Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αστυνομικό Μυστήριο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αστυνομικό Μυστήριο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2016

Στα ίχνη του Βερμέερ

Υπόθεση
Μια νύχτα του Οκτώβρη σε κάποια γειτονιά του Σικάγο, τρία ολόιδια γράμματα φτάνουν σε ισάριθμους παραλήπτες. Ζητούν βοήθεια για την εξιχνίαση ενός "εγκλήματος" που έγινε αιώνες πριν και σκοπό έχουν την αποκατάσταση του ονόματος ενός μεγάλου Ολλανδού ζωγράφου. 

Ο Κάλντερ Πίλεϊ είναι μαθητής στην έκτη τάξη ενός πειραματικού σχολείου που ίδρυσε ο J. Dewey. Χόμπι του είναι να ανακαλύπτει συσχετισμούς, να σπάει και να δημιουργεί κώδικες, όπως και να επικοινωνεί μέσω αυτών με τον μοναδικό του φίλο Τόμι. Παρότι σιχαίνεται το γράψιμο, λατρεύει τη νέα του δασκάλα δεσποινίδα Χάσεϊ (Hussey) που ακούει με προσοχή τις σκέψεις των παιδιών και ακολουθεί τις αρχές της ανακαλυπτικής μάθησης. Το ίδιο ξετρελαμένη με την απρόβλεπτη νέα δασκάλα είναι και η συμμαθήτριά του Πέτρα, που της αρέσει πολύ να γράφει, να φαντάζεται και να βρίσκει ερωτήσεις χωρίς απάντηση.  Μέσα από μια σειρά πρωτότυπων εργασιών και ένα πραγματικά παράξενο βιβλίο που πέφτει στα χέρια τους, τα δύο παιδιά θα γνωριστούν καλύτερα. Θα ανακαλύψουν συμπτώσεις που συνδέουν τις ζωές τους και θα βρεθούν αναπάντεχα στο κέντρο μιας περιπέτειας στην οποία εμπλέκονται μια εξαφάνιση παιδιού, η κλοπή ενός πίνακα του Βερμέερ, μια δολοφονία και πολλά άλυτα μυστήρια!

Θα αποδειχτεί άραγε αρκετή η βοήθεια των πεντόμινο και της ιδιότροπης κυρίας Σαρπ για να βγουν σώοι από την περιπέτεια και να γλιτώσουν την "Κυρία που γράφει" από τα χέρια των κακοποιών;
  
Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Μοντέρνοι Καιροί
Συγγραφέας: Blue Balliett
Μετάφραση: Ράνια Μπουμπουρή
Εικονογράφηση: Brett Helquist
ISBN: 978-960-441-064-4
Έτος 1ης Έκδοσης: 2004 (στα ελληνικά 2005)
Τίτλος πρωτοτύπου: Chasing Vermeer
Σελίδες: 310
Τιμή: περίπου 16 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Ε', Στ', Γυμνάσιο

Κριτική
Ενδιαφέρουσα περιπέτεια μυστηρίου γύρω από το ταξίδι των ιδεών αλλά και τα έργα του Γιαν Βερμέερ. Η μετάφραση μοιάζει καλοδουλεμένη και αντιμετωπίζει τις προκλήσεις με δημιουργικό τρόπο, δίνοντάς μας ένα κείμενο βατό που δεν δυσκολεύει ιδιαίτερα τον νεαρό αναγνώστη. Η υποψία ενοχής που περνά από χαρακτήρα σε χαρακτήρα, τα δεδομένα που με ιδιοφυή τρόπο μπερδεύονται και ξεδιαλύνονται, οι διαρκείς ανατροπές και οι συμπτώσεις, όπως και η αγωνία που σταδιακά κλιμακώνεται, είναι στοιχεία που κρατούν το ενδιαφέρον αμείωτο, παρά τις 300 σελίδες του βιβλίου και τις κατά καιρούς σκόπιμες καθυστερήσεις που παρεμβαίνουν στην πλοκή. Το κείμενο είναι χωρισμένο σε 24 μέτριας έκτασης κεφάλαια (5-20 σελίδων, συνήθως όμως μεταξύ 7 έως 12), σε καθένα από τα οποία συναντάμε μια ολοσέλιδη ασπρόμαυρη εικόνα με ένα κρυφό μήνυμα. Οι συμβάσεις είναι λίγες (π.χ. στη σ.271 η πόρτα του κτηρίου είναι ξεκλείδωτη, αλλά ο συναγερμός ενεργοποιημένος) και δεν επηρεάζουν το ρεαλιστικό ύφος, ούτε μας εμποδίζουν να ταυτιστούμε με τους ήρωες. Προτείνουμε το βιβλίο περισσότερο σε μαθητές της Στ' τάξης Δημοτικού και του γυμνασίου, αλλά και γενικά στους φίλους των γρίφων, των καλών τεχνών και των συναρπαστικών μυστηρίων!

  • Ενδιαφέροντες χαρακτήρες
  • Ιδιοφυής πλοκή
  • Προσφέρει αφορμή για παρατήρηση του περιβάλλοντος και ενασχόληση με την τέχνη

  • Ογκώδη κεφάλαια με πυκνή γραφή και περιγραφές που μπορεί να κουράσουν

Αξίες - Θέματα
Τέχνη, Μυστήριο, Εκπαίδευση, Φιλία, Μαθηματικά

Εικονογράφηση
Παρότι η εικονογράφηση είναι καλοδουλεμένη και ακολουθεί την αισθητική του κειμένου, αφήνει την εντύπωση πως δεν εκμεταλλεύεται επαρκώς το θέμα, ούτε και συμμετέχει στο τελικό αποτέλεσμα με τον τρόπο που ο σχεδιασμός της έκδοσης φιλοδοξεί. Τόσο τα παιδιά όσο και εμείς οι ενήλικοι, στάθηκε αδύνατο να αποκωδικοποιήσουμε τον γρίφο πίσω από τα σχέδια και γρήγορα εγκαταλείψαμε την προσπάθεια, στρεφόμενοι αποκλειστικά στο κείμενο.
Απόσπασμα
Το Ντέλια Ντελ Χολ, χτισμένο το 1916, είχε να επιδείξει αναρίθμητα διακοσμητικά στοιχεία· τερατόμορφες φιγούρες μισοκρυμμένες πίσω από πολυετή κισσό, πέτρινους πυργίσκους, πολυάριθμες καμινάδες, περίτεχνα δίφυλλα παράθυρα. Στους αρχικούς χώρους είχαν προστεθεί μια πισίνα, μια καφετέρια κι ένα σύγχρονο κινηματοθέατρο, όπου διοργανώνονταν πάρτι και θεατρικές παραστάσεις. Το κτίριο έριχνε στο χιόνι μια κίτρινη λάμψη που απέπνεε θαλπωρή κι έστελνε λωρίδες φωτός, λεπτές σαν δάχτυλα, στις σκοτεινές αίθουσες του Κινγκ Χολ.

«Επομένως, έκανα λάθος. Μάλλον το Π δε σήμαινε πανεπιστήμιο», είπε η Πέτρα, που ήρθε και στάθηκε δίπλα στο φίλο της, μπροστά στο παράθυρο. «Μάλλον δεν είναι εδώ ο πίνακας. Τι λες να ρίξουμε μια γρήγορη ματιά στο Ντέλια Ντελ προτού πάμε στο σπίτι;»

«Φυσικά! να αγοράσουμε και ένα κουτί καραμελίτσες και πατατάκια, γιατί πεθαίνω της πείνας».

Οι φωνές τους αργόσβηναν μες στο σούρουπο καθώς διέσχιζαν το δρόμο, αφήνοντας την ησυχία του Κινγκ Χολ ν’ απλωθεί και πάλι σε όλους τους χώρους του.

Οι δύο φίλοι κάθισαν σ’ ένα παγκάκι μες στο Ντέλια Ντελ Χολ, για να μοιραστούν τις καραμελίτσες και τα πατατάκια τους. Έπεφτες χιόνι, που με τρόπο μαγικό μαλάκωνε κι έσβηνε τον κόσμο του πανεπιστημίου έξω απ’ το κτίριο. Άφησαν τα μπουφάν, τους σκούφους και τα γάντια τους σ’ ένα υγρό βουναλάκι από ρούχα πλάι τους.

Μια παρέα φοιτητών στην άλλη άκρη της αίθουσας κουβέντιαζε για το μάθημα των Λατινικών. Ένας άντρας με βαριά ματόκλαδα διάβαζε την εφημερίδα του. Ένας καθηγητής με κεφάλι σαν ροζ μπάλα του μπόουλινγκ κατευθυνόταν βιαστικά προς την πισίνα με μια πετσέτα παραμάσχαλα. Μια γυναίκα με μια τεράστια αρμαθιά κλειδιά στο χέρι πέρασε από μπροστά τους κι άρχισε ν’ ανεβαίνει τα σκαλιά. Ο Κάλντερ μπόρεσε ν’ ακούσει το «κλικ» μιας κλειδαριάς που άνοιξε και το «κλακ» ενός μάνταλου που βρήκε ξανά τη θέση του όταν έκλεισε πάλι η πόρτα.

Η Πέτρα δεν είχε προσέξει τίποτε απ’ όλα αυτά. Μασούσε τα πατατάκια της κοιτάζοντας μπροστά της γλαρωμένη, λες κι ήταν έτοιμη να την πάρει ο ύπνος. Ο Κάλντερ είχε όρεξη για κουβέντα.

«Ουάου! Όλος ο χώρος εδώ πέρα είναι μες στο ξύλο. Κοίτα της σκάλα! Ποτέ δεν την είχα προσέξει μέχρι τώρα. Λες κι από ώρα σε ώρα θα φανεί στην κορυφή της κάποιο πρόσωπο από παλιά κινηματογραφική ταινία… Η Μπέτι Ντέιβις, ας πούμε…»

«Πράγματι». Η Πέτρα σηκώθηκε όρθια και τεντώθηκε. «Έλα, πάμε να ρίξουμε μια ματιά τώρα. Πέρασε η ώρα».

Απομακρύνθηκαν από την είσοδο του κτιρίου κι άρχισαν να περνούν τη μια άδεια αίθουσα μετά την άλλη. Παντού αντίκριζαν ξύλινη επένδυση στους τοίχους, πέτρινα τζάκια, πλακάκια στο δάπεδο. Είχαν φτάσει στους πιο παλιούς χώρους του κτιρίου.

Μέχρι εκείνη τη στιγμή, κανείς τους δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο μεγάλο ήταν το αρχικό κτίσμα του Ντέλια Ντελ Χολ. Η διάταξη των χώρων ήταν φιδογυριστή, οι ορθογώνιες αίθουσες θαρρείς πως χόρευαν αποκαλύπτοντας ένα σωρό εκπλήξεις σε κάθε στροφή. Τη μια στιγμή τα παιδιά βρίσκονταν σε μια αίθουσα μεγαλειώδη, την επόμενη σ’ ένα χώρο μικρό και οικείο. Μπήκαν σε μια τεράστια αίθουσα χορού, όπου σε μια γωνιά μερικοί φοιτητές μάθαιναν τάι τσι, μια κινεζική πολεμική τέχνη. Ακριβώς απέναντι υπήρχε ένας μικροσκοπικός χώρος υποδοχής και πλάι του μια αίθουσα που έμοιαζε με τραπεζαρία.

Γύψινες κληματαριές κοσμούσαν τις επιβλητικές δοκούς της οροφής, ενώ οι τοίχοι, επενδυμένοι με ορθογώνια κομμάτια ξύλου σε διάφορα μεγέθη χωρίζονταν εδώ κι εκεί από σχεδόν αόρατες πόρτες. Ένα μικρό ξύλινο πόμολο και μια κλειδαρότρυπα ήταν οι μόνες ενδείξεις ότι μπορεί όντως να υπήρχαν κι άλλοι χώροι πίσω από ‘κει. Μια πόρτα οδηγούσε σε μια παλιομοδίτικη κουζίνα, μια άλλη σε μια πίσω σκάλα, και τρεις τέσσερις ήταν κλειδωμένες.

Η τραπεζαρία οδηγούσε σε μια ηλιόλουστη βιβλιοθήκη με ένα υπέροχο, τεράστιο τζάκι. Πάνω στο ράφι του, υπήρχε ένας ξυλόγλυπτος πάπυρος με την επιγραφή: ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΠΟΥ ΦΟΙΤΗΣΑΝ ΣΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΤΟΥ ΣΙΚΑΓΟΥ. Σκαλισμένα λιοντάρια κι άλογα κοσμούσαν τον πάπυρο.

Η Πέτρα στάθηκε μπροστά από την επιγραφή, θαυμάζοντας τους περίτεχνους γοτθικούς χαρακτήρες.
«Υπέροχο! Τι να σημαίνει, άραγε;»
«Η μαμά μου μου είπε ότι σ’ αυτόν το χώρο επετράπη για πρώτη φορά, εκτός από τους φοιτητές, να κάθονται και οι φοιτήτριες», αποκρίθηκε ο Κάλντερ.
«Τέλος πάντων, ας συνεχίσουμε την έρευνα.»

Στο δεύτερο όροφο υπήρχαν κάποια γραφεία και τρεις αίθουσες διαλέξεων, με πολλές σειρές από ξύλινες καρέκλες, ελαιογραφίες στους τοίχους και μεγάλα παράθυρα.

Στον τρίτο όροφο βρισκόταν μια μικρή θεατρική σκηνή. Τους τοίχους απέναντι από τη σκηνή κοσμούσε μια ωραία παράσταση· άνθρωποι ντυμένοι με μεσαιωνικές ενδυμασίες χόρευαν, έπαιζαν και κουβέντιαζαν σε ένα ειδυλλιακό τοπίο. Στο βορινό τοίχο υπήρχαν θολωτά παράθυρα και μια δίφυλλη τζαμόπορτα που οδηγούσε σε μια ταράτσα.

Τα δυο παιδιά στάθηκαν με δέος στην είσοδο. Μια κόκκινη βελούδινη αυλαία έκρυβε τη σκηνή, στις δυο άκρες της οποίες υπήρχε από μια μικρή ξύλινη πόρτα.

Παρακινημένοι από την ίδια παρόρμηση, προχώρησαν προς τα εκεί. Δεν υπήρχε ψυχή τριγύρω. Χωρίς να πει λέξη, ο Κάλντερ δοκίμασε ν’ ανοίξει την πόρτα στα δεξιά της σκηνής. ήταν ξεκλείδωτη. Τρία σκαλάκια οδηγούσαν στα παρασκήνια.

Γλίστρησαν αθόρυβα εκεί μέσα, περνώντας πάνω από ξεφτισμένα σχοινιά αυλαίας, ένα λαούτο χωρίς χορδές, μια πλαστική στάμνα και μια παλιά σκούπα.

«Όλα αυτά θα μπορούσαν ν’ αποτελούν υλικό για έναν ανόητο που περνιέται για τον Βερμέερ», σχολίασε ο Κάλντερ.

Νόμιζε ότι η Πέτρα θα γελούσε με το αστείο του, το κορίτσι όμως μάλλον δεν τον άκουσε.

«Δεν υπάρχει καμιά κρυψώνα εδώ», είπε.

Ξάφνου, η Πέτρα ένιωσε σαν να είχε ξεχάσει κάτι σημαντικό ή σαν να έπρεπε να βρίσκεται κάπου αλλού εκείνη τη στιγμή, αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί πού. Ένιωσε μια αδιαθεσία. Οι λέξεις βγήκαν με κόπο από το στόμα της.

Επέστρεψαν στο δεύτερο όροφο. Το κορίτσι βρήκε μια καρέκλα μπροστά σ’ ένα παράθυρο και κάθισε. Ένιωσε ν’ ανακουφίζεται λιγάκι και μόνο που βρισκόταν δίπλα στο παράθυρο, κι αυτό ήταν παράξενο.

Ο Κάλντερ είχε πέσει στα τέσσερα μπροστά στο τζάκι της αίθουσας και κοιτούσε προς τα πάνω.

«Είπα να ρίξω μια ματιά, μήπως υπάρχουν κρυφά ράφια εδώ μέσα. Ούτε που χωράει ο νους μας πόσα μυστικά μπορεί να κρύβει τούτο το κτίριο».

Δεν έλαβε καμιά απάντηση από τη φίλη του, γι’ αυτό και γύρισε να την κοιτάξει.

«Τι τρέχει; Ζαλίζεσαι;»

«Κάλντερ… Αυτά τα παράθυρα…»

Ο Κάλντερ σηκώθηκε όρθιος.
«Ναι, ξέρω. Μοιάζουν με τα παράθυρα στους πίνακες του Βερμέερ».

Η Πέτρα κοίταξε τριγύρω στην αίθουσα.
«Κι αυτό το ξύλο στους τοίχους… Θέλω να πω, εκατομμύρια παλιά κτίρια έχουν ξύλινη επένδυση, αλλά αυτά εδώ τα ορθογώνια…»

Καθώς κοιτούσε το είδωλό της στο σκούρο τζάμι του παραθύρου, η φωνή της έσβησε.

Ο Κάλντερ την πλησίασε και κάθισε πλάι της.
«Θες να ρίξουμε ακόμα μια ματιά στο χώρο προτού φύγουμε;» ρώτησε.

Το ύφος του του θύμισε τους γονείς του, όταν προσπαθούσαν να τον βάλουν να κάνει μια δουλειά χωρίς να φαίνεται ότι του το ζητούσαν.

Η Πέτρα κάρφωσε το βλέμμα της πάνω του.

«Τι σκέφτεσαι, Κάλντερ;»
«Ότι δε φαίνεσαι και πολύ καλά... Σαν να ζεσταίνεσαι υπερβολικά».

Το κορίτσι πράγματι ένιωθε σαν να είχε πυρετό.

«Μάλλον με περιτριγυρίζει γρίπη. Έλα, πάμε να φύγουμε από ‘δω».

Κατευθύνθηκαν προς τον πρώτο όροφο. Πέρασαν μπροστά από πόρτες με μπρούντζινα πόμολα σε σχήμα νυφίτσας, έναν ανάγλυφο φλαουτίστα και μερικά πέτρινα λιοντάρια που ήταν σκαρφαλωμένα ψηλά πάνω από το κεφαλόσκαλο. Η Πέτρα, με το χέρι της ν’ αγγίζει την κουπαστή της σάλας καθώς κατέβαινε αργά αργά τα σκαλιά, αναπήδησε ξαφνιασμένη και σταμάτησε. Ο Κάλντερ συνέχισε να κατεβαίνει.

Το κιγκλίδωμα της σκάλας ήταν ένα καλαίσθητο σχέδιο από κληματόφυλλα που πλέκονταν μεταξύ τους, όπου φώλιαζαν κάμποσα πλάσματα – πουλάκια, ποντίκια και σαύρες. Στη βάση της σκάλας, μια περίεργη ανάγλυφη δρύινη μαϊμού στήριζε την κουπαστή. Πουλιά, μαϊμού, ξύλινο, δρύινο, φλάουτο, βρείτε… Τα μηνίγγια της σφυροκοπούσαν. Πουλιά, μαϊμού, ξύλινο… μαϊμού, δρύινο… ξύλινο, φλάουτο, βρείτε… βρείτε! Ήταν οι λέξεις της κυρίας Σαρπ στο νοσοκομείο. Η Πέτρα μαρμάρωσε στη θέση της, κρατώντας με το ένα χέρι την κουπαστή.

Είδε τον Κάλντερ να ψάχνει με ήρεμες κινήσεις το σωρό με τα νοτισμένα ρούχα για το μπουφάν του. Ήλπιζε ότι το πρόσωπό της δε φανέρωνε τις άγριες σκέψεις της, που θαρρείς και ούρλιαζαν δυνατά μες στο κεφάλι της.

«Προχώρα, περπάτα λες και δε συμβαίνει τίποτα», ψιθύρισε στον εαυτό της.

Ένας άντρας σήκωσε τα μάτια από την εφημερίδα του και την κοίταξε, καθώς περνούσε από δίπλα του. Άραγε ο κόσμος γύρω της άκουγε την καρδιά της που χτυπούσε σαν ταμπούρλο, καταλάβαινε ότι το μυαλό της είχε πάρει φωτιά; Άρπαξε με μια κίνηση τα πράγματά της και όρμησε έξω από την πόρτα, στο σούρουπο, που έλεγες πως τη σπλαχνίστηκε.

«Πέτρα, τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Κάλντερ.
«Έλα!»

Ο Κάλντερ με κόπο ακολουθούσε τη φίλη του, που σχεδόν έτρεχε διαρκώς σκοντάφτοντας στο φρέσκο χιόνι. Όταν πέρασε ένα τετράγωνο στην 59η οδό, έριξε μια ματιά πίσω τους. Ο Κάλντερ γύρισε να κοιτάξει κι αυτός. Ξαφνικά, φοβήθηκε πολύ.

«Ας γυρίσουμε στο σπίτι περνώντας από τις πίσω αυλτές των σπιτιών. Πρέπει να εξαφανιστούμε οπωσδήποτε!»

Ο Κάλντερ άρχισε να περπατά με βήμα ταχύ πλάι στη φίλη του. Οι ώμοι τους ακουμπούσαν. Σκέφτηκε το Π των πεντόμινο. Ας προσευχηθούμε κι ας προσέξουμε να μην πάθουμε τίποτα… Οι μοβ σκιές του σούρουπου έδειχναν απειλητικές τώρα. Οι θάμνοι ανάμεσα στα σπίτια φαίνονταν γεμάτοι μυστήριο, οι περαστικοί που περπατούσαν κυρτωμένοι για να προφυλαχτούν από το κρύο έδειχναν επικίνδυνοι.

Μόλις η Πέτρα σιγουρεύτηκε ότι κανένας δεν τους ακολουθούσε, σταμάτησε.

«Κάλντερ, αυτό είναι».

Εκείνος κοίταξε ολόγυρα στο έρημο δρομάκι.
Ένα ρίγος διέτρεξε τη ραχοκοκαλιά του.

«Τι;»

«Νομίζω ότι τη βρήκαμε».
Σχόλιο
Όπως αναφέρουμε και στην εισαγωγή, η μετάφραση έχει πολλά εμπόδια να προσπεράσει. Μερικά από αυτά σχετίζονται με την προσαρμογή του λατινικού πεντόμινο (που λειτουργεί σαν παζλ πίσω από το κείμενο), στο ελληνικό αλφάβητο. Στην προσπάθεια αυτή, κάποιες φορές το γράμμα από το πρωτότυπο κείμενο αλλάζει (π.χ. στη σ. 271 το Y γίνεται Ν ώστε να σημαίνει Ναι), ενώ άλλες φορές ερμηνεύεται με τρόπο ώστε να βγάζει νόημα στα ελληνικά. Στη σ. 260 για παράδειγμα, βλέπουμε το γράμμα T που στα αγγλικά θα παρέπεμπε απευθείας σε Twelve, να διαβάζεται ως Τρεις Τέσσερις Δώδεκα! Τα μηνύματα ωστόσο που ανταλλάσσουν ο Κάλντερ με τον Τόμι στον κώδικα που επεξηγείται στη σ. 84, εμφανίζονται στο τέλος του βιβλίου στα αγγλικά και έπειτα μεταφράζονται στη γλώσσα μας.
Πεντόμινο, το αγαπημένο παιχνίδι του Κάλντερ (πηγή)
Η Ντένις, συμμαθήτρια του Κάλντερ και της Πέτρα, αντιπροσωπεύει το καλομαθημένο παιδί της μετανεωτερικής εποχής, που μοιάζει αδιάφορο για όσα συμβαίνουν γύρω του. Στον αντίποδα, οι δύο αντιήρωες-πρωταγωνιστές αναζητούν συσχετισμούς πίσω από το κάθε τι που δεν μοιάζει φυσιολογικό, παρασυρμένοι από το έργο του συγγραφέα Τσαρλς Φορτ. Σύμφωνα με αυτόν, ο κόσμος που ζούμε κρύβει πολύ περισσότερα μυστικά απ' ό,τι πιστεύουν οι πιο πολλοί άνθρωποι (σ.75). Μπορούμε άραγε και εμείς να ψάξουμε γύρω μας για τις αιτίες των γεγονότων, για συμπτώσεις και ομοιότητες, ή θα καταλήξουμε μισότρελοι συνωμοσιολόγοι - κυνηγοί φαντασμάτων;
Συνωμοσιολόγος (πηγή)
Οι δύο μαθητές, θεωρούν την κυρία Χάσεϊ την τέλεια δασκάλα, γιατί τους ακούει με προσοχή, τους ενθαρρύνει να παίρνουν πρωτοβουλίες και τους δίνει τη δυνατότητα να εκφραστούν, ακόμα και αν οι απαντήσεις τους δεν είναι σωστές. Είναι αλήθεια ότι κάποιες από τις προσεγγίσεις της είναι εξαιρετικές και μας θυμίζουν την χαριτωμένη καινούρια δασκάλαΩστόσο, το γεγονός ότι (σ. 28) δεν μπορούσες ποτέ να προβλέψεις τι θα έκανε ή τι θα έλεγε στη συνέχεια, ή το ότι κατά τη διάρκεια των εκδρομών (σ.51) δε γύριζε ποτέ να κοιτάξει αν οι μαθητές της την ακολουθούσαν, φανερώνουν πλευρές της διδασκαλίας που σε αδύναμους ή νεαρότερους μαθητές θα μπορούσαν να δημιουργήσουν προβλήματα.
Ο Γεωγράφος, Γ. Βερμέερ, π.1668 (πηγή)
Χρήση στην τάξη
Το βιβλίο μας δίνει πολλές ιδέες για δραστηριότητες στην τάξη, ιδιαίτερα σε σχέση με την Τέχνη. Ακολουθώντας τα βήματα της κυρίας Χάσεϊ, μπορούμε με τους μαθητές μας να παρατηρήσουμε μια σειρά από πίνακες. Μπορούμε να επιλέξουμε έργα της αρεσκείας μας, ή άλλα που αναφέρονται στο ίδιο το βιβλίο, όπως Η κυρία που διαβάζει τα γράμματα των Heloise and Abelard του Auguste Bernard (σ.54), Η βροχερή μέρα του Gustave Caillebotte (σ.65), Ο Γεωγράφος του Johannes Vermeer (σ.102), κ.ά. Στη συνέχεια καλούμε τους μαθητές να μας πούν σε ποιον πίνακα πιστεύουν ότι (σ.53) θα είχε πλάκα να μπει κανείς; Μπορεί να ακολουθήσει μια γραπτή έκθεση με την περιπέτεια κάθε μαθητή μέσα στον πίνακα που διάλεξε!

Άλλη μια δραστηριότητα (και πολύ καλή άσκηση για την περιγραφή αντικειμένων) βγαλμένη από το βιβλίο είναι η εξής: (σ.62-65) Κοιτάξτε καλά τα πράγματα στο σπίτι σας και διαλέξτε κάποιο που για σας αποτελεί έργο τέχνης. Μπορεί να είναι οτιδήποτε. Μη ζητήσετε βοήθεια από τους δικούς σας, πρέπει να βρείτε κάτι που ν' αρέσει σ' εσάς. Κατόπιν, περιγράψτε αυτό το αντικείμενο στην τάξη, χωρίς να αναφέρετε το όνομά του. Οι υπόλοιποι μαθητές πρέπει να ακούσουν προσεκτικά την περιγραφή, ώστε να καταφέρουν τελικά να βρουν το αντικείμενο.

Πιο πειραματική είναι η δραστηριότητα που διαβάζουμε στις σ. 26-27. Εκεί, οι μαθητές ανακαλύπτουν αν η γραφή είναι ο ακριβέστερος τρόπος επικοινωνίας. Πώς θα μπορούσαμε να το διαπιστώσουμε στην τάξη; Αν ο εκπαιδευτικός διαβάσει στην αρχή της σχολικής ημέρας ένα μήνυμα προς τους μαθητές, απαγορεύοντάς τους να χρησιμοποιήσουν γραφή για να το καταγράψουν, μπορούν άραγε εκείνοι να του το επαναλάβουν με ακρίβεια λίγο πριν το σχόλασμα, κρατώντας σημειώσεις με σύμβολα ή κάνοντας χρήση του προφορικού λόγου; 

Τέλος, μια πιο διασκεδαστική δραστηριότητα θα ήταν να οργανώσουμε με την τάξη ένα κυνήγι θησαυρού, κρύβοντας σε μια αίθουσα του σχολείου ένα αντίγραφο διάσημου πίνακα και δίνοντας στους μαθητές κωδικοποιημένα στοιχεία για την κρυψώνα!
Η κυρία γράφει ένα γράμμα, Γ. Βερμέερ, π.1670 (πηγή)

Share/Bookmark

Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2015

Το μυστικό του δούλου: Συνωμοσία στην αγορά της αρχαίας Αθήνας

Υπόθεση
Αθήνα, 421 π.Χ. Ο Καλλίμαχος, διανύοντας τη θητεία του ως πρύτανης της Πανδιονίδας φυλής, γνωρίζεται με τον μάγειρα της Θόλου Χυτρίωνα. Οι δύο άντρες συναντιούνται τα απογεύματα πίσω από το μαγειρείο και ο δούλος από τη Θράκη του διηγείται μέρα με τη μέρα την συναρπαστική του ιστορία: Πίσω στην πατρίδα του, όταν ήταν μόλις 10 χρονών, άγριοι ληστές κατέστρεψαν το χωριό του και τον αιχμαλώτισαν μαζί με τη μητέρα του. Δουλέμποροι τους μετέφεραν με πλοίο στην Αθήνα και το αγόρι μπήκε στην υπηρεσία του Αντισθένη, ενός πλούσιου γαιοκτήμονα που ζούσε στον Μυρρινούντα. Εκεί, υπό την προστασία της συμπατριώτισσάς του Τρίγλης, η οποία φρόντισε την ασθενική του μητέρα στις τελευταίες της στιγμές και του δίδαξε τα μυστικά της κουζίνας, ο μικρός ανδρώθηκε και απέκτησε τη φήμη του καλού μάγειρα.

Την επόμενη μέρα από την τελευταία διήγηση, ένα ατύχημα στην οδό των Παναθηναίων αναστατώνει τον γερο-μάγειρα και βάζει τον Καλλίμαχο σε σκέψεις. Γιατί τρόμαξε τόσο ο Χυτρίωνας όταν αντίκρισε τον ξένο ιππέα από την Κόρινθο; Τι σχέση μπορεί να έχει μαζί του; Όταν ξανασυναντά τον δούλο, εκείνος του αποκαλύπτει ότι ξαφνιάστηκε όταν είδε το κόσμημα που ο ξένος είχε στον λαιμό του. Του εξηγεί ότι μετά τον θάνατο του Αντισθένη, πέρασε στην υπηρεσία του γιου του Λεωκράτη που ζούσε στο άστυ. Εκεί, κατά τη διάρκεια ενός συμποσίου, γνωρίστηκε με μια νεαρή αυλητρίδα, την Αβρότονον και την ερωτεύτηκε. Σε αυτήν έκανε δώρο ένα κόσμημα ίδιο με αυτό που είδε να φορά ο Κορίνθιος.

Ο Χυτρίων διστάζει να αποκαλύψει περισσότερα στον Αθηναίο βουλευτή. Ο Καλλίμαχος όμως είναι αποφασισμένος να μάθει περισσότερα. Συγκεντρώνοντας πληροφορίες από έναν πολυλογά κουρέα, τη χήρα του Λεωκράτη Ιππαρέτη αλλά και τον ίδιο τον Κορίνθιο έμπορο, ανακαλύπτει πως πριν από χρόνια, ο μάγειρας βρέθηκε στο κέντρο μιας πολιτικής συνωμοσίας που σκοπό είχε τη δολοφονία του Εφιάλτη, αρχηγού των δημοκρατικών! 

Ο ασπρομάλλης δούλος δέχεται τελικά να βοηθήσει τον Καλλίμαχο να ενώσει τα κομμάτια του ψηφιδωτού και φωτίζει το παλιό μυστήριο... η ιστορία της ζωής του δεν έχει όμως ακόμα ολοκληρωθεί, καθώς η μοίρα του επιφυλάσσει μια μεγάλη έκπληξη.

Χαρακτηριστικά 
Εκδότης: Ερευνητές
Συγγραφέας: Εύη Πίνη
Εικονογράφηση: Μαρίνα Ρούσσου (παράρτημα), Βασίλης Κοντογεώργος (εξώφυλλο)
ISBN: 978-960-368-443-5
Έτος 1ης Έκδοσης: 2009
Σελίδες: 160
Τιμή: περίπου 9 ευρώ (12 από μουσείο ή 5 ευρώ από το παζάρι εκδοτών)
Ηλεκτρονική αγορά εδώ 
Τάξεις: Στ', Γυμνάσιο

Κριτική
Ιστορικό μυθιστόρημα που συνδυάζει στοιχεία βιογραφίας και αστυνομικού γρίφου για να μας ξεναγήσει στην Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ. Χρησιμοποιώντας γλώσσα απλή και ωραία ελληνικά, η συγγραφέας διαμορφώνει μια ιστορία που μπορεί να περιέχει πολλές πληροφορίες, όμως χάρη στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση των πρωταγωνιστών και τη σωστή σελιδοποίηση δεν γίνεται κουραστική. Οφείλουμε ωστόσο να καταθέσουμε ότι πολλοί μαθητές της τάξης δεν βρήκαν το αίνιγμα συγκλονιστικά ενδιαφέρον, ενώ οι περισσότεροι παρατήρησαν πως το μείγμα των γνώσεων υπερισχύει της ατμόσφαιρας μυστηρίου. Η πλοκή χωρίζεται σε 18 κεφάλαια μετρίου μεγέθους (4-12 σελίδων, συνήθως γύρω στις 8) που δεν θα δυσκολέψουν τους μαθητές γυμνασίου ή τους έμπειρους αναγνώστες του δημοτικού. Εικονογράφηση παράλληλα με το κείμενο δεν υπάρχει, η έκδοση όμως συνοδεύεται από ένα παράρτημα στο τέλος του βιβλίου, όπου βρίσκουμε συγκεντρωμένες εικόνες, χάρτες και πληροφορίες για την εποχή όπου τοποθετείται το έργο. Στο κυρίως σώμα του κειμένου, τα περιθώρια των σελίδων περιλαμβάνουν επεξηγηματικά σχόλια που βοηθούν στην κατανόηση και διευκολύνουν την κατάκτηση των προσφερόμενων γνώσεων. Προτείνουμε το βιβλίο περισσότερο σε μαθητές της Στ' Δημοτικού και του γυμνασίου, ενώ περισσότερο θα το εκτιμήσουν όσοι ονειρεύονται ένα ρεαλιστικό ταξίδι στην αρχαία Αθήνα!

  • Εκφραστική σαφήνεια 
  • Ωραία ελληνικά
  • Ρεαλισμός
  • Πληροφορίες για τη ζωή στην αρχαία Αθήνα


  • Αργή εξέλιξη της πλοκής 

Αξίες - Θέματα
Δουλεία, Μαγειρική, Ιστορία, Αγάπη

Εικονογράφηση
Συνοδευτική εικονογράφηση παράλληλα με το κείμενο δεν υπάρχει, με εξαίρεση μια ζωγραφιά της Ακρόπολης και μία της Θόλου στην εισαγωγή. Αρκετά όμως σχέδια (μαζί με φωτογραφίες, χάρτες, κλπ.) βρίσκουμε στο κατατοπιστικό παράρτημα των τελευταίων σελίδων του βιβλίου.
Απόσπασμα
Είχα βγει μια βόλτα πάνω στον Αγοραίο Κολωνό, προσπαθώντας να βάλω σε μια τάξη τις σκέψεις μου, αλλά όσο και να προσπαθούσα, συμπέρασμα δεν έβγαζα… Όταν ξεκίνησα να κουβεντιάζω με τον Χυτρίωνα, οι ιστορίες του με ξεκούραζαν και με διασκέδαζαν, όπως με διασκέδαζαν οι μύθοι που μου έλεγε η γιαγιά μου σαν ήμουν παιδί. Πού να φανταστώ ότι θα έφτανα να ανακαλύψω την ύπαρξη ενός παλιού μυστικού; Αισθανόμουν σαν τον οδοιπόρο που βαδίζει σε ένα γνώριμο, στρωτό δρόμο και εντελώς αναπάντεχα συναντάει μπροστά του έναν ψηλό μαντρότοιχο. Ποιος δεν θα ήθελε να σκαρφαλώσει να δει τι υπάρχει πίσω από τον τοίχο, αν συνεχίζεται ο δρόμος και πού πηγαίνει; Αυτό ακριβώς είχε συμβεί και σ’ εμένα. Ήθελα με κάθε τρόπο να κοιτάξω από την άλλη μεριά του τοίχου και να λύσω το μυστήριο που υπήρχε πίσω από αυτήν τη φαινομενικά απλή ιστορία του γέροντα δούλου…

Άρχισα να κατηφορίζω από το λόφο με σκοπό να επιστρέψω στη Θόλο. Ο ήλιος ήταν ακόμα αρκετά ψηλά στον ορίζοντα και ήθελε ώρα μέχρι να δύσει. Ήμασταν στα μέσα του Θαργηλιώνα και είχαν πιάσει οι πρώτες ζέστες. Από εκεί που βρισκόμουν έβλεπα την κεντρική πλατεία της Αγοράς αλλά και την οδό των Παναθηναίων, να είναι γεμάτες κόσμο που τριγύριζε στους πάγκους των εμπόρων. Αυτό μου έδωσε μια ιδέα: Αφού τα καταστήματα θα ήταν ανοιχτά για αρκετή ώρα ακόμα, ευκαιρία να επισκεφθώ το κουρείο του Τιμόθεου. Ένα κούρεμα το χρειαζόμουν, δεν λέω, περισσότερο όμως χρειαζόμουν την… πολυλογία του Τιμόθεου.

Όπως οι περισσότεροι κουρείς, έτσι κι αυτός ήταν μεγάλος κουτσομπόλης. Ίσως λοιπόν εκεί να μάθαινα κάτι για τον Κορίνθιο. Ο Τιμόθεος θα είχε πληροφορηθεί οπωσδήποτε για το ατύχημα του Χυτρίωνα. Αποκλείεται να του είχε ξεφύγει κάτι που συνέβη δυο βήματα από το μαγαζί του.

Όπως το περίμενα λοιπόν, ο Τιμόθεος ήταν πλήρως ενημερωμένος για το συμβάν. Μάλιστα μου άνοιξε εκείνος την κουβέντα, πολύ πριν προλάβω να τον ρωτήσω εγώ.

«Έμαθα ότι αυτός ο μάγειρας που έχετε στη Θόλο παραλίγο να σκοτωθεί εδώ πιο κάτω, στην οδό των Παναθηναίων», μου είπε, καθώς κούρευε τη γενειάδα μου.

«Ναι, ο χαζός!» απάντησα τάχα αδιάφορα. Η έλλειψη ενδιαφέροντος από μέρους μου δεν αποθάρρυνε τον Τιμόθεο, το αντίθετο μάλιστα.

«Και πώς είναι τώρα ο άνθρωπος;»

«Καλά». Η μονολεκτική απάντηση δεν τον ικανοποίησε.

«Άκουσα ότι καλέσατε τον Ιππομένη για να τον εξετάσει. Άρα θα πρέπει να χτύπησε πολύ».

«Όχι πολύ…» Η αλήθεια είναι ότι το διασκέδαζα να βασανίζω τον Τιμόθεο, αλλά δεν έπρεπε να το παρατραβήξω. Μπορεί να μου άλλαζε συζήτηση, αναζητώντας ένα θέμα που υποτίθεται θα με ενδιέφερε πολύ περισσότερο. Έτσι, πριν προλάβει να ξανανοίξει το στόμα του για να μου κάνει την επόμενη ερώτηση, πρόσθεσα: «Μα είναι πράγματα αυτά για την ηλικία του, να τρέχει πίσω από ένα κουτάβι;» Ο Τιμόθεος σταμάτησε να μου ψαλιδίζει τα γένια και μου αποκρίθηκε, κρατώντας μετέωρο το ψαλίδι στο χέρι.

«Εμένα μου είπαν ότι ο ιππέας έτρεχε».

«Ναι, μάλλον… ίσως…» Ο Τιμόθεος πήρε φωτιά!

«Όχι μάλλον, έτσι όπως τα λέω έγιναν! Πώς τρέχεις έτσι, άνθρωπέ μου, μέσα στο άστυ; Αλλά τι να περιμένει κανείς από έναν Κορίνθιο». Εδώ είμαστε! Χωρίς να χάσω καιρό, πήρα τη σκυτάλη από τον κουρέα, με τρόπο όμως, για να μην καταλάβει ότι είχα ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

«Ναι, έχεις δίκιο, Κορίνθιος ήταν ο ιππέας. Και φαίνεται καθώς ερχόταν από την Κόρινθο συναντήθηκε με τον Χυτρίωνα…» έριξα τα δίχτυα μου.

«Α όχι, ο Κορίνθιος έχει μέρες που βρίσκεται στην Αθήνα», τσίμπησε ο Τιμόθεος.

«Μπα; Τον γνωρίζεις;»

Ατυχία. Ο Τιμόθεος με μια κίνηση τράβηξε το πανί που είχε τυλιγμένο γύρω από το λαιμό μου. «Έτοιμος! Μου ανακοίνωσε. Μα, τώρα βρήκε να τελειώσει; Αποφάσισα να θυσιαστώ προκειμένου να πετύχω το σκοπό μου.

«Πώς τελειώσαμε; Τα μαλλιά δεν μου τα έκοψες!» Ο Τιμόθεος με κοίταξε καλά καλά. «Νόμιζα ότι ήθελες να περιποιηθώ μόνο τη γενειάδα σου. Εντάξει, αφού θέλεις να σου κόψω και τα μαλλιά…» Μου ξαναέβαλε το πανί στο λαιμό και επιτέθηκε με το ψαλίδι του εναντίον της σγουρής κόμης μου. Και τώρα πώς ξαναγυρίζουμε στο θέμα μας; Αποφάσισα να μην το διακινδυνέψω και έφερα τη συζήτηση στο σημείο όπου την είχαμε διακόψει απότομα.

«Μου έλεγες γι’ αυτόν… τον Κορίνθιο. Πελάτης σου είναι;»

«Πελάτης, βέβαια. Το ξέρεις ότι όποιος έρχεται να μείνει στο άστυ, έστω και για λίγες μέρες, σίγουρα θα περάσει από το κουρείο μου. Έχω την πιο εκλεκτή πελατεία σ’ όλη την Αθήνα», καυχήθηκε ο Τιμόθεος και άρχισε να μου απαριθμεί ονόματα Αθηναίων μετοίκων και ξένων επισκεπτών που έρχονταν στο μαγαζί του. Επειδή ο κατάλογος δεν είχε τελειωμό, τον διέκοψα και βιάστηκα να συμφωνήσω.

«Όλοι έχουν να το λένε, Τιμόθεε, είσαι ο καλύτερος και έχεις την καλύτερη πελατεία. Αλλά είναι αλήθεια τόσο αξιόλογος αυτός ο ξένος; Δεν μου φάνηκε…» ξαναγύρισα τη συζήτηση στο θέμα που με ενδιέφερε.

«Μα, ναι…» με διαβεβαίωσε ο Τιμόθεος. «Μεγάλος έμπορος. Και αυτοδημιούργητος… σχεδόν. Κληρονόμησε ένα μικρό εργαστήρι μαχαιριών από τον πατέρα του. Λίγο πριν αρχίσει ο μεγάλος πόλεμος, πήρε ένα δάνειο, αγόρασε μέταλλο και δούλους, και μετέτρεψε το μικρό εργαστήριο σε βιοτεχνία όπλων. Όταν άρχισε ο πόλεμος, καταλαβαίνεις τι έγινε… Δεν προλάβαινε τις παραγγελίες!» Έμπορος όπλων ο Κορίνθιος, μάλιστα!

«Και τώρα τι γυρεύει στην Αθήνα; Τελείωσε ο πόλεμος και έπεσαν οι δουλειές του έξω;» παρατήρησα με κάπως απότομο ύφος.

«Χα!» γέλασε ο Τιμόθεος. «Να πέσουν οι δουλειές του έξω; Αστειεύεσαι; Αυτός, Καλλίμαχε, είναι γεννημένος επιχειρηματίας. Άλλωστε εδώ και καιρό δεν την έχει πια τη βιοτεχνία. Την πούλησε και αγόρασε καράβια, σιταγωγά. Φέρνει στάρι από την Αίγυπτο. Οι δουλειές του φαίνεται πως πάνε πολύ καλά, γι’ αυτό ήρθε στην Αθήνα, να παραγγείλει στα ναυπηγεία μας ακόμα ένα πλοίο. Παράλληλα ψάχνει και για εμπορικό αντιπρόσωπο εδώ στον Πειραιά».

«Αυτά είναι τα καλά της ειρήνης. Ανοίγουμε δουλειές ακόμα και με τους Κορίνθιους», σχολίασα με ξινό ύφος για να κλείσω τη συζήτηση. Ό,τι μπορούσα να μάθω από αυτή την πηγή το είχα μάθει.

«Εντάξει, Τιμόθεε, αρκετά μου τα έκοψες, σε ευχαριστώ…» του είπα σε μια προσπάθεια να σώσω όσο μπορούσα τα μαλλιά μου από τις ανελέητες επιθέσεις του ψαλιδιού του! Χρειαζόμουν μια τελευταία πληροφορία: πού έμενε ο Αθηνόδωρος, αλλά γι’ αυτό θα ήταν καλύτερα να μη ρωτήσω τον κουρέα.

Δεν δυσκολεύτηκα καθόλου να μάθω τη διεύθυνση του Κορίνθιου. Σε μια πόλη όπου όλοι ασχολούνται διαρκώς με το τι κάνουν οι άλλοι, δεν θα ήταν εύκολο να κρυφτεί κανείς, ακόμα και αν ήταν ξένος, άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Ένας δικός μου άνθρωπος κατέβηκε την επόμενη μέρας τον Πειραιά, έκανε μια βόλτα στην αγορά του σταριού και άλλη μία στα ναυπηγεία, και προς το μεσημέρι επέστρεψε με μια πλούσια «ψαριά». Όχι μόνο είχε μάθει πού έμενε ο Αθηνόδωρος, αλλά είχε πάρει και διάφορες άλλες πληροφορίες: Σε ποια μέρη σύχναζε, με ποιους συναναστρεφόταν, πόσες μέρες ακόμα θα έμενε στην Αθήνα…

Στο μεταξύ εγώ σκεφτόμουν πώς θα μπορούσα να τον συναντήσω, ώστε να φανεί η συνάντηση τυχαία. Η ευκαιρία μου δόθηκε εντελώς απρόσμενα στις 19 του μήνα, όταν γιορτάζαμε τα Βενδίδεια. Εκείνη την ημέρα, όπως και τις άλλες ημέρες των γιορτών, δεν είχαμε συνεδρίαση στη βουλή και έτσι αποφασίσαμε μια παρέα βουλευτών να κατεβούμε στον Πειραιά, όπου βρισκόταν το ιερό αυτής της ξενόφερτης θεάς.

Δεν είχε τύχει άλλη φορά να πάρω μέρος στη γιορτή της. Ήξερα βέβαια ότι οι μέτοικοι από τη Θράκη, που κατοικούσαν στον Πειραιά, τιμούσαν κάθε χρόνο τη θεά τους με μια μεγάλη πομπή, στην οποία συμμετείχαν όχι μόνο Θράκες, αλλά και πολλοί Αθηναίοι και μέτοικοι, από το άστυ και από τον Πειραιά.

Οι περισσότεροι κατέβαιναν για να δουν την περίφημη θρακιώτικη νυχτερινή λαμπαδηδρομία. Στις δικές μας λαμπαδηδρομίες, την αναμμένη λαμπάδα την μετέφεραν πεζοί, οι Θράκες όμως είχαν άλλο έθιμο. Οι λαμπαδηδρόμοι τους έτρεχαν καβάλα σε άλογα και γ’ αυτό το θέαμα που παρουσίαζαν ήταν πραγματικά εντυπωσιακό.

Όταν τελείωσε ο αγώνας, ένας φίλος βουλευτής πρότεινε να συνεχίσουμε τη διασκέδαση στον Πειραιά. «Απόψε όλη η πόλη γιορτάζει, κρίμα δεν είναι να γυρίσουμε στο άστυ; Υπάρχει μια πρόσκληση για συμπόσιο, στο σπίτι του ναύκληρου Ευμένη». Όλοι οι άλλοι βουλευτές είχαν ήδη αποδεχθεί προσκλήσεις για συμπόσια, εκτός από εμένα. Έτσι ακολούθησα ευχαρίστως τον φίλο μου στο σπίτι του Ευμένη, που ήταν πίσω από το λιμάνι της Ζέας, κοντά στην αγορά του Πειραιά. 
Η Βένδις φορώντας φρυγικό σκούφο υποδέχεται στεφανωμένους αθλητές μετά από λαμπαδηδρομία (;)
Μαρμάρινη στήλη του 400-375 π.Χ. που από τον Πειραιά (;) βρέθηκε στο Βρετανικό Μουσείο (πηγή)
Σχόλιο
Το κείμενο μπορεί όπως ήδη αναφέραμε να δίνει μεγαλύτερο βάρος στην πληροφορία απ' ό,τι στο συναίσθημα ή το μυστήριο, όμως αυτό δεν είναι κατ' ανάγκη αρνητικό, ειδικά για τους φίλους της Ιστορίας. Οι αρχαιολογικές γνώσεις της συγγραφέως προσφέρονται απλόχερα στον αναγνώστη και κάνουν το ταξίδι του στην αρχαία Αθήνα πολυεπίπεδο και ρεαλιστικό. Επιπλέον, επιτρέπουν στην υπόθεση να πλαισιωθεί από πρόσωπα και έθιμα άγνωστα στους φίλους της παιδικής λογοτεχνίας. Όσοι μαθητές διαβάσουν λοιπόν το βιβλίο, δεν θα συναντήσουν αναφορές μόνο στον Παρθενώνα, τον Περικλή και τα Παναθήναια (σ. 136) αλλά θα γνωρίσουν και γιορτές λιγότερο διάσημες, όπως τα Βενδίδεια, θα μάθουν ποιος ήταν ο Εφιάλτης του Σοφωνίδη (σ. 101) και θα διαβάσουν για τον πλούσιο Πουλυτίωνα (σ. 140), στο σπίτι του οποίου (κάπου κοντά στην εκκλησία των Αγίων Ασωμάτων) καταλήγει τελικά ο Χυτρίωνας. Τα αρκετά επεξηγηματικά σχόλια στο περιθώριο των σελίδων βοηθούν ώστε η αφομοίωση των νέων γνώσεων να γίνεται αβίαστα, ενώ προς την ίδια κατεύθυνση συμβάλλει και το παράρτημα στο τέλος του βιβλίου. 

Ένα άλλο στοιχείο που θα μπορούσαμε να σχολιάσουμε, είναι ότι η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο ταλαιπωρημένος Θρακιώτης δούλος, δεν φαίνεται να διαφέρει ιδιαίτερα από εκείνη του (θεωρητικά πιο καλλιεργημένου) Αθηναίου βουλευτή. Έτσι, η αφήγηση του μάγειρα αποκτά -ποιητική αδεία- λυρικό ύφος μέσα από φράσεις όπως (σ.21) ο ήλιος, που είχε ήδη αρχίσει να γέρνει, έβαφε τα νερά με χάλκινες ανταύγειες ή (σ. 26) γύρισα το βλέμμα μου αλλού, στον ήλιο που ανέτειλλε και έβαφε με ολοπόρφυρο χρώμα θάλασσα και ουρανό. Εξαιρετικά φυσικός είναι αντίθετα ο τρόπος που η μαγείρισσα Τρίγλη αντιδρά όταν ο νεαρός Χυτρίωνας εκμεταλλεύεται μια στιγμή αδυναμίας της (σ. 60-61) για να δοκιμάσει την πρώτη του συνταγή. Αρχικά, φοβούμενη ότι ο μαθητευόμενός της έκανε κάποια ζημιά, του μιλάει απειλητικά. Στη συνέχεια τον αγκαλιάζει από τους ώμους περήφανη, ταυτόχρονα όμως προειδοποιώντας τον ότι δεν θα γλιτώσει την τιμωρία αν πειραματιστεί ξανά χωρίς την άδειά της.

Στον επίλογο του βιβλίου (σ.150) μαθαίνουμε ότι ο Αθηνόδωρος, εκτιμώντας τη βοήθεια που είχε προσφέρει στο παρελθόν ο Καλλίμαχος προς τον πατριό/πατέρα του, εξαγοράζει τον αιχμάλωτο Αθηναίο. Μέσα από την είδηση αυτή, οι αναγνώστες ίσως συλλάβουν το μήνυμα πως ό,τι καλό κάνουμε, επιστρέφει μελλοντικά σε μας. Ωστόσο, όταν ο Καλλίμαχος είχε ελευθερώσει τον γέρο Χυτρίωνα, εκείνος δεν το είχε εκλάβει πολύ θετικά, μουρμουρίζοντας (σ.134) Τι να την κάνω τώρα την ελευθερία; Πού να πάω;  Η φράση του αυτή μας θυμίζει την αντίδραση πολλών νέγρων δούλων που μετά τον αμερικανικό εμφύλιο βρέθηκαν ξαφνικά ελεύθεροι, κυριολεκτικά χαμένοι στη νέα τους κατάσταση. Χαρακτηριστικό το ακόλουθο απόσπασμα από τη συνέντευξη του (αιωνόβιου) Fountain Hughes που μπορείτε να διαβάσετε (και να ακούσετε) στον ιστότοπο της βιβλιοθήκης του Κογκρέσου (στα αγγλικά).
Ολοκληρώνοντας, να επισημάνουμε ένα μικρό λάθος στην αρίθμηση των κεφαλαίων (συναντάμε δύο φορές το νούμερο 14) που ωστόσο δεν αλλάζει την -εξαιρετική σε γενικές γραμμές- εικόνα της έκδοσης.
Χρήση στην τάξη
Αν η τελευταία ανάρτηση του Αυγούστου δεν μας ενέπνευσε αρκετά ώστε να επισκεφθούμε την αρχαία Αγορά και τον Κεραμεικό, αυτή θα πρέπει να τα καταφέρει! Στους χώρους αυτούς θα έχουμε την ευκαιρία να περπατήσουμε στα περισσότερα από τα σημεία στα οποία εκτυλίσσεται η δράση του βιβλίου (π.χ. στη σ.37 διαβάζουμε για το Δίπυλο), να συνειδητοποιήσουμε το πώς έμοιαζαν στην αρχαιότητα, αλλά και τη σημασία τους για τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Έξω από τον χώρο της Θόλου, θα μπορούσαμε με τη βοήθεια δύο μαθητών να διαβάσουμε κάποιον από τους διαλόγους Χυτρίωνα-Καλλιμάχου, ή να αναπαραστήσουμε σκηνές από το κείμενο.
Τοπογραφικό σχέδιο της Αθήνας των κλασικών χρόνων (αρχική πηγή)
τύποι κυλίκων (πηγή)

Αν δεν επιθυμούμε να ξεκινήσουμε τη χρονιά με μια τέτοια βόλτα, θα μπορούσαμε να συζητήσουμε για την αρχαία ελληνική κουζίνα (μοιάζουν τα φαγητά των αρχαίων με τα δικά μας; τι έλειπε από την κουζίνα τους; τι λείπει από τη δική μας;) βασισμένοι στις αρκετές συνταγές που αναφέρονται στο βιβλίο (σελ. 39, 56-62, 75, 91) και αν το επιτρέπουν οι προϋποθέσεις, να προσπαθήσουμε να δοκιμάσουμε ένα μενού αρχαιοελληνικής προέλευσης στην τάξη! Για τους ακόμα πιο τολμηρούς, τοποθετώντας τα θρανία μας κυκλικά γύρω από έναν κουβά και μοιράζοντας στα παιδιά κύλικες (που θα κατασκευάσουμε από πηλό και θα ζωγραφίσουμε μαζί ή θα προμηθευτούμε απευθείας από το εμπόριο) με λίγες σταγόνες νερό, μπορούμε να αναπαραστήσουμε το παιχνίδι κότταβος που παιζόταν στα συμπόσια! Ας μην ξεχνάμε ότι ο νικητής (που κέρδιζε φρούτα, γλυκά ή άλλα δώρα) κρινόταν όχι μόνο από την ικανότητά του να πετυχαίνει τον στόχο, αλλά και από και τον τρόπο που κρατούσε το σκεύος του και την κομψότητα της τροχιάς που διαμόρφωνε η σταγόνα του. Με λίγη (έως πάρα πολλή) φαντασία, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε το παιχνίδι αυτό πρόγονο του μπάσκετ... με ενδιάμεσο σταθμό τα πτυελοδοχεία των σαλούν στο Φαρ Ουέστ!
συμποσιαστής παίζει κότταβο (πηγή)
Τα κορίτσια της εποχής είχαν άλλες ασχολίες (περισσότερα για τον ρόλο των γυναικών στην αρχαία Ελλάδα θα βρείτε εδώ). Διαβάζουμε για παράδειγμα (σ.95) ότι η Ιππαρέτη και η Ευνίκη είχαν υπηρετήσει μαζί την Αρτέμιδα στη Βραυρώνα. Η συγγραφέας πολύ πιθανόν να αναφέρεται στην λατρευτική παράδοση της αρκτείας. Το έθιμο λέγεται ότι ξεκίνησε όταν δυο αγόρια κυνήγησαν μια αρκούδα που είχε τραυματίσει την αδελφή τους και την σκότωσαν στο ιερό της θεάς. Η Άρτεμις, οργισμένη, τιμώρησε με λοιμό την πόλη της Αθήνας και από τότε χρησμός όρισε ότι οι παρθένοι της πόλης θα πρέπει να υπηρετούν την θεά πριν παντρευτούν. Η αρκτεία είχε τον χαρακτήρα θητείας και μύησης για την ενηλικίωση και τον γάμο. Η θεά καθοδηγούσε το πέρασμα των κοριτσιών 5 έως 10 ετών από την παιδική στην εφηβική ηλικία και τα προετοίμαζε για τον κύριο ρόλο τους στην κοινωνία. Τα κορίτσια επιλέγονταν από επιφανείς οικογένειες της Αθήνας, ονομάζονταν "άρκτοι" (αρκούδες) και διέμεναν για κάποιο χρονικό διάστημα στο ιερό, διαμορφώνοντας τον χαρακτήρα τους μακριά από το οικογενειακό περιβάλλον. Φορούσαν κροκωτό ένδυμα, που θύμιζε δέρμα αρκούδας. Επειδή το ρούχο αυτό αποτελούσε επίσης και νυφικό ένδυμα, τα κορίτσια ίσως προετοίμαζαν την τελετουργία του μελλοντικού γάμου τους. Οι άρκτοι συμμετείχαν σε διάφορες τελετουργικές πράξεις, όπως θυσία αίγας, δρόμο και χορό, κρατώντας στεφάνια, ταινίες και πυρσούς γύρω από βωμούς και φοίνικες. Τελευταίο στάδιο της αρκτείας αποτελούσε πιθανόν η γύμνωση, κατά την οποία τα κορίτσια πετούσαν τα κροκωτά τους ενδύματα.

Ήμασταν εφτά χρονώ, 
σα γινήκαμε αρρηφόρες για τον πέπλο της θεάς,
και στα δέκα, αλέθαμε 
για τ' αλεύρι των ιερών της γλυκισμάτων
έπειτα μας έντυσαν 
αρκουδίτσες μες σε τούλια κροκωτά
για την Άρτεμη, προστάτρα της Βραυρώνας
και, κοπέλες, με τσαπέλες 
σύκα γύρω στο λαιμό
γίναμε κανηφόρες
(Αριστοφάνης, Λυσιστράτη 641-647)
Παραστάσεις αγγείων στο μουσείο της Βραυρώνας, απεικονίζουν
νεαρά κορίτσια να χορεύουν γύρω από βωμούς ντυμένα αρκούδες
Ο στίχος είναι από απόδοση του Πολύβιου Δημητρακόπουλου (πηγή)
Τα "Χυτρίων" και "Τρίγλη" δεν ήταν τα αληθινά ονόματα των δύο δούλων από τη Θράκη που συναντήσαμε στην ιστορία. Ήταν παρατσούκλια με τα οποία τους βάφτισαν οι Αθηναίοι βασιζόμενοι σε κάποιο σωματικό τους χαρακτηριστικό ή ιδιότητα, ίσως για να τους θυμούνται πιο εύκολα. Ας μην ξεχνάμε ότι και ο ίδιος ο Πλάτωνας, ονομαζόταν στην πραγματικότητα Αριστοκλής (βλ. προηγούμενη ανάρτηση). Αν άραγε ζούσαμε με τους μαθητές μας στα αρχαία χρόνια, τι ονόματα θα μας είχαν δώσει οι Αθηναίοι; Μπορούμε να σκεφτούμε κάποιο παρατσούκλι για τον διπλανό μας και να τον συστήσουμε με αυτό στην υπόλοιπη τάξη;
Μεταλλική χύτρα από το μουσείο της Βραυρώνας. Παρασύροντας
μια τέτοια (σελ. 42-43), απέκτησε ο Χυτρίων το παρατσούκλι του!
Να κλείσουμε την ανάρτηση με μια ερώτηση για προσεκτικούς αναγνώστες: 
Τι σχέση έχουν οι μυρτιές με τη Μερέντα; 
Ανοίγοντας το βιβλίο στη σελίδα 38 (και συνδυάζοντας τις πληροφορίες) μπορείτε να το ανακαλύψετε!

Share/Bookmark

Πέμπτη 1 Μαΐου 2014

Ο Ευγένιος και ο ιερός πάπυρος

Υπόθεση
Ο Ευγένιος είναι ένας χαρισματικός γάτος, υιοθετημένος από τους ανθρώπους στο «μεγάλο σπίτι με τα βιβλία». Όλοι τον αγαπούν και τον θεωρούν αναντικατάστατο. Ειδικά από τη μέρα που τους βοήθησε να εξιχνιάσουν μια μυστηριώδη κλοπή: Εκείνη την άνοιξη, ένας σπάνιος αιγυπτιακός πάπυρος που είχε φτάσει στην Αθήνα για την έκθεση βιβλίου, εξαφανίστηκε! Χάρη στην όσφρηση, την διαίσθησή του αλλά και τις οδηγίες του ντετέκτιβ Μήλιτ Φάρλοου, ο Ευγένιος κατάφερε να βρει το κειμήλιο. Ανάμεσα μάλιστα στα ιερογλυφικά του παπύρου, εντόπισε και ένα πανάρχαιο μυστικό της θεάς Μπαστέτ... 

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Μεταίχμιο
Συγγραφέας: Αργυρώ Πιπίνη
Εικονογράφηση: Ελίζα Βαβούρη
ISBN: 978-960-455-850-9
Έτος 1ης Έκδοσης: Απρ. 2010
Σελίδες: 55
Τιμή: περίπου 6 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Δ', Ε'

Κριτική
Χαριτωμένη αστυνομική περιπέτεια αρχαιολογικού ενδιαφέροντος από τη σειρά αεροπλάνο (8+), που θα αρέσει πολύ στους μικρούς μαθητές, γατόφιλους και μη! Η γραφή είναι απλή και σαφής, ενώ οι λέξεις που δυσκολεύουν τα παιδιά σπάνιες (π.χ. καπέλο με φαρδύ μπορ). Χωρισμός σε κεφάλαια δεν υπάρχει, όμως η πολύχρωμη εικονογράφηση είναι παντού και η πλοκή δεν επιτρέπει στους αναγνώστες να κουραστούν. Προτείνεται περισσότερο σε παιδιά των μεσαίων τάξεων του Δημοτικού, διασκεδαστική όμως θα τη βρουν και τα λίγο μεγαλύτερα, ειδικά αν τους αρέσουν τα μυστήρια!

  • Χιούμορ, ανάλαφρο κλίμα
  • Πρωτότυποι χαρακτήρες
  • Ενδιαφέρουσα ιστορία

  • Η διήγηση ολοκληρώνεται κάπως απότομα

Αξίες - Θέματα
Ιστορία, Αιγυπτιολογία, Περιπέτεια, Ζωοφιλία, Γάτες, Φιλαναγνωσία

Σκηνές που ξεχωρίσαμε
Ο Ευγένιος κοιμάται και βλέπει στον ύπνο του τη θεά Μπαστέτ που τον παρακαλά (και του δίνει στοιχεία) να εξιχνιάσει το μυστήριο της κλοπής του παπύρου της.

Εικονογράφηση
Πολύ χαριτωμένη, πολύχρωμη και πανταχού παρούσα. Υποστηρίζει όμορφα το κλίμα μυστηρίου και ενισχύει τα μηνύματα του κειμένου.


Απόσπασμα
Με βρήκαν όταν ήμουν μικρό γατάκι
-μαζί με τον αδερφό μου- στην οδό
Αθανασίου Διάκου κοντά στην Ακρόπολη.

Για να’ μαστε ειλικρινείς, εγώ τους βρήκα.
Η μαμά μας είχε χαθεί και σίγουρα θα
είχαμε κι εμείς την ίδια τύχη, αν δεν κάναμε
κάτι και μάλιστα γρήγορα. Στην πρώτη
ανοιξιάτικη μπόρα λοιπόν, άρπαξα τον
αδερφό μου απ’ το χέρι και μπήκαμε
τρέχοντας, βρεγμένοι και αξιοθρήνητοι,
στο μεγάλο σπίτι στο νούμερο 4.

Περίεργο πράγμα οι συμπτώσεις! Με
βάφτισαν Ευγένιο, γιατί ήμουν ήμερος και
γλυκός, και τον αδερφό μου που τσίριζε
τον έβγαλαν Μήτσουλα. Τον αδερφό μου
τον υιοθέτησαν αμέσως οι αρχαιολόγοι
στο μουσείο, ενώ εμένα με κράτησαν στο
μεγάλο σπίτι με τα πολλά βιβλία. Με πήραν
υπό την προστασία τους στον δεύτερο
όροφο κι απέκτησα μεμιάς όχι μόνο στέγη
αλλά και πολλούς θαυμαστές. Σ’ αυτό
βέβαια έπαιξε πρώτα απ’ όλα ρόλο
η εντυπωσιακή μου ομορφιά. Γκριζόασπρη
γούνα και λαμπερά πράσινα μάτια. έπειτα
ρόλο έπαιξε και η Λίτσα, που ήταν άσπρη
και αφράτη, και είχε γλυκά μάτια. Αν και
ήμουν μικρός, μπορούσα να διαβάζω τα
πρόσωπα και τα πόδια των ανθρώπων, και
όσα διάβασα στο δικό της πρόσωπο με
συγκλόνισαν και με έπεισαν ότι αυτή θα
ήταν από εδώ και πέρα η πρώτη μου μαμά.
Για κάμποσο καιρό δε μ’ άφηναν να βγαίνω
στον δρόμο.
- Μέχρι να πάρεις λίγο βάρος και να
μεγαλώσεις, αστερισμέ μου, μου έλεγε
η Εύη, η δεύτερη μαμά μου, και με τάιζε.

Και μόλις έτρωγα, εκείνη μ’ έξυνε
κάτω απ’ τον λαιμό. Κι εγώ την
αντάμειβα με το ακαταμάχητο
γουργουρητό μου και με το ουράνιο
νιαουρητό μου. Κι όταν είχα κέφι,
δηλαδή πολύ συχνά, ξάπλωνα και
πρόσφερα την κοιλιά μου για ένα
καλό μασάζ.

Όταν δυνάμωσα και μεγάλωσα, τα
Σαββατοκύριακα μ’ έβγαζαν στον δρόμο.
Όμως ο δρόμος μας είναι μικρός και δε
συμβαίνουν πολλά. Γι’ αυτό κι εγώ
ξεγλίστραγα στο πεζοδρόμιο, πέρναγα δίπλα
απ’ τις σκάλες που κατρακυλάνε μέσα στη
γη και πήγαινα επίσκεψη στον αδερφό μου
στο μουσείο.
Σχόλιο
Το "σπίτι με τα βιβλία" στην οδό Αθανασίου Διάκου 4, δεν είναι άλλο από το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ), στους χώρους του οποίου στ' αλήθεια κυκλοφορούσε ένας γάτος ονόματι Ευγένιος. Ο ήρωας της ιστορίας είναι λοιπόν πραγματικός. Τραγική ειρωνεία, το ότι αυτό που πλέον δεν είναι πραγματικό, είναι το ίδιο το ΕΚΕΒΙ, αφού λόγω κρίσης (οικονομικής, ηθικής, κλπ.) έχει τυπικά κλείσει και οι αρμοδιότητές του έχουν μεταφερθεί στο Ίδρυμα Ελληνικού Πολιτισμού. Άραγε συμπεριλαμβάνεται και ο Ευγένιος στις αρμοδιότητες αυτές; Ποιος ξέρει; Ίσως κάποτε το Κέντρο επιστρέψει από το Ψυχικό στου Μακρυγιάννη, αφού 100 χρόνια αργότερα -σύμφωνα τουλάχιστον με την αφήγηση-, ο περίεργος γάτος θα ζει στην ίδια περιοχή και θα βολτάρει στο αρχαιολογικό μουσείο της Ακρόπολης.

Η φράση στην τελευταία σελίδα της ιστορίας 
Είναι ωραίο να είσαι χρήσιμος, είναι ωραίο να σε εμπιστεύονται. Είναι ωραίο να σ' αγαπούν
είναι όμορφη, αν και δεν είμαι σίγουρος ότι συνδέεται ιδιαίτερα με το υπόλοιπο κείμενο, ούτε και εξηγεί στους μικρούς μας φίλους πώς μπορούν και εκείνοι να αγαπηθούν όπως ο Ευγένιος. Μεταφέρει παρ' όλα αυτά ένα σημαντικό μήνυμα στους αναγνώστες, που θα μπορούσαν να αναζητήσουν τρόπους να γίνουν χρήσιμοι ή αγαπητοί σαν τον γάτο της ιστορίας.
Αυτή πορτούλα έκλεισε... (Πηγή)
Χρήση στην Τάξη
Στην τάξη μπορούμε να πούμε δυο λόγια για την γραφή των αρχαίων Αιγυπτίων και να ετοιμάσουμε πήλινα πλακίδια αντιγράφοντας και χρωματίζοντας τα ιερογλυφικά της εικονογράφησης ή άλλα που θα βρούμε στο διαδίκτυο. Μέσα από την εφαρμογή Hieroglyph typewriter (στο μενού αριστερά), οι μαθητές μπορούν να γράψουν το όνομά τους και κάποιες απλές λέξεις π.χ. εγώ, εσύ, μπαμπάς, μαμά, κ.ά. στα αρχαία αιγυπτιακά, πατώντας κάτω δεξιά στο εικονικό πληκτρολόγιο.

Στην ώρα των μαθηματικών, θα μπορούσαμε μέσα από μια παρουσίαση στη σελίδα του πανεπιστημίου του Μάντσεστερ να μάθουμε πώς έγραφαν τους αριθμούς την εποχή των Φαραώ.

Share/Bookmark

Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

Το μυστήριο του χαμένου σερβίτσιου

Υπόθεση
Ο διάσημος επιθεωρητής Σπιθαμής υποχρεώνεται από τον αρχηγό Βροντέρα να συνεργαστεί για μια εβδομάδα με τον εκπαιδευόμενο πράκτορα Πα Λι Κάρι. Κι ενώ αρχικά η ιδέα του κάθεται στο στομάχι, γρήγορα θα διαπιστώσει ότι ο νεαρός Κινέζος έχει κοφτερό μυαλό και είναι ένας βοηθός πολύ βοηθητικός! Η πρώτη τους κοινή υπόθεση θα τους φέρει στην έπαυλη του κυρίου Ευρώπουλου, απ' όπου κάποιος εξαφάνισε ένα πολύτιμο σερβίτσιο. Θα καταφέρουν οι δύο ντετέκτιβς να εξιχνιάσουν το μυστήριο και να εντοπίσουν τον δράστη;

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Κέδρος
Συγγραφέας: Αντόνιο Ιτούρμπε (Antonio G. Iturbe)
Μετάφραση: Δήμητρα Δότση
Εικονογράφηση: Άλεξ Όμιστ (Alex Omist)
Τίτλος πρωτοτύπου: Los casos del Inspector Cito y Chin Mi Edo: Un ayudante de mucha ayuda
ISBN: 978-960-04-4434-6
Έτος 1ης Έκδοσης: 2007 (στα ελληνικά 2014)
Σελίδες: 48
Τιμή: περίπου 4 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Β', Γ', Δ'

Ευχαριστούμε τις Εκδόσεις Κέδρος για τη δωρεά των δύο βιβλίων της σειράς στη βιβλιοθήκη μας!

Κριτική
Πρόκειται για την πρώτη -και πολύ χαριτωμένη- περιπέτεια της σειράς Οι υποθέσεις του επιθεωρητή Σπιθαμή και του Πα Λι Κάρι. Ο αστυνόμος Cito είναι πολύ δημοφιλής στην χώρα του την Ισπανία, όπου παρέα με τον συνεργάτη του έχουν ήδη λύσει δέκα μυστήρια! Στα ελληνικά, έχουν κυκλοφορήσει μόλις τα δύο πρώτα και η συνέχεια αναμένεται. Στα βιβλία που διαβάσαμε, η μετάφραση είναι πολύ καλή και μας μεταφέρει την ιστορία σε γλώσσα απλή και ζωντανή, ενώ γίνεται φιλότιμη προσπάθεια να αποδοθούν και τα λογοπαίγνια (π.χ. ο άφοβος -sin miedo- βοηθός Chin Mi Edo που στα αγγλικά βαφτίζεται Wee Chou Fear, εδώ μας συστήνεται ως Πα Λι Κάρι). Χωρισμός σε κεφάλαια δεν υπάρχει, αλλά η έκταση του κειμένου δεν ξεπερνάει τις 1.500 λέξεις και το στήσιμο είναι πολύ σωστό, οπότε η ανάγνωση δεν κουράζει. Η πλούσια, πολύχρωμη εικονογράφηση βοηθάει στην κατανόηση, μας ψυχαγωγεί και αλληλεπιδρά με το κείμενο. Η έκδοση είναι γενικά φροντισμένη, ενώ στην τελευταία σελίδα κάθε τόμου της σειράς, θα συναντήσουμε μια δραστηριότητα παρατηρητικότητας. Να επισημάνουμε επίσης, ότι το "αφτί" του οπισθόφυλλου είναι σχεδιασμένο ώστε να κόβεται και να χρησιμοποιείται ως σελιδοδείκτης! Το βιβλίο προτείνεται κυρίως σε παιδιά των μικρών και μεσαίων τάξεων του Δημοτικού που αγαπούν τις διασκεδαστικές αστυνομικές περιπέτειες.

  • Χιούμορ, ανάλαφρο (και ασόβαρο) κλίμα
  • Πολύ ωραία εικονογράφηση και στήσιμο
  • Διαβάζεται εύκολα και γρήγορα

  • Οι διατροφικές συνήθειες του κεντρικού ήρωα θα μπορούσαν να δώσουν λάθος πρότυπα προς μίμηση

Αξίες - Θέματα
Αστυνομικό μυστήριο, Χιούμορ, Διατροφή, Κλοπή, Διαφορετικότητα

Εικονογράφηση
Εξαιρετικά χαριτωμένη, έγχρωμη, βοηθητική (όπως θα έπρεπε να συμβαίνει σε όλες τις αστυνομικές ιστορίες) και πανταχού παρούσα! Θα διαφωνήσουμε όμως με το "πολύ προσεγμένη", που αναφέρεται στην εισαγωγή, αφού τα εξασκημένα μάτια των μελλοντικών ντετέκτιβ, ίσως εντοπίσουν ασυνέπειες ανάμεσα στις ζωγραφιές και το κείμενο. π.χ. όταν το ρολόι στο γραφείο του επιθεωρητή Σπιθαμή (σελίδα 2) δείχνει 9:03, δεν γίνεται μόλις "δευτερόλεπτα μετά" να δείχνει 9:23 (σελίδα 5). Ή όταν ο κηπουρός ανακρίνεται και λέει "Βλέπετε τα χέρια μου; Ακόμα έχω χώμα κάτω απ' τα νύχια μου!" δεν θα έπρεπε να εικονίζεται με μακριά πράσινα γάντια. Λεπτομέρειες, θα μου πείτε... Ένας καλός όμως πράκτορας, δεν αφήνει τίποτα στην τύχη!
Απόσπασμα
Οι δύο αστυνομικοί φτάνουν στο τεράστιο σπίτι του εκατομμυριούχου.

Ο κύριος Ευρώπουλος τους εξηγεί τι έγινε. 

- Το σερβίτσιο αυτό είχε πολλά πιάτα, μικρά και μεγάλα. Είχε επίσης πολύ παλιά φλιτζάνια και ποτήρια… Την ώρα του δείπνου ο μάγειρας πήγε να τα πάρει από το ντουλάπι, αλλά είχαν εξαφανιστεί. Μα το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι πήραν και τις πετσέτες του παππού μου. Πώς θα το αντέξω αυτό;

- Γιατί; Ήταν πολύ ακριβές; ρωτάει ο επιθεωρητής.

- Όχι, αλλά επειδή δεν είχα με τι να σκουπιστώ, σκούπισα  το στόμα μου με τη γραβάτα μου.

-  Πάμε να ρίξουμε μια ματιά στην κουζίνα, προτείνει ο επιθεωρητής.

- Αυτό είναι το ντουλάπι, εξηγεί ο κύριος Ευρώπουλος. Μου πήραν τα πιάτα, τις πετσέτες και ό,τι άλλο είχα για το στρώσιμο του τραπεζιού… Το περίεργο είναι ότι μου άφησαν ό,τι πιο πολύτιμο είχα: τα πιρούνια, τα κουτάλια και τα χρυσά μαχαίρια που είχε χαρίσει στον προπροπάππο μου ένας Ρώσος πρίγκιπας. Δεν πήραν ούτε ένα.

- Περίεργο…, μονολογεί ο επιθεωρητής.

Ο επιθεωρητής Σπιθαμής βγάζει το σούπερ μεγεθυντικό φακό νούμερο 1 για να βρει αποτυπώματα.

- Κύριε επιθεωρητή, ποιος μπορεί να τα έκλεψε; τον ρωτάει ο κύριος Ευρώπουλος.

- Είδα ότι έξω στον κήπο έχετε δύο σκυλιά που σας φυλάνε το σπίτι. Πολύ δύσκολα θα έμπαινε κάποιος μέσα χωρίς να τον μυριστούν. Και, φυσικά, αποκλείεται να έφευγε κανείς φορτωμένος με πιάτα και φλιτζάνια περνώντας από μπροστά τους!

- Και τότε;

- Κύριε Ευρώπουλε, δε χωράει αμφιβολία. Είμαι σίγουρος πως τα πήρε κάποιος μέσα από το σπίτι σας.

Θα μιλήσουμε με όλο το προσωπικό, γιατί είμαι σίγουρος πως κάποιος από αυτούς είναι ο κλέφτης.

Ο επιθεωρητής απευθύνεται πρώτα στην οδηγό του κυρίου Ευρώπουλου, που τον πηγαίνει σε όλες του τις δουλειές.

- Κυρία μου, εσείς πού ήσασταν χτες το βράδυ;

- Ήμουν στο γκαράζ και κοιτούσα αν δουλεύει σωστά η μηχανή του αυτοκινήτου.

- Σας είδε κανείς την ώρα που κάνατε αυτή τη δουλειά;

- Δε νομίζω.

- Είστε σίγουρη ότι γνωρίζετε από μηχανές;

- Φυσικά.

- Μπορείτε να μου πείτε με βεβαιότητα ποιο αυτοκίνητο έχει πιο γερή μηχανή: Το Ρενό 13 ή το Σέατ Γρανάδα;

- Μα, φυσικά, το Σέατ.

- Σας ευχαριστώ. Μπορείτε να πηγαίνετε.

- Σας έδωσε καμιά χρήσιμη πληροφορία, κύριε επιθεωρητή; τον ρωτάει ο Πα Λι Κάρι.

- Μα, φυσικά. Τώρα ξέρω τι να πω στη θεία μου που θέλει να αλλάξει αμάξι.
Σχόλιο
Το χιούμορ του Ιτούρμπε μπορεί να μην είναι ακριβώς ορθόδοξο ή υψηλών αξιώσεων, κάποιες από τις ατάκες όμως "έχουν πλάκα" και σίγουρα συμβάλλουν στην ανάλαφρη ατμόσφαιρα. Μέσα στο φιλικό αυτό κλίμα που διαμορφώνεται (ο ρόλος του κακού απουσιάζει), περνούν "ανώδυνα" προς τους αναγνώστες αρκετά ωφέλιμα μηνύματα, όπως αυτό της συνεργασίας, του σεβασμού στη διαφορετικότητα, της μεταμέλειας - συγχώρεσης (ο κλέφτης ουσιαστικά δεν τιμωρείται) αλλά και της μεθοδικότητας στην έρευνα.

Κάτι που ίσως θα πρέπει να προσέξουμε, είναι -μέσα στην ίδια αυτή χαλαρή ατμόσφαιρα- να μην θεωρήσουν οι μικροί αναγνώστες, ότι είναι σωστό να τρώνε όπως ο επιθεωρητής! Παθιασμένος (αποκλειστικά) με το φαγητό, ο ήρωας προλαβαίνει στις λιγοστές σελίδες του βιβλίου να εξαφανίσει ένα σάντουιτς με ζαμπόν, δύο αυγά μάτια και ένα (συν ένα αφού κλείσουμε το βιβλίο) τεράστιο πιάτο ρώσικη σαλάτα με έξτρα μαγιονέζα! Ίσως θα μπορούσαμε να αποκαθηλώσουμε το συγκεκριμένο πρότυπο, συζητώντας με τα παιδιά για το αν ο μικρόσωμος ντετέκτιβ τρέφεται υγιεινά... αν όχι, τι θα μπορούσε να αλλάξει στη ποσότητα/ ποιότητα της διατροφής του;

Σύμφωνα με την εισαγωγή, οι ιστορίες της σειράς δεν περιλαμβάνουν βία και διακρίσεις, κάτι το οποίο ισχύει. Γιατί μπορεί ο Πα Λι Κάρι να παρουσιάζεται κάπως στερεοτυπικά -ρόμπα, καπελάκι, κοτσίδα- και κάποια στιγμή να χρησιμοποιεί για να ακινητοποιήσει τον κλέφτη δυο shuriken (που μαζί με την αναφορά σε κιμονό παραπέμπουν μάλλον στην ιαπωνική κουλτούρα), όμως δεν θα βρούμε πουθενά νύξεις ή αναφορές σε ανωτερότητα ή κατωτερότητα φυλών ή φύλων. Αντίθετα, κάποια στερεότυπα σχήματα ανατρέπονται, όταν βλέπουμε στη θέση του σοφέρ -που συνήθως καταλαμβάνουν άντρες- να εμφανίζεται μια γυναίκα.
http://www.youtube.com/watch?v=7QrNYe_HPU4
Χρήση στην Τάξη
Στην τάξη, η μικρή αυτή ιστορία μπορεί να μας δώσει αφορμή για διάφορες δραστηριότητες, περισσότερο ή λιγότερο σοβαρές.

Στα Θρησκευτικά, θα μπορούσαμε να συζητήσουμε το ηθικό δίλημμα του κηπουρού: Ο θύτης (και θύμα του συστήματος) βρίσκεται σε δύσκολη κατάσταση, καθώς δεν θέλει να καταλάβει η οικογένειά του από την Κίνα το πόσο φτωχός είναι. Αποφασίζει λοιπόν να κλέψει το σερβίτσιο του αφεντικού του... σκέφτηκε άραγε προηγουμένως τις συνέπειες της πράξης του; Μήπως τώρα που τον συνέλαβαν έχει περισσότερους λόγους να ντρέπεται; Εσείς τι θα κάνατε στη θέση του, αν χρειαζόταν να φιλοξενήσετε φίλους ή συγγενείς και ντρεπόσασταν για την οικονομική σας κατάσταση;

Ο Alex Omist μας δίνει αφορμή να ασχοληθούμε με την κινεζική γραφή, αφού απεικονίζει τον βοηθό Πα Λι Κάρι να φοράει μια πράσινη ρόμπα με το ιδεόγραμμα lóng, που στα κινεζικά σημαίνει δράκος (ευχαριστώ τον ανώνυμο Κινέζο τουρίστα για τη μετάφραση). Μπορούμε άραγε να αντιγράψουμε το σύμβολο του δράκου με (σινική) μελάνη σε χαρτί; Αν οι μαθητές μας ανταποκριθούν με ενδιαφέρον, εδώ θα βρούμε περισσότερες λέξεις και φράσεις στα κινεζικά, που μπορούμε να αντιγράψουμε ή και να προφέρουμε.
Μια άλλη διασκεδαστική δραστηριότητα με άρωμα Άπω Ανατολής, θα ήταν να αλλάξουμε τα ονόματά μας, ώστε να ακούγονται λίγο πιο κινεζικά, όπως του Πα Λι Κάρι. Στη δική μας τάξη, το δάσκαλο θα τον βαφτίζαμε Βαν Γιε Λι.

Τέλος, μπορούμε να εξασκήσουμε την επιδεξιότητά μας, δοκιμάζοντας να χρησιμοποιήσουμε ξυλάκια για να πιάσουμε λουκούμια ή κομμάτια ψωμί! Το πώς τα κρατάμε σωστά μπορούμε να το δούμε εδώ (αναλυτικές εξηγήσεις στα κινεζικά) ή εδώ (στα γιαπωνέζικα). Είναι άραγε εύκολο να τα καταφέρουμε ή αν ζούσαμε στην Άπω Ανατολή θα μέναμε νηστικοί; Αν είστε σίγουροι ότι το πιρούνι είναι πιο πρακτικό, δείτε και αυτόν τον μίνι διαγωνισμό.

Share/Bookmark