Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχαιοκαπηλία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχαιοκαπηλία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2014

Όταν οργίζεται η γη

Υπόθεση
Μια παρέα τριών αγοριών και τριών κοριτσιών που κάνει διακοπές στη Σαντορίνη, ανακαλύπτει σε υποθαλάσσια σπηλιά μια πυξίδα της μινωικής εποχής που κρύβει ένα περιδέραιο. Η Ειρήνη φοράει το κόσμημα και στον μεσημεριανό της ύπνο βλέπει ένα παράξενο όνειρο που την μεταφέρει στην αρχαία Θήρα! Όταν ξυπνάει το διηγείται στους φίλους της, που αποφασίζουν να συνεχίσουν την ιστορία από εκεί που την σταμάτησε. Κάθε ένας από τους έξι νέους γράφει ένα κεφάλαιο.

Στην ιστορία που δημιουργούν, ηρωίδα είναι η Αθηναία Πριήνη, που φιλοξενείται από την οικογένεια του αρχιερέα της Σαντορίνης Άττη. Ζώντας στο παλάτι του, η νεαρή επισκέπτης γνωρίζει τα έθιμα και τις συνήθειες των ντόπιων, τις αντιδικίες τους, αλλά και τη σχέση τους με το ηφαίστειο που σύντομα θα απειλήσει την ίδια τους την ύπαρξη.

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Κέδρος
Συγγραφέας: Νίτσα Τζώρτζογλου
Εικονογράφηση: -
ISBN: 978-960-04-0316-9
Έτος 1ης Έκδοσης: 1978
Σελίδες:155
Τιμή: περίπου 10 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Στ', Γυμνάσιο

Κριτική
Μυθιστόρημα φαντασίας και ιστορικής μυθοπλασίας, που μας ξεναγεί στον προϊστορικό πολιτισμό της Θήρας με βάση τις θεωρίες της δεκαετίας του '70 και τα μέχρι τότε αρχαιολογικά ευρήματα. Με γλώσσα πλούσια σε καλολογικά στοιχεία, ωραίες περιγραφές αλλά πλοκή που δύσκολα θα συγκινήσει τους σημερινούς μαθητές, η συγγραφέας επιχειρεί να μας ταξιδέψει στο 1613 π.Χ., έτος που το ηφαίστειο της Σαντορίνης εξερράγη. Το βιβλίο χωρίζεται σε 11 κεφάλαια μετρίου μεγέθους (3-20 σελίδων, συνήθως γύρω στις 14) ξετυλίγει την ιστορία του σε αργούς ρυθμούς, ενώ κάποιες φορές οι υπερβολές δεν αποφεύγονται (όπως στη σκηνή του μαχαιρώματος του Ίναχου). Στο τελευταίο κεφάλαιο η έκρηξη του ηφαιστείου οδηγεί σε ραγδαίες εξελίξεις και κάνει την αφήγηση αρκετά πιο δυναμική. Εικονογράφηση δεν υπάρχει, περιλαμβάνονται όμως δύο δισέλιδα με ασπρόμαυρες φωτογραφίες από ευρήματα που η συγγραφέας εντάσσει με τρόπο στο διήγημα. Παρά τις δυσκολίες που μπορεί να συναντήσουν σε κάποια σημεία του βιβλίου, οι φίλοι της ιστορίας και της αρχαιολογίας αξίζει να δώσουν στο βιβλίο αυτό μια ευκαιρία.

  • Πολλά στοιχεία για τον πολιτισμό της Θήρας
  • Περιγραφές πλούσιες σε καλολογικά στοιχεία
  • Έξυπνα συγγραφικά τεχνάσματα

  • Ύφος γραφής που δύσκολα συγκινεί τους σύγχρονους νέους
  • Πλοκή κινείται σε αργούς ρυθμούς
  • Η ιστορική ακρίβεια κάποιων θέσεων αμφισβητείται

Αξίες - Θέματα
Οικογένεια, Φιλία, Υπευθυνότητα, Εξουσία, Ιστορία - Αρχαιολογία, Αρχαιοκαπηλία, Σεισμός

Σκηνές που ξεχωρίσαμε
Όταν η Πριήνη παρακολουθεί με αγωνία τον Πελασγό να σαμποτάρει τη φλόγα στο Ιερό της Μητέρας Γης (σ.97-98) και βέβαια όταν η έκρηξη του ηφαιστείου διακόπτει την γιορτή (σ.127-129).

Εικονογράφηση
Απόσπασμα
Οι μέρες που ακολούθησαν το σαλπάρισμα του τελευταίου πλοίου απ’ τη Στρογγύλη, περνούσαν εφιαλτικές. Μια χούφτα κόσμος είχε απομείνει πια στη ρημαγμένη πολιτεία. Άλλοι τόσοι και λιγότεροι θα είχαν ξεμείνει στα χωριά, σε χτήματα. Και πού ξέρεις; Μπορεί να είχαν φύγει από την ανατολική παραλία. Το ηφαίστειο είχε αποκόψει κάθε επικοινωνία με την άλλη μεριά του νησιού.

Ο Άττης όλο και περίμενε, όλο κι έλπιζε πως κάποιο πανί θα φαινότανε, κάποιο πλοίο θα παραλάβει και τους υπόλοιπους κατοίκους να τους οδηγήσει στη σιγουριά. κι αν το ηφαίστειο είχε ξοδέψει τη μανία του; Αν καταλάγιαζε; Τότε θα γύριζαν οι ξενιτεμένοι. Πώς θα το ήθελε! Πώς λαχταρούσε να χαρεί τα παιδιά των παιδιών του, να τα πάρει από τα τρυφερά τους χεράκια να τα πάει στο Ιερό Άντρο, όπως άλλοτε τον Λίνο και την Οινόη!

Με πονεμένο ξάφνιασμα γύρισε στο σήμερα… Η πολιτεία είχε γίνει ακατοίκητη. Οι ελαφρόπετρες που σφεντονιζόντανε με δύναμη απ’ τον κρατήρα πέφτανε σα βροχή στις σκεπές, στα πλατώματα, στους δρόμους. Είχανε σχηματίσει παχύ στρώμα που έτριζε απαίσια κάτω από τα πόδια των τολμηρών που κάνανε την αποκοτιά να ξεμυτίσουν από τα ερείπια. Να είσαι ξιπόλητος ήταν πια άχρηστο κι επικίνδυνο. Το χώμα έκαιγε τόσο, που οι άνθρωποι αναγκάστηκαν να δέσουν τα πόδια με κουρέλια. Η σκωρία και το θειάφι κάνανε τον αγέρα μολυσμένο και δύσκολο στην αναπνοή. Η ζέστη έγινε ανυπόφορη. Διάπυρες μάζες τέφρας σφιχτές και μεγάλες σαν κοτρόνια, τιναζόντανε μ’ απίστευτη δύναμη σπρωγμένες από τ’ αέρια της κάθε έκρηξης και σκάγανε πάνω στα σπίτια σκορπίζοντας φλόγες κι όλεθρο. Τα πλοκάμια της λάβας, κοκκινόχρυσα στην ατέλειωτη νύχτα της τέφρας που είχε σβήσει τον ήλιο, κυλούσαν αργά κι απειλητικά στις πλαγιές καίγοντας καθετί στο φλογισμένο διάβα τους. Ήτανε σα να λέγανε μ’ ανατριχιαστικό τσίριγμα:

- Εδώ είμαστε! Δε μας γλιτώνετε. Όπου και να’ ναι τα φλογάτα νύχια μας θα μπηχτούν στις σάρκες σας. θα σας κάψουμε, θα σας αφανίσουμε, θα σας καταπιούμε!

Τα πάνω πατώματα των σπιτιών είχαν γκρεμίσει Τα περάσματα γέμισαν τούβλα και χαλάσματα. Τα πλακόστρωτα είχαν υποχωρήσει. Τα πιθάρια με τις σοδειές, τσακισμένα απ’ τις βαριές πλάκες που τα κουκούλωσαν, άφηναν τα γεννήματα να ξεχύνονται στις σκόνες. Το χειρότερο ήταν οι ζημιές στις στέρνες. Είχαν ραγίσει από το αδιάκοπο τράνταγμα, αφήνοντας το πολύτιμο νερό να πηγαίνει χαμένο.

Στον ανταριασμένο κάμπο τ’ ουρανού τ’ αστροπελέκια, ποτάμια με χιλιάδες παραπόταμα, γράφανε το πύρινο, αστραπιαίο διάβα τους, αφήνοντας στα θαμπωμένα μάτια μαύρα αχνάρια. Η φωτιά, από το ανοιχτό στόμα του κρατήρα είχε ξεπηδήσει στα σύννεφα και συνέχιζε το λυσσομανητό της. Το στερέωμα μούγκριζε λες κι ήθελε να παραβγεί τα μουγκανητά της γης.

- Μας μάχεται το βουνό, μας οχτρεύεται ο ουρανός; Πού θα βρούμε παρηγοριά;

Μετά ερχότανε η βροχή. Η καταιγίδα έδερνε αλύπητα το νησί, μα δεν της ήταν βολετό να σβήσει τη φλόγα που έκαιγε στα σπλάχνα του.

- Λίγο νερό! λίγο νεράκι!

Οι συφοριασμένοι άνθρωποι βγαίνανε με τα κύπελα στα τεντωμένα τους χέρια να μαζέψουν βροχή. τα φέρνανε με λαχτάρα στα χείλη και τα τραβούσαν αηδιασμένοι. Η πηχτή λάσπη βρομούσε θειάφι. τότε, με κίνδυνο να ζεματιστούν, πλησίαζαν τα χάσματα που τίναζαν πίδακες νερού με την ελπίδα να μαζέψουν λίγο, να το κρυώσουν, να ξεγελάσουν τη δίψα που τους έκαιγε. Ήτανε πιο βρόμικο και πιο γλυφό από το βρόχινο, με την ίδια αηδιαστική μυρουδιά!

Όλοι κοιτούσαν τον Αρχιερέα στα μάτια περιμένοντας συμβουλή και σωτηρία. Ο Άττης ένιωθε την ευθύνη – ασήκωτη ακόμα και για τους τεράστιους ώμους του – να τον συντρίβει. Πώς να βοηθήσει; Την κάθε στιγμή οι νησιώτες πάλευαν με χίλιους κινδύνους. Άλλοι καίγονταν, άλλοι παγιδεύονταν κάτω από ερείπια, άλλοι αρρώσταιναν από την τέφρα που ερέθιζε μάτια και δέρμα. Πάνω απ’ όλα, διψούσαν!

«Η στέρνα! Η μεγάλη στέρνα της ακρόπολης! Αν δεν έχει ραγίσει…» σκέφτηκε ο Άττης, και, σε μια από τις μετρημένες στιγμές ηρεμίας, μάζεψε το λαό. τους μίλησε. Φτάσανε λαχανιασμένοι, αποκαμωμένοι, κουβαλώντας φτωχικά μπογαλάκια. Στα πρώτα βήματα τα πέταξαν. κοιτώντας να γλιτώσουν τη ζωή τους. Το κοπάδι, κυνηγημένο από φωτιά και τέφρα, από ελαφρόπετρες και ζεματιστούς ατμούς, άνοιγε δρόμο για τη μακρινή ακρόπολη. Παρεκτός από νερό, στα χοντρά τείχη της ο Άττης έλπιζε να τους προσφέρει προστασία.

Ο δρόμος ήτανε πολύς κι η λαχτάρα τον έκανε ατέλειωτο. Δρασκελώντας ερείπια, πηδώντας χάσματα, προσπερνώντας σκοτωμένους χωρίς καν να τους βλέπουν, κυνηγημένοι από την ανάσα του καμινιού που ρέκαζε, οι νησιώτες τρέχαν μπροστά απ’ τον Αρχιερέα τους. Ο Πελασγός έτρεχε κι αυτός. Τι να σκεφτότανε άραγε τούτη την ώρα του αφανισμού; τούτη την ώρα που η ζωή του βρέθηκε στα χέρια του ανθρώπου που τόσο μίσησε;

Ο Άττης δεν είχε καιρό για έχθρητες. Πάντα έβλεπε τον αντίπαλό του σαν ένα δυστυχισμένο. Τώρα, ούτε που τον έβλεπε. Νοιαζότανε να σώσει ψυχές! Αν βρίσκανε νερό…

Ξαφνικά το βουνό, σα να κατάλαβε πως η στερνή του λεία πάει να του ξεγλιστρήσει, θύμωσε για τα καλά. Έσφιξε τη θανατερή τανάλια του. Η γης τραντάχτηκε κι οι άνθρωποι, με φυλλοκάρδι τρεμάμενο από το άγριο κι αδάμαστο μουγκρητό της φύσης, σωριάστηκαν…

- Μη σταματάτε! Γρήγορα… Γρήγορα! Μόλις κι ακουγότανε η φωνή του Άττη. Η χούφτα των κυνηγημένων βάλθηκε να τρέχει ξετρελαμένη, σκουντουφλώντας, πέφτοντας. Πίσω τους τ’ απλωμένα χέρια του Αρχιερέα, πάσκιζαν να τους προφυλάξουν σαν τα φτερά της κλώσας που προστατεύουν τα κλωσόπουλα απ’ τα όρνια. Πιο πίσω, η φωτιά…

Ξάφνου η γη με φοβερό πάταγο, σκίστηκε κάτω πα’ τα πόδια τους. Όσοι έπεσαν στο χάσμα δεν ξαναφάνηκαν.

- Από δω! Από δω! ούρλιαζε ο Άττης.

Μετρημένοι ήταν οι δύστυχοι που φτάσανε στην ακρόπολη. Τα τείχη, στεριοχτισμένα μ’ αγκωνάρια θεόρατα, βρισκότανε μακριά από το ηφαίστειο. Δίνανε κάποια ελπίδα… Αφανισμένοι, χωρίς δύναμη, χωρίς πνοή, οι φυγάδες χώθηκαν στην προστασία τους. Ο Άττης τους μέτρησε. Ένιωσε πόνο στην καρδιά. Η Αρεσάνα δεν ήτανε μαζί τους. Ούτε κι ο Πελασγός… Έκανε να ξαναβγεί, να τρέξει πίσω στο χάσμα. Σταμάτησε. Οι ζωντανοί τον είχαν πιότερη ανάγκη. κάτω από το κοκκινωπό φως της φωτιάς που λαμπάδιαζε πήγε στη δεξαμενή. Δεν είχε ραγίσει. Τουλάχιστον θα γλίτωναν τη δίψα. Σοδειές βρέθηκαν πιότερες απ’ ό, τι χρειαζότανε η χούφτα των μισοπεθαμένων φυγάδων.

Περιποιήθηκε τους πληγωμένους και τους γεροντότερους, τους συμβούλεψε να κλείσουν τις μύτες με μουσκεμένα πανιά, για να μη ρουφούν την αποπνικτική τέφρα και τη βρόμα, και ανέβηκε στον πύργο. Όχι πως μπορούσε να δει άλλο από τη μακρινή και θαμπή λάμψη του ηφαιστείου. Η πολιτεία μπροστά του δε φαινότανε, χαμένη σε σύννεφο σκόνης και σκοταδιού. Η τέφρα είχε σκεπάσει τον ήλιο και νόμιζες πως ήταν νύχτα βαθιά. Ποιος να το ’ξερε κι αν δεν ήταν! Ποιος είχε νου να λογαριάσει, ποιος νοιαζότανε;

Δυνατός βήχας έπνιξε τον Άττη. Ακόμα και για τα γερά πλεμόνια του και το πλατύ του στήθος, η τέφρα γινόταν ανυπόφορη. κατέβηκε στη στέρνα, μούσκεψε μεγάλο πανί, κι αφήνοντας μόνο τα μάτια έξω, το έδεσε γύρω απ’ το κεφάλι. Ξανανέβηκε. Τι περίμενε; Δεν θα ‘ξερε να το πει. Η γη βογκούσε, τα τείχη τρέμανε. Για πόσο θ’ άντεχαν; Αν σωριαζόντανε; αν έθαβαν τους ανθρώπους ζωντανούς; Δε σωριάστηκαν όμως.

Με πρωτάκουστο υποχθόνιο μούγκρισμα, καινούρια έκρηξη συντάραξε το νησί. Το τράνταγμα τον έριξε κατάχαμα. Τα μάτια του σκοτείνιασαν…. ανασηκώθηκε με προσπάθεια και κοίταξε από τη στενή πολεμίστρα.

- Θεοί!

Κάτω από το μανιτάρι που κόχλαζε πύρινο, το βουνό φάνηκε κολοβωμένο. Η κορφή του είχε κοπεί. Η μύτη του κώνου είχε βουλιάξει στο μανιασμένο χωνευτήρι, ενώ οι μικρότεροι κρατήρες παράστεκαν σαν αναμμένοι δαυλοί. Δεν πρόφτασε να συνέρθει από κατάπληξη και φρίκη, όταν χαλάζι ελαφρόπετρες βάλθηκε να δέρνει λυσσασμένα την ακρόπολη. Αντηχούσαν σαν ποδοβολητό αφηνιασμένων αλόγων, ταύρων, θεριών… ο Άττης δεν ήξερε να πει σαν τι. ζέστη αφόρητη άρχισε να τον πνίγει. Η πύρα από τις ελαφρόπετρες ήτανε τόση, που διαπερνούσε ακόμα και το χοντρό, νοτισμένο απ’ την υγρασία της θάλασσας τείχος.

- Κάτω! Τι γίνεται κάτω;

Περισσότερο κι απ’ τη λαχτάρα, ένιωσε τον τρόμο της μοναξιάς να τον τυλίγει. Θέλησε να βρεθεί ανάμεσα σ’ ανθρώπους. Ν’ αγωνιστεί, να πεθάνει μαζί τους. Πήγε να βγει, να κατέβει την πέτρινη σκάλα. Έξω από την πολεμίστρα, οι ελαφρόπετρες πέφτανε σα ζωντανός, πύρινος τοίχος. Η καυτή ανάσα τους τον ανάγκασε να πισωπατήσει. Ήταν αποκλεισμένος! Αποκλεισμένος κι ολομόναχος! Το τέλος… το τέλος έφτανε ανάμεσα σε μουγκρητά της γης και σε πέτρινη βροχή του ουρανού. Δεν είχε παρά να το περιμένει.. Καλύτερα όχι! Τράβηξε το ιερό, χάλκινο μαχαίρι της θυσίας απ΄ τη ζώνη του. Δοκίμασε με το δάχτυλο την κόψη…

Η λάμψη τον τύφλωσε, χίλιοι κεραυνοί τον κούφαναν, η γης έφευγε κάτω απ’ τα πόδια του. Έχασε τον εαυτό του…
Μια διαφορετική άποψη για τη μορφολογία της Θήρας πριν την έκρηξη του ηφαιστείου (πηγή).
Η επίσημη άποψη για την έκρηξη περιγράφεται πιο κάτω σε έξι στάδια.
Σχόλιο
Τα περισσότερα από τα χαρακτηριστικά του Θηραϊκού πολιτισμού που συναντάμε στο μυθιστόρημα (ρουχισμός, κόμμωση, αγγεία, σκεύη, διατροφή) προκύπτουν από ευρήματα και τοιχογραφίες που βρέθηκαν στο Ακρωτήρι. Κάποιες φορές όμως κάνουν την εμφάνισή τους και στοιχεία χωρίς ιστορική βάση, όπως π.χ. ότι τον βασιλιά - αρχιερέα σε κάποιες περιπτώσεις εξέλεγε κάποια γερουσία (σ.66), ότι η απουσία των υποδημάτων ήταν υποχρεωτική (σ.79), ότι οι άνδρες δεν ήξεραν (σ.104) ή ήξεραν (σ.106) να μεταχειρίζονται όπλα, κ.ά. Η ευθύνη ωστόσο για τις αυθαίρετες αυτές πληροφορίες, δεν βαρύνει τη συγγραφέα. Χάρη στο έξυπνο τέχνασμα που χρησιμοποιεί, η αρχαία περιπέτεια δεν φτάνει στον αναγνώστη ως αποτέλεσμα εξαντλητικής ιστορικής έρευνας, αλλά ως γέννημα της φαντασίας έξι νέων, που ανέμελα παίζουν ένα λογοτεχνικό παιχνίδι, διασκεδάζοντας την πλήξη τους - κάπως σαν τους αριστοκράτες της εποχής του Διαφωτισμού. Το αρχικό τέχνασμα, με την Ειρήνη που κοιμάται και ταξιδεύει στο παρελθόν, δανείζεται η Κίρα Σίνου πέντε χρόνια αργότερα (1983) για την ιστορία Τα διαμάντια της μαϊμούς.
η ανασκαφή στο Ακρωτήρι
Σε σχέση με το ζήτημα των ανθρωποθυσιών, που στο μυθιστόρημα προβάλλονται ως κοινή πρακτική, έχουν ήδη γραφτεί αρκετά, ενώ στον βωμό της επιστημονικής αλήθειας έχει «θυσιαστεί» και μια καθηγητική έδρα (του αρχαιολόγου Γιάννη Σακελλαράκη). Όσο κι αν μας είναι ή όχι αρεστό, από τις ανασκαφές στα Ανεμόσπηλια, προκύπτει με σαφήνεια ότι για τον εξευμενισμό σείσμιων θεοτήτων, τέτοιες θυσίες αποτελούσαν πραγματικότητα. Για την αρχαία Θήρα βέβαια δεν έχουμε κάποια αντίστοιχα δεδομένα, όμως ο πολιτισμός της είναι έτσι κι αλλιώς μέρος του μινωικού - μυκηναϊκού. Άλλες ανασκαφές μάλιστα, όπως εκείνες στο Καστέλι Χανίων και την Ελεύθερνα, αλλά και γραπτές πηγές (βλ. εδώ), δείχνουν ότι άνθρωποι στον τόπο μας συνέχισαν να θυσιάζονται και στα κατοπινά χρόνια για διάφορους λόγους αν και σε διαρκώς μικρότερους αριθμούς. Σύμφωνα με τον καθηγητή Σταμπολίδη, κάποιες από αυτές τις θυσίες δεν έχουν να κάνουν με μηνύματα προς τους θεούς αλλά απλώς με εκδίκηση:

«Δεν αναφερόμαστε σε ανθρωποθυσίες αλλά στο δίκαιο του πολέμου, σε τελετουργική εκδίκηση. Βρήκαμε δίπλα στην ταφική πυρά ενός πρίγκιπα, ο οποίος έχασε τη ζωή του στη μάχη, το σκελετό ενός άλλου άνδρα που πρέπει να ήταν δεμένος πισθάγκωνα. Εκεί ήταν και ένα μαχαίρι, ένα πελέκι, μία ακονόπετρα. Ίχνη του κρανίου του εντοπίστηκαν αργότερα στα πόδια του πρίγκιπα και ήταν καψαλισμένα από την πυρά, γεγονός που μαρτυρά τη συγχρονία των γεγονότων. Ήταν ένας αιχμάλωτος πολέμου που σφαγιάστηκε σε αντίποινα. Ένας από τους εργάτες της ανασκαφής μου είπε τότε την ιστορία του Στεφανογιάννη, του Κρητικού ήρωα που εκτέλεσαν οι Γερμανοί στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι Έλληνες συμπολεμιστές του είδαν ποιος Γερμανός τον σκότωσε, μπήκαν νύχτα στον στρατώνα των εχθρών, τον απήγαγαν και τον σκότωσαν πάνω στον τάφο του Στεφανογιάννη για αντίποινα».

Η πρακτική των εκτελέσεων, δεν σταματάει λοιπόν στα προϊστορικά χρόνια, αλλά είναι στον τόπο μας διαχρονική. Σε σχέση με τη Σαντορίνη μάλιστα, διαβάζουμε μια πληροφορία που καταγράφει ο C.J. Lawson (Modern Greek Folktale, 1910 σ.339-340) και μας μεταφέρει ο Μ. Γ. Μερακλής («Το τραγικό του κωμικού» στον τόμο Το Λαϊκό Παραμύθι, Ελληνικά Γράμματα 1999, σ.178). Στα χρόνια της επανάστασης του '21, οι κάτοικοι του νησιού «έστειλαν στον Άγιο Νικόλαο» (δηλαδή σκότωσαν) έναν άνθρωπο, για να παρακαλέσει τον άγιο να χαρίσει τη νίκη στα ελληνικά πλοία, που είχαν αγκυροβολήσει εκεί κοντά.
Σχηματική αναπαράσταση του «Ιερού της Ανθρωποθυσίας» στα Ανεμόσπηλια της Κρήτης (1700-1650 π.Χ.)
Στο δωμάτιο δεξιά βρέθηκαν καταπλακωμένοι ένας 38χρονος ψηλός άνδρας (1.78), μια κοπέλα και το 18χρονο θύμα
δεμένο στον βωμό, ενώ στον προθάλαμο κάποιος που επιχειρούσε να βγει κρατώντας ένα αγγείο με αίμα -ίσως του θύματος
Χρήση στην τάξη
Στην τάξη, θα μπορούσαμε στα πλαίσια του μαθήματος της γλώσσας, να συγκρίνουμε τη σκηνή της έκρηξης του ηφαιστείου της Θήρας (βλ. απόσπασμα) με την περιγραφή των γεγονότων από έναν επιστήμονα (ηφαιστειολόγος Γιώργος Βουγιουκαλάκης - πηγή). Τι ομοιότητες και τι διαφορές μπορούμε να παρατηρήσουμε στο ύφος του κειμένου και στις πληροφορίες που μας δίνονται;

Κατά την πρώτη φάση, δημιουργείται μια μεγάλη εκρηκτική στήλη από τέφρα ύψους 35-36 χλμ. Διαρκεί περίπου 4-6 ώρες και τινάζει στον αέρα περίπου 2 κυβ. χλμ. (4,6 δισεκατομμύρια τόνους) μάγματος. Η τεράστια ενέργεια, που ελευθερώνεται από την εξάτμιση του νερού κονιορτοποιεί μεγάλες ποσότητες μάγματος και τις εκτινάσσει με μεγάλες ταχύτητες (80-150 μέτρα ανά δευτερόλεπτο) και θερμοκρασίες (150-200ο C) καλύπτοντας όλη τη Σαντορίνη με λευκή τέφρα. Οι αλλεπάλληλες αυτές εκρήξεις δημιουργούν συχνά έντονα ωστικά κύματα, τα καταστροφικά αποτελέσματα των οποίων έχουν καταγραφεί σε τμήματα οικιών του προϊστορικού οικισμού. Στη δεύτερη εκρηκτική φάση νέφος ατμών και τέφρας κινούνται με υψηλές ταχύτητες ακτινοειδώς γύρω από την περιοχή της έκρηξης.  Κατά την τρίτη φάση η περιοχή καλύπτεται με τεράστια ποσά ηφαιστειακής τέφρας. Κατά την τελευταία φάση εκτοξεύονται παχιά σύννεφα ζεστής κόκκινης τέφρας, η οποία τελικά εναποτίθεται στη γή, ή βυθίζεται στη θάλασσα.  Το όλο συμβάν, από τις πρώτες εκρήξεις μέχρι και τη δημιουργία της καλδέρας, δεν πρέπει να είχε διάρκεια μεγαλύτερη από λίγα (2-3) εικοσιτετράωρα. Ο όγκος του υλικού, που εκτινάχτηκε υπολογίστηκε σε τουλάχιστον 60 km3 μάγματος ή περίπου 150 δισεκατομμύρια τόνων πετρώματος.
οι φάσεις της έκρηξης του 1613 π.Χ.
Περισσότερες πληροφορίες για τον πολιτισμό του Ακρωτηρίου μπορούμε να βρούμε εδώ. Αν οι μαθητές δείξουν ενδιαφέρον, θα μπορούσαμε να ζωγραφίσουμε κάποια από τα θέματα στα έργα της εποχής ή να επισκεφθούμε το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο για να τα θαυμάσουμε από κοντά.
Στις σελίδες 31 και 49 μας περιγράφεται η Σαντορίνη της δεκαετίας του '70, όπως την γνώρισε η συγγραφέας: Στα Φηρά όμως δεν είχε άσφαλτο. Η ανηφόρα ήταν τόση, που μόνο γαϊδουράκια και μουλάρια την ανέβαιναν. Θα μπορούσαμε άραγε να βρούμε πληροφορίες για το πώς έμοιαζε η δική μας πόλη / γειτονιά στη δεκαετία του '70; Στα πλαίσια του μαθήματος της Ιστορίας, μπορούμε να οργανώσουμε μια μίνι ιστορική έρευνα, με επίσκεψη στο δημαρχείο, αναζήτηση πληροφοριών στις τοπικές αρχές και το διαδίκτυο και συνεντεύξεις από ανθρώπους που έζησαν την εποχή εκείνη.
Η θέα προς Περίσσα από την Αρχαία Θήρα το 1961 (πηγή)

Share/Bookmark

Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2014

Στα ίχνη της Σπασμένης Σάρισας

Υπόθεση
Σ' ένα παραλιακό καπνοχώρι της Πύδνας στις αρχές της δεκαετίας του '60, μια παρέα παιδιών χαίρεται την ξεγνοιασιά των τελευταίων ημερών πριν ανοίξουν τα σχολεία. Όταν ο καιρός είναι καλός, απολαμβάνουν τους θησαυρούς της θάλασσας: γαρίδες, καβούρια, μύδια, κυδώνια. Όταν βρέχει, αναζητούν τους θησαυρούς που ξεβγάζει η γη τους, αφού τα χωράφια στο χωριό είναι γεμάτα αρχαιότητες. Όσα αντικείμενα τα θεωρούν πολύτιμα, τα συλλέγουν ή τα πουλάνε στον παλιατζή. Τα υπόλοιπα τα χρησιμοποιούν άλλοτε ως οικοδομικά υλικά και άλλοτε όπως τύχει: ως γλάστρες, ποτίστρες ή στηρίγματα νεροχύτη!

Μια μέρα, ο νονός του Διομήδη αγοράζει ένα τρακτέρ, που στο πρώτο του όργωμα θα φέρει στο φως έναν μεγάλο μακεδονικό τάφο. Τα παιδιά τον ερευνούν, αποσπούν μερικά ευρήματα και τα κρύβουν σε μια αποθήκη· όμως ο καταχθόνιος έμπορος των τρακτέρ καταφέρνει να τους τα αποσπάσει. Τότε ο πατέρας του Διομήδη στήνει μια έξυπνη παγίδα και βοηθάει την αστυνομία να συλλάβει τον αρχαιοκάπηλο και τους συνεργούς του.

Όταν σε λίγο καιρό το σχολείο ξεκινάει, ο νέος δάσκαλος του χωριού Αντώνιος Μανιά εμπνέει με τις πατριωτικές του θέσεις τα παιδιά και τους γονείς τους, ώστε ν' αρχίσουν να αντιμετωπίζουν με μεγαλύτερο σεβασμό τις αρχαιότητες του τόπου τους.

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Ακρίτας Παιδικά
Συγγραφέας: Ιουλία Ζαννάκη - Λιάλιου
Εικονογράφηση: Δημήτρης Καρατζαφέρης
ISBN: 978-960-328-201-4
Έτος 1ης Έκδοσης: 2003
Σελίδες: 170
Τιμή: περίπου 8 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Ε', Στ'

Κριτική
Απλοϊκό μυθιστόρημα πατριωτικού προσανατολισμού που εξετάζει το θέμα της αρχαιοκαπηλίας από την οπτική των αγροτικών πληθυσμών. Το κείμενο εμφανίζει κατά σημεία αρκετές αδυναμίες: Άλλοτε έλλειψη σαφήνειας και προσανατολισμού, άλλοτε αποσπασματικότητα (όπως π.χ. στην περίπτωση της αρχαίας ιστορίας που προσγειώνεται στη διήγηση χωρίς καμιά σύνδεση με τα προηγούμενα -και ελάχιστα επηρεάζοντας τα επόμενα), ενώ οι χαρακτήρες προβάλλουν μονοδιάστατοι. Η επιμέλεια θα μπορούσε κι αυτή να είναι πιο προσεγμένη, ώστε να αποφεύγονται αχρείαστα italics όπως στις σελίδες 9-12. Από άποψη περιεχομένου, εκτός από την χαριτωμένη ιδέα που στηρίζει την πλοκή, συναντάμε διάφορα θέματα που όμως θίγονται επιφανειακά (όπως το πέρασμα του πρωταγωνιστή στην εφηβεία, στο οποίο αφιερώνονται μόλις δύο σελίδες [139-140] και ο υπότιτλος του βιβλίου - ο οποίος για κάποιον λόγο δεν αναγράφεται στο εξώφυλλο) ενώ όταν στο τρίτο σκέλος της ιστορίας το ρόλο του πρωταγωνιστή αναλαμβάνει ο δάσκαλος, κάνει την εμφάνισή του και διδακτισμός. Τα εννέα κεφάλαια (από 5 έως 27 σελίδες το καθένα) του βιβλίου διαβάζονται ωστόσο γρήγορα, καθώς η πλοκή τρέχει και οι σελίδες είναι αραιά γραμμένες (λιγότερες από 200 λέξεις στην καθεμιά). Η εικονογράφηση είναι παρούσα και συμβάλλει αρκετά στην διαμόρφωση κλίματος. Τελικά, θα προτείναμε το βιβλίο περισσότερο σε παιδιά των μεγάλων τάξεων του Δημοτικού που ενδιαφέρονται για την αρχαιολογία ή τα απασχολεί το θέμα της αρχαιοκαπηλίας. 

  • Χαριτωμένη ιδέα πίσω από την πλοκή
  • Ρεαλιστική προσέγγιση της νοοτροπίας των χωρικών

  • Αρκετές οι αδυναμίες του κειμένου (αστοχίες, ασάφειες)
  • Σημεία που θα μπορούσαν να έχουν δουλευτεί περισσότερο
  • Προσεγγίσεις που μπορεί να παρεξηγηθούν από τους αναγνώστες

Αξίες - Θέματα
Ιστορία - Αρχαιολογία, Αρχαιοκαπηλία, Φιλία, Πατριωτισμός, Ειλικρίνεια, Υπευθυνότητα, Μακεδονία.

Σκηνές που ξεχωρίσαμε
Η σκηνή όπου τα παιδιά ανακαλύπτουν τον αρχαίο τάφο

Εικονογράφηση
Η εικονογράφηση συνοδεύει με αρκετή επιτυχία την ιστορία, ενώ οι πέντε ολοσέλιδες και αρκετές εμβόλιμες στο κείμενο ζωγραφιές συμβάλλουν στη διαμόρφωση του κλίματος και κάνουν την ανάγνωση πιο ευχάριστη.
Απόσπασμα
Άρχισαν να κυνηγιούνται ώσπου έφτασαν λαχανιασμένοι στο χωράφι.

- Κοίτα πώς το έκανε, είπε ο Μπάμπης δείχνοντας το φρεσκοοργωμένο κτήμα, αλοιφή!

Μα κανείς πια δεν τον άκουγε. Προχωρούσαν σκυμμένοι ο ένας πλάι στον άλλο όπως ήταν συμφωνημένο από παλιά. Ξαφνικά τα γαβγίσματα του σκύλου, που είχε προχωρήσει μπροστά τους, τράβηξαν την προσοχή τους. Στο κέντρο περίπου του χωραφιού, εκεί που σχηματιζότανε μια γούβα, το σκυλί γύριζε γύρω γύρω, οσφραινόταν και έσκαβε τη γη με τα πόδια του. Ο Ορέστης του σφύριξε μα αυτό δεν έδωσε καμιά σημασία. Εξακολούθησε να γαβγίζει στο ίδιο σημείο, μανιασμένα.

- Βρήκε λαγό, ενθουσιάστηκε η Μερόπη.

- Μη λες χαζομάρες, πού να βρεθεί εδώ ο λαγός, αρουραίο μυρίστηκε.

- Και τον παραφυλάει έξω από την τρύπα του, είπε ο Ορέστης και πήγε κοντά του. Έκανε να τον πιάσει από το περιλαίμιο και τότε είδαν έκπληκτοι το φίλο τους να βουλιάζει βγάζοντας μια κραυγή τρόμου.

- Το πόδι μου, το πόδι μου, φώναξε, βοήθεια βουλιάζω.

Τ’ αγόρια έτρεξαν κοντά του, τον άρπαξαν από τα χέρια και τον τράβηξαν έξω. Χώματα κατρακύλησαν στο κενό που άφησε…

- Πηγάδι, μουρμούρισε τρομαγμένη η Περσεφόνη.

- Το σκέπασμά του φαίνεται ότι έσυρε το πρωί το τρακτέρ, είπε ο Διομήδης.

- Τι πηγάδι και σαχλαμάρες, τρύπα αρουραίου βρήκε αυτός, είπε ο Κώστας.

- Το πόδι μου δε χώθηκε σε τρύπα αρουραίου, τον διέκοψε ταραγμένος ακόμη ο Ορέστης. Είχα πολύ κενό από κάτω αφού το κουνούσα πέρα δώθε. Ο Κώστας έσκυψε και αφουγκράστηκε τον ήχο που έκαναν τα χώματα και οι πέτρες που συνέχιζαν να πέφτουν.

- Έλα βρε Διομήδη ν’ ακούσεις.

Τα δυο αγόρια έσκυψαν και έστησαν αφτί.

- Ακούς; Σου φαίνεται σα να πέφτουν σε πηγάδι;

- Όχι, κάπου κοντά πέφτουν. Τα ακούω που φτάνουν στον πάτο.

- Λες να είναι καμιά σπηλιά; Είπε ο Κυριάκος.

- Έχεις το φακό μαζί σου; Τον ρώτησε ανυπόμονα ο Κώστας.

- Ναι. Έχει και καινούργια μπαταρία.

- Δεν πιστεύω να σκέπτεσαι να μπεις μέσα; Είπε φοβισμένη η Περσεφόνη.

- Και βέβαια θα μπω, φέρε εκείνη την τσάπα του Ανδρόνικου βρε Μπάμπη. Έτσι μπράβο, άιντε βοηθάτε, τι με κοιτάτε, πρέπει πρώτα να μεριάσουμε τα χώματα για να δούμε πόσο είναι το άνοιγμα. Εδώ πιάσαμε λαβράκι.

- Τι λες μωρέ Κώστα; Απόρησε η Μερόπη.

- Το έχει καταλάβει ως και ο Γκέκας και συ ακόμη εκείεει, την κορόιδεψε ο Διομήδης. Αρχαίος τάφος πρέπει να είναι, δεν το κατάλαβες ακόμη;

Τ’ αγόρια πήραν φωτιά. Ο Πέτρος με την τσάπα και οι άλλοι με τα χέρια έσκαβαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Σε λίγη ώρα είχαν ανοίξει ένα λάκκο και στο βάθος του κάτι άσπριζε.

- Τι σας έλεγα; Είπε θριαμβευτικά ο Κώστας. Γονατίζοντας καθάρισε την επιφάνεια. Να και το άνοιγμα.

Πράγματι, το τρακτέρ είχε σπρώξει το τελευταίο κομμάτι της σκεπής κι έτσι είχε δημιουργηθεί ένα στενό πέρασμα.

- Για δώσε μου το φακό, Κυριάκο. Τάφος είναι, μην πηδάτε όλοι μέσα, θα τον ξαναγεμίσετε χώματα.

- Τι κάνουμε τώρα; Ρώτησε ο Μπάμπης.

- Μπαίνουμε μέσα!

- Τι λες, βρε Κώστα, ούτε μωρό δε χωράει να περάσει από κει.

- Εσύ Μπαμπίκο μου, έτσι στρουμπουλός που είσαι σίγουρα δεν περνάς, είπε ζυγιάζοντας με το βλέμμα τους φίλους του. Ίσως περνάει ο Διομήδης. Πάψε βρε Γκέκα, μας ζάλισες.

- Γιατί γαβγίζει αυτός; Είπε η Περσεφόνη.

- Δεν ακούς που χαρχαλίζει ο μάγκας εκεί μέσα;

- Ποιος… μάγκας;

- Κοίτα την πώς γούρλωσε τα ματάκια της η γενναία, ποιος άλλος από τον πρόγονό σου τον Περσέα, έσκασε στα γέλια το αγόρι.

- Τυφλοπόντικας είναι, την καθησύχασε ο Ορέστης.

- Πάμε να φύγουμε, είπε η Μερόπη. Δε θα έχει και τίποτε μέσα. Έτσι επάνω επάνω που είναι θα τον έχουν αδειάσει.

- Όποιος θέλει φεύγει, εγώ πάντως θα μπω μέσα, επέμενε ο Κώστας. Ελάτε να σπρώξουμε λίγο την πέτρα, μπας και μπορέσουμε να την μετακινήσουμε λίγο ακόμη.

Ο Πέτρος και ο Ορέστης, που ήταν και οι πιο χειροδύναμοι, κατέβηκαν, στερέωσαν τα πόδια τους πίσω και έσπρωξαν με όλη τους τη δύναμη.

Κουνήθηκε… κουνήθηκε… ξεφώνισαν όλοι ενθουσιασμένοι.

- Μη ρίχνετε το βάρος σας επάνω, να σπρώχνετε και να ανασηκώνετε όσο μπορείτε, τους συμβούλεψε ο Κώστας και πήδησε πλάι τους.

- Ένα… δυο… τρία… οοοπ! Ένα δύο τρία οοοπ!

- Μετακινήθηκε μια παλάμη περίπου, είπε ο Διομήδης.

Ξαναέσπρωξαν, μα η πέτρα δε μετακινήθηκε ούτε χιλιοστό. Έκαναν ακόμη μερικές προσπάθειες, αλλά τίποτε!

- Βγείτε, χρειάζεται κι άλλο σκάψιμο, είπε ο Πέτρος. Εγώ θα σκάβω και σεις θα βγάζετε τα χώματα. Πρέπει να ελευθερώσουμε την πέτρα, να δούμε πόση είναι και από πού μπορούμε να τη σπρώξουμε. Αυτό κάνουμε στις οικοδομές, όταν ανοίγουμε με τον πατέρα μου τα θεμέλια, πρόσθεσε και αρπάζοντας την τσάπα άρχισε να σκάβει.

Τα αγόρια ξάπλωσαν και άρχισαν με τις χούφτες να τα παίρνουν και να τα πετούν πίσω τους. Η ώρα περνούσε, τα παιδιά ιδρωμένα είχαν γίνει ένα με τη γη. Σε λίγο ο σωρός γύρω από την πέτρα είχε αδειάσει και φαινόταν και ένα τμήμα της θολωτής οροφής. Το υνί είχε φαίνεται γαντζωθεί στην άκρη της στενόμακρης πέτρας και τν είχε σύρει αφήνοντας ένα μικρό κενό.

Τα αγόρια μπήκαν προσεκτικά στο λάκκο και άρχισαν να σπρώχνουν όλα μαζί.

- Ασήκωτη είναι, που να πάρει! Είπε λαχανιασμένος ο Κώστας.

- Άντε, λίγο ακόμη θέλει, τους ενθάρρυνε ο Διομήδης.

Τα κορίτσια παρακολουθούσαν με κομμένη ανάσα τις προσπάθειες των φίλων τους. Μόλις  μέριασε η πέτρα έβγαλαν κραυγές ενθουσιασμού.

- Τώρα μάλιστα, είπε ο Πέτρος.

- Για βγείτε να δω αν χωράω, είπε ανυπόμονα ο Κώστας.

- Άσε, θα μπω εγώ που είμαι πιο αδύνατος, είπε ο Διομήδης.

- Να κάτσεις εκεί που είσαι, τον εμπόδισε ο Μπάμπης αρπάζοντάς τον από την μπλούζα.

- Ρε Μπαμπίκο, δεν σταματάς να του κάνεις την νταντά. Ξάδερφός του είσαι, δεν είσαι κηδεμόνας του.

Το πρόσωπο του Διομήδη βάφτηκε κόκκινο από την προσβολή.

- Εσύ να μην ανακατεύεσαι, είπε στον ξάδερφό του οργισμένος. Είπα θα κατέβω και θα κατέβω.

Ξαφνικά, μέσα από το άνοιγμα ξεπετάχτηκε ένας τυφλοπόντικας πανικόβλητος και το σκυλί τον έστρωσε στο κυνήγι.

- Λοιπόν, πρώτα θα κατέβω εγώ και μετά ο Διομήδης, είπε αποφασιστικά ο Κώστας. Έχω βγει από το φεγγίτη του σχολείου, που το πλάτος του ήταν πιο στενό απ’ αυτό.

Σιγούρεψε το φακό στην τσέπη του, πέρασε κανονικά τα πόδια του, το σώμα του, ζυγιάστηκε για λίγο και πήδησε.

- Εντάξει; Ρώτησαν με αγωνία.

- Μια χαρά, μάλλον έπεσα στο σαλόνι.

Ο Διομήδης, μικρόσωμος και ευέλικτος, πέρασε εύκολα το σώμα του, μετά το κεφάλι του. Ο φακός φώτιζε αρκετά το χώρο. Είδε τον Κώστα αποκάτω να περιμένει να τον πιάσει. Άφησε τα χέρια του, πήδηξε στο πάτωμα, έχασε την ισορροπία του και χτύπησε στον τοίχο.

Γύρισε ξαφνιασμένος και είδε εκεί που ακούμπησε κάτι σαν ζωγραφιά.

- Κώστα, κοίτα, φώναξε έκπληκτος.

- Α, ρε. Τι είναι αυτό; Έχεις μαζί σου μαντίλι;

Έγνεψε αρνητικά.

- Τα κορίτσια σίγουρα θα έχουν. Πετάξτε κανένα μαντίλι ή κουρέλι να ξεσκονίσουμε λίγο, τους διέταξε.

- Δεν έχουμε μαντίλια, πάρτε τη ζακέτα μου, είπε η Περσεφόνη και την έριξε.

- Είσαι θησαυρός, την παίνεσε ο Κώστας ευχαριστημένος.

- Κώστα, Κώστα, φώτισέ μου εδώ και δώσε μου τη ζακέτα…

Το αγόρι με τρεμάμενο χέρι σκούπισε ένα σημείο του τοίχου και απόμεινε να κοιτά θαμπωμένο. Βιαστικά, δίχως να νοιάζεται για τη σκόνη που τον έλουζε, σκούπισε και το υπόλοιπο. Δε χόρταινε να βλέπει.

Δίπλα του, βουβός από θαυμασμό, ο Κώστας χάζευε τη ζωγραφιά.

- Έλα, βρήκατε τίποτε;

Οι φωνές των φίλων τους τούς συνέφεραν.

- Μια τοιχογραφία, φώναξε και την ξανασκούπισε προσεκτικά.

Ήταν μια αναπαράσταση, μια φωτογραφία θα έλεγε κανείς της παραλίας.

Στο λοφίσκο ήταν σταματημένη μια άμαξα με ένα κάτασπρο άλογο. Ο ηνίοχος κρατούσε τα γκέμια και όρθιος ατένιζε τη θάλασσα. Καθώς το φως έπεφτε πάνω της δημιουργούσε σκιές και αυτές έκαναν την εικόνα να φαντάζει ζωντανή, σαν να την έβλεπες από κάποιο παράθυρο που άνοιγε και σε γύριζε πίσω στο χρόνο που πέρασε.

Γύρισε από την άλλη πλευρά και με γρήγορες κινήσεις άρχισε να καθαρίζει τον τοίχο.

Εδώ υπήρχε μια σκηνή κυνηγιού. Ήταν σίγουρα ο ίδιος νέος, ψηλός, με σγουρά χρυσά μαλλιά, μόνο που εδώ κρατούσε τόξο. Τα σκυλιά έτρεχαν στο γνώριμο δάσος με τις λεύκες ενώ το θήραμα, ένα καταπληκτικά όμορφο ελάφι, πηδούσε πάνω από ένα ρυάκι, με τα μπροστινά του πόδια λυγισμένα και τα πίσω τεντωμένα έτσι που νόμιζες πως από στιγμή σε στιγμή θα ξεπετιότανε μπροστά σου, λεύτερο σαν τον άνεμο, απαλλαγμένο από τους διώκτες του, μακριά από το πετρωμένο τοπίο.

- Ελάτε βρε παιδιά, τι κάνετε εκεί κάτω, μη μας κοψοχολιάζετε, ακούστηκε παραπονιάρικη η φωνή της Μερόπης.

 - Έχει άλλη μια τοιχογραφία που δείχνει έναν κυνηγό, απάντησε ο Κώστας.

Τα λόγια του φίλου του αντήχησαν τόσο φτωχά, τόσο ψυχρά μπροστά σ’ αυτή την ασύλληπτη ομορφιά. Όσο και να προσπαθούσε θα ήταν αδύνατο να εκφράσει, να περιγράψει την κίνηση, τις λεπτές αποχρώσεις, την πλαστικότητα και την αρμονία της.

- Είναι πανέμορφες, δεν μπορώ να σας τις περιγράψω…

- Άσε την ενημέρωση και κοίταξε, εδώ υπάρχει ένα άνοιγμα με καμάρα που οδηγεί σε άλλο δωμάτιο· πίσω σου πρέπει να είναι η είσοδος, είπε ο Κώστας, κι έριξε το φως του φακού προς τα εκεί.

Ο Διομήδης γύρισε και κοίταξε. Πράγματι υπήρχε μια μαρμάρινη δίφυλλη πόρτα, που θα πρέπει να ήταν η είσοδος του τάφου.

- Πάμε στο άλλο δωμάτιο, εδώ δεν υπάρχει τίποτε, μόνον αυτά τα δύο κομμάτια μάρμαρο. Φαίνεται θα υπήρχε κάποιος πάγκος εδώ, είπε ο Κώστας.

- Λες να το έχουν αδειάσει;

- Άντε, προχώρα να δούμε.

Μα δεν τον άκουγε, το βλέμμα του είχε σταθεί μαγεμένο θαρρείς στις τοιχογραφίες.

- Άντε κουνήσου, τι έπαθες, φοβάσαι; Θύμωσε ο Κώστας και προχώρησε μπροστά με τη γνώριμη αποφασιστικότητά του. Πέρασαν στο άλλο δωμάτιο, ο Κώστας έριξε το φως γύρω γύρω και στάθηκε στο βάθος όπου κάτι διακρινότανε.

- Κι άλλος πάγκος πέτρινος. Γύρω γύρω είναι αγγεία και τέτοια, είπε ο φίλος του. Σιγά μην πατήσεις τίποτε.

Και τότε ο Διομήδης ένιωσε να τον διαπερνά ένα ξαφνικό ρίγος, πάγωσε, τα πόδια του άρχισαν να τρέμουν, κάτι απειλητικό τον τύλιξε, ο αέρας λιγόστεψε και του κόπηκε η αναπνοή. Τα μάτια του θόλωσα. «Θα λιποθυμήσω», σκέφθηκε και τσίμπησε δυνατά το χέρι του, «θα λιποθυμήσω και θα γίνω ρεζίλι». Κούνησε το κεφάλι του να ξεζαλιστεί και τσιμπήθηκε πάλι.

- Για κράτα το φακό και φέγγε εδώ κάτω, έτσι μπράβο, μην τον κουνάς και με ζαλίζεις.

Προσπαθούσε να κάνει ό,τι του έλεγε, όμως εκείνη η ανατριχίλα δεν έλεγε να του περάσει. Είδε με δέος το φίλο του να πιάνει ένα ένα τα αντικείμενα που βρίσκονταν γύρω από τον πάγκο και να τα μεριάζει.

- Ασύλητος είναι! Είπε θριαμβευτικά ο Κώστας.

Και οι λέξεις αυτές μεγάλωσαν την ταραχή του. Ένιωθε πίσω του καρφωμένα τα μάτια του νέου να τον παρακολουθούν θυμωμένα, γιατί παραβίασε το άδυτό του. Γιατί αγγίζανε τα δώρα των δικών του.

- Μα τι έπαθες, τρέμει το χέρι σου; Έλα κοντά και φέξε εδώ στον πάγκο, νευρίασε ο Κώστας.

- Αυτό μάλιστα, είπε σφυρίζοντας θαυμαστικά. Δώσε μου τη ζακέτα.

Την πήρε και την άπλωσε δίπλα του. Μετά ακούμπησε πάνω της με προσοχή το εύρημά του.

Τι είναι; Ψιθύρισε ο Διομήδης.

- Στεφάνι και ελπίζω χρυσό, του απάντησε αφοσιωμένος να κοιτάζει τώρα διάφορα μικροαντικείμενα.
Σχόλια
Από παιδαγωγική άποψη, υπάρχουν κάποια προβληματικά σημεία που οφείλουμε να επισημάνουμε. Καταρχάς, στο κείμενο συναντάμε συχνά πυκνά λέξεις και φράσεις άκομψες, όπως π.χ. «σκάστε ρε», «τι λες βρε βλάκα» «άντε ρε χέστη» κτλ. που χρησιμοποιεί ο "περπατημένος" της παρέας, Κώστας. Έπειτα, η ηθική διάσταση κάποιων γεγονότων βάζει σε σκέψεις· το ότι π.χ. ο νεαρός Διομήδης δεν εμπιστεύεται τον ίδιο του τον παππού και φοβάται μήπως τον κορόιδεψε για να μην του δώσει μερτικό (σ.41), ή το ότι μπροστά στα μάτια του η γιαγιά του κλέβει έναν έμπορο στο μέτρημα (σ.52) χωρίς κανείς να ασκήσει κριτική, είναι θέματα που καλό είναι να προσέξουμε. Από την άλλη, το ότι τα παιδιά συνεργάζονται για να αποσπάσουν τα πολύτιμα ευρήματα από τον αρχαίο τάφο, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε πως δίνει ένα θετικό μήνυμα, ακόμα και αν η ενέργειά τους αυτή είναι παράνομη. Και πάλι ωστόσο, το γεγονός ότι το ζήτημα με τον αρχαιοκάπηλο λύνεται τελικά χάρη σ' ένα σχέδιο που συλλαμβάνει, οργανώνει και εκτελεί χωρίς τη συμμετοχή των παιδιών ο πατέρας του Διομήδη, υποβιβάζει τελικά τους νεαρούς ήρωες σε απλούς παρατηρητές.
Στο τρίτο μέρος του βιβλίου, ο δάσκαλος Αντώνης Μανιά, βάζει με το αυστηρό του ύφος τους μαθητές -αλλά και τους αναγνώστες- στη θέση τους, με ένα ρεσιτάλ "πατριωτικών" εκφράσεων που ίσως αποδίδουν ως έναν  βαθμό το εκπαιδευτικό κλίμα της εποχής, χρήζουν ωστόσο ανάλυσης. Μεταξύ άλλων, διαβάζουμε τα:
...αν δεν έχεις το θάρρος να το πεις κατάμουτρα, να φορέσεις φουστάνια (σ.141)
...είμαστε όλοι στρατιώτες (σ.144)
...Όλοι είμαστε μια φυλή. Μια αθάνατη φυλή (σ.160)

Τα παιδιά φαίνεται να επηρεάζονται έντονα από τη διδασκαλία του (σ.167) Όταν ο δάσκαλος τελείωσε, τα νύχια του παιδιού είχαν πληγώσει τις χούφτες του, και χρησιμοποιούν τα διδάγματά του όπως τύχει (σ. 96)
- Πας μη Έλλην βάρβαρος, είπε σιγανά ο Γιώτης
- Τι είπες; ρώτησε ξαφνιασμένος ο Ορέστης. 
- Θυμάστε τι μας είχε πει ο δάσκαλος ότι έλεγαν οι Αρχαίοι; Ότι όποιος δεν ήταν Έλληνας, ήταν βάρβαρος, τους εξήγησε ο Γιώτης.
Στο κείμενο θα συναντήσουμε κάποιες ασυνήθιστες λέξεις χωρίς ερμηνεία, που όμως οι μαθητές ίσως είναι σε θέση να καταλάβουν από τα συμφραζόμενα. Τέτοιες είναι οι κουρσούμι (= κάτι βαρύ), γκλαβανή (=καταπακτή), αγαντάρω (=πιάνομαι), κ.ά.

Στο τελευταίο μέρος της ιστορίας, κάνουν αναπάντεχα την εμφάνισή τους δυο - τρία σημεία με χιούμορ, το οποίο συνήθως αφορά την παχυσαρκία.
- Μπάμπη, είπα να μαζεύουμε κουκουνάρια, όχι να τα τρώμε.
- Αυτός κύριε μια ζωή πεινάει, είπε ο Διομήδης. 
Ο Μπάμπης κατέβασε ντροπιασμένος το κεφάλι.
- Μη στεναχωριέσαι κι εγώ έτσι ήμουν, τον παρηγόρησε ο δάσκαλος κτυπώντας τον φιλικά στην πλάτη. Μια ζωή μασουλούσα ό,τι έβρισκα. Το παιδί τον κοίταξε με ευγνωμοσύνη.
- Αλήθεια κύριε; είπε δύσπιστα.
- Ναι, αλλά ποτέ δεν έφαγα το φυτώριο του δασκάλου μου, απάντησε σοβαρά σοβαρά εκείνος.
Τέλος, συναντάμε αναφορές σε αρχαία νομίσματα, τις οποίες θα μπορούσαμε να αξιοποιήσουμε στην τάξη με διάφορους τρόπους (κάποιους από αυτούς θα τους βρείτε στην προηγούμενη ανάρτηση), αφού όμως πρώτα διορθώσουμε τις πληροφορίες που δίνονται στο κείμενο. Στη σ.125 γίνεται λόγος για ένα τετράδραχμο με την επιγραφή AESILLAS, που εικονίζει από τη μια όψη γυναικεία κεφαλή (δεν είναι γυναίκα αλλά ο Μέγας Αλέξανδρος) και από την άλλη ρόπαλο [το σύμβολο του Ηρακλή, που συνοδεύεται από το γράμμα q -όπως λέμε Quaestor-, ένα σκαμνάκι και ένα κουβαδάκι, που τα χρησιμοποιούσε ο quaestor στην εργασία του]. Στις σ.67-68 περιγράφεται ένα νόμισμα (βλ. πιο πάνω) που στη μία όψη έχει λουλούδι και στην άλλη κεφάλι Μέδουσας (η οποία δεν είναι Μέδουσα αλλά ο θεός Ήλιος, προστάτης της Ρόδου) και τα γράμματα ΖΩ.
Χρήση στην τάξη
Σε συνδυασμό με τα συγκλονιστικά νέα για τις καρυάτιδες που ήρθαν στο φως στον -δυστυχώς μάλλον συλημένο- τάφο της Αμφίπολης, το βιβλίο μπορεί να μας δώσει αφορμή να συζητήσουμε για το ζήτημα της αρχαιοκαπηλίας. Ποιους ονομάζουμε αρχαιοκάπηλους και γιατί θεωρείται κακό αυτό που κάνουν; Σε ποιους ανήκουν οι αρχαιότητες που ανακαλύπτουμε στο έδαφος της χώρας μας και πώς καταλήγουν στο εξωτερικό; Ποια άραγε είναι τα κίνητρα των εμπόρων αρχαιοτήτων και τι οδηγεί τους αγρότες να τους πουλάνε τα αρχαία που βρίσκουν στα χωράφια τους; Σε προσωπικό επίπεδο: Ποιες πρέπει να είναι οι πρώτες ενέργειές μας αν κατά τύχη ανακαλύψουμε κάποιο αρχαίο αντικείμενο; Και τι θα λέγαμε αν συναντούσαμε κάποιον αγρότη να μεταφέρει αρχαία; Διαβάστε εδώ χθεσινό άρθρο του BBC για ένα 11χρονο αγόρι από την Κίνα που ανακάλυψε ένα αρχαίο μαχαίρι σε ποτάμι κοντά στο σπίτι του και αντιστάθηκε στις «σειρήνες» των εμπόρων.

Θυμίζουμε το επεισόδιο από τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη και το παραθέτουμε μαζί με το σχόλιο του ποιητή Γιώργου Σεφέρη (πηγή):
«Είχα δυο αγάλματα περίφημα, μια γυναίκα κι ένα βασιλόπουλο, ατόφια -φαίνονταν οι φλέβες, τόση εντέλειαν είχαν. Όταν χάλασαν τον Πόρο, τά 'χαν πάρει κάτι στρατιώτες, και στ’ Άργος θα τα πουλούσαν κάτι Ευρωπαίων· χίλια τάλαρα γύρευαν [...] Πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα: «Αυτά, και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μην το καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Γι’αυτά πολεμήσαμε» (Β΄ 303). Καταλαβαίνετε. Δε μιλά ο Λόρδος Βύρων, μήτε ο λογιότατος, μήτε ο αρχαιολόγος· μιλά ένας γιος τσοπάνηδων της Ρούμελης με το σώμα γεμάτο πληγές. «Γι’αυτά πολεμήσαμε». Δεκαπέντε χρυσοποίκιλτες ακαδημίες δεν αξίζουν την κουβέντα αυτού του ανθρώπου.
Η πρόσφατη συνέντευξη του 82χρονου Κ.Ε. στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, απαντάει σε κάποια από τα παραπάνω ερωτήματα: 
«Το 1953, πήγα φαντάρος. Στο χωριό είχε πολλή φτώχεια… Όταν γύρισα, μαζί με τον αδερφό μου ξεκινήσαμε να βγάζουμε τις οβίδες από τον λόφο. Είχαν μείνει πολλές από τον Βαλκανικό πόλεμο. Βγάζαμε μολύβια και 'τούντσια' και τα πουλούσαμε στη Θεσσαλονίκη, δώδεκα δραχμές το κιλό. Τις βρίσκαμε εύκολα, γιατί, όταν χτυπούσε η οβίδα, άφηνε ίχνη καπνού στα βράχια, ήταν ζεστή και άφηνε καπνούς. Υπήρχαν, όμως, τρύπες που δεν είχαν καπνούς. Σκάψαμε... ήταν τάφοι. Εδώ έσκαβαν όλοι. Ο τόπος είναι ημίβραχος, έσκαβες δέκα πόντους και φαινόταν, αν ήταν σκαμμένος ο τάφος. Σκάβαμε κυρίως στην Ακρόπολη, απέναντι από το σημερινό Αρχαιολογικό Μουσείο, στα 'καλά μνήματα', έμειναν οι πλούσιοι εκεί. Άνοιξα πολλούς τάφους: αν ήταν γυναικείος ο τάφος, βρίσκαμε χρυσά σκουλαρίκια, περιδέραια και καρφίτσες, αν ήταν αντρικός κάποια αντικείμενα και δακτυλίδια. Πηγαίναμε βράδυ, ήμασταν το πολύ δυο-τρεις. Τα πουλούσαμε στον έμπορο και ο καθένας έπαιρνε το μερτικό τους. Η συναλλαγή γινόταν στη Θεσσαλονίκη. Αν έβρισκες κάτι, έπαιρνες τον έμπορο και του το έλεγες. Έβρισκαν και αγαλματίδια και τα πουλούσαν στους μεγάλους αρχαιοκάπηλους ή σε αυτούς που έκαναν συλλογές»

«Το 1955 ήρθε ο αρχαιολόγος από την Καβάλα, ο Δημήτρης Λαζαρίδης και ξεκίνησε τις αρχαιολογικές εργασίες. Είχα βρει τότε τριάντα αγαλματίδια, δούλευα στον δρόμο και άνοιγα τη διακλάδωση προς το χωριό μέσα, φαρδαίναμε τον δρόμο, τριάντα κούκλες, περιστέρια "αλεπές" και γυναικεία πρόσωπα, τα παρέδωσα στο Λαζαρίδη. Δεν μου έδωσαν καμία αμοιβή... Μια μέρα, καθώς άνοιγε τον δρόμο η μπουλντόζα, πετάχτηκε ένα κεφάλι μαρμάρινο. Το παρέδωσα και αυτό, αλλά λεφτά δεν πήρα ακόμη.»
Η εκπληκτική έκθεση "Μακεδονικοί Θησαυροί" μας περιμένει στο
Νέο Αρχαιολογικό Μουσείο Πέλλας ως το τέλος Σεπτεμβρίου
Αντίστοιχα με τα παραπάνω συμπεραίνουμε και από τη συνέντευξη συνταξιούχου αρχαιοφύλακα στην οποία διαβάζουμε: «κατά τη διάρκεια της 30ετούς υπηρεσίας του ήρθε πολλές φορές πρόσωπο με πρόσωπο ακόμα και με συμπατριώτες του που επιζητούσαν αρχαίους θησαυρούς για να λύσουν το οικονομικό τους πρόβλημα.

Συμπατριώτης του φέρεται να ήταν και ο αγρότης που στις αρχές της δεκαετίας του 1960 έπεσε πάνω στο μοναδικής αξίας και ομορφιάς μακεδονικό στεφάνι που από την Αμφίπολη κατέληξε στο Λος Άντζελες μέσω Γερμανίας και Αυστρίας. Το στεφάνι κατασκευάστηκε από το ίδιο εργαστήριο με το στεφάνι του Φιλίππου Β' που βρέθηκε στη χρυσή λάρνακα στον τάφο του στη Βεργίνα. Συνδέθηκε δε με ένα από τα μεγαλύτερα κυκλώματα αρχαιοκαπηλίας που έδρασαν στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1990, με ιθύνοντα νου τον Ιταλό αρχαιοπώλη Νίνο Σαβόκα.

Έχοντας Έλληνες συνεργάτες, ο Σαβόκα ήρθε σε επαφή με τον αγρότη που του παρουσίασε ως πειστήριο μια φωτογραφία έχοντας στο κεφάλι του το χρυσό στεφάνι. Ο Σερραίος λαθρανασκαφέας ήταν σκληρός διαπραγματευτής στην τιμή κάτι που εξόργισε τον Σαβόκα. Τελικά το αγόρασε, με το αντίτιμο να παραμένει άγνωστο, και το στεφάνι κατέληξε στο αρχαιοπωλείο που διατηρούσε στο Μόναχο, αναζητώντας επίδοξους αγοραστές, λάτρεις της αρχαίας τέχνης. Ενώ για πολλά χρόνια είχε μείνει στα αζήτητα, με τη μεσολάβηση δύο Ελλήνων και τη βοήθεια ενός Σέρβου, το στεφάνι κατέληξε στο Μουσείο Γκετί των ΗΠΑ έναντι 1.150.000 δολαρίων τον Ιούλιο του 1993.Οι ενέργειες του ελληνικού υπουργείου Πολιτισμού βοήθησαν στον επαναπατρισμό του το 2007.»
Χάρτης με τις χώρες απ' όπου τα αρχαία νομίσματα προωθούνται στη διεθνή αγορά (Πηγή)
Η σκηνή στο βιβλίο όπου ο δάσκαλος παροτρύνει τα παιδιά να συγκεντρώσουν τα αρχαία που βρίσκονται στην κατοχή των χωρικών (σ.153) Να φέρει ο καθένας ό,τι έχει, από νομίσματα μέχρι αγάλματα. Να τα συγκεντρώσουμε και να ειδοποιήσουμε την Αρχαιολογική υπηρεσία να έρθει να τα πάρει θυμίζει αρκετά την πρωτοβουλία του αρχαιολόγου Λαζαρίδη να γυρίσει το χωριό της Αμφίπολης και να μαζέψει τα αρχαία που στόλιζαν τα σπίτια Ο Λαζαρίδης έβγαινε με μια τσάντα στο χωριό και μάζευε ό,τι μπορούσε, ζητούσε ό,τι είχε βρει ο καθένας να του το παραδώσει και τότε τα παρέδωσα και εγώ. Όταν τα παιδιά είναι ευαισθητοποιημένα, είναι πιο εύκολο να ενεργοποιήσουν και τους γονείς τους σε σχετικά ζητήματα.

Ας δοκιμάσουμε λοιπόν στην τάξη να κατασκευάσουμε μια αφίσα ενημέρωσης γύρω από το πρόβλημα της αρχαιοκαπηλίας, που θα απευθύνεται στους συμμαθητές και τους γονείς.
Τα γεγονότα του μυθιστορήματος τοποθετούνται γεωγραφικά σ' ένα παραθαλάσσιο χωριό της Πύδνας. Στις εικόνες που ακολουθούν, η θέση του δημοτικού διαμερίσματος Πύδνας στον χάρτη και μια φωτογραφία από την Αλυκή Πιερίας.


Share/Bookmark