Μπράντον...

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Ψυχογιός
Συγγραφέας: Ρέιτσελ Ρενέ Ράσελ (Rachel Renée Russell)
Εικονογράφηση: Simon and Schuster UK Limited
Τίτλος πρωτοτύπου: Dork Diaries 5 - Tales from a not-so-smart Miss know-it-all
Μετάφραση: Λυδία Κολυδά
ISBN: 978-618-01-0161-4
Έτος 1ης Έκδοσης: 2012 (στα ελληνικά 2013)
Σελίδες: 327
Τιμή: περίπου 10 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Ε', Στ', Γυμνάσιο
ιστοσελίδα σειράς και βιβλίου εδώ

Κριτική
Η 5η συνέχεια της best seller σειράς Το ημερολόγιο μιας Ξενέρωτης, που ακολουθεί τα χνάρια του γνωστού μας Σπασίκλα, απευθυνόμενη όμως στα κορίτσια. Η μετάφραση μπορεί για κάποιους να χρειάζεται επιπλέον μετάφραση (συναντάμε λέξεις όπως ένιγουεϊ, τζίζας, ο-μι-τζι και φράσεις όπως εκείνο το μπέργκερ ήταν σούπερ γιάμι, είμαι πολύ ντάουν, κ.ά.), ενώ σίγουρα κάποιες φορές φτάνει σε υπερβολές (Όταν σε τζάσει ο Γουίνστον από δω)... σε τελική ανάλυση όμως, καταφέρνει να αποτυπώσει τη χαζοχαρούμενη ζωντάνια της αφηγήτριας και να "μιλήσει" στους σύγχρονους νέους, χρησιμοποιώντας εκφράσεις αιχμής όπως ευκολάκι, το κουβαδάκι σου και σ' άλλη παραλία ή πιο τέλειο πεθαίνεις. Ξεκούραστο και ευχάριστο το διάβασμα της ιστορίας, χωρίς ωστόσο να προσφέρει πολλά από λογοτεχνικής άποψης. Όπως κάθε ημερολόγιο, χωρίζεται σε σημειώσεις ανά ημέρα (κάθε καταγραφή καταλαμβάνει 4 - 14 σελίδες). H εικονογράφηση είναι ασπρόμαυρη αλλά πανταχού παρούσα (το βιβλίο άλλωστε ανήκει στην κατηγορία graphic novel), αλληλεπιδρώντας με το κείμενο και απεικονίζοντας σημεία της αφήγησης σχεδόν σε κάθε δεύτερη σελίδα του. Προτείνεται κυρίως σε κορίτσια του γυμνασίου και των τελευταίων τάξεων του δημοτικού, που αναζητούν ένα ανώδυνο ανάγνωσμα.

  • Διαβάζεται ευχάριστα 
  • Προσεγμένη έκδοση με σκληρό εξώφυλλο

  • Μετάφραση ζωντανή αλλά λίγο τραβηγμένη
  • Ο καταναλωτισμός προβάλλεται έντονα, παρότι σχολιάζεται
  • Σημεία με αρκετή "ελευθερία" στην έκφραση και άλλα που περιέχουν κακώς εννοούμενο χιούμορ

Αξίες - Θέματα
Υπευθυνότητα, Φιλία, Εκπαίδευση, Χριστούγεννα, Πρώτοι έρωτες, Χιούμορ

Σκηνές που ξεχωρίσαμε
Η σκηνή με τα κορίτσια έξω από το γραφείο του διευθυντή, όπου η ένταση κλιμακώνεται και μας κρατάει σε αγωνία για το τι θα συμβεί.

Εικονογράφηση
Χαριτωμένη ασπρόμαυρη εικονογράφηση που μάλιστα κάποιες -ελάχιστες- φορές καταλαμβάνει ολόκληρο το σαλόνι και περνάει την ιστορία σε κόμικ.
Απόσπασμα
ΤΕΤΑΡΤΗ 1 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ
Ο-ΜΙ-ΤΖΙ! ΔΕΝ το πιστεύω ότι θα κάνω στ’ αλήθεια αυτό το πράγμα!
Υποτίθεται ότι θα είναι μόνο μια μικρή πλακίτσα.
Το παραδέχομαι όμως, όσο να ‘ναι ανησυχώ. 
Πρέπει να κάτσω να σκεφτώ τις συνέπειες των πράξεών μου.

Γιατί αν κάτι πάει στραβά, ΚΑΠΟΙΟΣ μπορεί να καταλήξει… ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ!
ΝΑΙ, σωστά ακούσατε. ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ!

Kαι αυτός ο κάποιος είμαι… ΕΓΩ! Γιατί αν πάρουν χαμπάρι οι γονείς μου την ηλίθια φάρσα που σκοπεύω να σκαρώσω, θα με ΣΚΟΤΩΣΟΥΝ!

Όλα άρχισαν όταν η Κλόι, η Ζόι και εγώ αποφασίσαμε να κάνουμε ένα πιτζάμα πάρτι την παραμονή της Πρωτοχρονιάς.
Μετρήσαμε αντίστροφα όλο ενθουσιασμό τα δευτερόλεπτα ως τα μεσάνυχτα της 31ης Δεκεμβρίου για να υποδεχτούμε το νέο χρόνο: «ΔΕΚΑ… ΕΝΝΙΑ… ΟΧΤΩ… ΕΦΤΑ… ΕΞΙ… ΠΕΝΤΕ… ΤΕΣΣΕΡΑ… ΤΡΙΑ… ΔΥΟ… ΕΝΑ…»
Περίμενα πώς και πώς να μπει η καινούρια χρονιά. 
Βασικά, επειδή η περσινή ήταν ένα ΜΑΤΣΟ χάλια.
Υπήρχε καλύτερος τρόπος να γίνει η αρχή από ένα 
ΤΡΕΛΟ και ΠΑΛΑΒΟ πρωτοχρονιάτικο πιτζάμα πάρτι 
με τις δύο κολλητές μου στο σπίτι της Ζόι;

Γουρουνιάσαμε με πίτσες, διπλοσοκολατένια κάπκεϊκ, 
καραμελάκια Μ’n’Μ, παγωτά με διάφορες γαρνιτούρες 
και μετά, για τη χώνεψη, ήπιαμε αναψυκτικά. 

Ύστερα από λίγο χαζογελούσαμε σαν υστερικά και κοντεύαμε 
να γκρεμίσουμε τους τοίχους από την υπερένταση που μας προκάλεσε η ζάχαρη.

Βάφαμε τα νύχια μας με διάφορα κουλά χρώματα, 
παίζαμε ΘΑΡΡΟΣ ή ΑΛΗΘΕΙΑ και σπάγαμε ΠΑΑΑΑΡΑ πολλή ΠΛΑΚΑ 
παρακολουθώντας στην τιβί μια ελεεινή ντισκομπαλο-τέτοια να πέφτει στην Τάιμς Σκουέρ.

«Ζόι, θάρρος ή αλήθεια;» ρώτησε η Κλόι και κοίταξε τη Ζόι στα μάτια με ένα χαμόγελο όλο ανυπομονησία.

«Αλήθεια!» απάντησε εκείνη. 
«Το ‘χω, το ‘χω!» τσίριξε η Κλόι. «Είναι ΤΟΟΟΣΟ ρομαντικό 
και είναι από το ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ μου βιβλίο! Οκεί. Ποιον θα 
προτιμούσες να φιλήσεις, το Κουκλί Ζωγραφιστό από την Κόλαση ή τον Χανκ Φιν;!»

«Α! Ευκολάκι!» χαχάνισε η Ζόι. «Διαλέγω τον Χανκ Φιν. 
Είναι ευαίσθητος καλλιτέχνης και σούπερ κούκλος».

«Ναι, αλλά το Κουκλί Ζωγραφιστό από την Κόλαση είναι τόσο… 
νοσηρά… όμορφο και τρομερά.. ζωγραφικό», πέταξε η Κλόι

Εμένα κόντεψε να μου κάτσει η πίτσα στο λαιμό. 

Ξέρω ότι η κολλητή μου είναι αθεράπευτα ρομαντική 
και την αγαπάω όσο δεν πάει. Μερικές φορές όμως ανησυχώ
ότι τα ΔΟΝΤΙΑ της μπορεί να ΚΟΒΟΥΝ περισσότερο από το ΜΥΑΛΟ ΤΗΣ.

Το να έχεις ερωτευτεί ένα ΖΩΓΡΑΦΙΚΟ αγόρι είναι τόσο… ΑΚΥΡΟ!

Εννοώ, ΥΠΑΡΧΕΙ αυτή η λέξη στην πραγματικότητα;!

Αν μου έλεγαν να δημιουργήσω το τέλειο αγόρι, 
θα ήταν ΕΥΓΕΝΙΚΟ, θα είχε αίσθηση του ΧΙΟΥΜΟΡ 
και θα ήταν αξιολάτρευτα ΧΑΡΙΤΩΜΕΝΟ 
(ακριβώς όπως ο κρυφός έρωτάς μου, ο Μπράντον)…

«Σειρά σου, Νίκι», είπε η Ζόι και γύρισε προς το μέρος μου.
«Θάρρος ή αλήθεια;»

«Ωωω! Έχω ένα πάρα πολύ καλό!» φώναξε η Κλόι.
Ένα πονηρό χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό της καθώς ψιθύριζε στο αυτό της Ζόι.

Τα μάτια της Ζόι έγιναν μεγάλα σαν πιάτα του γλυκού. 
«ΈΛΕΟΣ, Κλόι! Η Νίκι θα ΠΑΘΕΙ ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟ αν τη ρωτήσεις 
κάτι τέτοιο!» τσίριξε ανάμεσα σε χαχανητά.

Εγώ ζάρωσα τα μούτρα μου και δάγκωσα το χείλος μου από νευρικότητα.

Το να απαντάς μια «αλήθεια» για έναν τύπο που δεν υπάρχει ήταν αστείο και συναρπαστικό.

Αλλά το να απαντάς μια «αλήθεια» για έναν τύπο ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ 
μπορούσε να γίνει τελείως ΡΟΜΠΙΑΣΤΙΚΟ.

Και έλπιζα να ΑΠΟΦΥΓΩ τη συζήτηση για ΕΝΑ συγκεκριμένο τύπο, 
αν με πιάνετε.

Που σήμαινε ότι δεν είχα επιλογή.

«ΘΑΡΡΟΣ! Καμία δεν είχε τα κότσια να δοκιμάσει ένα θάρρος, 
οπότε θα το κάνω εγώ. Δώσε το δυσκολότερο που έχεις!» προκάλεσα τη Ζόι.

Εκείνη χτύπησε ρυθμικά το πιγούνι της πέφτοντας σε περισυλλογή.
Μετά εμφανίστηκε στα ξαφνικά ένα πονηρό χαμόγελο στο πρόσωπό της. 

«Είσαι ΣΙΓΟΥΡΗ γι’ αυτό, Νίκι; Μπορεί να είναι ΠΟΛΥ πιο εύκολο να ζητήσεις μια αλήθεια».
Σχόλιο
Χαρακτηριστικό για το αίσθημα καταναλωτικής ευδαιμονίας και τις αξίες που διαπνέουν το βιβλίο, είναι πως η ιστορία ξεκινάει και κλείνει με ένα πάρτι. Παρότι όμως η όλη πλοκή παραπέμπει περισσότερο σε νεανική σαπουνόπερα, δεν μπορούμε να πούμε ότι από την ιστορία λείπει εντελώς η ουσία. Η δημιουργός προσπαθεί πέρα από το ψυχαγωγικό κομμάτι να σχολιάσει κάποια κακώς κείμενα (π.χ. κατανάλωση πρόχειρου φαγητού) και να περάσει ορισμένα διδάγματα προς τους αναγνώστες. Ωστόσο, κάποια από τα παραδείγματα που χρησιμοποιούνται, δεν είμαι σίγουρος ότι αγγίζουν την ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Λόγου χάρη, το μήνυμα "Μην προσπαθείς να κρατήσεις κρυφό, αυτό που είσαι στην πραγματικότητα", που προβάλλεται όταν η Νίκι πασχίζει να μην αποκαλυφθεί το αμάξι-κατσαρίδα του μπαμπά της στον Μπράντον.

Από την άλλη, σαφές γίνεται το μήνυμα πως πρέπει να είμαστε υπεύθυνοι για τις πράξεις μας, αφού η φάρσα που σκαρώνει η ηρωίδα στην αρχή του βιβλίου της προκαλεί στη συνέχεια τύψεις αλλά και σοβαρά προβλήματα, που την απειλούν σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας.

Λίγη προσοχή ίσως χρειαστεί σε κάποιες επιλογές της ηρωίδας (όταν π.χ. εξαπατά τους γονείς της) και σε χαρακτηρισμούς που φαινομενικά "έχουν πλάκα", είναι όμως στην ουσία τους απαξιωτικοί και δίνουν ένα κακό παράδειγμα για τη στάση με την οποία οφείλουμε να αντιμετωπίζουμε τους άλλους. Μεταφέρουμε τα λόγια της αφηγήτριας όταν βλέπει τη μικρή της αδελφή μακιγιαρισμένη (σ.236):
ΤΖΙΖΑΣ! Νόμιζα ότι τα μάτια μου θα έσκαγαν στην κυριολεξία και θα μάτωναν!
Αυτό το κοντοπίθαρο hipster είχε μπλε ελεκτρίκ σκιά μέχρι τα φρύδια, υπερβολικά πολύ ρουζ στα μάγουλά της και μοβ κραγιόν πασαλειμμένο γύρω από το στόμα της...

Χρήση στην τάξη
Στο βιβλίο, η Νίκι προσλαμβάνεται στη σχολική εφημερίδα για να γράφει τη στήλη που απαντά ανώνυμα στις ερωτήσεις των αναγνωστών. Ίσως θα μπορούσαμε να δοκιμάσουμε μια ανάλογη δραστηριότητα στην τάξη, αφού αναφερθούμε σε κάποια χαρακτηριστικά που συναντάμε συνήθως στις στήλες συμβουλών (ηπιότητα, γενικότητες, αποφυγή ισχυρών θέσεων και παρεξηγήσεων).

Όσοι μαθητές επιθυμούν, μπορούν να γράψουν μια ερώτηση για κάποιο θέμα που τους αφορά και να την τοποθετήσουν σε ένα κουτί. Το κουτί παραλαμβάνει μια ομάδα μαθητών (ξερόλες), καθένας από τους οποίους απαντάει ανώνυμα με λίγες γραμμές σε μία από τις ερωτήσεις. Οι απαντήσεις διαβάζονται από τον δάσκαλο δυνατά στην τάξη. Μας φαίνονται σωστές; Ακολουθούν τους κανόνες που αναφέραμε; Μπορούμε άραγε να εντοπίσουμε ποιος την απάντησε από τον τρόπο που εκφράζεται ή από τις θέσεις του; 

Φυσικά, αν η τάξη εκδίδει δική της εφημερίδα, μπορούμε να της προσθέσουμε από σήμερα και μια στήλη με συμβουλές!
Η συγγραφέας μαζί με τις κόρες της Erin και Nikki (δεξιά)

Share/Bookmark

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2014

Ελληνικές γιορτές

Υπόθεση
Δεκατρία μικρά διηγήματα με θέματα από τις γιορτές του τόπου μας. Τα περισσότερα αφορούν τα Χριστούγεννα, ενώ υπάρχουν ορισμένα και για την Πρωτοχρονιά, τα Φώτα, τις Απόκριες, την 25η Μαρτίου, το Πάσχα, ακόμα και τον Δεκαπενταύγουστο!

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Πατάκης
Συγγραφέας: Νέστορας Μάτσας
Εικονογράφηση: Βιολέττα Διαμαντή - Μελετίου
ISBN: 960-600-040-0
Έτος 1ης Έκδοσης: 1997
Σελίδες:140
Τιμή: περίπου 6 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Γ', Δ', Ε' 

Κριτική
Ο πολυβραβευμένος συγγραφέας και λαογράφος Νέστορας Μάτσας, μας δίνει μια σειρά από μικρές ιστορίες διαποτισμένες από το χριστιανικό πνεύμα, που μπορεί να καλύπτουν τις γιορτές όλου του χρόνου παρέχοντάς μας ένα πλήρες βοήθημα για την τάξη, μοιάζουν όμως αρκετά ξεπερασμένες από τα σύγχρονα δεδομένα, κι έτσι μάλλον δεν ανταποκρίνονται στα ενδιαφέροντα των παιδιών του 21ου αιώνα. Τα κείμενα είναι γραμμένα με τρυφερότητα και σε γλώσσα απλή, όμως σε κάποιες περιπτώσεις (όπως στη δεύτερη ιστορία) το βασικό νόημα παραμένει ασαφές. Η έκταση των ιστοριών είναι περιορισμένη (5-7 σελίδες η κάθε μία) κι έτσι δεν κουράζει, φοβάμαι ωστόσο ότι δε συμβαίνει το ίδιο και με το περιεχόμενό τους, που όπως αναφέραμε ήδη, δύσκολα θα συγκινήσει τους μικρούς αναγνώστες της εποχής μας. Η (ασπρόμαυρη) εικονογράφηση περιορίζεται σε συνοδευτικό ρόλο και είναι μάλλον επαρκής (2-3 ολοσέλιδες εικόνες ανά ιστορία), μοιάζει ωστόσο κι αυτή βγαλμένη από παλαιότερες δεκαετίες. Θα προτείναμε το βιβλίο περισσότερο σε μαθητές Δ' και Ε' τάξης, ιδιαίτερα σε όσους ενδιαφέρονται για αντιπολεμικές ιστορίες.


  • Ανθρώπινα μηνύματα, μεταφερμένα με τρυφερότητα
  • Ιστορίες για όλες τις μεγάλες γιορτές του χρόνου

  • Περιεχόμενο που δύσκολα συγκινεί σύγχρονα παιδιά
  • Ασάφειες σε κάποιες από τις ιστορίες

Αξίες - Θέματα
Ανθρωπισμός, Παραμύθια, Χριστούγεννα, Απόκριες, Πάσχα, 25η Μαρτίου, Δεκαπενταύγουστος.

Εικονογράφηση
 
Απόσπασμα
Μια φορά κι έναν καιρό – όπως αρχίζουν όλα τα παλιά γοητευτικά παραμύθια…- σε κάποια πολύ μακρινή πολιτεία, τυλιγμένη στ’ όνειρο και στο μύθο, ζούσαν τα Τσιλικροτά.

Τα ξέρετε τα Τσιλικροτά; Είναι οι καλικάντζαροι, οι μικροί διάβολοι που με τα καμώματά τους τρελαίνουν τις νοικοκυράδες και τα κορίτσια τις άγιες τούτες μέρες της χριστιανοσύνης…

Τα Τσιλικροτά ήταν κι αυτά κάποτε όμορφα πριγκιπόπουλα και είχαν στην πιο ψηλή κορφή ενός καταπράσινου λόφου της μαγικής τούτης πολιτείας ένα θαυμάσιο πύργο, που όμοιός του δεν υπήρχε σ’ όλο τον κόσμο. Ήταν όλος από κρύσταλλο και στο μεγάλο πάρκο του πετούσαν πολύχρωμα παραδείσια πουλιά κι όμορφες νύμφες κρύβονταν πίσω απ’ τους κορμούς των αιωνόβιων δέντρων του…

Τα Τσιλικροτά είχαν ξανθά και πυκνά μαλλιά σαν τα ώριμα στάχυα του θέρους και τα μάτια τους ήταν γαλάζια και φωτεινά…

Η ομορφιά τους όμως ήταν μόνο εξωτερική. Ήταν κακά κι αχάριστα και ένιωθαν βαθιά χαρά όταν σκόρπιζαν τον πόνο και τα δάκρυα.

Αγαπούσαν να βασανίζουν τα μικρά ζώα του δάσους, να τραβούν τα φτερά των ωραίων παραδείσιων πουλιών και να στήνουν παγίδες στις νύμφες για να τυραννιούνται ώρες, προσπαθώντας να ξεφύγουν απ’ τα μεγάλα σιδερένια δόκανα…

Μια σκοτεινή και παγωμένη νύχτα του χειμώνα έφτασε ως το μακρινό πύργο τους το μεγάλο μήνυμα:

Σε μια μικρή και ταπεινή φάντη είχε γεννηθεί ο μέγας Βασιλιάς του κόσμου, αυτός που ούτε με τη βία ούτε με τη δύναμη, αλλά με την καρτερία και την αγάπη θα γινόταν κύριος του ουρανού και της γης, των ανθρώπων και των πραγμάτων…

Πάγωσαν τα πριγκιπόπουλα. Ποιος ήταν αυτός ο απροσδόκητος εχθρός που  θα βασίλευε σ’ όλο τον κόσμο;

Σκέφτηκαν να στείλουν τους υπηρέτες τους να τον σκοτώσουν ή ακόμη να πάνε οι ίδιοι με τα χρυσά τους τόξα και να καρφώσουν ένα, το πιο όμορφο αλλά και το πιο φαρμακερό, στην καρδιά του μικρού Θεού…


Ετοίμασαν λοιπόν τα πιο δυνατά άλογά τους, ζώστηκαν τ’ άρματά τους και μια νύχτα, βαθιά και κρύα σαν το μίσος που έσερναν στις ψυχές τους, ξεκίνησαν για το μακρινό τους ταξίδι.


Θα ζητούσαν ένα μικρό χωριό, τη Βηθλεέμ, κι εκεί σίγουρα θα ήταν εύκολο να βρουν τη φάτνη του θαύματος…


Κάλπασαν ώρες ατέλειωτες κάτω από έναν ουρανό σκοτεινό και βαθύ, χωρίς ούτ’ ένα άστρο να φέγγει την άδικη πορεία τους… Και δεν έλεγε να ξημερώσει…


Θα πίστευε κανείς ότι η αυγή φοβόταν να προβάλει πίσω απ΄ το πυκνό σκοτάδι της νύχτας κι ότι ποτέ πια δε θα γλιστρούσε στο μαύρο ουρανό λίγο φως… Κι όσο κάλπαζαν με τ’ άλογά τους, τόσο η νύχτα γινόταν πιο βαθιά, τόσο το σκοτάδι τύλιγε τα πάντα μ’ ένα πέπλο πυκνό κι αδιαπέραστο…


Σε μια στιγμή τ’ άλογα σταμάτησαν. Τα πριγκιπόπουλα τα κέντησαν δαιμονισμένα, μα αυτά δε σάλευαν απ’ τη θέση τους.


Κατέβηκαν τότε και συνέχισαν μόνα τους την πορεία. Το μίσος και το κακό που φώλιαζε στις ψυχές τους ήταν δυνατότερο από καθετί άλλο… Τίποτε δεν μπορούσε να τους σταματήσει, αφού ήθελαν με κάθε τρόπο να εξοντώσουν τούτο τον απρόσμενο άρχοντα που – ποιος ξέρει; - μπορεί να τους έπαιρνε τον πύργο τους, τ’ αγαθά τους, τ’ άρματα και τα χρυσάφια τους… Μα δεν έβλεπαν πια να προχωρήσουν.


Ξαφνικά, σαν μεσ’ από κάποια αβυσσαλέα τάρταρα, ακούστηκε μια δυνατή βουή και η γη άρχισε να τρέμει.


Τα πριγκιπόπουλα για πρώτη φορά στη ζωή τους ένιωσαν τόσο δυνατό φόβο. Τίποτε ως τότε δεν τα είχε συγκινήσει, ούτε τα είχε φοβίσει.

Ήταν περήφανα για τη σκληρότητά τους και για το αλόγιστο θάρρος τους…


Ωστόσο, εκείνη η νύχτα, βαθιά κι ατέλειωτη, ήταν τόσο παράξενη!... Κι εκείνο το σκοτάδι τόσο πυκνό!... Κι η αδιαπέραστη σιωπή –θα ‘λεγε κανείς ότι όλα είχαν μαρμαρώσει- τόσο τρομακτική!...


Πήγαν κάτι να πουν, να βρίσουν θεούς και δαίμονες, δεν πρόλαβαν όμως!... Άνοιξε η γη και τους κατάπιε. Είχαν γίνει πια οι καλικάντζαροι!...


Δεν τελειώνει όμως εδώ το παραμύθι των Τσιλικροτών. Στη γη που βρέθηκαν δε θέλησαν να ησυχάσουν. Για να εκδικηθούν λοιπόν τους ανθρώπους που έμεναν πάνω σ’ αυτήν και χαίρονταν τη ζωή και το φως, άρχισαν με τα δόντια τους – που στο μεταξύ είχαν γίνει μυτερά κι άσχημα σαν των ποντικών – να πριονίζουν τους στύλους της γης για να σωριαστούν κάποτε όλες οι ομορφιές της και οι άνθρωποι μαζί στα σκοτεινά τάρταρα.


Δε φτάνει όμως ως εκεί η δύναμή τους- γιατί κάθε τέτοια περίοδο που κατορθώνουν και γλιστρούν στην επιφάνεια της γης, οι στύλοι ξανάρχονται στη θέση τους, κι όταν φτάσουν τα Φώτα και τα Τσιλικροτά κυνηγημένα από τον αγιασμό γυρίζουν στα τάρταρα, ρίχνονται πάλι απ’ την αρχή στη δουλειά…

Πρέπει, αφού αυτά ζουν στα πυκνά σκοτάδια, όλοι να χαθούν μαζί τους… Όλοι!...


Εδώ κλείνει το παραμύθι των καλικαντζάρων. Άλλωστε, μόλις ακούγεται η πρώτη ευχή του αγιασμού, τρέχουν να κρυφτούν στα βάθη της γης, φωνάζοντας σαν δαιμονισμένα:


Πάμετε να φύγουμε

κι έρχεται ο τρελόπαπας

με την αγιαστούρα του

και με τη μαγκούρα του.


Και χάνονται στα τάρταρα…
Σχόλιο
Τι κάνει Ηο-Ηο-Ηο στα κεραμίδια;
Στο πιο πάνω απόσπασμα, διαβάζουμε την -θεωρώ- πιο ενδιαφέρουσα ιστορία του βιβλίου, με θέμα τους καλικαντζάρους. Σύμφωνα με την λαϊκή μας παράδοση, τα υποχθόνια αυτά πλασματάκια βγαίνουν από τη γη κατά το 12ήμερο των Χριστουγέννων και μπαίνουν στα σπίτια των πιστών από τις καμινάδες για να κάνουν όσες ζημιές μπορούν. 

Η σύγχρονη παγκόσμια κουλτούρα ωστόσο, θέλει κατά τις μέρες αυτές να περιμένουμε να μας επισκεφθεί κάποιος άλλος, που επίσης κατεβαίνει από τις καμινάδες. Τι μας περιμένει τελικά στο τζάκι; Τα δώρα ή ο Ζονγκ? 

Και τι συμβαίνει όταν η λαϊκή παράδοση ενός τόπου έρχεται σε σύγκρουση με την παγκοσμιοποιημένη κουλτούρα της κατανάλωσης; Στην περίπτωση της Πρωτοχρονιάς έχει προς το παρόν επικρατήσει ένας βολικός αχταρμάς, που μπορεί να μπερδεύει τα παιδιά, αλλά τα χωράει όλα. Έτσι, στα κάλαντα ψέλνουμε τον Αϊ Βασίλη από την Καισάρεια, τα γράμματά μας τα στέλνουμε στο επίσημο κατάλυμα του Santa Claus στο Ροβανίεμι (μπορούμε μάλιστα να στείλουμε και email στο site του) ενώ την τάξη τη στολίζουμε με τις φιγούρες του χοντρού παππούλη που επινόησε η Coca Cola... οι καλοί παντού χωράνε. Αν μάλιστα δεν ήταν η κρίση, ίσως ήδη να είχαμε αρχίσει να ανταλλάσσουμε δώρα και την 6η Δεκεμβρίου, ώστε να μην μείνει παραπονεμένος ο Nikolaus (ο για μας Άγιος Νικόλαος, επίσκοπος Μύρων) των Γερμανών. Χρόνια πολλά!

Share/Bookmark