Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μετανάστευση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μετανάστευση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 1 Μαΐου 2015

Το αλογάκι, η τυχερή πασχαλίτσα, μια αρκούδα κι εμείς

Υπόθεση
Συλλογή τριών διηγημάτων με τους ακόλουθους τίτλους και υποθέσεις:

Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Έξω από το μεγάλο λούνα παρκ της πλατείας ένα πόνι κοιτάζει τα ξύλινα αλογάκια του καρουσέλ και τα ζηλεύει, επειδή εκείνα είναι πάντα γεμάτα παιδιά. Ο Σαράντος, ένας αδέσποτος σκύλος, το παρακινεί να κυνηγήσει το όνειρό του και να πάει κοντά τους. Έτσι, αλογάκι και σκύλος μπαίνουν στο λούνα παρκ και αρχίζουν να τρέχουν ευτυχισμένα γύρω από το καρουσέλ, με τον κόσμο να τα χειροκροτεί και να τα φωτογραφίζει... Η ζωή τους έχει αλλάξει για πάντα!

Αν έχεις τύχη Μια πασχαλίτσα, απογοητευμένη που τα φυτοφάρμακα έχουν εξαφανίσει όλες τις μελίγκρες, βρίσκει τον παράδεισο σ' ένα κτήμα με βιολογικές καλλιέργειες. Τι θα γίνει όμως όταν ένα χέρι την βάζει κατά λάθος σ' ένα τελάρο με ντομάτες;

Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς Η Εριέτα, ένας σπίνος, μας μιλάει για την μεγάλη καφετιά αρκούδα που μετανάστευσε στο δάσος τους, καθώς στη μακρινή της πατρίδα έγινε πόλεμος. Τα άλλα ζώα την αντιπαθούν, τη φοβούνται και προσπαθούν να την αποφεύγουν. Μια μέρα όμως, ένα αυτοκίνητο την χτυπά, αφήνοντας τα δύο παιδιά της μόνα κι εκτεθειμένα.Τα ζώα του δάσους, τα βρίσκουν να παίζουν ανέμελα μαζί με το παιδί της αλεπούς και του λύκου και αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι η συμπεριφορά τους απέναντι στη μητέρα τους δεν ήταν σωστή. 

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Πατάκης
Συγγραφέας: Ελένη Δικαίου
Εικονογράφηση: Μανώλης Φωνέτης
ISBN: 978-960-16-4221-5
Έτος 1ης Έκδοσης: 2012
Σελίδες: 60
Τιμή: περίπου 10 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ 
Τάξεις: Α', Β', Γ'

Κριτική
Γραμμένες με ποιότητα λόγου και τρυφερότητα, οι τρεις ιστοριούλες μεταδίδουν στους αναγνώστες ωφέλιμα μηνύματα και μια οπτική περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης, ταξιδεύοντάς τους σ' έναν κόσμο όπου οι πρωταγωνιστές είναι ζώα (αλλά ευγενέστατα). Με μέτριο μέγεθος που κυμαίνεται ανάμεσα στις 7 και τις 12 σελίδες, τα κείμενα μας συστήνουν ενδιαφέροντες χαρακτήρες και πρωτότυπες καταστάσεις που δεν κουράζουν και διαβάζονται ευχάριστα. Η σχεδόν πολυτελής έκδοση, μαζί με το σκληρό εξώφυλλο και την πολύχρωμη συνοδευτική εικονογράφηση, διαμορφώνουν τελικά ένα αξιόλογο και καλαίσθητο προϊόν. Εμείς, το προτείνουμε ανεπιφύλακτα σε μαθητές των μικρών τάξεων και σε εκπαιδευτικούς ή γονείς που μέσα από τη λογοτεχνία αναζητούν μηνύματα κατά του ρατσισμού και της ανελευθερίας.

  • Χαριτωμένες ιστορίες
  • Ωφέλιμα μηνύματα
  • Προσεγμένη έκδοση

Αξίες - Θέματα
Περιβάλλον, Φιλία, Διαφορετικότητα, Δραστηριοποίηση, Μετανάστευση, Ζωοφιλία.

Εικονογράφηση
Όμορφα σκίτσα με απλές γραμμές και ζωηρά χρώματα, συμπληρώνουν το κείμενο αλληλεπιδρώντας κάποιες φορές με τον αναγνώστη.
Απόσπασμα 
Τόσο μεγάλη ήταν η έκπληξη και η χαρά μου που είχα βρεθεί εκεί, τόση η περηφάνια μου για τους συντρόφους μου, ώστε, μέχρι να συνέλθω, μια μελίγκρα που ήταν ακριβώς μπροστά μου, αν και αργοκίνητη, όπως είναι όλες τους, κόντευε να κρυφτεί κάτω από ένα φύλλο. Με έπιασε το φιλότιμο. Όχι και να γίνω ρεζίλι, πρώτη μου μέρα στο κτήμα, και μάλιστα μπροστά στους ξένους ανθρώπους. Να ξεφύγει μελίγκρα μπροστά απ’ το στόμα μου! Όρμησα προς το μέρος της· το φύλλο κάτω απ’ το οποίο πήγαινε να κρυφτεί η μελίγκρα ήταν το τελευταίο πάνω στο κοτσάνι μιας ντομάτας. Και τότε έγινε ό,τι έγινε. Πρώτα άκουσα ένα δυνατό χρατς, κι ύστερα ο κόσμος σκοτείνιασε. Χάθηκε το κτήμα, η λεπτούλα πασχαλίτσα, η χοντρή Ολλανδέζα, κι έμεινα εγώ με την ντομάτα και το κοτσάνι, στριμωγμένη ανάμεσα σε άλλες ντομάτες, μερικές απ’ τις οποίες δεν είχαν κοτσάνι καν. Δοκίμασα να πετάξω, αλλά ήταν αδύνατον. Ήμουν φυλακισμένη κάπου. Όμως δεν ήξερα πού.

Κάνοντας την ανάγκη φιλότιμο, άρχισα τις ερωτήσεις στον εαυτό μου.

«Είσαι ζωντανή;». 

«Βέβαια».

«Σε κατάπιε τίποτε;»

«Όχι φυσικά».

«Μήπως κοιμάσαι και βλέπεις κακό όνειρο;»

«Όχι!»

«Άρα;»

Έστυβα το μυαλό μου να καταλάβω τι μπορούσε να έχει συμβεί, όταν ξαφνικά φώτισε πάλι ο τόπος γύρω μου.

«Αχ, την καημένη την πασχαλίτσα! Την κουβαλήσαμε στο σπίτι μαζί με τις ντομάτες» ακούω μια φωνή και την αμέσως επόμενη στιγμή νιώθω δυο δάχτυλα να με αρπάζουν. Κάποιος με σήκωνε.

Επιτέλους, μπορούσα να δω γύρω μου. Όμως αυτό που έβλεπα δεν το είχα ξαναδεί. Σπίτι. Είχα βρεθεί σε ένα σπίτι ανθρώπων!

Στο μυαλό μου ήρθαν όλες οι τρομακτικές ιστορίες για τις οποίες μιλούσαν τ’ άλλα ζουζούνια. Σπίτι. Ένας τόπος αφιλόξενος και επικίνδυνος. Αυτό μπορούσε να μου το βεβαιώσει κάθε μύγα, κάθε κουνούπι, κάθε ζουζούνι που είχα συναντήσει μέχρι σήμερα στον δρόμο μου.

Προσπάθησα πάλι να πετάξω, μα δεν τα κατάφερα. Αυτός που με είχε πιάσει με κρατούσε μαλακά, είναι η αλήθεια, αλλά δε με άφηνε με τίποτε.

«Τύλιξέ τη σε μια χαρτοπετσέτα».

«Όχου, δυστυχία μου!» μου ξέφυγε.

Ήταν τρομερό. Απαίσιο. Εξευτελιστικό. Θα με τύλιγαν πρώτα κάπου, πριν με σκοτώσουν, γιατί με σιχαίνονταν, λες και ήμουν κατσαρίδα. Δε θα πέθαινα ηρωικά από χελιδόνι ή από ένα οποιοδήποτε άλλο πουλί, για παράδειγμα. Ούτε καν από σαύρα, στις οποίες κάποτε κάποτε γινόμαστε μεζές. Εγώ, ένα περήφανο μέλος του ηρωικού στρατού των εξολοθρευτών, θα εξολοθρευόμουν σε ένα σπίτι ανθρώπων.

Ωστόσο, ήμουν αποφασισμένη να παλέψω ως το τέλος. Έτσι, μόλις ένιωσα τα δάχτυλα που με κρατούσαν να χαλαρώνουν για μια στιγμή, κατάφερα να ανοίξω τις φτερούγες μου, αλλά μάταια, καθώς την επόμενη στιγμή βρέθηκα πάλι τυλιγμένη κάπου.

Η χαρτοπετσέτα! σκέφτηκα.

Τώρα δε μου έμενε παρά να σκύψω το κεφάλι και να υποκύψω στην τύχη μου. Θα πέθαινα, όμως, όσο γινόταν πιο ηρωικά. Και τι ήταν πιο ηρωικό απ’ το να πεθάνω με το τραγούδι του στρατού των εξολοθρευτών στα χείλη.

Άρχισα να τραγουδάω, λοιπόν:
«Εμπρός ο γενναίος στρατός, της μελίγκρας ο ορκισμένος εχθρός. Εμπρός για φυτά ζωηρά και γεμάτη κοιλιά. Ο γενναίος στρατός, της μελίγκρας ο εχθρός, ξεκινά και νικά και πάλι!».

Βέβαια, τα λόγια δεν ταίριαζαν ακριβώς με την περίπτωση, αλλά ταίριαζαν γάντι με την αξιοπρέπειά μου. Άκουγα τη φωνή μου δυνατή και καμπανιστή, όπως ταιριάζει σε κάποια σαν και μένα. Ήμουν περήφανη για τον εαυτό μου, για το μόνο που απορούσα ήταν πώς γινόταν κι όσο τραγουδούσα τόσο άκουγα καινούριες φωνές να ενώνονται με τη δική μου. Σε λιγάκι ήταν λες και τραγουδούσε μαζί μου ολόκληρος στρατός.

Πάει, έχασα τα λογικά μου, σκεφτόμουνα και συνέχισα να τραγουδάω ακόμη και τη στιγμή που ένιωσα να κατρακυλάω κάπου και ο κόσμος γύρω μου φωτίστηκε ξανά. Βρισκόμουν πάνω σε ένα φύλλο. Πρώτα ένιωσα τις μυρωδιές. Μυρωδιά από φρεσκοποτισμένο χώμα και φυτά γεμάτα χυμούς και μελίγκρες… Πολλές μελίγκρες! Τις έβλεπα δίπλα μου, μπροστά μου. Ακόμη και μουσική είχε εκείνος ο τόπος, από παντού γύρω ακουγόταν το τραγούδι μας.

«Εμπρός ο γενναίος στρατός…»

Αυτό ήταν, πάει πέθανα, αποφάσισα. Πέθανα και τώρα είμαι στον παράδεισο της πασχαλίτσας.

Σχόλιο
Τα κείμενα της συλλογής είναι διαποτισμένα με περιβαλλοντική ευαισθησία, αλλά ταυτόχρονα πλούσια και σε κοινωνικές αξίες και διάφορα χρήσιμα διδάγματα για τα παιδιά. 

Στο πρώτο, η περιπέτεια του μικρού πόνι μεταφέρει στους μικρούς αναγνώστες το μήνυμα ότι αξίζει να κυνηγάμε τα όνειρά μας· με τη βοήθεια των φίλων μας, μπορούμε να τα κάνουμε πραγματικότητα και να ευτυχίσουμε! Επίσης, γίνεται προφανές ότι όταν βοηθάμε κάποιον να πετύχει τους στόχους του, μπορεί να αλλάξει και η δική μας ζωή προς το καλύτερο (σ.19).

Στη δεύτερη ιστορία, η αξία που προβάλλεται κατά κύριο λόγο είναι η συντροφικότητα. Όταν η απογοητευμένη πασχαλίτσα βρίσκεται ανάμεσα σε έναν ολόκληρο στρατό από συντρόφους της που τραγουδούν περήφανα, αισθάνεται πως άνοιξε την πόρτα του παραδείσου. Η εικόνα τους την παρηγορεί ακόμα και στις δυσκολότερες στιγμές της και τα λόγια του ύμνου τους της δίνουν κουράγιο. Καταλαβαίνει παράλληλα ο αναγνώστης, τη δύναμη και τη σιγουριά που μπορεί να δώσει σ' ένα μικρό πλάσμα η συγκέντρωσή του σε μεγάλους αριθμούς. Πώς άραγε μπορεί να αξιοποιηθεί αυτή η γνώση στα πλαίσια του σχολικού περιβάλλοντος;

Το τελευταίο διήγημα είναι σαφέστατα αφιερωμένο στην αποδοχή της διαφορετικότητας. Η αρκούδα που έχει φύγει από την πατρίδα της λόγω πολέμου, θυμίζει το έντονο στις μέρες μας -εξαιτίας του πολέμου της Συρίας- πρόβλημα της μετανάστευσης, που οδηγεί χιλιάδες στον θάνατο και απασχολεί μέχρι και τα δελτία ειδήσεων. Οι μικροί αναγνώστες θα συνειδητοποιήσουν μέσα από το κείμενο το πόσο άσχημο είναι το να απορρίπτεις κάποιον που βρίσκεται στην ανάγκη σου, μόνο και μόνο επειδή είναι διαφορετικός. Επίσης, ίσως παραδειγματιστούν από το γεγονός ότι τα παιδιά της αρκούδας παίζουν ανέμελα με εκείνα του λύκου και της αλεπούς, υπερπηδώντας τα κοινωνικά στεγανά και στέλνοντας ένα μήνυμα ανθρωπιάς στους μεγαλύτερους.

Χρήση στην τάξη
Στην τάξη μπορούμε να συζητήσουμε για όλα τα παραπάνω θέματα αλλά και να ενημερώσουμε τους μαθητές σχετικά με διάφορα περιβαλλοντικά ζητήματα.

Έτσι, αφού ρίξουμε μια ματιά στις παρεμβάσεις που κάνει ο Αρκτούρος σε τεχνικά έργα, μπορούμε να συζητήσουμε για τους κινδύνους που απειλούν τις αρκούδες που προσπαθούν να κινηθούν στους βιοτόπους τους μέσα από δρόμους ταχείας κυκλοφορίας και αφού προβάλλουμε σχετικές εικόνες, να οργανώσουμε μια αναπαράσταση με παντομίμα.
Ο μικρός Τζον και ο Νικήτας παίζουν (πηγή)
Επίσης, μπορούμε να κάνουμε λόγο για τα ωφέλιμα έντομα και να δούμε κάποιο animation ή video για τη ζωή της πασχαλίτσας, του αμείλικτου κόκκινου εξολοθρευτή της μελίγκρας!
Στη δική μας τάξη, ασχοληθήκαμε περισσότερο με την περιπέτεια της πασχαλίτσας που ταιριάζει στην εποχή. Συζητήσαμε για κάποια από τα θέματα που αναφέρονται πιο πάνω και έπειτα κλείσαμε σοκολατάκια σε σχήμα πασχαλίτσας μέσα σε πολύχρωμα μπαλόνια που τα ζωγραφίσαμε ώστε να θυμίζουν τα χαριτωμένα έντομα... Την επόμενη μέρα, και αφού η προσμονή μας είχε κορυφωθεί, τα σκάσαμε και ριχτήκαμε στα γλυκά μας σαν να ήταν μελίγκρες! Καλή Πρωτομαγιά!


Share/Bookmark

Τετάρτη 1 Απριλίου 2015

Τα διαμάντια της μαϊμούς

Υπόθεση
Η συλλογή περιέχει πέντε διηγήματα, οι υποθέσεις των οποίων έχουν ως εξής:

Τα διαμάντια της μαϊμούς - Αττική 1835. Ο Κουρτ, Βαυαρός στρατιώτης της ακολουθίας του βασιλιά Όθωνα, έχει πάει για κυνήγι με τον φίλο του Χανς στο Πικέρμι (Μεγάλο Ρέμα). Καθώς κοιμούνται κάτω από μια βελανιδιά, ο Κουρτ, με τη βοήθεια και της ντόπιας ρετσίνας, παρασύρεται σ' ένα παράξενο όνειρο που τον μεταφέρει στο Νεότερο Μειόκαινο (9 έως 6,5 εκατομμύρια χρόνια πριν). Παρατηρεί διάφορα ζώα που την εποχή εκείνη ζούσαν στην περιοχή, δέχεται επίθεση από ύαινες και ταξιδεύει στην πλάτη μιας τεράστιας χελώνας σε μια πεδιάδα, όπου συναντά ακόμα περισσότερα είδη. Όταν ο φίλος του Χανς ξυπνάει, αποκαλύπτεται ότι έχει δει στον ύπνο του τη συνέχεια της ίδιας ιστορίας! Ο Κουρτ παίρνει άδεια και ταξιδεύει πίσω στη Βαυαρία, όπου επισκέπτεται έναν καθηγητή για να του δείξει ένα κόκαλο με "διαμάντια" που απέσπασε από την αττική γη. Πρόκειται άραγε για αληθινό θησαυρό, ή απλώς για άνθρακες;

Τα τσακάλια - Ο μικρός Ρας με τον πατέρα του κυνηγούν στο χιονισμένο νεολιθικό τοπίο μαζί με τους υπόλοιπους άντρες της φυλής. Δυο κοκκινότριχα τσακάλια που έχουν μεγαλώσει με αποφάγια δίπλα στη σπηλιά των ανθρώπων, τους ακολουθούν και τελικά τους βοηθούν να συλλάβουν τη λεία τους.  Ο αρχηγός τα ανταμείβει με δυο κομμάτια από τα θηράματα, κλείνοντας μαζί τους μια σιωπηρή συμφωνία.

Το κορίτσι με τα σαλιγκάρια - Η οικογένεια της 8χρονης Κάτιας έχει μόλις επαναπατριστεί από τη Ρωσία. Η μητέρα της προσπαθεί να την βοηθήσει να προσαρμοστεί στο να ζει σ' ένα στενό δωμάτιο ξενοδοχείου, όμως η μικρή δυσκολεύεται, επειδή της απαγορεύουν να φιλοξενεί κατοικίδια ζώα. Έναν χρόνο αργότερα γράφεται απευθείας στη Δ' τάξη, όμως τα ελληνικά της είναι πολύ φτωχά και προβληματίζεται. Μεγάλη της παρηγοριά ένα κουτί παπουτσιών που έχει μετατρέψει σε πάρκο σαλιγκαριών! Μια και είναι τα μοναδικά ζωάκια που μπορούν να περάσουν απαρατήρητα, δίνει σ' αυτά όλη της την αγάπη. Μια μέρα, γυρίζοντας σπίτι, θα αντιμετωπίσει μια δυσάρεστη έκπληξη...

Το μαύρο σκυλάκι - Ο κ. Κοκκίνης χαρίζει στη Βίκη ένα μαύρο μαλλιαρό κανίς - γκριφόν με το οποίο το κορίτσι δένεται πολύ. Το φροντίζει συνέχεια και του συμπαραστέκεται όταν προσβάλλεται από μόρβα. Το σκυλάκι μεγαλώνει, αλλά μόλις γίνεται 8 μηνών και βγαίνει για πρώτη φορά έξω μόνο του, ένας σαδιστής οδηγός φορτηγού το πατάει με το αυτοκίνητό του. Λίγο καιρό μετά την ταφή του, η Βίκη βλέπει ένα περίεργο όνειρο...

Όταν γεννήθηκε το μαμούθ - Ένας Τουγκούζος κυνηγός ανακαλύπτει παγωμένο μέσα στη στέπα ένα ολόκληρο μαμούθ σε άριστη κατάσταση. Ξεπερνώντας το δέος του, ειδοποιεί τον υπεύθυνο της περιοχής, που με τη σειρά του τηλεφωνεί στην Ακαδημία Επιστημών του Μαγκατάν για να ενημερώσει τους αρμοδίους. Καταφθάνει στο σημείο μια επιστημονική επιτροπή που αναλαμβάνει να το ξεπαγώσει και να το μεταφέρει στο εργαστήριο. Πίσω στο Λένινγκραντ, ο κυτταρολόγος Ορλόφ και ο καθηγητής Ζόριν, θέλουν να χρησιμοποιήσουν ζωντανά κύτταρα του μαμούθ για να το κλωνοποιήσουν. Βρίσκουν μάλιστα μια θηλυκή ελεφαντίνα για να κυοφορήσει το ωάριο. Μετά από 20 μήνες, έρχεται στον κόσμο ένα τερατάκι που μοιάζει με μοεριθήριο. Φαίνεται πως το πείραμα απέτυχε επειδή το κύτταρο του ξεπαγωμένου μαμούθ είχε μειωμένη δύναμη... οι επιστήμονες πρέπει να συνεχίσουν την προσπάθεια!

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Κέδρος
Συγγραφέας: Κίρα Σίνου
Εικονογράφηση: Ωρίωνας Αρκομάνης
ISBN: 978-960-04-0011-3
Έτος 1ης Έκδοσης: 1983
Σελίδες: 118
Τιμή: περίπου 6 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Ε', Στ'

Κριτική
Βραβευμένη συλλογή διηγημάτων που θεματικά κινούνται σε δύο φαινομενικά παράταιρους άξονες: την προϊστορική πανίδα και την αγάπη κάποιων σύγχρονων παιδιών για τα κατοικίδιά τους. Η γλώσσα γραφής είναι απλή και λογοτεχνικά προσεγμένη, με όμορφες περιγραφές, σαφήνεια αλλά και ευαισθησία στην έκφραση, ενώ το περιεχόμενο εμπλουτίζεται και με αρκετές επιστημονικές πληροφορίες. Από άποψη έκτασης, συναντάμε δύο κείμενα μικρού μεγέθους (καθένα καταλαμβάνει μόλις 9 σελίδες) και τρία μεγαλύτερα, με το πρώτο να δίνει και τον τίτλο του στο βιβλίο. Η εικονογράφηση περιλαμβάνει για κάθε ιστορία ένα μικρό εισαγωγικό σκίτσο πάνω από τον τίτλο (βλ. εικόνα πιο κάτω) και μία (συνήθως) ολοσέλιδη ασπρόμαυρη ζωγραφιά που απεικονίζει κάποιον χαρακτήρα ή μια σκηνή. Τα διηγήματα διαβάζονται τελικά αρκετά ευχάριστα, ενώ χάρη στην ποικιλία των εποχών και των χαρακτήρων, μπορούν να ικανοποιήσουν αναγνώστες με διαφορετικά γούστα: από τους λάτρεις των επιστημών και της περιπέτειας, μέχρι εκείνους που προτιμούν συγκινητικές ιστορίες με ζωάκια. Το προτείνουμε σε μαθητές των μεγάλων τάξεων του Δημοτικού και σε συναδέλφους που ενδιαφέρονται να ενημερωθούν και να ασχοληθούν στην τάξη με την εξέλιξη της σχέσης ανθρώπου και ζώων μέσα στους αιώνες.

  • Χαριτωμένες ιστορίες
  • Ποικιλία στα θέματα και τις αξίες

Αξίες - Θέματα
Ιστορία, Μύθος, Φιλοσοφία, Υπευθυνότητα, Αλτρουισμός

Σκηνές που ξεχωρίσαμε
Όλες οι ιστορίες έχουν ενδιαφέρουσες σκηνές, αλλά προσωπικά μου εντυπώθηκαν περισσότερο οι σκηνές από Τα τσακάλια και το Όταν γεννήθηκε το μαμούθ.

Εικονογράφηση
Σε κάθε ιστορία συναντάμε ένα μικρό εισαγωγικό σκίτσο πάνω από τον τίτλο και μία (σε μία περίπτωση και δύο) ολοσέλιδη ασπρόμαυρη ζωγραφιά που συνοδεύει τυπικά το κείμενο και χωρίς να αλληλεπιδρά ιδιαίτερα με αυτό, απεικονίζει μια σκηνή ή κάποιον από τους χαρακτήρες.
Απόσπασμα
Έκανε πολύ κρύο την ώρα που ξεκινούσαν για το κυνήγι. Μόλις είχε πάρει να γλυκοχαράζει και τ’ αχνό τριανταφυλλένιο φως αντιφέγγιζε ροδαλό πάνω στα χιόνια που σκέπαζαν με παχύ στρώμα τη γη, χαρίζοντας στο τοπίο κάτι παραμυθένιο.

Όμως, οι άνθρωποι που περπατούσαν δεν είχαν το μυαλό τους στις ομορφιές της φύσης. Το μόνο που τους απασχολούσε εκείνη την ώρα ήταν να βρουν κάποια λεία που θα τους εξασφάλιζε τροφή για αρκετές μέρες. Ο χειμώνας ήταν βαρύς κι όσο πήγαινε τόσο κι αγρίευε. Ακόμα και σ’ αυτούς τους τραχείς και σκληραγωγημένους ανθρώπους της παλαιολιθικής εποχής το κυνήγι ήταν μια δουλειά δύσκολη κι εξαντλητική, γιατί πολλές φορές χρειάζονταν μέρες ολάκερες να τριγυρνούν ανάμεσα στους πάγους και στις χιονοθύελλες, για ν’ ανακαλύψουν κάποιο θήραμα.

Οι κυνηγοί βάδιζαν σκορπισμένοι στους χαμηλούς λόφους, ψάχνοντας για χνάρια. Τα χοντρά τους ρούχα, φτιαγμένα από τομάρια ζώων, τους προστάτευαν καλά από το ψύχος. Τα γούνινα σκουφιά που φορούσαν στα κεφάλια τους προφύλαγαν τ’ αφτιά τους από την παγωνιά και τα γούνινα ποδήματα όχι μόνο κρατούσαν ζεστά τα πόδια τους, αλλά και τους βοηθούσαν να περπατούν αθόρυβα. Στο λαιμό τους είχαν περασμένα περιδέραια από νύχια και δόντια μεγάλων σαρκοβόρων. Μόνο το περιδέραιο του αρχηγού ξεχώριζε. Ήταν καμωμένο από χάντρες σκαλισμένες σε χαυλιόδοντα μαμούθ, εκείνου του τεράστιου τριχωτού ελέφαντα, που κυριαρχούσε σ’ όλες τις πεδιάδες. Δεν υπήρχε ζώο που θα μπορούσε να διανοηθεί να σταθεί εμπόδιο στο διάβα του μαμούθ. Όλα το τρέμανε. Μονάχα ο άνθρωπος τολμούσε ν’ αμφισβητήσει την κυριαρχία του. Του έστηνε παγίδες και το καταδίωκε στους βάλτους και στα έλη, όπου το πελώριο παχύδερμο κολλούσε μέσα στη λάσπη και του γινόταν εύκολη λεία.

Μα σήμερα οι κυνηγοί δεν ψάχνανε για μαμούθ. Μακάρι να βρίσκανε κανένα. Θα τους εξασφάλιζε τροφή και λίπος για όλο το χειμώνα. Ξέρανε όμως καλά πως τα μαμούθ είχαν φύγει από την περιοχή τους, τραβώντας για τόπους όπου δεν υπήρχαν άνθρωποι. Ψάχνανε για οτιδήποτε, αρκεί να μη χρειαζόταν τίποτα περισσότερο από καλό σημάδι και γοργά πόδια για να το προλάβουν.

Ο Ρας βάδιζε δίπλα στον πατέρα του. Δεν ήταν πολύς καιρός που οι μεγάλοι κυνηγοί είχαν αρχίσει να τον παίρνουν μαζί τους, για να μάθει την τέχνη του κυνηγιού και να συνηθίσει στις δυσκολίες του. Από το κυνήγι εξαρτιόταν η ζωή τους, η ζωή ολόκληρης της φυλής. Δεν αρκούσε μονάχα ο καλός υπολογισμός και η σβελτάδα. Χρειαζόταν να μάθει τόσα πολλά! Να μάθει να ξεχωρίζει τα χνάρια των ζώων, να καταλαβαίνει, βλέποντας αυτά τα χνάρια, τι έκανε το ζώο κι αν θα ήταν εύκολη λεία. Κι έπρεπε να μάθει και τις συνήθειες όλων των ζώων και τον τρόπο της ζωής τους.

Το μάτι του έπαιζε πασχίζοντας ν’ ανακαλύψει και το παραμικρότερο σημάδι. Το φρέσκο χιόνι απλωνόταν παρθένο ένα γύρο τους. Το κρύο ήταν διαπεραστικό, τα κοπάδια δεν είχαν αρχίσει ακόμα να μετακινούνται.

Ξαφνικά ένιωσε πως κάποιος από πίσω τον κοίταζε. Το ένστιχτό του του έλεγε καθαρά πως τον παρακολουθούσαν. Ένα έντονο συναίσθημα κινδύνου τον πλημμύρισε ολόκληρο κι άθελά του σχεδόν γύρισε να κοιτάξει πίσω του. Ξεχώρισε δυο σκιές να τους ακολουθούν σε αρκετή απόσταση. Τα όρθια αυτιά και οι φουντωτές ουρές του δήλωσαν πως είναι τσακάλια.

- Πατέρα, είπε με χαμηλή φωνή γιατί απαγορευόταν ρητά να φωνάζεις την ώρα του κυνηγιού, πίσω μας έρχονται δύο τσακάλια. Να τους πετάξω χιονιές για να φύγουν;

Ο πατέρας γύρισε και κοίταξε.

- Ναι, είναι τσακάλια, είπε. Μη, φώναξε σχεδόν, βλέποντας το Ρας να σκύβει για να μαζέψει χιόνι. Μπορεί να σου ριχτούν… Μη δίνεις σημασία. Αν δεν τα πειράξεις, δεν πρόκειται να μας επιτεθούν. Ασ’ τα ήσυχα.

Ο Ρας υπάκουσε. Η κουβέντα του πατέρα ήταν νόμος. Όλο όμως γύριζε κι έριχνε πίσω του καμιά ματιά. Ήθελε να δει αν πλησίαζαν και αν η απόσταση που τα χώριζε μπορούσε να είναι επικίνδυνη. Κι έπειτα αυτά τα τσακάλια… Είχαν κάτι που του θύμιζε εκείνα τ’ άλλα τσακάλια… Ήταν καιρός τώρα που ένα κοπάδι από δαύτα γυρόφερνε κοντά στη σπηλιά τους. Έρχονταν και έφευγαν, πήγαιναν κυνήγι κι έπειτα ξαναγύριζαν. Και πλησίαζαν προπαντός όταν το κυνήγι τους είχε σταθεί άτυχο και τα έκοβε η πείνα.

Στις αρχές οι γυναίκες τα φοβόνταν. Βλέποντάς τα όμως να καθαρίζουν τους σκουπιδότοπους χωρίς σαν πειράζουν τους ανθρώπους, τα συνήθισαν. Μερικές μάλιστα τα βλεπαν με καλό μάτι. Δεν ήταν πια τόση η βρομιά, τώρα που τα τσακάλια καταβρόχθιζαν όλα τ’ απομεινάρια. Και πολλές τους πετούσαν κόκαλα κι αποφάγια και κάνανε χάζι τα ζώα που πέφτανε όλα μαζί στήνοντας καβγάδες.

Όσο πήγαινε, τόσο περισσότερο συνηθίζονταν αναμεταξύ τους άνθρωποι και τσακάλια. Και τα τσακάλια άρχισαν να εμπιστεύονται τον άνθρωπο και να κουβαλούν τα κουτάβια τους. Μερικά από τα κουτάβια μεγάλωσαν κοντά στη σπηλιά και δεν ακολουθούσαν πάντα το κοπάδι που έφευγε για το κυνήγι. Φαίνεται πως τους έφταναν τ’ αποφάγια και ήταν χορτάτα. Ήταν μάλιστα και δύο με τρίχωμα κοκκινωπό, που τους πετούσε πότε πότε κι η ίδια κανένα κόκαλο.

Ο Ρας γύρισε απότομα να ξανακοιτάξει. Τα τσακάλια είχαν πλησιάσει τόσο που μπορούσε να τα ξεχωρίσει. Καλά το είχε μαντέψει, ήταν οι κοκκινοτρίχηδες από τη σπηλιά…

- Πατέρα, είπε ψιθυριστά, γιατί ήξερε πολύ καλά πόσο μακριά αντιλαλεί η ανθρώπινη φωνή μέσα σε μια τέτοια ησυχία. Είναι από κείνα τα τσακάλια που λημεριάζουν έξω από τη σπηλιά μας. Τα γνώρισα από το χρώμα τους.

- Φταίνε οι γυναίκες που τους πετούν τ’ αποφάγια και τα μάθανε. Μας πήραν από πίσω γιατί ελπίζουν, φαίνεται, ότι κάτι θα βγάλουν ακολουθώντας μας.

Εκείνη τη στιγμή ο αρχηγός σήκωσε το κοντάρι του. Το μάτι του είχε ξεχωρίσει το θήραμα. Ο Ρας κι ο πατέρας του και οι άλλοι κυνηγοί πλησίασαν αθόρυβα. Αμίλητος ο αρχηγός τους έδειξε τα μεγάλα ίχνη που είχαν σφραγίσει έντονα το κατάλευκο χιόνι.

- Αγριόταυρος! ψιθύρισε ο πατέρας του Ρας. Και δεν είναι ένας, είναι πολλοί, πρόσθεσε δείχνοντας πιο κάτω κι άλλα χνάρια. Θα κάνουμε καλό κυνήγι.
Βραχογραφία με κυνήγι από το Tadrart Acacus, στο Φεζάν της Λιβύης (πηγή)

Σχόλια 
Οι θεματικές της συλλογής, μπορεί εκ πρώτης όψεως να μοιάζουν παράταιρες ή ακόμα και αντίθετες (βλ. σχόλιο Μάνου Κοντολέων στην Πολιτιστική στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου), μια πιο προσεκτική ωστόσο ματιά, μας επιτρέπει να διαπιστώσουμε ότι όλα τα διηγήματα αφορούν τη σχέση ανθρώπων και ζώων. Συνδετικό κρίκο στο περιεχόμενο αποτελεί η ιστορία "τα τσακάλια" (από την οποία προέρχεται και το παραπάνω απόσπασμα)· εκεί συναντιέται για πρώτη φορά ο άνθρωπος μ' ένα άγριο, προϊστορικό ζώο, που πρόκειται στη συνέχεια να γίνει ο καλύτερός του φίλος.
Από τους Μιασίδες στους λύκους και από εκεί στους σημερινούς σκύλους (πηγή)

Στο πρώτο διήγημα, τα σχόλια του Βαυαρού στρατιώτη Κουρτ δείχνουν συμπάθεια για τον ελληνικό πολιτισμό αλλά και κάποια απαξίωση για την κατάσταση του λαού μας. Σχεδόν χίλια χρόνια έχουν περάσει από τότε που οι Βυζαντινές πριγκιποπούλες κοίταζαν τους Γερμανούς της βασιλικής αυλής αφ' υψηλού (βλ.  Άννα και Θεοφανώ της ίδιας συγγραφέως) μεταδίδοντάς του «τα φώτα» της Ανατολής. Τι συνέβη στο ενδιάμεσο και ήρθαν τα πάνω-κάτω; Μα φυσικά η περίοδος της τουρκοκρατίας, που για μισή χιλιετία κράτησε τα Βαλκάνια σε επιστημονικό σκοτάδι και ως έναν βαθμό ευθύνεται (ενώ ακόμα συχνότερα χρησιμοποιείται ως δικαιολογία) για μια σειρά από παθολογίες της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας.
Βαυαρικές στολές του 19ου αιώνα (πηγή)
Στη σελίδα 80, ο κύριος Κοκκίνης χαρίζει στη Βίκη ένα σκυλάκι επειδή σύμφωνα με τα λεγόμενά του δεν μπορεί ο ίδιος να το κρατήσει στην πολυκατοικία. Το κορίτσι τον ευχαριστεί, αλλά μόλις απομακρύνεται από το σπίτι του σχολιάζει με κακεντρέχεια: Μάθημα που μου 'κανε εκείνος ο ηλίθιος! Δεν το θέλει το σκυλί, ωραία! Τόσο το καλύτερο για μένα! Η αντίδρασή της μάλλον δεν δικαιολογείται ιδιαίτερα από τα όσα ειπώθηκαν, ενώ ως έναν βαθμό έρχεται σε αντίθεση με τον ευαίσθητο χαρακτήρα που φανερώνει το κορίτσι αργότερα. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου. Να αναφέρουμε επίσης ότι το συγγραφικό τέχνασμα του ταξιδιού στο παρελθόν μέσα από ένα όνειρο (που χρησιμοποιείται στην κεντρική ιστορία), το έχουμε ξανασυναντήσει στην ιστορία της Νίτσας Τζώρτζογλου Ο τελευταίος βασιλιάς της Ατλαντίδας, που εκδόθηκε λίγα χρόνια πριν, το 1978.

Η τελευταία ιστορία της συλλογής μάς θυμίζει λίγο το Όταν αναστήθηκε το μαμούθ, από το οποίο η συγγραφέας ίσως να άντλησε έμπνευση. Σε εκείνο το μυθιστόρημα του 1923, οι επιστήμονες καταφέρνουν να επαναφέρουν το μαλλιαρό ζώο χρησιμοποιώντας κρυογονική, ενώ στο παρόν διήγημα επιλέγεται άλλη διαδικασία. Πρόκειται για την γνωστή μας κλωνοποίηση (στη σ. 110 της συναντάμε ως "κλώνωση") που το 1983 -χρονολογία έκδοσης του βιβλίου- ανήκε ακόμα στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας. Η αείμνηστη Κίρα Σίνου, θα ήταν χαρούμενη να ακούσει τα τελευταία επιστημονικά νέα. Σε άρθρο της περασμένης εβδομάδας (για τους αγγλομαθείς εδώ στον Telegraph και εδώ στο Popular Science) διαβάζουμε ότι ερευνητές του Harvard κάνουν πραγματικότητα το πρώτο βήμα για την επιστροφή των μαμούθ: απομόνωσαν γονίδια του προϊστορικού ζώου, τα αντέγραψαν και στη συνέχεια τα εισήγαγαν στο γενετικό υλικό ενός ελέφαντα. Η λογοτεχνική φαντασία για μια ακόμη φορά θριαμβεύει!

Η συγγραφέας έχει αναφερθεί κι άλλες φορές στα μεγάλα αυτά θηλαστικά (Στη χώρα των μαμούθ), ενώ έχει επίσης θίξει το θέμα της επαναφοράς στη ζωή προϊστορικών όντων (Ο Ρινόκερος της ερήμου Γκόμπι από τις Ιστορίες της Κίρας) και αλλόκοτων πλασμάτων γενικότερα (θυμίζουμε εκείνα του Σπύρου Καντίδη στο Μεγάλο Πείραμα). Όσοι ενδιαφέρονται συγκεκριμένα για την κλωνοποίηση, μπορούν να την συναντήσουν και σε άλλα παιδικά βιβλία όπως το η γάτα που δε νιαούριζε.
Μπορεί τα μαμούθ να επιστρέψουν στη γη μετά από 4.000 χρόνια; (πηγή)
Χρήση στην Τάξη
Στο διήγημα Τα διαμάντια της μαϊμούς, ο Βαυαρός Κουρτ συναντά ένα σωρό ζώα, με τα ονόματα των οποίων θα μπορούσαμε να κατασκευάσουμε ένα κρυπτόλεξο για την πανίδα του Μειόκαινου στην Αττική: Μαϊμούδες, τριδάχτυλα ιππάρια, χαλικοθήρια, ύαινες, χελώνες, ζαρκάδια, αντιλόπες, στρουθοκάμηλοι, ρινόκεροι, καμηλοπαρδάλεις, αγριόχοιροι, πάνθηρες, ελέφαντες, δεινοθήρια, αλλά και μαχαιρόδοντα, όπως αυτά που συναντήσαμε στον έξυπνο προϊστορικό ζωγράφο του Πάνου Τσερόλα. Στις εικόνες που ακολουθούν το κρυπτόλεξο του Μειόκαινου και η λύση του.
Στο "κορίτσι με τα σαλιγκάρια" συναντάμε πολλές πληροφορίες για τα αργοκίνητα αυτά ζωάκια. Μήπως θα ήταν εύκολο να κατασκευάσουμε και στην τάξη μας μια φάρμα όπως κάνει η Κάτια στο δωμάτιό της; Εδώ μπορείτε να βρείτε πληροφορίες για το τι θα χρειαστεί για να ξεκινήσετε το δικό σας εκτροφείο σαλιγκαριών. Φαίνεται πως αν αερίζετε τακτικά το κατοικίδιό σας και του παρέχετε σωστή διατροφή (όπως π.χ. ασβέστιο για το κέλυφός του), θα σας διδάξει απλόχερα την υπομονή, τα μαθηματικά (βλ. ακολουθία Fibonacci), ενώ μπορεί να ζήσει κοντά σας μέχρι και 15 χρόνια!
Μαθαίνοντας να φροντίζουμε τα σαλιγκάρια, γινόμαστε πιο υπεύθυνοι (πηγή)

Share/Bookmark

Σάββατο 12 Απριλίου 2014

Του Δωδεκάμερου και της Λαμπρής

Υπόθεση
Το βιβλίο περιλαμβάνει δεκαέξι ιστορίες (6 για το Δωδεκαήμερο και 10 σχετικές με τη Λαμπρή) με τους εξής τίτλους και υποθέσεις:

** Να τα πούμε; Παραμονή Χριστουγέννων και ο καπετάν Ζαννής βρίσκεται με το πλοίο του στο τρίγωνο των Βερμούδων. Κάτι περίεργο τους πλησιάζει απειλητικά και μόνο ένα θαύμα μπορεί να αλλάξει την κατάσταση...

*** Χριστούγεννα στο Ανήλιο Μια οικογένεια από τον Βόλο, περνάει τις γιορτές των Χριστουγέννων στο χωριό Ανήλιο, φιλοξενούμενη από συγγενείς. Τα παιδιά ζουν όμορφες και ήσυχες στιγμές κοντά στη φύση με τα ξαδέλφια τους, όταν όμως δοκιμάζουν να παίξουν με αυτοσχέδια έλκηθρα στο χιόνι... μαθαίνουν ότι αγώνες χωρίς απώλειες δεν γίνονται.

**** Οι φορεσίτσες της γιαγιάς Μαριγώς Η γιαγιά Μαριγώ κάθε Χριστούγεννα φυλάει την ομορφότερη φορεσιά που έχει πλέξει "για τον Χριστούλη". Η εγγονής της νομίζει πως για να Του τη δώσει, η γιαγιά ταξιδεύει μέχρι τη Βηθλεέμ. Μια μέρα όμως, θα καταλάβει ότι για να βρούμε το Χριστό δεν είναι ανάγκη να πάμε τόσο μακριά.

**** Τα παιδιά των φαναριών Δίπλα στη στάση του σχολικού της, ένα κορίτσι συναντά κάθε μέρα ένα παιδί των φαναριών. Βλέποντάς το να καθαρίζει τζάμια για λίγα κέρματα, νιώθει ενοχές για τα όσα εκείνη μπορεί και απολαμβάνει, κι έτσι προσπαθεί να το βοηθήσει, προσφέροντάς του αρχικά φαγητό και έπειτα το μπουφάν της.

**** Το σουρβάκισμα Την Πρωτοχρονιά του 1942, δυο νεαρά παιδιά αποφασίζουν κρυφά από τους γονείς τους, να ριψοκινδυνέψουν "σουρβακίζοντας" μ' ένα κλαδί ελιάς κάποιους Ιταλούς φρουρούς στο χωριό. Όμως η πράξη αυτή αντίστασης δεν περνάει ατιμώρητη.

**** Σήμερα τα Φώτα Η μικρή Οδύσσεια του Αλέξανδρου από το Αφγανιστάν, που προσπαθώντας να ακολουθήσει τα βήματα του μεγάλου του αδελφού, βρίσκεται μέσα από το μονοπάτι του λαθρεμπορίου ψυχών, σ' ένα επαρχιακό σχολείο μεταναστών στην Ελλάδα.

*** Τα λαζαράκια Δεύτερος χρόνος κατοχής και στο χωριό που ταλαιπωρείται από τους Ιταλούς, τα τρόφιμα έχουν λιγοστέψει. Καθώς όμως είναι Σάββατο του Λαζάρου, τα παιδιά θα ζυμώσουν λαζαράκια και θα τραγουδήσουν το Λάζαρο, ευχόμενοι η λευτεριά να έρθει γρήγορα.

*** Συγνώμη, Εβελίνα Η Εβελίνα από τη Γερμανία έρχεται να περάσει με την οικογένεια του νονού της για πρώτη φορά το Πάσχα στην Ελλάδα. Επιμένει μάλιστα για τις διακοπές τους να ταξιδέψουν όλοι μαζί στην Πάτμο. Εκεί, η συμπεριφορά της θα τσαντίσει τον νεαρό Πατινιώτη Ζήσιμο, ο οποίος θα αντιδράσει με άσχημο τρόπο και θα πρέπει να απολογηθεί.

*** Το αυγό κι η αποθήκη με τα ποντίκια Η Βαγγελίτσα θα τραγουδήσει φέτος τον Λάζαρο μόνη, αφού η αδελφή της μεγάλωσε πια για να τη συνοδεύει. Όλοι την καλοδέχονται και της δίνουν απλόχερα αβγά, ευχές και λαζαράκια. Όμως ο Γιάννος βάζει στο σημάδι το καλάθι της και της σπάει σχεδόν όλα τα αβγά. Πώς θα αντιδράσει άραγε η μικρή Βαγγελιώ, όταν σε λίγες μέρες ο Γιάννος θα εμφανιστεί στην πόρτα του σπιτιού της για να ψάλλει το μοιρολόγι της Παναγιάς;

** Η γιαγιά Ευανθία και οι βιολέτες της Η γιαγιά Ευανθία φροντίζει τον κήπο της και διαλέγει τα πιο όμορφα λουλούδια για να τα πάει κάθε Σάββατο στο μνήμα του παππού. Μετά από ένα Σάββατο του Λαζάρου όμως, φεύγει για το μεγάλο ταξίδι, ίσως για να τον συναντήσει.

*** Μια έκπληξη που δαγκώνει Δυο εγγόνια επισκέπτονται τον παππού και τη γιαγιά στην Κοζάνη για να περάσουν μαζί το Πάσχα. Κοντά τους θα γνωρίσουν τα τοπικά έθιμα της περιοχής, αφού "κάθε τόπος και ζακόνι, κάθε μαχαλάς και τάξη". Μεγαλύτερη εντύπωση όμως απ' όλα, θα τους κάνουν τα περιστέρια του παππού, οι ταχυδρόμοι της Ανάστασης....

*** Χριστός Ανέστη Ο Σταύρος ζηλεύει τα κουλούρια που ετοιμάζει η μητέρα για τα υπόλοιπα αδέλφια του: άλλο του φαίνεται πιο μεγάλο κι άλλο πιο όμορφο από το δικό του... αποφασίζει έτσι να τα χαλάσει όλα! Όταν όμως η ώρα της Ανάστασης φτάνει, έχει ήδη μετανιώσει για την κακή του πράξη.

** Πάσχα στο εξοχικό Καθώς ένα κοριτσάκι επιστρέφει σπίτι μετά από τη λειτουργία της Ανάστασης, μια περίεργη σκιά φαίνεται να την ακολουθεί.... ευτυχώς, όπως θα αποδειχθεί, πρόκειται απλώς για τον σκύλο του βενζινάδικου που αναλαμβάνει το ρόλο τους φύλακα άγγελου. 

*** Το μυστικό της γιαγιάς Ελενίτσας Πριν πεθάνει, η γιαγιά Ελενίτσα εξομολογείται στην εγγονή της το μυστικό της συνταγής για το απίθανο τσουρέκι της. Όταν εκείνη δοκιμάζει να το φτιάξει για πρώτη φορά, τα ρουθούνια του παππού επιβεβαιώνουν ότι το πέτυχε ακριβώς. Έναν χρόνο αργότερα, με τη μυρωδιά αυτή θα αποχαιρετήσει και ο ίδιος τη ζωή. 

*** Ο Θεός μου ο αλλοδαπός Με αφορμή ένα τροπάριο της Μ. Παρασκευής, ένας καθηγητής της Βυζαντινής μουσικής μαθαίνει στον εγγονό του να δείχνει την αγάπη του προς τους ξένους έμπρακτα. 

**** Τα μανουσάκια Χάρη σ' ένα ματσάκι μανουσάκια που του βάζουν στην τσέπη, ένας στρατιώτης ταξιδεύει στην παιδική του ηλικία και αναθυμάται μια μάχη που οι νέοι του χωριού του είχαν δώσει με τους γείτονές τους για τα λουλούδια του επιταφίου.

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Αποστολική Διακονία
Συγγραφέας: Ζωή Κανάβα
Εικονογράφηση: Σπύρος Γούσης
ISBN: 978-960-315-619-2
Έτος 1ης Έκδοσης: 2009
Σελίδες: 100
Τιμή: περίπου 2 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Δ', Ε', Στ'

Κριτική
Δεκαέξι γιορτινές ιστορίες γεμάτες ευαισθησία, ανθρωπιά και αγάπη για την παράδοση του τόπου μας. Η γλώσσα έχει ιδιαίτερο χρώμα, χωρίς να γίνεται δυσνόητη, στους νεότερους όμως αναγνώστες πιθανόν να φανεί λίγο ξεπερασμένη. Στο ύφος συναντάμε ποικιλία: ορισμένα κείμενα είναι περισσότερο λιτά, ενώ άλλα είναι πλούσια σε καλολογικά στοιχεία και όμορφες περιγραφές. Την έκφραση τη χαρακτηρίζει γενικά απλότητα και σαφήνεια. Η έκταση των διηγημάτων κυμαίνεται μεταξύ 2-10 σελίδων (συνήθως 3-5) και διαβάζονται ευχάριστα και ξεκούραστα, αφού εκτός του περιεχομένου φροντίζουν γι' αυτό η προσεγμένη έκδοση και η ελκυστική εικονογράφηση. Προτείνεται περισσότερο σε παιδιά των μεγαλύτερων τάξεων του Δημοτικού.

  • Μικρές ιστορίες, διαβάζονται εύκολα και ευχάριστα
  • Ωφέλιμες αξίες όπως συγχώρεση, συμπόνοια, μεταμέλεια
  • Πληροφορίες για έθιμα της Μ. Εβδομάδας
  • Προσεγμένη έκδοση, σωστό στήσιμο, ωραία εικονογράφηση 

  • Το ύφος και η θεματική ίσως θεωρηθούν «παλιομοδίτικα»

Αξίες - Θέματα
Χριστούγεννα, Πάσχα, 28 Οκτωβρίου, Ανθρωπιά, Αλτρουισμός, Μετανάστευση, Συμπόνοια Οικογένεια, Ζωοφιλία, Γενναιότητα, Πατριδογνωσία

Εικονογράφηση
Πάντα όμορφη και προσεγμένη, η εικονογράφηση του Σπ. Γούση πλαισιώνει αισθητικά τα κείμενα και συμβάλλει στη δημιουργία της κατάλληλης ατμόσφαιρας.
Απόσπασμα
Η Βαγγελίτσα πάντα με την αδερφή της τη Μαρία τραγουδούσε το Λάζαρο. Μα φέτος η Μαρία μεγαλοπιάστηκε.

- Τέρμα ο Λάζαρος, είπε. Αυτά είναι για τα νήπια.

Η Βαγγελίτσα άρχισε να γκρινιάζει. Μα η μάνα της σεβάστηκε την απόφαση της Μαρίας και δε δοκίμασε να της αλλάξει γνώμη. Κοίταξε πώς θα παρηγορήσει τη μικρή, που είχε κιόλας στολίσει το καλαθάκι της κι έκανε και ξανάκανε πρόβλες πώς θα το κουνά λέγοντας ταυτόχρονα και το τραγούδι:

«Ήρθε ο Λάζαρος ήρθαν τα βάγια
ήρθε η Κυριακή που τρων τα ψάρια».

Μήτε μια λέξη δεν ξεχνούσε. Έσκυψε η μάνα της και τη φίλησε.

- Μα συ είσαι κοπέλα, αγάπη μου, τι σου χρειάζεται η παρέα και γκρινιάζεις; Να δεις που θα τα καταφέρεις εξίσου καλά και μοναχή σου. Εξάλλου δε θα πας στην Αφρική. Εδώ γύρω θα τραγουδήσεις, στη γειτονιά. Όλοι είναι δικοί μας άνθρωποι.

Τη συνόδεψε ως την ξώθυρα και τη σταύρωσε. Την εμπιστεύθηκε στην Παναγιά.

- Η Παναγιά μαζί σου, της ευχήθηκε.

Κι η Βαγγελίτσα διστακτικά χτύπησε το κουδούνι της κυρα-Τασίας, μιας μεσήλικης γυναίκας που έμενε με την αδερφή της ακριβώς απέναντι. Δεν πρόλαβε να ρωτήσει «να τα πούμε;» και η κυρα-Τασία της άνοιξε την πόρτα και την αγκαλιά της.

- Καλώς μου το! Σε περίμενα. Και τι όμορφα στόλισες, καλέ, το καλαθάκι σου! Πού τις βρήκες τόσο ωραίες βιολέτες; Μοβ και άσπρες! Και πώς μοσχοβολούν!

Η Βαγγελίτσα χαμογέλασε και ξεθαρρεμένη, άρχισε το τραγούδι.

«Ήρθε ο Λάζαρος ήρθαν τα βάγια».

Μήτε μια λέξη δεν παρέλειψε. Και η κυρα-Τασία, εκτός από το αυγουλάκι που της έβαλε στο καλαθάκι της, τη φίλεψε κι ένα κουλουράκι.

- Και του χρόνου! Την κατευόδωσε.

Πήγε σε όλα τα σπίτια της γειτονιάς η Βαγγελίτσα. Η μάνα της άκουγε τη φωνή της. Πήγε και στη θεία της και στη νονά της, που έμεναν ένα δρόμο πιο πέρα, και στη γιαγιά της.  Και το αυγό που της έβαλε στο καλαθάκι της η γιαγιά ήταν διπλάσιο σε μέγεθος από τ’ άλλα. Διέφερε και στο χρώμα. Δεν ήταν τελείως άσπρο. Ερχόταν προς το κιτρινωπό με πιτσιλάδες κεραμιδί. Το έπιασε στα χέρια η Βαγγελίτσα σαν να το ζύγιαζε.

- Ξέρω, είπε, δεν το γέννησε κότα. Γαλοπούλα το 'κανε. Και δε χρειάζεται βάψιμο. Είναι βαμμένο από μόνο του.

Η γιαγιά της έσκυψε και τη φίλησε. Τη φίλεψε κι ένα λαζαράκι. Κάθε χρόνο ζύμωνε λαζαράκια η γιαγιά. Τους έβαζε και μπόλικες σταφίδες μέσα και κανελογαρίφαλα να μοσχομυρίζουν. Τα φίλευε στα κοριτσάκια που πήγαιναν και της τραγουδούσαν το Λάζαρο.

- Και του χρόνου, της ευχήθηκε και τη συνόδεψε ως έξω στο δρόμο.

Χαρούμενη πήρε να ξεμακραίνει η μικρή κουνώντας το καλαθάκι της. Είχε σχεδόν γεμίσει μ' αυγουλάκια.

Περνώντας στο απέναντι πεζοδρόμιο, για να μπει στο δρόμο που έβγαζε στο σπίτι της, βλέπει το Γιάννο το συμμαθητή της. Έπαιζε μπάλα μόνος του.

Ο Γιάννος ήταν ο πιο άτακτος μαθητής στο σχολείο. Έσκιζε τα βιβλία των άλλων παιδιών, μουτζούρωνε τα τετράδιά τους και στο μάθημα δεν τ' άφηνε να προσέξουν. Όλο τα ενοχλούσε.

Όταν παραπονιόνταν στη δασκάλα τους, εκείνη τον φώναζε κοντά της, μα δεν τον μάλωνε. Ούτε τον τιμωρούσε.

- Τι έγινε πάλι Γιάννο; Καλοσυνάτα του μιλούσε. Πάλι ο κακο-Γιάννος νίκησε τον καλο-Γιάννο; Πάλι τον άφησες να κάνει το δικό του;

Σαν να 'ταν δυο πρόσωπα ο Γιάννος που αντιμαχότανε το ένα τ' άλλο. Και η δασκάλα δεν έκρυβε τη λύπη της όταν ο κακο-Γιάννος ήταν ο νικητής. 

Έσκυβε ο Γιάννος το κεφάλι και ξεμάκραινε. Ποιος ξέρει, μπορεί να λυπότανε κι αυτός για την ήττα του καλο-Γιάννου. 

Σαν είδε εκείνο το πρωινό τη Βαγγελίτσα, σημάδεψε με τη μπάλα του το καλαθάκι της και της έσπασε τα περισσότερα αυγά. Γύρισε η μικρή στο σπίτι της με κλάματα. 

- Έννοια σου και θα τον συγυρίσω, την παρηγόρησε η μάνα της, σαν άκουσε όσα έτρεξαν. Δε θα έρθει τη Μεγάλη Πέμπτη να μας πει το μοιρολόγι της Παναγίας; Θα τον πιάσω και θα τον κλείσω μέσα στην αποθήκη να τον φάνε τα ποντίκια. 

Ξέφυγε από την αγκαλιά της η μικρή, σκούπισε τη μύτη της που έτρεχε απ' το πολύ το κλάμα, κι έπιασε να ξεδιαλέγει τα γερά αυγά απ' τα σπασμένα. 

- Δες! Έβγαλε χαρούμενη φωνή κι έδειξε το αυγό της γαλοπούλας. Αυτό δεν είχε σπάσει. 

Τη Μεγάλη Πέμπτη, το έβρασε η μάνα της με τ' άλλα, μα δεν το έβαψε. Το στόλισε με χαλκομανίες η Βαγγελίτσα και το έβαλε με τα βαμμένα μέσα στο πανεράκι. Ήταν το πιο όμορφο και λογάριαζε να το πάρει μαζί της στην Ανάσταση, να τσουγκρίσει με της μάνας της, με του πατέρα, με της αδερφής της. Ήταν βέβαιη ότι δεν θα έσπαζε, αφού μήτε κι η μπάλα του κακο-Γιάννου δεν μπόρεσε να το σπάσει. 

Προς το μεσημεράκι νάτος κι ο Γιάννος έξω από την πόρτα τους.

Σήμερα μαύρος ουρανός
σήμερα μαύρη μέρα
σήμερα όλοι θλίβονται
και τα βουνά λυπούνται

έψαλλε το μοιρολόγι της Παναγίας, σαν κοκοράκι βραχνιασμένο.

Πρώτη τον άκουσε η Βαγγελίτσα κι έτρεξε και του άνοιξε.
Ήταν μονάχος και βαστούσε ένα ξύλινο σταυρό στο χέρι. Δε φώναξε τη μάνα της να τον κλείσει μέσα στην αποθήκη με τους ποντικούς, όπως της υποσχέθηκε. Έτρεξε στην κουζίνα, πήρε από το πανεράκι το αυγό της γαλοπούλας και του το έδωσε. 

- Καλή Ανάσταση και του χρόνου, του ευχήθηκε και βιάστηκε να κλείσει πίσω του την πόρτα. Πίσω του και την αποθήκη με τα ποντίκια.

Σχόλιο
Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, από τις ιστορίες δεν λείπει σαφήνεια και η έκφραση είναι απλή και ζεστή, με αποτέλεσμα να αγγίζει τους αναγνώστες με άμεσο τρόπο. Αυτό, σε συνδυασμό με την ιδιαιτερότητα της γλώσσας, μας κάνει σε πολλά σημεία να νιώθουμε πως διαβάζουμε λαϊκό παραμύθι και όχι κάποιο σύγχρονό μας (2009) λογοτεχνικό κείμενο. Για κάποιους αυτό θα είναι καλό, σε κάποιους άλλους ωστόσο, ίσως λείψει το φίλτρο του "πολιτικώς ορθού" αφού θα συναντήσουν φράσεις όπως η Μαρία (...) χτύπησε τη μούρη της και την πήραν τα αίματα ή του 'δωσε μια σβουριχτή στην πλάτη για να μάθει, να μην κοροϊδεύει, κ.ά.

Το ότι το βιβλίο έρχεται από τις εκδόσεις της Αποστολικής Διακονίας ίσως κάνει ορισμένους συναδέλφους να θεωρήσουν ότι περιέχει έντονο διδακτισμό ή δογματικά κηρύγματα. Κάτι τέτοιο όμως σπάνια συμβαίνει -π.χ. όταν (σ.85) ένας πατέρας βάζει «τα πράγματα στη σωστή τους θέση:  Εγώ λέω, να δοξάζουμε το Θεό που έβαλε μέσα σε κάθε ζωντανή ύπαρξη το φόβο»- Κατά κανόνα, στα διηγήματα της συλλογής η θρησκευτικότητα μπορεί να είναι αισθητή, όμως το βασικό γνώρισμα είναι η διάχυτη αγάπη προς τον συνάνθρωπο, χωρίς διακρίσεις: ντόπιοι και ξένοι, χριστιανοί και αλλόθρησκοι, φίλοι και εχθροί, όλοι δικαιούνται και τελικά δέχονται αγάπη. Στην τάξη μας, καθώς τη συγκεκριμένη μέρα που το παρουσιάσαμε είχαν προκύψει αρκετές αντιδικίες, το κείμενο του αποσπάσματος έκανε τους μαθητές να προβληματιστούν έντονα. «Μήπως τελικά αυτό πρέπει να κάνουμε και μεις με αυτούς που έχουμε τσακωθεί;», απόρησαν αρκετοί. Η ιστορία της Βαγγελίτσας και του Γιάννου φαίνεται έτσι ότι ήρθε την κατάλληλη στιγμή, άγγιξε τα παιδιά με φυσικότητα, τα εξέπληξε με την κατάληξή της (όλοι περίμεναν την τιμωρία του «κακού») και τελικά μας βοήθησε να αποχαιρετιστούμε σαν αγαπημένοι φίλοι πριν κλείσει το σχολείο.

Ολοκληρώνοντας, να αναφέρουμε ότι στο ίδιο διήγημα, η αντιμετώπιση του Γιάννου από τη δασκάλα του πότε ως «καλο-Γιάννου»  και πότε ως «κακο-Γιάννου», ανάλογα με τη συμπεριφορά του, μας θύμισε την ιστορία με τον καλό και τον κακό λύκο που παλεύουν μέσα μας, όπως τη μεταφέρει η Λιλή Λαμπρέλλη στο Δέκα και ένα παραμύθια σοφίας για καιρούς κρίσης και άλλων δεινών. Άραγε είναι ορθή ψυχολογικά η τακτική της δασκάλας, ή μπορεί να προκαλέσει διχασμό προσωπικότητας στους μαθητές;
Χρήση στην Τάξη
Τα διηγήματα της συλλογής μάς δίνουν αφορμή για αρκετές δραστηριότητες. Μια και η μέρα το καλεί, ας επικεντρωθούμε όμως στο Σάββατο του Λαζάρου. Πρώτα απ' όλα, καλό θα ήταν να υπενθυμίσουμε την ιστορία του, συζητώντας με τους μαθητές για να δούμε τι θυμούνται και στη συνέχεια επισκεπτόμενοι κάποια σελίδα στο διαδίκτυο ή προβάλλοντας μια σχετική παρουσίαση

Στη δική μας τάξη, το κείμενο του αποσπάσματος προκάλεσε το ενδιαφέρον των παιδιών για τα «λαζαρικά», τα κάλαντα της ημέρας. Εδώ στην Αθήνα βέβαια, σπάνια βλέπουμε να τα τραγουδούν στο δρόμο, οπότε τα ακούσματα των μαθητών είναι περιορισμένα (για την ακρίβεια τα παιδιά τα αγνοούσαν πλήρως). Σε μια τέτοια περίπτωση, μπορούμε να ζητήσουμε τη βοήθεια του συναδέλφου της μουσικής ή του you tube ώστε να ακούσουμε τη μελωδία και στη συνέχεια να προσπαθήσουμε να μάθουμε τα λόγια. 

Σε μικρές και μεγάλες τάξεις βλέπουμε συχνά να ζυμώνουν κουλουράκια με τη φιγούρα του Λαζάρου, τα γνωστά λαζαράκια. Μια κλασική συνταγή θα βρείτε εδώ και ωραίες φωτογραφίες από την προετοιμασία τους εδώ κι εδώ. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει φούρνος στο σχολείο, μπορούμε με τη βοήθεια μιας ξύλινης κουτάλας και πανιών να κατασκευάσουμε κούκλες - λαζαράκια όπως στη Σύρο. Αυτές βέβαια δεν τις τρώμε (εκτός αν πεινάμε πολύ), αλλά τις κρατούν στα χέρια τα παιδιά που τραγουδούν τα κάλαντα το Σάββατο το απόγευμα. Καλή διασκέδαση!


Share/Bookmark

Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2013

Ο Αϊ - Βασίλης στο ραντάρ


Υπόθεση
Ο Αϊ-Βασίλης στο ραντάρ Στην αεροπορική βάση NORAD του Κολοράντο Σπρινγκς, οι κάτοικοι είναι συγκεντρωμένοι όπως κάθε χρόνο, για να παρακολουθήσουν την πορεία του Αϊ Βασίλη από τα ραντάρ. Ένας γεράκος, ντυμένος Santa Claus, στέκεται σε μια γωνιά και αφηγείται στα παιδιά την παράξενη ιστορία ενός πιλότου, που τον καιρό του Ψυχρού Πολέμου, έζησε μια αγωνιώδη περιπέτεια που τον έφερε σε επαφή με το πνεύμα των Χριστουγέννων. Εμπνευσμένο από ένα πραγματικό περιστατικό.

Ο Αϊ-Βασίλης και ο χοντρός Γιαννάκης Φέτος ο χοντρός Γιαννάκης γράφει στον Αϊ-Βασίλη ένα γράμμα διαφορετικό: Αντί για δώρο, του ζητάει να τον βοηθήσει να αδυνατίσει, ώστε να σταματήσουν οι συμμαθητές του να τον κοροϊδεύουν. Ο Άγιος εμφανίζεται στον ύπνο του και τον παίρνει μαζί του σε ένα σύντομο ταξίδι στο μέλλον. Εκεί ο μικρός θα συνειδητοποιήσει ότι στη ζωή προτεραιότητα δεν πρέπει να δίνει στα κιλά αλλά στην καρδιά του.

«Χριστός γεννάται σήμερον» Η μικρή Μαιρούλα έχει μεταναστεύσει στη μεγάλη πόλη από μια χώρα της ανατολής. Για να αγοράσει ψωμί στην οικογένειά της, αναζητά όλη μέρα πεσμένα νομίσματα στην στολισμένη πλατεία. Η φάτνη που βρίσκεται εκεί είναι το αγαπημένο της σημείο, αλλά οι αστυνομικοί δεν την αφήνουν να την πλησιάσει και στεναχωριέται. Όλα θα αλλάξουν όταν προσφέρει βοήθεια από το υστέρημά της σε μια μητέρα που με το μωρό της ψάχνει κάτι να φάει. Μια μητέρα που κάτι της θυμίζει, αλλά τι;....

Το τυχερό ελατάκι Ένα μικρό έλατο στεναχωριέται και φοβάται, καθώς βλέπει την οικογένεια και τους φίλους του να ξεκληρίζονται σιγά σιγά από τους ανθρώπους: Άλλους τους έκοψαν, άλλους τους έκαψαν, και το ίδιο το έχουν χαράξει και πονάει. Όταν όμως δύο παιδιά το διαλέγουν για να στολίσουν το σπίτι τους, θα βρεθεί και πάλι κοντά στους αγαπημένους του.

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Καστανιώτης
Συγγραφέας: Βασίλης Παπαθεοδώρου
Εικονογράφηση: -
ISBN: 978-960-03-5381-5
Έτος 1ης Έκδοσης: 2011
Σελίδες:102
Τιμή: περίπου 8 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Δ', Ε', Στ'

Ευχαριστούμε τον συγγραφέα για τη δωρεά ενός αντιτύπου στη βιβλιοθήκη μας!

Κριτική
Τέσσερις χριστουγεννιάτικες ιστοριούλες από την πένα του ιδιαίτερα αγαπητού Βασίλη Παπαθεοδώρου. Ενδιαφέρουσες, με μικρό μέγεθος (η πρώτη 38 σελίδες και οι υπόλοιπες 15-20) αλλά και ωφέλιμες, διαβάζονται όλες πολύ ευχάριστα. Εικονογράφηση δυστυχώς δεν υπάρχει. Προτείνονται περισσότερο στα παιδιά των μεγάλων τάξεων του Δημοτικού, που θα μπορέσουν να κατανοήσουν το πλαίσιο στο οποίο διαδραματίζονται τα γεγονότα, αλλά και τα μηνύματα που κρύβονται πίσω από τις επιλογές των πρωταγωνιστών.

  • Γλώσσα: απλή και κατανοητή
  • Ωραία γραφή
  • Ανθρωπιστικές αξίες στη βάση κάθε διηγήματος 
  • Πολύ χαριτωμένο εξώφυλλο

  • Απουσία εικονογράφησης
  • Στην τελευταία ιστορία υπάρχει κίνδυνος να μεταφερθεί στα παιδιά το μήνυμα πως ό,τι και να κάνουμε στα δέντρα, αυτά μπορούν να συνεχίσουν να ζουν ευτυχισμένα

Αξίες - Θέματα
Διαφορετικότητα, Ειρήνη, Παχυσαρκία, Περιβάλλον, Ανθρωπισμός, Αλτρουισμός, Χριστούγεννα

Σκηνές που ξεχωρίσαμε
Στην πρώτη ιστορία, ο γεράκος κεντρίζει το ενδιαφέρον του ακροατηρίου του που σιγά σιγά μαγνητίζεται από τη μαγεία της αφήγησης (σ.26)

Εικονογράφηση
Μόλις ένα σκίτσο κάτω από τον τίτλο κάθε ιστορίας
Απόσπασμα 
(από το Ο Αϊ-Βασίλης και ο χοντρός Γιαννάκης)

«ΕΙΣΑΙ ΒΑΡΕΛΙ ΓΕΜΑΤΟ ΚΡΑΣΙ!... ΕΙΣΑΙ ΒΑΡΕΛΙ Γεμάτο κρασί!...»
Ο Γιαννάκης καθόταν στο δωμάτιό του στενοχωρημένος. Ακόμα και τώρα που δεν είχε σχολείο, λόγω των χριστουγεννιάτικων διακοπών, στα αυτιά του ηχούσαν τα πειράγματα των συμμαθητών του. Δεν είχε όρεξη να παίξει με τα αγαπημένα του ηλεκτρονικά. Αυτό που σκεφτόταν συνεχώς ήταν πώς θα ξαναγύριζε στο σχολείο όταν θα τελείωναν οι γιορτές.  Φανταζόταν τον εαυτό του μετά από τα πολλά μελομακάρονα και τους κουραμπιέδες: να μην μπορεί να χωρέσει από την πόρτα της τάξης, να έχει φρακάρει, με τα μισά παιδιά απ’ έξω να τον σπρώχνουν και τα άλλα μισά από μέσα να τον τραβάνε. «Κουνήσου, χοντρέ, κουνήσου», θα του φώναζε ο Νίκος και όλοι θα έσκαγαν στα γέλια φωνάζοντάς του σαν χορωδία: «Χο-ντρέ! Χο-ντρέ!» Και ο δάσκαλός του θα καθόταν απογοητευμένος στην έδρα, μην ξέροντας τι να κάνει μαζί του.

Ο Γιαννάκης δεν ήταν καλός μαθητής. Θα μπορούσε να είναι πολύ καλύτερος, θα μπορούσε να είναι ο πρώτος στην τάξη, αλλά όταν σηκωνόταν να πει μάθημα, ο Νίκος και η παρέα του τον κορόιδευαν, ξεσηκώνοντας και τα άλλα παιδιά στο πείραγμα. Και ο δάσκαλος έκανε παρατήρηση και στα παιδιά και στον ίδιο, που δεν μπορούσε να μιλήσει από το φόβο και την ντροπή.

Εντάξει, ήταν χοντρός, τι να κάνει; Αυτός έφταιγε; Όταν του έβαζαν φαγητό στο πιάτο ή όταν του έδιναν κολατσιό και του έλεγαν να το φάει όλο, αυτός να μην το έτρωγε; Όταν τον κέρναγαν ένα γλυκό, να μην το έπαιρνε; Άλλωστε όλες οι φίλες της μαμάς του τον έβρισκαν χαριτωμένο και του τσιμπούσαν το μάγουλο. Βέβαια, τον ενοχλούσε λίγο που του τσιμπούσαν το μάγουλο επειδή ήταν χοντρός, αλλά του άρεσε που ασχολιόντουσαν μαζί του.

Να βγει να παίξει κάτω στην πολυκατοικία δεν μπορούσε. Κανένα από τα παιδιά δεν τον ήθελε στην ομάδα του, γιατί δεν μπορούσε να τρέξει. Μια δυο φορές που έπαιξε μαζί τους, είχε λαχανιάσει τόσο πολύ, που σταμάτησε να τρέχει για να ξεκουραστεί κι έτσι έχασε η ομάδα του.

Αχ, γιατί να είναι χοντρός; Γιατί να μην μπορεί να έχει έναν έστω φίλο που να παίζει μαζί του; Γιατί να τον κοροϊδεύει ο Νίκος και τα άλλα παιδιά; Και γιατί ο δάσκαλος να του κάνει συνέχεια παρατηρήσεις; Αχ, πόσο ήθελε ν’ αλλάξει…

Άκουσε τη μαμά του να έρχεται κι έδιωξε αμέσως αυτές τις σκέψεις απ’ το μυαλό του, για να μην της δείξει πόσο λυπημένος ήταν και στενοχωρηθεί και αυτή. Τι έφταιγε άλλωστε η μαμά του που ο Νίκος ήταν παλιόπαιδο;

«Γιαννάκη μου… αγόρι μου», του είπε γλυκά η μητέρα του και κάθισε δίπλα του χαϊδεύοντάς του τα μαλλιά. «Σε λίγο έχουμε Χριστούγεννα. Πρέπει να γράψεις στον Άγιο Βασίλη τι θέλεις να σου φέρει».

«Εντάξει, μαμά. Θα σκεφτώ κάτι», είπε εκείνος χαρούμενος και το πρόσωπό του φωτίστηκε.


Σχόλιο
Το πρώτο διήγημα της συλλογής ξεκινάει βασισμένο σε ένα πραγματικό περιστατικό, γρήγορα όμως ξεφεύγει από τη σφαίρα του ρεαλισμού, και η αληθοφανής ιστορία μετασχηματίζεται σε χαριτωμένο χριστουγεννιάτικο παραμυθάκι. Ενδιαφέρον έχει το κλίμα ανησυχίας που εξαπλώνεται (σ.20-24) στην αεροπορική βάση, όταν το κόκκινο τηλέφωνο αρχίζει να χτυπάει. Όσο η αγωνία διαρκεί, ο συγγραφέας κάνει μια αναφορά στον διπλό φόβο των αξιωματικών: φόβο για τον εχθρό, αλλά ακόμα περισσότερο για τον αγριεμένο πτέραρχο! Η σκέψη μου ταξίδεψε στην κατάληξη που είχε η ανακωχή των Χριστουγέννων του 1914, όπου οι εχθροί μεταξύ τους τα είχαν βρει, οι ανώτεροι αξιωματικοί όμως φρόντισαν να επιβάλλουν και πάλι την "τάξη", ώστε ο πόλεμος να συνεχιστεί.

Δεν ξέρω επίσης πώς θα μπορούσε να σχολιαστεί το γεγονός, ότι ακόμα και ο Άγιος της Αγάπης, έχει συνδεθεί από τους Αμερικανούς με την πολεμική τους αεροπορία και (κατά τους ίδιους) χρειάζεται τη συνοδεία πανάκριβων φονικών μηχανών για να μοιράσει τα δώρα του. Η ιστοσελίδα της NORAD που ελέγχει την πορεία του Santa είναι πάντως είναι πολύ συμπαθητική, και μας δίνει την ευκαιρία να παίξουμε παιχνίδια, να δούμε βίντεο, να ακούσουμε χριστουγεννιάτικη μουσική (από την μπάντα της αεροπορίας) αλλά και να διαβάσουμε το manual για το μοντέλο του ιπτάμενου έλκηθρου.
https://www.youtube.com/watch?v=GIPseENOya8

Η δεύτερη ιστορία, αυτή του Χοντρού Γιαννάκη, είναι θεωρώ η πιο ενδιαφέρουσα της συλλογής. Γιατί μπορεί να μην περιλαμβάνει αερομαχίες, ούτε και να δίνει το όνομά της στο βιβλίο όπως η πρώτη, ξεχειλίζει όμως από ανθρωπισμό και χριστουγεννιάτικα μηνύματα. Η πλοκή δανείζεται στοιχεία από τη Χριστουγεννιάτικη Ιστορία του Ντίκενς, καθώς παρουσιάζει τον Άγιο Βασίλη να ξεναγεί τον ήρωα στο ίδιο του το μέλλον, όπως θα το ζήσει 30 χρόνια μετά. Πόσο διαφορετικές θα ήταν αλήθεια οι επιλογές όλων μας, αν είχαμε τη δυνατότητα / σοφία να δούμε τις μελλοντικές συνέπειες των πράξεών μας στον κόσμο; Μήπως όμως κάτι τέτοιο θα κατέστρεφε το παρόν μας όπως το ζούμε σήμερα;

Οι δύο τελευταίες ιστορίες είναι αρκετά λυπητερές. Στην πρώτη προβάλλεται το σκληρό πρόσωπο της ανισότητας όπως το αντικρίζει ένα φτωχό κοριτσάκι από ξένη χώρα. Κορυφαία στιγμή απανθρωπιάς, όταν ένας φούρναρης προτιμάει να πετάξει το μπαγιάτικο ψωμί του στα σκυλιά, από το να το δώσει σε μια πεινασμένη μητέρα με το μωρό της. Ευτυχώς που δεν πρόκειται για μια οποιαδήποτε μητέρα, κι έτσι τα πράγματα μπαίνουν με θείο τρόπο στη θέση τους.

Στο τελευταίο διήγημα, παρατηρούμε για πρώτη φορά μια "ελατοκεντρική" οπτική των Χριστουγέννων. Τα κακόμοιρα αυτά δέντρα τρέμουν τους ανθρώπους, ειδικά όταν πλησιάζουν οι γιορτές: όταν δεν τα καίνε για να ζεσταθούν, τα κόβουν για να τα μετατρέψουν σε έπιπλα, τα ξεριζώνουν για να τα μεταφυτέψουν στον κήπο ή το σαλόνι τους ή χαράζουν στον κορμό τους ονόματα και μηνύματα. Από το κείμενο τα παιδιά θα μάθουν ότι τα δέντρα έχουν κι αυτά οικογένεια, συναισθήματα, καρδιά και ψυχή και ίσως να προβληματιστούν αν λίγο μετά δουν στο σαλόνι τους στολισμένο ένα φυσικό δέντρο. Θεωρώ ωστόσο ότι το χαρούμενο τέλος της ιστορίας "απενοχοποιεί" κάπως τη συμπεριφορά των ανθρώπων προς τα δέντρα, αφού έστω και με άλλη μορφή (π.χ. ως σαλοτραπεζαρία) φαίνεται πως αυτά συνεχίζουν να ζουν.

Χρήση στην τάξη
Εκτός από το μάθημα της Γλώσσας, όπου τα παιδιά μπορούν να διαβάσουν, να αποδώσουν δραματοποιημένες κλπ (βλ. Δραστηριότητες) τις πολύ ωραίες ιστορίες, μπορούμε να τις αξιοποιήσουμε και ως αφορμή για συζήτηση γύρω από θέματα όπως 

  • η παιδική παχυσαρκία: το πρόβλημα του Γιαννάκη μοιράζονται σήμερα όλο και περισσότεροι μαθητές (διαβάστε σχετικές οδηγίες του υπουργείου), στη χώρα μας αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο. Σε συνάρτηση με τη μειωτική συμπεριφορά των συμμαθητών του, μπορούμε να κάνουμε αναφορά στην αξία του σεβασμού αλλά και να μιλήσουμε για τη σημασία της ανοχής προς τη διαφορετικότητα.
  • η προστασία των δασών: με τη βοήθεια του τελευταίου κειμένου μπορούμε να αναφερθούμε σε μια σειρά από ενέργειες του ανθρώπου που διαταράσσουν τα δασικά οικοσυστήματα (λαθροθηρία, παράνομη βόσκηση, παράνομη υλοτομία, κ.ά.) αλλά και να συνδέσουμε το βιβλίο με το μάθημα της Γεωγραφίας ή της Φυσικής. Μέρες που είναι, μπορούμε επίσης να τραγουδήσουμε στην τάξη το έλατο ή να θυμηθούμε την αντίστοιχη ιστορία του Άντερσεν με το χριστουγεννιάτικο ελατάκι που πάντα έλπιζε για το μέλλον ή αναπολούσε το παρελθόν, ξεχνώντας να ζήσει το "τώρα". 
  • https://www.youtube.com/watch?v=n3RpwQ7YxKU
    ακολουθώντας τον σύνδεσμο, μπορείτε να θυμηθείτε το παραμύθι του Άντερσεν

Share/Bookmark