Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εκδ.Σύγχρονη Εποχή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εκδ.Σύγχρονη Εποχή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2014

Ψηλά το κεφάλι, δούλε!

Υπόθεση
Γύρω στο 164 π.Χ., ένας Εφέσιος κιθαρωδός και η κόρη του Φιλομήλα, αγοράζονται στο σκλαβοπάζαρο της Περγάμου και μπαίνουν στην υπηρεσία του Ευμένη Β'. Ο βασιλιάς θαμπώνεται από την ομορφιά της κόρης, που λίγους μήνες μετά θα του γεννήσει έναν νόθο γιο, τον Αριστόνικο. Όταν ο Ευμένης πεθαίνει, στο θρόνο ανεβαίνει ο Άτταλος Γ', που υποφέρει από μανία καταδιώξεως. Ο Αριστόνικος βρίσκει τότε μια πρόφαση να φύγει από το παλάτι και γίνεται άρχοντας σε ένα απομακρυσμένο κτήμα. Εκεί, θα γνωρίσει τη δυστυχία των φτωχών και των δούλων. Βαθιά θα τον επηρεάσει επίσης ένα βιβλίο που έχει γράψει ο φιλόσοφος Ιάμβουλος ο Σύρος, στις σελίδες του οποίου περιγράφεται μια πολιτεία απόλυτης ισότητας και δημοκρατίας, χωρίς ατομική ιδιοκτησία και χρήμα. Στο μυαλό του Αριστόνικου γεννιέται η ιδέα να κάνει πράξη αυτή την πολιτεία, και μετά τον θάνατο του Αττάλου Γ', αποφασίζει να βγει στο προσκήνιο. Στο επαναστατικό του κάλεσμα συγκεντρώνονται όλοι οι καταφρονεμένοι της περιοχής, ενώ ο στρατός που οργανώνει μοιάζει αποφασισμένος. Οι νίκες έρχονται η μια μετά την άλλη και η «Πολιτεία του Ηλίου» μεγαλώνει. Στάσεις ξεσπούν παντού στη Μικρά Ασία. Οι πλούσιοι και οι αριστοκράτες πολεμούν τους εξεγερμένους χωρίς αποτέλεσμα, μέχρι που έρχεται βοήθεια από την πανίσχυρη Ρώμη. Εναντίον του Αριστόνικου στέλνεται αρχικά ο Λικίνιος Πούμπλιος Κράσος και μετά την αποτυχία αυτού, ο Μάρκος Περπέρνα. Απέναντι στον πιο οργανωμένο στρατό της εποχής, η μοίρα των επαναστατών είναι προδιαγεγραμμένη.

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Σύγχρονη Εποχή
Συγγραφέας: Χάρης Σακελλαρίου
Εικονογράφηση: -
ISBN: 978-960-224-838-6
Έτος 1ης Έκδοσης:1998
Σελίδες: 90
Τιμή: περίπου 6 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ ή εδώ
Άλλη κριτική εδώ (είναι το ίδιο βιβλίο, απλώς ο ήρωας αναφέρεται λανθασμένα ως Αρίσταρχος)
Τάξεις: Γυμνάσιο

Κριτική
Συναρπαστικό διήγημα ιστορικής μυθοπλασίας που αναφέρεται στον ξεσηκωμό των δούλων της Περγάμου (133-129 π.Χ.), υπό τον (υποτιθέμενο) τελευταίο απόγονο των Ατταλιδών, Αριστόνικο. Γραμμένο με απλότητα, ελεύθερη γλώσσα και επαναστατικό ενθουσιασμό, το βιβλίο μας παρασύρει στους γρήγορους ρυθμούς του. Οι νεαροί αναγνώστες θα βρουν σε αυτό ψυχαγωγία, γνώσεις, αλλά κυρίως θα προβληματιστούν. Οι ιστορικές πηγές για τον κεντρικό χαρακτήρα είναι περιορισμένες, όμως ο συγγραφέας τις αξιοποιεί με μαεστρία, ενώ δανείζεται στοιχεία από τα έργα του Π. Λεκατσά (Η Πολιτεία του Ήλιου και Οι πόλεμοι των δούλων) και συμπληρώνει τα κενά με τη γνωστή αφηγηματική του δεινότητα. Διαμορφώνεται έτσι μια πλοκή που σε γενικές γραμμές κρατάει το ενδιαφέρον μας αμείωτο ως το τέλος. Το βιβλίο μοιράζεται σε 14 κεφάλαια με έκταση μόλις 2-10 σελίδων το ένα. Το στήσιμο του κειμένου είναι «παλαιού τύπου» (μπετόν) και σίγουρα δεν απευθύνεται σε μαθητές δημοτικού. Οι σκηνές βίας είναι λιγοστές αλλά γλαφυρότατες (σ.59, 65, 79, 86), οπότε αν χρησιμοποιήσουμε αποσπάσματα θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί. Η εικονογράφηση δυστυχώς είναι απούσα, ενώ δεν συναντάμε και πρόσθετα βοηθητικά στοιχεία όπως κάποιο λεξιλόγιο, έναν χάρτη της περιοχής, το γενεαλογικό δέντρο των Ατταλιδών ή σχετική βιβλιογραφία. Το προτείνουμε σε μαθητές γυμνασίου που επιθυμούν να γνωρίσουν πώς απλώθηκε η ρωμαϊκή κυριαρχία στη Μ.Ασία ή σε όσους ενδιαφέρονται για τις απαρχές των ριζοσπαστικών κινημάτων.

Με το ίδιο θέμα ασχολείται το θεατρικό έργο του Κώστα Βάρναλη «Άτταλος ο Τρίτος» και το διήγημα «Ο βασιλιάς της Περγάμου» με συγγραφέα τον Ευστράτιο που κυκλοφορεί σε αυτοέκδοση.

  • Ενδιαφέρουσα πλοκή
  • Βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα
  • Κοινωνικός προβληματισμός

  • Έντονος ιδεολογικός χρωματισμός που υιοθετεί ισοπεδωτική διάθεση και προπαγανδιστικό σε κάποια σημεία, ύφος

Αξίες - Θέματα
Ιστορία, Δουλεία, Ανισότητα, Ανθρωπισμός, Περιπέτεια, Φιλοσοφία

Σκηνές που ξεχωρίσαμε
Όπου η επανάσταση των δούλων ξεκινάει γεμάτη ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον.

Εικονογράφηση
Απόσπασμα
Το άλλο κιόλας πρωί ο Αριστόνικος σηκώθηκε πολύ νωρίς. Αφού έφαγε το πρωινό του, κάλεσε κοντά του τους δυο γραμματικούς, που είχε στο κτήμα του.

- Πάρτε, τους λέει, τις γραφίδες σας κι από πέντ’ – έξι περγαμηνές κι ελάτε στο δώμα μου. Έχω κάτι το πολύ σπουδαίο να σας πω να γράψετε…

Σε λίγο ήταν και οι δυο τους εκεί. Είδαν τον αφέντη τους αναστατωμένο. Τα μάτια του είναι πρησμένα από την αϋπνία, αλλά πετούσαν σπίθες. Πριν αρχίσει να τους υπαγορεύει αυτά που ήθελε να γράψουν, τους λέει:

- Φίλοι μου… τη νύχτα που μας πέρασε πήρα μια πολύ τολμηρή απόφαση και σας παρακαλώ, με την εμπιστοσύνη που σας έχω, να μου πείτε αν αυτό που θα κάνω το βρίσκετε σωστό ή όχι.

Οι δυο γραμματικοί του άφησαν πάνω στα μικρά τραπεζάκια τις γραφίδες τους και τον κοίταξαν όλο απορία στα μάτια. Κι ο Αριστόνικος συνέχισε:

- Όπως ξέρετε, οι πολιτείες μας, εδώ κι αιώνες τώρα, είναι συγκροτημένες πάνω στο σύστημα της δουλοκτησίας. Οι έξυπνοι, οι επιτήδειοι και οι δυνατοί γίνονται αφεντικά. Αυτοί έχουν στα χέρια τους τα κτήματα και τα πλούτη και κάθε δικαίωμα κι εξουσία, ενώ οι άλλοι, όσοι βρέθηκαν κάποια στιγμή σε δύσκολη θέση ή αδυναμία γίνονται δούλοι, υποχρεωμένοι να δουλεύουν, κι αυτοί και τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους, όλη τους τη ζωή στα κτήματα των αφεντικών σαν ζώα, χωρίς να μπορούν να διαμαρτυρηθούν για την κακή μεταχείριση ή τη σκληρότητα των αφεντικών, αφού ακόμα και η ζωή τους είναι στη διάθεση και στα χέρια εκείνων. Κι ακόμα, ξέρουμε όλοι πως η γη είναι μοιρασμένη άδικα. Τεράστιες εκτάσεις κρατούν στα χέρια τους τ’ αφεντικά, οι ολιγαρχικοί που τους λέμε εδώ, ενώ οι αληθινοί ξωμάχοι, όσοι ξέρουν να δουλεύουν τη γη, έχουν από ένα χωραφάκι κι εκείνο κινδυνεύουν να το χάσουν σε κάθε στιγμή, αν τύχει κι αρρωστήσουν αυτοί ή κάποιος απ’ τη φαμίλια τους και βάλουν χρέος στ’ αφεντικά τους.

Κάποτε, παλιότερα, οι παππούδες τους, έλπιζαν στον Αλέξανδρο το Μακεδόνα. Πίστεψαν πως, περνώντας σαν αστραπή με’ απ’ την Ασία, θα γκρέμιζε το παλιό, άδικο και σάπιο δουλοκτητικό σύστημα και θα έφερνε παντού τη δικαιοσύνη και τη λευτεριά. Μα γελάστηκαν. Κι απλώς άλλαξαν αφεντάδες. Τη θέση των Περσών σατραπών την πήραν οι Μακεδόνες στρατηγοί, αυτός τη θέση του μεγάλου Πέρση βασιλιά, ζητώντας μάλιστα να τον προσκυνούνε για θεό, και τα μεγάλα κτήματα μείναν στα χέρια των πλουσίων και των δυνατών. Κι είχε δίκιο ο Τιβέριος Γράκχος όταν έλεγε στη ρωμαϊκή Σύγκλητο: «Τ’ αγρίμια της Ιταλίας έχουν φωλιά, έχουν τρύπα να τρυπώσουν κι έναν τόπο να ξαπλώσουν το κουρασμένο σώμα τους. Όμως, αυτοί που πολεμούνε και πεθαίνουν για την ίδια γη, άλλο εξόν απ’ τον ήλιο και τον αέρα τίποτε δεν έχουν. Μα άστεγοι, δίχως να ‘χουν μια γωνιά ν’ ακουμπήσουν, παραδέρνουν εδώ κι εκεί με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους. Και λένε ψέματα οι στρατηγοί στους στρατιώτες τους όταν τους παρακινούν και τους προστάζουν να πολεμήσουν, για να υπερασπιστούν απ’ τους οχτρούς τα «πάτρια εδάφη», τους τάφους των προγόνων τους και τα ιερά τους. Γιατί κανένας από τα τόσα πλήθη του ρωμαϊκού λαού δεν έχει ούτε πατρικό βωμό ούτε μνημούρι πατρογονικό, αλλά καλείται να πολεμήσει και να σκοτωθεί για τ’ αλλουνού τα πλούτη και την καλοπέραση. Και του λένε πως αυτός είναι κυρίαρχος του κόσμου, ενώ ούτ’ ένα σβώλο γης δεν έχει δικό του…»

Οι δυο γραμματικοί ακούνε με στόμα ανοιχτό τον Αριστόνικο και δεν μπορούνε να καταλάβουν πού επιτέλους το πάει.

- Λοιπόν… συνεχίζει αυτός, θαρρώ πως ήρθε καιρός να δώσουμε ένα τέλος σε όλα αυτά. Τη στιγμή μάλιστα που βλέπουμε ότι τα μεγάλα αφεντικά, από φόβο μη χάσουν τα πλούτη και τα προνόμιά τους, δε διστάζουν να ξεπουλήσουν την πάτρια γη στον οποιοδήποτε ισχυρό ξένο, αδιαφορώντας, αν αυτός γίνει για το λαό ένας αφέντης ακόμα πιο αχόρταγος και σκληρός, όπως έκαμε με τη διαθήκη του ο αδερφός μου ο Άτταλος.

- Ο …αδερφός σου!; ρώτησαν μ’ ένα στόμα οι δυο γραμματικοί.
- Μάλιστα, απάντησε ο Αριστόνικος. Ο Άτταλος ήταν αδερφός μου. Είμαστε και οι δυο παιδιά του Ατταλίδη Ευμένη, αυτός από νόμιμη σύζυγο κι εγώ από τη μητέρα μου τη Φιλομήλα.

- Κανένας δεν το ξέρει αυτό, του λένε οι γραμματικοί.

- Ήρθε καιρός να το μάθουν όλοι. Συνεπώς, καμιά δουλειά δεν έχουν στην πόλη μας οι Ρωμαίοι, τη στιγμή που υπάρχει νόμιμος διάδοχος του θρόνου.

- Μένουμε κατάπληκτοι, αφέντη…

- Και θα μείνετε ακόμα πιο πολύ, όταν ακούσετε τι θα πάω να κάνω.

Κι ο Αριστόνικος ξερόβηξε κι είπε με πιο σταθερή τώρα φωνή:
- Λοιπόν…, ήρθε ο καιρός να δοθεί ένα τέλος σ’ αυτά τα κοινωνικά καθεστώτα που διαιωνίζουν  την ανισότητα ανάμεσα στους ανθρώπους. Και πρώτα πρώτα να καταργηθεί ο θεσμός της βασιλείας, της μοναρχίας, που θεωρεί όλους τους ανθρώπους άβουλα ζώα και μόνο έναν θεωρεί έξυπνο κι άξιο να κυβερνήσει. Και καλά, αν αυτός ο ένας είναι πραγματικά άξιος. Αν, όμως είναι βλακέντιος ή σκληρός και θεοπάλαβος, όπως ήταν ο αδερφός μου ο Άτταλος – που μάλιστα ήθελε να προσονομάζεται και «ευεργέτης» και «φιλομήτωρ», τρομάρα του, και σκότωνε με τον πιο άγριο τρόπο όποιον υποψιαζόταν πως έφταιγε για το θάνατο της μητέρας του, πέθανε από γηρατειά η γριά, τι, κορακοζώητη θα ήταν ή αιώνια θα ζούσε; - τότε τι γίνεται; Ποιος την πληρώνει; Δίκιο είχε ο Πολύβιος που έλεγε ότι «πάσα μοναρχία το μεν ίσον εχθαίρει, ζητεί δε πάντας υπηκόους είναι», δηλαδή κάθε μοναρχία μισεί την ισότητα και θέλει να είναι όλοι υπήκοοί της.

Έπειτα, ήρθε ο καιρός να καταργήσουμε τη δουλεία. Δε βρίσκετε πως το σύστημα αυτό είναι άδικο κι απάνθρωπο; Οι θεοί έκαμαν άλλους ανθρώπους ελεύθερους κι άλλους δούλους; Δεν είμαστε όλοι παιδιά της μάνας φύσης; Ή μήπως αυτοί που θέλουν να λέγονται ελεύθεροι έχουν κάτι παραπάνω απ’ τους άλλους, κανένα κέρατο, να πούμε; Όλοι έχουν δυο μάτια, δυο χέρια, δυο πόδια… Με τι δικαίωμα οι κύριοι αυτοί, που λέγονται ελεύθεροι, κρατούν όλα τα πλούτη και τα δικαιώματα για λόγου τους και με ποιο δικαίωμα μεταχειρίζονται τους δούλους τους σαν ζώα του βάζουν να δουλεύουν υποχρεωτικά, τους βασανίζουν, τους ατιμάζουν, τους σκοτώνουν, δίχως να δίνουν λόγο σε κανέναν;

- Αφέντη, τα λες εσύ αυτά, που είσαι ελεύθερος; τόλμησε να πει ο ένας απ’ τους γραμματικούς. 

- Ναι, τα λέω εγώ, απάντησε ο Αριστόνικος. Κι είμαι αποφασισμένος να τα καταργήσω.

- Και… θα μείνεις χωρίς δούλους;

- Σε μια πολιτεία ελεύθερη δε χρειάζονται δούλοι. Χρειάζονται άνθρωποι ελεύθεροι, που ν’ αγαπούν τη δουλειά και να θέλουν να βοηθούν το συνάνθρωπό τους. Κι ακόμα… θα καταργήσουμε την ατομική ιδιοκτησία, αυτόν το μεγάλο πειρασμό που φέρνει μες στην ψυχή του ανθρώπου την απληστία. Γιατί όταν το κοινωνικό σύστημα σου δίνει το δικαίωμα να έχεις δικά σου όσα μπορείς περισσότερα, γιατί να μην το κάνεις; Άσχετα, αν για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήσεις ψευτιά, δόλο, απάτη ή βία. Αλλά τι θα πει δικό μου και δικό σου; Ποιος σου έδωσε το δικαίωμα να το λες αυτό; Έχουν μήπως τα δάση, τα χωράφια, τα λιβάδια, τα ποτάμια και οι θάλασσες καμιά ταμπελίτσα πάνω τους, που να λέει πως αυτό ανήκει στον τάδε ή στην τάδε; Για όλους δεν είναι η φύση, για όλους δεν είναι τα πλούτη της και οι θησαυροί της;

- Δηλαδή;

- Δηλαδή… από δω κι εμπρός κανένας πια δε θα λέει: «αυτό είναι δικό μου». Θα λέει: «αυτό είναι δικό μας». Δικιά μας η γη, τ’ αμπέλια, τα χωράφια και τα λιβάδια, δικά μας όλα τα ζωντανά που βόσκουν πάνω της κι όλοι οι θησαυροί, χρυσάφι κι ασήμι, που βρίσκονται στα σωθικά της. Όλα θ’ ανήκουν σ’ όλους, όλα θ’ ανήκουν στην πολιτεία, που θα την ονομάσουμε «Πολιτεία του Ήλιου» κι ο καθένας θα παίρνει από τους θησαυρούς της ό,τι του χρειάζεται και τίποτε περισσότερο.

- Α, τι ωραία! είπαν και οι δύο γραμματικοί μ’ ένα στόμα.
Επιγραφή του Ευμένη Β' στο πρόπυλο του ναού της Αθηνάς Πολιάδος Νικηφόρου
από την Πέργαμο (περ.180 π.Χ.), που εκτίθεται στο Pergamon Museum, Βερολίνο
Σχόλιο
Η ελευθερία στην απόδοση των διαλόγων δίνει αμεσότητα και φέρνει τους χαρακτήρες πιο κοντά στον αναγνώστη, όμως κάποιες φορές φτάνει στα όριά της. Διαβάζουμε για παράδειγμα τη φράση Αν, όμως είναι βλακέντιος ή σκληρός και θεοπάλαβος, όπως ήταν ο αδερφός μου ο Άτταλος – που μάλιστα ήθελε να προσονομάζεται και «ευεργέτης» και «φιλομήτωρ», τρομάρα του...που περισσότερο θυμίζει παλιό ελληνικό κινηματογράφο, παρά φαντάζομαι τον τρόπο που ο Αριστόνικος θα απευθυνόταν σε συνομιλητές του. 

Ταυτόχρονα, πραγματοποιούνται αλλαγές στο ιστορικό πλαίσιο ώστε αυτό να απλοποιηθεί, εξυπηρετώντας παράλληλα τον μύθο. Έτσι, ο Άτταλος Β', "θείος" του Αριστόνικου και επί 21 ολόκληρα χρόνια βασιλιάς, δεν αναφέρεται πουθενά. Διαβάζουμε δηλαδή (σ.11) πως μετά τον θάνατο του Ευμένη, στον θρόνο της Περγάμου ανέβηκε ο μεγαλύτερος γιος του Ευμένη, ο Άτταλος Γ'.
Άτταλος Γ' (ή Β') από το Metropolitan Museum of Art, Νέα Υόρκη
Συναντάμε επίσης ορισμένες αυθαίρετες θέσεις, όπως ότι οι Έλληνες της Μ. Ασίας περίμεναν πως ο Μέγας Αλέξανδρος θα γκρέμιζε το παλιό, άδικο και σάπιο δουλοκτητικό σύστημα και θα έφερνε παντού τη δικαιοσύνη και τη λευτεριά (σ.40). Δεν γνωρίζω αν υπάρχει πηγή που να αναφέρει πως ο Μακεδόνας βασιλιάς ανέλαβε ποτέ τον ρόλο κοινωνικού μεταρρυθμιστή. Για να διαδοθούν όμως φήμες ότι είχε σκοπό να ανατρέψει το δουλοκτητικό σύστημα στην Ασία, θα έπρεπε προηγουμένως να έχει επιχειρήσει κάτι αντίστοιχο στην Ελλάδα... πράγμα που δεν συνέβη ποτέ. Για τη λευτεριά των ελληνικών πόλεων πάντως, πολέμησε, ακόμα και αν απέναντί του βρήκε Έλληνες μισθοφόρους. Στη σελίδα 54 ο συγγραφέας ξανακάνει αναφορά στο όνομα του Αλεξάνδρου, κατηγορώντας τον ότι ενώ πλάτυνε τα σύνορα του κράτους των Μακεδόνων, στένεψε την ψυχή και τη μοίρα του ανθρώπου, κάνοντας ακόμα πιο πικρή τη ζωή του, ποδοπατώντας τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων, αλυσοδένοντας πιο σφιχτά τους σκλάβους, σφάζοντας τη δικαιοσύνη και την ηθική συνείδηση. Η ισοπεδωτική αυτή επίθεση δεν στηρίζεται σε κάποιο επιχείρημα, αλλά πιθανόν αποτελεί προϊόν ιδεολογικού προσανατολισμού.
Στη σελίδα 61 διαβάζουμε τη διαπίστωση πως Οι πλούσιοι δε διστάζουν να πουλήσουν την ελευθερία της πόλης στους ξένους, προκειμένου να περισώσουν τα πλούτη τους και τα προνόμιά τους, ενώ λίγο αργότερα (σ.69)  πως Οι βασιλιάδες των διαφόρων πόλεων συνασπίστηκαν και άρχισαν να βοηθά ο ένας τον άλλο. Και, πιο πέρα, καλούσαν τη Ρώμη να επέμβει και να τους γλιτώσει από τον κίνδυνο, δίχως ούτε στιγμή να σκέφτονται ότι αυτό αποτελεί εθνική προδοσία. Είναι βέβαια σαφές, ότι οι εσωτερικές έριδες των Ελλήνων ήταν αυτές που έδωσαν την ευκαιρία στους Ρωμαίους να επέμβουν, να τους διχάσουν ακόμα περισσότερο, και τελικά να επιβληθούν στα ελληνιστικά βασίλεια της εποχής.

Στη συγκεκριμένη όμως περίπτωση, προτού υιοθετήσουμε τέτοιους χαρακτηρισμούς άκριτα, καλό είναι να συνυπολογίσουμε ότι: 
Πρώτον, οι άρχοντες της Περγάμου είχαν πάντα στενή «συνεργασία» με τη Ρώμη και στην προστασία της ουσιαστικά όφειλαν την επιβίωση και την ακμή του βασιλείου τους. Ο ίδιος ο Ευμένης Β', "πατέρας" του Αριστόνικου, είχε πολλές φορές εξυπηρετήσει τα συμφέροντά της, είχε προειδοποιήσει τη Σύγκλητο για κινήσεις του Φιλίππου Ε' και του Αντιόχου Γ' ενώ πολέμησε στο πλευρό των Ρωμαίων εναντίον όλων των άλλων Ελλήνων. Αποκορύφωμα αυτής της εξάρτησης, ήταν η κληροδότηση του βασιλείου της Περγάμου στη Ρώμη από τον Άτταλο Γ'. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, το ότι οι αριστοκράτες της Περγάμου κάλεσαν τους Ρωμαίους σε βοήθεια εναντίον του Αριστόνικου, δεν νομίζω ότι συνιστά ούτε αλλαγή πολιτικής ούτε και προδοσία σε σχέση με την ως τότε στάση τους.

Δεύτερον, ο Αριστόνικος κάλεσε και εκείνος ξένες δυνάμεις για να στερεωθεί στην εξουσία. Πειρατές (σ.54), δούλους από τον Ευφράτη ως τη Συρία (σ.57), εξόριστους, φυγάδες, καταδικασμένους, Θράκες ιππείς, όπως και τους περίφημους τοξότες της Μυσίας (σ.59) που ενώθηκαν μαζί του ενάντια στα «αφεντικά τους φεουδάρχες». Στην δική του όμως περίπτωση, ο συγγραφέας δεν κάνει λόγο για εθνική προδοσία... τον χαρακτηρίζει αντίθετα ελευθερωτή, πρωτολάτη ενός πύρινου χειμάρρου επαναστατημένων που ανατρέπει την παραδομένη τάξη. Η διαφορετική αυτή αντιμετώπιση έχει πιθανότατα και πάλι ιδεολογική βάση.
Κιστοφορικό τετράδραχμο του Αριστόνικου. Στην πίσω όψη διακρίνουμε (κοκ.) την επιγραφή
ΒΑ ΕΥ (Βασιλέως Ευμένους) και το γράμμα Γ, που υποδηλώνει το τρίτο έτος της βασιλείας του
Από τη Ρώμη στην Ασία
Οι μεγάλες στρατιωτικές νίκες των Ρωμαίων τον 2ο αιώνα π.Χ. αύξησαν την διαθέσιμη γη και πολλαπλασίασαν τον αριθμό των δούλων, κάνοντας τους πλούσιους ακόμα πλουσιότερους. Το 135π.Χ., σκλάβοι στην Έννα της Σικελίας ξεσηκώθηκαν ενάντια στον αφέντη τους Δαμόφιλο και τη γυναίκα του Μεγαλλίδα που τους τυραννούσαν απάνθρωπα (αναλυτικότερα εδώ). Για αρχηγό τους διάλεξαν τον Εύνο από τη Συρία, που ήταν προφήτης - θαυματοποιός και με τρικ έβγαζε φωτιές από το στόμα του! Χιλιάδες εξαθλιωμένοι ενώθηκαν με τους επαναστάτες, και ξέσπασε έτσι ο πρώτος (από τους συνολικά τρεις) δουλικός πόλεμος που συντάραξε τον ρωμαϊκό κόσμο.  

Μέσα σε αυτό το εκρηκτικό σκηνικό, εκλέγεται το 134 π.Χ. δήμαρχος στη Ρώμη ο Τιβέριος Σεμπρώνιος Γράκχος, που δίπλα του είχε δυο συμβούλους με ριζοσπαστικές ιδέες: τον στωικό φιλόσοφο Βλόσσιο Γάιο από την Κύμη της Καμπανίας και τον ρήτορα Διοφάνη τον Μυτιληναίο. Βασισμένος στις ιδέες τους, ο νέος δήμαρχος αποφάσισε να περιορίσει τις κοινωνικές ανισότητες, ώστε να μειώσει την ένταση ανάμεσα σε φτωχούς και πλούσιους. Με αγροτική μεταρρύθμιση ξαναμοίρασε τη γη, αποδυνάμωσε τη Σύγκλητο και πρότεινε να παραχωρηθούν χρήματα από τον θησαυρό της Περγάμου (που το 133 π.Χ. ο Άτταλος Γ' κληροδότησε στη Ρώμη) στους μικρούς καλλιεργητές. Οι φιλολαϊκές πολιτικές του εξόργισαν τους συγκλητικούς, και την ημέρα των επόμενων εκλογών τον δολοφόνησε ο εξάδελφός του και αρχιερέας, Σκιπίων Πόπλιος Κορνήλιος Νασικάς ο Σεραπίων. Στη συμπλοκή σκοτώθηκαν εκατοντάδες ακόλουθοί του, ανάμεσά τους και ο Διοφάνης· όμως ο Βλόσσιος το έσκασε για την Ασία, όπου βρέθηκε στο πλευρό του γνωστού μας Αριστόνικου!

Ο στωικός φιλόσοφος βρήκε τον επαναστάτη ήδη βαθιά επηρεασμένο από τις ιδέες του Ιάμβουλου και τον ενίσχυσε στην προσπάθειά του να οργανώσει μια Νέα Πολιτεία του Ηλίου, χωρίς πλούσιους και φτωχούς, αφέντες και δούλους. Από τη Ρώμη κατέφθασε τον ίδιο καιρό και ο αιματοβαμμένος ποντίφικας Νασικάς, επικεφαλής επιτροπής λεγάτων... πριν ωστόσο καταφέρει κάτι, δολοφονήθηκε από οπαδούς του Γράκχου. Αποτυχία και θάνατος περίμεναν και τον επόμενο αρχιερέα Κράσσο, που στάλθηκε στην Ασία αλλά ηττήθηκε από τον στρατό των Ηλιουπολιτών. Λύση και στις δύο επαναστάσεις έδωσε τελικά ο ικανότατος ύπατος του 130 π.Χ. Μάρκος Περπέρνα, που, αφού κατατρόπωσε τους εξεγερθέντες δούλους της Σικελίας, θριάμβευσε και στην Πέργαμο, συλλαμβάνοντας τον Αριστόνικο. Δεν πρόλαβε όμως να χαρεί τη νίκη του· αρρώστησε και πέθανε πριν επιστρέψει στη Ρώμη.
Το τέλος του Τιβέριου Γράκχου στη Ρώμη...
και η φυγή του Βλόσσιου στην Ασία (Πλούταρχος)
Οι ιστορικοί στις μέρες μας αντιδικούν για το αν η εξέγερση του Αριστόνικου ήταν αυθεντικά κοινωνική ή αν ο επαναστάτης χρησιμοποίησε τους φτωχούς για να ανέβει στον θρόνο, επειδή δεν κατάφερε να γίνει δεκτός ως νόμιμος διάδοχος. Επιχειρήματα υπάρχουν και από τις δύο πλευρές, σημασία όμως έχει ότι τελικά ο Αριστόνικος κέρδισε μια θέση στην Ιστορία, είτε ως σφετεριστής του περγαμηνού θρόνου, είτε ως ηρωικός μεταρρυθμιστής όπως οι Άγης, Κλεομένης και Τιβέριος Γράκχος.

Χρήση στην τάξη
Με αφορμή το βιβλίο, μπορούμε στην τάξη να παρουσιάσουμε το βασίλειο της Περγάμου. Ποιοι το διοικούσαν και τι πολιτική ακολουθούσαν; Ποια ήταν τα όριά του στην περίοδο που εξετάζουμε; Σε ποια χώρα ανήκει σήμερα; Μπορούμε επίσης να συζητήσουμε για τον θεσμό της δουλείας μέσα στην ιστορία, τη διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου αλλά και για τα δικαιώματα του παιδιού.
Η φιλορωμαϊκή πολιτική των βασιλέων της, αύξησε σημαντικά
τη δύναμη της Περγάμου μετά τη Συνθήκη της Απάμειας (188 π.Χ.)
Μέσα στο κείμενο γίνεται αναφορά σε δύο ουτοπικές πολιτείες, αυτή του Ιάμβουλου (σ.27-30) όπου όλοι είναι ίσοι και ζουν ανέμελοι χωρίς περιουσία μέχρι τα βαθιά τους γεράματα και εκείνη του Ζήνωνα (σ.63) όπου και πάλι σχεδόν όλοι είναι ίσοι, ενώ επιζητούν τη σοφία για να γίνουν ευτυχισμένοι. Πώς θα ονομάζατε τη δική σας ιδανική πολιτεία; Πώς θα λειτουργούσε και ποιοι θα έμεναν σε αυτή; Τι νόμοι θα επικρατούσαν; Και τι θα συνέβαινε σε όποιον τους παραβίαζε;

Καθώς στην Αθήνα επιβιώνουν ακόμα τα έργα του Ευμένη Β' και του Αττάλου Β', θα μπορούσαμε να εμβαθύνουμε στην ιστορία της Περγάμου ή του Αριστόνικου στα πλαίσια μιας επίσκεψης στο μουσείο της αρχαίας αγοράς, την Ακρόπολη ή τη νότια κλιτύ της.

Η στοά Ευμένους βρισκόταν μεταξύ του Ωδείου του
Ηρώδη Αττικού και του αρχαίου θεάτρου του Διονύσου

στις μέρες μας σώζεται κάπως έτσι

Share/Bookmark

Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2013

Παιδιά της Αθήνας


Υπόθεση
Στην κατοχική Αθήνα του Απρίλη του 1944, παρακολουθούμε τον Φωτάκη μαζί με μια ομάδα παιδιών να μεγαλώνουν μέσα στις στερήσεις και τους κινδύνους. Παρά τις δυσκολίες, προσπαθούν με τον τρόπο τους και καταφέρνουν να βοηθήσουν τους μεγαλύτερους στην Αντίσταση κατά των Γερμανών.

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Σύγχρονη Εποχή
Συγγραφέας: Δημήτρης Ραβάνης - Ρεντής
Εικονογράφηση: Θανάσης Φάμπας
ISBN: 978-960-451-153-2
Έτος 1ης Έκδοσης: 1952
Σελίδες: 146
Τιμή: περίπου 9 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Ε', Στ', Γυμνάσιο

Κριτική
Εξαιρετική περιπέτεια αντιστασιακής δράσης, γεμάτη αποστολές, παρακολουθήσεις σπιούνων και ανδραγαθήματα που κρατάνε το ενδιαφέρον του αναγνώστη ως την τελευταία σελίδα. Προτείνεται κυρίως στους μαθητές των μεγαλύτερων τάξεων του δημοτικού αλλά και του γυμνασίου, που ενδιαφέρονται για τα χρόνια της κατοχής στην Αθήνα.

  • Ενδιαφέρουσα πλοκή, χωρίς κενά
  • Χαρακτήρες ολοζώντανοι και συγκλονιστικοί
  • Πολύ καλογραμμένο, ακόμα και οι δύσκολες σκηνές (σ.12, 27, 94, 119) δίνονται με ευαισθησία και τρόπο που δεν σοκάρει
  • Περιέχει πολλές πληροφορίες για τη ζωή στην κατοχική Αθήνα
  • Μικρές περιλήψεις στην αρχή κάθε κεφαλαίου


  • Στην παλιά έκδοση που διαβάσαμε η εικονογράφηση ήταν μάλλον ανεπαρκής και η ορθογραφία ιδιαίτερη (τέτια, δουλιά, να δόσει, κ.ά.)

Αξίες - Θέματα
Υπευθυνότητα, Απώλεια, Κατοχή, Γενναιότητα, Φιλία, Συνεργασία, Ειρήνη, Αξιοπρέπεια

Σκηνές που ξεχωρίσαμε
Η έφοδος των Χιτών στο σπίτι του Φωτάκη (σ.27-28) κόβει την ανάσα!

Εικονογράφηση
Απόσπασμα 
Η αλήθεια είναι πως η Ρηνούλα ήταν κι ένα χρόνο μεγαλύτερη: στα δεκατρία αυτή. μα τί είναι ένας χρόνος; Άνοιξες τα μάτια – τά ‘κλεισες!

Αυτό, βέβαια, όταν δεν είναι πόλεμος. Τώρα, με την Κατοχή, ο χρόνος είναι μακρύς, πολύ μακρύς... Δε λέει να τελειώσει. Μέτρα, λοιπόν, τους τρεις που έχουνε στην πλάτη τους... Στα 44 βρισκόντουσαν. Τέταρτη Άνοιξη.

Μια άνοιξη που φαινότανε! Τη νιώθανε! τις άλλες, θαρρείς και δεν τις είχε προσέξει ο κόσμος. Τώρα, κάθε βλαστάρι τους τη θύμιζε: άνοιξη!

Θα πεις, επειδή ήταν τώρα πια και οι λεύτερες συνοικίες στην Αθήνα; Η Καισαριανή, ο Βύρωνας, η Κοκκινιά. Για να μπούνε σ’ αυτές οι γερμανοτσολιάδες έπρεπε να δώσουν μάχη, όχι αστεία. Ήταν και τα νέα από τα μέτωπα: ο Κόκκινος Στρατός πολέμαγε τώρα έξω από τη χώρα του, μέσα σε εχθρικό έδαφος.

Το χωνί είχε βγει κιόλας στους δρόμους.

«Πατριώτες! Η Ώρα της λευτεριάς πλησιάζει! Όλοι στ’ Άρματα, όλα για τη Νίκη!»

Τ’ αγιόκλημα είχε ανθίσει στους φράχτες. Κι οι λεμονιές. Είχαν πολλές στη γειτονιά τους, γιατί εκεί, πριν από χρόνια ήταν, λέει, λεμονοδάσος.

Η τέταρτη άνοιξη από τότε που ακούγεται η μπότα του κατακτητή στον τόπο. Ερχόντουσαν και φεύγανε η μια μετά την άλλη άνοιξη μ’ άνοιξη, χωρίς να χαρούνε οι άνθρωποι τα λουλούδια και τον ήλιο. Περάσανε βαριές σαν χειμώνες, κρύες και σκοτεινές, σα να’ τανε όλα τούτα τα χρόνια ένας μεγάλος, μακρύς πικρός χειμώνας. Μόνο χειμώνας. Ατέλειωτος. Και μονάχα ο αγώνας σα να ζέσταινε λίγο τις ψυχές των ανθρώπων.

«Θάνατος στους χιτλερικούς που κουβάλησαν το θάνατο!»
Ακούστηκε πάλι το χωνί μέσα στη νύχτα. Πριν σβήσει ο απόηχος, να και ο Λευτέρης στην πόρτα.

- Τ’ άλλα παιδιά δεν τα βρήκα, είπε μόλις μπήκε. Τι λες, πάμε μόνοι μας για γράψιμο; Οι επονίτες βγήκαν κιόλας, τους άκουσες.

- Έχουμε μπογιά; ενδιαφέρθηκε ο Φωτάκης.

- Κάτι γίνεται... Βρήκα ένα μπουγιέλο...

Ο Λευτέρης έφερε νερομπογιά, ξεραμένη μέσα σ’ ένα ντενεκεδάκι από κονσέρβα. Την ανακάτεψαν με ένα πινέλο και νερό και την αραίωσαν. Έγινε όμως πολύ αραιή, ξεπλυμένη – καλή ήταν, από το τίποτα. Τώρα, μπορεί να θύμωνε πάλι η Σόνια, γιατί η μπογιά ήταν κόκκινη, ενώ τα αετόπουλα έπρεπε να γράφουν με πράσινη. Αυτά θα κοιτάξουμε τώρα;

Βάλανε σ’ ένα δίχτυ το μπουγιέλο με την μπογιά και δυο σακούλες με άμμο.

Θα γράφανε απέναντι από το Φάρο, στην οδό Θήρας και Αχαρνών. Είχαν επισημάνει από νωρίς το μέρος, ένα μεγάλο φράχτη με λίγα γραψίματα, που είχε χώρο και για το δικό τους. Μόλις κάνανε να βγούνε στην Αχαρνών, άκουσαν βήματα.

Κόλλησαν στο κούφωμα μιας πόρτας και περίμεναν. Άκουγε ο Φωτάκης την καρδιά του να χτυπάει και αναρωτιότανε μήπως καταλάβουν την παρουσία του από αυτόν τον χτύπο. Θες ν’ ακούγεται η καρδιά του όπως την ακούει αυτός; Αλλοίμονό του!

Μα όχι, δεν ήταν χωροφύλακες, ούτε χίτες. Ήταν από τις ομάδες περιφρούρησης της γειτονιάς: νέοι της ΕΠΟΝ. Μια κοπέλα κράταγε το χωνί: φάνηκε η σκιά της απέναντι, στον τοίχο. Τράβηξαν οι νέοι για τον Άγιο Παντελεήμονα, και βγήκαν τα παιδιά από την κρυψώνα τους.

- Εσύ θα φυλάς στη γωνία! Μόλις ακούσεις κάτι, σφύριξε!

Ένιωθε το χέρι του να τρέμει, ο Φωτάκης. Στα πρώτα γράμματα. ύστερα έγινε πιο σταθερό. ήταν βλέπεις και η φωνή του κοριτσιού που ακουγότανε από μακριά:

- «Πατριώτες! Η ώρα της Λευτεριάς πλησιάζει! Όλοι στ’ Άρματα, όλα για τη Νίκη! Θάνατος στο φασισμό! Λευτεριά στο Λαό!»

Λες και του υπαγόρευε η μακρινή, ζεστή φωνή, ο Φωτάκης έγραφε το σύνθημα κι είχε ξεχαστεί. Σα να’ ταν στο σχολειό, και ο δάσκαλος έκανε υπαγόρευση, για κάποιο διαγωνισμό. Ξαφνικά ένιωσε ένα χέρι στον ώμο του. Ο Δάσκαλος!; Όχι, βέβαια...

- Τι κάνεις εδώ, ρε!;

Κοκάλωσε! Δε γύρισε να δει. τι να γυρίσει, τι να δει ;Μη δεν ήξερε ποιος ήταν; Μη δεν κατάλαβε τι έγινε; Εκείνος, ο Λευτέρης, που να τον πάρει και να τον σηκώσει, θα αποκοιμήθηκε στο πόστο του!

Ένιωσε απότομα το λαιμό του να ξεραίνεται και τον έπιασε φαγούρα. Κι άλλη φαγούρα στο δέρμα του, σαν τότε που είχε ιλαρά.

- Τι κάνεις, εδώ, ρε, ανάθεμά σε, ε, μίλα, ρε, μίλα να μη σε κάνω κομματάκια!

Του φάνηκε παράξενη η ερώτηση ! Τι κάνει εκεί. Τι τον ρωτάει, δεν βλέπει τι κάνει; Σαν να μαλάκωσε λίγο ο λαιμός του, κατάφερε να πει:

- Τι να κάνω, θείε, τι να κάνω; Κοιτάω κι εγώ, τι να κάνω!

- Τι κοιτάς, ρε, τι κοιτάς, ποιανού τα λες αυτά, βρε σλάβε, βρε βούλγαρε; Ποιανού τα λες αυτά! Και το μπουγιέλο αυτό που κρατάς τι είναι;

- Αυτό; ρώτησε χαζά ο Φωτάκης, κοιτώντας το πινέλο και το μπουγιέλο.

Ήταν ένας από τους «μπουραντάδες», που είχαν γίνει πια ένα με τους καταχτητές.

- Το βλάκα μου κάνεις;

Ένιωσε δύο χέρια να τον αρπάζουν και να τον σηκώνουν.

Την ίδια στιγμή τον περιέχυσε μια λεπτή άμμος κι άκουσε τον «κοριό» να ουρλιάζει!

Ένα δεύτερο κύμα άμμου, σα να το ‘φερνε δυνατός αέρας, και άκουσε τώρα άλλη φωνή.

- Σκάστο!

Να του το πουν και δεύτερη φορά; Πήρε την οδό Θήρας, έστριψε στον πρώτο δρόμο, αριστερά, ύστερα τον πρώτο δεξιά, και πάλι τα ίδια, και με μια ανάσα, πες, μονάχα έφτασε στο σπίτι.

Δεν πρόλαβε να πάρει αναπνοή, να και ο Λευτέρης!

Στάθηκαν ο ένας απέναντι στον άλλον, λαχανιασμένοι, και κοιτιόντουσαν στο σκοτάδι. 

Η άμμος είχε κάνει το θαύμα της πάλι. Ήταν από τα πρώτα "όπλα", που χρησιμοποίησαν οι νέοι της ΕΠΟΝ. Το πρώτο τους "μυστικό αμυντικό όπλο" - όπως το 'λεγαν: μια σακούλα με άμμο στα μάτια εκείνου που άπλωνε το χέρι του απάνω σου και... δρόμο! Ώσπου να φέρει να χέρια του στα μάτια ο γερμανοτσολιάς, ο μπουραντάς, ώσπου να βγάλει την κραυγή, έφτανες στη γωνία!

Μπήκαν στην παράγκα και κάθισαν - έπεσαν πες!- στο κρεβάτι. Δεν μίλαγε κανείς τους. Δεν κοιτιόντουσαν τώρα. Ο Φωτάκης περίμενε ν' αρχίσει πρώτος ο Λευτέρης, γιατί, στο κάτω κάτω, εκείνος έπρεπε να δώσει λόγο. Όσο ξαναρχόταν η κανονική αναπνοή, πέρναγε και ο θυμός του Φωτάκη.
Σχόλιο
Μέσα από το κείμενο, έχουμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε το πώς έβλεπαν την Κατοχή τα παιδιά των κατώτερων οικονομικών στρωμάτων, εκείνα που ο Πέτρος στον Μεγάλο του Περίπατο είχε συναντήσει ως ξαπλωμένες σκιές πάνω στις σχάρες της Ομόνοιας. Θα τα παρακολουθήσουμε να κάνουν "ντου" επί δικαίων και αδίκων στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν, να σνομπάρουν τα "μαμόθρεφτα" των οργανώσεων (σ.71) αλλά και να συμμετέχουν στη μεγάλη διαδήλωση για τα συσσίτια (σ.35), και αργότερα να θυσιάζονται (σ.93) για την Αντίσταση. Παρά τις ακραίες συνθήκες, η Αξιοπρέπεια στην κατοχική Αθήνα καταφέρνει να δώσει το "παρών" (σ.9, 98). Ο πολιτικός προσανατολισμός του συγγραφέα προβάλλει σαφής, αλλά είναι απαλλαγμένος από στόμφο κι έτσι δεν ενοχλεί. Τα γεγονότα εδώ προβάλλονται ρεαλιστικά, ανθρώπινα και καθόλου επικά, ενώ τα απαξιωτικά σχόλια για τους αντιπάλους (σ.112) είναι περιορισμένα.

Διαβάζουμε στη σελ. 35: Τα 'φερνε το πλοίο "Κουρτουλούς" του Ερυθρού Σταυρού. Εκεί πια, συναντιόντουσαν όλοι, μικροί και μεγάλοι. Κι η γυναίκα του τσιμεντά, κι η μάνα του γιατρού, κι ο δικηγόρος, κι οι μαθητές μαζί με τους δάσκαλους. Με τις κατσαρολίτσες τους, τα δίχτυα τους, την υπομονή τους. Βλέπεις, οι φασίστες κάνανε κι αυτό το καλό, χωρίς να το θέλουν: ενώσανε τον κόσμο. Εδώ, στο συσσίτιο, δεν είχε "εγώ, κύριέ μου είμαι γιατρός!" ή "εγώ κυρία μου είμαι καθηγητής!" Και δεν στραβοκοίταγε κανένας τους εργάτες ή κάποιον από τη φαμίλια τους.  Πεινάγανε όλοι το ίδιο: για ψωμί και για λευτεριά.  Η κυρα - Λένη, που σε όλα έβλεπε το θετικό [σ.σ. και γι' αυτό μας θυμίζει λίγο τον καλότυχο δράκοντα Φούχουρ] έλεγε: Ας είναι καλά οι γερμανοί, οι φασίστες, οι καημένοι! - Ας τους έχει ο Θεός καλά, που μας ενώσανε!
Ουρά κατά τη διανομή ανθρωπιστικής βοήθειας από το «Κουρτουλούς» (πηγή). Το ατμόπλοιο είχε μισθώσει η Ερυθρά Ημισέληνος και τις αποστολές χρηματοδοτούσαν κυρίως Έλληνες ομογενείς από τις ΗΠΑ και την Κωνσταντινούπολη.
Χρήση στην τάξη
Όπως και με άλλα αντίστοιχα έργα (επισημαίνονται με την ετικέτα 28 Οκτωβρίου) μπορούμε να αξιοποιήσουμε τούτο το βιβλίο για να συζητήσουμε με τους μαθητές για τα δύσκολα χρόνια της κατοχής. Καθημερινοί κίνδυνοι από τους Γερμανούς και τους ντόπιους συνεργάτες τους, γκαζοζέν στους δρόμους, συνθήματα στους τοίχους, ελεύθεροι σκοπευτές πίσω από τα παράθυρα, έλλειψη πετρελαίου, νερό με το σταγονόμετρο, σαλταδόροι... Διαβάζοντας  επιλεγμένα αποσπάσματα από το  κείμενο, αλλά και με τη βοήθεια θεατρικών παιχνιδιών και άλλων δραστηριοτήτων, μπορούμε να ξαναζωντανέψουμε στην τάξη μέρος από το κλίμα που επικρατούσε την εποχή εκείνη στην Αθήνα.

Κατοχικό Συσσίτιο (πηγή)
Το ενδεικτικό κατοχικό μενού, που έχουμε αναφέρει ως δραστηριότητα στον Μεγάλο Περίπατο του Πέτρου, μπορεί πλέον (σ.18,20,79) να εμπλουτιστεί με πλιγούρι, μαϊντανό, ντομάτα, πατατόφλουδες, χαρουπόπιτα και φασκόμηλο !

Share/Bookmark