Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2015

Συνέβη εις την Πόλη

Υπόθεση
Κωνσταντινούπολη, Γενάρης του 1919. Το «Ευρωπαϊκόν Φαρμακείον» του κ. Μιχαλάκη Καμπαλούρη είναι έτοιμο να ανοίξει και ο Νικόλας, που εργάζεται εκεί ως βοηθός, περιμένει τη νονά του να τον καμαρώσει στην άσπρη του ποδιά. Ο φαρμακοποιός όμως έχει άλλα σχέδια, και τον στέλνει για δουλειές σ' ένα εμπορικό πλοίο στο λιμάνι. Εκεί, ο νεαρός θα γνωρίσει τον Χιώτη καπετάν-Γιώργη και τον 15χρονο γιο του Γιάννη. Καθώς αγναντεύουν τα αγκυροβολημένα ελληνικά πολεμικά, μια βάρκα φεύγει από αυτά και βγάζει στη στεριά πέντε ανθρώπους.  Τα παιδιά πλησιάζουν και μαθαίνουν ότι πρόκειται για τέσσερις Έλληνες αξιωματικούς και τον παπα - Λευτέρη Νουφράκη από την Κρήτη. Ακολουθούν το μικρό απόσπασμα στα στενά σοκάκια της Πόλης και σύντομα βρίσκονται μπροστά στον ναό της Αγίας Σοφίας. Εκεί, ο ιερέας έχει σκοπό να τελέσει Θεία Λειτουργία, 466 χρόνια μετά την τελευταία δέηση του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου! Θα τα καταφέρει άραγε στο παράτολμο αυτό εγχείρημα, ή θα προλάβουν να επέμβουν οι Τούρκοι που συρρέουν εξαγριωμένοι;

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Άθως Παιδικά
Συγγραφέας: Άννα Ιακώβου
Εικονογράφηση: Σπύρος Γούσης
ISBN: 978-960-495-143-7
Έτος 1ης Έκδοσης: 2014
Σελίδες: 40
Τιμή: περίπου 7 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Ε', Στ'

Κριτική
Βασισμένο σ' ένα πραγματικό γεγονός που συνέβη εις την Πόλη, το ιστορικό αυτό διήγημα μας μεταφέρει στην Κωνσταντινούπολη των αρχών του 20ού αιώνα. Με ύφος κατά σημεία λυρικό "ποιος τοίχος όμως μπορεί τον ουρανό να φυλακίσει;" αλλά και γλώσσα κάπως απαιτητική για τους πιο άπειρους, το βιβλίο θα συγκινήσει περισσότερο τους αναγνώστες με πατριωτικό προσανατολισμό και εκείνους που ενδιαφέρονται για θέματα σχετικά με την θρησκευτική μας παράδοση. Το κείμενο δεν χωρίζεται σε κεφάλαια αλλά διαβάζεται άνετα, καθώς είναι περιορισμένο σε έκταση· σχεδόν σε κάθε δισέλιδο, ο μισός χώρος παραδίδεται στα έμπειρα χέρια του εικονογράφου Σπ. Γούση, που με την όμορφη δουλειά του διαμορφώνει ένα πολύ ελκυστικό τελικό αποτέλεσμα. Καθώς η ένταση σταδιακά κορυφώνεται, οι αρχικοί πρωταγωνιστές περνούν στο περιθώριο και στο κέντρο της δράσης μεταφέρεται ο θαρραλέος ιερέας, η πράξη του οποίου εξυψώνεται. Η έκδοση είναι προσεγμένη, σε μεγάλο μέγεθος (19x24) και με χαρτί γυαλιστερό, ενώ στις τελευταίες σελίδες συναντάμε ένα τρισέλιδο παράρτημα με τίτλο Ιστορικές Αναγραφές, στο οποίο περιέχονται φωτογραφίες και πληροφορίες για τον βίο του ιερωμένου από τις Αλώνες Ρεθύμνου. Προτείνουμε το βιβλίο περισσότερο σε μαθητές της Ε' και της Στ', που ενδιαφέρονται για ένα μικρό ταξίδι στην καθ' ημάς Ανατολή των αρχών του προηγούμενου αιώνα.

  • Ενδιαφέρουσα ιστορία, βασισμένη σε πραγματικό γεγονός
  • Προσεγμένη έκδοση - Ωραία εικονογράφηση

  • Ορισμένοι χαρακτηρισμοί αποπνέουν μισαλλοδοξία

Αξίες - Θέματα
Ιστορία, Πατριωτισμός, Αγία Σοφία, Κωνσταντινούπολη

Σκηνές που ξεχωρίσαμε
Ο παπα-Λευτέρης τελεί τη Θεία Λειτουργία την ώρα που ο κλοιός των Τούρκων σφίγγει γύρω του.

Εικονογράφηση
Ελκυστική, πολύχρωμη και πανταχού παρούσα, βοηθάει στην ξεκούραστη ανάγνωση και συνδιαμορφώνει ένα αισθητικά ελκυστικό τελικό αποτέλεσμα.
Απόσπασμα
Μέσα από μαχαλάδες, που δεν είχανε ακόμη ξυπνήσει, περπάτησε, κι από μικρομάγαζα, που τα ρολά τους μόλις είχανε ανοίξει. Βιαστικά διάβηκε μπρος από καφενέδες, που τις μασιές τους άναβαν, κι από τα βλέμματα των μικρών λούστρων, που είχανε πιάσει τα περάσματα.

Κι άξαφνα τους είδε μπρος του. Είδε και την Αγια-Σοφιά απόμακρα να τους καρτεράει. Όμορφη όσο καμιά άλλη εκκλησιά στον κόσμο. Λουσμένη στο πρώτο φως του ήλιου, έστεκε φυλακισμένη ανάμεσα σε τέσσερις ψηλούς μιναρέδες, που είχανε καρφώσει με τις αιχμηρές τους μύτες το γαλάζιο θόλο τ’ ουρανού.

Ο Κοσμάς ο βαρκάρης πήγαινε πρώτος για να τους δείχνει τον δρόμο. Τον ακολουθούσε ο παπα-Λευτέρης με τα μαύρα ράσα του ν’ ανεμίζουν απ’ τη βιάση. Οι τέσσερις αξιωματικοί, με πατήματα που ακούγονταν στου καλντεριμιού τις πέτρες, περπατούσαν κοντά ο ένας στον άλλον. Τελευταίο στη σειρά πήγαινε το ναυτόπουλο με τα μάτια καρφωμένα πάνω τους. Ο Νικόλας έτρεξε κι εκείνος ξωπίσω λαχανιασμένος να τους προφτάσει και γίνηκε ο ουραγός μιας παράξενης πομπής.

Σε λιγάκι έφτασε σιμά στον Γιάννη κι αντάμωσαν τα βήματά τους.
- Ο πατέρας σου μου είπε να έρθω, του είπε λαχανιασμένος.

Ο Γιάννης τον κοίταξε δίχως να κόψει το βήμα του και του χαμογέλασε.
- Με λένε Νικόλα.

- Το ξέρω. Το άκουσα που το είπες στον πατέρα μου.

- Λες να μπούνε στην Αγια-Σοφιά; Τον ρώτησε ψιθυριστά ο Νικόλας ταχύνοντας το βήμα του για να περπατούνε πλάι-πλάι.

Έτσι φαίνεται, του είπε ο Γιάννης.

- Κι εμείς; Ρώτησε ξανά το παιδί.

- Από πίσω τους κι εμείς! Ίσως να είναι η μοναδική μας ευκαιρία να μπούμε στην Αγια-Σοφιά. Από τότε που έγινε τζαμί κανένας χριστιανός δεν έχει περάσει την πόρτα της.

- Φοβάσαι; Τον ρώτησε ο Νικόλας και στάθηκε στον τόπο.

- Ο φύλακας θα φοβηθεί πιο πολύ από μένα σαν δει τους Έλληνες αξιωματικούς! Μην ξεχνάς ότι η Πόλη τώρα βρίσκεται στα χέρια των συμμάχων. Αγγλογαλλικός στρατός έχει καταλάβει την Κωνσταντινούπολη κι ο ελληνικός στόλος με ναυαρχίδα το αντιτορπιλικό «Αβέρωφ» είναι στον Βόσπορο. Έλα, μην στέκεσαι, πάμε, του είπε και τον έπιασε από το μανίκι του σακακιού του.

- Εγώ φοβάμαι, είπε το παιδί κι άφηκε το χέρι του κρεμασμένο από το μανίκι που κρατούσε ο Γιάννης. Φοβάμαι τον άγγελο που φυλάει την εκκλησιά.

- Τον άγγελο; Είπε σαστισμένο το ναυτόπουλο.
Ο Νικόλας αντί γι’ απάντηση κούνησε πάνω-κάτω το κεφάλι του.

- Τον άγγελο που φυλάει την Αγια-Σοφιά, είπε σε λίγο μέσα απ’ τις κοφτές του ανάσες. Η νονά μου λέει πως όταν χτιζόταν η εκκλησιά ένα παιδί ίσαμε δώδεκα χρονών  φύλαγε τα εργαλεία των μαστόρων όσο εκείνοι θα έτρωγαν ένα μεσημέρι.

- Και λοιπόν; Ρώτησε ο Γιάννης.

- Οι μάστορες όμως αργούσαν να γυρίσουν στη δουλειά τους, γιατί κουβέντιαζαν με τον αυτοκράτορα για τα σχέδια της εκκλησίας. Τότε ένας άγγελος ήρθε στο παιδί και του είπε να φωνάξει τους μαστόρους ν’ αφήσουν τις κουβέντες και να γυρίσουν γρήγορα πίσω στη δουλειά τους. Το παιδί όμως φοβήθηκε ν’ αφήσει τη θέση του, μη και χαθούνε όση ώρα λείπει τα εργαλεία.

- Και ύστερα; Τον ρώτησε ο Γιάννης κι άφηκε απ’ τη χούφτα του το μανίκι του παιδιού να πέσει.

- Ο άγγελος τότε του υποσχέθηκε πως, όσο θα λείπει, θα φυλάει εκείνος την εκκλησιά.

- Και τη φυλάει ακόμα;

- Τη φυλάει, γιατί το μαστορόπουλο ποτέ δεν γύρισε πίσω. Το έβαλε ο βασιλιάς σ’ ένα καράβι και το ‘διωξε μακριά για πάντα. Και η νόνα μου δεν θέλει να περνώ σιμά από την εκκλησιά τώρα που κοντεύω τα δώδεκα, γιατί μπορεί να λαθέψει ο άγγελος και να νομίσει πως είμαι το μαστορόπουλο, που καρτεράει ακόμη να γυρίσει. Και να φύγει. Και να μείνει η εκκλησιά δίχως φύλακα.

- Δεν λαθεύουν οι άγγελοι, είπε ο Γιάννης και κίνησε να φύγει.

- Στάσου, του φωνάζει ο Νικόλας.

- Δεν λαθεύουν σου είπα κι αν θέλεις έλα τώρα κοντά γιατί θα τους χάσουμε…

Τούτη την κουβέντα είπε και με τα μάτια του έψαξε να δει πόσο μάκρυναν ο παπάς και οι αξιωματικοί.

- Έλα, τους προλαβαίνουμε, είπε δίνοντας θάρρος στον Νικόλα και με βήμα γρήγορο κίνησε προς τη μεριά τους.

Δεν άργησαν τα παιδιά να τους φτάσουν και να είναι πίσω τους την ώρα που εκείνοι έμπαιναν στην Αγια-Σοφιά.  

Ο Κοσμάς ο βαρκάρης, που πήγαινε μπροστά, στάθηκε στη μεγάλη πόρτα περιμένοντας. Σαν ζύγωσε ο παπάς και οι αξιωματικοί εκείνος τραβήχτηκε και τους έκαμε τόπο να περάσουνε πρώτοι.

Ο παπα-Νουφράκης πριν μπει έστρεψε ερευνητικά το βλέμμα του πίσω. Είδε τότε απόμακρα να στέκουν δυο παιδιά και περίεργα να κοιτούν προς το μέρος τους. Τα μάτια τους ήταν ζωηρά, μα φοβισμένα και τα μάγουλά τους κατακόκκινα απ’ την τρεχάλα.

Ο παπάς δεν ξαφνιάστηκε, γιατί από ώρα είχε καταλάβει πως τούτα τ’ αμούστακα παλικαράκια, που είχανε συναντήσει στο λιμάνι, τους είχανε πάρει στο κατόπι. 

Καρφώνοντας πάνω τους τη ματιά του σήκωσε το χέρι του και τους έγνεψε να πλησιάσουν. Τα παιδιά σαστισμένα απ’ τ’ απρόσμενο κάλεσμα μούδιασαν ολόκληρα από φόβο. Βάζοντας όση δύναμη τους είχε απομείνει στα πόδια σάλεψαν και με μικρά, δειλά βήματα βρέθηκαν κοντά του.

Οι αξιωματικοί, σαν είδαν τα παιδιά, κοιτάχτηκαν μ’ απορία.

- Θέλουμε μάρτυρες, είπε χαμογελώντας ο παπα-Νουφράκης, κι ετούτοι οι δυο είναι καλοί για μαγιά.

Και λέγοντας αυτά συνέχισε μιλώντας σ’ όλους χαμηλόφωνα με την καθάρια φωνή του…

- Θα μπούμε στην Αγια-Σοφιά όλοι μαζί. Έτσι, σαν μια γροθιά, είπε κι έσφιξε το δεξί του χέρι γροθιά για να τους δείξει κι έκαμε με το δεξί του πόδι το πρώτο βήμα.

Την ώρα εκείνη ένας Τούρκος φύλακας, που φύλαγε το «τζαμί», είδε τους άντρες να μπαίνουν, είδε και τον παπά, μα δεν πρόκαμε να τους μιλήσει, να τους σταματήσει, με μια σπρωξιά έξω να τους διώξει, που τόλμησαν σε χώρο ιερό ποδεμένοι να πατήσουν.

Όμως οι Έλληνες αξιωματικοί μ’ ένα βλέμμα αυστηρό τον παραμέρισαν για να περάσουν μέσα.

Ο παπα-Λευτέρης με βήματα μεγάλα, στεριωμένα γερά πάνω στις αγιασμένες πλάκες της εκκλησιάς, σαν μπήκε έκαμε τον σταυρό του ψιθυρίζοντας…
- Εἰσελεύσομαι εἰς τὸν οἶκόν σου, προσκυνήσω πρὸς ναὸν ἅγιόν σου ἐν φόβῳ σου. 

Πάνω στα πατήματά του διάβηκαν και οι αξιωματικοί, πίσω από τον ίσκιο του πιάστηκαν και τα δυο παιδιά και κάνοντας κι εκείνα θαρρετά τον σταυρό τους έφτασαν στο κέντρο του ναού.

Κι εκεί στάθηκαν. Κάτω από τον τρούλο της Αγια-Σοφιάς, που μετέωρος κρεμόταν από τον ουρανό. Κάτω από τη σκέπη του κόσμου στάθηκαν και γύρεψαν να βρουν τον Παντοκράτορα. Μα δεν Τον είδαν πουθενά. Ίσως να έφταιγε κι εκείνο το φως, που ζάλισε τα μάτια τους.

Κι ο Νικόλας θαμπώθηκε απ’ το φως. Θαμπώθηκε από τις ολόχρυσες ηλιαχτίδες, που σεμνά κι αθόρυβα γλιστρούσανε μέσα στην εκκλησιά από σαράντα θολωτά παράθυρα σκορπίζοντας παντού τριγύρω ζεστασιά.

Ο παπα-Λευτέρης Νουφράκης μπαίνοντας μέσα σ’ εκείνο το φως γίνηκε διάφανος.

Και βάδισε κάτω από τον θόλο. Πατώντας πάνω στα στρωμένα χαλιά του δαπέδου, που παράξενα κι αταίριαστα με την αρμονία του χώρου κοίταζαν στραμμένα προς τη Μέκκα. Παράξενα κι αταίριαστα με το αδούλωτο μεγαλείο μιας εκκλησιάς, που δεν υπέκυψε χρόνια τώρα στα θελήματα ενός ισλαμικού τεμένους. 
ο παπα-Λευτέρης Νουφράκης (πηγή)
Σχόλια - Προβληματισμοί
Η ιστορία είναι πραγματική και τα πρόσωπα που αναφέρονται σε αυτήν (εκτός από τους δύο νεαρούς ήρωες-παρατηρητές και τον Χιώτη καπετάνιο) υπαρκτά. Οι τέσσερις αξιωματικοί που συνόδευσαν τον ιερέα ήταν οι ταξίαρχος Φραντζής, ταγματάρχης Λιαρομάτης, λοχαγός Σταματίου και υπολοχαγός Νικολάου. Ο κύριος Μιχαλάκης Καμπαλούρης, τον οποίο συναντάμε στις πρώτες σελίδες, είχε όντως φαρμακείο στα ψαράδικα του Γαλατά. Περισσότερα για την περιπετειώδη ζωή του μπορείτε να διαβάσετε σε αυτό το αρχείο. Επίσης εδώ μπορείτε να βρείτε στοιχεία για τα γεγονότα της δέησης όπως μας παραδίδονται (από άρθρο του Ανδρέα Κυριάκου στο περιοδικό "Τα Πάτρια" 1996, σ. 4-5 και 57-61) αλλά και για τον ηρωικό παπα-Λευτέρη Νουφράκη, στη μνήμη του οποίο είναι αφιερωμένο το βίντεο του παρακάτω συνδέσμου.
https://www.youtube.com/watch?v=XPZdDgYxeTk

Πρόκληση ή Ηρωισμός;
Στις μέρες μας, αποκομμένη από το ιστορικό της πλαίσιο, η ενέργεια του ιερωμένου ίσως φαντάζει απερίσκεπτη, αφού θα μπορούσε να ζημιώσει διπλωματικά τη χώρα και να βάλει σε περιπέτειες τους (τότε περίπου 300.000) Έλληνες της Πόλης. Πράγματι, ακόμα και στην εποχή της, η καταδρομικού τύπου δέηση του παπα-Λευτέρη αντιμετωπίστηκε από τους διεθνείς παρατηρητές ως πρόκληση και υποχρέωσε τον Ελευθέριο Βενιζέλο να απολογηθεί στους συμμάχους και (επισήμως) να επιπλήξει τον ιερέα. Αργότερα ωστόσο, ο πρωθυπουργός λέγεται πως επικοινώνησε (ανεπίσημα) με τον παπα-Λευτέρη και του έδωσε συγχαρητήρια, καθώς ζωντάνεψε τα πιο ιερά όνειρα του Έθνους. Τι άραγε σημαίνει αυτό;

Το 1919, η αποδυναμωμένη Τουρκία ανήκει στους ηττημένους του Μεγάλου Πολέμου και βρίσκεται υπό διάλυση, καθώς οι νικητές σύμμαχοι έχουν αποφασίσει να μοιραστούν τα εδάφη της. Η Κωνσταντινούπολη έχει τεθεί υπό συμμαχική επικυριαρχία και οι χριστιανικοί πληθυσμοί της νιώθουν ανακουφισμένοι, προσωρινά ασφαλείς από τις επιχειρήσεις μαζικής εθνοκάθαρσης που οι Τούρκοι είχαν εξαπολύσει εναντίον τους από τις αρχές του αιώνα (βλ. Μαύρη Βίβλο 1914-18γενοκτονία Αρμενίων, και λίγο πιο μακριά γενοκτονία Ασσυρίων). Καταχρεωμένη, μπαρουτοκαπνισμένη και πριν ακόμα κλείσει έναν αιώνα ζωής ως σύγχρονο κράτος, η Ελλάδα ετοιμάζεται χάρη στους διπλωματικούς χειρισμούς του Βενιζέλου να συμπεριλάβει στα σύνορά της την πολύπαθη Ανατολική Θράκη και την περιοχή της Σμύρνης, αναβαθμιζόμενη σε Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών.

Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψιν το κλίμα θριάμβου και προσμονής που επικρατούσε τις μέρες εκείνες, ίσως καταφέρουμε να αντιληφθούμε τις συνθήκες μέσα στις οποίες γεννήθηκε η τολμηρή ιδέα του παπα-Λευτέρη Νουφράκη. Το εγχείρημά του ήταν σίγουρα ριψοκίνδυνο και οπωσδήποτε προκάλεσε το κοινό αίσθημα των Τούρκων (που τότε χρησιμοποιούσαν την Αγία Σοφία ως δικό τους χώρο λατρείας), αλλά ταυτόχρονα εξέφραζε προαιώνιους πόθους του ελληνισμού και έστελνε ένα μήνυμα στους Μικρασιάτες ότι η εποχή των βασάνων τους πλησίαζε στο τέλος της.

Τα παραπάνω, καλό είναι να συζητηθούν με τα παιδιά που θα διαβάσουν το βιβλίο, ώστε να τοποθετηθεί στη σωστή της βάση η ηρωική πράξη του παπα-Λευτέρη και να γίνει κατανοητό το πραγματικό της νόημα. Επίδοξοι μιμητές, που στην εποχή μας προβαίνουν σε διάφορες ενέργειες (βλ. βίντεο) ενώ βρίσκονται για τουρισμό στην Τουρκία, θεωρώ πως δεν προσφέρουν κάτι ουσιαστικό πέρα από τη δημιουργία εντυπώσεων. Οι Μικρασιάτες πρόσφυγες και οι απόγονοί τους, πάντα θα ονειρεύονται να επιστρέψουν στις πατρογονικές τους εστίες· όχι όμως ως κατακτητές, ούτε και ως υπόδουλοι, αλλά σε κλίμα ειρήνης και ισονομίας που μόνο η δημοκρατία και η συνεννόηση ανάμεσα στα δύο κράτη μπορούν να εξασφαλίσουν. Ας ελπίσουμε κάποια μέρα οι συνθήκες (και κυρίως οι άνθρωποι) να ωριμάσουν.
Στις σελίδες του βιβλίου οι Τούρκοι παρουσιάζονται αρκετά αρνητικά, μέσα από αναφορές που αν δεν σχολιαστούν κατάλληλα από κάποιον μεγαλύτερο, είναι δυνατό να προκαλέσουν στους μικρούς αναγνώστες αισθήματα απέχθειας. Διαβάζουμε συγκεκριμένα για έναν φύλακα που παραμερίζει όταν Έλληνες αξιωματικοί του ρίχνουν ένα αυστηρό βλέμμα, για Τούρκους που φοβισμένοι λουφάζουν πίσω από τις κολώνες, για μουσουλμάνους προσκυνητές που με μάτια κόκκινα σαν τη φωτιά κοιτάζουν τα όσα συμβαίνουν και καίγονται απ' τον παπά... (σ.30) Φωτιά ήταν και οι ανάσες τους, που έβγαιναν μέσα απ' τ' αναμμένα σωθικά τους κι έκαιγαν τα ρουθούνια τους και πίστευαν πως έφταιγε εκείνο το ανθισμένο λιβάνι  (...) Κόκκινα έκαιγαν και τ' αφτιά τους και βούιζαν και χτύπαγαν τα μηνίγγια τους (...) Κόκκινες φωτιά ήταν και οι χούφτες τους, που σφιγμένες μάτωναν καθώς τα νύχια τους τρύπαγαν τις σάρκες. Λίγο αργότερα (σ.33), το αλλόθρησκο πλήθος παραμερίζει σαν να φοβάται μην και τα ράσα του παπά αγγίξουν πάνω τους. Αν λοιπόν δεν θέλουμε τα παιδιά να αποκομίσουν λανθασμένες εντυπώσεις, τοποθετώντας τους Τούρκους κάπου ανάμεσα σε Ορκ και Γκρέμλινς, καλό θα είναι να κάνουμε κάποιες διευκρινίσεις.
Κρίση στην Ουκρανία, "δεν πληρώνω" κι ένας Τίγρης πριν 100 χρόνια
Πώς βρέθηκε άραγε ο στόλος μας να σταθμεύει στο λιμάνι της Πόλης το 1919; Την εποχή εκείνη, το ελληνικό ναυτικό μετέφερε στην Ουκρανία ένα εκστρατευτικό σώμα (δύο μεραρχίες, 23.351 στρατιώτες) με στόχο να ενισχύσει την εκεί γαλλική δύναμη που πολεμούσε στο πλευρό των "Λευκών", εναντίον των "Κόκκινων". Τα αίτια της εκστρατείας δεν ήταν βέβαια ιδεολογικά. Οι Γάλλοι βρέθηκαν να πολεμούν στην Οδησσό επειδή οι επαναστάτες είχαν κηρύξει στάση πληρωμών, αρνούμενοι να αποπληρώσουν τα δάνεια που είχε συνάψει το τσαρικό καθεστώς με τη Γαλλία (διαγράφοντας όμως ταυτόχρονα και εκείνα που είχε χορηγήσει ο Τσάρος σε άλλες χώρες, όπως η Ελλάδα). Ο Ελευθέριος Βενιζέλος συμφώνησε να βοηθήσει τον (επονομαζόμενο και "Τίγρη") Κλεμανσώ σε αυτή την επιχείρηση, ελπίζοντας να αποσπάσει την ευμενή του στάση στις διαπραγματεύσεις (Διάσκεψη ειρήνης των Παρισίων) για την Ανατολική Θράκη και τη Μικρασία.  Η εκστρατεία, οργανωμένη επιπόλαια, στέφθηκε σύντομα από παταγώδη αποτυχία, ενώ αρκετοί Γάλλοι στρατιώτες στασίασαν, παίρνοντας το μέρος των μπολσεβίκων. Τελικά, η χώρα μας όχι μόνο δεν έλαβε ουσιαστικά ανταλλάγματα από τη Γαλλία, αλλά αντίθετα έκανε εχθρό της την κομμουνιστική Ρωσία και έβαλε σε μεγάλες περιπέτειες τους ελληνικούς πληθυσμούς που ζούσαν στα εδάφη της.



Για το κλίμα που επικρατούσε στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης το 1919, διαβάζουμε κάποια στοιχεία στην συνοπτική αυτοβιογραφία του Ναυάρχου Γ. Κακουλίδη από το (Μορφές Μακεδονομάχων και τα Ποντιακά του Γερμανού Καραβαγγέλη, Αντιγόνη Μπέλλου - Θρεψιάδη, Αθήνα: Τροχαλία, 1984, σ. 40) ...Ύστερ' απ' το Μακεδονικό Αγώνα υπηρέτησα συνεχώς στο Ναυτικό ως την επανάσταση του 1916, που έφυγα κι εγώ για τη Θεσσαλονίκη. Μόλις επέστρεψα από κει μαζί με την κυβέρνηση του Βενιζέλου, Δαγκλή και Κουντουριώτη διορίστηκα αρχηγός του στόλου και στις 13 Νοεμβρίου του 1918 επιβαίνων του "Αβέρωφ" μπήκα μαζί με τον άλλο συμμαχικό στόλο στην Κωνσταντινούπολη κι αγκυροβόλησα με τον "Αβέρωφ" απέναντι στ' ανάκτορα του Ντολμά Μπαξέ, όπου κατοικούσε ο σουλτάνος. Αυτός την άλλη μέρα έφυγε και πήγε στο μεσόγειο χειμωνιάτικο ανάκτορό του, το Γιλδίζ, για να μη μας βλέπει. 

Επίσης θυμάμαι πως κάμποσες μέρες ήμουν αναγκασμένος να βγαίνω και να πηγαίνω στην πρεσβεία μας, για να εκτελώ χρέη πρεσβευτή, γιατί ακόμα δεν υπήρχαν στην Πόλη πρέσβεις. Και τότε γευμάτιζα στο ξενοδοχείο "Πέραν Παλλάς". Εκεί κατοικούσε τότε ο Μουσταφά Κεμάλ που, όπως μου έλεγε ύστερα ο φίλος του κ. Μποδοσάκης Αθανασιάδης, έπαυσε να γευματίζει στην αίθουσα του εστιατορίου, "για να μη βλέπει τον Γκιαούρ ναύαρχο". 

Στην Πόλη έμεινα σχεδόν ολόκληρο χρόνο. Κάθε απόγευμα και ιδίως τον πρώτο καιρό, ερχόταν πλήθος κόσμου να επισκεφτεί τον "Αβέρωφ". Φυσικά ζητωκραύγαζαν και θορυβούσαν μ' ενθουσιασμό. Αυτό τάραζε την ησυχία του λιμανιού και με το δίκιο του ο Άγγλος ναύαρχος με παρακάλεσε να καταστήσω τον ενθουσιασμό των επισκεπτών μου λιγότερο θορυβώδη.  Ξαφνικά ένα απόγευμα παρουσιάστηκε πάνω στον "Αβέρωφ" ο αείμνηστος μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος κι αυτό έγινε αφορμή ν' αναστατωθεί απ' τις ζητωκραυγές -ζητωκραύγαζε κι ο ίδιος ο Χρυσόστομος- ολόκληρο το λιμάνι της Πόλης προς μέγιστην δυσαρέσκειαν του Άγγλου ναυάρχου!

Χρήση στην τάξη
Στην τάξη, οφείλουμε καταρχάς να μιλήσουμε για το πραγματικό συμβάν που εξιστορείται στο βιβλίο, προβάλλοντας ίσως και το αντίστοιχο απόσπασμα από την εκπομπή Η Μηχανή του Χρόνου.

Στο μάθημα των Θρησκευτικών, θα μπορούσαμε διαβάζοντας τις σελίδες 26-28 να συζητήσουμε για τα ιερά σκεύη που χρησιμοποιούνται κατά τη Θεία Λειτουργία, ίσως και με τη βοήθεια κάποιου σχετικού βίντεο ή ιστοσελίδας. Ίσως μάλιστα να είχε ενδιαφέρον και η αναπαράσταση της δέησης από τον παπα-Λευτέρη με τη βοήθεια των αξιωματικών.

Στα πλαίσια της Ιστορίας της Ε', έχουμε τη δυνατότητα να εμπλουτίσουμε το μάθημα για την κατασκευή της Αγίας Σοφίας με λαϊκούς θρύλους που συνδέονται με τον ιερό ναό και την Άλωση της Πόλης και αναφέρονται διάσπαρτα στο κείμενο:
(σ.15) οι Κρητικοί υπερασπιστές που ακόμα κωπηλατούν γύρω από τα τείχη
(σ.19) ο άγγελος που ξεγελάστηκε να φυλάει την εκκλησία στη θέση ενός μικρού παιδιού
(σ. 24) η Αγία Τράπεζα που βλέπουν μονάχα οι ναυτικοί στον βυθό του Βοσπόρου
(σ. 32) το αντίδωρο του Ιουστινιανού που πήραν οι μέλισσες

Ακόμα περισσότερα ερεθίσματα προσφέρει το βιβλίο για το μάθημα της Ιστορίας στη Στ', όπου μας δίνεται η ευκαιρία να συζητήσουμε για την ατμόσφαιρα που επικρατούσε στην Πόλη το 1919 (βλ. στοιχεία στα σχόλια), για τις ισορροπίες των συμμαχιών και για το πώς αντιστράφηκε το κλίμα λίγο αργότερα. Ανάλογα με το επίπεδο και τα ενδιαφέροντα του τμήματος, μπορούμε μέσω της εικονογράφησης να αναφερθούμε σε διάφορα θέματα, από το εσωτερικό του ναού της Αγίας Σοφίας μέχρι τις στολές του ελληνικού στρατού κατά την Μικρασιατική Εκστρατεία.

Share/Bookmark

Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2015

Η Μόμο

Υπόθεση
Ανάμεσα στα χαλάσματα ενός αρχαίου αμφιθεάτρου ζει η Μόμο, ένα 10χρονο χαρισματικό κορίτσι. Κανείς δεν θυμάται πότε εμφανίστηκε, αλλά όλοι το αγαπούν, καθώς ξέρει να ακούει τους γύρω της και η παρουσία της εμπνέει φιλαλήθεια και δημιουργική φαντασία. Κοντά της μαζεύονται καθημερινά πολλά φτωχά παιδιά για να παίξουν, αλλά και ενήλικες, όπως ο Μπέπος - o καλόκαρδος οδοκαθαριστής και ο Τζίτζης ο ξεναγός, που του αρέσει να διηγείται ιστορίες. Όταν στην πόλη κάνουν την εμφάνισή τους οι μυστηριώδεις γκρίζοι κύριοι που ζουν κλέβοντας τον χρόνο των ανθρώπων, οι μεγάλοι γίνονται ξαφνικά απόμακροι, ανταγωνιστικοί και καταλαμβάνονται από άγχος. Η Μόμο κινητοποιείται για να τους αφυπνίσει, αλλά η προσπάθειά της την βάζει στο στόχαστρο των εισβολέων. Μια μεγάλη περιπέτεια ξεκινάει για τη μικρή ηρωίδα, που θα γνωρίσει τα μυστικά του χρόνου αλλά θα χάσει τους φίλους της, οι οποίοι βρίσκονται δέσμιοι ενός σκοτεινού συστήματος. Θα καταφέρει άραγε με τη βοήθεια του μαστρο-Ώρα και της χελώνας Κασσιόπειας να τους απελευθερώσει;

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Ψυχογιός
Συγγραφέας: Μίχαελ Έντε (Michael Ende)
Μετάφραση: Κίρα Σίνου
Εικονογράφηση: Μίχαελ Έντε
Τίτλος πρωτοτύπου: Momo
ISBN: 960-7021-01-0
Έτος 1ης Έκδοσης: 1973 (στα ελληνικά 1984)
Σελίδες: 274
Τιμή: από 8 έως 12 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ ή εδώ
Τάξεις: Στ', Γυμνάσιο
Ιστοσελίδα με τα βιβλία του συγγραφέα εδώ

Κριτική
Πολυβραβευμένη περιπέτεια φαντασίας με θέμα τον ανθρώπινο χρόνο που μαζί με την ζωή μας κινδυνεύει να χαθεί μέσα στην αστική καθημερινότητα... εκτός κι αν τον μετατρέψουμε σε αγάπη! Πρόκειται για ένα κλασικό αριστούργημα της παγκόσμιας παιδικής λογοτεχνίας που καθένας αξίζει να διαβάσει. Η μετάφραση από την Κίρα Σίνου είναι υποδειγματική και μας μεταφέρει χωρίς προβλήματα ροής τόσο τις αργές, γεμάτες τρυφερότητα εικόνες, όσο και τις γρήγορες σκηνές δράσης. Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη και 21 κεφάλαια (πέντε στο Α' μέρος, επτά στο Β' και εννέα στο Γ'), των 6 - 25 σελίδων, που συνήθως δεν ξεπερνούν σε έκταση τις 10. Οι χαρακτήρες παρουσιάζονται ολοκληρωμένοι και δραματικοί, η πλοκή εξελίσσεται γραμμικά πάνω σε φόρμα που θυμίζει αστυνομικό μυθιστόρημα, ενώ οι εξελίξεις -και η συγκίνηση- κορυφώνονται στο τελευταίο μέρος μέσα σ' ένα μαγικό σκηνικό. Οι πρώτες σελίδες μπορεί να μην φαίνονται ιδιαίτερα ελκυστικές σε όλους, καθώς η διήγηση ξεκινάει με την περιγραφή του τοπίου όπου διαδραματίζονται τα αρχικά γεγονότα· οι υπομονετικοί αναγνώστες όμως σύντομα ανταμείβονται, αφού τελικά το βιβλίο διαβάζεται μονορούφι. Το προτείνουμε ανεπιφύλακτα σε έμπειρους αναγνώστες της Στ' Δημοτικού και του Γυμνασίου, εφήβους αλλά και ενηλίκους, περισσότερο ή λιγότερο φιλοσοφημένους!

  • Συναρπαστική πλοκή
  • Πολυδιάστατοι χαρακτήρες
  • Διαχρονικά μηνύματα και προβληματισμοί

Αξίες - Θέματα
Φιλία, Χρόνος, Φιλοσοφία, Φαντασία, Περιπέτεια, Καταναλωτισμός, Ζωοφιλία, Αξιοπρέπεια

Εικονογράφηση
Τα 21 μικρά ασπρόμαυρα σχέδια στο κλείσιμο των κεφαλαίων και οι τρεις ολοσέλιδες ζωγραφιές, μία στο ξεκίνημα κάθε μέρους, μπορούμε να πούμε ότι κάπως χάνονται μέσα στις 260 σελίδες του κειμένου, τη στιγμή που η ιστορία δίνει πραγματικά εξαιρετικές ευκαιρίες για εικονογράφηση.
Απόσπασμα
Με τον Τζίτζη τον Ξεναγό οι γκρίζοι κύριοι δε χρειάστηκαν να κοπιάσουν και πολύ.

Το πράμα άρχισε όταν πριν από ένα περίπου χρόνο, λίγο αφού είχε χαθεί τόσο ξαφνικά η Μόμο δίχως μάλιστα ν’ αφήσει κανένα ίχνος, σε κάποια εφημερίδα δημοσιεύτηκε ένα μεγαλούτσικο άρθρο για τον Τζίτζη. «Ο τελευταίος πραγματικός παραμυθάς» έγραφε στο άρθρο. Χώρια απ’ αυτό ανάφερε πού και πότε μπορούσες να τον συναντήσεις και πως ήταν ένα θέαμα που δεν επιτρεπόταν να το χάσει κανείς.

Ύστερα απ’ αυτό πολλοί άνθρωποι άρχισαν να έρχονται όλο και πιο συχνά στο αρχαίο θέατρο για να δουν και ν’ ακούσουν τον Τζίτζη. Ο Τζίτζης δεν είχε φυσικά καμιά αντίρρηση.

Διηγόταν όπως το συνήθιζε, αυτό που του κατέβαινε εκείνη την ώρα στο κεφάλι κι ύστερα έκανε το γύρο του με το πηλήκιο στο χέρι, που κάθε φορά γέμιζε όλο και περισσότερο με κέρματα και χαρτονομίσματα. Σε λίγο μια τεράστια επιχείρηση τον πρόσλαβε σαν υπάλληλο, και εκτός από το μισθό, του πλήρωνε κι ένα μόνιμο ποσό για να έχει το δικαίωμα να τον παρουσιάζει σαν αξιοθέατο. Κουβαλούσαν τους ταξιδιώτες με τα λεωφορεία και δεν πέρασε πολύς καιρός κι ο Τζίτζης αναγκάστηκε να κρατάει ένα κανονικό ωράριο για να προλάβουν να τον ακούσουν όλοι εκείνοι, που είχαν πληρώσει γι’ αυτό.

Από τότε κιόλας η Μόμο είχε αρχίσει να του λείπει πολύ, γιατί οι ιστορίες του δεν είχαν πια πολλή φαντασία, μόλο που αρνιόταν πεισματάρικα να διηγηθεί την ίδια ιστορία για δεύτερη φορά ακόμα και όταν του πρόσφεραν τα διπλά λεπτά.

Ύστερα από λίγους μήνες δεν είχε πια ανάγκη να εμφανίζεται στο αρχαίο θέατρο και να κάνει το γύρο με το πηλήκιο στο χέρι. Τον ζήτησε το ραδιόφωνο και σε λίγο και η τηλεόραση. Διηγόταν εκεί τρεις φορές τη βδομάδα τις ιστορίες του σε εκατομμύρια ακροατές και κέρδιζε ένα σωρό λεπτά.

Στο μεταξύ είχε φύγει από τη γειτονιά του αρχαίου θεάτρου και καθόταν τώρα σε μια τελείως διαφορετική περιοχή της πόλης, εκεί που μένανε όλοι οι πλούσιοι κι όλες οι διασημότητες. Είχε νοικιάσει ένα μεγάλο και μοντέρνο σπίτι που είχε γύρω γύρω ένα περιποιημένο πάρκο. Και δεν έλεγε τον εαυτό του πια Τζίτζη, αλλά Τζιρόλαμο.

Είχε πάψει φυσικά από πολύ καιρό να σοφίζεται, όπως άλλοτε, όλο και καινούριες ιστορίες. Δεν είχε πια τον χρόνο να το κάνει.

Είχε αρχίσει να κάνει οικονομία στις εμπνεύσεις του. Από μια και μόνη ιδέα, έβγαζε τώρα καμιά φορά και πέντε διαφορετικές ιστορίες.

Κι όταν ούτε κι αυτό δεν έφτανε για να καλύψει τη ζήτηση που όλο και μεγάλωνε, έκανε κάτι που δεν έπρεπε να το κάνει ποτέ. Διηγήθηκε μια ιστορία που ήταν αποκλειστικά της Μόμο.

Το κοινό την κατάπιε με την ίδια βιασύνη όπως και τις άλλες και την ξέχασε αμέσως. Του ζήτησαν κι άλλες ιστορίες. Ο Τζίτζης είχε σαστίσει τόσο πολύ μ’ αυτόν το ρυθμό, που χωρίς καν να το σκεφτεί, αράδιασε τη μια μετά την άλλη όλες τις ιστορίες που προορίζονταν για τη Μόμο. Κι όταν διηγήθηκε και την τελευταία, ένιωσε ξαφνικά πως ήταν άδειος και κλούβιος και δεν μπορούσε να σοφιστεί πια τίποτ’ άλλο.

Από το φόβο του μην τον εγκαταλείψει η επιτυχία, άρχισε να ξαναλέει όλες τις ιστορίες του, μόνο που έβαζε καινούρια ονόματα και τις άλλαζε κάπως. Και το περίεργο ήταν πως δε φάνηκε να το πρόσεξε κανένας. Η ζήτηση πάντως δεν επηρεάστηκε καθόλου.

Ο Τζίτζης πιάστηκε απ’ αυτό όπως ο πνιγμένος από τα μαλλιά του. Γιατί τώρα ήταν πια πλούσιος και διάσημος… δεν ήταν τάχα αυτό που ονειρευόταν σ’ όλη του τη ζωή;

Καμιά φορά όμως τις νύχτες, καθώς ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του κάτω από το μεταξωτό του πάπλωμα, νοσταλγούσε μια άλλη ζωή, τη ζωή που πέρασε, τότε που μπορούσε να είναι μαζί με τη Μόμο, το γερο-Μπέπο και τα παιδιά και ήξερε ακόμα πραγματικά να διηγείται ιστορίες.

Αλλά πίσω εκεί δεν οδηγούσε πια κανένας δρόμος, γιατί η Μόμο είχε χαθεί και δεν ξαναβρέθηκε. Ο Τζίτζης είχε κάνει μερικές σοβαρές προσπάθειες για να την ξαναβρεί. Αργότερα δεν του έμενε πια καιρός γι’ αυτό. Είχε τώρα τρεις σπουδαίες γραμματείς, που κλείνανε τα συμβόλαιά του, έγραφαν τις ιστορίες του όταν τις υπαγόρευε, φρόντιζαν τη διαφήμισή του και ρύθμιζαν το χρόνο του. Χρόνος όμως για την αναζήτηση της Μόμο δε βρέθηκε ποτέ.

Από τον παλιό Τζίτζη δεν είχαν μείνει παρά ελάχιστα πράματα. Κάποια μέρα όμως μάζεψε αυτά τα ελάχιστα κι αποφάσισε ν’ ασχοληθεί λιγάκι και με τον εαυτό του. Είχε γίνει πια κάποιος, έτσι είπε στον εαυτό του, που είχε βαρύτητα η φωνή του και που τον άκουγαν εκατομμύρια άνθρωποι. Ποιος άλλος από κείνον θα μπορούσε να πει την αλήθεια στους ανθρώπους; Θα τους έλεγε για τους γκρίζους κυρίους! Και θα τους ανάφερε μάλιστα πως δεν είχε βγάλει από το νου του αυτή την ιστορία και πως παρακαλούσε όλους τους ακροατές του να τον βοηθήσουν στο ψάξιμο της Μόμο.

Αυτή την απόφαση την πήρε μια από κείνες τις νύχτες που νοσταλγούσε τους φίλους του. Κι όταν ξημέρωσε εκείνος καθόταν κιόλας στο μεγάλο του γραφείο για να κρατήσει σημειώσεις για το σχέδιό του. Προτού όμως προλάβει να γράψει και την πρώτη λέξη, το τηλέφωνο κουδούνισε διαπεραστικά. Σήκωσε τ’ ακουστικό, άκουσε και μαρμάρωσε από τη φρίκη του.

Του μίλησε μια παράδοξα άχρωμη, σαν να λέμε, σταχτιά φωνή και την ίδια ώρα κατάλαβε μέσα του ν’ αναβλύζει μια παγωνιά που φαινόταν να προέρχεται από το μεδούλι στα κόκαλά του.

- Μην το κάνεις! είπε η φωνή. Σου το λέμε για το καλό σου!

- Ποιος είστε; ρώτησε η Τζίτζης.

- Το ξέρεις πολύ καλά, αποκρίθηκε η φωνή. Θαρρώ πως δεν υπάρχει λόγος να συστηθούμε. Είναι βέβαια αλήθεια πως ως τα τώρα δεν είχες την ευχαρίστηση να μας γνωρίσεις προσωπικά, αλλά είσαι από καιρό δικός μας, από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Μη μου πεις πως δεν το ξέρεις!

Τι θέλετε από μένα;

- Αυτό που σκοπεύεις να κάνεις δε μας αρέσει. Κάτσε φρόνιμα και παράτα το.

Ο Τζίτζης μάζεψε όλο το κουράγιο του.

- Όχι, είπε, δε θα τ’ αφήσω έτσι. Δεν είμαι πια ο μικρός άγνωστος, ο Τζίτζης ο Ξεναγός. Είμαι τώρα ένα σημαντικό πρόσωπο. Θα το δούμε αν μπορείτε να τα βάλετε μαζί μου.

Η φωνή γέλασε άτονα και τα δόντια του Τζίτζη άρχισαν ξαφνικά να χτυπούν.

- Δεν είσαι τίποτα, είπε η φωνή. Εμείς σε φτιάξαμε. Δεν είσαι παρά ένα μπαλόνι. Εμείς το φουσκώσαμε. Αν όμως μας στεναχωρέσεις, πάλι εμείς θα σε ξεφουσκώσουμε. Ή μήπως το πιστεύεις στα σοβαρά πως αυτό που είσαι τώρα το χρωστάς στον εαυτό σου και στο ασήμαντο ταλέντο σου.

- Ναι, αυτό πιστεύω, αποκρίθηκε βραχνά ο Τζίτζης.

- Καημένε μου, μικρέ μου Τζίτζη, συνέχισε η φωνή, ήσουνα και παραμένεις ένας φαντασμένος. Κάποτε ήσουνα ο πρίγκιπας Τζιρόλαμο κάτω από τη μάσκα ενός φουκαρατζίκου. Και τι είσαι τώρα; Ο φουκαρατζίκος ο Τζίτζης με τη μάσκα του πρίγκιπα Τζιρόλαμο. Και θα πρέπει να μας ευγνωμονείς γιατί εμείς ήμασταν στο κάτω κάτω εκείνοι που κάναμε τα όνειρά σου να βγουν αληθινά.

- Ψέματα! τραύλισε ο Τζίτζης. Δεν είναι αλήθεια αυτά που λέτε.

- Για δες πράματα, απάντησε η φωνή και γέλασε πάλι άτονα. Να είσαι συ εκείνος που θέλει ν’ αποκαλύψει την αλήθεια! Κάποτε αράδιαζες ένα σωρό όμορφες παροιμίες σχετικά με το τι είναι και τι δεν είναι η αλήθεια. Κακομοίρη μου Τζίτζη, δε θα σου κάνει καλό αν επιχειρήσεις να επικαλεστείς την αλήθεια. Διάσημος έγινες επειδή σε βοηθήσαμε εμείς στις αρλούμπες και τις μπούρδες σου. Δεν είσαι συ ο αρμόδιος για την αλήθεια. Παράτα τα λοιπόν!

- Τι κάνατε τη Μόμο; ψιθύρισε ο Τζίτζης.

- Μη σπας γι’ αυτό το όμορφο κούφιο κεφαλάκι σου. Δεν μπορείς πια να τη βοηθήσεις και θα είναι ακόμα χειρότερα αν αρχίσεις να λες αυτές τις ιστορίες για μας. Το μόνο που θα κατορθώσεις είναι να φύγει το ίδιο γρήγορα η μεγάλη σου επιτυχία όπως και ήρθε. Πρέπει φυσικά να πάρεις μόνος σου την απόφασή σου. Δε θα σ’ εμποδίσουμε αν θελήσεις να παραστήσεις τον ήρωα και να καταστραφείς, αν έχει τόση σημασία για σένα η Μόμο. Αλλά ούτε και μπορείς να περιμένεις από μας να συνεχίσουμε να σε προστατεύουμε τη στιγμή που θα δείξεις τόση αγνωμοσύνη. Δεν είναι τάχα πιο ευχάριστο να είσαι πλούσιος και διάσημος;

- Βέβαια, έκανε πνιχτά ο Τζίτζης.

- Τα βλέπεις λοιπόν! Άσε μας ήσυχους, σύμφωνοι; Καλύτερα λέγε στους ανθρώπους αυτά που θέλουν ν’ ακούσουν από σένα.

- Πώς μπορώ να το κάνω αυτό, πρόφερε με δυσκολία ο Τζίτζης, τώρα που τα ξέρω όλα αυτά;

- Θα σου δώσω μια καλή συμβουλή: μην παίρνεις τον εαυτό σου τόσο στα σοβαρά. Εσύ προσωπικά δεν έχεις καμία σημασία. Αν το δεις έτσι, μπορείς να συνεχίσεις το ίδιο όμορφα όπως και μέχρι τώρα.

- Ναι, ψιθύρισε ο Τζίτζης με τα μάτια του στυλωμένα στο κενό, αν το δει κανείς απ’ αυτήν την πλευρά…

Το τηλέφωνο έκανε ένα κλικ κι ο Τζίτζης έκλεισε τ’ ακουστικό. Έγειρε στην τάβλα του μεγάλου γραφείου του κι έκρυψε το πρόσωπο στα χέρια του Τρανταζόταν ολόκληρος από βουβούς λυγμούς.

Από κείνη τη μέρα ο Τζίτζης έχασε κάθε αυτοσεβασμό. Παραιτήθηκε από το σχέδιό του και συνέχισε τη δουλειά του όπως και πριν, μα ένιωθε τώρα σαν απατεώνας. Και ήταν πραγματικά. Πρώτα η φαντασία του τον οδηγούσε από κρεμαστά μονοπάτια κι εκείνος την ακολουθούσε ανέμελος. Τώρα όμως έλεγε ψέματα!

Είχε γίνει μια μαριονέτα, ένας καραγκιόζης του κοινού του και το ήξερε καλά. Άρχισε να μισεί τη δουλειά του. Κι έτσι οι ιστορίες γίνονταν όλο και πιο ανόητες και δακρύβρεκτες.

Αλλά αυτό δεν έβλαπτε καθόλου την επιτυχία του, απεναντίας το είπαν καινούριο στυλ και ήταν πολλοί αυτοί που προσπάθησαν να τον μιμηθούν. Έγινε πολύ της μόδας. Αλλά ο Τζίτζης δεν το χαιρόταν αυτό. ήξερε πια σε ποιους τα όφειλε όλα. Δεν είχε κερδίσει τίποτα. Είχε χάσει τα πάντα. Συνέχισε όμως να τρέχει σαν παλαβός με τ’ αυτοκίνητό του από τη μια υποχρέωση στην άλλη, πετούσε με τα πιο γοργά αεροπλάνα και υπαγόρευε ασταμάτητα στις γραμματείς του ιστορίες με καινούρια μορφή. ήταν, αυτό το γράφανε όλες οι εφημερίδες, εξαιρετικά παραγωγικός. Κι έτσι γεννήθηκε από τον Τζίτζη τον ονειροπόλο, ο Τζίτζης ο ψεύτης.
Ταξίδι στο αέναο - Η διπλή σπείρα από τη σκάλα του Μουσείου του Βατικανού,
σχεδιασμένη από τον Giuseppe Momo (πηγή)
Σχόλια
Το βιβλίο είναι κλασικό για πολλούς λόγους. Ένας από αυτούς, ότι στις σελίδες του συναντάμε μια εκδοχή της αιώνιας διαμάχης ανάμεσα στις δυνάμεις της παράδοσης και της εξέλιξης, του καλού και του κακού, όπως παρουσιάζονται εδώ. Το καλό αντιπροσωπεύει η πλευρά της Μόμο, που υπεραμύνεται της αγάπης, της φιλίας και της αλληλεγγύης. Στο αντίπαλο στρατόπεδο βρίσκονται οι γκρίζοι κύριοι, που διακατέχονται από μια ποσοτική οπτική του κόσμου και εκμεταλλευόμενοι τα πάθη των ανθρώπων, προσπαθούν να κλέψουν τον χρόνο τους, ανταλλάσσοντάς τον με δόξα, χρήμα και αντικείμενα.
Καθόλου τυχαίο δεν πρέπει να θεωρήσουμε το ότι αυτοί οι σύγχρονοι Μεφιστοφελείς παρουσιάζονται ντυμένοι με κοστούμια, υπακούν τυφλά στις εντολές ενός κεντρικού διοικητικού συμβουλίου και χρησιμοποιούν εκφράσεις όπως "θα το περάσουμε στις δαπάνες" (σ. 141). Είναι προφανές ότι ο συγγραφέας αναφέρεται στις μεγάλες ανώνυμες εταιρίες που ήδη στην εποχή του κυριαρχούν στις ζωές των ανθρώπων, λαμβάνοντας αποφάσεις με απόλυτη ψυχρότητα και αποκλειστικό γνώμονα το κέρδος των μετόχων τους. "Εμείς θα κυβερνήσουμε τον κόσμο", λένε στη σ.224, ενώ ο σεβασμός τους για τον άνθρωπο είναι μηδενικός: "μια ανθρώπινη ζωή είναι κάτι το πολύ ασήμαντο" διαβάζουμε στη σ.137.
40 χρόνια μετά τη διαμάχη της Μόμο με τους γκρίζους κυρίους, η πλάστιγγα φαίνεται να έχει γείρει ολοκληρωτικά υπέρ των τελευταίων... πρόσφατη είδηση μας ενημερώνει ότι ο χρόνος μας ελέγχεται όντως από ειδικούς διαχειριστές που τον αυξομειώνουν κατά βούληση, φροντίζοντας για το καλό... των υπολογιστών. Τα παιδιά έχουν εγκαταλείψει τα παιχνίδια που άφηναν χώρο στη φαντασία (σ. 75) και μοιάζουν πλήρως απορροφημένα από τις οθόνες των tablets τους. Στον κόσμο των μεγάλων, το σύνθημα "ο χρόνος είναι χρήμα" έχει επικρατήσει σε όλους τους χώρους, ακόμα και της εκπαίδευσης. Τέλος, η κοινωνική ζωή βασίζεται ολοένα και περισσότερο σε καλώδια και κύματα, περιορίζοντας τις πραγματικές μας επαφές στο ελάχιστο. Και λίγη ειρωνεία: με το όνομα Momo κυκλοφορεί πλέον λογισμικό που αφορά σε ηλεκτρονικά κοινωνικά δίκτυα! ...μήπως τελικά οι γκρίζοι κύριοι όχι μόνο υπάρχουν στ' αλήθεια, αλλά μας κάνουν και πλάκα;
Το κείμενο προειδοποιεί: Ο χρόνος δεν είναι χρήμα, ο χρόνος είναι ζωή, η ζωή μας! Εμείς τελικά επιλέγουμε αν θα τον κάνουμε καπνό ή αγάπη (σ.214). Μήπως είναι καιρός να ξανασκεφτούμε τις προτεραιότητές μας; Ο Νίνο ο ταβερνιάρης αρχικά προβληματίζεται (σ.85): ...δεν ξέρω πραγματικά τι να κάνω. Αυτό το κάνουν όμως όλοι τώρα... Γιατί να είμαι εγώ ο μόνος που διαφέρει; Λίγο αργότερα όμως, σταματάει να σκέφτεται "ως επαγγελματίας", εγκαταλείπει την ψυχρή απανθρωπιά και την ιδιοτέλεια και κατανοεί ότι η ουσία δεν βρίσκεται στην ανάπτυξη αλλά στην ευτυχία (σ.86): Όπως φαίνεται δε θα γίνει τίποτα με την προκοπή του μαγαζιού. Τώρα όμως μου αρέσει και πάλι. 
Γέλασε και η γυναίκα του είπε:
- Θα ζήσουμε, Νίνο.
Στη σ. 36 διαβάζουμε για την αγάπη που δείχνει στη δουλειά του ο Μπέπος ο οδοκαθαριστής, πριν τον αγγίξει το πνεύμα της Τρόικας: Κι όταν σκούπιζε τους δρόμους το έκανε πολύ αργά, αλλά δίχως να σταματήσει καθόλου. Σε κάθε του βήμα έπαιρνε μια ανάσα και σε κάθε ανάσα τραβούσε μια σκουπισιά. Βήμα - ανάσα - σκουπισιά. Βήμα - ανάσα - σκουπισιά. Στο μεταξύ, από καμιά φορά, κοντοστεκόταν για λίγο και κοίταζε συλλογισμένος μπροστά του. Κι έπειτα συνέχιζε: βήμα - ανάσα - σκουπισιά. Λίγο άσχετο, αλλά για τους φίλους του Asterix ο συνειρμός είναι αναπόφευκτος... η περιγραφή του Μπέπου (κάτω αριστερά σε στιγμιότυπο από την ταινία) μας παραπέμπει στον βαριεστημένο λεγεωνάριο Κάιους Σπάρους, που στην Ασπίδα της Αρβέρνης καθαρίζει κάθε πλάκα μισή - μισή!
Στην ιστορία της Μόμο, οι φίλοι του συγγραφέα θα συναντήσουν εκτός από την κεντρική φιλοσοφία που διέπει τα έργα του (ανθρωπισμός, σημασία φιλίας, αξία δημιουργικής φαντασίας, κτλ.) και ορισμένες ιδέες που εμφανίζονται ξανά έξι χρόνια αργότερα, στην Ιστορία χωρίς τέλος. Για παράδειγμα, βλέπουμε τον Τζίτζη τον ξεναγό να προειδοποιεί την πρωταγωνίστρια (σ.204) Ένα μονάχα σου λέω Μόμο: το πιο επικίνδυνο πράγμα που υπάρχει στη ζωή είναι τα όνειρα που πραγματοποιούνται, και στο μυαλό μας έρχονται τα σκουληκάκια που εξαιτίας της ευχής τους μεταμορφώθηκαν σε Τρελοπετούμενα - Πανταγελούμενα. Η σημασία του μέτρου και τα αποτελέσματα της απληστίας -που αργότερα θα τυραννήσουν τον Μπαστιάν-, παρουσιάζονται εδώ με την παραβολή για την αυτοκράτειρα Στραπάτσια Αυγουστίνα και τη φάλαινα που δεν έγινε χρυσόψαρο (σ. 44-45) που διηγείται ο Τζίτζης.
Ο Έντε μέσα από το κείμενό του μας μεταδίδει σχόλια και προβληματισμούς γύρω από αρκετά ζητήματα όπως την αστικοποίηση, τον ρόλο του εκπαιδευτικού συστήματος, την διαχείριση του ανθρώπινου χρόνου στις σύγχρονες κοινωνίες... Ένα από τα βασικά θέματα που θίγει, είναι και αυτό του καταναλωτισμού. Η προσπάθεια του πράκτορα ΒΑΝ/553/γ να "προσηλυτίσει" τη Μόμο με μια σειρά από παιχνίδια που απαιτούν ολοένα και περισσότερα αξεσουάρ (πρέπει να πάρεις κι άλλα πράγματα για την κούκλα σου της εξηγεί στη σ.90) μπορεί να πέφτει στο κενό, όμως δείχνει στον αναγνώστη πώς λειτουργεί το σύστημα της αγοράς. Ακόμα περισσότερα μπορεί να καταλάβει κανείς από την ιστορία του Τζίτζη του ξεναγού (βλ. απόσπασμα), για τον τρόπο που λειτουργεί το star system και συγκεκριμένα τα "πουλέν" των εκδοτικών οίκων: Συγγραφείς ταλαντούχοι και ατάλαντοι, αφού φουσκωθούν σαν μπαλόνια από έμμισθους κριτικούς, λαμπερές εκδηλώσεις, βιτρίνες βιβλιοπωλείων και "βιβλιοφιλικές" ιστοσελίδες, στύβονται για να τροφοδοτήσουν μια γραμμή παραγωγής κειμένων αμφίβολης ποιότητας, για ένα κοινό που καταπίνει λαίμαργα ό,τι κι αν του σερβίρουν. Πρόσωπα και βιβλία που προορίζονται για γρήγορη ανακύκλωση, εμφανίζονται και εξαφανίζονται από τα ράφια μέσα σε λίγα χρόνια, εξυπηρετώντας όχι την πρόοδο του ανθρώπινου πνεύματος, αλλά τον κύκλο του χρήματος (βλ. γρανάζι). Να αναφέρουμε κλείνοντας, χωρίς αυτό να σημαίνει κάτι απόλυτο, ότι η Μόμο χρειάστηκε 6 χρόνια για να γεννηθεί.
Χρήση στην τάξη
Η Μόμο, χωρίς να διαθέτει κάποια υπερ-δύναμη, καταφέρνει να γίνει όχι μόνο αγαπητή, αλλά σχεδόν απαραίτητη στους γύρω της. Ποιο είναι άραγε το χαρακτηριστικό που την κάνει τόσο πολύτιμη για το κοινωνικό της περιβάλλον; Στην τάξη, διαβάζοντας ένα απόσπασμα από το ξεκίνημα του βιβλίου (σ.16) μπορούμε να το αναζητήσουμε και στη συνέχεια να αναρωτηθούμε: Πώς μπορώ να γίνω κι εγώ καλός ακροατής; Το κείμενο μας απαντά ότι αυτό που χρειάζεται είναι προσοχή και συμπάθεια για τα προβλήματα των άλλων. Σε αυτό το άρθρο θα βρούμε κάποια γνωρίσματα που ο συντάκτης συνδέει με τους "ελκυστικούς" ανθρώπους. Τοποθετώντας δύο καρέκλες αντικριστά μπροστά στον πίνακα, μπορούμε να αναπαραστήσουμε σκηνές διαλόγου, στις οποίες ο ένας συνομιλητής λέει το πρόβλημά του και ο άλλος πότε είναι παθητικά αδιάφορος σαν να μη διαθέτει χρόνο και πότε συμπάσχει ειλικρινά, όπως η μικρή ηρωίδα. Πώς νιώθουμε όταν μας αγνοούν και πώς όταν ενδιαφέρονται οι άλλοι για όσα λέμε; Είναι άραγε ευκολότερο να επιλύσουμε τις διαφωνίες μας όταν "ακούμε" τους άλλους πραγματικά, όπως συμβαίνει στο βιβλίο; (σ.18-21)

Στην ώρα των εικαστικών, υπάρχουν αρκετές ενδιαφέρουσες εικόνες που μπορούμε να αποδώσουμε ζωγραφικά. Οι γκρίζοι κύριοι π.χ. περιγράφονται με αρκετή λεπτομέρεια στις σελίδες 40-42, ενώ η σουρεαλιστική γειτονιά στα όρια του χρόνου (σ.129) με το μνημείο - αβγό και τις σκιές που πέφτουν υπό διαφορετικές γωνίες, μας δίνει επίσης ένα ωραίο θέμα. Ακόμα καλύτερο, θα ήταν να συζητήσουμε για την αστικοποίηση με βάση το απόσπασμα (σ.71) Τα παλιά κτίρια κατεδαφίζονταν και καινούρια χτίζονταν, όπου παραλείπανε οτιδήποτε θεωρούσαν περιττό. Δεν κάνανε πια τον κόπο να χτίσουν τα σπίτια στα μέτρα των ανθρώπων που κάθονταν μέσα. Γιατί τότε θα έπρεπε να χτίζουν συνέχεια διαφορετικά σπίτια. Ήταν πολύ πιο φτηνό να χτίζουν όμοια και προπαντός εξοικονομούσαν χρόνο και στη συνέχεια να αναρωτηθούμε: Πώς θα έμοιαζε άραγε το σπίτι μας, αν δεν ήμασταν υποχρεωμένοι να ζούμε σε πολυκατοικία αλλά το χτίζαμε στα δικά μας μέτρα; Καλώντας τα παιδιά να ζωγραφίσουν τον ιδανικό χώρο γι' αυτά, ενεργοποιούμε τη δημιουργική τους φαντασία, τα βοηθάμε να εκφραστούν και αν στο τέλος ενώσουμε τις ζωγραφιές σε μια πολύχρωμη γειτονιά, μπορούμε να ολοκληρώσουμε τη δραστηριότητα μ' ένα σχόλιο για την ομορφιά της διαφορετικότητας.
Στη δική μας γειτονιά βρέθηκαν σπίτια με θόλους και τηλεσκόπια, σπίτια-ρομπότ, καράβια και σπίτια-κάστρα!

Share/Bookmark

Τετάρτη 7 Ιανουαρίου 2015

Το κάστρο της Ωριάς

Υπόθεση
Ο Βάλτερ, ένας Γάλλος σιδεράς που ακολούθησε την Δ' σταυροφορία, βρίσκεται μετά από 13 χρόνια να είναι κόμης στο Πριγκιπάτο της Αχαΐας. Καλεί εκεί τη γυναίκα του Ματθίλδη και τους δίδυμους γιους του, που δεν έχει ακόμη γνωρίσει. Μετά από τη γιορτή υποδοχής που οργανώνει προς τιμήν τους ο ηγεμόνας Γοδεφρείδος Α' Βιλεαρδουίνος, αναχωρούν από την πρωτεύουσα Ανδραβίδα για το οικογενειακό τους κάστρο στο Νέο Οριγιόν (Ωριά). Εκεί, τα χρόνια περνούν ευχάριστα, μέχρι που μια μέρα ο ένας γιος σκοτώνει τον άλλον σε ατύχημα... το σκάει τότε από το πατρικό σπίτι και πολύ σύντομα βρίσκει και ο ίδιος τον θάνατο. Λίγους μήνες μετά, γεννιέται στο δάσος η κόρη του Πολυζώη, που κανείς δεν γνωρίζει την ύπαρξή της. Βρίσκει καταφύγιο στο μοναστήρι του Φιλοσόφου όπου μεγαλώνει αμέριμνη και αποκτά σπουδαία μόρφωση. Σε νεαρή ηλικία, γνωρίζει τον Δήμο, έναν 15χρονο ντόπιο κυνηγό, τον ερωτεύεται και παντρεύονται. Όταν λίγο αργότερα, η μοίρα φέρνει τον Δήμο κοντά στον ηλικιωμένο πια Βάλτερ, ένα οικογενειακό φυλαχτό, ένα κομμάτι ύφασμα και τα χαρακτηριστικά του προσώπου της Πολυζώης, αποκαλύπτουν την αληθινή της καταγωγή! Όλοι στο νέο Οριγιόν πανηγυρίζουν για την επανένωση της οικογένειας και το λαμπρό μέλλον που προδιαγράφεται, όμως οι Φράγκοι του Πριγκιπάτου έχουν άλλα σχέδια: προτιμούν για γαμπρό της Πολυζώης τον μοχθηρό Μαρσέλ ντε Μολέ...

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Κέδρος
Συγγραφέας: Παντελής Σταματελόπουλος - Μαρία Ηλιοπούλου
Εικονογράφηση: Ελίζα Βαβούρη
ISBN: 978-960-04-4362-2
Έτος 1ης Έκδοσης: 2013
Σελίδες: 192
Τιμή: περίπου 9 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ 
Τάξεις: Γυμνάσιο

Κριτική
Ενδιαφέρον μεσαιωνικό μυθιστόρημα, βασισμένο σε στοιχεία και πηγές της εποχής. Αρκετά καλογραμμένο αλλά και περίπλοκο, πολυπρόσωπο και γλωσσικά απαιτητικό, απευθύνεται αποκλειστικά σε έμπειρους αναγνώστες. Χωρίζεται σε 5 μέρη και 25 συνολικά κεφάλαια (με περίπου 7 σελίδες το καθένα), τα οποία παρά την απουσία εικονογράφησης και την κάποιες φορές εξεζητημένη έκφραση, διαβάζονται ευχάριστα. Η έκδοση περιλαμβάνει δύο βοηθητικούς χάρτες με τα αναφερόμενα τοπωνύμια, και παραλειπόμενα με επιπλέον πληροφορίες. Ακόμα και αν οι νεαρότεροι δυσκολευτούν να απολαύσουν την ιστορία, πιστεύουμε ότι αξίζει να προσπαθήσουν. Οι εκπαιδευτικοί από την άλλη, θα βρουν πολλά χρήσιμα στοιχεία για το μάθημα της Γλώσσας ή της Ιστορίας. Προτείνεται στους φίλους των μεσαιωνικών περιπετειών και της Ιστορίας, αλλά και σε όσους έχουν ιδιαίτερη σχέση με την περιοχή της Αρκαδίας!

  • Ενδιαφέρουσα πλοκή
  • Πολλές πληροφορίες για την εποχή της Λατινοκρατίας
  • Παράρτημα με χάρτες και παραλειπόμενα

  • Απαιτητική γλώσσα, περίπλοκη σύνταξη

Αξίες - Θέματα
Επιστήμη - Τεχνολογία, Απώλεια, Οικογένεια, Δικαιοσύνη, Φιλοσοφία, Περιβάλλον, Ιστορία

Εικονογράφηση
Δυστυχώς ανύπαρκτη, παρότι έστω και με απλές μπορντούρες στο άνοιγμα και το κλείσιμο των κεφαλαίων, θα μπορούσε να ενισχύσει το κλίμα εποχής και να βοηθήσει το κείμενο.
 
Απόσπασμα
Το επόμενο πρωί στην αγορά του Νέου Οριγιόν ο Δήμος πούλησε γρήγορα τα τελευταία προϊόντα μιας δραστηριότητας που δεν έμελλε να ασκήσει ποτέ ξανά στο μέλλον.

Η κομητεία γιόρταζε τα σαράντα χρόνια από την ίδρυσή της και είχε γίνει πόλος έλξης πολλών σπουδαίων Φράγκων της Αχαΐας.

Κάποιοι από αυτούς έστησαν μόνοι τους δημοπρασία μπροστά από τον πάγκο του Έλληνα για να αγοράσουν μια γούνα του.

Οι τιμές ανέβηκαν στα ύψη.

Ευχαριστημένος ο Δήμος που κέρδισε πολλά και ξεμπέρδεψε νωρίς, αναρωτήθηκε για την τύχη του Λουί και σκέφτηκε να περάσει για λίγο από την αρένα του τουρνουά.

Ήταν το κορυφαίο γεγονός των εκδηλώσεων.

Διεξαγόταν και πάλι, για πρώτη φορά ύστερα από είκοσι πέντε χρόνια, στο Νέο Οριγιόν.

Ο κόμης Βάλτερ και η κόμισσα Ματθίλδη επιθυμούσαν να μη χύνεται άσκοπα ανθρώπινο αίμα στην κομητεία τους και είχαν απαγορεύσει τα τουρνουά, επικαλούμενοι ως κυρία αιτία το πένθος τους.

Ύστερα όμως από παράκληση των δώδεκα βαρόνων του πριγκιπάτου και για χάρη της επετείου αναγκάστηκαν να συμβιβαστούν.

Όταν ο Δήμος κάθισε στις πίσω κερκίδες της αρένας διεξαγόταν ο τρίτος προκριματικός γύρος.

Στο τουρνουά έπαιρναν μέρος τριάντα ένας ιππότες.

Στον πρώτο «ελιμινατόριο» γύρο, όπως τον έλεγαν οι Φράγκοι, μονομάχησαν μεταξύ τους τριάντα συμμετέχοντες και από αυτούς προκρίθηκαν οι δεκαπέντε.

Στους τελευταίους προστέθηκε ο ιππότης της Άκοβας, Μαρσέλ ντε Μολέ, που πέρασε τον πρώτο «ελιμινατόριο» χωρίς αγώνα και τιμής ένεκεν, επειδή πολλοί Φράγκοι τον θεωρούσαν ως έναν από τους πιο γενναίους στο Πριγκιπάτο της Αχαΐας.

Από τους δεκαέξι διαγωνιζόμενους, μετά το δεύτερο γύρο έμειναν οι οχτώ, που, αφού χωρίστηκαν σε ζευγάρια, θα χτυπιούνταν μεταξύ τους για Τρίτη φορά, ώστε να περάσουν στα ημιτελικά οι τέσσερις.

Ο κόσμος επευφημούσε σε κάθε συμπλοκή, σε κάθε πτώση και σε κάθε πανηγυρισμό των ιπποτών.

Ο Λουί ντε Μουριβό έφτασε στα ημιτελικά και στη συνέχεια, προς έκπληξη του Δήμου, προκρίθηκε και για τον τελικό..

Σήμανε η μεγάλη στιγμή των αγώνων!

Ο νεαρός Φράγκος που είχε βγάλει ο Δήμος την προηγούμενη μέρα από το πηγάδι σκαρφάλωνε στο σκοινί της δόξας για να ανέβει ποιος ξέρει πού.

Αντίπαλος του Λουί στον τελικό ήταν ο Μαρσέλ ντε Μολέ.

Οι δύο μονομάχοι χαιρέτισαν τον κόμη Βάλτερ και την κόμισσα Ματθίλδη στην εξέδρα των επισήμων και έλαβαν θέσεις.

Με ένα συνθηματικό σάλπισμα αναγγέλθηκε ότι είχε δοθεί στους ιππότες η άδεια για να μονομαχήσουν.

Άρχισαν να καλπάζουν.

Ο Μαρσέλ ξέφρενα, ο Λουί επιταχύνοντας προοδευτικά.

Το πλήθος παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα.

Αστραπιαία οι δύο ιππότες πλεύρισαν μεταξύ τους και, γκάααπ, ταυτόχρονα και χωρίς να το συλλάβει ανθρώπου μάτι, το κοντάρι του ενός χτύπησε την ασπίδα του άλλου με ανυπολόγιστη ορμή.

Το μακρύ όπλο του Μαρσέλ γλίστρησε στην ασπίδα του Λουί και έσπασε.

Ο Λουί τραντάχτηκε πάνω στον Ντιβίνο, το Θεϊκό, αλλά δεν έπεσε.

Αντίθετα, ο Μαρσέλ βρέθηκε στο χώμα ανάσκελα.

Το παιχνίδι είχε λήξει!

Ο ιππότης του Νυκλί, Λουί ντε Μουριβό, ανακηρύχτηκε νικητής.

Ο κόσμος παραληρούσε, όχι τόσο από θαυμασμό για την τεχνική του πρωταθλητή, αλλά επειδή ο Μαρσέλ ντε Μολέ ήταν αντιπαθής στο Νέο Οριγιόν.

Μέσα στις ιαχές των θεατών, που φώναζαν δυνατά και ρυθμικά «Λουί, Λουί», η κόμισσα Ματθίλδη, σοβαρή και αγέλαστη, χάρισε το μοβ μαντίλι της στον ιππότη της ημέρας.

Συνεσταλμένα ο Φράγκος ευγενής από το Νύκλι χαιρέτισε με το μαντίλι τους θεατές και βγήκε από την αρένα περικυκλωμένος από θαυμαστές του.

Το πλήθος ήθελε να τον συγχαρεί από κοντά.

Ο Δήμος βρέθηκε από τους πρώτους δίπλα στο νικητή.

Ο ιππότης στράφηκε προς το φίλο του.

Σήκωσε την καλύπτρα της περικεφαλαίας του, μα το πρόσωπο που είδε ο Έλληνας δεν ήταν εκείνο ενός θριαμβευτή, αλλά ενός ετοιμοθάνατου.

- Σε παρακαλώ, κράτησε τον Ντιβίνο και βοήθησέ με να κατέβω. Έχω πληγωθεί, πρόλαβε να πει με σφιγμένα δόντια στο Δήμο πριν σωριαστεί στην αγκαλιά του.

Τον ξάπλωσε απαλά στο μαρμαρένιο πλατύσκαλο του πρώτου σπιτιού που βρήκε μπροστά του ο Δήμος και αφαίρεσε με δυσκολία την ασπίδα που κρατούσε ακόμα σφιχτά στο αριστερό χέρι του ο νικητής.

Φανερώθηκε τότε μια βαθιά λαβωματιά.

Στην αριστερή πλευρά του αλυσιδωτού θώρακα του ιππότη είχε καρφωθεί μια σιδερένια αιχμή από πολεμικό ακόντιο και το αίμα που ανάβλυζε από το σώμα του πλημμύριζε την πανοπλία του.

Οι Φράγκοι που είδαν την πληγή αγανάκτησαν.

- Ο κανονισμός ορίζει τα ακόντια στο τουρνουά να είναι ξύλινα. Ποτέ μεταλλικά, είπε ένας.

- Αδικία, είπε ένας άλλος.

- Ντροπή στο Μαρσέλ, τιμή στο Λουί! Φώναξε οργισμένος ένας τρίτος.

Απολάμβανε το απόγειο της δόξας του ο «αφελής και ευγενικός» ιππότης του Νύκλι.
 
Αλλά έσβηνε.

- Αφήνω την πανοπλία μου στον ηττημένο και το άλογό μου στον υπηρέτη μου, το Δήμο Σιλεντιάριο, ήταν τα τελευταία λόγια που ψιθύρισε ο Λουί ντε Μουριβό προτού ξεψυχήσει.

Όπως θα έλεγε και ο ίδιος στο Δήμο αν προλάβαινε, καλύτερο θάνατο δε θα μπορούσε να φανταστεί για τον εαυτό του.

- Να καταγγείλετε το Μαρσέλ στον κόμη Βάλτερ, διαμαρτυρήθηκε στους Φράγκους ο «υπηρέτης» συναισθηματικά φορτισμένος.

Ένας χωριάτης πίσω του τον συγκράτησε:

- Είναι συμφωνημένο να κυβερνήσει την κομητεία ο Μαρσέλ μόλις ο κόμης και η κόμισσα κλείσουν τα μάτια. Ποιος θα τα βάλει με το αυριανό αφεντικό του;

- Θα το κάνω εγώ αντί για εσάς! Όρθωσε το ανάστημά του ο Δήμος.

- Και τότε θα βρεθείς κατηγορούμενος για συκοφάντηση του Μαρσέλ. Άνθρωπέ μου, πάρε το άλογο και φύγε όσο είναι καιρός, τον συμβούλεψε ο άγνωστος χωριάτης.

Χάρτης με τοπωνύμια της Πελοποννήσου στα χρόνια της Φραγκοκρατίας
Σχόλιο
Η κονταρομαχία που περιγράφεται στο βιβλίο (βλ. απόσπασμα), όπου οι διαγωνιζόμενοι μονομαχούν ανά ζεύγη και οι νικητές φτάνουν βαθμιδωτά στον τελικό, ανήκει στο είδος Joust a' Plaisance και είναι χαρακτηριστική για τα μεσαιωνικά τουρνουά. Αντίθετα, στον Ιππότη της Λευτεριάς όπου συναντήσαμε αντίστοιχη σκηνή, ένας ευγενής έπρεπε να αντιμετωπίσει όλους τους διαγωνιζόμενους τον ένα μετά τον άλλον, κάτι που στην πράξη θα ισοδυναμούσε με αυτοκτονία... Θεωρητικά, ωστόσο, υπάρχει ένα είδος κονταρομαχίας (Pas d' armes), όπου ο κύριος ενός κάστρου προκαλεί σε μάχη όποιον περνάει από την περιοχή του. Κάτι αντίστοιχο θυμίζουμε ότι έκανε ο Ανταίος στην ελληνική μυθολογία, αλλά και ο μαύρος Ιππότης (BlackKnight) στο επικό Monty Python and the Holy Grail.
Σύγχρονο τουρνουά (Πηγή)
Οι δύσκολες σκηνές είναι ουσιαστικά ανύπαρκτες και οι αναφορές στην όποια βία έμμεσες. Σε μια από τις ελάχιστες αυτές περιπτώσεις, παρακολουθούμε τον αυτοκράτορα να απειλεί με ακρωτηριασμό τον συγγραφέα ενός ειληταρίου σε περίπτωση που γράφει ψέματα (σ.11), ενώ η μαρτυρική τύχη της Πατρικίας απλώς υπονοείται, όταν ο γερο-Φωτέας βρίσκει σκόρπια ματωμένα ρούχα και το οικογενειακό φυλαχτό των ντε Οριγιόν - έναν σταυρό με τον Άγιο Γεώργιο - πλάι σε ίχνη λύκων (σ.65-66).
Παρότι γενικά καλογραμμένο και πιστό στην εποχή που περιγράφει, το μυθιστόρημα χρησιμοποιεί σε κάποια σημεία γλώσσα δύσκαμπτη, σαν να επρόκειτο για κείμενο πληροφοριακό και όχι λογοτεχνικό. Χάνεται ίσως έτσι ένα μέρος της μαγείας του μύθου, ενώ περιορίζεται και η δυνατότητά μας να συμπάσχουμε με τα πρόσωπα, ειδικά στο πρώτο και το τελευταίο τμήμα (που είναι και κρίσιμο). Χαρακτηριστικά, συναντάμε φράσεις γεμάτες με στοιχεία και εκφραστική ακρίβεια αλλά ταυτόχρονα «δύσπεπτες», όπως:

(σ.28) Στην ουρά της φάλαγγας οπισθοφυλακούσαν έξι σταυροφόροι, ενώ οι υπόλοιποι προπορεύονταν για να προαναγγείλουν τα νέα στην Ανδραβίδα.

(σ.32) Ο Βάλτερ κλότσησε ανέμελα ένα χαλίκι από το δρόμο, τάχα για να μη στραβοπατήσει κανένα άλογο, μα το έκανε επίτηδες, για να επιδείξει την ευλυγισία του αριστερού ποδιού του, που παρέμενε επαρκές παρά τον τραυματισμό.

(σ.77) Οι παραποτάμιοι πληθυσμοί των ζώων εξοικειώθηκαν γρήγορα με την υπερκατασκευή πάνω στον πλάτανο. κ.ά.
http://www.kastra.eu/castlegr.php?kastro=xirocamp
Το κάστρο της Ωριάς ή κάστρο στο Ξηροκάμπι, όπως μοιάζει σήμερα
Χρήση στην Τάξη
Στη σχολική αίθουσα, μπορούμε να διαβάσουμε αποσπάσματα με αφορμή τα οποία θα προκύψουν διαφόρων τύπων δραστηριότητες. Από το πρώτο μέρος του βιβλίου, η αναφορά στο ειλητάριο που διαβάζει ο αυτοκράτορας μπορεί να προκαλέσει μία συζήτηση για τα μέσα με τα οποία έγραφαν οι Βυζαντινοί. Στη δική μας τάξη, στα πλαίσια του προγράμματος Ιστορία της Γραφής, είχαμε την ευκαιρία να χρησιμοποιήσουμε υλικά στα οποία ήδη έχουμε αναφερθεί σε προηγούμενη ανάρτηση, αλλά και να γράψουμε μικρά κείμενα σε επισεσυρμένη γραφή κρατώντας κομμάτια από καλάμι. Προσπαθήσαμε επίσης να κατασκευάσουμε σφραγίδες με τα μονογράμματά μας από πηλό, ώστε να τις χρησιμοποιήσουμε με βουλοκέρι... δυστυχώς, η επιτυχία ήταν περιορισμένη. Τελικά, το να φτιάξει κανείς ένα δικό του ειλητάριο, δεν είναι εύκολη υπόθεση!
Στο μάθημα της Γεωγραφίας, μπορούμε να ασχοληθούμε με τοπωνύμια της Πελοποννήσου κατά τη Φραγκοκρατία, χρησιμοποιώντας έναν χάρτη όπως αυτός που βλέπετε λίγο πιο πάνω. Επίσης, αξιοποιώντας τις παραπομπές του βιβλίου ή τον ευρωπαϊκό χάρτη της τάξης, θα ήταν ενδιαφέρον να μελετήσουμε από πόσες χώρες έπρεπε να περάσει η οικογένεια του ιππότη Βάλτερ για να φτάσει από την Καμπανία (Οριγιόν, 200 χλμ. ανατολικά του Παρισιού) μέχρι την Ωριά (Νέο Οριγιόν). Πόσα χιλιόμετρα χωρίζουν τους δύο τόπους; Και πόσον χρόνο έκανε ένα τέτοιο ταξίδι να πραγματοποιηθεί τον 13ο αιώνα; Ο Βάλτερ στο γράμμα του, αναφέρει πάντως ότι 2 εβδομάδες είναι αρκετές για τα πλοία να φτάσουν από τη Βενετία στην Κυλλήνη (Clarentza). 
Με τέτοια πλοία ταξίδευαν στη Μεσόγειο εκείνη την εποχή (Πηγή)

Share/Bookmark