Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αλαζονεία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αλαζονεία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 4 Ιανουαρίου 2013

Ιστορία Χωρίς Τέλος

Υπόθεση
Ο 10χρονος Μπάστιαν Μπάλταζαρ Μπουξ μπαίνει κυνηγημένος από συμμαθητές του σ' ένα βιβλιοπωλείο και κλέβει ένα βιβλίο με τίτλο "Ιστορία Χωρίς Τέλος". Κρυμμένος λίγο μετά στη σοφίτα του σχολείου του, ξεκινά να το διαβάζει και γρήγορα διαπιστώνει ότι δεν πρόκειται για μια συνηθισμένη περιπέτεια... Η ιστορία φαίνεται πως με κάποιο μυστηριώδη τρόπο αλληλεπιδρά μαζί του και τον καλεί να συμμετάσχει σε αυτή, ως σωτήρας του κόσμου των παραμυθιών! Ο Μπάστιαν αποφασίζει να βοηθήσει τους ήρωες και να γίνει μέρος του μυθιστορήματος... τι τον περιμένει όμως μέσα σε αυτό; και θα καταφέρει άραγε μετά το τέλος της περιπέτειας να επιστρέψει σπίτι του;

Χαρακτηριστικά 
Εκδότης: Ψυχογιός
Συγγραφέας: Μίχαελ Έντε (Michael Ende)
Μετάφραση: Ρένα Καρθαίου, Λίζα Λάμπρου
Τίτλος πρωτοτύπου: Die Unendliche Geschichte
1η έκδοση: 1979 (στα ελληνικά 1985)
ISBN: 978-960-702-100-7
Σελίδες: 453
Τιμή: περίπου 14 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: E', Στ', Γυμνάσιο

Κριτική
Πρόκειται για ένα από τα πιο επιτυχημένα (και αγαπημένα) παιδικά βιβλία όλων των εποχών: πολυβραβευμένο, με μεταφράσεις σε δεκάδες (45) γλώσσες και μεταφερμένο σε κινηματογραφική ταινία, τηλεοπτική σειρά, κινούμενο σχέδιο, θεατρικό έργο, ηλεκτρονικά παιχνίδια, ποπ τραγούδι, ακόμα και στην όπερα... Ως προς το είδος, θα το χαρακτηρίζαμε επική περιπέτεια φαντασίας με φιλοσοφικές προεκτάσεις. Η μετάφραση των Καρθαίου/ Λάμπρου είναι πολύ καλή, σε απλή γλώσσα και με ξεκάθαρη έκφραση, που όμως παράλληλα δεν αφήνει την ποιητικότητα του κειμένου να χαθεί. Η εικονογράφηση (πιστή στο πρωτότυπο) περιορίζεται δυστυχώς μόνο στην πρώτη σελίδα κάθε κεφαλαίου και δεν συμμετέχει ιδιαίτερα ενεργά. Η επιμέλεια της συγκεκριμένης έκδοσης είναι αρκετά προσεγμένη, με ανάγλυφο εξώφυλλο, πρωτογράμματα σε κάθε κεφάλαιο και το χρώμα του κειμένου να γίνεται πότε καφέ -όταν αυτό αναφέρεται στον πραγματικό κόσμο- και πότε πράσινο -όταν αναφέρεται στον κόσμο της Φαντασίας. Το βιβλίο χωρίζεται σε 27 κεφάλαια με περίπου 15 πυκνογραμμένες σελίδες το καθένα. Όσοι αγαπούν το διάβασμα ας μη φοβηθούν να το ξεκινήσουν, είναι πολύ πιθανό μέσα από τις σελίδες του να πραγματοποιήσουν ένα αξέχαστο ταξίδι.

Θεωρείται από πολλούς ένα από τα βιβλία που αξίζει να διαβάσει κάθε παιδί στη ζωή του και δεν έχουμε λόγο να διαφωνήσουμε. Δυστυχώς όμως ο όγκος του και τα φιλοσοφικά μηνύματα που περιέχει, δεν μας επιτρέπουν να το προτείνουμε σε μαθητές από μικρότερες τάξεις.
Δεν μπορώ να σκεφτώ κείμενο που να εξυπηρετεί τη φιλαναγνωσία με πιο ηρωικό τρόπο. Η ιστορία του Έντε μιλάει για το ξεχωριστό ταξίδι που πραγματοποιεί κάθε αναγνώστης διαβάζοντας ένα βιβλίο, για τον φανταστικό κόσμο που γεννιέται μόλις ανοίξουμε ένα εξώφυλλο, αλλά και για το πώς κάθε ανάγνωσμα μας δίνει την ευκαιρία να προσεγγίσουμε τον «πραγματικό» μας εαυτό ταυτιζόμενοι με τους «μη πραγματικούς» χαρακτήρες, κάτι που ίσως μετασχηματίζει κάθε βιβλίο σε ένα είδος πλατωνικού σπηλαίου. 

Η Ιστορία χωρίς τέλος είναι ακόμη ένα κάλεσμα προς τους αναγνώστες να γίνουν δημιουργοί του δικού τους κόσμου, λογοτεχνικού ή πραγματικού. Η προτροπή/εντολή «Κάνε ό,τι θέλεις», αν δεν αφορά μόνο όποιον αποφασίζει να γράψει, αλλά και όποιον αποφασίζει συνειδητά να ζήσει, μας θέτει προ των ευθυνών μας για οτιδήποτε πράττουμε, παραλείπουμε ή αφήνουμε να μας συμβεί στην καθημερινότητά μας.

Θα μπορούσαμε επίσης να χαρακτηρίσουμε την ιστορία ως τον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών» της Παιδικής Λογοτεχνίας. Όχι μόνο για το επικολυρικό του πράγματος, αλλά και επειδή τα στοιχεία που θυμίζουν την τριλογία του Tolkien δεν είναι λίγα. Με μια πρώτη μόνο ματιά παρατηρούμε:  
- Την (παράξενη) συντροφιά των ηρώων που διασχίζει την Ονειροφαντασία με σκοπό τη σωτηρία του κόσμου. 
- Τη μαγική ΛΑΜΠΗΔΟΝΑ που (στη θέση του δαχτυλιδιού) προσφέρει μοναδικά χαρίσματα στον ιδιοκτήτη της, αλλά και γίνεται αιτία να αποξενωθεί ο ήρωας από τους φίλους του. 
- Το κακό που αναζητάει τον ήρωα στέλνοντας μια σκιά που οσμίζεται και ουρλιάζει (σ.51)
- Την αιώνια πάλη του καλού και του κακού, που χωρίζει τον κόσμο σε δύο μεγάλα στρατόπεδα και φέρνει τους στρατούς τους σε σύγκρουση.
- Την δημιουργία πολιτισμών από ξεχωριστά πλάσματα με μοναδικές ιδιότητες, πρωτότυπες γλώσσες, ιδιαίτερα παλάτια, κλπ.
- Τα μαγικά αντικείμενα που συνοδεύουν τον ήρωα, όπως το σπαθί που λαμπυρίζει στον κίνδυνο ή ο πανάλαφρος μανδύας.
- Ομοιότητες σε δευτερεύοντες χαρακτήρες, όπως τα δέντρα που μιλάνε και κινούνται, η κακιά αράχνη που παραμονεύει στο βουνό, κ.ά.
Το The Lord of the Rings του J.R.R. Tolkien προηγήθηκε ως βιβλίο (1954) της Ιστορίας χωρίς Τέλος,
μεταφέρθηκε όμως στον κινηματογράφο πολύ αργότερα (2001) από εκείνη (πηγή)
Η Ιστορία Χωρίς Τέλος έχει εμπνεύσει τρεις ομώνυμες κινηματογραφικές παραγωγές: το 1984, 1990 και 1994. Η πιο κοντινή στο βιβλίο είναι η πρώτη (που αναφέρεται στο πρώτο μισό της ιστορίας), και έκανε πολλά παιδιά της εποχής να τρέξουν στο βιβλιοπωλείο για να το διαβάσουν. Ακόμα κι αυτή ωστόσο, άλλαζε αρκετά στοιχεία (π.χ. δεν εμφανίζονται ποτέ η Υγκραμούλ ή ο γέρος στο όρος του Πεπρωμένου, το Μαντείο του Νότου έχει δύο μόνο πύλες, κ.ά.) σε βαθμό που ο συγγραφέας παραπονέθηκε και ζήτησε η ταινία να αλλάξει όνομα, κάτι που τελικά δεν συνέβη. 

Αξίες - Θέματα
Αυτογνωσία, Φαντασία, Φιλαναγνωσία, Φιλία, Αγάπη, Διαφορετικότητα, Αλαζονεία, Γενναιότητα, Οικογένεια, Μαγεία, Περιπέτεια, Σχολικός Εκφοβισμός.

Εικονογράφηση
Απόσπασμα
Οι ηλιαχτίδες έπεφταν λοξά μέσ’ από τα μαύρα σύννεφα,
την ώρα που ξεκινούσαν εκείνο το πρωινό. Η βροχή κι
ο άνεμος είχαν πια καταλαγιάσει. Στη διάρκεια του πρωινού
βρήκαν τους ταξιδιώτες ακόμα δυο τρεις δυνατές,
αλλά σύντομες νεροποντές, σιγά σιγά, όμως, άρχισε
ο καιρός να καλυτερεύει κι είχε γλυκάνει κάπως.

Οι τρεις ιππότες ήταν στα κέφια τους, αστειεύονταν,
γελούσαν κι έκαναν φάρσες ο ένας στον άλλο.
Ο Μπάστιαν, όμως, προχωρούσε σιωπηλός πάνω στη Γίχα.
Κι οι τρεις ιππότες τον σέβονταν, φυσικά, πάρα πολύ για
να διακόψουν τις σκέψεις του.
Ο βραχότοπος που διέσχιζαν ήταν ακόμα εκείνο το ίδιο
οροπέδιο, που θαρρείς πως δεν είχε τελειωμό. Μόνο τα δέντρα
άρχιζαν να γίνονται σιγά σιγά πιο πυκνά κι όλο και ψηλότερα.
Ο Ατρέγιου, που – όπως το συνήθιζε- πετούσε πολύ πιο μπροστά
από τους άλλους για να κάνει αναγνώριση της περιοχής απ’ όλες
τις μεριές, είχε παρατηρήσει από τη στιγμή που ξεκίνησαν την
περισυλλογή του Μπάστιαν. Ρώτησε, λοιπόν, τον Καλότυχο Δράκοντα
τι θα μπορούσε να κάνει για να φτιάξει τα κέφια του φίλου του.
Ο Φούχουρ στριφογύρισε τα ρουμπινένια μάτια του και είπε:
- Αυτό είναι απλό. Από καιρό δεν ήθελε να ταξιδέψει καβάλα στη ράχη μου;

Λίγη ώρα αργότερα η μικρή συντροφιά έστριψε πίσω από κάτι
βράχους, όπου τους περίμενε ο Ατρέγιου κι ο Καλότυχος Δράκοντας.
Κι οι δυο τους είχαν ξαπλώσει με απόλαυση στον ήλιο και κοίταζαν
τους ταξιδιώτες μέσα από τα μισόκλειστά τους βλέφαρα.
Ο Μπάστιαν σταμάτησε και τους κοίταζε.
- Κουραστήκατε; ρώτησε.
- Όχι, καθόλου, αποκρίθηκε ο Ατρέγιου. Ήθελα μόνο να σε ρωτήσω
αν μ’ αφήνεις ν’ ανεβώ για λίγη ώρα στη Γίχα. Δεν έχω καβαλήσει
ποτέ μουλάρι. Θα πρέπει να είναι πολύ ωραίο γιατί, καθώς βλέπω,
εσύ δεν το βαριέσαι ποτέ. Θα μου έκανες κι εμένα αυτή τη χάρη,
Μπάστιαν; Εγώ στο αναμεταξύ θα σου δανείσω τον παλιό μου φίλο Φούχουρ.

Τα μάγουλα του Μπάστιαν κοκκίνισαν από ευχαρίστηση.
- Αλήθεια, Φούχουρ; ρώτησε. Θα με πάρεις στην πλάτη σου;
- Μ’ όλη μου την καρδιά, μεγάλε μου σουλτάνε! φώναξε ο Φούχουρ
κι έκλεισε παιχνιδιάρικα το μάτι του. Ανέβα και κρατήσου καλά!
Ο Μπάστιαν κατέβηκε από τη ράχη του μουλαριού και μ’ έναν πήδο
βρέθηκε στη ράχη του Φούχουρ. Κρατήθηκε καλά από την ασημένια
χαίτη του κι ο Δράκοντας ανέβηκε στους αιθέρες.

Ο Μπάστιαν θυμόταν ακόμα καλά πώς περνούσε από την Έρημο
των Χρωμάτων καβάλα πάνω στον Γκραογκραμάν. Αλλά το να ταξιδεύεις
μ’ έναν άσπρο Καλότυχο Δράκοντα ήταν πάλι κάτι άλλο.
Αν το τρελό πέρασμα καβάλα στο μεγάλο και δυνατό πύρινο λιοντάρι
ήταν σαν μια μέθη, σαν μια φωνή, αυτό το απαλό σκαμπανέβασμα
πάνω στο λυγερό κορμί του Δράκοντα έμοιαζε με τραγούδι,
μια τρυφερό και γλυκό και μια δυνατό κι ολόλαμπρο.

Και προπάντων, όταν ο Φούχουρ, γρήγορος σαν αστραπή, σχημάτιζε
κορδέλες που έκαναν τη χαίτη του, τα γένια του και τα μακριά κρόσια των μαλλιαρών του ποδιών να πετάγονται σαν άσπρες φλόγες, έμοιαζε το πέταγμά του σαν ουράνιο τραγούδι των αιθέρων. Ο ασημένιος μανδύας του Μπάστιαν ανέμιζε πίσω του και λαμποκοπούσε στο φως του ήλιου σαν ένα κυνηγητό από χιλιάδες σπίθες.

Κατά το μεσημέρι προσγειώθηκαν κοντά στους άλλους,
που είχαν κατασκηνώσει στο μεταξύ σ’ ένα μικρό οροπέδιο,
όπου κελάρυζε ένα ρυάκι. Κρεμασμένο πάνω στη φωτιά άχνιζε
κιόλας το καζάνι με τη σούπα κι είχαν και τηγανίτες. Τ’ άλογα
και το μουλάρι στέκονταν λίγο παράμερα σ’ ένα λιβάδι κι έβοσκαν.

Έπειτα από το φαγητό οι τρεις ιππότες αποφάσισαν να πάνε να
κυνηγήσουν. Οι προμήθειές τους κόντευαν να τελειώσουν και
κυρίως το κρέας. Στο δρόμο, καθώς έρχονταν, είχαν ακούσει
φασιανούς να φωνάζουν μέσα στους θάμνους. Και φαινόταν πως
υπήρχαν και λαγοί. Ρώτησαν τον Ατρέγιου αν ήθελε να πάει μαζί
τους, γιατί το δίχως άλλο, μια που ήταν Πρασινόδερμος, θα ‘πρεπε
να ‘χε πάθος με το κυνήγι. Αλλά ο Ατρέγιου τους ευχαρίστησε για
την πρότασή τους κι αρνήθηκε.
Έτσι οι τρεις ιππότες πήραν τα τόξα τους, κρέμασαν τις φαρέτρες
με τα βέλη στην πλάτη και μπήκαν στο κοντινό δασάκι.

Ο Ατρέγιου, ο Φούχουρ κι ο Μπάστιαν έμειναν μόνοι.
Έπειτα από μια μικρή σιωπή, ο Ατρέγιου πρότεινε:

- Τι θα’λεγες, Μπάστιαν, να μας διηγηθείς πάλι καμιά ιστορία
για το δικό σου κόσμο;
- Και σαν τι θα θέλατε να σας πω; ρώτησε ο Μπάστιαν.
- Εσύ τι λες, Φούχουρ; στράφηκε ο Ατρέγιου στον Καλότυχο Δράκοντα.
- Εγώ θα ‘θελα ν’ ακούσω κάτι για τα παιδιά στο σχολείο σου, απάντησε ο Δράκοντας.
- Ποια παιδιά; ρώτησε με απορία ο Μπάστιαν.
- Αυτά που σε κορόιδευαν, εξήγησε ο Φούχουρ.
- Παιδιά που με κορόιδευαν; ξανάπε ο Μπάστιαν με ακόμα μεγαλύτερη απορία. Όσο για παιδιά δεν ξέρω τίποτα- και το δίχως άλλο κανένα δε θα τολμούσε να με κοροϊδέψει.
- Αλλά το ό,τι πήγαινες σχολείο, πρόσθεσε τώρα ο Ατρέγιου, αυτό θα το θυμάσαι, βέβαια, έτσι δεν είναι;
- Ναι, είπε ο Μπάστιαν σκεφτικός. Καλά λες, θυμάμαι κάποιο σχολείο.

Ο Ατρέγιου κι ο Φούχουρ αλληλοκοιτάχτηκαν.
- Το φοβόμουν αυτό, μουρμούρισε ο Ατρέγιου.
- Τι φοβόσουν;
- Έχεις πάλι χάσει ένα μέρος από τη μνήμη σου, απάντησε ο Ατρέγιου σοβαρά. Αυτή τη φορά θα είναι φαίνεται συνέπεια της μεταμόρφωσης των Άχαρων σε Τρελοπετούμενα. Δε θα ‘πρεπε να το είχες κάνει.

- Μπάστιαν Μπάλταζαρ Μπουξ, ακούστηκε τώρα ο Δράκοντας κι ο τόνος του ήταν σχεδόν επίσημος καθώς μιλούσε. Αν νομίζεις ότι η συμβουλή μου έχει κάποια αξία, τότε μη μεταχειριστείς από δω κι εμπρός τη δύναμη που σου δίνει η ΛΑΜΠΗΔΟΝΑ.
Αλλιώς κινδυνεύεις να χάσεις και τις τελευταίες σου αναμνήσεις. Και τότε πώς θα τα καταφέρεις να ξαναγυρίσεις εκεί απ’ όπου ήρθες;

- Να σου πω την αλήθεια, ομολόγησε ο Μπάστιαν έπειτα από λίγη σκέψη, δεν έχω και καμιά επιθυμία να ξαναγυρίσω εκεί! 
- Μα πρέπει να γυρίσεις! φώναξε ο Ατρέγιου τρομαγμένος. Πρέπει να γυρίσεις πίσω και να προσπαθήσεις να ξαναβάλεις σε τάξη τον κόσμο σου για να μας έρχονται πάλι άνθρωποι στην Ονειροφαντασία. Γιατί αλλιώς, νωρίς ή αργά, θα ξανακαταστραφεί κι όλα θα πάνε χαμένα!
Προβληματισμοί για Συζήτηση 
Το χρέος του δημιουργού
Διαβάζουμε στο βιβλίο (σ.453), ότι χρέος του ανθρώπου που θα ταξιδέψει μέχρι την Ονειροφαντασία, είναι στο γυρισμό του να μεταφέρει το Νερό της Ζωής και στους άλλους ανθρώπους. Διαβάζουμε επίσης (σ.288) ότι ο Σέξπιρ (Σαίξπηρ, Shakespeare, κλπ.) ταξίδεψε τα παλιά χρόνια στην χώρα αυτή. Συμπεραίνουμε λοιπόν, ότι οι ταξιδιώτες στη Φαντασία δεν είναι άλλοι από τους δημιουργούς, που επιστρέφοντας στην πραγματικότητα, δίνουν σε μας τους υπόλοιπους το έργο τους, και μέσα απ' αυτό τη συγκίνηση, τα δάκρυα (σ.447), το νερό της ζωής.

Είναι άραγε ανάγκη ο κάθε δημιουργός να κατασκευάσει έναν ολοδικό του κόσμο ξεκινώντας από το μηδέν, όπως περίπου κάνει ο Μπάστιαν στο δεύτερο μέρος του βιβλίου; Φυσικά και όχι, πρώτον γιατί το απόλυτα καινούριο όπως έχουμε ήδη συζητήσει δεν υπάρχει -η φαντασία βασίζεται σε έννοιες ήδη γνωστές- και δεύτερον γιατί ένα κείμενο χωρίς τίποτα γνώριμο μέσα του ίσως να μην μπορεί να συγκινήσει το ίδιο τους ανθρώπους. Έτσι, ο κάθε δημιουργός ταξιδεύει μέσα στα έργα των προηγουμένων όπως τα αντιλαμβάνεται και συνδυάζοντάς τα με τις εμπειρίες του, πλάθει τους νέους, δικούς του μύθους.

Αυτό άλλωστε κάνει και ο ίδιος ο Έντε. Πλάθει την "Ιστορία χωρίς Τέλος" μέσα από τα προσωπικά του βιώματα (οι επιρροές από την σουρεαλιστική τέχνη του πατέρα του είναι έντονες -δείτε την πόλη των Παλαιών Αυτοκρατόρων-, ενώ ακούγεται πως και η μορφή του Μπάστιαν ανήκει στον παιδικό του φίλο Willie που πέθανε από πνευμονία το 1937) δανείζεται όμως και στοιχεία από προγενέστερούς του δημιουργούς. Θυμίζουμε για παράδειγμα τον Μπάστιαν που δηλώνει στον κακό λύκο (σ.149) "είμαι ο Κανένας" για να προστατευτεί... ή τον Ατρέγιου που αντιστέκεται (σ.56) στην υπέροχη μελωδία των δέντρων - τραγουδιστών, η οποία μαγεύει όσους περνούν από κοντά τους... Μπορείτε να σκεφτείτε ποιος ποιητής ενέπνευσε τον Έντε να χρησιμοποιήσει αυτά τα στοιχεία στο βιβλίο του;

Έτσι λοιπόν επαναλαμβάνονται και εξελίσσονται οι ιστορίες στο πέρασμα του χρόνου. Ο Οδυσσέας ξαναγεννιέται ως Μπάστιαν και εκείνος με τη σειρά του δίνει τη σπίθα σε επόμενους περιπλανώμενους ήρωες, όπως τον Δομήνικο. Όσο αλλάζουμε ονόματα στην "Παιδική Αυτοκράτειρα", οι ιστορίες ζουν, ο κόσμος της Φαντασίας ανανεώνεται και τελικά βοηθά και τη δική μας πραγματικότητα να ισορροπήσει. - Γιατί στο ταξίδι της ζωής η φαντασία βαδίζει χέρι χέρι με την όραση. Οι εμπειρίες και οι γνώσεις είναι η μισή ζωή. Όλα αυτά για να ζήσουν πρέπει να τα αγγίξει το μαγικό ραβδί της φαντασίας. Στον ίσιο δρόμο μπορεί κανείς να δει μέχρι το τέλος του. Η φαντασία όμως μας είναι αναγκαία γιατί βλέπει πίσω από τις στροφές. (Σοφία Μαντούβαλου, Η Σταχτοπούτα της Εκπαίδευσης, Παιδική - Νεανική Λογοτεχνία: Το Μαγικό Ραβδί της Εκπαίδευσης, επιμ. Βάσω Οικονομοπούλου, Εκδόσεις Πατάκη 2003, σσ. 155-162)


Εσείς μπορείτε να σκεφτείτε ένα νέο όνομα για τον ήρωα της ιστορίας; Ποιες ιδιότητες θα είχε, τι εμπόδια θα συναντούσε και πώς άραγε θα κατάφερνε να τα ξεπεράσει;
Ο Αχόρταγος ή Πρόσεξε τι εύχεσαι
Από τη στιγμή που ο Μπάστιαν βρίσκεται μέσα στην Ονειροφαντασία, οδηγεί την εξέλιξη του μύθου μέσα από τις επιθυμίες του. Κάθε νέα επιθυμία φέρνει δημιουργία και έχει καλές ή κακές συνέπειες. Μόλις όμως πραγματοποιηθεί η κάθε ευχή, η χαρά της επίτευξης σβήνει και ο ήρωας γρήγορα συνηθίζει στο νέο του χαρακτηριστικό, σαν να το είχε από πάντοτε.

Έχετε παρατηρήσει πώς και εμείς φερόμαστε στα καινούρια μας δώρα; Πόση σημασία τους δίνουμε τον πρώτο καιρό και πώς αρνούμαστε να τα παραχωρήσουμε σε οποιονδήποτε άλλον; Γρήγορα όμως τα συνηθίζουμε, το βλέμμα μας στρέφεται σε κάτι νέο που θέλουμε να αποκτήσουμε και αρχίζουμε να το επιθυμούμε, περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά.

Ο κύκλος αυτός της ανθρώπινης επιθυμίας δεν κλείνει ποτέ, ο χρόνος και οι πόροι μας όμως κάποτε τελειώνουν, γι' αυτό είναι σημαντικό να καταφέρουμε κάποια στιγμή να ελέγξουμε τις επιθυμίες μας. Να προσπαθήσουμε δηλαδή να επιδιώκουμε πράγματα ωφέλιμα για εμάς και τους άλλους ή δεξιότητες που μας ανοίγουν νέους ορίζοντες και μας προσφέρουν επιλογές. Μπορούμε άραγε να βρούμε αυτό που θέλουμε πραγματικά;

Ο Μπάστιαν ξεκινάει τις ευχές του με το βλέμμα στον καθρέφτη, επιθυμώντας να γίνει Όμορφος, έπειτα Δυνατός, στη συνέχεια Σκληραγωγημένος, και τέλος Θαρραλέος. Μόλις τα αποκτήσει όλα αυτά και δεν έχουν πλέον καμία σημασία, η προσοχή του στρέφεται λίγο μακρύτερα, στους άλλους: επιθυμεί να γίνει Αξιαγάπητος, Μεγάλος Ευεργέτης, Επικίνδυνος και έπειτα Σοφός. Νομίζοντας πως πλησιάζει στην κορυφή του κόσμου και επιδιώκοντας να τη αγγίξει, επιλέγει να γίνει Παιδικός Αυτοκράτορας (με δικούς μας όρους - Θεός). Η ύβρις όμως φέρνει την νέμεση και ο Μπάστιαν καταποντίζεται, χάνει τα πάντα. Ευτυχώς, όσο λιγότερες ευχές του απομένουν, τόσο τα "θέλω" του φαίνεται να ωριμάζουν: Επιθυμεί τώρα να Ανήκει κάπου, έπειτα να είναι απλώς ο Εαυτός του, και τέλος ανακαλύπτει την πραγματική του θέληση, επιθυμεί να μπορεί να Αγαπήσει (σ.419).

Εσείς τι θεωρείτε πιο σημαντικό; Μπορείτε να φτιάξετε μια λίστα με τις επιθυμίες που θα ζητούσατε να σας πραγματοποιήσει η Λαμπηδόνα;
Η εξουσία αλλοτριώνει
Κάθε νέα επιθυμία του Μπάστιαν τον κάνει ισχυρότερο, αλλά ταυτόχρονα τον απομακρύνει από τον πραγματικό του εαυτό. Τον βλέπουμε έτσι σιγά σιγά να αλλάζει χαρακτήρα και να γίνεται αλλαζονικός, απότομος, εχθρικός... ακόμα και προς τους φίλους του! Οι αρχαίοι Αθηναίοι, επειδή γνώριζαν πόσο επηρεάζει η εξουσία, έλεγχαν και άλλαζαν τους άρχοντές τους συχνά ώστε να μην διαφθείρονται, αλλά και τους εξοστράκιζαν, ώστε να μην μπαίνει σε περιπέτειες η Δημοκρατία. Στη νεότερη Ελλάδα, ο εθνικός μας ποιητής Σολωμός γράφει στον Ύμνο εις την Ελευθερίαν πως η Διχόνοια χρησιμοποιεί σαν όπλο της το σκήπτρο (στ.144-145), δηλαδή την εξουσία.

Υπάρχει άραγε τρόπος να μη μας επηρεάζει μια σημαντική θέση; Μάλλον όχι, αν κρίνουμε από τις προσφερόμενες επιλογές:

α) Φυγή. Όταν δηλαδή αποποιείται κανείς το αξίωμά του, όπως έκανε ο George Washington στη δεύτερη προεδρική του θητεία, αποσυρόμενος στο κτήμα του. Ας θυμηθούμε και όσα λέγεται πως είπε ο Μάρκος Μπότσαρης στο Μεσολόγγι, όταν έσκισε μπροστά σε όλους το δίπλωμα της αρχιστρατηγίας του:

"Σπαράζεται η καρδιά μου βλέποντας τους συμπατριώτες μου χωρισμένους, νομίζουν πως εγώ από εγωισμό επιθυμώ να τους διοικώ. Εμείς παρατήσαμε την πατρίδα μας και τώρα γυρεύουμε να αποκτήσουμε καινούρια. Σας ρωτώ: Μπορούμε να πετύχουμε όσο θα είμαστε χωρισμένοι; Εγώ πατριώτες μου, δε ζήτησα αξιώματα από τη διοίκηση ούτε αρχηγός σας διορίστηκα. Ένα βαθμό μου δώσανε. Τάχατες κι εσείς όλοι οι καπεταναίοι δεν είστε άξιοι να τον πάρετε; Για να σας αποδείξω πως δε με κατέχει κανένας εγωισμός και καμιά δίψα για μεγαλεία και πως είμαι εκείνος ο Μάρκος, που τον γνωρίσατε να πολεμάει στο πλευρό σας, να εδώ μπροστά σας σκίζω το δίπλωμα της στρατηγίας που μου στείλανε. Και σας ορκίζομαι πως κανένα άλλο αξίωμα δε θέλω από εκείνο που είχανε οι πρόγονοί μας, κι εσείς οι ίδιοι έχετε. Εμάς αδέρφια δεν μας απέμεινε τίποτα να μοιράσουμε ανάμεσά μας.Το μόνο κοινό που έχουμε είναι η τιμή και η δόξα. Να ο εχθρός μας περιμένει! Στον πόλεμο όπου θα ανοίξουμε μαζί του θα δοξαστεί και θα τιμηθεί εκείνος από μας, που θα σταθεί αληθινό παλικάρι"

β) Μη-Εξουσία. Ας δούμε πώς την περιγράφει ο συγγραφέας, αναφερόμενος στον τρόπο με τον οποίο ασκεί τον ρόλο της η Παιδική Αυτοκράτειρα (σ.37-38) 

Η Παιδική Αυτοκράτειρα δεν εξουσίαζε, δε μεταχειριζόταν ποτέ ούτε βία, ούτε την ισχύ της. Δεν έδινε διαταγές και δεν καταδίκαζε κανέναν. Δεν είχε επιτεθεί ποτέ και πουθενά και καμιά φορά δεν της χρειάστηκε να αμυνθεί. Δεν είχε εχθρό, γιατί κανένας δεν το είχε καν σκεφτεί να ξεσηκωθεί εναντίον της ή να την πειράξει στο παραμικρό. Γι’ αυτή όλοι οι υπήκοοί της ήταν ίδιοι.
Μόνο υπήρχε, αλλά μ’ έναν εντελώς ιδιαίτερο τρόπο.

Αυτή ήταν το κέντρο όλης της ονειροφαντασιακής ζωής. Και κάθε πλάσμα, καλό ή κακό, ωραίο ή άσχημο, σοβαρό ή αστείο, ανόητο ή σοφό, όλα μα όλα υπήρχαν γιατί υπήρχε αυτή. Χωρίς αυτή δε θα μπορούσε να υπάρχει τίποτα, όπως ακριβώς το ανθρώπινο σώμα δεν μπορεί να είναι ζωντανό χωρίς καρδιά.

Προφανώς το παράδειγμα της Παιδικής Αυτοκράτειρας δεν προσφέρεται για πρακτική εφαρμογή στη σημερινή εποχή, τουλάχιστον στον κόσμο των ανθρώπων, οπότε σηκώνω τα χέρια ψηλά.
Τὴν δὲ παρανομίαν ἐλευθερίαν, τὴν δὲ παρρησίαν ἰσονομίαν 
Το περιστατικό με τους Άχαρους, επαναφέρει το ζήτημα της χρησιμότητας των κανόνων στη ζωή μας, με πειστικό -ή λιγότερο πειστικό- τρόπο. 

Οι Άχαροι, τα κακάσχημα δυστυχισμένα σκουληκάκια, μπορεί να ένιωθαν απαίσια, να κρύβονταν διαρκώς για να μην τα δει το φως του ήλιου και να έκλαιγαν όλη την ώρα, ήταν όμως χρήσιμα στον κόσμο, αφού προσέφεραν στους Ασημουπολίτες τα όμορφα καλλιτεχνήματά τους. 

Μόλις ο Μπάστιαν εισακούει την ευχή τους και τα μεταμορφώνει (σ.296-7) σε Τρελοπετούμενα - Πανταγελούμενα, τα πρώην σκουληκάκια καταλαμβάνονται από πνεύμα ασυδοσίας και αρχίζουν να καταστρέφουν ό,τι βρουν, απλώς και μόνο επειδή τίποτα πλέον δεν τους απαγορεύεται. Αυτό προκαλεί πολύ αρνητική εντύπωση στον ευεργέτη τους και στους υπόλοιπους ταξιδιώτες, αλλά απ' ό,τι φαίνεται δεν αρέσει ούτε στους ίδιους τους Άχαρους.

Έτσι, προς το τέλος του βιβλίου (σ.434), ξαναπλησιάζουν τον Μπάστιαν και του ζητούν να επέμβει:

Θέλουμε να μας δίνεις διαταγές, να μας προστάζεις να κάνουμε κάτι, να μας αναγκάζεις να κάνουμε κάτι κι άλλα πάλι να μας τα απαγορεύεις. Θέλουμε η ύπαρξή μας να' χει κάποιο σκοπό!

Αλλά και ο ίδιος ο Μπάστιαν περνάει από δύσκολες καταστάσεις χάρη στην απόλυτη ελευθερία που του δίνει η οδηγία κάνε ό,τι θες που βρίσκεται γραμμένη πίσω από το μενταγιόν του.

Εσείς τι πιστεύετε; Μπορούμε άραγε να ζήσουμε σε μια κοινωνία χωρίς απαγορεύσεις; Περισσότερα για τη χρησιμότητα της τάξης και των νόμων θα δούμε στην ανάρτηση για τον Ροβινσώνα Κρούσο.
Ζεν
Η ΛΑΜΠΗΔΟΝΑ (AURYN στο πρωτότυπο) είναι ένα σύμβολο της αέναης αλληλεπίδρασης μεταξύ καλού και κακού, που θυμίζει αρκετά το ασιατικό Yin-Yang. Επιρροές από την Ανατολική Φιλοσοφία διαποτίζουν ολόκληρο το κείμενο, με τις έννοιες καλό και κακό, ωραίο και άσχημο, ανόητο και σοφό, να μην ξεχωρίζουν ως αντίθετοι πόλοι (σ.49) αλλά συχνά να μπερδεύονται μεταξύ τους. Αποκορύφωμα η φράση του λιονταριού της ερήμου Γκραογκραμάν (σ.236) τώρα βλέπω πως ο θάνατός μου δίνει ζωή κι ότι η ζωή μου φέρνει το θάνατο. Και τα δύο είναι καλά. Τώρα κατάλαβα το νόημα της ύπαρξής μου.

Έτσι, συναντάμε κακό που τελικά κάνει καλό, όπως το δάγκωμα του λύκου Γκμορκ, που σώζει τον Ατρέγιου από το να πέσει στο "Τίποτα". Συναντάμε όμως και καλό που κάνει κακό, όπως όταν ο Μπάστιαν "ευεργετεί" τους Άχαρους που στη συνέχεια καταστρέφουν ό,τι βρουν και τιμωρούν και τον ίδιο. Τελικά τι είναι σωστό και τι όχι; Ο συγγραφέας μας βοηθάει λίγο, γράφοντας πως σημασία έχει και ο χρόνος και η πρόθεση όταν κάνουμε κάτι καλό.

Μια και αναφερθήκαμε σε θρησκείες, να θυμίσουμε ότι ο Μπάστιαν ανάβει μια επτάφωτη λυχνία (σύμβολο του ιουδαϊσμού) για να φωτίσει τη σοφίτα και να μπορεί να διαβάσει το βιβλίο του. Η δοκιμασία αυτογνωσίας που απαιτεί ο δεύτερος πυλώνας στο Μαντείο του Νότου, θυμίζει την επιγραφή "γνώθι σαυτόν" στο ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς και παραπέμπει σε διάφορες πνευματικές σχολές, ενώ οι τίτλοι που αποδίδονται στον Μπάστιαν (σ.410 "Μεγάλος Γνώστης", "Ιππότης της Επτάφωτης Λυχνίας", κλπ.) παραπέμπουν στον τεκτονισμό.
ΚΔΟΑ
Ο Ατρέγιου παρατηρεί  πως Η ΛΑΜΠΗΔΟΝΑ, χωρίς να είναι παγίδα, σου ανοίγει το δρόμο και σου παίρνει το στόχο (σ.293). Με τι θα μπορούσαμε άραγε να παρομοιάσουμε το μαγικό μενταγιόν; Προσωπικά -και όπως πάντα αυθαίρετα-, θα δοκιμάσω να το παρομοιάσω με τη δύναμη της τεχνολογίας.

Αυτή, πραγματοποιεί σχεδόν κάθε ευχή του ανθρώπου: Τον βοήθησε να καθυποτάξει τη Φύση, να διασχίσει τις θάλασσες, να πετάξει ως το φεγγάρι... Πολλαπλασιάζει τη σωματική του δύναμη με τέτοιο τρόπο, ώστε το πάτημα ενός κουμπιού να του προσφέρει έργο που παλαιότερα θα απασχολούσε χιλιάδες ανθρώπους ή ζώα.

Κι όμως, μετά από αιώνες τεχνολογικής προόδου, και παρά την τεράστια (ποσοτικά) αυτή μηχανική δύναμη που διαθέτει ο άνθρωπος, η ποιότητα (επιδιωκόμενοι σκοποί, κίνητρα, ήθος) της κρίσης του δεν έχει βελτιωθεί ιδιαίτερα... για παράδειγμα, παρότι στις μέρες μας παράγονται (χάρη στην τεχνολογία) τρόφιμα ικανά να θρέψουν όλους τους ανθρώπους, υπάρχουν ακόμα παιδιά που εξακολουθούν να πεθαίνουν από την πείνα, καθώς τα τρόφιμα αυτά πετάγονται στα σκουπίδια ή γίνονται καύσιμα. Αντί να έχουμε αξιοποιήσει την τεχνολογική ισχύ για να σταματήσουμε τους πολέμους, κατασκευάζουμε όλο και πιο φοβερά όπλα, ικανά να εκμηδενίσουν το είδος μας, ενώ η αδικία μαστίζει αδιάκοπα τις κοινωνίες μας από τις πρώτες καταγραφές της ανθρώπινης δραστηριότητας μέχρι σήμερα.

Η Τεχνολογία μπορεί λοιπόν να μας ανοίγει το δρόμο και να αυξάνει την ποσότητα της δύναμής μας, καθώς όμως δεν καλλιεργούμε με αντίστοιχη ζέση την ποιότητα του πνεύματός μας, η ίδια μας η ισχύς μας μεθάει, μας τυφλώνει, μας παίρνει το στόχο. Μοιάζουμε έτσι με τον πανίσχυρο -αλλά θεόστραβο- Πολύφημο, περιφερόμενοι αδέξια μέσα στον χρόνο. 

Μήπως η λύση θα ήταν να "βγάλουμε τη Λαμπηδόνα"; να απαρνηθούμε την τεχνολογία (βλ. κίνημα Λουδιτών 1811-1813) και να επιστρέψουμε στις σπηλιές για να ξανασκεφτούμε ποιος πρέπει να είναι ο στόχος της παρουσίας  μας σ' αυτόν τον κόσμο; Προφανώς και όχι. Ίσως όμως θα μπορούσαμε να αφιερώσουμε περισσότερο χρόνο στην μόρφωση και την πνευματική μας καλλιέργεια, να συμμετέχουμε σε φιλοσοφικές συζητήσεις για την πορεία και το μέλλον της ανθρωπότητας, και να ενδιαφερθούμε επιτέλους για την παραγκωνισμένη (στον αιώνα της ψηφιακής επανάστασης) ανθρώπινη ψυχή, βοηθώντας όπως μπορούμε τους ανίσχυρους συνανθρώπους μας.

Αν λοιπόν θεωρήσουμε πως ο Άνθρωπος φοράει τη Λαμπηδόνα, τότε εξακολουθεί να της ζητάει δύναμη, ομορφιά και αναγνώριση σαν έφηβος. Μοιάζει να βρισκόμαστε ακόμα στη μέση των ευχών, όπως ο Μπάστιαν μόλις ανακάλυψε το καινούριο του παιχνίδι. Ας ελπίσουμε να μη χρειαστεί η Νέμεση και η πτώση, για να ανοίξουμε επιτέλους τα μάτια μας.
Το έργο είναι τόσο μεγάλο και πυκνογραμμένο, που ακόμα και μια μακροσκελής, κουραστική ανάρτηση σαν την παρούσα, δεν μπορεί να αναφερθεί στο σύνολo των θεμάτων που περιλαμβάνονται. Αφήνουμε λοιπόν ασχολίαστα (προς το παρόν) αρκετά από τα μηνύματα που περιέχει... από τη χρησιμότητα της επιστημονικής έρευνας (που αναδεικνύεται μέσω του Εγγυβούκ), την υπεράσπιση της φιλίας ακόμα και ενάντια στους νόμους (που υποστηρίζει ο Ατρέγιου σ.312), την αντιμετώπιση κάθε αναποδιάς με πνεύμα αισιοδοξίας (ο καλότυχος δράκοντας Φούχουρ πιστεύει πάντα πως όλα θα πάνε καλά - σχετικές αναφορές σελ. 84, 145, 168, 312) μέχρι την πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση για τον λογοτεχνικό χρόνο και τη συνάντηση της σκέψης συγγραφέα - αναγνώστη, που μπορεί να γίνει με αφόρμηση δύο σημεία (σ. 196-7 και σ.238-9) της ιστορίας.


Χρήση στην τάξη
Το βιβλίο προσφέρει άφθονο υλικό για παιχνίδια και δραστηριότητες στην τάξη. Ενδεικτικά, οι μαθητές μπορούν διαβάζοντας συγκεκριμένα αποσπάσματα:
- να ζωγραφίσουν παράξενα όντα που περιγράφονται στο κείμενο (σ.314-316)
- να δημιουργήσουν δελτία ταυτότητας των χαρακτήρων
- να διαμορφώσουν δικές τους ιστορίες, αλλάζοντας την πλοκή
- να γεννήσουν νέους (ιδανικούς ή μη) κόσμους ξεκινώντας από το μηδέν
- να μιλήσουν με ομοιοκαταληξίες για να συνεννοηθούν με την Ουγιουλάλα (κεφ.7) ή να μελοποιήσουν τις ήδη υπάρχουσες στο κείμενο.
- να αντιγράψουν τα καλλιγραφικά γράμματα της εικονογράφησης, και με τη βοήθεια πηλού, αλουμινόχαρτου, κλπ. να προσπαθήσουν να τα κάνουν ανάγλυφα.
- να κατασκευάσουν ένα "Αλφάβητο" με τις σημαντικότερες λέξεις του κειμένου.
- να δραματοποιήσουν σκηνές που τους έκαναν εντύπωση μέσα στην τάξη.
- να κατασκευάσουν μια λίστα με επιθυμίες που θα ήθελαν να πραγματοποιήσουν αν είχαν στην κατοχή τους τη ΛΑΜΠΗΔΟΝΑ - - - να αφαιρέσουν από τη λίστα τις επίπλαστες και να εστιάσουν στις πραγματικές τους ανάγκες - - - να αναρωτηθούν τέλος, μήπως μπορούν να κάνουν πραγματικότητα αυτές τις ευχές χωρίς την παρέμβαση μαγικών αντικειμένων.

Share/Bookmark

Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2012

Ο Χρυσάνεμος


Υπόθεση
Σε ένα όμορφο νησάκι, ένας περίεργος άνεμος αρχίζει να φυσάει... μόλις κοπάζει, τα πάντα έχουν σκεπαστεί με χρυσάφι! Η ζωή των κατοίκων αλλάζει άμεσα προς το καλύτερο. Παράλληλα, ονόματα και τοπωνύμια "χρυσώνονται" και παλιές συνήθειες (όπως ο ύπνος) προσαρμόζονται για να ταιριάζουν στις νέες συνθήκες. Γρήγορα ωστόσο κάνουν την εμφάνισή τους και καινούρια προβλήματα! Τι αλήθεια μπορεί να βρει κάποιος να φάει σε ένα μέρος ολόχρυσο; Τη λύση έρχεται να σκεφτεί ο δήμαρχος Μύδας καταστρώνοντας ένα σχέδιο: Η εφαρμογή του όμως δεν πρόκειται να φέρει τα αναμενόμενα αποτελέσματα για κανέναν... 

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Πατάκης
Συγγραφέας: Αγαθή Δημητρούκα
Εικονογράφηση: Γιώργος Ναζλής
ISBN: 978-960-16-4021-1
Έτος 1ης Έκδοσης: 2012
Σελίδες:50
Τιμή: περίπου 4 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Γ', Δ'

Κριτική
Μικρή χαριτωμένη ιστορία από τη σειρά στα βαθιά Ι (περίπου 2000 λέξεις). Η επιμέλεια είναι για μια ακόμη φορά εξαιρετική, με απλή γραφή, κείμενο που αναπνέει και εικονογράφηση πανταχού παρούσα. Τα νοήματα είναι κατανοητά μέχρι ένα θεματάκι (βλ. πιο κάτω σχόλιο) λίγο πριν το κλείσιμο της ιστορίας, για τις λίγες δύσκολες λέξεις υπάρχει επεξηγηματικό λεξιλόγιο στην τελευταία σελίδα, ενώ η πλοκή ρέει, ώστε ακόμα και μη πεπειραμένοι αναγνώστες να μην κουράζονται. Το ότι δεν υπάρχει χωρισμός σε κεφάλαια για να προσφέρει ένα "μαξιλαράκι" μάλλον δεν είναι σπουδαίο ζήτημα, καθώς η έκταση του διηγήματος είναι περιορισμένη. Η εικονογράφηση, παρότι ασπρόμαυρη, είναι εξαίσια: χιουμοριστική στους χαρακτήρες, γοητευτική στα τοπία και κατατοπιστική όπου χρειάζεται! Μετά το τέλος της ιστορίας δύο μικρά κείμενα για τον Κροίσο και τον Μίδα, περιμένουν τους μαθητές να εντοπίσουν κάποια νοηματικά λάθη (ευτυχώς δίνεται η λύση στο κάτω μέρος της σελίδας). Να προσθέσουμε ότι εδώ μπορείτε να βρείτε και μια θεατρική διασκευή του έργου επεξεργασμένη από την ίδια τη συγγραφέα.

Θα προτείναμε το βιβλίο κυρίως σε παιδιά Γ' και Δ' τάξης, καθώς και σε μεγαλύτερους μαθητές που αναζητούν ένα ευχάριστο και ξεκούραστο ανάγνωσμα με κοινωνικές / περιβαλλοντικές προεκτάσεις.

Η αρχική ιδέα είναι πανέξυπνη και μας εισάγει γρήγορα (όπως επιβάλλει και το όριο των 2000 λέξεων) σε μια πολύ πρωτότυπη ιστορία, όπου ο μικρός αναγνώστης ιντριγκάρεται και αναρωτιέται τι μπορεί να συμβεί. Στη συνέχεια, κι ενώ η πλοκή εξακολουθεί να ξετυλίγεται ακάθεκτη, η κάμερα της αφήγησης αλλάζει διαρκώς εστίαση... στρέφει το ενδιαφέρον μας πρώτα στον φιλόδοξο δήμαρχο, έπειτα στις υπηρεσίες του νησιού (αστυνομία, logistics, γραμματείες) που φαίνεται να λειτουργούν στην εντέλεια και καταλήγει εκτός του νησιωτικού πληθυσμού, σε έναν καπετάνιο που τελικά αποδεικνύεται πως είναι ο κεντρικός πρωταγωνιστής. Δυστυχώς, το τέλος της ιστορίας έρχεται σχετικά απότομα και με ένα βεβιασμένο δίδαγμα - αλεξιπτωτιστή:

Αυτό είναι το χρυσάφι μας! (σ.σ. για τα χωράφια) Αυτή είναι η ελευθερία μας. Θα καλλιεργούμε τη γη μας και θα ζούμε από αυτήν. Θα δουλεύουμε. Δε θα ξαναγίνουμε σκλάβοι για ένα πιάτο φαΐ ! 

Για να ξαναγίνεις όμως σκλάβος, πρέπει πρώτα να έχεις γίνει, λέει η λογική. Και οι μικροί αναγνώστες αυτή την αλλαγή στην κατάσταση των νησιωτών φοβάμαι πως δύσκολα την οσμίζονται με τον τρόπο που δίνεται, αν δηλαδή δίνεται.

Η δοκιμή του βιβλίου στην τάξη, επιβεβαίωσε ότι με το δίδαγμα υπάρχει ένα ζητηματάκι. Συγκεκριμένα, ενώ τα παιδιά χάρηκαν πολύ με την ιστορία, όταν τους ζήτησα να εξηγήσουν το παραπάνω απόφθεγμα, αδυνατούσαν να κατανοήσουν την ξαφνική αγάπη των κατοίκων για τη γη τους, και στη λέξη "σκλάβοι" θεώρησαν ότι πρέπει να έγινε κάποιο λάθος. Στο μυαλό τους, οι Χρυσονησιώτες είχαν μείνει ζάπλουτοι και τρισευτυχισμένοι. Ένα παιδί είπε "δεν ήταν σκλάβοι, αφού ήταν πλούσιοι!", κι ένα άλλο είχε συγκρατήσει πως στο νησί κανένας πια δεν δούλευε σαν εργάτης, οπότε ήταν αδύνατο να έχουν γίνει δούλοι. Ένα κορίτσι προσπαθώντας να βρει εξήγηση πέρασε στη σφαίρα της φαντασίας: υπέθεσε ότι τελείωσε το χρυσάφι τους, έμειναν φτωχοί και γι' αυτό τους πήρε σκλάβους ο καπετάνιος. Τελικά (και με τα χίλια ζόρια), ένας μαθητής είπε: "ίσως επειδή αναγκάζονταν να ξύνουν με τα χέρια τους το χρυσάφι για να το δώσουν". Για να μην τα πολυλογούμε, πιθανότατα κατά την ανάγνωση την ιστορίας, να πρέπει κάποιος ενήλικος να φωτίσει περισσότερο τα γεγονότα στη σελ. 45 και να δώσει μεγαλύτερο βάρος στη φράση "ξεφλούδιζαν τα χρυσόδεντρα οι κάτοικοι του νησιού" που ίσως υπονοεί την απώλεια της ελευθερίας τους.

Πριν ολοκληρώσουμε να επαινέσουμε την πρόθεση της δημιουργού να μιλήσει για την αυτάρκεια, την εργατικότητα και ίσως ακόμα την απασχόληση στον πρωτογενή τομέα παραγωγής ως πιθανούς παράγοντες εξόδου από την οικονομική και ηθική κρίση στην οποία μας οδήγησαν η απληστία και ο εύκολος, "εικονικός" πλουτισμός. Γιατί όντως, σε δεύτερη ανάγνωση, θα μπορούσαμε να ταυτίσουμε τους Χρυσονησιώτες με τους συμπολίτες μας, που μετά την κρίση βρέθηκαν ταπεινωμένοι να γδέρνουν όχι δέντρα, αλλά τις σάρκες τους, για να εξοφλήσουν το επονείδιστο Χρέος στον καπιτέν-Τρόικα, που εκβιάζει να τους αφήσει "νηστικούς" χωρίς μισθούς και συντάξεις.

Αξίες - Θέματα
Φαντασία, Περιβάλλον, Αλαζονεία

Εικονογράφηση


Απόσπασμα
Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα μοναχικό
νησάκι, από το πρωί άρχισε να
φυσάει ένας δυνατός αέρας, ένας
άνεμος. Όμως τα νησιά συχνά τα
δέρνουν οι αέρηδες, γι’ αυτό και οι
κάτοικοι δεν ανησύχησαν καθόλου.
απλώς για να μην τους πάρει ο αέρας
και τους ρίξει στη θάλασσα,
κλειδαμπαρώθηκαν στα σπίτια τους.

Ο άνεμος φυσομανούσε όλη τη
μέρα κι όλη τη νύχτα: ένα ολόκληρο
εικοσιτετράωρο. Κι όταν πια το φύσημά
του δεν ακουγόταν πουθενά, οι νησιώτες
άρχισαν ν’ ανοίγουν πόρτες και παράθυρα.

Όμως, τι βλέπανε τα μάτια τους;
Τι θέαμα! Τι λάμψη! Από την έκπληξή
τους, αυτοί που είχαν ανοίξει τις
πόρτες τους δεν έκαναν ούτ’ ένα βήμα
προς τα έξω, κι εκείνοι που είχαν
ανοίξει τα παράθυρά τους τα ξανάκλειναν,
λες και φοβόντουσαν μην τυφλωθούν.

Τι είχε συμβεί; Όλα ήταν σκεπασμένα
από χρυσάφι! Όχι από χρυσόσκονη που σκορπάνε
οι νεράιδες των παραμυθιών, αλλά από αληθινό,
κίτρινο, κατακίτρινο χρυσάφι που έχουν
οι χρυσοχόοι!

Την ίδια έκπληξη ένιωσε κι ο νέος
δήμαρχος του νησιού και συλλογίστηκε
μέσα στην ματαιοδοξία του:
«Καλά, τόσο τυχερός είμαι; Τόσο
γουρλής; Δε λέω, είχα τάξει στους
νησιώτες πως, αν με ψήφιζαν, θα έκανα
το νησί πηγή πλούτου! Αλλά τόσο
χρυσάφι; Ούτε ο Μίδας να ‘μουνα!

Μα για στάσου! Μύδας δε λέγομαι
κι εγώ;». «Ναι, αλλά από τα μύδια!»
άκουσε τη φωνή της συνείδησής του
να του απαντάει. Έτσι άρχισε να
συνέρχεται, κι όταν η έκπληξή του
έγινε ανησυχία, τηλεφώνησε στον
αστυνομικό διοικητή για να βρουν
έναν τρόπο να αντιμετωπίσουν το
έκτακτο αυτό φαινόμενο.

Ο αστυνομικός διοικητής, που είχε
μάθει να δείχνει ψυχραιμία, καθησύχασε
τον δήμαρχο λέγοντάς του: «Άσ’ το πάνω
μου!». Κι αμέσως κάλεσε στο γραφείο του
όλους στους αστυνομικούς αλλά και όλους
τους ακτοφύλακες, αγροφύλακες και
δασοφύλακες του νησιού και τους είπε:

«Δεν ξέρω από πού έφερε ο αέρας
όλο αυτό το χρυσάφι, αλλά τώρα το
νησί μας είναι το πιο πλούσιο μέρος
του κόσμου. Θα προσπαθήσουμε να
το κρατήσουμε μυστικό, ωστόσο τίποτα
δε μένει κρυφό κάτω από τον ήλιο.
Αργά ή γρήγορα όλοι θα το μάθουν.
Πολλοί άνθρωποι θα ζηλέψουν την τύχη
μας και πολλοί θα θελήσουν να δουν αυτό
το παράξενο φαινόμενο. Πρέπει να έχουμε
τα μάτια μας δεκατέσσερα. Ώσπου να
μάθουμε τι ακριβώς συνέβη και γιατί,
δε θα επιτρέψουμε σε κανέναν ξένο να
πατήσει στο νησί μας. Θα σκορπιστείτε
όλοι γύρω γύρω στις ακτές και θα φυλάτε
ακοίμητοι φρουροί. Σύμφωνοι;»

«Σύμφωνοι» απάντησαν όλοι κι
έτρεξαν να πιάσουν τα πόστα τους.

Προβληματισμοί για Συζήτηση
Έγκλημα και Τιμωρία
Ο καπετάνιος του εμπορικού επιδιώκει να βγάλει περισσότερα χρήματα απ' όσα του αναλογούν, εκμεταλλευόμενος την ανάγκη του νησιού για τρόφιμα. Γι' αυτή του την πλεονεξία, ταλαιπωρείται σε όλη τη διάρκεια της αφήγησης, αμειβόμενος αντί για χρυσάφι, με κοπριά αρρώστων ζώων. Πιστεύετε ότι η τιμωρία του είναι δίκαιη;  Εσείς έχετε φερθεί ποτέ με πλεονεξία; Θυμάστε άλλους ήρωες μύθων ή παραμυθιών που τιμωρήθηκαν για ανάλογη συμπεριφορά;

Από την άλλη, ο δήμαρχος του νησιού θεωρείτε πως φέρεται πιο σωστά, ή μήπως και οι δικές του πράξεις έχουν ιδιοτελή κίνητρα; Τελικά εκείνος τιμωρείται, ή μένει στο απυρόβλητο όπως οι πολιτικοί που βλέπουμε στην τηλεόραση;

Μήπως όμως και οι κάτοικοι του νησιού δεν φέρονται με τον καλύτερο τρόπο, αφού σκέφτονται μόνο την καλοπέρασή τους και από το μυαλό τους δεν περνάει ποτέ η σκέψη να μοιραστούν λίγη από την τύχη που τους βρήκε με κάποιους άλλους, λιγότερο προνομιούχους; Γιατί πιστεύετε ότι τελικά στην ιστορία τιμωρείται μόνο ο πλεονέκτης καπετάνιος;

Το Χρυσάφι δεν είναι για Όλους
Όταν ρώτησα τους μαθητές "γιατί το χρυσάφι γίνεται κοπριά στα χέρια του καπετάνιου;" έλαβα αρχικά απαντήσεις επιστημονικής φύσεως όπως "το χρυσάφι πρέπει να μένει στο νησί" και "ο καπετάνιος δεν είναι από εκεί". Όταν όμως τα παιδιά θυμήθηκαν ότι οι ναύτες και οι έμποροι (που επίσης δεν ήταν στο νησί) πληρώνονταν κανονικά, ανασκεύασαν. Μετά από λίγη σκέψη μερικά παιδιά συμφώνησαν "Το Χρυσάφι δεν είναι για Όλους". Μου φάνηκε περίεργη η άποψη αυτή και ζήτησα ανάλυση. "Το χρυσάφι πηγαίνει μόνο σε όσους το αξίζουν", μου εξήγησαν τα παιδιά. "Ο καπετάνιος είναι κακός, γι' αυτό δεν μπορεί να το έχει." Και ρωτάω: παιδική λογική ή ηθική ταινιών τύπου Disney?

Χρήση στην τάξη
Το βιβλίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί εκτός από το μάθημα της Γλώσσας και στην Περιβαλλοντική Εκπαίδευση, όταν θέλετε να μιλήσετε για την σπατάλη των πόρων και την all you can eat νοοτροπία του ανθρώπου σε σχέση με τους γήινους πόρους. Επίσης, η αναφορά στον Μίδα και τον Κροίσο, επιτρέπει αξιοποίηση του κειμένου στην Ιστορία των μεσαίων τάξεων, στις οποίες άλλωστε και απευθύνεται το βιβλίο.

Στη δική μας τάξη, τα παιδιά διασκέδασαν πραγματικά με την παρουσίαση της ιστορίας. Στις διακοπές που γίνονταν κάθε τόσο για την κλασική ερώτηση "τι πιστεύετε ότι θα γίνει τώρα;" επικρατούσε ενθουσιασμός και οι ιδέες έπεφταν βροχή. Στην τελική κρίση των πρωταγωνιστών, ο καπετάνιος ως "πολύ κακός" στάλθηκε στην κόλαση, ενώ ο δήμαρχος αθωώθηκε, "επειδή ήθελε το καλό των κατοίκων... θα μπορούσε να πάρει τρόφιμα μόνο για τον εαυτό του!"

Αν επιθυμείτε να εργαστείτε σε υψηλότερο επίπεδο, η δημιουργός της ιστορίας, κυρία Δημητρούκα, επισκέπτεται σχολεία τόσο με την ιδιότητα της συγγραφέως, όσο και ως στιχουργός, και παραδίδει σεμινάρια στιχουργικής σε τάξεις... Στη δική μας ήρθε και έβγαλε το δημιουργό μέσα από τα παιδιά μέσα σε δευτερόλεπτα! (μετά προσπαθούσαμε να τον μαζέψουμε). Σε κάθε περίπτωση, καλό είναι πριν την προσκαλέσετε, οι μαθητές να έχουν διαβάσει τον Χρυσάνεμο ή άλλα έργα της, ώστε να μπορούν είτε να συζητήσουν γι' αυτά, είτε να εργαστούν πάνω στους στίχους των βιβλίων. 
από το μάθημα στιχουργικής με τη συγγραφέα στην τάξη μας


Share/Bookmark

Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2012

Το Πνεύμα του Βουνού


Υπόθεση
Στην Γερμανία του παλιού καιρού, στα σύνορα της Σιλεσίας με τη Βοημία (σήμερα περιοχές της Πολωνίας και της Τσεχίας αντίστοιχα), υπάρχει η οροσειρά Ριζενγκεμπίργκε (Riesengebirge κορυφή 1.600 μ.). Η λαϊκή παράδοση λέει πως εκεί ζούσε ένα πανίσχυρο πνεύμα, το Πνεύμα του Βουνού, που οι ντόπιοι του είχαν βγάλει το παρατσούκλι Ρίμπετσαλ (Rübezahl), που σημαίνει «αυτός που μετράει τα ραπάνια». Το πνεύμα αυτό συχνά ανακατευόταν στις υποθέσεις των ανθρώπων, είτε για να τιμωρήσει τους κακούς και να προστατεύσει τους καλούς, είτε απλώς για να παίξει, ενώ ο κόσμος το φοβόταν αλλά και το αγαπούσε γιατί ήταν πάντα δίκαιο. Στο βιβλίο αυτό, η Κίρα Σίνου διαλέγει 14 από τους πιο αντιπροσωπευτικούς μύθους της περιοχής και μας τους διηγείται.

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Κέδρος
Συγγραφέας: Κίρα Σίνου
Εικονογράφηση: Ρωξάνη
ISBN: 978-960-04-3587-0
Έτος 1ης Έκδοσης: 2000
(από τις εκδόσεις Πατάκη με τίτλο "Ρίμπετσαλ, αυτός που μετρούσε τα ραπάνια"
και εικονογράφηση Έρσης Σπαθοπούλου - τιμή περίπου 9 ευρώ - ηλ. αγορά εδώ)
Σελίδες: 235
Τιμή: περίπου 14 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ ή εδώ
Τάξεις: Δ', Ε', Στ'


Κριτική
Η γραφή της Σίνου είναι όπως πάντα απλή και κατανοητή, και καταφέρνει να μας κάνει να νιώσουμε τα γερμανικά αυτά παραμύθια σαν να ήταν δικά μας. Το βιβλίο μπορεί να έχει πολλές σελίδες, οι ιστορίες ωστόσο που περιέχει είναι αρκετά πιο σύντομες απ' ό,τι θα περιμέναμε. Αυτό συμβαίνει γιατί η επιμέλεια έχει αφήσει στο κείμενο αρκετό χώρο για να αναπνέει, επιλέγοντας διπλό διάστιχο, ώστε η ανάγνωση να γίνεται ξεκούραστα. Η εικονογράφηση, παρότι απλώς διακοσμητική, καταφέρνει σε συνδυασμό με ένα προσεγμένο στήσιμο, να δώσει στο βιβλίο την εικόνα εντύπου παλαιότερης εποχής. Έτσι, η πρώτη σελίδα κάθε ιστορίας περιέχει μόνο τον τίτλο και μια εικόνα σε μετάλλιο, ακολουθεί η αρχή της διήγησης με ένα διακοσμητικό στην κορυφή της σελίδας και στο τέλος την ιστορία κλείνει ένα μικρό μετάλλιο με μια νέα εικόνα. Μέσα σε κάθε ιστορία υπάρχει μια δισέλιδη ζωγραφιά - χαρακτικό, η οποία μπορεί να μην ενθουσιάζει, αλλά συμβάλλει στην αίσθηση του παλιού βιβλίου που αναφέραμε..

Το ανάγνωσμα προτείνουμε σε μαθητές μεσαίων τάξεων που συμπαθούν τα παραμύθια, αλλά σε μεγαλύτερους, που θα έχουν να κερδίσουν περισσότερα από τα διδάγματα των ιστοριών.. 


Σκίτσο του Ρίμπετσαλ από τον γεωγράφο Martin Helwig, το 1561
Η πλειονότητα των διηγημάτων είναι και διασκεδαστικά (με κάποιες εξαιρέσεις που τείνουν προς το μακάβριο), και μπορούν να αξιοποιηθούν στην τάξη. Τι κι αν απέχουμε τόσο από τη γερμανική κουλτούρα του 17ου αιώνα; Αξίες όπως η δικαιοσύνη και πρακτικές όπως αυτή της εκμετάλλευσης του συνανθρώπου (βλ. αποσπάσματα), αποτελούν έννοιες κλασικές και παναθρώπινες, τις συναντάμε σε λαϊκούς μύθους από τα αρχαία χρόνια και προφανώς έχουν σε όλους μας κάτι να πουν. Γι' αυτό και θεωρώ ότι οι μικροί αναγνώστες δεν θα έχουν πρόβλημα να κατανοήσουν τις ιστορίες, αλλά και να ταυτιστούν με κάποιες από τις καταστάσεις ή τους ήρωες.

Στα περισσότερα από τα διηγήματα το δίδαγμα είναι προφανές, σε κάποια ωστόσο μάλλον αγνοείται. Προσωπικά, η ιστορία που μου άρεσε περισσότερο ήταν η χριστουγεννιάτικη με τίτλο "Οι μάγοι με τα δώρα", ενώ σε εκείνη με τίτλο "Οι τρεις φοιτητές", είχε ενδιαφέρον η μεταφορά σε μύθο της αντιπαράθεσης Επιστήμης - Παράδοσης. Τα αποσπάσματα ωστόσο που παρατίθενται, έχουν να κάνουν με την εκμετάλλευση των αδυνάτων, και συνειρμικά μου θύμησαν την εξάρτηση της χώρας μας από τους δανειστές της.

Εκτός από τα όποια διδάγματα, ένα άλλο θετικό που μπορεί να προκύψει από την ανάγνωση αυτού του βιβλίου, είναι ότι οι μαθητές θα έχουν την ευκαιρία να αποκτήσουν μια ιδέα για το κλίμα που επικρατούσε στην Κεντρική Ευρώπη κατά τους περασμένους αιώνες. Τότε, που ακόμα και πολλά χρόνια μετά το τέλος του Μεσαίωνα, η σκοτεινή εποχή είχε αφήσει τη σφραγίδα της έντονη πάνω στη λαϊκή παράδοση: Αλχημιστές, Δεισιδαιμονίες, Ανισότητα... ακόμα και δοξασίες για θαυματουργά φυτά, όπως ο Μανδραγόρας. Απ' όλα έχουν οι 14 ιστορίες της Κίρας Σίνου. Προσοχή όμως, γιατί πέρα από το γνωστικό του πράγματος, μέσα από τις ιστορίες περνάει έντονη και η λογική της αυτοδικίας (το πανίσχυρο Πνεύμα δεν αφήνει τίποτα να περάσει έτσι), που μπορεί τον 16ο αιώνα να ήταν πιο διαδεδομένη, σήμερα ωστόσο έχουμε αποφασίσει να την αφήσουμε πίσω μας. Μια σύντομη συζήτηση λοιπόν για το πώς θα αντιμετωπίζαμε σήμερα καταστάσεις όπως αυτές του κάθε παραμυθιού, ίσως βοηθούσε τα παιδιά να βάλουν τα πράγματα στη θέση τους και να μην περιμένουν λύσεις από πνεύματα - τιμωρούς ή υπερήρωες.

.
Ολοκληρώνοντας, να παρατηρήσουμε ότι ο κεντρικός χαρακτήρας του έργου, το Πνεύμα του Βουνού, μπορεί να συνδεθεί άμεσα με τη φιγούρα του Διαβόλου, μια και διατηρεί το βασίλειό του στον κάτω κόσμο, αγαπάει τα βασανιστήρια με κάρβουνα σε υπόγεια καμίνια και αλλάζει συνεχώς μορφή. Από την άλλη, σε μια ιστορία δείχνει να μην έχει καν ακούσει για τον Χριστό ή την Αγία Γραφή, οπότε ίσως πιο επιτυχημένο θα ήταν να τον συνδέσουμε με έναν χαρακτήρα ανάμεσα στον Άδη, τον Πάνα και μια γερμανική παραλλαγή του Τομ Μπόμπαντιλ, υπερασπιστή της μητέρας Φύσης και διώκτη των εκμεταλλευτών της. Σε κάθε περίπτωση, η εκδοχή που η Σίνου επιλέγει να μας δώσει για την ονοματοδοσία του, είναι αυτή που μας παραδίδει ο γερμανός λαογράφος Johann Karl August Musäus (1735-1787).

Αξίες - Θέματα
Υπευθυνότητα, Δικαιοσύνη, Αξιοπρέπεια, Αλτρουισμός, Ανισότητα, Ιστορία

Εικονογράφηση


Απόσπασμα  
(1)  
Αυτό που μισούσε περισσότερο απ’ όλα στον κόσμο ο Ρίμπετσαλ ήταν η τσιγκουνιά και η εκμετάλλευση. Περιφρονούσε με όλη του την καρδιά τους ανθρώπους που γύρευαν σε βάρος των άλλων να γεμίσουν τη δική τους τσέπη.

Εκείνο τον καιρό, σε μια μικρή πόλη κοντά στους πρόποδες του Ρίζενγκεμπίργκε, ζούσε ένας πλούσιος φούρναρης ήταν ο πρόεδρος των αρτοποιών της περιοχής και είχε μεγάλη θέση στο δημοτικό συμβούλιο. Όμως το μόνο που τον ενδιέφερε στη ζωή ήταν το χρήμα. Δεν το έφτανε πως ήταν πλούσιος, πάσχιζε κιόλας να αυξήσει με κάθε τρόπο την περιουσία του.

Εκείνοι που υπέφεραν περισσότερο απ’ όλους ήταν οι ξυλοκόποι, που του φέρνανε τα ξύλα για το φούρνο. Διάλεγε πάντα τους φτωχότερους και τους έκανε φοβερά παζάρια, κι επειδή αυτοί οι φουκαράδες είχαν απόλυτη ανάγκη τη δουλειά, δέχονταν να την κάνουν κοψοχρονιά, μόνο και μόνο για να μην την χάσουν.

Κάποια μέρα, είχε συμφωνήσει μ’ έναν ξυλοκόπο για ένα φορτίο καυσόξυλα. Ο ξυλοκόπος οδήγησε την άμαξά του στην αυλή του φούρναρη και την ξεφόρτωσε. Χτύπησε ύστερα την πόρτα και μπήκε στο σπίτι για να πληρωθεί. Το αφεντικό καθόταν στο τραπέζι κι έτρωγε με πολλή όρεξη ένα πλούσιο κολατσιό. Μπροστά του είχε ένα μεγάλο χοιρομέρι, που το κρέας του φάνταζε τόσο ρόδινο και ζουμερό ώστε ο ξυλοκόπος ένιωσε να του τρέχουνε τα σάλια. Πιο πέρα βρισκόταν ένα παχύ σαλάμι και μια αφράτη φραντζόλα άσπρο ψωμί. Δίπλα του άφριζε ένα μεγάλο κύπελλο μπίρα. Όσο τσιγκούνικα φερόταν στους άλλους τόσο ανοιχτοχέρης ήταν για τον εαυτό του, και το ολοστρόγγυλο κόκκινο πρόσωπό του μαρτυρούσε ότι δεν του αρνιόταν απολύτως τίποτα.

Ο χωρικός του ζήτησε ευγενικά να πληρωθεί. Ο φούρναρης τράβηξε από την τσέπη του ένα παραφουσκωμένο πέτσινο πορτοφόλι, έβγαλε από κει μερικά ασημένια νομίσματα και τα ακούμπησε πάνω στο τραπέζι. Ο χωρικός τα μέτρησε και είδε ότι λείπανε δέκα από το συμφωνημένο ποσό.

- Αφεντικό, παρακάλεσε ο χωρικός, μη μου κόβεις κι άλλα λεφτά. Αφού την έχουμε συμφωνήσει την τιμή, που είναι ήδη πολύ χαμηλή. Δέχτηκα μόνο και μόνο γιατί έχω πολλά στόματα να θρέψω.
- Τόσα έχω να σου δώσω, δήλωσε ο αρχιτσιγκούναρος. Αν νομίζεις πως είναι λίγα, δεν έχεις παρά να ξαναφορτώσεις τα ξύλα σου και να φύγεις.

Όσο και να παρακάλεσε ο κακομοίρης ο χωρικός, ο φούρναρης δεν του έδωσε ούτε δεκάρα παραπάνω. Στο σπίτι τον περίμεναν τα πεινασμένα του παιδιά και η γυναίκα του, που τον καρτερούσε για να πάει να πληρώσει τους βερεσέδες του μπακάλη. Αναγκάστηκε λοιπόν να πάρει τα λεφτά και να φύγει.

Ευτυχώς που τα άλογά του ξέρανε από μόνα τους το δρόμο για το σπίτι, γιατί ο χωρικός ούτε έβλεπε ούτε άκουγε από τη στενοχώρια του. Αλλιώς τα είχε υπολογισμένα, και τώρα σκεφτόταν τι να κάνει για να τα βγάλει πέρα. Μια φωνή τον έβγαλε από τις μαύρες σκέψεις του:

- Καλέ μου κύριε, μπορείτε να με πάρετε μαζί σας για ένα κομμάτι του δρόμου; Περπατώ πολλές ώρες, και δεν τα νιώθω πια τα πόδια μου.

Ο χωρικός γύρισε και είδε να του χαμογελάει ένα νεανικό πρόσωπο.

- Πήδα πάνω, του είπε. Το κάρο είναι άδειο, κι ένας σαν κι εσένα δεν θα βαρύνει τα’ άλογά μου.
***
 (2) 
Τα χρόνια εκείνα όλα τα φάρμακα είχαν για βάση τους τα βότανα και τις ρίζες, κι εκείνοι που τα μάζευαν κάνανε χρυσές δουλειές. Τρέχανε στα λιβάδια, σκαρφάλωναν στα βουνά και κόβανε χόρτα και βότανα, με τα οποία παρασκεύαζαν φάρμακα μόνοι τους ή τα πουλούσαν στους φαρμακοτρίφτες, που παρασκεύαζαν τα δικά τους ιδιοσκευάσματα.

Όσα βότανα είχαν φαρμακευτικές ιδιότητες, όπως το χαμομήλι και το τσάι του βουνού, το φαρμακοβότανο και η ανεμώνη, ήταν περιζήτητα. Μα κανένα γιατρικό δε θεωρούνταν καλό αν δεν περιείχε μανδραγόρα. Ο μανδραγόρας ήταν μια ρίζα με πολύ παράξενο σχήμα. Είχε τη μορφή του ανθρώπινου κορμιού, και λέγανε μάλιστα πως την ώρα που τον τραβάς από τη γη βγάζει μια ανθρώπινη κραυγή πόνου και απόγνωσης.  Οι άνθρωποι λοιπόν πίστευαν πως πρόκειται για ένα φυτό μαγικό κι επομένως θαυματουργό, πως όχι μόνο γιάτρευε τον άρρωστο αλλά τον έκανε και καλά μόλις εκείνος το έβαζε στο στόμα του. Γι’ αυτό και είχε γίνει πανάκριβος, και, καθώς ήταν ένα φυτό πολύ σπάνιο, όλοι ψάχνανε να τον βρούνε με μανία. Και δεν ήταν λίγες οι φορές που οι απατεώνες ξεγελούσαν τον κόσμο πουλώντας αντί για μανδραγόρα άλλες ρίζες, ακόμη και σέλινο.

Ο μανδραγόρας είναι ένα φυτό που φυτρώνει από μόνο του και είναι δύσκολο να καλλιεργηθεί. Επομένως οι χορταρούδες ήταν αναγκασμένες να προχωράνε όλο και πιο βαθιά μέσα στα βουνά και στα λαγκάδια για να τον ανακαλύψουν. Και τότε ακούστηκε ότι βρέθηκε μια μεγάλη φυτεία σ’ ένα λιβάδι στο Ρίζενγκεμπίργκε. Κανένας όμως δεν τολμούσε ν’ ανέβει μέχρι εκεί, γιατί όλοι ξέρανε πως η περιοχή ανήκε στον Αφέντη του Βουνού και δε θέλανε να ριψοκινδυνέψουν μια συνάντηση μαζί του.

Τον καιρό εκείνο έτυχε να αρρωστήσει πολύ βαριά ένας πλούσιος κτηματίας. Δεν υπήρχε γιατρός που να μην τον είχε φέρει για να τον εξετάσει η γυναίκα του, η Λεονόρε, που τον υπεραγαπούσε. Μα όλοι οι γιατροί σήκωναν τα χέρια ψηλά και λέγανε μ’ ένα στόμα ότι ο ασθενής ήταν καταδικασμένος και ότι η μόνη του ελπίδα ήταν ο μανδραγόρας.

Εντάξει, το ήξερε για το μανδραγόρα, το ήξερε κι από μόνη της η κυρία Λεονόρε πως η ρίζα του έκανε θαύματα, το κακό όμως ήταν πως, όπου και να ρώτησε, όπου και να τον ζήτησε, δεν υπήρχε πουθενά. Είχε γίνει ανάρπαστος.

Η κυρία Λεονόρε έστειλε τους υποτακτικούς της σε όλα τα φαρμακεία, σε όλες τις χορταρούδες, να βρει έστω και μια ξεραμένη ριζούλα. Άδικα όμως. Μόνο ένας υπηρέτης της έφερε την είδηση πως ο Ρίμπετσαλ τον καλλιεργούσε στο βουνό του, σ’ έναν κήπο που τον φύλαγε σαν τα μάτια του, και δεν άφηνε κανέναν να του τον πάρει.

Η γυναίκα του κτηματία ενθουσιάστηκε με την είδηση. Μα ο ενθουσιασμός της πέρασε πολύ γρήγορα. Έμαθε, βέβαια, ότι η ρίζα φύτρωνε στο βουνό, αλλά πού θα έβρισκε άνθρωπο να δεχτεί ν’ ανέβει ίσαμε κει πάνω και να φέρει μερικές ρίζες για τον άντρα της; Ποιος θα ‘χε την αποκοτιά να αναλάβει κάτι τέτοιο με κίνδυνο της ζωής του, ακόμη και για πολλά λεφτά;

Πρώτα ρώτησε τους υπηρέτες της, αλλά εκείνοι της απάντησαν ότι, όσο κι αν επιθυμούσαν να γίνει καλά ο αφέντης τους, ο φόβος τους να συναντηθούν με τον περιβόητο Ρίμπετσαλ ήταν τόσο μεγάλος που δεν τολμούσαν ν’ ανέβουν στο βουνό και να πατήσουν στο λιβάδι του. ύστερα ρώτησε τις χορταρούδες και τους πρόσφερε πολλά λεφτά, αλλά όλες της απάντησαν πως η ζωή τους άξιζε πιο πολλά από τα λεφτά. Ρώτησε άφραγκους φοιτητές, ρώτησε ζητιάνους, μα όλοι τους τρέμανε στη σκέψη και μόνο ότι ίσως έρχονταν αντιμέτωποι με το Πνεύμα του Βουνού, κι αυτό δεν το ‘ θελαν με κανέναν τρόπο.

Είχε πια απελπιστεί, όταν κάποιος της θύμισε τον Πέτερ, ένα φτωχό εργάτη με δώδεκα παιδιά και γονείς γέρους κι άρρωστους, που δυσκολευόταν να τους θρέψει.

- Καλά λες! είπε η κυρία Λεονόρε. Μόνο αυτός μπορεί α δεχτεί, γιατί τα παιδιά του δεν έχουνε ψωμί να φάνε. Ξέρει κιόλας από βότανα, γιατί κάποτε να μάζευε κι εκείνος.

Έστειλε λοιπόν κάποιον να φέρει τον Πέτερ και του έκανε την πρότασή της.

- Ευχαριστώ, κυρία, που με σκέφτηκες, απάντησε ο εργάτης. Το ξέρει δα όλος ο κόσμος πως έχω ανάγκη τα λεφτά που μου προσφέρεις, αλλλά έχω και παιδιά, και τι θα γίνουνε αν πάθω εγώ κάτι; Ποιος θα τα κοιτάξει; Θα μείνουνε στους πέντε δρόμους.

- Εγώ θα τα κοιτάξω, είπε η κυρία Λεονόρε. Σου το υπόσχομαι. Μη φοβάσαι. Θα τα φροντίσω σαν να’τανε δικά μου. Αν είναι να γιάνει ο άντρας μου, δε με νοιάζει τίποτα. Καν’ το για μένα, σε παρακαλώ! τον ικέτεψε και αναλύθηκε σε δάκρυα.

- Έχω και ανήμπορους γονείς, συνέχισε ο Πέτερ, που, μόλο που έτρεμε σαν το ψάρι στην ιδέα και μόνο ότι μπορούσε να βρεθεί αντιμέτωπος με το Ρίμπετσαλ, είχε ήδη πάρει την απόφαση να πάει, προσπαθούσε όμως να βγάλει από τη γυναίκα όσο περισσότερα λεφτά μπορούσε.

- Ας είναι. Κι αυτούς θα τους φροντίσω, φτάνει μόνο να πας. Αλλά μη φοβάσαι, μπορεί και να μη σε πάρει είδηση ότι θ’ ανέβεις στο βουνό. Έχει κι άλλες δουλειές να κάνει το Πνεύμα του Βουνού από το να παρακολουθεί συνέχεια τον κήπο του.

- Αφού είναι πνεύμα του βουνού, δεν είναι ανάγκη να παρακολουθεί. Τα μαθαίνει όλα χωρίς κανέναν κόπο.

Ύστερα από πολλά παζάρια κλείσανε επιτέλους τη συμφωνία, και ο Πέτερ ξεκίνησε αμέσως, γιατί το είχε σαν αρχή του ότι, αν είναι να κάνεις κάτι δύσκολο που δεν μπορείς να το αποφύγεις, καλύτερα να μην το αναβάλεις, αλλά να το τελειώσεις όσο πιο γρήγορα μπορείς.
τηλεοπτική σειρά από την Τσεχία με τον Krakonoš όπως τον ονομάζουν εκεί (πηγή)

Χρήση στην τάξη
Με αφορμή τον μύθο του Παντζαρομέτρη, παρατηρούμε την καθημερινότητα στη γερμανική επαρχία κατά τον 17ο αιώνα (επηρεασμένη ωστόσο αρκετά από το Μεσαίωνα). Μέσα από τις ιστορίες του, μπορούμε να κάνουμε στην τάξη μια αναφορά στην ευρωπαϊκή κουλτούρα κατά τα χρόνια της Αναγέννησης. Όπως πάντα, συμπληρωματικές δραστηριότητες όπως αναπαράσταση με παντομίμα κάποιων από τους μύθους που θα επιλέξουν τα παιδιά, προβολή φωτογραφιών με ζωγραφική, κτήρια και ρουχισμό της εποχής, ακρόαση μουσικής (τα έργα του Michael Praetorius είναι χαρακτηριστικά), μπορούν να βοηθήσουν τους  μαθητές μας να διαμορφώσουν συνολικότερη άποψη. Προσωπικά, εκτός των άλλων σκέφτομαι να βαφτίσω Μανδραγόρα μια πιπερόριζα (ginger), και να σκαρώσουμε κάτι, αλλά το παιχνίδι είναι ακόμα στο στάδιο του σχεδιασμού (οποιαδήποτε βοήθεια ευπρόσδεκτη).


Share/Bookmark