Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Υπευθυνότητα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Υπευθυνότητα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 1 Μαρτίου 2016

Η Δοξανιώ

Υπόθεση
Άκεσα Λήμνου, Αύγουστος του 956 μ.Χ. Ο μοναχός Αθανάσιος, έχοντας μόλις ξεφύγει από τα χέρια των Σαρακηνών πειρατών, επισκέπτεται τον φίλο του ιερέα Βασίλειο και χαρίζει στην κόρη του Δοξανιώ ένα χρυσό δαχτυλίδι. Ο άγιος διαθέτει το χάρισμα της προφητείας και αποκαλύπτει ότι το τέλος της αραβικής κυριαρχίας στην Κρήτη πλησιάζει. Επηρεασμένη από τα γεγονότα, η Δοξανιώ αποφασίζει να συμμετέχει ως ιέρεια στο τελετουργικό εξόρυξης της ιερής Λημνίας Γης στις έξι του μήνα, ενώ ο Αθανάσιος αποχαιρετά την οικογένειά της και φεύγει για τον Άθω. Τρεις μήνες μετά, ο Βυζαντινός πρωτοσπαθάριος Αλέξιος Δαφνομήλης επιστρέφει στην Κων/πολη μετά από μια αποτυχημένη εκστρατεία ανάκτησης της Κρήτης και περιγράφει στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο την πανωλεθρία του στρατού. Ο νεαρός συμβασιλέας Ρωμανός, δεν ασχολείται ιδιαίτερα με όλα αυτά, καθώς ενδιαφέρεται μόνο για τις εφήμερες διασκεδάσεις. Αποφασίζει μάλιστα να παντρευτεί μια κόρη κάπελα, την πονηρή και φιλόδοξη Θεοφανώ, που τον έχει επιτήδεια μαγέψει με τα θέλγητρά της. 

Δυο χρόνια αργότερα, Σαρακηνοί αποβιβάζονται στη Λήμνο και η Άκεσα σχεδόν ερημώνεται. Οι αιχμάλωτοι κάτοικοί της μεταφέρονται στον Χάνδακα και διαδραματίζονται τραγικές εικόνες στο σκλαβοπάζαρο της πόλης. Τυχερή μέσα στην ατυχία της, η Δοξανιώ αγοράζεται από τον ντόπιο κρυπτοχριστιανό Μανουήλ Κλαδά, που έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη του τοπικού εμίρη Αβδελαζίζ Κουρουπά, δεν παύει όμως να ονειρεύεται την απελευθέρωση του νησιού από τους Αγαρηνούς. Ο Φοίβος, αρχοντόπουλο της Λήμνου και κρυφός έρωτας της Δοξανιώς, σκοτώνεται ηρωικά για να μη γίνει σκλάβος. Ο ιερέας πατέρας της πουλιέται ως εργάτης στη συντήρηση των τειχών, ενώ ο μικρός της αδελφός Θεοδόσιος καταλήγει στον στάβλο του εμίρη. 

Ένας χρόνος περνάει και νέος αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη στέφεται ο Ρωμανός, αφού ο γέρος πατέρας του πεθαίνει δηλητηριασμένος από τα χέρια της Θεοφανώς. Ο Αλέξιος Δαφνομήλης στέλνεται στην Κρήτη με αποστολή να συγκεντρώσει πληροφορίες για μια νέα εκστρατεία που προετοιμάζεται. Η Δοξανιώ του σώζει τη ζωή, κρύβοντάς τον στο σπίτι του Μανουήλ και ο νεαρός αξιωματικός την ερωτεύεται. Οι μήνες περνούν, και ένας τεράστιος στόλος φτάνει από τη Βασιλεύουσα στον Χάνδακα. Ο αποκλεισμός της πόλης αρχίζει ανηλεής και ο σκληρός χειμώνας που ακολουθεί ταλαιπωρεί πολιορκητές και πολιορκημένους. Χάρη στις πληροφορίες του Μανουήλ και άλλων γενναίων χριστιανών, ο Νικηφόρος Φωκάς αντιμετωπίζει με επιτυχία τις ενισχύσεις των Αράβων που καταφθάνουν από την Ταρσό και την Αφρική. Κατά την τελική έξοδο των Αγαρηνών, η Δοξανιώ θα υποδείξει στους Βυζαντινούς το ασθενές σημείο των τειχών της πόλης και θα δώσει το έναυσμα για τη μεγάλη επίθεση. Χάρη στην ηρωική θυσία της, η Κρήτη απελευθερώνεται στις 7 Μαρτίου του 961 και επιστρέφει στην αγκαλιά της αυτοκρατορίας, μετά από 136 χρόνια δοκιμασιών.

Χαρακτηριστικά 
Εκδότης: Κέδρος
Συγγραφέας: Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου
ISBN: 978-960-04-0363-3
Έτος 1ης Έκδοσης: 1990
Σελίδες: 344
Τιμή: περίπου 14 ευρώ 
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Γυμνάσιο

Κριτική
Ιστορικό μυθιστόρημα επικών διαστάσεων, με κεντρικό θέμα τον θρύλο μιας νεαρής κοπέλας που θυσιάστηκε για να βοηθήσει στην άλωση του Χάνδακα από τον Νικηφόρο Φωκά. Με λογοτεχνικότητα, αλλά και γλώσσα απλή που σε ελάχιστα μόνο σημεία γίνεται απαιτητική (όπως π.χ. στη σ.125 Παραληρεί. Η υπερένταση, η αγωνία, η οργή της εκδίκησης, ο πόνος ο τραχύς που έζησε και το αίμα, όλα τούτα κρατούν την ψυχή της τεντωμένη κι άγρυπνη, κι οι αισθήσεις της, πυρπολημένες από την ξαφνική λαίλαπα, την οδηγούν σε βιώσεις οριακές, σε αποσυμβολισμούς του άδηλου και του απόκρυφου, που αιωρούνται στο βάθος του χρόνου, και συμμετέχουν μυστηριακά στο επερχόμενο) το πυκνογραμμένο βιβλίο καλεί τους έμπειρους αναγνώστες σ' ένα απολαυστικό ταξίδι στον ελληνικό μεσαίωνα. Πρόκειται για έργο ιδιαίτερα καλοδουλεμένο, στο οποίο η συγγραφέας αναπλάθει με πιστότητα την ατμόσφαιρα της εποχής, δημιουργεί ρεαλιστικούς χαρακτήρες με πολυεπίπεδες σχέσεις και μεταφέρει πληροφορίες, συναισθήματα και ποικίλα ηθικοπλαστικά μηνύματα. Τα 18 ογκώδη κεφάλαια του βιβλίου (μεγέθους 8-27 σελίδων το καθένα) χωρίζονται σε μικρότερες υποενότητες (με αντιπροσωπευτικούς τίτλους π.χ. η απόβαση) ώστε να διαβάζονται ευκολότερα, όμως η σελιδοποίηση τύπου "μπετόν" και η απουσία εικονογράφησης δεν βοηθούν προς την ίδια κατεύθυνση. Παρότι η τύχη της ηρωίδας μας είναι γνωστή ήδη από την εισαγωγή, η αφηγηματική δεινότητα της συγγραφέως καταφέρνει να κρατήσει το ενδιαφέρον μας ζωντανό μέχρι το τέλος. Η κορύφωση του δράματος θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει πως -και λογοτεχνικά- περνάει σε δεύτερη μοίρα, από τη στιγμή που συνοδεύεται από κλισέ και έντονο μελοδραματισμό. Στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου συναντάμε βιβλιογραφία και ένα μικρό βοηθητικό γλωσσάρι, δεν υπάρχει όμως κάποιος χάρτης ή φωτογραφίες (π.χ. των τειχών του Χάνδακα), που θα μπορούσαν να εμπλουτίσουν το κείμενο. Το έργο απευθύνεται σαφέστατα στο εφηβικό κοινό λόγω όγκου, της παρουσίας του ερωτικού στοιχείου, αλλά και των αρκετών σκηνών βίας. Το προτείνουμε σε μαθητές γυμνασίου και σε μεγαλύτερους αναγνώστες, που επιθυμούν να γνωρίσουν την καθημερινότητα στη μεσαιωνική Κρήτη, αλλά και να ξαναζήσουν τη μεγάλη ιστορική σύγκρουση του χριστιανικού με τον ισλαμικό κόσμο. 

  • Καλογραμμένο
  • Συναρπαστική πλοκή
  • Ιστορικά ακριβές
  • Ωφέλιμες αξίες

  • Μεγάλος όγκος
  • Αρκετές βίαιες σκηνές
  • Απουσία εικονογράφησης, χαρτών, σχετικού παραρτήματος

Αξίες - Θέματα
Υπευθυνότητα, Οικογένεια, Ιστορία, Περιπέτεια, Δουλεία

Εικονογράφηση

Απόσπασμα 
Έτσι το πήρε από το γονιό του ο Μανουήλ Κλαδάς, έτσι ορκίστηκε να το διαφυλάξει, ακόμα και με τίμημα τη ζωή του. Είναι το εικόνισμα της Παναγίας, ένα παλιό κειμήλιο, φτιαγμένο από τα ίδια τα χέρια του Ευαγγελιστή Λουκά, που σώθηκε μέσα στο χρόνο. Ταξίδεψε πάνω στα κύματα των καιρών, βρέθηκε στο δικό του σπιτικό, κρυμμένο σε σεντούκια βαθιά.

Κι έχτισε ένα μικρό εκκλησάκι στην καρδιά της γης, έξω από το Χάνδακα, στα δυτικά, σε μια μαγευτική περιοχή, εκεί όπου είχε την αγροτική του έπαυλη, κι έβαλε μέσα το ακριβό τούτο εικόνισμα, να στηρίζει τη ζωή τους. Πέρα απλωνόταν η ερημική παραλία, με την πλατιά ασημένια αμμουδιά, μια γαλάζια καμπύλη, σαν κόρφος πλατύς, που από παιδί αγαπούσε ο Μανουήλ, γιατί πίστευε πως εκεί θα ‘ρθουν τα βυζαντινά πλοία που θα ελευθερώσουν την Κρήτη… Τώρα δεν ονειρεύεται πια.

Κάθεται με τη γυναίκα του την Αικατερίνη στον εξώστη της έπαυλης κι η ψυχή του είναι βαριά. Βυθισμένοι κι οι δυο στη σιωπή, κοιτάζουν μακριά τη θάλασσα και προσπαθούν να μαντέψουν τη ζωή που απλώνεται πέρα απ’ τη δική τους συμφορά, στην ξακουσμένη Βασιλεύουσα.

Από τη μέρα που οι άγριοι γιοι της Άγαρ, οι μαυριδεροί και σκληροτράχηλοι Σαρακηνοί, πάτησαν κατακτητές στο νησί, μια γλυκιά Άνοιξη του 823, όταν τίποτα δε μαρτυρούσε το αίμα και τον επί 136 ολόκληρα χρόνια αφανισμό, έγιναν οι τρομοκράτες της Μεσογείου, φονιάδες αιμόχαροι και βάνδαλοι των ιερών.

Έχτισαν ένα απόρθητο κάστρο, ένα τρισπανίσχυρο φρούριο, στον Χάνδακα, έκλεισαν μέσα τις επίλεκτες οικογένειες του Ισλάμ, και στοίβαζαν το ληστεμένο θησαυρό. Ύστερα, άρχιαν να εξισλαμίζουν τους Κρήτες χριστιανούς, να τους αφανίζουν.

Τα πρώτα χρόνια, όσοι αρνούνταν να προσηλυτιστούν στον ισλαμισμό και ν’ απαρνηθούν την πίστη τους, τους σταύρωναν στη μέση των δρόμων, τους έβγαζαν τα μάτια, τους ακρωτηρίαζαν και τους άφηναν εκεί ν’ αργοπεθαίνουν.

Ύστερα από κάποιες δεκάδες χρόνια, κι αφού πια δεν μπόρεσαν οι Κρήτες ν’ αντέξουν τα θηριώδη βασανιστήρια, αλλά και γιατί σκέφτονταν πως έπρεπε, έστω και κρυφά, να διασώσουν την πίστη τους και τη φυλή τους, εξισλαμίζονταν για να επιβιώσουν και να έχουν κάποια προνόμια, στο βάθος όμως παρέμεναν χριστιανοί. Κι από γενιά σε γενιά μετέφεραν στα παιδιά τους ένα εικόνισμα ή ένα ιερό κειμήλιο που το φύλαγαν θαμμένο σε κρύπτες μυστικές και καταγώγια.

Όσες φορές οι Σαρακηνοί ανακάλυπταν τέτοιες κρύπτες, κυρίως σε θρησκευτικές γιορτές όπου τους παρακολουθούσαν, τους αφάνιζαν όλους με τρομαχτική αγριότητα. Έσφαζαν πρώτα τα μικρά παιδιά, μπρος στα μάτια των γονιών τους, κι ύστερα αποτέλειωναν τους μεγάλους. Τους κρεμούσαν από το κεφάλι πάνω σε αγκυλωτούς σιδερένιους πείρους στις πλατείες και στους δρόμους, για να τρομοκρατηθούν οι κρυπτοχριστιανοί. Και χαίρονταν αλαζονικοί την παντοδυναμία τους, με το λευκό χιτώνα τους βουτηγμένο σχεδόν πάντα στο αίμα κάποιου αθώου…

Έτσι, ο γηγενής λαός της Κρήτης συρρικνωνόταν πονεμένος, εξασθένιζε, και μάταια περίμενε τη λύτρωση από τη μεγάλη και πανίσχυρη αυτοκρατορία.

Η αποτυχία του Γογγύλη ήταν γι’ αυτούς ένα μεγάλο χτύπημα. Διάψευσε τις ελπίδες τους άλλη μια φορά, τους βύθισε σε πένθος βαρύ.

είναι γλυκό, ήσυχο απόγευμα, και τ’ ανοιξιάτικα αρώματα που έρχονται με το θαλασσινό αγέρι, γεμίζουν την ψυχή τους καρτερία.

Μα ούτε στιγμή ο Μανουήλ Κλαδάς δε βγάζει από τη σκέψη του την πανωλεθρία του Γογγύλη. Είναι ένας ψηλός άντρας με ευγενική πονεμένη μορφή, που κρατά από παλιά αρχοντική οικογένεια της Κρήτης.

- Δεν μπορώ να το πιστέψω, δεν μπορώ…, λέει, και νιώθει το μυαλό του να πονά από τη μνήμη εκείνου του ανατριχιαστικού θεάματος.

Οι Βυζαντινοί στρατιώτες να σφάζονται παγιδεμένοι από την κυρτή μάχαιρα και τα πλοία τους να καίγονται το ένα μετά το άλλο… Όχι, δεν αντέχει ο Μανουήλ να σκέφτεται την κόλαση εκείνη… Κι η Αικατερίνη τον ακούει σιωπηλή, σαν να προσπαθεί ν’ αποδεχτεί τη σκληρή τους μοίρα.

- Κι όσοι από μας τόλμησαν να βοηθήσουν, βρήκαν φριχτό θάνατο, λέει πάλι.

Εκείνη τον κοιτάζει με τρόμο τώρα.

- Εσύ;
- Σσς…
- Ο Ράδος;
- Είναι καλά κι ο Ράδος…

Ο Μανουήλ Κλαδάς ήταν από κείνους που δε φοβήθηκαν να βοηθήσουν το Γογγύλη. Μόλις πληροφορήθηκε πως το βυζαντινό πλόιμο κατευθύνεται προς το Χάνδακα, οργάνωσε αμέσως μια μικρή ομάδα κατασκοπείας με αρχηγό τον ανεψιό του Ράδο Κωνστάντιο, ένα ψηλό παλικάρι, γεροδεμένο, με σγουρά καστανά μαλλιά και περήφανη ψυχή. Και τη νύχτα που έγινε η απόβαση, φόρεσε κι ο ίδιος το λευκό χιτώνα του Ισλάμ, έβαψε το πρόσωπό του μαυριδερό κι όρμησε ξυπόλητος με τις ορδές των απίστων. Από κει προσπάθησε να πλησιάσει το Χωνιάτη, το στρατηγό το Γογγύλη που επιχειρούσε την απόβαση. Έβλεπε πόσο λαθεμένες ήταν οι κινήσεις τους. Οι Σαρακηνοί τους περίμεναν κρυμμένοι στο σκοτάδι… Κι από τα τείχη του Χάνδακα ετοίμαζαν κιόλας τα πυρφόρα βέλη τους να πυρπολήσουν τα πλοία.

Κανείς δεν τον άκουσε. Ή δεν τον πίστεψε.

- Θα μπορούσε να είχε στείλει ανιχνευτές… Να προετοιμάσει τις κινήσεις του, λέει πάλι. Εμείς θα τον βοηθούσαμε… γιατί δεν ήρθε να μας βρει; Δεν έρχονται… Δεν ξέρουν πως εδώ υπάρχει ένας λαός που στενάζει…

Η Αικατερίνη σιωπά. Τα έχει ακούσει όλα τούτα. Και κάθε φορά, ένα ρίγος πικρό και σκοτεινό αναταράζει το είναι της. Μήνες μετά τη νίκη τους οι Σαρακηνοί, μεθυσμένοι ακόμα από το αίμα, έσφαζαν όποιον Κρητικό υποπτεύονταν πως μπορεί να είχε βοηθήσει το Γογγύλη. Κι ύστερα, με αρχηγό τον τρομερό Μωχεβήν, έψαχναν στα σπίτια τους να βρουν χριστιανικά κειμήλια και κατευθείαν τους κρεμούσαν από το κεφάλι στους αγκυλωτούς πείρους.

- Σε λίγο θα ξεκληριστούμε. Κι οι λίγοι που απομείναμε θα χαθούμε πια, η Κρήτη θα γίνει Ισλάμ.

Η φωνή του Μανουήλ είναι βαριά τώρα, γεμάτη σπαραγμό. Κι η Αικατερίνη αμίλητη. Ένας πόνος τραχύς ματώνει το σπλάχνο της.

«Αν είχα ένα παιδί…», συλλογίζεται. Ένα παιδί ήθελε η Αικατερίνη Κλαδά, να συνεχίσει την πίστη τους… Να παραδώσει στα χέρια του το ιερό εικόνισμα, μη χαθεί.

Γέρνει το πονεμένο σώμα. Και το βράδυ πέφτει στο ήσυχο τοπίο, τυλίγεται τα αρώματα της ανθισμένης κρητικής γης. Η τελευταία ανταύγεια του ήλιου χρυσίζει ως πέρα το πέλαγος, το κάνει σώμα ζωντανό και τρεμοφέγγουν μέσα του οι ελπίδες, με τα θαλασσοπούλια να πετούν ερωτευμένα τα μακρινά νερά του Βόσπορου σαν λευκές αξεδιάλυτες προφητείες…

Γέρνει το πονεμένο σώμα η Αικατερίνη, λυγίζει εκεί, ανάμεσα στα μυροβόλα βοτάνια.

- Θα ήταν τώρα δεκατεσσάρω χρονώ, λέει, και στη μνήμη της η νύχτα εκείνη η φοβερή.

Κι ο Μανουήλ την κοιτάζει και δε μιλά. Θυμάται μόνο, θυμάται κι εκείνος…

Ήταν ετοιμόγεννη όταν δέχτηκε το σαρακηνό χτύπημα στην κοιλιά. Πάσχα. Κι είχαν ανακαλύψει την κρύπτη τους. Ο ιερέας έλεγε το «Δεύτε λάβετε…» την ώρα εκείνη. Είδε τις γυμνές σπάθες να γυαλίζουν στο σκοτάδι και σωριάστηκε. Ήταν ο τελευταίος ιερέας τους…

Η Αικατερίνη με τον άντρα της Μανουήλ άργησαν να πάνε τη νύχτα εκείνη. Για μια στιγμή, φοβήθηκαν μην την πιάσουν οι πόνοι στην κρύπτη και γίνει αιτία να προδοθούν, μα πάλι ένιωσε καλύτερα σε λίγο και ξεκίνησαν. Πέρασαν το μικρό φαράγγι, που ήταν σε μια έρημη περιοχή, αρκετά μακριά από το Χάνδακα, και προχώρησαν με προφύλαξη προς την κρύπτη. Η άμαξα πήγαινε αργά, για ν’ αποφύγουν τις ταλαντεύσεις. Μαζί τους ήταν και το πεντάχρονο τότε παιδί του αδελφού της Ιωάννη Κωνστάντιου, ο Ράδος.

Καθώς όμως πλησίαζαν, ξαφνικά, μέσα στη σιωπή της νύχτας, άκουσαν τρομαχτικές κραυγές.

Βγήκαν έξω από την άμαξα γρήγορα, να δουν τι ήταν τούτος ο άγριος θρήνος, κι έμειναν έντρομοι μπρος στο αποτρόπαιο θέαμα που αντίκρισαν, καθώς η λάμψη του φεγγαριού έπεφτε πάνω στις γυμνές σπάθες.

Τύλιξε γρήγορα το κεφάλι του ο Μανουήλ με το λευκό ισλαμικό «σαρίκι» και πλησίασε έξαλλος από τη φρίκη. Είδε το αίμα να κυλά ως κάτω, παιδιά και μάνες σφαγμένες αλύπητα, παλικάρια που πάλευαν ακόμα, ο ιερέας νεκρός στην ιερή πύλη με το Ευαγγέλιο ματωμένο στα χέρια του.

Γύρισε σαν τρελός προς την άμαξα, να δώσει οδηγίες στον αμαξά ν’ αλλάξει δρόμο, και τότε βλέπει ένα Σαρακηνό να ορμά με τη μάχαιρα γυμνή προς τη γυναίκα του, που στεκόταν έντρομη και κοίταζε.

«Όχι…», ούρλιαξε ο Μανουήλ στη γλώσσα τους, «είμαι Ισλάμ…», και κράτησε το απλωμένο χέρι, μα το κακό είχε γίνει. Βόγκηξε εκείνη και έπεσε χάμω… Χτύπησε στην κοιλιά και σφάδαξε από τον πόνο.

Ο Μανουήλ γύρισε και είδε τους Σαρακηνούς. Στο φως του φεγγαριού, τα πρόσωπά τους γελούσαν.  Τους γνώρισε. Ήταν οι δυο έμπιστοι του εμίρη, ο Αβού και ο Χαλήλ, πρώτοι πάντα στις σφαγές. Και πιο κει στεκόταν, αποκαμωμένος από το φονικό, ο τρομερός Μωχεβήν, ο φόβος και ο τρόμος των κρυπτοχριστιανών.

Προχώρησε ίσια στο Μωχεβήν, του μίλησε βιαστικά στη βάρβαρη γλώσσα του. Ύστερα, τους είδε που χάνονταν κι οι τρεις μέσα στο σκοτάδι.

Άφησε το μικρό Ράδο σ’ ένα δικό τους σπίτι και αμέσως μετέφερε τη γυναίκα του στο Χάνδακα, στο γιατρό του εμίρη. Τότε, δεν ήξεραν ακόμα πως ο πατέρας του Ράδου, αδελφός της Αικατερίνης, κειτόταν νεκρός εκεί, έξω από την κρύπτη, πως η μητέρα του, η Σοφία, χτυπημένη κι αυτή, πάλευε με το θάνατο…

Η Αικατερίνη αιμορραγούσε συνέχεια, και το παιδί βγήκε νεκρό. Σώθηκε από θαύμα εκείνη, αλλά δεν έκανε παιδί πια.

- Τώρα θα ήταν δεκατεσσάρω, λέει πάλι.
Ο Μανουήλ βλέπει το πονεμένο πρόσωπο και στη σκέψη του ένα παράξενο φως. Τούτη τη στιγμή παίρνει μια απόφαση, «ναι, έτσι θα κάνω», συλλογίζεται, «πώς δεν το σκέφτηκα τόσα χρόνια…».

Αγαπούσε τη γυναίκα του ο Μανουήλ, πονούσε κι εκείνος για το βλαστάρι τους, που χάθηκε κείνη την άγρια νύχτα. Και τα χρόνια κύλησαν σε μια καρτερία αμίλητη. Μόνο τις νύχτες, όταν το σκοτάδι σκέπαζε τα πονεμένα πρόσωπα των ανθρώπων και η ζωή έμοιαζε σαν έξω από το αίμα και τον τρόμο, εκείνοι έμεναν ώρες ολόκληρες στη σιωπή, βυθισμένος ο καθένας στις δικές του σκέψεις, στις δικές του πληγές. Σ’ εκείνους τους σκληρούς καιρούς, τους χωρίς επαύριο, η ελπίδα έμοιαζε φως δυσεύρετο στην ψυχή τους.

- Μόνο ένα θαύμα μπορεί να μας σώσει… ένα θαύμα! Λέει εκείνη και τα δάκρυα τρέχουν από τα μάτια της. Πόσο θα κρατήσουμε ακόμα; Σε λίγες γενιές, το Ισλάμ θα μας αφανίσει όλους. Οι Κρήτες δε θα ξέρουν πια το δικό τους πρόσωπο…
Η πολιορκία του Χάνδακα από τον Νικηφόρο Φωκά.
Εικόνα από το χειρόγραφο του Ιωάννου Σκυλίτζη που φυλλάσσεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ισπανίας
Σχόλια
Όπως στα ιστορικά μυθιστορήματα του παλιού καιρού (π.χ. Για την Πατρίδα) έτσι κι εδώ, ο μεγάλος σκοπός παρουσιάζεται να βρίσκεται πάνω από το "εγώ" και να υπαγορεύει την πορεία των ηρώων. Συναντάμε έτσι φράσεις εμποτισμένες με πατριωτικό πνεύμα, όπως (σ.184) Ξέρει πως η ζωή του κινδυνεύει στην κάθε στιγμή, μα αυτό είναι χωρίς σημασία. Μόνο η Κρήτη να ελευθερωθεί, η Κρήτη... Το μεγάλο όνειρο! (σ.243-4) Δεν έχει άλλη αξία η ζωή μου! (...) Δεν έχω να φοβηθώ τίποτα, η εφήμερη ζωή μου είναι ασήμαντη μπρος στους αιώνες όπου θα παραδώσουμε την Κρήτη ελεύθερη κι αναγεννημένη. (σ.258) Πρώτα η Κρήτη κι ύστερα η δική μας ζωή. Αλλά και (σ.201) Το νόημα της ζωής είναι η θυσία, η προσφορά για την αλλαγή, που μας προετοιμάζει για το παιχνίδι της Δοξανιώς με τον Θάνατο.
Οι αιχμάλωτοι - Λεπτομέρεια από το χειρόγραφο του Ιωάννου Σκυλίτζη
που φυλάσσεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ισπανίας
Οι βίαιες εικόνες βρίσκονται διάσπαρτες στο κείμενο, ενώ ιδιαίτερα σκληρές είναι εκείνες που συνοδεύουν τη σκηνή του σκλαβοπάζαρου (κεφάλαιο 6), τα βασανιστήρια των νεαρών δούλων και βέβαια τις αιματηρές συμπλοκές μεταξύ Σαρακηνών και Βυζαντινών (σελίδες 28, 49, 78, 81, 87, 93, 95, 250, 281, 324). Η πένα της έμπειρης συγγραφέως, αποτυπώνει με γλαφυρότητα τα συναισθήματα των σκλαβωμένων, τις ραδιουργίες στο βυζαντινό παλάτι, αλλά και τη σκληρότητα των Αγαρηνών, δίνοντας στον αναγνώστη πλούσια ερεθίσματα για προβληματισμό.

Η παγίδα της μονομέρειας, ωστόσο, μάλλον δεν αποφεύγεται. Οι Σαρακηνοί, παρότι στη σ.306 παινεύονται για την εξυπνάδα τους στην τέχνη του πολέμου, συνοδεύονται σε όλο το έργο από πολύ βαρείς χαρακτηρισμούς. Παρουσιάζονται ως αιμόχαροι φονιάδες, άφταστοι στα θέματα φρίκης (σ.268), σκύλοι (σ.250), που γλεντούν να βασανίζουν τους χριστιανούς (σ.164-168) και να απαξιώνουν τη ζωή (σ.159, 188). Μοναδική εξαίρεση η όμορφη Άγαρ (σ.338) που δείχνει ανθρωπιά και σώζει τον μικρό Θεοδόσιο από τις σαδιστικές ορέξεις των νεαρών Σαρακηνών. Χαρακτηριστική η φράση (σ.95) Οι Σαρακηνοί γελούν. Κι από το αφρισμένο στόμα τους πετιέται το αίμα των αθώων. Τα πρόσωπά τους, τα χέρια τους, τα μαλλιά τους, ολόκληροι είναι βουτηγμένοι στο αίμα των αθώων...

Αντίθετα, οι Βυζαντινοί ακόμα και όταν σφάζουν τους αντιπάλους τους, το κάνουν με ενθουσιασμό (σ.320) Και κραυγές χαράς ακούστηκαν από μύρια στόματα, αλαλαγμοί, κι όλοι όρμησαν σαν τη θύελλα αμείλικτοι, να σφάξουν και να λεηλατήσουν (...) Ζητωκραυγάζουν οι στρατιώτες, λεηλατούν και σφάζουν με ξέφρενο ενθουσιασμό, κουβαλούν λάφυρα χρυσά, θησαυρούς στον καταυλισμό, τραγουδούν, μεθούν από τη σφαγή, από την οσμή του αίματος και το χρυσάφι. Ο στρατηγός τους Νικηφόρος Φωκάς, παρουσιάζεται άλλοτε αιμοχαρής, όταν π.χ. ζητάει τα κεφάλια των εχθρών (σ.281) θα τα καρφώσω σε πασσάλους και θα τα στήσω έξω από τα τείχη τους και άλλοτε συγκρατημένος (σ.325) Δε θέλω άλλο αίμα!, κάτι που ίσως αντανακλά τον τρόπο που μοιράζει τη ζωή του ανάμεσα στον πόλεμο και την ασκητική (σ.275) τη μέρα μάχεται και πολεμά σαν θεριό και το βράδυ μοιάζει λυπημένος και μόνος, άσχετος από τη βουή και τη ματαιότητα των εγκοσμίων, διαβάζουμε. 


Στο τέλος του βιβλίου, οι βίαιες εικόνες που ακολουθούν την άλωση του Χάνδακα από τους Βυζαντινούς, δίνουν ένα σαφές αντιπολεμικό μήνυμα, το οποίο όμως ίσως έρχεται λίγο καθυστερημένα και χωρίς άλλη υποστήριξη, για να ισορροπήσει τα όσα έχουν προηγηθεί. Ο Θεοδόσιος βλέποντας τη σφαγή του άμαχου πληθυσμού (σ.324) πονά κι ανατριχιάζει, τούτη η κτηνωδία δεν είναι ανθρώπινη. Αναγνωρίζει βέβαια πως οι Αγαρηνοί έπρεπε να τιμωρηθούν, όμως δεν έφταιγαν τα παιδιά, δεν έφταιγε η Άγαρ... 
Στις 29 Ιουλίου του 904 ο στόλος των Σαρακηνών φτάνει στη Θεσσαλονίκη και η λεηλασία αρχίζει...
Εικόνα από το χειρόγραφο του Ιωάννου Σκυλίτζη που φυλάσσεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ισπανίας
Στην ιστορία συναντάμε αρκετά ζευγάρια αντιθέσεων, που αντιπροσωπεύουν διαφορετικές οπτικές και αξίες. Κρητικοί - Σαρακηνοί, Νικηφόρος Φωκάς - Ρωμανός Β', Φοίβος - Αλέξιος, Βυζάντιο - Χάνδακας... Το πιο χαρακτηριστικό από αυτά, είναι ίσως εκείνο της Δοξανιώς με την Αναστασώ-Θεοφανώ. Η νεαρή Λημνιά χαρακτηρίζεται ως γενναία ψυχή (σ.158) γεμάτη άσπιλη λευκότητα (σ.170), που από τις πράξεις της γίνεται σαφές ότι είναι έτοιμη να θυσιάσει και τη ζωή της ακόμα για το καλό των συμπατριωτών της. Αντίθετα, η ερωμένη του Ρωμανού Β' και μετέπειτα αυτοκράτειρα, διαγράφεται ως μια αδίστακτη Λάκαινα (σ.146) με καρδιά φιδιού (σ.135) που δεν διστάζει μπροστά στις προσωπικές της φιλοδοξίες να δηλητηριάσει τον αυτοκράτορα και αργότερα τον ίδιο τον σύζυγό της. Ο Αλέξιος που γνωρίζει και τις δύο ως προσωπικότητες, αναφέρει (σ.210) συγκρίνοντάς τες: ήταν όμορφη κι εκείνη, όμροφη. Μα πόσο διαφορετική... Λουσμένη στα αρώματα. Ψεύτικη. Φιλόδοξη και ποταπή. Δεν αγάπησε ποτέ τον Ρωμανό. Τον θρόνο ονειρεύτηκε μόνο. Και τώρα ποιος ξέρει τι ραδιουργίες ετοιμάζει... Η φόνισσα.
Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ' άρρωστος στο κρεβάτι, πίνει το φάρμακο που του δίνει ο γιος του Ρωμανός Β'.
Εικόνα από το χειρόγραφο του Ιωάννου Σκυλίτζη που φυλάσσεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ισπανίας
Η τελετή εξόρυξης της «Λημνίας γης» που περιγράφεται στο βιβλίο, έχει φυσικά τις ρίζες της στην αρχαιότητα. Τότε διαβάζουμε ότι λάμβανε χώρα κάθε άνοιξη (6 Μαΐου) προς τιμήν της θεάς Αρτέμιδος (με τη μορφή της οποίας σφραγίζονταν τα δισκία), ενώ από τα βυζαντινά χρόνια και μετά, οι χριστιανοί την πραγματοποιούσαν κάθε καλοκαίρι (6 Αυγούστου), συνδέοντάς την με τη γιορτή της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος. Η τελευταία γνωστή αναφορά εξόρυξης είναι το 1916, ωστόσο το έθιμο είχε ήδη παρηκμάσει. Η Λημνία γη θεωρούταν ότι είχε ιαματικές ιδιότητες και οι άνθρωποι τη χρησιμοποιούσαν ενάντια στον πυρετό, τη δυσεντερία, τη δυσπεψία, τη διάρροια, αλλά και κάθε είδους δηλητηριάσεις. Περισσότερα για την ιστορία της και τα χημικά της συστατικά μπορείτε να διαβάσετε εδώ ή στο βιβλίο του Σπυρ. Παξιμαδά Λημνία Γη.
Ο λόφος Μόσυχλον, πάνω στον οποίο (σύμφωνα με τη μυθολογία) προσγειώθηκε ο θεός Ήφαιστος.
Εκεί γινόταν για αιώνες η τελετή εξόρυξης της «θαυματουργής» Λημνίας γης. (πηγή)
Χρήση στην τάξη
Όπως και Στον ίσκιο του Δικέφαλου που διαβάσαμε τον Σεπτέμβριο, έτσι και εδώ, γίνονται φανερές οι δοκιμασίες που περνούσε ο νησιωτικός (και όχι μόνο) ελληνισμός, όσο καιρό οι Σαρακηνοί παρέμεναν στην Κρήτη. Μπορούμε με αφόρμηση συγκεκριμένες φράσεις από το κείμενο (βλ. απόσπασμα) να καλέσουμε τους μαθητές μας να γράψουν ένα γράμμα που να απευθύνεται προς τις βυζαντινές αρχές, απαριθμώντας τα βάσανα τα οποία υφίστανται και εκλιπαρώντας για άμεση στρατιωτική βοήθεια. Πώς άραγε θα πρέπει να προσφωνήσουμε τον Νικηφόρο Φωκά, τον Χλωμό Θάνατο των Σαρακηνών (Pallida Mors Saracenorum) όπως τον αποκαλούσαν οι Δυτικοευρωπαίοι, και τι επιχειρήματα θα χρησιμοποιήσουμε, ώστε να ανταποκριθεί στο κάλεσμά μας;

Πιο κοινωνικές, θεατρικού τύπου δραστηριότητες, θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν αναπαράσταση του εθιμοτυπικού στέψης ή κηδείας ενός αυτοκράτορα, που περιγράφεται αναλυτικά στη σ. 140, ή το τελετουργικό εξόρυξης της Λημνίας Γης, για το οποίο μαθαίνουμε στην σελίδα 43. 
Ο πατριάρχης Πολύευκτος (που στο Άννα και Θεοφανώ βαφτίζει την βασίλισσα των Ρώσων
Όλγα και εδώ -σ.75- παντρεύει τον Ρωμανό Β' με τη Θεοφανώ) στέφει τον Βασίλειο Β'. 
Λεπτομέρεια από το χειρόγραφο του Ιωάννου Σκυλίτζη που φυλάσσεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ισπανίας
Να αναφέρουμε κλείνοντας, ότι στο βιβλίο θίγεται σε αρκετά σημεία η σχέση της παλαιάς δωδεκαθεϊστικής θρησκείας με τη νέα, κάτι που θα μπορούσαμε να συζητήσουμε στο μάθημα των Θρησκευτικών. Κάποια αποσπάσματα μιλούν για την συνέχεια των δύο, έπειτα για τη σύγκρουσή τους και τελικά για την ένωσή τους μέσα στην σύγχρονη παράδοση και τους ανθρώπους. Διαβάζουμε συγκεκριμένα (σ.18) Ήταν ένα κράμα από αρχαιολατρικές δοξασίες και χριστιανισμό. Τώρα αναρωτιέται, πόσο οι άνθρωποι προσπαθούν, ακόμα και σήμερα, το 956, να κρατήσουν μέσα τους το παλιό τελετουργικό στοιχείο. Και το μετακινούν ολοένα, το σμίγουν με τη νέα τους θρησκεία. Ή αργότερα (σ.26) Οι κάτοικοι, χρόνια τώρα, ζούσαν εξοικειωμένοι μ' όλα τούτα. Όσο κι αν είχαν αποδεχτεί το χριστιανισμό, τα είδωλα εκείνα, η μαγεία που ασκούσαν στις ψυχές τους οι ιερές τελετές, επηρέαζαν τη ζωή τους. Κι ένα κομμάτι από τον εαυτό τους ήταν σκοτεινά δεμένο με τις μνήμες εκείνες, που κείτονταν πάνω στη γη τους σαν σκόρπια λείψανα. (σ.40) Στο βάθος του δρόμου διακρίνεται το Ιερό του Ηφαίστου και ο καλλιμάρμαρος ναός της Λημνίας Θεάς. Η πόλη κοιμάται ακόμα, μα τα μνημεία αγρυπνούν. Φοβούνται, θαρρείς, τη μοναξιά του χρόνου. Φοβούνται την εγκατάλειψη. Ήταν τότε, εκείνη ακριβώς την εποχή, που οι άνθρωποι άρχισαν να εγκαταλείπουν σιγά σιγά την Ηφαιστία. Έφευγαν μαζί με τα σπίτια τους, σχημάτιζαν μια νέα εστία ζωής γύρω από τον Κότζινο. Δεν μπορούσαν πια να ζήσουν ανάμεσα σ' όλα εκείνα τα ειδωλολατρικά μνημεία, είχαν ανάγκη από κάποια απόσταση εξωτερική, για να μπορέσουν να καλύψουν και το μέσα χάσμα. Σιγά σιγά, λοιπόν, σέρνονταν μαζί με τις πέτρες των σπιτιών τους, να βρουν καινούρια αναπνοή, καινούριο ορίζοντα, για να μπορέσουν να αποδεχτούν το νέο λατρευτικό τους Θεό. Και τελικά καταλήγει (σ.228) Χάθηκαν και μαζί υπάρχουν, τίποτα δε χάνεται, τα φέρνουμε όλα απάνω μας, δεν είναι τυχαίο που η κόρη είχε τούτη την ευγένεια της σκέψης, τούτη τη γενναία ψυχή, κι ο Φοίβος, εκείνος ο περήφανος αετός, δεν είναι τυχαίο, όχι...
Μόλις πέρυσι απαγορεύτηκε η θυσία στολισμένου ταύρου και αρνιών που γινόταν
κάθε παραμονή της Κυριακής των Μυροφόρων στον Μανταμάδο της Λέσβου (πηγή)

Share/Bookmark

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2015

Ο Φώτης και ο Αϊ-Βασίλης των Φώτων

Υπόθεση
Τα Χριστούγεννα πλησιάζουν και ο μικρός Φώτης παρατηρεί γύρω του πολλές αλλαγές σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια: στο σπίτι οι γονείς του κουβεντιάζουν ψιθυριστά σαν κάτι να του κρύβουν, η αίθουσα αναμονής στο οφθαλμιατρείο μοιάζει παραμελημένη, ενώ η μαμά του δεν σταματάει πια στον δρόμο για να χαζέψουν τις στολισμένες βιτρίνες! Μαθαίνει τελικά πως "οι καιροί είναι δύσκολοι" και επίσης πως η θέση του μπαμπά στη δουλειά κινδυνεύει. Ο Φώτης αποφασίζει τότε, για να μην επιβαρύνει τον οικογενειακό προϋπολογισμό, να στείλει τη λίστα με τα δώρα που θέλει απευθείας στον Άγιο Βασίλη.

Όταν φτάνει η Πρωτοχρονιά, μια δυσάρεστη έκπληξη περιμένει τους ανθρώπους: ο ήλιος αρνείται να ανατείλει! Αιτία γι' αυτό, η βαριά κατάθλιψη στην οποία έχει πέσει ο Αϊ-Βασίλης! Ένα κλιμάκιο ψυχολόγων στέλνεται στον Βόρειο Πόλο για να διερευνήσει την κατάσταση του Αγίου και διαπιστώνει ότι έχει στεναχωρηθεί ανεπανόρθωτα από την απληστία των σύγχρονων παιδιών... Τα νέα γεμίζουν με τύψεις τον Φώτη και τον φίλο του Πετράκη, κι έτσι αποφασίζουν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους, διοργανώνοντας μια παγκόσμια συνέλευση παιδιών! 

Σ'αυτή αποφασίζεται τα παιδιά να μην ζητάνε πλέον παιχνίδια από τον Άγιο, αλλά φαγητό, νερό και σπίτι για όλους... ειρήνη, νοσοκομεία, φάρμακα, σχολεία και μια ζεστή αγκαλιά για κάθε παιδί. Μάλιστα, τα παιδιά αρχίζουν να στέλνουν κούτες με βοήθεια στον Άγιο, ώστε να τις μοιράσει σε όσους έχουν ανάγκη. Θα καταφέρουν άραγε να γιατρέψουν τον Άγιο Βασίλη και να φέρουν πίσω στον κόσμο το φως και την αγάπη;

  
Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Ψυχογιός
Συγγραφέας: Ελισάβετ Κουκουμάκα
Εικονογράφηση: Γιώργος Σγουρός
ISBN: 978-960-496-433-8
Έτος 1ης Έκδοσης: 2011
Σελίδες: 72
Τιμή: περίπου 6 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά: εδώ
Τάξεις: Γ', Δ'

Διαβάστε ένα απόσπασμα που προσφέρει ο εκδοτικός οίκος εδώ

Κριτική
Διδακτική πρωτοχρονιάτικη ιστορία που με χιούμορ και ευαισθησία μας μεταφέρει ένα μήνυμα υπέρ της παγκόσμιας συμφιλίωσης και κατά της ανισότητας. Χρησιμοποιώντας πρωτοπρόσωπη αφήγηση για να αποδώσει την οπτική του μικρού Φώτη και με γλώσσα καθημερινή, που ωστόσο παραπέμπει σε αρκετά μεγαλύτερο μαθητή, η συγγραφέας και εκπαιδευτικός "παντρεύει" αρκετά στοιχεία: Αρχικά την οικονομική κρίση που μαστίζει τη χώρα μας, μ' έναν θλιμμένο, απογοητευμένο και αγχωμένο Άγιο Βασίλη που έχει χρεοκοπήσει, αδυνατώντας να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των παιδιών. Στη συνέχεια, μέσα από το τέχνασμα μιας παγκόσμιας συνέλευσης, βρίσκει την ευκαιρία να μας μιλήσει για το πώς η αδικία στον πλανήτη μας μπορεί να καταπολεμηθεί, αν οι επόμενες γενιές ευαισθητοποιηθούν πάνω στο πρόβλημα και αναλάβουν δράση. Ίσως και να στέλνει με τον τρόπο αυτό ένα έμμεσο μήνυμα στους νεαρούς αναγνώστες της χώρας μας: σε σχέση με άλλα παιδιά στον κόσμο, διαθέτουν (ακόμα) ένα αρκετά υψηλό βιοτικό επίπεδο και θα μπορούσαν να προσφέρουν αντί να απαιτούν. Παρά το μέγεθός της (κοντά στις 6.000 λέξεις) η ιστορία δεν χωρίζεται σε κεφάλαια, η σελιδοποίηση ωστόσο έρχεται με μεγάλα τυπογραφικά και διάστιχο που επιτρέπει ξεκούραστη ανάγνωση. Η εικονογράφηση είναι παρούσα, με περίπου 5 ολοσέλιδες ζωγραφιές, εμβόλιμα στο κείμενο σχέδια και χαριτωμένα διακοσμητικά στα περιθώρια ορισμένων σελίδων. Θα προτείναμε το βιβλίο περισσότερο σε μαθητές των μεσαίων τάξεων του δημοτικού, αλλά και σε μεγαλύτερα παιδιά που αναζητούν ένα ευχάριστο κείμενο για τις γιορτές.

  • Απλή γλώσσα
  • Ωφέλιμα μηνύματα

Αξίες - Θέματα
Χριστούγεννα, Κρίση, Ανισότητα, Περιβάλλον, Συνεργασία, Δραστηριοποίηση, Υπευθυνότητα

Εικονογράφηση
Με παρουσία στα περισσότερα δισέλιδα, αποδίδει με απλές, καθαρές γραμμές τους κεντρικούς χαρακτήρες της ιστορίας και κάποιες από τις βασικές της σκηνές, αλληλεπιδρώντας διακριτικά με το κείμενο, αλλά περιοριζόμενη ουσιαστικά σε δευτερεύοντα ρόλο. 

Απόσπασμα
Από καιρό πριν, όλα έδειχναν πως τα φετινά Χριστούγεννα δε θα είναι όπως παλιά. Το είχα καταλάβει εδώ και καιρό μελετώντας προσεχτικά όλα μου τα δεδομένα. Γιατί, όπως συχνά λέει ο μπαμπάς μου, που είναι μαθηματικός: «Παρατήρηση, εξεύρεση και μελέτη δεδομένων, εξαγωγή συμπεράσματος».

Ωραία τα λένε οι μεγάλοι! Συχνά πυκνά, όταν είναι να πουν καμιά μεγάλη σοφία, για να καταπλήξουν τα πλήθη, παίρνουν ύφος προβληματισμένο, κοιτούν κάπου στο υπερπέραν και με λόγο σοβαρό και σκεπτικό πετάνε κάτι αρχαίες εξυπνάδες. Και σαν να μην έφτανε αυτό, πρέπει όλοι εμείς, είτε καταλάβαμε είτε όχι, να κουνήσουμε καταφατικά το κεφάλι με φανερή έκπληξη σαν να λέμε: «Ναι, βρε παιδί μου, πού το κατάλαβες; Ακριβώς αυτό ήθελα να πω κι εγώ!»

Εδώ και ένα χρόνο, λοιπόν, παρατηρούσα με μεγάλο ενδιαφέρον ένα σωρό αλλαγές μέσα στο σπίτι μας. Η μαμά συχνά κουβέντιαζε χαμηλόφωνα με τον μπαμπά ή την κουμπάρα της, κρυφά από εμένα, στην κουζίνα. Μάλιστα, όταν πλησίαζα, δήθεν τυχαία, για να κρυφακούσω, δεν καταλάβαινα και πολλά. Μόνο κάτι δύσκολες λέξεις έπιανα, από αυτές που λένε οι μεγάλοι. Και μόλις αντιλαμβανόταν η μαμά το μάλλον αδιάκριτο βλέμμα μου, συνήθιζε να λέει τρυφερά: «Φώτη, αγάπη μου, γιατί δεν πας να δεις μήπως ξύπνησε η μπέμπα;» Και να πω ότι ξύπνησε ποτέ και δεν την πήραμε χαμπάρι; Τρεις μήνες τώρα που είναι στο σπίτι μας, όταν ξυπνάει, την ακούει μέχρι και η φουρνάρισσα στη γωνία!

Τον προηγούμενο μήνα κατεβήκαμε με τη μαμά στην πόλη, για να πάμε στον οφθαλμίατρο. Ο οφθαλμίατρός μου, ο κύριος Βρασίδας, είναι ένας κύριος πολύ συμπαθητικός. Είναι κοντός, μα δεν τον λες με τίποτα μικροκαμωμένο! Έχει μια μεγάλη, ολοστρόγγυλη κοιλίτσα και όλο γελάει δυνατά. Μάλιστα, φοράει και γυαλιά! Όπως τ’ ακούσατε: φοράει γυαλιά! Αν είσαι ολόκληρος οφθαλμίατρος και δεν μπορείς να γιατρέψεις τα ίδια σου τα μάτια, τι να τις κάνεις τις σπουδές και τα πτυχία;

Για να μη μακρηγορώ, όμως, με τις αμέτρητες παρατηρήσεις μου και την ατελείωτη συλλογή δεδομένων, θα σας πω την πιο συγκλονιστική μου ανακάλυψη των φετινών Χριστουγέννων. Εσείς μπορεί να τη θεωρήσετε ένα τυχαίο γεγονός. Μαζί, όμως, με όλα τ’ άλλα μέρη της έρευνάς μου, για μένα ήταν η αρχή της καταστροφής!

Το ιατρείο του κυρίου Βρασίδα δε φημίζεται για το καλό του γούστο και την κομψότητά του. Εκεί μέσα υπάρχουν ένα σωρό αταίριαστα πράγματα, μάλλον συνέπεια πολλών διαφορετικών μετακομίσεων και ανακαινίσεων. Πράγματα φίλων και συγγενών, που όλοι λυπούνται να πετάξουν, γιατί κάποτε τους κόστισαν μια περιουσία. Ειδικά τέτοιες μέρες, τέλη δηλαδή Δεκεμβρίου, όποτε κάνουμε το λάθος και πηγαίνουμε, το μετανιώνουμε πικρά. Από άκρη σ’ άκρη, τόσο το σαλόνι αναμονής, όσο και ο χώρος όπου εξετάζομαι, γεμίζουν με κάθε λογής χριστουγεννιάτικο στολίδι. Τα χρώματα των στολιδιών πολλά και διάφορα: κόκκινα, κίτρινα, πράσινα, βεραμάν, ρουά, χαλκοκόκκινα, μπορντορόδινα και ό,τι άλλο βάζει ανθρώπου νους.

Το πιο βασανιστικό, όμως, είναι τα εκατοντάδες παρδαλά λαμπάκια σε όλο το χώρο, που αναβοσβήνουν με κάθε πιθανό ρυθμό και με κάνουν αν βλέπω αστράκια σε όλο το δρόμο μέχρι το σπίτι. Σκέτο μαρτύριο! Αφού, και υγιής να είσαι, με αυτά αποκτάς σίγουρα μυωπία, αστιγματισμό, στραβισμό, μη σου πω και πρεσβυωπία! Αν ο κύριος Βρασίδας δεν ήταν τόσο ευγενικός και γελαστός, θα έλεγα πως όλα αυτά είναι μέρος ενός σατανικού σχεδίου, για να έχει πάντα πελάτες με όλων των ειδών τα προβλήματα στα μάτια.

Φέτος, όμως, όλα ήταν διαφορετικά. Στο σαλόνι αναμονής δεν είχε πολύ κόσμο, ούτε πολλά μωρά να τσιρίζουν διαρκώς ώσπου να έρθει η σειρά τους. Όμως, το πιο σημαντικό και τόσο ανακουφιστικό για τα καημένα τα ματάκια μου ήταν πως δεν υπήρχαν ούτε τα μισά στολίδια. Και από τα λαμπάκια, τα μισά είχαν καεί και δεν είχαν αντικατασταθεί. Τρομερό! Ποτέ δεν περίμενα ένα τέτοιο ήρεμο περιβάλλον σε αυτό το ιατρείο!

Η γραμματέας, η δεσποινίς Σούλα, με τα ολόλευκα δόντια και το μονίμως κατακόκκινο κραγιόν, έλειπε. Και, όπως κατάλαβα από την ακαταστασία και τη σκόνη στο γραφείο της, είχε να έρθει καιρό. Κρίμα, και ήταν τόσο αστεία και διασκεδαστική!

Ωστόσο, συχνά η συμπεριφορά της με προβλημάτιζε και πάντα την παρατηρούσα καλά καλά, μήπως και καταλάβω τι είναι αυτό που μας κρύβει. Ήταν κοντή, με λεπτά πόδια και τσιριχτή φωνή. Με τα μαλλιά της έκρυβε πάντα προσεχτικά τα αυτιά της. Μας κερνούσε συνέχεια κουραμπιέδες και μελομακάρονα, ό,τι εποχή και να πηγαίναμε. Μια φορά, μάλιστα, θα ορκιζόμουν πως την είδα να κρύβει κάτω από το γραφείο της κάτι κόκκινα παπούτσια με κουδουνάκια, σαν αυτά των ξωτικών.

Αυτές οι παρατηρήσεις μου, μαζί με άλλες, με έκαναν να πιστεύω πως πράγματι ήταν ξωτικό. Ναι, ένα από τα ξωτικά του Άγιου Βασίλη. Είναι γνωστό, εξάλλου, πως ο Άγιος Βασίλης, για να μάθει ποια παιδιά είναι καλά όλο το χρόνο, στέλνει συχνά τα ξωτικά για να μας παρακολουθούν.
Σχόλια
Ο Φώτης θέλει να ειδοποιήσει τα παιδιά όλου του κόσμου για να έρθουν στην παγκόσμια συνάντηση. Έτσι, επικοινωνεί με γνωστούς του στο εξωτερικό, οι φίλοι του γεμίζουν τον τόπο αφίσες, ενώ ο Ντίνος βγάζει ανακοίνωση σε όλες τις παιδικές ιστοσελίδες του κόσμου. Στη συνέχεια, για να μετακινηθούν όλοι οι σύνεδροι στην Ελλάδα, οι αεροπορικές εταιρίες, τα τρένα, τα πλοία και τα λεωφορεία προσφέρουν δωρεάν εισιτήρια στα παιδιά που ταξιδεύουν, οι αλυσίδες εστιατορίων ετοιμάζουν δωρεάν γεύματα, ενώ τα ξενοδοχεία διαθέτουν δωρεάν τα δωμάτιά τους! 

Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη γενναιοδωρία των επιχειρηματικών κολοσσών, μια και πρόκειται για παραμύθι· αναρωτιέμαι ωστόσο, μήπως θα ήταν πιο απλό, ρεαλιστικό και ωφέλιμο η παγκόσμια αυτή συνέλευση να πραγματοποιηθεί στον κυβερνοχώρο. 

Απλό, αφού για την πραγματοποίηση μιας τηλεδιάσκεψης, αρκεί πλέον το πάτημα ενός κουμπιού. Ρεαλιστικό, αφού η μαγεία του διαδικτύου έχει αποδειχθεί ότι λειτουργεί, σε αντίθεση με τα φιλάνθρωπα αισθήματα των πολυεθνικών εταιριών, τα οποία εμφανίζονται πλέον μόνο στις χριστουγεννιάτικες ιστορίες. Και ωφέλιμο, επειδή θα παρουσίαζε στα παιδιά έναν τρόπο, τον οποίον όντως μπορούν να υιοθετήσουν για να επικοινωνήσουν με συνομηλίκους τους και να οργανώσουν κοινές δράσεις, στα πλαίσια της κουλτούρας του «παγκόσμιου πολίτη». Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι ζούμε στον αιώνα της τεχνολογίας!
αν όλα τα παιδιά της γης... (πηγή)
Όπως είχαμε δει να συμβαίνει και στο Ένα τσαμπί σταφύλι, έτσι κι εδώ, τα παιδιά ενώνουν τα χέρια μέσα στο συμβολικά πυκνό σκοτάδι του παρόντος, για να στείλουν μηνύματα προς τους μεγάλους και να προετοιμάσουν ένα φωτεινότερο αύριο. Με σαφήνεια και μια υποψία διδακτισμού, σε τρία σημεία του κειμένου εκφράζεται η ανάγκη να ξεπεραστούν οι επιφανειακές (αλλά και οι πολιτισμικές, αξιακές, ιδεολογικές, κ.) διαφορές ανάμεσα στους ανθρώπους, ώστε να μπορέσουμε να συνεννοηθούμε και να  συνεργαστούμε. Συγκεκριμένα διαβάζουμε (σ.48) ότι όλοι είμαστε ίδιοι, αν και εξωτερικά φαινόμαστε τόσο διαφορετικοί· λίγο αργότερα πως (σ.50) Όλοι ήμασταν τόσο διαφορετικοί στην εμφάνιση, αλλά τόσο όμοιοι στο μυαλό, στην ψυχή και την καρδιά, ενώ στο τέλος ότι (σ.60) Όσο διαφορετικές κι αν είναι οι πατρίδες μας, οι θρησκείες μας, οι γλώσσες που μιλάμε, άλλο τόσο ίδιες είναι οι καρδιές μας...
Χρήση στην τάξη
Το κείμενο μας δίνει μια πολύ ωραία ιδέα για τις φετινές γιορτές. Αντί να ανταλλάξουμε μεταξύ μας δώρα και παιχνίδια που γρήγορα θα ξεχαστούν, θα μπορούσαμε να συγκεντρώσουμε με την τάξη μας τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης για να τα δωρίσουμε σε ανθρώπους που υποφέρουν. Άστεγοι, άνεργοι και μετανάστες, είναι ευκαιρία να νιώσουν φέτος λίγη ανθρώπινη ζεστασιά!
Τα χρήματα που συγκεντρώσαμε πέρσι, έγιναν τρόφιμα για τα Παιδικά Χωριά SOS. Δραστηριότητες σαν αυτή,
πέρα από τη συνεισφορά τους στο σύνολο, ενισχύουν την αυτοεκτίμηση των μαθητών και τη διάθεση προσφοράς
Μπορεί στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου να μη συναντάμε κάποιο παράρτημα, όμως το κενό αναπληρώνει μια ανάρτηση στην οποία ο εκδοτικός οίκος περιλαμβάνει μια απλοποιημένη θεατρική διασκευή του έργου όπως και έξι δραστηριότητες βασισμένες στο βιβλίο. Ανάμεσα σε αυτές συναντάμε ερωτήσεις Σωστό ή Λάθος, μια άσκηση δημιουργικής γραφής, το παρακάτω κρυπτόλεξο και άλλα ενδιαφέροντα. Καλή διασκέδαση!



Share/Bookmark

Δευτέρα 23 Μαρτίου 2015

Το κόκκινο της Ανατολής


 
Υπόθεση
Στα πολύβουα Αμπελάκια του 1798 καταφθάνει ένας μυστηριώδης Γάλλος περιηγητής. Ο μεσιέ Λεκλέρ καταλύει στο χάνι του Αυγέρη όπου μένουν και άλλοι ξένοι. Παρά τις επίμονες ερωτήσεις του ιδιοκτήτη, καταφέρνει να κρατήσει τον σκοπό του ταξιδιού του μυστικό και να παραπλανήσει τους ντόπιους για τις αληθινές του προθέσεις. Στο μεταξύ, ληστές ετοιμάζονται να χτυπήσουν μια χρηματαποστολή επειδή οι Αμπελακιώτες δεν δέχτηκαν τον εκβιασμό τους. Χάρη όμως στην τύχη, την παρατηρητικότητα και την υπευθυνότητα ενός αγοριού, η πλούσια πολιτεία θα γλιτώσει από αυτόν και άλλους κινδύνους που την απειλούν. Ο Χρόνης, που μπορεί να βαριέται τα γράμματα αλλά είναι έξυπνος, θαρραλέος και γεμάτος όνειρα για το μέλλον, θα κερδίσει σύντομα την εκτίμηση των συμπατριωτών του και των προεστών για τις πράξεις του. Δεν θα συμβεί το ίδιο και με τον νεαρό Ίβο, που επιστρέφει από το εξωτερικό με νέες ιδέες για τον τρόπο επεξεργασίας του φημισμένου κόκκινου νήματος...

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Κέδρος
Συγγραφέας: Άννα Γκέρτσου - Σαρρή
Εικονογράφηση: -
ISBN: 978-960-04-0465-4
Έτος 1ης Έκδοσης: 1991
Σελίδες: 141
Τιμή: περίπου 7 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Ε', Στ', Γυμνάσιο

Κριτική
Εξαιρετικό μυθιστόρημα εποχής, που μας μεταφέρει στο "μικρό Παρίσι" των Τεμπών, στα Αμπελάκια του 1798. Καλογραμμένο, με γλώσσα απλή και σκηνές γεμάτες θεατρικότητα, το (βραβευμένο) βιβλίο διαβάζεται πολύ ευχάριστα από μικρούς και μεγάλους. Τα εικοσιτέσσερα μικρής έκτασης κεφάλαια (5-6 σελίδων το καθένα) δεν κουράζουν τον αναγνώστη και κρατούν το ενδιαφέρον αμείωτο ως το τέλος, χάρη στη ζωντάνια των διαλόγων και τις ανατροπές. Η συγγραφέας αναπαράγει με ρεαλισμό τις συνθήκες ζωής του πληθυσμού της υπαίθρου χωρίς να κρύβει την αγάπη της γι' αυτόν, και να μας περνάει μηνύματα για την αξία της συνεργασίας, τον πατριωτισμό και την προστασία του περιβάλλοντος. Εικονογράφηση, κάποιος σχετικός χάρτης ή φωτογραφίες ντοκουμέντων της εποχής δυστυχώς δεν υπάρχουν, στις τελευταίες σελίδες όμως βρίσκουμε μια μικρή λίστα με πηγές που μπορεί να αξιοποιήσει όποιος ενδιαφέρεται να εμβαθύνει στο θέμα. Το προτείνουμε ανεπιφύλακτα σε μαθητές των μεγάλων τάξεων του Δημοτικού (ειδικά της Στ') και του Γυμνασίου.

  • Καλογραμμένη και ενδιαφέρουσα ιστορία
  • Θεατρικότητα χαρακτήρων, διαλόγων και σκηνών
  • Πληροφορίες για την ζωή στα Αμπελάκια
  • Προβάλλονται ωφέλιμες αξίες όπως αυτή της συνεργασίας

Αξίες - Θέματα
Ιστορία, Υπευθυνότητα, Συνεργασία, Περιβάλλον - Αειφορία, Εκπαίδευση, Ταξίδια, Ανισότητα, Καταναλωτισμός, Αρχαιοκαπηλία, 25 Μαρτίου.

Σκηνές που ξεχωρίσαμε
Όταν ο Χρόνης κρυφακούει στο δάσος τη συνομιλία των κλεφτών.

Εικονογράφηση
 
Απόσπασμα
Ο Χρόνης έστηνε αυτί στις κουβέντες τους. Μα δε γινόταν καθόλου λόγος για αρχαία. Πήρε τότε αυτός το θάρρος να τους πει για το Φραντσέζο που ‘χε έρθει στ’ Αμπελάκια και γύρευε νομίσματα από τους συντοπίτες του. Μπορεί και κάποιος απ’ εκείνους να είχε βρει ή να ήξερε κάποιον άλλο που είχε βρει. Αλλά τίποτα. Όλοι είχαν τη δικιά του ατυχία. Ποτέ δεν είχαν βρει τέτοιο μέταλλο, στρογγυλό, δουλεύοντας τη γη.

Πριν πάρει να γείρει ο ήλιος, ξανά στα βήματά τους, ανηφόριζαν το δρόμο για το βουνό, για την πόλη τους. Χαρούμενος ξεκίναγε το χάραμα, χαρούμενος γύριζε τ’ απομεσήμερο. Πρώτη του δουλειά, έκοβε δρόμο από την Κρυόβρυση κι έτρεχε στο χάνι να δει το Μάνθο. Κι όποτε ήταν λεύτερος, εκεί κλωθογύριζε. Τα λέγαν με το Μάνθο. Τι έγινε στον κάμπο. Τι έγινε στο χωριό.

Φέρα στο Γάλλο κάμποσα νομίσματα. Κι οι πιο πολλοί ήταν άνθρωποι που είχαν ανέβει από τον κάμπο. Ο μεσιέ Λεκλέρ τα εξέταζε για ώρα στο φως. Κοίταζε τις κεφαλές, την παράσταση που είχαν, τις επιγραφές, και αν οι μορφές και τα γράμματα δεν ήταν ξεκάθαρα, τα γύριζε πίσω. Τα καλά τα κράτησε, πλήρωσε και τους παράδες που είχε υποσχεθεί.

Κι εκεί που όλοι περιμέναν ότι τέλειωσε τη δουλειά του και θα πήγαινε στο καλό, ο Γάλλος εκδήλωσε μεγάλο ενδιαφέρον για τη βιβλιοθήκη τους.  Πρώτα έκανε ένα γύρο στα μοναστήρια. Όμως τούτοι δω οι Αμπελακιώτες είχαν φτιάξει βιβλιοθήκη. Και σπουδαία μάλιστα. ΤΑ μοναστήρια τους τριγύρω δεν είχαν τους θησαυρούς που έβρισκες σ’ όλη την Ελλάδα να τους κατατρώει η μούχλα κι ο σκόρος. Όλα τα παλιά χειρόγραφα και οι πολύτιμοι τόμοι βρίσκονταν τακτοποιημένα στη βιβλιοθήκη τους. Έτσι ο Γάλλος χωνόταν εκεί μέσα, ξεφύλλιζε βιβλία με τις ώρες, και μελετούσε μέχρι που έπεφτε σκοτάδι και δεν έβλεπε πια.

Μετά γύριζε στο πανδοχείο που ήταν γιομάτο από τους ντόπιους. Όσο ο μεσιέ Βίνστον αποτραβιόταν στο δωμάτιό του, τόσο αυτός ανακατωνόταν με τους ντόπιους.

Καθόταν ανάμεσά τους, έπινε τα κρασάκια του και μελετούσε φάτσες. Το διαπεραστικό του μάτι ψυχογραφούσε. Τα ελληνικά του διευκόλυναν.

Ύψωνε την κούπα στο διπλανό του κι άρχιζε την κουβέντα.

- Πώς πήγε η δουλειά, πατριώτη;

- Πώς να πήγε; Να κοπανάς όλη μέρα!

Στα κοπανιστήρια λοιπόν.
Γύριζε στον άλλο.

- Κι εσύ τα ίδια;

- Τα ίδια και χειρότερα! Στα καζάνια όλη μέρα.

- Μπα, βαφέας του λόγου σου; ρωτούσε μ’ ενδιαφέρον ο Γάλλος.

- Α μπα! Όχι! Εγώ με τη φωτιά. Έτσι και ξεχαστεί η φωτιά, καήκαμε ούλοι! Καήκαμε, ε; Χωρίς ξύλα!

Γελούσαν.

Καθώς ο Χρόνης βόηθαγε το Μάνθο να γεμίζουν τις κούπες τους κρασί, τριγυρνούσε ανάμεσά τους. Παρατηρούσε λοιπόν τούτα: ο ξένος γνωριζόταν με τους ντόπιους, αλλά δε διάλεγε τύπους. Άλλαζε τραπέζια. Και, παρά τα καλά του ελληνικά, ο διάλογος ήταν πάντα ο ίδιος. Ο παραπάνω. Κάπως σαν να του φάνηκε ότι ο μεσιέ Λεκλέρ είχε μια ιδιαίτερη προτίμηση να κάνει παρέα με τους βαφιάδες.

Όμως δεν τον αδικούσε. Αν τον καλορωτούσε κανείς, κι αυτός τον ίδιο θα προτίμαγε. Το βαφιά. Θυμόταν τότε που είχε πάει στον κιρχανά να βρει τον κύρη του. Ατμοί ανεβαίναν κατά την οροφή από τα καζάνια, σαν το λιβάνι στην εκκλησιά. Κι ανάμεσα στους ατμούς έβλεπε τους εργάτες σαν μέσα από ανάριο σύννεφο. Πηγαινοέρχονταν αχνοί, ξεθωριασμένοι. Όμοια ξωτικά. Με τα πρόσωπα υγρά μέσα σε τούτη την καταχνιά, κινούνταν αργά, προσεχτικα.

Οι υπεύθυνοι βαφιάδες όλο μετράγαν. Τόσο, συν τόσο, συν τόσο. Με ζαρωμένα τα φρύδια, προσέχαν μην τυχόν και γίνει λάθος. Κι άλλοι, πάνω απ’ τα καζάνια, με την πουκαμίσα τυλιγμένη ψηλά στα μπράτσα, τα ποντίκια πεταγμένα από τη δύναμη που βάζαν, ανακατώναν τη βαφή. Μη λάχει και βγει το νήμα ανόμοια βαμμένο. Το χειρότερο πόστο. Ο κύρης του έλεγε πάντα «τούτοι δω ζούνε την κόλαση της κοκκιναδικής». Όπως το ‘λεγε ήταν.

Ήταν κι εκείνη η στιγμή! Μια στιγμή που του ‘φερε αναγούλα. Ο κουβάς που χύνουν με το αίμα του βοδιού. Σκοτώνουν ζωντανά για να πετύχουν τούτο το χρώμα το κόκκινο. Και σάμπως τι; Δε σκοτώνουν το Πάσχα ζωντανά και τα μασουλάνε απ’ άκρη σ’ άκρη; Τι τον πείραξε;

Όταν το είπε στον κύρη του, τον αποπήρε αυτός.

- Κι όταν κοινωνάς; Τι είν’ τούτο που πίνει; Κρασί απ’ τη Ραψάνη; Το αίμα του Χριστού πίνεις!

- Ωστόσο, κρασί ήτανε.

Ενώ εδώ χύναν αληθινό αι΄μα από αληθινό ζωντανό.

Συνέχιζε, λοιπόν, την κουβέντα του ο Φραντσέζος.

- Εμείς στο Μονπελιέ βάζουμε ποτάσα.

- Κι εμείς το ίδιο, απαντούσαν κάποιοι.

Έπαιρνε ο Γάλλος το κρασί του, άραζε δίπλα τους και συνέχιζε την κουβέντα.

- Και βάζουμε και κόπρανα.

- Σάμπως εμείς τι βάνουμε;

- Και σκάγανε στα γέλια.

- Στη Ρουέν βγάζουμε και μπλε σαν το δικό σας. Όχι όμως σαν το δικό σας το κόκκινο.

Ησυχία. Κανένας δεν του μιλούσε.

- Και στη Ρουέν και στο Λαγκετόκ ρίχνουνε ποτάσα και κόπρανα, αλλά δε βγαίνει το κόκκινο το δικό σας, επέμενε ο Γάλλος. Πώς το εξηγάς τούτο;

- Δεν το εξηγάς, μεσιέ, του είπε ο Γιώργης ο Δερμέζης. Έτσι είναι.

- Τι πάει να πει «έτσι είναι»!

- Ε, άλλο πράμα. Άλλο Ρουέν, άλλο Αμπελάκια, έκανε ο Γιώργης.

- Τι πάει να πει «άλλο Ρουέν, άλλο Αμπελάκια», έκανε χολωμένος ο Γάλλος.

- Ε, άλλα χώματα, άλλος καιρός…

Πήγε ν’ απαριθμήσει κι άλλους παράγοντες, αλλά δεν έβρισκε.

- Άλλο! Με νόησες;

Ο Γάλλος καλμάρισε. Το σκέφτηκε.

- Έτσι είναι, κούνησε με κατανόηση το κεφάλι.

Ωστόσο δεν καταλάβαινε. Κάποιος συγκεκριμένος λόγος πρέπει να υπήρχε. Τα πάντα έχουν μια λογική εξήγηση. Τούτο το άλικο χρώμα που πετυχαίναν οι Αμπελακιώτες δεν ήταν θέμα μεταφυσικής! Τούτο το προφυρό, που αντιστεκόταν στο χρόνο διατηρώντας την αρχική, εκτυφλωτική του λαμπράδα, έκρυβε μια επιστημονική εξήγηση. Αυτήν που καιρό τώρα αναζητούσε.

Σχόλια
Ο μαθητής μέσα από τις σελίδες του βιβλίου θα αποκτήσει εικόνα για τις συνθήκες ζωής στην ορεινή Θεσσαλία του 18ου-19ου αιώνα: Για τον ρόλο της γυναίκας στην τοπική οικονομία και κοινωνία (σ.77-80), το επίπεδο των ιατρικών και εκπαιδευτικών υπηρεσιών που "απολάμβανε" ο πληθυσμός, την πρωτόγονη κατάσταση του οδικού δικτύου... Θα μάθει επίσης για την τοπική αρχιτεκτονική, την ενδυμασία και κάποιες παραδόσεις (θεμελίωση αρχοντικού σ.25, πανηγύρι σ.117). Τέλος, θα γνωρίσει τη νοοτροπία των ντόπιων (σ.31), την περηφάνια που ένιωθαν για τα επιτεύγματά τους αλλά και τη λαχτάρα τους να μιμηθούν την πρόοδο της Δύσης.

Οι κάθε λογής συζητήσεις στο χάνι του Αυγέρη θα δώσουν στα παιδιά μια ιδέα για το ενδιαφέρον που υπήρχε γύρω από την πολιτική κατάσταση στην Ευρώπη (σ.33), τις ελπίδες που ο υπόδουλος κόσμος στήριζε στον Ναπολέοντα και την αγάπη του για τον Ρήγα, αλλά και τον φόβο μπροστά στον Τούρκο ή τον κοτζαμπάση (σ.50). Τέλος, από το βιβλίο μαθαίνουμε πολλά για το αλιζάρι και την παρασκευή της κόκκινης κλωστής που έκανε τ' Αμπελάκια διάσημα διεθνώς. Ένα εμπεριστατωμένο άρθρο σχετικά με το φυτό αυτό και τις ιδιότητές του έχει δημοσιευτεί από το περιοδικό Αρχαιολογία και Τέχνες.
αλιζάρι ή ριζάρι και κόκκινο νήμα από τα Αμπελάκια (πηγή)
Χαρακτηριστικό για την εποχή, το ενδιαφέρον των Ευρωπαίων για τα ελληνικά αρχαία, σχετικά με το οποίο θα βρείτε σχόλια και σε άλλες αναρτήσεις όπως Ο θησαυρός της Τροίας. Το ερώτημα για μια ακόμη φορά είναι αν οι ντόπιοι πληθυσμοί, όντας απαίδευτοι και οικονομικά εξαθλιωμένοι, είχαν ή όχι ευθύνη για το ξεπούλημα των εθνικών θησαυρών στους ξένους αρχαιοκάπηλους. Η τακτική πάντως του "Ο ξένος που ήρθε στο χωριό μας δίνει πέντε παράδες σ' όποιον του φέρει αρχαίο νόμισμα" (σ.30) εξακολουθούσε μέχρι πρόσφατα να είναι αρκετά αποδοτική για εμπόρους και συλλέκτες, όπως είδαμε και Στα ίχνη της Σπασμένης Σάρισας. Φυσικά, δεν είχαν όλοι οι ξένοι επισκέπτες κακές προθέσεις, κάτι που στο βιβλίο αποδίδεται με τον χαρακτήρα του φυσιοδίφη μεσιέ Βίνστον (σ.23). Εδώ διαβάζουμε πώς περιγράφει τα Αμπελάκια του 1801 ο επίσης Άγγλος περιηγητής, Edward Daniel Clarke (για περισσότερα ακολουθήστε τον σύνδεσμο της εικόνας).
http://en.wikipedia.org/wiki/Edward_Daniel_Clarke
Η κοινότητα των Αμπελακίων μπορεί να είχε πλούσια κέρδη (σ. 67 Ούλοι τους εδώ καλοζούνε) και να βασιζόταν στη συνεργασία των κατοίκων, αυτό όμως δεν σημαίνει πως όλοι όσοι ζούσαν εκεί ανήκαν στην ίδια κοινωνική τάξη. Ο διαχωρισμός μεταξύ προεστών και χωρικών ήταν σαφής όπως δείχνει και η σκηνή στο πανηγύρι τ' Αϊ Λια που μας θυμίζει λίγο εμφάνιση πολιτικών σε σύγχρονο γλέντι (σ.117) Ανάμεσά τους [στους χωρικούς] κυκλοφορούσαν οι προεστοί δυο δυο, τρεις τρεις, κουβεντιάζοντας. Απαντούσαν στο χαιρετισμό των χωριανών. Οι επιστάτες, πιο θαρρετοί, τους πλησίαζαν, τους μιλούσαν. Τους γνώριζαν και τη φαμίλια όλη. Καταδεχτικά οι πρόκριτοι λέγαν λίγα λόγια και συνέχιζαν. Οι φτωχότεροι φαίνεται μάλιστα πως δέχονταν αδιαμαρτύρητα τη θέση τους, (σ.127 Να 'χουν οι αρχόντοι αγαθά να δίνουν και σε μας) σε αντίθεση με τους μεγαλεμπόρους, που όπως διαβάζουμε πίεζαν διαρκώς για μεγαλύτερα κέρδη και απειλούσαν ακόμα και με διάλυση της Συντροφιάς - κάτι που φυσικά θα ζημίωνε και τους ίδιους. Είναι τελικά το χρήμα ό,τι σημαντικότερο υπάρχει; Όχι. Καλός ο παράς, μα η λευτεριά του έθνους καλύτερη (σ.34) μας απαντάει η συγγραφέας.
ασημένιο γρόσι αξίας 40 παράδων (1757-1774)
Ο χαρακτήρας του Ίβου -που αποτελεί πρότυπο για τον μικρό Χρόνη-, κρύβει εκπλήξεις για τους συγχωριανούς και ανατροπές για τους αναγνώστες. Όταν ο νεαρός κάνει τελικά την πολυαναμενόμενη εμφάνισή του από την Ευρώπη, φέρνει μαζί του νέες ιδέες που αφορούν το περιβάλλον και τη χρήση της τεχνολογίας στην παραγωγή. Μιλάει στους συντοπίτες του και τους προεστούς με πάθος για την αειφορία, προσπαθώντας να τους πείσει να μην καταστρέφουν τα δάση της περιοχής, αφήνοντας τους λόφους γυμνούς. Τους προτρέπει επίσης να εισάγουν στην παραγωγική διαδικασία μηχανές, ώστε να έχουν απόδοση σταθερή και να μπορούν να δίνουν στο αμπελακιώτικο νήμα συγκεκριμένο πάχος. Οι ντόπιοι ωστόσο τον χλευάζουν για την περιβαλλοντική του ευαισθησία και τον περιθωριοποιούν για την μηχανοποίηση που πρεσβεύει, καθώς φοβούνται ότι θα τους οδηγήσει σε ανεργία. Και όχι άδικα. Είναι άλλωστε η εποχή που στην Ευρώπη εμφανίζεται το κίνημα των Λουδιτών, μεταμφιεσμένων εργατών που καταστρέφουν με μανία τις μηχανές των κλωστοϋφαντουργείων, καθώς τις θεωρούν υπεύθυνες για την ανεργία. Ο Λόρδος Βύρωνας θα τους υποστηρίξει με μια ωδή (Ode to the Framers) και ένα τραγούδι για τους Λουδίτες (Song for the Luddites), όμως μέσα σε λίγα χρόνια η αστυνομία θα καταπνίξει -με τη βοήθεια της νομοθεσίας- κάθε τους εξέγερση.
Λουδίτες επί το έργον (Πηγή)
Όπως νωρίτερα στο Κοινό του Μελενίκου, έτσι και τώρα στο Καταστατικό της Συντροφιάς, οι αναγνώστες μπορούν μέσα από το κείμενο να αναγνωρίσουν χωρίς διδακτισμό, την αξία των κανόνων και της συνεργασίας στις ανθρώπινες κοινωνίες. Πώς ξεκίνησαν όλα; Όπως εξηγεί ο άρχοντας Σφόρτζης (σ.68) ένα μεγάλο κακό, μια ξηρασία που τους οδηγούσε στην καταστροφή, έκανε τους κατοίκους των Αμπελακίων να αποφασίσουν να ενωθούν. Έδωσαν λοιπόν όρκο για το στερεόν της ενότητος και το αδύνατον του χωρισμού, και πάλεψαν μαζί στη ζημιά και στη δυστυχία, μέχρι που ήρθαν καλύτερες μέρες. Η ένωση έφερε την προκοπή, ενώ η διχόνοια οδηγεί πάντα σε προβλήματα. Μήπως εδώ υπάρχει ένα (ακόμα) δίδαγμα για την Ελλάδα της κρίσης;
Χρήση στην τάξη
Οι μαθητές καλούνται να εντοπίσουν το δημοφιλές απόφθεγμα Η ισχύς εν τη ενώσει σε διάφορες ξένες γλώσσες (λατινικά, αγγλικά, γερμανικά, γαλλικά, κτλ.) θυρεούς και εμβλήματα και να δημιουργήσουν ένα κολάζ που θα στολίζει την τάξη για το υπόλοιπο της σχολικής χρονιάς. Μπορούν επίσης να συμπληρώσουν τη δημιουργία τους με φράσεις αντίστοιχου νοήματος (όπως το Ὁμονοούντων ἀδελφῶν συμβίωσις παντὸς τείχους ἰσχυροτέρα εἶναι - του Αντισθένη) που θα αναζητήσουν στο διαδίκτυο. Στην αξία της συνεργασίας έχουμε αναφερθεί και σε άλλες αναρτήσεις, όπως π.χ. στους Νικητές, ενώ υλικό για μια πιο σοβαρή συζήτηση θα βρούμε σε διάσπαρτα άρθρα όπως αυτά του Γ. Τσακίρη και του Σ. Καργάκου.


Η ευημερία στα Αμπελάκια, κάνει τους ντόπιους αγρότες να ψωνίζουν αλόγιστα, ξοδεύοντας μεγάλα ποσά πέρα από τις δυνατότητές τους. Τώρα τελευταία σαν πολλοί Αμπελακιώτες ψουνίζουν τόσα, που όταν κλείσει ο χρόνος θε να 'χουν ξεπεράσει όλα τα μιστά τους (...) Ετούτοι μέχρι πριν λίγο ψουνίζανε το στάρι τους και τα χρειαζούμενα. Τώρα ψουνίζουνε πάνω από τα χρειαζούμενα. διαβάζουμε στη σελ. 69. Επίσης, προτιμούν για τις αγορές τους προϊόντα ξένα, από άλλες περιοχές. Αυτός, που η κάπα από λαρισαίικο πανηγύρι θα 'μενε απαντοχή μέχρι να ξεψυχήσει, ψούνισε κάπα από τη Ζαγορά που κάνει είκοσι γρόσια! (...) Άλλος από τις χαμοκέλες τ' Αϊ-Γιώργη, και γυρεύει μαντίλα για την κυρά του. Μα να 'ναι από τη Βρώπα. Δεν του κάνει ντόπιο πράμα. Ποιο είναι άραγε το μέλλον μιας κοινωνίας που δεν αγοράζει τα ίδια της τα προϊόντα, αλλά υπερχρεώνεται για να αγοράζει ακριβά και εισαγόμενα; Μπορούμε να κάνουμε μια μικρή έρευνα στην τάξη, για να διαπιστώσουμε τι είδους προϊόντα χρησιμοποιούν οι μαθητές μας στην καθημερινή τους ζωή: Τοπικά ή εισαγόμενα; Και τι άραγε φοράνε δάσκαλοι και γονείς;  Σχετικά με τις προοπτικές των δυτικών κοινωνιών που εισάγουν πλέον τα περισσότερα προϊόντα από την Κίνα, μπορείτε να διαβάσετε και την χαριτωμένη έρευνα - οδοιπορικό του συνταξιούχου εκπαιδευτικού Τζο Μπένετ στο Από πού έρχονται τα σώβρακα;
Στις σελίδες 55-56 ο Χρόνης μπαίνει στο αρχοντικό του Γεωργίου Μαύρου (ή Σβάρτς ή Σφόρτζη) για να συναντήσει τον ιδιοκτήτη του και η συγγραφέας μας χαρίζει ένα πολύ ωραίο πρότυπο περιγραφής κτηρίου, που μπορούμε να αξιοποιήσουμε στο μάθημα της Γλώσσας. Στις εικόνες βλέπουμε πώς μοιάζει σήμερα το υπέροχο αυτό σπίτι - στολίδι και αποκτούμε μια ιδέα για την αρχιτεκτονική των Αμπελακίων κατά τον 18ο αιώνα (Πηγή).

Share/Bookmark