Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γενναιότητα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γενναιότητα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 15 Μαΐου 2016

Κυνηγώντας το Μαμούθ


Υπόθεση
Εξαιτίας λανθασμένων υπολογισμών του μάγου της, Ογκόν, μια προϊστορική φυλή αιφνιδιάζεται από τον ερχομό του χειμώνα και αναγκάζεται να τον περάσει αποκλεισμένη σε μια χιονισμένη κοιλάδα. Όταν οι κυνηγοί της αντικρίζουν για πρώτη φορά μαμούθ, αποφασίζουν χωρίς δεύτερη σκέψη να το οδηγήσουν στον κοντινό βάλτο, όπως κάνουν με τα μικρότερα θηράματα. Η επιχείρησή τους στέφεται με επιτυχία, μέχρι τη στιγμή που μια αγέλη πεινασμένων λύκων εμφανίζεται στον ορίζοντα...

Χαρακτηριστικά 
Εκδότης: Κέδρος
Συγγραφέας: Στέφανο Μπορντιλιόνι (Stefano Bordiglioni
Μετάφραση: Δήμητρα Δότση
Εικονογράφηση: Φαμπιάνο Φιορίν (Fabiano Fiorin)
ISBN: 978-960-04-4513-8
Έτος 1ης Έκδοσης: 2014
Σελίδες: 50
Τιμή: περίπου 5 ευρώ 
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Α', Β', Γ'

Ευχαριστούμε τον εκδοτικό οίκο για τη δωρεά ενός αντιτύπου στη βιβλιοθήκη της τάξης μας!

Κριτική
Στιλιζαρισμένη μίνι περιπέτεια από τη σειρά Ιστορίες πριν από την Ιστορία, που μας ταξιδεύει στον κόσμο των προϊστορικών ανθρώπων. Η μετάφραση μπορεί σε κάποια σημεία να μοιάζει αποσπασματική, μας μεταφέρει όμως το κείμενο με απλότητα και ζωντάνια. Η πλοκή χωρίζεται σε πέντε κεφάλαια μικρού μεγέθους (6 έως 10 μικρών σελίδων με μεγάλα στοιχεία) που διαβάζονται ευχάριστα. Μέσα στο κείμενο βρίσκουμε αρκετές πληροφορίες για την εποχή των σπηλαίων, την οποία οι μικροί αναγνώστες μπορούν να προσεγγίσουν χωρίς κόπο, αφού οι χαριτωμένοι μικροί ήρωες και η εξαιρετικά ελκυστική εικονογράφηση, κάνουν το βιβλίο να θυμίζει πολύχρωμο κόμικ. Μέσα από τον συνδυασμό των παραπάνω στοιχείων, διαμορφώνεται τελικά ένα, αρκετά εμπορικό μεν, αλλά και ωφέλιμο προϊόν για τους μαθητές των πρώτων τάξεων του δημοτικού.  

  • Πληροφορίες για την προϊστορική εποχή
  • Ελκυστική εικονογράφηση

Αξίες - Θέματα
Προϊστορία, Διαφορετικότητα, Ισότητα Φύλων, Γενναιότητα, Φιλία

Εικονογράφηση
Πολύχρωμα σχέδια σε κάθε σελίδα κάνουν το βιβλίο να θυμίζει κόμικ και μετατρέπουν την ανάγνωσή του σε μια ευχάριστη δραστηριότητα για τους μικρούς μαθητές.
Απόσπασμα
Μέσα από τη σπηλιά όπου είχαν βρει
καταφύγιο, οι γυναίκες και οι άντρες
της φυλής του Κόραν κοίταζαν το χιόνι
που έπεφτε. Νόμιζαν ότι, προτού
ξεκινήσουν για άλλους, πιο ζεστούς τόπους,
θα έμεναν ακόμη ένα φεγγάρι σ’ αυτή την κοιλάδα.
Για κακή τους τύχη, όμως, τους αιφνιδίασε ο χειμώνας.

Ο Κόραν, ο αρχηγός της φυλής, καθισμένος δίπλα στη φωτιά, έβραζε από θυμό.

- Όγκον, μας είπες ότι στο όνειρο που είδες
ένα ελάφι σού έλεγε ότι εδώ θα βρίσκαμε κυνήγι
για πολλές μέρες ακόμη.

Ο Όγκον, ο σαμάνος της φυλής, κοίταζε το χιόνι
τρομοκρατημένος. Δε φοβόταν για τη ζωή του.
Άλλωστε δεν υπήρχε περίπτωση να τον σκοτώσουν
για ένα όνειρο. Φοβόταν, όμως, για την εξουσία του.
Αν οι άντρες και οι γυναίκες της φυλής δεν τον
εμπιστεύονταν πια, θα έχανε τη θέση του και δε θα
 ήταν πλέον ο αξιοσέβαστος, ο φοβερός και τρομερός
σαμάνος που όλοι γνώριζαν.

- Κάποιες μυστηριώδεις δυνάμεις μ’ έσπρωξαν στο λάθος.
Το ελάφι ήταν το πνεύμα του ψεύδους, και νομίζω πως ξέρω
γιατί με ξεγέλασε.

Και με τα λόγια αυτά, ο Ογκόν έδειξε το Σατού,
ένα οκτάχρονο αγοράκι με ένα γαλάζιο κι ένα καφετί
μάτι κι ένα χέρι πιο κοντό και πιο αδύναμο από το άλλο.

- Εξαιτίας του τα πνεύματα δε βοηθάνε τη φυλή μας.
Ο Σατού σίγουρα είναι η προσωποποίηση του κακού.
Τα μάτια του και το χέρι του αποδεικνύουν
ότι είναι ένα τέρας που θα σπείρει το θάνατο
και τη συμφορά. Ας τον θυσιάσουμε για να μας
ξαναδούν τα πνεύματα με καλό μάτι!

Ένας δυο άντρες και μερικές γυναίκες συμφώνησαν
μουγκρίζοντας, όμως ο Κόραν, ο αρχηγός της φυλής,
κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.

- Ο Σατού είναι παιδί, και σ’ αυτή τη φυλή,
σ’ το έχω ξαναπεί, δεν πρόκειται να θυσιαστεί κανείς.
Όμως ο Ογκόν δεν το έβαλε κάτω. Άρπαξε από το χέρι
το Σατού και σχεδόν τον σήκωσε στον αέρα.

- Κοίταξέ τον, Κόραν. Είναι πολύ αδύναμος
και δεν πρόκειται να γίνει ποτέ κυνηγός.
Είναι ένα περιττό στόμα που κλέβει το φαγητό μας.

Ο Σατού έβαλε τις φωνές από την έκπληξή του·
δευτερόλεπτα μετά και Ογκόν έσκουξε, αλλά από πόνο.
Η Άουα, ένα δεκάχρονο κοριτσάκι, φίλη του Σατού,
είχε χιμήξει επάνω του και του δάγκωνε το χέρι,
αναγκάζοντάς τον να αφήσει ελεύθερο το αγόρι.

Ο Σατού κύλησε στο έδαφος και κούρνιασε
σε μια σκοτεινή γωνιά της σπηλιάς,
μακριά από τη φωτιά. Την ίδια στιγμή,
η Άουα εκμεταλλεύτηκε το πανδαιμόνιο
για να κρυφτεί πίσω από την Αντάι, τη μητέρα της.
Ο σαμάνος, που έβραζε από θυμό, άρπαξε το πέτρινο μαχαίρι του.

- Μικρή ύαινα, τώρα θα σου δείξω εγώ!
είπε κι έκανε να κινηθεί απειλητικά προς
την Αντάι και την Άουα.

Όμως, πριν καλά καλά προλάβει να προχωρήσει, 
ένιωσε τη λόγχη του Κόραν στο στήθος του.

- Τράβα να κοιμηθείς και να δεις κανένα όνειρο, σαμάνε, 
είπε ο αρχηγός με απειλητικό ύφος. Και φρόντισε αυτή τη φορά
να μη σου πουν ψέματα τα πνεύματα, αλλιώς η φυλή θα κινδυνεύσει
να πεθάνει απ' την πείνα και το κρύο. 

Ο Ογκόν κοίταζε την αιχμηρή πέτρινη λόγχη στο στήθος του.
Ήξερε καλά πως με μία μόνο κίνηση ο Κόραν θα μπορούσε
να τον στείλει στον άλλο κόσμο. Κατέβασε το πέτρινο μαχαίρι
και, κατάχλωμος από φόβο, προσπάθησε να χαμογελάσει.

- Δεν το ήθελα, Κόραν. Αφού ξέρεις ότι εγώ ποτέ δεν θα...
Να τον φοβίσω ήθελα μόνο, είπε και άρχισε σιγά σιγά 
να οπισθοχωρεί. 

Σχόλιο
Πολλά τα μαμούθ που έχουμε συναντήσει ως τώρα κατά την περιήγησή μας στην παιδική λογοτεχνία. Άλλα φιλικά όπως εκείνο του Τότο, άλλα εξαγριωμένα από τα πειράματα επιστημόνων κι άλλα με περιορισμένο ρόλο, όπως αυτά στον τίτλο του βιβλίου της Κίρας Σίνου. Το μαμούθ αυτής της ιστορίας ανήκει μάλλον στην τρίτη κατηγορία, αφού προλαβαίνει να κάνει αισθητή την παρουσία του μόνο στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου. Μεγάλο και μαλλιαρό, χάνει τη ζωή του από τους κυνηγούς, σώζοντας την φυλή του Κόραν από την πείνα. Ο θάνατός του, περιγράφεται μαρτυρικός: Το μαμούθ άρχισε να φωνάζει, όχι μόνο από πόνο, αλλά κυρίως επειδή ένιωθε πως πλησίαζε το τέλος του. Έκανε αμέτρητες προσπάθειες να ελευθερωθεί, αλλά οι κινήσεις του γίνονταν όλο και πιο αργές. Τα τραύματά του ήταν βαθιά και οι δυνάμεις του το εγκατέλειπαν. Ο Κόραν και οι άλλοι κυνηγοί περίμεναν να ξεψυχήσει... Η γλαφυρή αυτή περιγραφή, όπως και άλλα σημεία (βλ. απόσπασμα) όπου η απειλή βίας ή θανάτου ανάμεσα σε πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες είναι άμεση, μπορεί να αποδίδει ως έναν βαθμό το κλίμα της προϊστορικής εποχής, θεωρώ όμως ότι θα μπορούσε να ενοχλήσει ή να μεταφέρει λάθος μηνύματα στους λιγότερο ώριμους μαθητές της Α' τάξης.
προϊστορικό μαχαίρι από πυρόλιθο (πηγή)
Η αγενής συμπεριφορά του Κόραν προς τον σαμάνο της φυλής Ογκόν (βλ. απόσπασμα), παρότι μπορεί να ξενίσει, δεν θα πρέπει να θεωρηθεί εξωπραγματική, ούτε για τα ήθη της εποχής των σπηλαίων, ούτε και για τα σύγχρονα. Όταν η πολιτική/στρατιωτική εξουσία συγκρούεται με τη θρησκευτική, ακούγεται μάλλον φυσικό το χρήμα και τα όπλα να υπερέχουν της δύναμης του πνεύματος.  

Θυμίζουμε ότι στο πρώτο έργο της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, την Ιλιάδα, το σκηνικό ανοίγει με τον Αγαμέμνονα να απειλεί δημόσια τον ιερέα Χρύση, (Α 26-32) με λόγια που αρκετά ελεύθερα θα μπορούσαν να αποδοθούν κάπως έτσι: μη σε ξαναπετύχω γέρο κοντά στα πλοία, γιατί η αγιαστούρα δε θα σε βοηθήσει(...) αλλά φύγε, μη μ' ερεθίζεις, αν θέλεις σώος να γυρίσεις. Λίγο αργότερα, είναι σειρά του μάντη Κάλχα να αρχίσει να τρέμει από φόβο, μήπως ο χρησμός του προσβάλλει τον αρχηγό των Αχαιών (Α 80): Πανίσχυρος ο βασιλιάς, όταν με άνδρα μικρότερο θυμώσει, μεμψιμοιρεί, και ζητάει την προστασία του Αχιλλέα προκειμένου να μιλήσει.

Οι σωστές προβλέψεις είναι αυτές που δίνουν πλούτο και κύρος στους μάντεις κάθε εποχής (βλ. καφετζούδες, στοιχηματζήδες, συμβούλους επενδύσεων, πολιτικούς, κτλ.). Υπάρχουν όμως και οι λανθασμένες (βλ. μετεωρολογικές), οι οποίες όταν κάνουν την εμφάνισή τους, μπορεί να τους οδηγήσουν σε αμφισβήτηση και αποκαθήλωση (όπως φοβάται ο Ογκόν στο απόσπασμα). Θυμίζουμε μια ιστορία που μας μεταφέρει ο Πλούταρχος (πηγή) από την πολιορκία της Τύρου: όταν ο μάντης Αρίστανδρος προέβλεψε (εξετάζοντας τις θυσίες) ότι η πόλη θα έπεφτε σε ελληνικά χέρια πριν τελειώσει ο μήνας, οι Μακεδόνες στρατιώτες άρχισαν να τον χλευάζουν και να τον περιγελούν, γιατί η μέρα που διήνυαν ήταν ήδη η τελευταία του μήνα. Ο Αλέξανδρος προσπάθησε να τον προστατέψει αλλάζοντας την επίσημη ημερομηνία (!), τέχνασμα που όμως τελικά δεν φάνηκε να χρειάζεται, αφού με μια ξαφνική έφοδο η Τύρος έπεσε και η πρόβλεψη δικαιώθηκε. 
Χρήση στην τάξη
Στην τάξη μας, εμπνευσμένοι από το βιβλίο, κατασκευάσαμε ένα επιτραπέζιο παιχνίδι πρόσθεσης, ομαδικότητας, αλλά κυρίως τύχης, με τον ίδιο τίτλο. 

Τα υλικά που χρησιμοποιήσαμε ήταν:
10 ζάρια (1 μεγάλο κίτρινο, 1 κόκκινο, 1 πράσινο, 1 μπλε και 6 λευκά)
για το ταμπλό: ένα κόντρα πλακέ, κόλλα, χαρτί κανσόν, διακοσμητικό χόρτο
για τους κυνηγούς: play doh που στεγνώνει μόνο του, 3 ξύλινα σουβλάκια
για το μαμούθ: ένα πλαστικό μαμούθ (κάνει και αληθινό, αρκεί να το καλμάρετε)

Η υπόθεση έχει να κάνει με ένα μαμούθ που πηγαίνει να πιεί νερό. Η λιμνούλα βρίσκεται τρεις θέσεις μακριά του, οπότε το παιχνίδι διαρκεί τρεις γύρους. Τρεις ομάδες κυνηγών (η κόκκινη, η πράσινη και η μπλε) προσπαθούν να το πιάσουν πριν φτάσει εκεί.

Πώς παίζεται: σε κάθε γύρο, ο κάθε παίχτης ρίχνει μία φορά τα ζάρια του.

Το μαμούθ ρίχνει μόνο το μεγάλο κίτρινο ζάρι. Ο αριθμός που θα φέρει, πολλαπλασιάζεται επί δέκα και δείχνει την δύναμη του ζώου για τον γύρο.

Αν π.χ. ρίξει 5, η δύναμή του είναι 5x10=50

Ο κυνηγός κάθε ομάδας ρίχνει τρία ζάρια μαζί: ένα χρωματιστό (που αντιπροσωπεύει τον αρχηγό της ομάδας και το αποτέλεσμα που φέρνει πολλαπλασιάζεται επί δύο) και δύο λευκά. Αυτή είναι η δύναμη με την οποία χτυπούν οι κυνηγοί της ομάδας του.

Αν π.χ. ο κόκκινος αρχηγός φέρει 2 με το κόκκινο, 3 με το ένα λευκό και 5 με το άλλο, η δύναμή του είναι (2x2)+(3x1)+(5x1)= 12

Αν οι συνδυασμένες δυνάμεις των τριών ομάδων ξεπεράσουν αυτή του μαμούθ, το νικάνε. Το κρέας του (και τη νίκη) παίρνει η ομάδα του κυνηγού που πέτυχε το δυνατότερο χτύπημα.

Αν το μαμούθ ξεφύγει και στους τρεις γύρους, νικάει εκείνο και πίνει θριαμβευτικά το νεράκι του. Καλή διασκέδαση!

Share/Bookmark

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2016

Το αγόρι που κολύμπησε με τα πιράνχας

Υπόθεση
Α' Μέρος
Όταν η οικονομική κρίση υποχρεώνει το ναυπηγείο μιας μικρής αγγλικής πόλης να κλείσει, οι εργαζόμενοι σε αυτό αναγκάζονται να αναζητήσουν άλλες πηγές βιοπορισμού. Ο Έρνι Ποτς, ένας από τους απολυμένους εργάτες, αποφασίζει να μετατρέψει το σπίτι του σε κονσερβοποιία ψαριών. Η γυναίκα του Άννι και ο ανιψιός του Στάνλεϊ, που μένει μαζί τους από τον καιρό που έχασε τους γονείς του σε δυστύχημα, βλέπουν -παρά την επιτυχία της οικογενειακής επιχείρησης- τη ζωή τους να αλλάζει προς το χειρότερο: στριμωγμένοι ανάμεσα σε σωλήνες και θορυβώδεις μηχανές που βρωμάνε ψαρίλα, παρατηρούν την αλλοτρίωση να κυριεύει τον θείο Έρνι σε τέτοιο βαθμό, ώστε μέρα και νύχτα να σκέφτεται μόνο τη δουλειά. Μετά μάλιστα από την «επίσκεψη» μιας ομάδας οικονομικών ελεγκτών - τραμπούκων που τον εκβιάζουν με έξωση, η συμπεριφορά του γίνεται εντελώς αλλόκοτη. Φτάνει να κονσερβοποιήσει τα όμορφα χρυσόψαρα του ανιψιού του, ο οποίος τότε αποφασίζει να το σκάσει από το σπίτι και να ακολουθήσει ένα περιοδεύον λούνα-παρκ, γεμάτο ιδιαίτερους καλλιτέχνες.

Β' Μέρος
Το λούνα παρκ μετακομίζει σε άλλη πόλη και ο νεαρός Στάνλεϊ το ακολουθεί. Έχει πιάσει δουλειά στον πάγκο του κυρίου Ντοστογέφσκι, που καλεί το κοινό να ψαρέψει πλαστικές πάπιες με δώρο μικρά χρυσόψαρα. Όταν το αγόρι στέλνεται να προμηθευτεί νέα ψαράκια, πιάνει φιλίες με πολλούς επαγγελματίες του χώρου και συναντάει τον Πάντσο Πιρέλλι, έναν παράτολμο άνδρα που στο νούμερό του κολυμπάει με πιράνχας! Ο αρτίστας - μύθος τον καλεί να παρακολουθήσει από κοντά την επόμενή του παράσταση!

Γ' Μέρος
Ο Σταν συγκλονίζεται από το νούμερο του Πιρέλλι, που βλέπει στον ταλαντούχο νεαρό τον αντικαταστάτη του και τον πείθει να ξεκινήσει τη σχετική εκπαίδευση. Σύντομα, είναι έτοιμος για το ντεμπούτο του μπροστά σε κοινό. Στο μεταξύ, αναζητώντας μετανιωμένοι τον ανιψιό τους, ο θείος και η θεία φτάνουν στην πόλη. Το ίδιο και οι αμείλικτοι, αγράμματοι, αχαρακτήριστοι οικονομικοί ελεγκτές - τραμπούκοι. Η αγωνία κορυφώνεται καθώς ο Σταν ανεβαίνει στη δεξαμενή με τα άγρια ψάρια... Ποιο θα είναι το φινάλε της παράστασης;
  
Χαρακτηριστικά 
Εκδότης: Ψυχογιός
Συγγραφέας: Ντέιβιντ Άλμοντ (David Almond)
Μετάφραση: Κώστια Κοντολέων
Εικονογράφηση: Oliver Jeffers
Τίτλος πρωτοτύπου: The boy who swam with piranhas
ISBN: 978-618-01-0528-5
Έτος 1ης Έκδοσης: 2012 (στα ελληνικά 2014)
Σελίδες: 264
Τιμή: περίπου 10 ευρώ 
Ηλεκτρονική αγορά εδώ 
Τάξεις: Στ', Γυμνάσιο

Διαβάστε την εισαγωγή και τα δύο πρώτα κεφάλαια ακολουθώντας τον σύνδεσμο εδώ
Δείτε τον συγγραφέα να διαβάζει μια παράγραφο του βιβλίου εδώ (στα αγγλικά)

Κριτική
Εφηβικό μυθιστόρημα που κινείται ανάμεσα στον ρεαλισμό και την αλληγορία, τη σκληρότητα και τον ρομαντισμό, για να μας αφηγηθεί την πορεία ωρίμανσης του Στάνλεϊ Ποτς, ενός πολύ ιδιαίτερου νέου. Με μετάφραση καλοδουλεμένη, που είναι ωστόσο αδύνατο να μεταφέρει κάποιες πτυχές της ιστορίας στα μέτρα του ελληνικού κοινού (για παράδειγμα το Fairground του αγγλικού κειμένου που αποδίδεται ως λούνα παρκ και θυμίζει περιπλανώμενο πανηγύρι με αρτίστες και φρικιά, είναι κάτι ξένο προς τις τοπικές μας παραστάσεις), το κείμενο ρέει χωρίς προβλήματα και χάρη στη μυθοπλαστική ικανότητα του συγγραφέα, παρασύρει τον αναγνώστη σ' έναν κόσμο μαγικό. Η πλοκή χωρίζεται σε τρία μέρη και 47 συνολικά κεφάλαια (12, 15 και 20 σε κάθε μέρος αντίστοιχα) που συνήθως δεν ξεπερνούν τις 4-5 σελίδες το καθένα και διαβάζονται αστραπιαία. Προς την κατεύθυνση αυτή εξυπηρετούν και τα μικρά εμβόλιμα σκίτσα, που εμφανίζονται συχνά στο κείμενο. Παρότι η δράση μοιάζει -ειδικά στο δεύτερο- μέρος κάπως αργή, προσωπικά δεν συμφωνώ με όσους καταλογίζουν στην πλοκή "κοιλιά". Εξάλλου τα σημεία που αφιερώνονται σε όνειρα και αναπολήσεις του κεντρικού χαρακτήρα, είναι περιορισμένα. Σε κάθε περίπτωση, λόγω των αλληγορικών μηνυμάτων και της όλης θεματικής του, θα προτείναμε το βιβλίο περισσότερο σε έμπειρους αναγνώστες της Στ' Δημοτικού και των πρώτων τάξεων του γυμνασίου.


  • Μυστηριακή ατμόσφαιρα 
  • Πρωτότυπη υπόθεση και χαρακτήρες


  • Μηνύματα που μπορεί να παρεξηγηθούν

Αξίες - Θέματα
Κρίση, Οικογένεια, Γενναιότητα, Απώλεια, Διαφορετικότητα, Αυτογνωσία, Ωρίμανση

Σκηνές που ξεχωρίσαμε

Όταν ο Σταν περιπλανιέται νύχτα στον άλλοτε πραγματικό και άλλοτε παραμυθένιο κόσμο του λούνα-παρκ αλλά και όταν ο Πάντσο Πιρέλλι εξηγεί στον ήρωα πώς «έχτισε» τον προσωπικό του μύθο.

Εικονογράφηση

Ασπρόμαυρη και με μικρή, αλλά επιτυχημένη συμμετοχή στο τελικό αποτέλεσμα, προσφέρει στον αναγνώστη μια σειρά από εμβόλιμα σκίτσα και λίγες ολοσέλιδες ζωγραφιές που κοσμούν το κείμενο, αποδίδοντας διάφορα αντικείμενα και χαρακτήρες. Πολύ ελκυστικό το εξώφυλλο, που επιλέγει να παρουσιάσει τον ήρωα με μπέρτα κόκκινη αντί για την μπλε που κανονικά φοράει στο κείμενο.
Απόσπασμα 
Θα πρέπει να βλέπεις την καλή πλευρά των πραγμάτων, έτσι δεν είναι; Υπάρχει ένα φως στο τέλος του… Αλλά άκου, πέρασα πραγματικά υπέροχα κουβεντιάζοντας μαζί σου, Σταν, μα φοβάμαι πως δεν έχω μπροστά μου κι όλη την ημέρα· και, μια που το κουβεντιάζουμε, τι θα κάνουν με την τιμή των ψαριών;

«Δεν ξέρω, κύριε Χρυσοφάνη».

«Ακριβώς! Τώρα. Ψάχνεις το Α, το Β, το Γ ή το Δ;» Προσέχει το απορημένο ύφος του Σταν. «Θέλεις τα Μεγάλα Χρυσά, τα Πρώτης Κατηγορίας, το Όχι Πολύ Άσχημα ή τα Μικρά Νανάκια;» Βλέπει την έκφραση του Σταν να παραμένει απορημένη. «Να σου πω κάτι. Έλα και ρίξε μια ματιά στις λιμνούλες και θα σου εξηγήσω».

Ο Χρυσοφάνης λέει στον Σταν να κάνει τον γύρο του γραφείου για να φτάσει στις λιμνούλες. Του εξηγεί πως τα Μεγάλα Χρυσά στη λιμνούλα Α είναι τα καλύτερα και τα πιο ακριβά απ’ όλα, και πως τα Νανάκια στη λιμνούλα Δ είναι τα πιο κοκαλιάρικα και τα πιο φτηνά. Ο Σταν τα κοιτάζει. Μοιάζουν όλα όμορφα στα μάτια του, τα Μεγάλα Χρυσά που λικνίζονται υπέροχα, τα νευρικά νανάκια κι όλα τ’ άλλα ενδιάμεσα.

«Είναι αξιολάτρευτα», λέει ο Σταν. «Όλα μαζί και καθένα χωριστά».

Λες και τον άκουσαν, ένα σωρό ψάρια ανεβαίνουν ως την επιφάνεια του νερού και στρέφουν τα μάτια και το στόμα τους προς τον Σταν.

«Έχω εντυπωσιαστεί», του λέει ο Χρυσοφάνης. «Το έχεις μέσα σου. Θα μπορούσα να σου βάλω και από τα δυο αν θέλεις. Πόσα έχεις σκοπό ν’ αγοράσεις;»

«Μισό κοπάδι».

«Και για ποιον είναι;»

«Για τον Γουίλφρεντ Ντοστογέφσκι».

«Α, μάλιστα!» λέει ο Χρυσοφάνης. «Ο Ντοστογέφσκι. Πολύ παλιός πελάτης μου». Γυρνάει πίσω στο γραφείο του κι ανοίγει έναν φάκελο. «Όπως το θυμόμουν», λέει. «Ο Γουίλφρεντ Ντοστογέφσκι συνηθίζει να παίρνει τα Μικρά Νανάκια».

Ο Σταν κουνάει καταφατικά το κεφάλι του. Το είχε ήδη μαντέψει πως γι’ αυτά ενδιαφερόταν. Το δέκατο τρίτο ψάρι που είχε σώσει στα γενέθλιά του προερχόταν ολοφάνερα από τη λιμνούλα Δ.

«Αλλά», λέει ο Χρυσοφάνης, «σαν ν’ άκουσα πως έχει γίνει άλλος άνθρωπος αυτή την περίοδο».

«Άλλος άνθρωπος;»

«Τα νέα ταξιδεύουν γρήγορα στο λούνα παρκ, Σταν. Λένε πως έχει συναντήσει ένα παιδί που τον έχει επηρεάσει πολύ». Κλείνει τον φάκελο και κοιτάζει τον Σταν. «Έχει αλλάξει όντως, Σταν;»

«Δεν ξέρω. Δεν τον ήξερα και πριν».

«Πριν συναντήσει εσένα εννοείς;»

«Δεν ξέρω», λέει ο Σταν.

Ο Χρυσοφάνης χαμογελάει. Του κλείνει το μάτι.

«Χαρά και τιμή μου που σ’ έχω εδώ, Σταν», του λέει.

«Να σου πω κάτι. Θα σου δώσω μισό κοπάδι και από τα δυο. Εντάξει;»

«Εντάξει», λέει κι ο Σταν.

Ο Χρυσοφάνης παίρνει το δίχτυ του, το βυθίζει με τη σειρά και στις τέσσερις λιμνούλες, βγάζει ψάρια από την καθεμιά και τα ρίχνει απαλά σ’ ένα πλαστικό δοχείο γεμάτο με καθαρό νερό. Τα ψάρια κολυμπούν όλα μαζί συνηθίζοντας τον καινούργιο χώρο τους, και ύστερα, καθώς ο Σταν και ο Χρυσοφάνης τα παρακολουθούν, χωρίζονται πάλι σε Α, Β, Γ και Δ.

«Είναι αστείο αυτό που συμβαίνει κάθε φορά», του λέει ο Χρυσοφάνης. Χαμογελάει. «Κοίτα εκείνα τα Μεγάλα Χρυσά. Κοίτα πόσο υπέροχα είναι εκεί μέσα! Δε νομίζεις κι εσύ πως είναι υπέροχα, Σταν;»

«Ναι», λέει ο Σταν.

«Αλλά πες μου στ’ αλήθεια, ποια προτιμάς εσύ, Σταν;»

Ο Σταν κοιτάζει προσεκτικά μέσα στο νερό. «Τα Νανάκια», λέει ύστερα από κάποιον δισταγμό.

Ο Χρυσοφάνης χαμογελάει ξανά. «Το περίμενα. Ίσως επειδή προήλθες κι εσύ από την ίδια λιμνούλα, ε, Σταν;» λέει χαμογελώντας ο Χρυσοφάνης.

Ο Σταν χώνει το χέρι στην τσέπη του και βγάζει μερικά λεφτά. «Πόσα χρωστάω;» τον ρωτάει.

Ο Χρυσοφάνης παίρνει λίγα κέρματα από το χέρι του. «Αυτά είναι ό, τι πρέπει», του λέει. «Τώρα γύρνα να σ’ τα φορτώσω στην πλάτη σου».

Σηκώνει ένα πλαστικό δοχείο από το οποίο κρέμονται λουριά. Περνάει τα λουριά στους ώμους του Σταν. Το δοχείο είναι βαρύ, αλλά εφαρμόζει καλά στην πλάτη του. Ο Σταν το νιώθει να κρέμεται τόσο κοντά στο σώμα του. Νομίζει πως μπορεί να νιώσει τις δονήσεις των ψαριών καθώς κολυμπάνε.

«Θα τα καταφέρεις;» τον ρωτάει ο Χρυσοφάνης. Ο Σταν κουνάει καταφατικά το κεφάλι του. «Φύγε τώρα, Σταν». Τον αγγίζει στον ώμο. «Να σου ομολογήσω κάτι; Τα μικρά νευρικά Νανάκια αποδεικνύονται συχνά τα καλύτερα απ’ όλα».

Ο Σταν λέει γεια. Και φεύγει, περνώντας μπροστά από τα άδεια σκουριασμένα κλουβιά. Έχει ξεχάσει τους σκορπιούς και τον αετό. Νιώθει στην πλάτη του τη δόνηση των ψαριών καθώς κολυμπούν. Το δοχείο που τα μεταφέρει γυαλοκοπάει. 
Σχόλια
Κάθε ένα από τα τρία μέρη του βιβλίου, φαίνεται να συνδέεται με ένα διαφορετικό είδος ψαριού. Στο Α' κυριαρχούν οι σαρδέλες, τις οποίες ο θείος Έρνι κονσερβοποιεί, χτίζοντας μια βιομηχανία και ταυτόχρονα γκρεμίζοντας την οικογένειά του. Στο Β' μέρος, το ενδιαφέρον μας επικεντρώνεται στα λαμπερά χρυσόψαρα και την κοινωνικοοικονομική τους διαστρωμάτωση. Στο τελευταίο μέρος, αδιαμφισβήτητοι πρωταγωνιστές αναδεικνύονται τα μυθικά, τα θρυλικά, τα θανάσιμα πιράνχας, που καταφέρνουν να κερδίσουν και μια θέση στον τίτλο του βιβλίου. Ένας συμβολισμός που θα μπορούσε (αυθαίρετα όπως πάντα) να συνδεθεί με την εναλλαγή των ειδών αυτών, είναι τρεις διαφορετικές πτυχές της σχέσης ανθρώπου- φύσης: Οι γκρίζες σαρδέλες θα μπορούσαν να αντιπροσωπεύουν την εκμετάλλευση της Φύσης από τον άνθρωπο, τα υπέροχα χρυσόψαρα την ομορφιά που αυτή του εμπνέει, ενώ τα (ασημόγκριζα και κοκκινομάγουλα) πιράνχας το πώς αυτός μπορεί να συνυπάρξει μαζί της αν την κατανοήσει (όπως ο ήρωας) ή να καταστραφεί αν την αντιμετωπίσει ως ξένος.
από τις σαρδέλες στα χρυσόψαρα κι από εκεί στα πιράνχας!
Τι όμως μπορεί να αντιπροσωπεύει η ομάδα ΚΟΠΑΝΟΣ -Κρατική Ομάδα Περιστολής Ανάρμοστων Και Νοσιρών Σιμπεριφορών- (στα αγγλικά DAFT squad -Dept for the Abolishun of Fishy Things); Το σίγουρο είναι πως η παρέα του Κλάρενς Π. Κλαπ, δρα ως μια καρτουνίστικη κλίκα αμόρφωτων τραμπούκων. Κινούμενη η ίδια στα όρια του νόμου, βρίσκει χαρά στο να τρομοκρατεί οποιονδήποτε τον παραβαίνει... ή θα μπορούσε να τον παραβαίνει! Τα παλικάρια της, φουσκωτά και μαυροντυμένα (σ.83) με ξυρισμένα κρανία, χοντρά σβέρκα (σ.75) και κούφια κεφάλια, παραπέμπουν ευθέως σε νεοναζί. Υποπίπτουν μάλιστα διαρκώς σε αναγραμματισμούς, παρατονισμούς, επαναλήψεις, ορθογραφικά λάθη, κτλ. τα οποία υπογραμμίζουν την αγραμματοσύνη και την επιπολαιότητά τους. Η ελληνική μετάφραση στο σημείο αυτό ίσως στέκεται λίγο αναποφάσιστη: κάνει τον αρχηγό τους να θυμίζει λίγο επαρχιώτη κομμουνιστοφάγο χωροφύλακα και λίγο τον Σκύθη δεσμοφύλακα των Αποστολίδη - Ακοκαλίδη. Ένα παράδειγμα από τη σ.217: Μάλιστα, στυφύλακα. (σ.σ. στο αγγλικό κείμενο ossifer - όπως θα το ξεστόμιζε ένας μεθυσμένος) Ηπιθεωρητής μ' επτά αστέρια, δυο παράσημα κι ένα πτυχίο υπογεγραμμένο από τον ίδιο τον αρχιηπιθεωρητή. Ηπιθεωρώ παράξενα πράγκματα, ασυνήθιστα πράγκματα, πράγκματα που δε θα έπρεπε ούτε καν να είναι πράγκματα. Και τα σταματώ παραύτα, έχω τον τρόπο μου εγώ! Η σχέση της παρακρατικής αυτής ομάδας με την επίσημη αστυνομία, ξεδιπλώνεται στο κεφάλαιο 38, όπου ο Κλάρενς Κλαπ δείχνει να φοβάται τον αστυφύλακα παίξτε το αγγελούδια, παλικάρια αλλά και να τον προσεγγίζει με κολακείες Είναι καλό που ξέρω πως εσύ πολεμάς το κακό σ' αυτήνε την πόλη, όπως και αργότερα Εμείς οι εχθροί των παρανομιών θα πρέπει να παραμένουμε ενωμένοι, στυφύλακα, έτσι δεν είναι; Και πράγματι μοιάζουν ενωμένοι, αφού αντιμετωπίζουν τους πάντες με μισανθρωπισμό και καχυποψία.
Το κράνος που το 1863 αντικατέστησε το ημίψηλο που φορούσαν οι αστυνομικοί, 
ήταν, διαβάζουμε, εμπνευσμένο από το πρωσικό κράνος με αιχμή (Pickelhaube) (πηγή)
Η περιοχή που ο μικρός Σταν μεγαλώνει, ανάμεσα σε εργοστάσια και ναυπηγεία, είναι πιθανότατα εμπνευσμένη από τον τόπο καταγωγής του συγγραφέα, το Newcastle upon Tyne, που κατά τη βιομηχανική επανάσταση αποτέλεσε ένα από τα μεγάλα κέντρα παραγωγής. Ίσως λοιπόν κάπου εκεί, στο νούμερο 69 της Προκυμαίας της Ψαραγοράς, να γεννήθηκε το εργοστάσιο κονσερβοποίησης σαρδελών του θείου Έρνι. Η λατρεία του για τις μηχανές είναι μεγάλη (σ.22) Αχ, υπέροχες μηχανές μου! Αχ, πόσο τις αγαπώ! Ψάρια ψάρια ψάρια ΨΑΡΙΑ! Μηχανή μηχανή μηχανή ΜΗΧΑΝΗ! αφού κατάφεραν να σώσουν αυτόν από την ανεργία και την οικογένειά του από τη φτώχεια. Δυστυχώς όμως, ο ενθουσιασμός μετατρέπεται γρήγορα σε εργασιομανία και η δουλειά αλλοτριώνει τον θείο. Αποκορύφωμα της μετάλλαξής του, ένα παραλήρημα απερισκεψίας, στο οποίο τον παρασύρει η ματαιοδοξία του και ο χορός των μηχανών (σ.67) οι μηχανές αναστενάζουν, από τρόμο, μα και από χαρά, γι' αυτό που ο αφέντης τους ετοιμάζεται να κάνει. «Δείξε θάρρος», μονολογεί (...) «Ναι, είναι απαίσιο αυτό που πάω να κάνω, αλλά είναι για το καλό μας. Ναι, είναι σκληρό αλλά θα μας κάνει πλούσιους. Θα μας κάνει διάσημους.» Εδώ κρύβεται προφανώς ένας συμβολισμός για την λαιμαργία του ανθρώπου γενικά, ή ειδικότερα από το ξεκίνημα της βιομηχανικής εποχής... αν όμως ο θείος όντως εκπροσωπεί τον άνθρωπο-επιχειρηματία, γιατί το παρακράτος δεν τον αφήνει ήσυχο και συγκρούεται μαζί του; Πιθανόν επειδή με κάποιον τρόπο, θα πρέπει η πλοκή να προχωρήσει και ο ανθρωπισμός να βγει τελικά νικητής...
Ναυπηγείο κοντά στην προκυμαία - Newcastle upon Tyne (πηγή)
Μια άλλη πτυχή της λατρείας που δείχνει ο θείος Έρνι προς τις μηχανές (σ. 22-54) αφορά την πίστη του στο ότι αυτές μπορούν να εκπληρώσουν τις επιθυμίες του, να κάνουν πραγματικότητα το όραμά του (σ.66). Πρόκειται ωστόσο για ένα όραμα φρικιαστικό, υπαγορευμένο από την κακώς εννοούμενη πρόοδο. Ένα όραμα από το οποίο ο ίδιος προσπαθεί να ξεφύγει: «Όχι» μονολογεί και σφίγγει τις γροθιές του. Παραδίδεται όμως τελικά σε αυτό, υποκύπτοντας ουσιαστικά στη θέληση των μηχανών. Μας θυμίζει έτσι τον Μπάστιαν της Ιστορίας χωρίς τέλος, που αρχικά φαίνεται να εξουσιάζει την μαγική Λαμπηδόνα, στη συνέχεια όμως καταπίνεται από την ισχύ της. Και οι δυο ήρωες πρόσκαιρα χάνουν τον προσανατολισμό τους, μαγεμένοι από μια δύναμη που τους καλεί να προχωράνε διαρκώς μπροστά, χωρίς να σκέφτονται πού θέλουν να καταλήξουν. Όπως και ο 10χρονος ήρωας του Έντε, έτσι και ο θείος Έρνι, βρίσκει τελικά τον δρόμο του, απολογούμενος στην Τσιγγάνα Ρόουζ (και τον αναγνώστη -σελ. 249): Είχα πάρει λάθος δρόμο. Κι αυτό έγινε γιατί έψαχνα μανιωδώς δόξα και χρήμα
Σκίτσο του Stefan Zsaitsits που θα μπορούσε να
έχει τίτλο "στο μυαλό του θείου Έρνι" (πηγή)
Στον αντίποδα όλων αυτών, βρίσκεται ο κόσμος του «λούνα παρκ», που ίσως να αντιπροσωπεύει τις αξίες, τους ανθρώπους και τους ρυθμούς της προβιομηχανικής κοινωνίας. Εκεί, το χρήμα δεν σημαίνει τα πάντα, ενώ υπάρχει ακόμα χώρος για τη μαγεία, το ακατανόητο και το μη εμπορευματοποιημένο. Οι χαρακτήρες που εργάζονται κάτω από τις τέντες του, έχουν ο καθένας ιδιαιτερότητες αλλά και ένα διαφορετικό μάθημα να δώσουν στον Σταν: ο Γαργαλιάρης Πίτερ, ο Χρυσοφάνης... ακόμα και ο ο Αγριόχοιρος! Ενδιαφέρον έχει το ότι η πρωτοτυπία της πλοκής και των ηρώων, ενέπνευσε τελικά ένα αληθινό ακροβατικό νούμερο σε τσίρκο!

Πάντσο Πιρέλι και Σταν ως σκίτσα (πηγή) και ως ακροβάτες στο τσίρκο
Ένας από τους ιδιαίτερους χαρακτήρες που δημιουργεί ο συγγραφέας είναι και η Τσιγγάνα Ρόουζ. Η μάγισσα του τσίρκου, δείχνει σε κάθε της εμφάνιση (σελ. 49, 105-7, 248-249) τη λατρεία της προς τη Σελήνη (θυμίζοντάς μας λίγο τις Μάγισσες του Μεσαίωνα του Ροΐδη), αμείβεται για τις υπηρεσίες της προς τους φτωχούς με ακτίνες φεγγαρόφωτος και με την παρουσία της σηματοδοτεί στην ιστορία δύο κύκλους... έναν για το ξεκίνημα και το κλείσιμο της πορείας του Σταν στο λούνα παρκ και έναν για την προσωπική ιστορία των Έρνι και Άννι: ήταν η ίδια Τσιγγάνα Ρόουζ που οι δυο τους ξεχωριστά συνάντησαν στα νιάτα τους και προέβλεψε ότι θα γίνουν ζευγάρι. «"Θα συναντήσεις ένα όμορφο κορίτσι! Αυτό μου είπε η τσιγγάνα. Και το συνάντησα, και ήσουν εσύ.» «Και σ' εμένα είπε πως θα συναντούσα έναν ψηλό, όμορφο άντρα. Και τον συνάντησα, και ήσουν εσύ»
Χρήση στην τάξη
Καθώς η έκταση των κεφαλαίων είναι περιορισμένη, θα μπορούσαμε να τους αποδώσουμε τίτλους. Κάθε ομάδα μαθητών μπορεί να αναλάβει ένα ή και περισσότερα κεφάλαια, επινοώντας τίτλους σύντομους ή εκτενείς, σοβαρούς ή αστείους. Παράλληλα, μπορούμε να ζητήσουμε από τα παιδιά κάθε ομάδας να μας ετοιμάσουν μια μικρή περίληψη για το κεφάλαιο που διάβασαν, ή να παίξουμε το παιχνίδι Αλφαβητάρι της ιστορίας (αναζητήστε το ως δραστηριότητα 9 στη σελίδα Φιλαναγνωσία) ώστε με έναν από τους δύο τρόπους, να ενημερωθεί η τάξη για το περιεχόμενο των κεφαλαίων που δεν διάβασε.
Μια και τα πιράνχας παίζουν σημαντικό ρόλο στην ιστορία, μια δημιουργική ιδέα για χειροτεχνία, θα ήταν να κατασκευάσουμε γωνιακούς σελιδοδείκτες που να θυμίζουν τα ποταμίσια αυτά τερατάκια. Για να το καταφέρουμε αυτό θα χρειαστούμε είτε
  • έναν φάκελο του οποίου θα κόψουμε τη γωνία και στη συνέχεια θα τη ζωγραφίσουμε

είτε τα εξής υλικά: 

  • αυτό το πατρόν που εκτυπώνουμε σε χαρτόνι
  • ψαλίδι
  • χρώματα
  • κόλα στικ
  • λίγο διακοσμητικό χαρτί 
Στη συνέχεια, ακολουθούμε τις απλές οδηγίες που δίνονται εδώ για να τα διακοσμήσουμε σύμφωνα με το γούστο μας, και οι σελιδοδείκτες μας είναι έτοιμοι!
Σελιδοδείκτες πιράνχας - τερατάκια! (πηγή)

Share/Bookmark

Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2016

Η κόρη του λοχαγού

Υπόθεση
Σιμπίρσκ, 1772. Ο 17χρονος Πιοτρ Γκρινιόφ, γιος απόστρατου αντισυνταγματάρχη, στέλνεται από τον πατέρα του να υπηρετήσει στο Όρενμπουργκ (αντί για την Πετρούπολη όπου τον περίμενε μια εύκολη ζωή δανδή), ώστε να σκληραγωγηθεί και να μάθει την πειθαρχία. Καθώς η άμαξά του προχωρά στη στέπα, πέφτει σε χιονοθύελλα και ο νεαρός σώζεται χάρη στη βοήθεια ενός Κοζάκου χωρικού. Όταν τελικά φτάνει στον προορισμό του, ο αρμόδιος στρατηγός τον στέλνει ακόμα πιο μακριά, στο μισορημαγμένο φρούριο Μπιελογκόρσκ, στα σύνορα της Ρωσίας με την Κιργιζία. Εκεί, ο Πιοτρ θα γνωριστεί με την οικογένεια του φρούραρχου Ιβάν Κούζμιτς και θα ερωτευτεί την κόρη του Μάσα, για χάρη της οποίας θα μονομαχήσει με τον συνάδελφό του Σβάμπριν. Οι πραγματικές δοκιμασίες για τον νεαρό αξιωματικό αρχίζουν ωστόσο λίγο αργότερα, όταν ο Κοζάκος Πουγκατσόφ, έχοντας ξεσηκώσει τις τοπικές φυλές, καταλαμβάνει τις γύρω φρουρές τη μία μετά την άλλη. Γρήγορα έρχεται και η σειρά του Μπιελογκόρσκ, που πέφτει με προδοσία του ίδιου μισητού συναδέλφου. Όλοι οι πιστοί στο στέμμα αξιωματικοί εκτελούνται, αλλά στον Πιοτρ δίνεται χάρη, επειδή ο επαναστάτης δεν είναι άλλος από τον Κοζάκο με τον οποίο είχε γνωριστεί στη στέπα. Σκοπός της ζωής του Πιοτρ, γίνεται τώρα να γλιτώσει την Μάσα από τα νύχια του απαίσιου Σβάμπριν. Αρκεί άραγε η γενναιότητά του και η αγνή του αγάπη για να τα καταφέρει μόνος εναντίον όλων;

Χαρακτηριστικά 
Εκδότης: Ερευνητές
Συγγραφέας: Αλεξάντρ Πούσκιν (
Александр Пушкин)
Μετάφραση: Πέτρος Παπαπέτρος
Εικονογράφηση: Βασίλης Κοντογεώργος
Τίτλος πρωτοτύπου: 
Капитанская дочка
ISBN: 978-960-368-433-6
Έτος 1ης Έκδοσης: 1836 (παρούσα έκδοση στα ελληνικά 2008)
Σελίδες: 140
Τιμή: περίπου 13 ευρώ ή 5 ευρώ από το παζάρι βιβλίων
Ηλεκτρονική αγορά εδώ 
Τάξεις: Γυμνάσιο

Κριτική 
Μια από τις πιο αγαπητές περιπέτειες του Πούσκιν, φτάνει στα χέρια μας μέσα από την προσεγμένη έκδοση της σειράς Αριστουργήματα της Παγκόσμιας Λογοτεχνίας και η Εποχή τους. Σε πρωτοπρόσωπη κατά κύριο λόγο αφήγηση, ο πατέρας της νέας ρωσικής λογοτεχνίας, μας διηγείται τα γεγονότα γύρω από την εξέγερση του Πουγκατσόφ (1773-1775) όπως τα είδε ο κεντρικός του ήρωας Πιοτρ Αντρέιτς Γκρινιόφ, ένας νεαρός αξιωματικός του τσαρικού στρατού. Η μετάφραση μας αποδίδει ένα κείμενο απλό αλλά και μεστό, με σχετικά καλή ροή και ένα ελαφρά χιουμοριστικό ύφος που το κάνει να διαβάζεται ευχάριστα. Η ιστορία χωρίζεται σε 14 κεφάλαια μετρίου μεγέθους (με 6 έως 14 σελίδες το καθένα, συνήθως γύρω στις 8) και παρά τους σχεδόν δύο αιώνες ζωής της, καταφέρνει να μας κερδίσει το ενδιαφέρον ακόμα και σήμερα. Ταυτόχρονα, η πλούσια εικονογράφηση, οι πληροφορίες στα περιθώρια των σελίδων και το πλήρες παράρτημα (χάρτες, βιβλιογραφία, κτλ.) αναβαθμίζουν την ανάγνωση του βιβλίου από απλή ψυχαγωγική δραστηριότητα σε μια εξαιρετικά μορφωτική εμπειρία. Εξαιτίας της ενήλικης θεματικής του και αρκετών βίαιων λεπτομερειών (μαστιγώματα σ.56-57, απαγχονισμοί σ.66 και 137, αποκεφαλισμοί σ. 63, κτλ.), θα το προτείναμε περισσότερο σε μαθητές γυμνασίου.


  • Ενδιαφέρουσα πλοκή
  • Εξαιρετικές προσωπογραφίες
  • Ηθικοπλαστικά μηνύματα
  • Προσεγμένη έκδοση 
  • Πολλές πληροφορίες για την εποχή

Αξίες - Θέματα
Περιπέτεια, Ιστορία, Αγάπη, Φιλία, Ειλικρίνεια, Γενναιότητα 


Εικονογράφηση
Πλούσια εικονογράφηση που συναντάμε σε κάθε σελίδα και στην οποία περιλαμβάνονται έγχρωμες ζωγραφιές (το στυλ τους προσωπικά μου θύμισε Κλασικά Εικονογραφημένα), πίνακες μεγάλων καλλιτεχνών, λιθογραφίες, ντοκουμέντα, φωτογραφίες, χάρτες, σχέδια στολών, σκίτσα του ίδιου του Πούσκιν... όλα αυτά εμπλουτίζουν το κείμενο προσφέροντας πληθώρα πληροφοριών, ενώ παράλληλα βοηθούν τον αναγνώστη να κατανοήσει καλύτερα τα όσα συμβαίνουν και να αποκτήσει μια πληρέστερη εικόνα της εποχής στην οποία διαδραματίζονται τα γεγονότα.
Απόσπασμα
Στη συνέχεια, μου πήρε το σημειωματάριο κι άρχισε να κριτικάρει αμείλικτα κάθε στίχο και κάθε λέξη του τραγουδιού μου, και να με περιγελά με πολύ ειρωνικό ύφος. Αυτό δεν το άντεξα κι άρπαξα το σημειωματάριο από τα χέρια του, λέγοντας ότι δε θα του ξαναδείξω ποτέ τα ποιήματά μου. Ο Σβάμπριν ειρωνεύτηκε κι αυτή την απειλή μου.
«Θα δούμε», είπε, «αν θα κρατήσεις το λόγο σου. Οι ποιητές έχουν ανάγκη από ακροατές, όσο ο Ιβάν Κουζμίτς χρειάζεται την καράφα με τη βότκα πριν από το φαγητό. Όμως, ποια είναι αυτή η Μάσα στην οποία εξομολογείσαι το τρυφερό σου πάθος και τα ερωτικά σου βάσανα; Μήπως κατά τύχη είναι η Μάργια Ιβάνοβνα;» 



«Δεν είναι δουλειά σου όποια και να είναι αυτή η Μάσα», απάντησα συνοφρυωμένος. «Δε θέλω ούτε τη γνώμη σου ούτε τις εικασίες σου». 


«Ω! Εύθικτος ποιητής και ντροπαλός εραστής!» συνέχισε ο Σβάμπριν, εκνευρίζοντάς με όλο και περισσότερο. «Όμως, δέξου τη συμβουλή ενός φίλου: αν θες να τα καταφέρεις, θα πρέπει να καταφύγεις σε κάτι καλύτερο από τραγουδάκια». 

«Τι εννοείτε, κύριε; Εξηγηθείτε, παρακαλώ». 

«Ευχαρίστως. Εννοώ ότι αν θες να σε επισκέφτεται το απόβραδο η Μάσα Μιρόνοφ, χάρισέ της ένα ζευγάρι σκουλαρίκια αντί για μελιστάλαχτα στιχάκια». 

Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. 

«Γιατί έχεις τέτοια γνώμη γι’ αυτή;» ρώτησα, συγκρατώντας δύσκολα το θυμό μου. 

«Γιατί», απάντησε χαμογελώντας σατανικά, «έχω προσωπική πείρα για το ήθος και τους τρόπους της». 

«Λες ψέματα, παλιάνθρωπε!» φώναξα οργισμένα. «Λες ψέματα με τον πιο αναίσχυντο τρόπο». 

Ο Σβάμπριν άλλαξε χρώμα: «Θα πληρώσεις γι’ αυτό που είπες», είπε σφίγγοντας το χέρι μου. «Απαιτώ ικανοποίηση». 

«Οπωσδήποτε! Όποτε το επιθυμείς!» απάντησα με ανακούφιση. 

Εκείνη τη στιγμή ήμουν έτοιμος να τον κάνω κομματάκια. 

Πήγα κατευθείαν στον Ιβάν Ιγκνάτιτς και τον βρήκα με μια βελόνα στα χέρια: έφτιαχνε αρμαθιές από μανιτάρια για να ξεραθούν για το χειμώνα, όπως του είχε παραγγείλει η Βασιλίσα Γεγκόροβνα. 

«Αχ, Πιοτρ Αντρέιτς! Καλώς ήρθατε!» είπε μόλις με είδε. «Ποια καλή τύχη σας φέρνει εδώ; Τι δουλειά δηλαδή, τολμώ να ρωτήσω». 

Του εξήγησα με συντομία ότι είχα λογομαχήσει με τον Αλεξέι Ιβάνιτς και τον παρακάλεσα να είναι ο μάρτυράς μου. Ο Ιβάν Ιγκνάτιτς με άκουσε προσεκτικά, γουρλώνοντας το μοναδικό του μάτι. 

«Δηλαδή, θέλετε να πείτε», μου απάντησε, «ότι έχετε την πρόθεση να σκοτώσετε τον Αλεξέι Ιβάνιτς κι επιθυμείτε να είμαι μάρτυρας σ’ αυτό; Κατάλαβα καλά, αν επιτρέπετε να ρωτήσω;» 

«Ακριβώς». 

«Θεέ και κύριε, Πιοτρ Αντρέιτς! Τι είναι αυτά που σκέφτεστε; Καβγαδίσατε με τον Αλεξέι Ιβάνιτς. χαρά στο πράμα! Τα άσχημα λόγια δεν σημαίνουν τίποτα! Σας έβρισε, βρίστε τον κι εσείς, σας χτύπησε στο πρόσωπο, χτυπήστε τον κι εσείς στα αφτιά μία, δύο, τρεις φορές, κι ύστερα ο καθένας στο δρόμο του. Εμείς αργότερα θα δούμε πώς θα σας φιλιώσουμε. Όμως να σκοτώσετε το συνάνθρωπό σας, είναι σωστά πράματα αυτά, αν επιτρέπετε; Και, τέλος πάντων, αν τον σκοτώσετε εσείς δε θα πείραζε και τόσο πολύ. Ούτε εγώ συμπαθώ τον Αλεξέι Ιβάνιτς. Αν όμως σας κάνει αυτός μια τρύπα; Με τι θα μοιάζει αυτό; Ποιος θα είναι μετά ο ανόητος, αν επιτρέπετε;» 

Τα λογικά επιχειρήματα του ευαίσθητου υπαξιωματικού δε με κλόνισαν. Έμεινα σταθερός στο στόχο μου. 

«Όπως θέλετε», είπε ο Ιβάν Ιγκνάτιτς, «κάντε ό,τι θεωρείτε καλύτερο. Όμως γιατί πρέπει να είμαι εγώ ο μάρτυράς σας; Για ποιο λόγο; Δυο άνθρωποι τσακώνονται μεταξύ τους! Τι το αξιόλογο σ’ αυτό, τολμώ να ρωτήσω. Έχω πολεμήσει με τους Σουηδούς και με τους Τούρκους, πιστέψτε με, έχουν δει πολλά τα μάτια μου.» 

Προσπάθησα να του εξηγήσω τα καθήκοντα του μάρτυρα, αλλά ήταν αδύνατο να με καταλάβει ο Ιβάν Ιγκνάτιτς. 

«Ας γίνει όπως θέλετε», είπε. «Όμως αν ανακατευτώ σ’ αυτή την υπόθεση, θα είναι μόνο για να πάω στον Ιβάν Κουζμίτς και να του καταγγείλω, όπως επιβάλλει το υπηρεσιακό μου καθήκον, ότι κάποιο κακούργημα ενάντια στα συμφέροντα του κράτους σχεδιάζεται να γίνει στο φρούριο, και να τον ρωτήσω αν θα πρέπει ο φρούραρχος να πάρει τα αναγκαία μέτρα…» 

Πανικοβλήθηκε κι άρχισα να ικετεύω τον Ιβάν Ιγκνάτιτς να μην πει τίποτα στο φρούραρχο. Ήταν δύσκολο να τον πείσω, όμως τελικά μου έδωσε το λόγο του και αποφάσισα να τον αφήσω. 

Πέρασα το βράδυ μου, όπως συνήθως, στο σπίτι του φρούραρχου. Προσπάθησα να φαίνομαι εύθυμος και αδιάφορος γι ανα μην προκαλέσω υποψίες και να αποφύγω αδιάκριτες ερωτήσεις, όμως παραδέχομαι ότι δεν είχα την ψυχραιμία εκείνη που ισχυρίζονται ότι έχουν όσοι βρέθηκαν στη θέση μου. Εκείνο το βράδυ ήμουν τρυφερός και ευσυγκίνητος. Η Μάργια Ιβάνοβνα μου άρεσε περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Η σκέψη ότι μπορεί να τη βλέπω για στερνή φορά, με έκανε να την αντιμετωπίζω με ξεχωριστή συγκίνηση. Ο Σβάμπριν ήταν επίσης εκεί. Τον τράβηξα πιο πέρα και τον πληροφόρησα για τη συνομιλία που είχα με τον Ιβάν Ιγκνάτιτς. 

«Τι τους θέλουμε τους μάρτυρες;» μου είπε ψυχρά, «θα τα καταφέρουμε και χωρίς αυτούς». 

Κανονίσαμε να μονομαχήσουμε πίσω από τις θημωνιές που ήταν κοντά στο φρούριο και να συναντηθούμε εκεί το επόμενο πρωί ανάμεσα στις έξι και τις επτά. Φαινόταν ότι μιλούσαμε τόσο φιλικά ώστε ο Ιβάν Ιγκνάτιτς, χαρούμενος, ξεστόμισε το μυστικό: 

«Πολύ καλά», μου είπε με ικανοποίηση, «μια κακή ειρήνη είναι πάντα καλύτερη από μια καλή διαμάχη, είναι καλύτερο να είσαι με πληγωμένο όνομα παρά με πληγωμένο κορμί». 

«Τι είπες, Ιβάν Ιγκνάτιτς;» ρώτησε η Βασιλίσα Γεγκόροβνα, που έριχνε πασιέντζες σε μια γωνιά. «Δεν άκουσα τι είπες». 

Ο Ιβάν Ιγκνάτιτς, που πρόσεξε την ενόχλησή μου και θυμήθηκε την υπόσχεσή του, τα έχασε και δεν ήξερε τι να απαντήσει. Ο Σβάμπριν έσπευσε να τον βοηθήσει. 

«Ο Ιβάν Ιγκνάτιτς χαίρεται για τη συμφιλίωσή μας», είπε. 

«Και με ποιον τσακώθηκες, πατερούλη;» 

«Κατά κάποιον τρόπο, είχαμε μια σοβαρή φιλονικία με τον Πιοτρ Αντρέιτς». 

«Για ποιο λόγο;» 

«Για ασήμαντο λόγο, Βασιλίσα Γεγκόροβνα, για ένα τραγουδάκι». 

«Τι αλλόκοτη αιτία για να τσακωθείτε! Ένα τραγουδάκι! Μα τι συνέβη;» 

«Να πώς: Ο Πιοτρ Αντρέιτς έγραψε ένα τραγουδάκι πρόσφατα και σήμερα το απήγγειλε μπροστά μου κι άρχισα κι εγώ να τραγουδώ το αγαπημένο μου: 

Του λοχαγού η κόρη το μεσονύχτι 

ας μην τριγυρνά έξω απ’ το σπίτι… 

Δημιουργήθηκε παρεξήγηση. Ο Πιοτρ Αντρέιτς θύμωσε αρχικά, όμως έπειτα σκέφτηκε καλύτερα και κατάλαβε πως ο καθένας είναι ελεύθερος να τραγουδά ό,τι του αρέσει. Έτσι έληξε αυτή η υπόθεση». 

Η αδιαντροπιά του Σβάμπριν με έκανε έξω φρενών, όμως κανείς εκτός από μένα δεν κατάλαβε τους άξεστους υπαινιγμούς του και κανένας δεν τους πρόσεξε. Από τα τραγουδάκια η συζήτηση πήγε στους ποιητές· ο φρούραρχος παρατήρησε πως είναι όλοι τους ακόλαστοι και μπεκρήδες. Γι’ αυτό με συμβούλεψε, φιλικά, να σταματήσω να γράφω στιχάκια, σαν μια δραστηριότητα που δεν αρμόζει στη στρατιωτική υπηρεσία και που δεν οδηγεί σε τίποτα καλό. 

Η παρουσία του Σβάμπριν μου ήταν ανυπόφορη. Σύντομα, αποχαιρέτησα το φρούραρχο και την οικογένειά του· όταν πήγα σπίτι, εξέτασα το ξίφος μου, δοκίμασα την αιχμή του και ξάπλωσα στο κρεβάτι, αφού είπα στον Σαβέλιτς να με ξυπνήσει στις έξι το χάραμα. 

Το επόμενο πρωί, την καθορισμένη ώρα, στεκόμουν πίσω από τις θημωνιές περιμένοντας τον αντίπαλό μου. Έφτασε μετά από μένα. 

«Μπορεί να μας καταλάβουν», μου είπε. «Ας κάνουμε γρήγορα». 

Βγάλαμε τα χιτώνιά μας, μένοντας μόνο με το πουκάμισο και γυμνώσαμε τα ξίφη μας. Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ξαφνικά πίσω από τις θημωνιές ο Ιβάν Ιγνάτις μαζί με πέντε βετεράνους στρατιώτες της φρουράς. Μας ζήτησε να πάμε στο φρούραρχο. Δεχτήκαμε με δυσφορία. Οι βετεράνοι στρατιώτες μας περικύκλωσαν και ακολουθήσαμε τον Ιβάν Ιγκνάτιτς που μας οδηγούσε θριαμβευτικά, βηματίζοντας με εξαιρετική σοβαρότητα. 

Μπήκαμε στο σπίτι του φρούραρχου. Ο Ιβάν Ιγκνάτιτς άνοιξε τις πόρτες και ανακοίνωσε πανηγυρικά: «Τους έφερα!» 

Μας υποδέχτηκε η Βασιλίσα Γεγκόροβνα. 

«Αχ, πατερούληδες! Τι ήταν αυτό; Τι; Πώς μπορέσατε; Θα κάνατε φονικό στο φρούριό μας! Ιβάν Κουζμίτς, κλείστους στη φυλακή αμέσως! Πιοτρ Αντρέιτς, Αλεξέι Ιβάνιτς! Δώστε μου τα ξίφη σας, εμπρός, δώστε τα! Παλάσκα, βάλε αυτά τα ξίφη στο κελάρι. Δεν περίμενα κάτι τέτοιο από σένα, Πιοτρ Αντρέιτς, σαν δεν ντρέπεσαι! Καλά ο Αλεξέι Ιβάντις, αυτόν τον έδιωξαν από τη Φρουρά γιατί σκότωσε άνθρωπο, δεν πιστεύει και στο Θεό. Εσύ όμως; Θέλεις να γίνεις σαν κι αυτόν;» 

Ο Ιβάν Κουζμίτς συμφώνησε πλήρως με τη γυναίκα του και πρόσθεσε: «Η Βασιλίσα Γεγκόροβνα έχει απόλυτο δίκιο. Οι μονομαχίες απαγορεύονται από το στρατιωτικό κανονισμό». 

Στο μεταξύ, η Παλάσκα είχε πάρει τα ξίφη μας και τα πήγε στο κελάρι. Εγώ δεν μπορούσα να κρατήσω τα γέλια μου, αλλά ο Σβάμπριν διατηρούσε την αυτοκυριαρχία του. 

«Με όλο το σεβασμό», της είπε ψύχραιμα, «θα πρέπει να παρατηρήσω ότι άδικα μπήκατε σε μπελάδες, θέτοντάς μας υπό την κρίση σας. Αφήστε το στον Ιβάν Κουζμίτς, είναι δική του δουλειά». 

«Αχ, πατερούλη!» αποκρίθηκε η λοχαγίνα. «Δεν είναι ο άντρας και η γυναίκα ένα στην ψυχή και το σώμα; Ιβάν Κουζμίτς, τι σκέφτεσαι εκεί; Κλείδωσέ τους αμέσως σε χωριστά κελιά τον καθένα και δώσ’ τους λίγο ψωμί και νερό, ώσπου να ξανάρθουν στα σύγκαλά τους. Και ας τους βάλει τιμωρία ο παπα-Γεράσιμος να κάνουν μετάνοιες στο Θεό και να ζητήσουν συγχώρεση για τις αμαρτίες τους από τους ανθρώπους». 

Ο Ιβάν Κουζμίτς δεν ήξερε τι να κάνει. Η Μάργια Ιβάνοβνα ήταν εξαιρετικά χλομή. Σιγά σιγά η θύελλα κόπασε. Η λοχαγίνα ηρέμησε και μας έβαλε να φιληθούμε Η Παλάσκα έφερε πίσω τα ξίφη μας. Φύγαμε από το σπίτι του φρούραρχου φαινομενικά συμφιλιωμένοι. Μας συνόδευε ο Ιβάν Ιγκνάτιτς. 

«Δεν ντρέπεσαι;» του είπα θυμωμένα. «Μας ανέφερες στο φρούραρχο, ενώ είχες υποσχεθεί ότι δε θα το κάνεις!» 

«Μάρτυράς μου ο Θεός, δεν είπα τίποτα στον Ιβάν Κουζμίτς», απάντησε, «η Βασιλίσα Γεγκόροβνα με ανάγκασε να της τα φανερώσω. Αυτή κανόνισε τα πάντα, χωρίς να πει ούτε μια λέξη στο φρούραρχο. Όμως, δόξα τω Θεώ, όλα τέλειωσαν καλά». 

Με τα λόγια αυτά έφυγε για το σπίτι του, και μείναμε μόνοι μας ο Σβάμπριν κι εγώ. 

«Δεν μπορούμε να αφήσουμε το θέμα να τελειώσει έτσι», του είπα. 

«Φυσικά όχι», απάντησε ο Σβάμπριν, «θα πληρώσετε με το αίμα σας την αναίδειά σας. Όμως είμαι σίγουρος ότι θα μας παρακολουθούν. Θα πρέπει να παριστάνουμε τους φίλους για μερικές μέρες. Αντίο!»
Η σκηνή της μονομαχίας από την σοβιετική παραγωγή του 1958 Капитанская дочка (πηγή)...
...και από την πλέον πρόσφατη (2012) ιταλική παραγωγή La figlia del capitano (πηγή)
Σχόλια 
Ένα γεγονός που δείχνει τη στενή σχέση ανάμεσα στα αντικείμενα της Ιστορίας και της Γεωγραφίας, είναι το ακόλουθο: μετά το τέλος της επανάστασης του Πουγκατσόφ, η αυτοκράτειρα Αικατερίνη η Μεγάλη θέλησε να σβήσει κάθε μνήμη της εξέγερσης. Για τον λόγο αυτό, αποφάσισε να αλλάξει το όνομα του ποταμού Γιάικ (Yaik / Яик) σε Ουράλη, το όνομα των Κοζάκων του Γιάικ (που ήταν η κύρια δύναμη της εξέγερσης) σε Κοζάκους του Ουράλη, αλλά και της πόλης Γιάιτσκι (Yaitsky / Яицкий) σε Ουράλσκ (Uralsk / Уральск). Το πρώτο πράγμα που κάνει ο κατακτητής είναι να επανονομάζει, όπως γράφει ο Ζακ Ντεριντά, αφού κάθε ονομασία φέρει και επιβάλλει μια ταυτότητα.

Σήμερα, η ίδια πόλη ονομάζεται Οραλ (Орал), ανήκει στο Καζακστάν και διαθέτει ένα μουσείο αφιερωμένο στον επαναστάτη της Εμελιάν Πουγκατσόφ. Το κτήριο λέγεται ότι ήταν το σπίτι της γυναίκας του, την οποία ο Πούσκιν επισκέφτηκε το 1833, ώστε να γράψει την κόρη του λοχαγού. Μέσα στο μουσείο, εκτίθενται αντικείμενα από την καθημερινή ζωή των Κοζάκων (κύρια ασχολία των οποίων ήταν το ψάρεμα στον ποταμό), όπλα της εποχής αλλά και ο θρόνος του Πουγκατσόφ, πάνω στον οποίο ο επαναστάτης παρουσιάστηκε στους αγρότες ως Πέτρος ο Γ'. Στην πραγματικότητα, Πέτρος ο τρίτος ήταν το όνομα του πρώην αυτοκράτορα και συζύγου της Αικατερίνης, που λέγεται ότι δολοφονήθηκε από την ίδια μετά από 6 μόλις μήνες βασιλείας.
Ο θρόνος του επαναστάτη Εμελιάν Πουγκατσόφ (πηγή)
Ο Πουγκατσόφ δικάζει καθισμένος στον θρόνο του
Πίνακας του Βασίλι Περόφ (Василий Перов) (πηγή)
Ο συγγραφέας, παρότι μας δίνει την ιστορία μέσα από τη ματιά του πιστού στο στέμμα πρωταγωνιστή, καταφέρνει μέσα από ορισμένα σχόλια να δείξει τη συμπάθειά του προς τον απλό λαό που βασανίζεται από τη διαμάχη -σ. 118 Περνούσαμε μέσα από χωριά που είχαν λεηλατηθεί από τον Πουγκατσόφ και παίρναμε από τους κακόμοιρους κατοίκους ό,τι είχαν καταφέρει να σώσουν από τους στασιαστές. Παντού είχε διαλυθεί η διοίκηση. Οι γαιοκτήμονες κρύβονταν στα δάση. Οι συμμορίες των κακούργων πλιατσικολογούσαν παντού στην ύπαιθρο. Οι επικεφαλής των αποσπασμάτων που κυνηγούσαν τον Πουγκατσόφ τιμωρούσαν αυθαίρετα ή έδιναν χάρη σε όποιον ήθελαν. Οι επαρχίες στις οποίες λυσσομανούσε η κόλαση της φωτιάς ήταν σε θλιβερή κατάσταση... Να δώσει ο Θεός να μη δούμε ξανά εξέγερση στη Ρωσία, παράλογη κι ανελέητη!  αλλά και ως έναν βαθμό, προς τον Κοζάκο επαναστάτη. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε, ότι ο τότε κατάδικος Πουγκατσόφ, θεωρήθηκε από το μετέπειτα κομμουνιστικό καθεστώς ως λαϊκός ήρωας, αφού εκπροσωπούσε την αγανάκτηση του λαού. Έτσι η πόλη που γεννήθηκε φέρει σήμερα το όνομά του, ενώ στήθηκαν και μνημεία προς τιμήν του. Μια σοβιετική ταινία του 1937 μάλιστα, εξαίρει τα κατορθώματά του ενάντια στους αριστοκράτες-καταπιεστές. Τέλος, να αναφέρουμε ότι συναντάμε το όνομά του και ως ρόλο (βαρύτονου) στην όπερα του César Cui Η κόρη του λοχαγούΑντίθετα, ο χαρακτήρας του διεφθαρμένου αξιωματικού Σβάμπριν συγκεντρώνει όλα τα αρνητικά, χωρίς να του δίνεται καμία δικαιολογία: είναι υποκριτής, γλίσχρος, είρωνας, χαιρέκακος, μοχθηρός, διπρόσωπος... ένας γνήσιος παλιάνθρωπος! 

Στις εικόνες που ακολουθούν, βλέπουμε (αριστερά) το εξώφυλλο από το λιμπρέτο της εν λόγω όπερας (1911) και (δεξιά) την πρώτη σελίδα της πρώτης κανονικής έκδοσης (1837) του βιβλίου του Πούσκιν.


Χρήση στην τάξη
Στις σελίδες 45 και 46 του βιβλίου, διαβάζουμε τα γράμματα που στέλνει ο πατέρας Αντρέι Γκρινιόφ στον γιο του και τον ιπποκόμο που τον συνοδεύει, και παρατηρούμε τη διαφορά ύφους στη γραφή, παρά την αυστηρότητα που χαρακτηρίζει και τα δύο.

«Γιε μου Πιοτρ! Στις 15 του τρέχοντος μηνός λάβαμε την επιστολή σου, με την οποία ζητάς τις πατρικές ευχές και τη συναίνεσή μας για να παντρευτείς με τη Μάργια Ιβάνοβνα, την κόρη του Μιρόνοφ. Δε σκοπεύω να σου δώσω την ευχή μου ή τη συγκατάθεσή μου, αλλά αντίθετα, προτίθεμαι να έρθω εκεί και να σου δώσω ένα καλό μάθημα για τις ζαβολιές σου, σαν κι αυτές ενός άτακτου παιδιού, που δεν ταιριάζουν στο βαθμό του αξιωματικού που φέρεις. Απέδειξες ότι δεν είσαι ακόμη άξιος να φέρεις το ξίφος του αξιωματικού, το οποίο σου δόθηκε για να υπερασπίζεις την πατρίδα και όχι για να μονομαχείς με κάτι μούτρα σαν και τα δικά σου. Θα γράψω αμέσως στον Αντρέι Κάρλοβιτς και θα του ζητήσω να σε μεταθέσει από το φρούριο Μπιελογκόρσκ σε κάποιο πιο μακρινό μέρος, για να σου περάσει η τρέλα. Όταν η μητέρα σου έμαθε για τη μονομαχία και τον τραυματισμό σου, αρρώστησε από τη λύπη της και είναι ακόμη στο κρεβάτι. Τι θα γίνει μ' εσένα; Προσεύχομαι στο Θεό να διορθωθείς, παρόλο που δεν τολμώ να ελπίζω στη μεγάλη ευσπλαχνία Του.»

«Πρέπει να ντρέπεσαι, παλιόσκυλο, που δε μου έγραψες για το γιο μου, Πιοτρ Αντρέιτς, παρά τις αυστηρές οδηγίες μου· ξένοι με πληροφόρησαν για τις τρελές του πράξεις. Έτσι εκτελείς τα καθήκοντά σου και τις διαταγές του κυρίου σου; Θα σε στείλω να βόσκεις γουρούνια, που τόλμησες να μου κρύψεις την αλήθεια και συνωμοτείς με το νεαρό. Μόλις λάβεις την επιστολή μου αυτή, σε διατάζω να μου γράψεις αμέσως για την κατάσταση της υγείας του, για την οποία, όπως σου είπα, με πληροφόρησαν άλλοι, αν έγινε καλά, κι ακόμη σε ποιο σημείο ακριβώς πληγώθηκε και αν το τραύμα του επουλώθηκε καλά».

Διαβάζουμε από το βιβλίο τη φράση (σ.133) Η Μάργια Ιβάνοβνα έβγαλε ένα διπλωμένο χαρτί από την τσέπη της και το έδωσε στην άγνωστη προστάτιδά της, η οποία άρχισε να το διαβάζει. Στη συνέχεια ζητάμε από τους μαθητές μας να αναλάβουν τον ρόλο της Μάσα που γράφει ένα γράμμα στην αυτοκράτειρα παρακαλώντας την να δώσει χάρη στον Πιότρ. Τι ύφος και τι επιχειρήματα θα χρησιμοποιούσαμε για να την πείσουμε ότι ο αγαπημένος μας είναι αθώος;
Τα ανάκτορα του Τσάρσκογε Σελό (Царское Село) -σήμερα αποτελούν προάστιο της πόλης Πούσκιν-
 στους κήπους των οποίων η Μάσα έδωσε στην αυτοκράτειρα το γράμμα της
Στο μάθημα της Γεωγραφίας, μπορούμε να ζητήσουμε από τους μαθητές να εντοπίσουν στον ευρωπαϊκό χάρτη την περιοχή όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα, αφού τους θυμίσουμε ότι πρέπει να αναζητήσουν τοπωνύμια όπως το Όρενμπουργκ (βλ. εικόνα). Στη συνέχεια, χωρισμένοι σε ομάδες, οι μαθητές μας θα μπορούσαν να ασχοληθούν με την αναζήτηση πληροφοριών και την παρουσίαση στην τάξη διαφόρων λαών της στέπας που αναφέρονται στο βιβλίο, όπως οι Κιργίσιοι, οι Μπασκίριοι, οι Κοζάκοι, οι Καλμούχοι και οι Τάταροι. 
Χάρτης που δείχνει την περιοχή όπου έδρασε ο Πουγκατσόφ


Share/Bookmark