Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ειλικρίνεια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ειλικρίνεια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2016

Το χάρτινο καραβάκι της μαμάς

Υπόθεση
Μια μαμά προσπαθεί εναγωνίως να ανακαλύψει πώς διπλώνονται τα χάρτινα καραβάκια, ώστε να δείξει στην κόρη της ότι και εκείνη ξέρει να τα φτιάχνει... όπως δηλαδή όλες μαμάδες του σχολείου! Η μέρα ωστόσο προχωράει και παρά τα απεγνωσμένα τηλεφωνήματα στις φίλες της, καμιά τους δεν μπορεί να τη βοηθήσει· ούτε και η αναζήτηση στο διαδίκτυο φέρνει κάποιο αποτέλεσμα. Τελευταία της ελπίδα ο μπαμπάς, που επιστρέφει στο σπίτι αργά το βράδυ... δυστυχώς όμως, ούτε κι εκείνος έχει ιδέα πώς κατασκευάζεται ένα χάρτινο καραβάκι! Θα γίνει άραγε θρύψαλα η εικόνα του παντογνώστη γονέα στα μάτια της μικρής, μόλις αποκαλυφθεί η αλήθεια; Ή μήπως είναι καιρός ο μπαμπάς και η μαμά να παραδεχτούν με θάρρος ότι δεν ξέρουν τα πάντα; Και μήπως τότε, είναι σειρά της μικρής τους κόρης να τους μάθει και κείνη κάτι;

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Ψυχογιός
Συγγραφέας: Ελένη Γεωργοστάθη
Εικονογράφηση: Ελίζα Βαβούρη
ISBN: 978-618-01-809-5
Έτος 1ης Έκδοσης: 2014
Σελίδες: 48
Τιμή: περίπου 5 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Α', Β'
Διαβάστε ένα απόσπασμα από τις πρώτες σελίδες εδώ

Κριτική
Χαριτωμένη ιστορία 1200 περίπου λέξεων, για τους ρόλους μαθητή και μαθητευόμενου μέσα στην οικογένεια και για το πώς καμιά φορά αντιστρέφονται. Με γλώσσα απλή, σύνταξη κατάλληλη για τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού και σαφήνεια στην έκφραση, η πρώτη συγγραφική προσπάθεια της Ελένης Γεωργοστάθη, κέρδισε τη συμπάθεια των μικρών αναγνωστών του σχολείου μας. Το οικείο θέμα βοήθησε να ταυτιστούν με την ηρωίδα, ενώ η αγωνία της μαμάς-συμπρωταγωνίστριας που σταδιακά κορυφώνεται, κράτησε το ενδιαφέρον τους ζωντανό μέχρι λίγο πριν το τέλος της ιστορίας! Σε αυτό φυσικά συνέβαλε και η εικονογράφηση, που, παρούσα σε κάθε σελίδα, συμβαδίζει απόλυτα με το πνεύμα του κειμένου, αξιοποιεί το χιούμορ του και κάνει την ανάγνωση πιο ευχάριστη. Το προτείνουμε χωρίς επιφύλαξη σε μαθητές των πρώτων τάξεων του Δημοτικού, όπως φυσικά και στους (κατά καιρούς πελαγωμένους) γονείς τους!

  • Απλή γλώσσα και σύνταξη
  • Γραμμένο με ευαισθησία και χιούμορ
  • Ωφέλιμα μηνύματα

Αξίες - Θέματα
Οικογένεια, Χιούμορ, Ειλικρίνεια

Εικονογράφηση
Όμορφες ζωγραφιές σε απαλές αποχρώσεις συνοδεύουν κάθε σελίδα του βιβλίου και συμπληρώνουν τη διήγηση της ιστορίας. Τα σχέδια αλληλεπιδρούν αρμονικά με το κείμενο και «παίζουν» με τον αναγνώστη, αποκαλύπτοντάς του πρόσθετες πληροφορίες. Παρά την απλότητα στις γραμμές, τα πρόσωπα των χαρακτήρων είναι γεμάτα εκφραστικότητα και μας μεταφέρουν τη συναισθηματική τους κατάσταση.
Απόσπασμα
Η Σοφία έφτιαξε το πρωί στο σχολείο ένα όμορφο καραβάκι. Πήρε ένα κομμάτι χαρτί, το δίπλωσε, το ξαναδίπλωσε, και να σου το καράβι της! Έτοιμο στο πι και φι! Πήρε ύστερα μπογιές και το 'βαψε γαλάζιο με κόκκινες άγκυρες και πρασινωπά ψαράκια να ταξιδεύουν πάνω του.

Η Μαρία, πάλι, το δικό της το καραβάκι το έβαψε κατακόκκινο, με άσπρα λουλουδάκια.

«Να σου φτιάξω κι εσένα ένα καραβάκι;» μου είπε η Σοφία και στη στιγμή σκάρωσε ένα καινούριο. 

Πήρα τις μπογιές μου και το έβαψα ροζ και πράσινο και κίτρινο και πορτοκαλί. Ήθελα να χωρέσω πάνω του όλα τα χρώματα.

«Πού μάθατε να φτιάχνετε καραβάκια;» 
ρώτησα τις συμμαθήτριές μου. 

«Εμένα μου έδειξε η μαμά μου», απάντησε η Σοφία.

«Κι εμένα η δική μου», είπε κι η Μαρία.

«Α, τότε θα ζητήσω κι εγώ απ' τη δική μου μαμά να μου μάθει!»

Το μεσημέρι δείχνω το καραβάκι μου στη μαμά.

«Πο πο, τι ωραία χρώματα!» θαυμάζει εκείνη.
«Είναι πανέμορφο!» Και μου δίνει ένα φιλί μεγάλο.

«Μου το έφτιαξε η Σοφία, κι εγώ το ζωγράφισα».

«Καλή φίλη η Σοφία για να σου χαρίζει τέτοια όμορφα καραβάκια...»

«Μαμά, η Σοφία έμαθε να φτιάχνει καραβάκια από τη μαμά της. Κι η Μαρία το ίδιο. Εσύ θα μου μάθεις;»

Η μαμά με κοιτάζει κάπως σκεφτική κι ύστερα μου λέει: «Θα δούμε». Και μετά με στέλνει στο μπάνιο να πλύνω τα χέρια μου και να ετοιμαστώ για το μεσημεριανό φαγητό.

Αχ, όταν η μαμά λέει «θα δούμε», τα πράγματα δεν είναι καλά...
Σχόλιο
Η μαμά της ιστορίας είναι ευαίσθητη αλλά και αρκετά πονηρή: φοβούμενη το ενδεχόμενο να αποκαλυφθεί στην κόρη της η χειροτεχνική της άγνοια, προσπαθεί διαρκώς να κερδίσει χρόνο, προβάλλοντας δικαιολογίες που μπορεί να μην διεκδικούν όσκαρ πρωτοτυπίας (κάποια παιδιά στην Α' τάξη υποψιάστηκαν από την πρώτη στιγμή ότι η μαμά δεν ήξερε να φτιάχνει καραβάκια), καταφέρνουν ωστόσο να καθυστερήσουν για λίγο το αναπόφευκτο. Συγκεκριμένα, μέχρι να καταφθάσει ο μπαμπάς, η μαμά πετυχαίνει να αναβάλει την επίδειξη χαρτοκοπτικής τέσσερις φορές, απαντώντας στις παρακλήσεις της κόρης της: «θα δούμε», «ναι, βέβαια, μόνο λίγο αργότερα, τώρα έχω μια δουλίτσα», «μήπως πρώτα να διαβάσουμε ένα ωραίο βιβλίο;» και τέλος «δώσε μου λίγο χρόνο».

Όταν ο μπαμπάς επιστρέφει στο σπίτι, αποκαλύπτει χωρίς φόβο και πάθος την πάσα αλήθεια, κι έτσι το ιδιότυπο «κρυφτό» μαμάς και κόρης τελειώνει άδοξα. Ο πατέρας παρουσιάζεται έτσι πιο ευθύς και ειλικρινής από τη μαμά και ακολουθεί διαφορετική προσέγγιση από τη δική της: δηλώνει πως «κανείς δεν τα ξέρει όλα», αφήνοντας άφοβα τα είδωλα της αυθεντίας να κατακρημνιστούν στο μυαλό της μικρής. Δεν του λείπει όμως και διπλωματία, αφού το επόμενο πρωί επεμβαίνει βρίσκοντας τα κατάλληλα λόγια, ώστε να βοηθήσει την κόρη του να ξεπεράσει τις αντιρρήσεις της.
Το χάρτινο καραβάκι από την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας (πηγή)
Χρήση στην Τάξη
Η μαμά της ιστορίας μπορεί να μην βρήκε τη βοήθεια που έψαχνε στο διαδίκτυο, η αλήθεια είναι ωστόσο ότι με μια απλή αναζήτηση μπορείτε να εντοπίσετε αρκετά βίντεο και ιστοσελίδες με οδηγίες για την κατασκευή χάρτινων βαποριών, όπως αυτήνετούτη ή εκείνη. Αν μάλιστα επιθυμείτε να κατασκευάσετε κάτι διαφορετικό και έχετε χρόνο και υπομονή, μπορείτε να δοκιμάσετε πιο πολύπλοκα origami όπως ένα παραδοσιακό καραβάκι (ίσως χρειαστείτε τριγωνάκι ή μοιρογνωμόνιο) ένα όμορφο ιστιοφόρο ή ένα χάρτινο ατμόπλοιο με δύο φουγάρα!

Εμείς επιλέξαμε το απλό παραδοσιακό μοντέλο για να μείνουμε πιστοί στο βιβλίο, αλλά και επειδή ο χρόνος μας στο σχολείο ήταν (όπως πάντα) περιορισμένος. Τα παιδιά της Β' τάξης ανταποκρίθηκαν με χαρά στην κατασκευή και οι λιγοστοί μαθητές που δεν γνώριζαν ήδη το πώς φτιάχνεται ένα χάρτινο καραβάκι, φρόντισαν να το μάθουν σωστά, ώστε στο σπίτι να έχουν τη χαρά να εκπαιδεύσουν τη μητέρα τους... ακριβώς όπως και η πρωταγωνίστρια της ιστορίας!



Share/Bookmark

Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2016

Η κόρη του λοχαγού

Υπόθεση
Σιμπίρσκ, 1772. Ο 17χρονος Πιοτρ Γκρινιόφ, γιος απόστρατου αντισυνταγματάρχη, στέλνεται από τον πατέρα του να υπηρετήσει στο Όρενμπουργκ (αντί για την Πετρούπολη όπου τον περίμενε μια εύκολη ζωή δανδή), ώστε να σκληραγωγηθεί και να μάθει την πειθαρχία. Καθώς η άμαξά του προχωρά στη στέπα, πέφτει σε χιονοθύελλα και ο νεαρός σώζεται χάρη στη βοήθεια ενός Κοζάκου χωρικού. Όταν τελικά φτάνει στον προορισμό του, ο αρμόδιος στρατηγός τον στέλνει ακόμα πιο μακριά, στο μισορημαγμένο φρούριο Μπιελογκόρσκ, στα σύνορα της Ρωσίας με την Κιργιζία. Εκεί, ο Πιοτρ θα γνωριστεί με την οικογένεια του φρούραρχου Ιβάν Κούζμιτς και θα ερωτευτεί την κόρη του Μάσα, για χάρη της οποίας θα μονομαχήσει με τον συνάδελφό του Σβάμπριν. Οι πραγματικές δοκιμασίες για τον νεαρό αξιωματικό αρχίζουν ωστόσο λίγο αργότερα, όταν ο Κοζάκος Πουγκατσόφ, έχοντας ξεσηκώσει τις τοπικές φυλές, καταλαμβάνει τις γύρω φρουρές τη μία μετά την άλλη. Γρήγορα έρχεται και η σειρά του Μπιελογκόρσκ, που πέφτει με προδοσία του ίδιου μισητού συναδέλφου. Όλοι οι πιστοί στο στέμμα αξιωματικοί εκτελούνται, αλλά στον Πιοτρ δίνεται χάρη, επειδή ο επαναστάτης δεν είναι άλλος από τον Κοζάκο με τον οποίο είχε γνωριστεί στη στέπα. Σκοπός της ζωής του Πιοτρ, γίνεται τώρα να γλιτώσει την Μάσα από τα νύχια του απαίσιου Σβάμπριν. Αρκεί άραγε η γενναιότητά του και η αγνή του αγάπη για να τα καταφέρει μόνος εναντίον όλων;

Χαρακτηριστικά 
Εκδότης: Ερευνητές
Συγγραφέας: Αλεξάντρ Πούσκιν (
Александр Пушкин)
Μετάφραση: Πέτρος Παπαπέτρος
Εικονογράφηση: Βασίλης Κοντογεώργος
Τίτλος πρωτοτύπου: 
Капитанская дочка
ISBN: 978-960-368-433-6
Έτος 1ης Έκδοσης: 1836 (παρούσα έκδοση στα ελληνικά 2008)
Σελίδες: 140
Τιμή: περίπου 13 ευρώ ή 5 ευρώ από το παζάρι βιβλίων
Ηλεκτρονική αγορά εδώ 
Τάξεις: Γυμνάσιο

Κριτική 
Μια από τις πιο αγαπητές περιπέτειες του Πούσκιν, φτάνει στα χέρια μας μέσα από την προσεγμένη έκδοση της σειράς Αριστουργήματα της Παγκόσμιας Λογοτεχνίας και η Εποχή τους. Σε πρωτοπρόσωπη κατά κύριο λόγο αφήγηση, ο πατέρας της νέας ρωσικής λογοτεχνίας, μας διηγείται τα γεγονότα γύρω από την εξέγερση του Πουγκατσόφ (1773-1775) όπως τα είδε ο κεντρικός του ήρωας Πιοτρ Αντρέιτς Γκρινιόφ, ένας νεαρός αξιωματικός του τσαρικού στρατού. Η μετάφραση μας αποδίδει ένα κείμενο απλό αλλά και μεστό, με σχετικά καλή ροή και ένα ελαφρά χιουμοριστικό ύφος που το κάνει να διαβάζεται ευχάριστα. Η ιστορία χωρίζεται σε 14 κεφάλαια μετρίου μεγέθους (με 6 έως 14 σελίδες το καθένα, συνήθως γύρω στις 8) και παρά τους σχεδόν δύο αιώνες ζωής της, καταφέρνει να μας κερδίσει το ενδιαφέρον ακόμα και σήμερα. Ταυτόχρονα, η πλούσια εικονογράφηση, οι πληροφορίες στα περιθώρια των σελίδων και το πλήρες παράρτημα (χάρτες, βιβλιογραφία, κτλ.) αναβαθμίζουν την ανάγνωση του βιβλίου από απλή ψυχαγωγική δραστηριότητα σε μια εξαιρετικά μορφωτική εμπειρία. Εξαιτίας της ενήλικης θεματικής του και αρκετών βίαιων λεπτομερειών (μαστιγώματα σ.56-57, απαγχονισμοί σ.66 και 137, αποκεφαλισμοί σ. 63, κτλ.), θα το προτείναμε περισσότερο σε μαθητές γυμνασίου.


  • Ενδιαφέρουσα πλοκή
  • Εξαιρετικές προσωπογραφίες
  • Ηθικοπλαστικά μηνύματα
  • Προσεγμένη έκδοση 
  • Πολλές πληροφορίες για την εποχή

Αξίες - Θέματα
Περιπέτεια, Ιστορία, Αγάπη, Φιλία, Ειλικρίνεια, Γενναιότητα 


Εικονογράφηση
Πλούσια εικονογράφηση που συναντάμε σε κάθε σελίδα και στην οποία περιλαμβάνονται έγχρωμες ζωγραφιές (το στυλ τους προσωπικά μου θύμισε Κλασικά Εικονογραφημένα), πίνακες μεγάλων καλλιτεχνών, λιθογραφίες, ντοκουμέντα, φωτογραφίες, χάρτες, σχέδια στολών, σκίτσα του ίδιου του Πούσκιν... όλα αυτά εμπλουτίζουν το κείμενο προσφέροντας πληθώρα πληροφοριών, ενώ παράλληλα βοηθούν τον αναγνώστη να κατανοήσει καλύτερα τα όσα συμβαίνουν και να αποκτήσει μια πληρέστερη εικόνα της εποχής στην οποία διαδραματίζονται τα γεγονότα.
Απόσπασμα
Στη συνέχεια, μου πήρε το σημειωματάριο κι άρχισε να κριτικάρει αμείλικτα κάθε στίχο και κάθε λέξη του τραγουδιού μου, και να με περιγελά με πολύ ειρωνικό ύφος. Αυτό δεν το άντεξα κι άρπαξα το σημειωματάριο από τα χέρια του, λέγοντας ότι δε θα του ξαναδείξω ποτέ τα ποιήματά μου. Ο Σβάμπριν ειρωνεύτηκε κι αυτή την απειλή μου.
«Θα δούμε», είπε, «αν θα κρατήσεις το λόγο σου. Οι ποιητές έχουν ανάγκη από ακροατές, όσο ο Ιβάν Κουζμίτς χρειάζεται την καράφα με τη βότκα πριν από το φαγητό. Όμως, ποια είναι αυτή η Μάσα στην οποία εξομολογείσαι το τρυφερό σου πάθος και τα ερωτικά σου βάσανα; Μήπως κατά τύχη είναι η Μάργια Ιβάνοβνα;» 



«Δεν είναι δουλειά σου όποια και να είναι αυτή η Μάσα», απάντησα συνοφρυωμένος. «Δε θέλω ούτε τη γνώμη σου ούτε τις εικασίες σου». 


«Ω! Εύθικτος ποιητής και ντροπαλός εραστής!» συνέχισε ο Σβάμπριν, εκνευρίζοντάς με όλο και περισσότερο. «Όμως, δέξου τη συμβουλή ενός φίλου: αν θες να τα καταφέρεις, θα πρέπει να καταφύγεις σε κάτι καλύτερο από τραγουδάκια». 

«Τι εννοείτε, κύριε; Εξηγηθείτε, παρακαλώ». 

«Ευχαρίστως. Εννοώ ότι αν θες να σε επισκέφτεται το απόβραδο η Μάσα Μιρόνοφ, χάρισέ της ένα ζευγάρι σκουλαρίκια αντί για μελιστάλαχτα στιχάκια». 

Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. 

«Γιατί έχεις τέτοια γνώμη γι’ αυτή;» ρώτησα, συγκρατώντας δύσκολα το θυμό μου. 

«Γιατί», απάντησε χαμογελώντας σατανικά, «έχω προσωπική πείρα για το ήθος και τους τρόπους της». 

«Λες ψέματα, παλιάνθρωπε!» φώναξα οργισμένα. «Λες ψέματα με τον πιο αναίσχυντο τρόπο». 

Ο Σβάμπριν άλλαξε χρώμα: «Θα πληρώσεις γι’ αυτό που είπες», είπε σφίγγοντας το χέρι μου. «Απαιτώ ικανοποίηση». 

«Οπωσδήποτε! Όποτε το επιθυμείς!» απάντησα με ανακούφιση. 

Εκείνη τη στιγμή ήμουν έτοιμος να τον κάνω κομματάκια. 

Πήγα κατευθείαν στον Ιβάν Ιγκνάτιτς και τον βρήκα με μια βελόνα στα χέρια: έφτιαχνε αρμαθιές από μανιτάρια για να ξεραθούν για το χειμώνα, όπως του είχε παραγγείλει η Βασιλίσα Γεγκόροβνα. 

«Αχ, Πιοτρ Αντρέιτς! Καλώς ήρθατε!» είπε μόλις με είδε. «Ποια καλή τύχη σας φέρνει εδώ; Τι δουλειά δηλαδή, τολμώ να ρωτήσω». 

Του εξήγησα με συντομία ότι είχα λογομαχήσει με τον Αλεξέι Ιβάνιτς και τον παρακάλεσα να είναι ο μάρτυράς μου. Ο Ιβάν Ιγκνάτιτς με άκουσε προσεκτικά, γουρλώνοντας το μοναδικό του μάτι. 

«Δηλαδή, θέλετε να πείτε», μου απάντησε, «ότι έχετε την πρόθεση να σκοτώσετε τον Αλεξέι Ιβάνιτς κι επιθυμείτε να είμαι μάρτυρας σ’ αυτό; Κατάλαβα καλά, αν επιτρέπετε να ρωτήσω;» 

«Ακριβώς». 

«Θεέ και κύριε, Πιοτρ Αντρέιτς! Τι είναι αυτά που σκέφτεστε; Καβγαδίσατε με τον Αλεξέι Ιβάνιτς. χαρά στο πράμα! Τα άσχημα λόγια δεν σημαίνουν τίποτα! Σας έβρισε, βρίστε τον κι εσείς, σας χτύπησε στο πρόσωπο, χτυπήστε τον κι εσείς στα αφτιά μία, δύο, τρεις φορές, κι ύστερα ο καθένας στο δρόμο του. Εμείς αργότερα θα δούμε πώς θα σας φιλιώσουμε. Όμως να σκοτώσετε το συνάνθρωπό σας, είναι σωστά πράματα αυτά, αν επιτρέπετε; Και, τέλος πάντων, αν τον σκοτώσετε εσείς δε θα πείραζε και τόσο πολύ. Ούτε εγώ συμπαθώ τον Αλεξέι Ιβάνιτς. Αν όμως σας κάνει αυτός μια τρύπα; Με τι θα μοιάζει αυτό; Ποιος θα είναι μετά ο ανόητος, αν επιτρέπετε;» 

Τα λογικά επιχειρήματα του ευαίσθητου υπαξιωματικού δε με κλόνισαν. Έμεινα σταθερός στο στόχο μου. 

«Όπως θέλετε», είπε ο Ιβάν Ιγκνάτιτς, «κάντε ό,τι θεωρείτε καλύτερο. Όμως γιατί πρέπει να είμαι εγώ ο μάρτυράς σας; Για ποιο λόγο; Δυο άνθρωποι τσακώνονται μεταξύ τους! Τι το αξιόλογο σ’ αυτό, τολμώ να ρωτήσω. Έχω πολεμήσει με τους Σουηδούς και με τους Τούρκους, πιστέψτε με, έχουν δει πολλά τα μάτια μου.» 

Προσπάθησα να του εξηγήσω τα καθήκοντα του μάρτυρα, αλλά ήταν αδύνατο να με καταλάβει ο Ιβάν Ιγκνάτιτς. 

«Ας γίνει όπως θέλετε», είπε. «Όμως αν ανακατευτώ σ’ αυτή την υπόθεση, θα είναι μόνο για να πάω στον Ιβάν Κουζμίτς και να του καταγγείλω, όπως επιβάλλει το υπηρεσιακό μου καθήκον, ότι κάποιο κακούργημα ενάντια στα συμφέροντα του κράτους σχεδιάζεται να γίνει στο φρούριο, και να τον ρωτήσω αν θα πρέπει ο φρούραρχος να πάρει τα αναγκαία μέτρα…» 

Πανικοβλήθηκε κι άρχισα να ικετεύω τον Ιβάν Ιγκνάτιτς να μην πει τίποτα στο φρούραρχο. Ήταν δύσκολο να τον πείσω, όμως τελικά μου έδωσε το λόγο του και αποφάσισα να τον αφήσω. 

Πέρασα το βράδυ μου, όπως συνήθως, στο σπίτι του φρούραρχου. Προσπάθησα να φαίνομαι εύθυμος και αδιάφορος γι ανα μην προκαλέσω υποψίες και να αποφύγω αδιάκριτες ερωτήσεις, όμως παραδέχομαι ότι δεν είχα την ψυχραιμία εκείνη που ισχυρίζονται ότι έχουν όσοι βρέθηκαν στη θέση μου. Εκείνο το βράδυ ήμουν τρυφερός και ευσυγκίνητος. Η Μάργια Ιβάνοβνα μου άρεσε περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Η σκέψη ότι μπορεί να τη βλέπω για στερνή φορά, με έκανε να την αντιμετωπίζω με ξεχωριστή συγκίνηση. Ο Σβάμπριν ήταν επίσης εκεί. Τον τράβηξα πιο πέρα και τον πληροφόρησα για τη συνομιλία που είχα με τον Ιβάν Ιγκνάτιτς. 

«Τι τους θέλουμε τους μάρτυρες;» μου είπε ψυχρά, «θα τα καταφέρουμε και χωρίς αυτούς». 

Κανονίσαμε να μονομαχήσουμε πίσω από τις θημωνιές που ήταν κοντά στο φρούριο και να συναντηθούμε εκεί το επόμενο πρωί ανάμεσα στις έξι και τις επτά. Φαινόταν ότι μιλούσαμε τόσο φιλικά ώστε ο Ιβάν Ιγκνάτιτς, χαρούμενος, ξεστόμισε το μυστικό: 

«Πολύ καλά», μου είπε με ικανοποίηση, «μια κακή ειρήνη είναι πάντα καλύτερη από μια καλή διαμάχη, είναι καλύτερο να είσαι με πληγωμένο όνομα παρά με πληγωμένο κορμί». 

«Τι είπες, Ιβάν Ιγκνάτιτς;» ρώτησε η Βασιλίσα Γεγκόροβνα, που έριχνε πασιέντζες σε μια γωνιά. «Δεν άκουσα τι είπες». 

Ο Ιβάν Ιγκνάτιτς, που πρόσεξε την ενόχλησή μου και θυμήθηκε την υπόσχεσή του, τα έχασε και δεν ήξερε τι να απαντήσει. Ο Σβάμπριν έσπευσε να τον βοηθήσει. 

«Ο Ιβάν Ιγκνάτιτς χαίρεται για τη συμφιλίωσή μας», είπε. 

«Και με ποιον τσακώθηκες, πατερούλη;» 

«Κατά κάποιον τρόπο, είχαμε μια σοβαρή φιλονικία με τον Πιοτρ Αντρέιτς». 

«Για ποιο λόγο;» 

«Για ασήμαντο λόγο, Βασιλίσα Γεγκόροβνα, για ένα τραγουδάκι». 

«Τι αλλόκοτη αιτία για να τσακωθείτε! Ένα τραγουδάκι! Μα τι συνέβη;» 

«Να πώς: Ο Πιοτρ Αντρέιτς έγραψε ένα τραγουδάκι πρόσφατα και σήμερα το απήγγειλε μπροστά μου κι άρχισα κι εγώ να τραγουδώ το αγαπημένο μου: 

Του λοχαγού η κόρη το μεσονύχτι 

ας μην τριγυρνά έξω απ’ το σπίτι… 

Δημιουργήθηκε παρεξήγηση. Ο Πιοτρ Αντρέιτς θύμωσε αρχικά, όμως έπειτα σκέφτηκε καλύτερα και κατάλαβε πως ο καθένας είναι ελεύθερος να τραγουδά ό,τι του αρέσει. Έτσι έληξε αυτή η υπόθεση». 

Η αδιαντροπιά του Σβάμπριν με έκανε έξω φρενών, όμως κανείς εκτός από μένα δεν κατάλαβε τους άξεστους υπαινιγμούς του και κανένας δεν τους πρόσεξε. Από τα τραγουδάκια η συζήτηση πήγε στους ποιητές· ο φρούραρχος παρατήρησε πως είναι όλοι τους ακόλαστοι και μπεκρήδες. Γι’ αυτό με συμβούλεψε, φιλικά, να σταματήσω να γράφω στιχάκια, σαν μια δραστηριότητα που δεν αρμόζει στη στρατιωτική υπηρεσία και που δεν οδηγεί σε τίποτα καλό. 

Η παρουσία του Σβάμπριν μου ήταν ανυπόφορη. Σύντομα, αποχαιρέτησα το φρούραρχο και την οικογένειά του· όταν πήγα σπίτι, εξέτασα το ξίφος μου, δοκίμασα την αιχμή του και ξάπλωσα στο κρεβάτι, αφού είπα στον Σαβέλιτς να με ξυπνήσει στις έξι το χάραμα. 

Το επόμενο πρωί, την καθορισμένη ώρα, στεκόμουν πίσω από τις θημωνιές περιμένοντας τον αντίπαλό μου. Έφτασε μετά από μένα. 

«Μπορεί να μας καταλάβουν», μου είπε. «Ας κάνουμε γρήγορα». 

Βγάλαμε τα χιτώνιά μας, μένοντας μόνο με το πουκάμισο και γυμνώσαμε τα ξίφη μας. Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ξαφνικά πίσω από τις θημωνιές ο Ιβάν Ιγνάτις μαζί με πέντε βετεράνους στρατιώτες της φρουράς. Μας ζήτησε να πάμε στο φρούραρχο. Δεχτήκαμε με δυσφορία. Οι βετεράνοι στρατιώτες μας περικύκλωσαν και ακολουθήσαμε τον Ιβάν Ιγκνάτιτς που μας οδηγούσε θριαμβευτικά, βηματίζοντας με εξαιρετική σοβαρότητα. 

Μπήκαμε στο σπίτι του φρούραρχου. Ο Ιβάν Ιγκνάτιτς άνοιξε τις πόρτες και ανακοίνωσε πανηγυρικά: «Τους έφερα!» 

Μας υποδέχτηκε η Βασιλίσα Γεγκόροβνα. 

«Αχ, πατερούληδες! Τι ήταν αυτό; Τι; Πώς μπορέσατε; Θα κάνατε φονικό στο φρούριό μας! Ιβάν Κουζμίτς, κλείστους στη φυλακή αμέσως! Πιοτρ Αντρέιτς, Αλεξέι Ιβάνιτς! Δώστε μου τα ξίφη σας, εμπρός, δώστε τα! Παλάσκα, βάλε αυτά τα ξίφη στο κελάρι. Δεν περίμενα κάτι τέτοιο από σένα, Πιοτρ Αντρέιτς, σαν δεν ντρέπεσαι! Καλά ο Αλεξέι Ιβάντις, αυτόν τον έδιωξαν από τη Φρουρά γιατί σκότωσε άνθρωπο, δεν πιστεύει και στο Θεό. Εσύ όμως; Θέλεις να γίνεις σαν κι αυτόν;» 

Ο Ιβάν Κουζμίτς συμφώνησε πλήρως με τη γυναίκα του και πρόσθεσε: «Η Βασιλίσα Γεγκόροβνα έχει απόλυτο δίκιο. Οι μονομαχίες απαγορεύονται από το στρατιωτικό κανονισμό». 

Στο μεταξύ, η Παλάσκα είχε πάρει τα ξίφη μας και τα πήγε στο κελάρι. Εγώ δεν μπορούσα να κρατήσω τα γέλια μου, αλλά ο Σβάμπριν διατηρούσε την αυτοκυριαρχία του. 

«Με όλο το σεβασμό», της είπε ψύχραιμα, «θα πρέπει να παρατηρήσω ότι άδικα μπήκατε σε μπελάδες, θέτοντάς μας υπό την κρίση σας. Αφήστε το στον Ιβάν Κουζμίτς, είναι δική του δουλειά». 

«Αχ, πατερούλη!» αποκρίθηκε η λοχαγίνα. «Δεν είναι ο άντρας και η γυναίκα ένα στην ψυχή και το σώμα; Ιβάν Κουζμίτς, τι σκέφτεσαι εκεί; Κλείδωσέ τους αμέσως σε χωριστά κελιά τον καθένα και δώσ’ τους λίγο ψωμί και νερό, ώσπου να ξανάρθουν στα σύγκαλά τους. Και ας τους βάλει τιμωρία ο παπα-Γεράσιμος να κάνουν μετάνοιες στο Θεό και να ζητήσουν συγχώρεση για τις αμαρτίες τους από τους ανθρώπους». 

Ο Ιβάν Κουζμίτς δεν ήξερε τι να κάνει. Η Μάργια Ιβάνοβνα ήταν εξαιρετικά χλομή. Σιγά σιγά η θύελλα κόπασε. Η λοχαγίνα ηρέμησε και μας έβαλε να φιληθούμε Η Παλάσκα έφερε πίσω τα ξίφη μας. Φύγαμε από το σπίτι του φρούραρχου φαινομενικά συμφιλιωμένοι. Μας συνόδευε ο Ιβάν Ιγκνάτιτς. 

«Δεν ντρέπεσαι;» του είπα θυμωμένα. «Μας ανέφερες στο φρούραρχο, ενώ είχες υποσχεθεί ότι δε θα το κάνεις!» 

«Μάρτυράς μου ο Θεός, δεν είπα τίποτα στον Ιβάν Κουζμίτς», απάντησε, «η Βασιλίσα Γεγκόροβνα με ανάγκασε να της τα φανερώσω. Αυτή κανόνισε τα πάντα, χωρίς να πει ούτε μια λέξη στο φρούραρχο. Όμως, δόξα τω Θεώ, όλα τέλειωσαν καλά». 

Με τα λόγια αυτά έφυγε για το σπίτι του, και μείναμε μόνοι μας ο Σβάμπριν κι εγώ. 

«Δεν μπορούμε να αφήσουμε το θέμα να τελειώσει έτσι», του είπα. 

«Φυσικά όχι», απάντησε ο Σβάμπριν, «θα πληρώσετε με το αίμα σας την αναίδειά σας. Όμως είμαι σίγουρος ότι θα μας παρακολουθούν. Θα πρέπει να παριστάνουμε τους φίλους για μερικές μέρες. Αντίο!»
Η σκηνή της μονομαχίας από την σοβιετική παραγωγή του 1958 Капитанская дочка (πηγή)...
...και από την πλέον πρόσφατη (2012) ιταλική παραγωγή La figlia del capitano (πηγή)
Σχόλια 
Ένα γεγονός που δείχνει τη στενή σχέση ανάμεσα στα αντικείμενα της Ιστορίας και της Γεωγραφίας, είναι το ακόλουθο: μετά το τέλος της επανάστασης του Πουγκατσόφ, η αυτοκράτειρα Αικατερίνη η Μεγάλη θέλησε να σβήσει κάθε μνήμη της εξέγερσης. Για τον λόγο αυτό, αποφάσισε να αλλάξει το όνομα του ποταμού Γιάικ (Yaik / Яик) σε Ουράλη, το όνομα των Κοζάκων του Γιάικ (που ήταν η κύρια δύναμη της εξέγερσης) σε Κοζάκους του Ουράλη, αλλά και της πόλης Γιάιτσκι (Yaitsky / Яицкий) σε Ουράλσκ (Uralsk / Уральск). Το πρώτο πράγμα που κάνει ο κατακτητής είναι να επανονομάζει, όπως γράφει ο Ζακ Ντεριντά, αφού κάθε ονομασία φέρει και επιβάλλει μια ταυτότητα.

Σήμερα, η ίδια πόλη ονομάζεται Οραλ (Орал), ανήκει στο Καζακστάν και διαθέτει ένα μουσείο αφιερωμένο στον επαναστάτη της Εμελιάν Πουγκατσόφ. Το κτήριο λέγεται ότι ήταν το σπίτι της γυναίκας του, την οποία ο Πούσκιν επισκέφτηκε το 1833, ώστε να γράψει την κόρη του λοχαγού. Μέσα στο μουσείο, εκτίθενται αντικείμενα από την καθημερινή ζωή των Κοζάκων (κύρια ασχολία των οποίων ήταν το ψάρεμα στον ποταμό), όπλα της εποχής αλλά και ο θρόνος του Πουγκατσόφ, πάνω στον οποίο ο επαναστάτης παρουσιάστηκε στους αγρότες ως Πέτρος ο Γ'. Στην πραγματικότητα, Πέτρος ο τρίτος ήταν το όνομα του πρώην αυτοκράτορα και συζύγου της Αικατερίνης, που λέγεται ότι δολοφονήθηκε από την ίδια μετά από 6 μόλις μήνες βασιλείας.
Ο θρόνος του επαναστάτη Εμελιάν Πουγκατσόφ (πηγή)
Ο Πουγκατσόφ δικάζει καθισμένος στον θρόνο του
Πίνακας του Βασίλι Περόφ (Василий Перов) (πηγή)
Ο συγγραφέας, παρότι μας δίνει την ιστορία μέσα από τη ματιά του πιστού στο στέμμα πρωταγωνιστή, καταφέρνει μέσα από ορισμένα σχόλια να δείξει τη συμπάθειά του προς τον απλό λαό που βασανίζεται από τη διαμάχη -σ. 118 Περνούσαμε μέσα από χωριά που είχαν λεηλατηθεί από τον Πουγκατσόφ και παίρναμε από τους κακόμοιρους κατοίκους ό,τι είχαν καταφέρει να σώσουν από τους στασιαστές. Παντού είχε διαλυθεί η διοίκηση. Οι γαιοκτήμονες κρύβονταν στα δάση. Οι συμμορίες των κακούργων πλιατσικολογούσαν παντού στην ύπαιθρο. Οι επικεφαλής των αποσπασμάτων που κυνηγούσαν τον Πουγκατσόφ τιμωρούσαν αυθαίρετα ή έδιναν χάρη σε όποιον ήθελαν. Οι επαρχίες στις οποίες λυσσομανούσε η κόλαση της φωτιάς ήταν σε θλιβερή κατάσταση... Να δώσει ο Θεός να μη δούμε ξανά εξέγερση στη Ρωσία, παράλογη κι ανελέητη!  αλλά και ως έναν βαθμό, προς τον Κοζάκο επαναστάτη. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε, ότι ο τότε κατάδικος Πουγκατσόφ, θεωρήθηκε από το μετέπειτα κομμουνιστικό καθεστώς ως λαϊκός ήρωας, αφού εκπροσωπούσε την αγανάκτηση του λαού. Έτσι η πόλη που γεννήθηκε φέρει σήμερα το όνομά του, ενώ στήθηκαν και μνημεία προς τιμήν του. Μια σοβιετική ταινία του 1937 μάλιστα, εξαίρει τα κατορθώματά του ενάντια στους αριστοκράτες-καταπιεστές. Τέλος, να αναφέρουμε ότι συναντάμε το όνομά του και ως ρόλο (βαρύτονου) στην όπερα του César Cui Η κόρη του λοχαγούΑντίθετα, ο χαρακτήρας του διεφθαρμένου αξιωματικού Σβάμπριν συγκεντρώνει όλα τα αρνητικά, χωρίς να του δίνεται καμία δικαιολογία: είναι υποκριτής, γλίσχρος, είρωνας, χαιρέκακος, μοχθηρός, διπρόσωπος... ένας γνήσιος παλιάνθρωπος! 

Στις εικόνες που ακολουθούν, βλέπουμε (αριστερά) το εξώφυλλο από το λιμπρέτο της εν λόγω όπερας (1911) και (δεξιά) την πρώτη σελίδα της πρώτης κανονικής έκδοσης (1837) του βιβλίου του Πούσκιν.


Χρήση στην τάξη
Στις σελίδες 45 και 46 του βιβλίου, διαβάζουμε τα γράμματα που στέλνει ο πατέρας Αντρέι Γκρινιόφ στον γιο του και τον ιπποκόμο που τον συνοδεύει, και παρατηρούμε τη διαφορά ύφους στη γραφή, παρά την αυστηρότητα που χαρακτηρίζει και τα δύο.

«Γιε μου Πιοτρ! Στις 15 του τρέχοντος μηνός λάβαμε την επιστολή σου, με την οποία ζητάς τις πατρικές ευχές και τη συναίνεσή μας για να παντρευτείς με τη Μάργια Ιβάνοβνα, την κόρη του Μιρόνοφ. Δε σκοπεύω να σου δώσω την ευχή μου ή τη συγκατάθεσή μου, αλλά αντίθετα, προτίθεμαι να έρθω εκεί και να σου δώσω ένα καλό μάθημα για τις ζαβολιές σου, σαν κι αυτές ενός άτακτου παιδιού, που δεν ταιριάζουν στο βαθμό του αξιωματικού που φέρεις. Απέδειξες ότι δεν είσαι ακόμη άξιος να φέρεις το ξίφος του αξιωματικού, το οποίο σου δόθηκε για να υπερασπίζεις την πατρίδα και όχι για να μονομαχείς με κάτι μούτρα σαν και τα δικά σου. Θα γράψω αμέσως στον Αντρέι Κάρλοβιτς και θα του ζητήσω να σε μεταθέσει από το φρούριο Μπιελογκόρσκ σε κάποιο πιο μακρινό μέρος, για να σου περάσει η τρέλα. Όταν η μητέρα σου έμαθε για τη μονομαχία και τον τραυματισμό σου, αρρώστησε από τη λύπη της και είναι ακόμη στο κρεβάτι. Τι θα γίνει μ' εσένα; Προσεύχομαι στο Θεό να διορθωθείς, παρόλο που δεν τολμώ να ελπίζω στη μεγάλη ευσπλαχνία Του.»

«Πρέπει να ντρέπεσαι, παλιόσκυλο, που δε μου έγραψες για το γιο μου, Πιοτρ Αντρέιτς, παρά τις αυστηρές οδηγίες μου· ξένοι με πληροφόρησαν για τις τρελές του πράξεις. Έτσι εκτελείς τα καθήκοντά σου και τις διαταγές του κυρίου σου; Θα σε στείλω να βόσκεις γουρούνια, που τόλμησες να μου κρύψεις την αλήθεια και συνωμοτείς με το νεαρό. Μόλις λάβεις την επιστολή μου αυτή, σε διατάζω να μου γράψεις αμέσως για την κατάσταση της υγείας του, για την οποία, όπως σου είπα, με πληροφόρησαν άλλοι, αν έγινε καλά, κι ακόμη σε ποιο σημείο ακριβώς πληγώθηκε και αν το τραύμα του επουλώθηκε καλά».

Διαβάζουμε από το βιβλίο τη φράση (σ.133) Η Μάργια Ιβάνοβνα έβγαλε ένα διπλωμένο χαρτί από την τσέπη της και το έδωσε στην άγνωστη προστάτιδά της, η οποία άρχισε να το διαβάζει. Στη συνέχεια ζητάμε από τους μαθητές μας να αναλάβουν τον ρόλο της Μάσα που γράφει ένα γράμμα στην αυτοκράτειρα παρακαλώντας την να δώσει χάρη στον Πιότρ. Τι ύφος και τι επιχειρήματα θα χρησιμοποιούσαμε για να την πείσουμε ότι ο αγαπημένος μας είναι αθώος;
Τα ανάκτορα του Τσάρσκογε Σελό (Царское Село) -σήμερα αποτελούν προάστιο της πόλης Πούσκιν-
 στους κήπους των οποίων η Μάσα έδωσε στην αυτοκράτειρα το γράμμα της
Στο μάθημα της Γεωγραφίας, μπορούμε να ζητήσουμε από τους μαθητές να εντοπίσουν στον ευρωπαϊκό χάρτη την περιοχή όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα, αφού τους θυμίσουμε ότι πρέπει να αναζητήσουν τοπωνύμια όπως το Όρενμπουργκ (βλ. εικόνα). Στη συνέχεια, χωρισμένοι σε ομάδες, οι μαθητές μας θα μπορούσαν να ασχοληθούν με την αναζήτηση πληροφοριών και την παρουσίαση στην τάξη διαφόρων λαών της στέπας που αναφέρονται στο βιβλίο, όπως οι Κιργίσιοι, οι Μπασκίριοι, οι Κοζάκοι, οι Καλμούχοι και οι Τάταροι. 
Χάρτης που δείχνει την περιοχή όπου έδρασε ο Πουγκατσόφ


Share/Bookmark

Τετάρτη 22 Απριλίου 2015

Μια αλεπουδίτσα πονηριά σταλίτσα


Υπόθεση
Η κυρα-Μαριώ, η παμπόνηρη αλεπού, γέννησε μια αλεπουδίτσα που της έμοιαζε σε όλα... εκτός από την πονηριά! Για να μη γίνει ρεζίλι σε όλο το δάσος για το φοβερό αυτό ελάττωμα της κόρης της, αποφάσισε να την εκπαιδεύσει: ξεκίνησε πρώτα από το σπίτι, όπου της διηγήθηκε μύθους με όλες τις φημισμένες πονηριές που είχαν κάνει οι γιαγιάδες της στο παρελθόν... χωρίς όμως αποτέλεσμα. Την έστειλε έπειτα στο Πρότυπο Πονηρο-Κολέγιο, το πιο ακριβό και σπουδαίο σχολείο της πόλης, για να μάθει την πονηριά κοντά στους ανθρώπους... αλλά και πάλι χωρίς επιτυχία! Δοκίμασε ακόμα και το φροντιστήριο, όπου για ώρες κάθε μέρα η μικρή διδασκόταν πονηρομαθήματα... τόσα, που στο τέλος το κεφάλι της άρχισε να βουίζει και έπεσε άρρωστη στο κρεβάτι! Ο ασβός-γιατρός συνέστησε περισσότερο παιχνίδι και λιγότερες διαδρομές κι έτσι η αλεπουδίτσα συνήλθε. Πώς όμως θα σβήσει ο καημός από την καρδιά της μητέρας της; Ίσως η σοφή κουκουβάγια να έχει μια απάντηση...

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Μεταίχμιο
Συγγραφέας: Κωνσταντίνα Αρμενιάκου
Εικονογράφηση: Βασίλης Γρίβας
ISBN: 978-960-566-208-0
Έτος 1ης Έκδοσης: 2013
Σελίδες: 32
Τιμή: περίπου 3 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ 
Τάξεις: Α', Β', Γ'

Κριτική
Χαριτωμένη διδακτική ιστορία, γραμμένη με χιούμορ και αγάπη, από τη σειρά μικρές καληνύχτες. Με πολύ απλό τρόπο, χωρίς προβλήματα σαφήνειας και μέσα από 700 περίπου λέξεις, η συγγραφέας καταφέρνει να ψυχαγωγήσει τους μικρούς αναγνώστες και ταυτόχρονα να στείλει ένα μήνυμα στις μαμάδες που αγχώνονται για το μέλλον των παιδιών τους... τόσο, που κάνουν αβάσταχτο το παρόν τους! Το σωστό στήσιμο του κειμένου και η πολύχρωμη εικονογράφηση, βοηθούν ώστε το βιβλίο να διαβάζεται ξεκούραστα, από τις τελευταίες σελίδες όμως λείπουν κάποιες δραστηριότητες που ίσως θα βοηθούσαν στην περαιτέρω εμπέδωση του περιεχομένου. Το προτείνουμε ανεπιφύλακτα σε παιδιά των μικρών τάξεων του δημοτικού, αλλά και σε γονείς που ενόψει εξετάσεων έχουν φτάσει στα όριά τους!

  • Χρήσιμα μηνύματα για τους γονείς
  • Προσεγμένη επιμέλεια

Αξίες - Θέματα
Μύθοι, Παραμύθι, Παιχνίδι, Οικογένεια, Αγάπη, Εκπαίδευση.

Εικονογράφηση
Μεικτής τεχνικής σχέδια όπου κυριαρχούν σκούροι τόνοι του καφέ και του πράσινου. Οι ζωγραφιές αναπαριστούν σκηνές από τη διήγηση και συμβάλλουν στην ξεκούραστη ανάγνωση.
Απόσπασμα 
Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα καταπράσινο δάσος,
η παμπόνηρη αλεπού, η κυρα-Μαριώ, γέννησε μια
μικρή αλεπουδίτσα.

- Αχ! Πόσο μου μοιάζει! είπε με καμάρι. Έχει
το χρώμα μου, τη μουσούδα μου, τα μάτια μου,
τ’ αυτιά μου και φυσικά θα ‘χει την πονηριά και
την εξυπνάδα μου.

Μα αλίμονο! Όταν μεγάλωσε η μικρή αλεπουδίτσα,
έγινε ολόιδια με τη μαμά της σε όλα εκτός από ένα:
την πονηριά!

- Τι κακό με βρήκε! μονολογούσε η κυρα-Μαριώ.
Ρεζίλι θα γίνω σε όλο το δάσος. Είναι δυνατόν;
Μια τόσο χαριτωμένη αλεπουδίτσα, μα πονηριά
σταλίτσα;

Την αγαπούσε βέβαια τη μικρή της αλεπουδίτσα
η κυρα-Μαριώ, όπως όλες οι μανούλες αγαπούν
τα παιδιά τους, κι ας μην είναι σούπερ-σούπερ τέλεια.
Μα στεναχωριόταν κιόλας με το ελάττωμα της αλεπουδίτσας
της, γιατί, πώς να το κάνουμε, αλεπουδίτσα με πονηριά
σταλίτσα γίνεται; Ε, δε γίνεται!

«Ας είναι» σκέφτηκε η κυρα-Μαριώ.
«Μπορεί να μη γεννήθηκε πονηρή η αλεπουδίτσα μου,
μα θα γίνει. Θα την εκπαιδεύσω εγώ!
Θα της μάθω την ένδοξη Αλεπουδοϊστορία,
για να διδαχτεί από τα κατορθώματα των προγόνων της».

Έτσι, η κυρα-Μαριώ άρχισε να διηγείται στη
μικρή αλεπουδίτσα όλες τις πονηριές
που είχαν κάνει οι γιαγιάδες της.

- Μια φορά, μικρή μου, η προ-προ-προγιαγιά σου,
η κυρα-Μαριώ, ξεγέλασε τον κόρακα και του έφαγε
το τυρί. Του είπε ότι είναι σπουδαίος τραγουδιστής
και ότι θα ήθελε να ακούσει τη φωνή του. Ο κόρακας
ξέχασε ότι κρατούσε στο ράμφος του το τυρί κι άρχισε
να τραγουδάει. Πέφτει το τυρί, τ’ αρπάζει η προ-προ-
προγιαγιά σου και το κάνει μια χαψιά.
Κατάλαβες;

- Κατάλαβα, κατάλαβα, είπε η αλεπουδίτσα.
Η προ-προ-προγιαγιά μου έλεγε πολλά ψέματα.

- Μα όχι, καλή μου, η προ-προ-προγιαγιά σου
ήταν πονηρή. Πο-νη-ρή.

Όπως και η προγιαγιά σου, η κυρα-Μαριώ,
που για να ξεγελάσει τις κότες ντύθηκε γιατρός,
μπήκε στο κοτέτσι και μόλις κάθισαν οι κότες
να τις εξετάσει, ξέρεις… γλουπ γλουπ,
τις έκανε μια χαψιά. Κατάλαβες;

- Κατάλαβα, κατάλαβα, είπε η αλεπουδίτσα.
Η προγιαγιά μου μεταμφιεζόταν συνεχώς
σαν να ήταν Καρναβάλι.
Σχόλιο
Η μαμά-αλεπού διηγείται στην κόρη της δυο μύθους του Αισώπου, με σκοπό να την διδάξει τι σημαίνει πονηριά. Η μικρή όμως είναι γεμάτη αθωότητα, αδυνατεί να «μπει στο νόημα» και βγάζει από τις ιστορίες δικά της συμπεράσματα... Ίσως με αυτό τον τρόπο να μας μεταφέρει ένα έμμεσο μήνυμα για το ότι οι αξίες που πλαισίωναν την παιδεία τα παλαιότερα χρόνια, έχουν σήμερα αλλάξει αρκετά. Σε σχέση με διδάγματα του τύπου "Να πονηρεύεσαι για το τι θέλουν από εσένα αυτοί που σε πλησιάζουν" που αποσκοπούσαν στο να προστατεύσουν τα παιδιά από την αφέλεια, αλλά ταυτόχρονα απέπνεαν καχυποψία και συντηρητισμό, στην εποχή μας είναι πιο δημοφιλή εκείνα που προωθούν την ενσυναίσθηση, την ανεκτικότητα στο διαφορετικό και τη συνεργασία.

Με τις διαφορετικές ανάγκες των μαθητών του σήμερα έχει να κάνει κι ένα δεύτερο θέμα που εμμέσως θίγεται και δεν είναι άλλο από την αξία του παιχνιδιού. Το παιχνίδι δεν είναι τόσο σπουδαίο όσο το σχολείο, λέει η μαμά αλεπού για να δικαιολογήσει την εξαντλητική εκπαιδευτική δοκιμασία στην οποία υποβάλλει την κόρη της. Χρειάζεται ξεκούραση και παιχνίδι... το σχολείο μπορεί να περιμένει, λέει αντίθετα ο γιατρός. Ποιος από τους δύο έχει δίκιο; Ίσως και οι δύο! Γλωσσικά, οι λέξεις παιδί, παιδεύω και παιχνίδι ανήκουν στην ίδια οικογένεια (όπως αναλύεται στο άρθρο του Ν. Σαραντάκου)· αλλά και στη φύση, παρατηρώντας το ζωικό βασίλειο, διαπιστώνουμε ότι παιχνίδι και μάθηση συνδέονται άρρηκτα. Ευτυχώς για τα παιδιά, η παραπάνω σχέση αναγνωρίζεται προοδευτικά και από το σύγχρονο σχολείο. Σε αυτό, βλέπουμε να δοκιμάζονται όλο και πιο θαρραλέα, ηλεκτρονικές εφαρμογές που επιτρέπουν στους μαθητές να διασκεδάζουν και ταυτόχρονα να εκπαιδεύονται. Πολλοί νοήμονες φυσικά ανησυχούν, με το ότι τόσο η εκπαίδευση όσο και το παιχνίδι αρχίζουν να περνούν όλο και περισσότερο μέσα από οθόνες και καλώδια. Όπως όμως αναφέραμε στην αρχή της παραγράφου, οι προτιμήσεις των παιδιών της σύγχρονης γενιάς έχουν αλλάξει (βλ. και Prensky που τους χαρακτηρίζει ψηφιακά ιθαγενείς), οι υπολογιστές αποτελούν πλέον αναπόσπαστο μέρος της ζωής τους και στην σχολική πράξη οφείλουμε αν μη τι άλλο να το συνειδητοποιήσουμε.
 
Χρήση στην Τάξη
Στην τάξη, μπορούμε στο μάθημα της Γλώσσας να ασχοληθούμε με τα σημεία στίξης και συγκεκριμένα τα ενωτικά, μια και στο κείμενο χρησιμοποιούνται σε λέξεις όπως κυρα-Μαριώ και Πονηρο-κολέγιο. Επίσης, θα μπορούσαμε να αξιοποιήσουμε τις παρακάτω έμμετρες αποδόσεις των δύο αισώπειων μύθων που αναφέρονται στην ιστορία, αξιοποιώντας τες στην ορθογραφία, ζωγραφίζοντας ή δραματοποιώντας τα μέρη που θα μας εμπνεύσουν.

Το κοράκι και η αλεπού, σε απόδοση Ι.Ν. Κυριαζή από τη σελίδα του 100 μύθοι του Αισώπου
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απ’ το χώμα.
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη·
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε, είπε, να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει.
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει.
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του, να κράξει,
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά ν’ αρπάξει.
Και πριν να φάει τη λεία της, του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια:
« Όλα θα τα ’χες κόρακα, τίποτε να ζηλεύεις,
αν αποκτούσες και μυαλό· γι’ αυτό δε βασιλεύεις ».

Η αλεπού γιατρός, σε απόδοση Μιχ. Δ. Στασινόπουλου, από το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού

Στα κλωσσοπούλια έπεσε γρίππη,
θέλουν γιατρό, μα γιατρός λείπει.
Το ’μαθε η Αλούπω η κυρά
και τα λυπήθηκε βαριά.
– Τα γιατρικά μου θα μαζέψω,
και τρέχω ευθύς να τα γιατρέψω.
– Πώς είστε, ορνίθια μου καλά,
τι νιώθετε, πού σας πονά;
Και της απάντησαν και κείνα:
– Είμαστε μια χαρά και φίνα.
Και θα ’μαστε και πιο καλά,
αν μας αδειάσεις τη γωνιά.


Όσοι επιμένουν στη ζωγραφική και αγαπούν τους ήρωες του Disney, μπορούν εδώ να βρουν οδηγίες για το πώς θα σχεδιάσουν τους πρωταγωνιστές της ταινίας The Fox and the Hound.
Η πρώτη γνωριμία μεταξύ Todd και Copper (πηγή)

Share/Bookmark

Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2014

Στα ίχνη της Σπασμένης Σάρισας

Υπόθεση
Σ' ένα παραλιακό καπνοχώρι της Πύδνας στις αρχές της δεκαετίας του '60, μια παρέα παιδιών χαίρεται την ξεγνοιασιά των τελευταίων ημερών πριν ανοίξουν τα σχολεία. Όταν ο καιρός είναι καλός, απολαμβάνουν τους θησαυρούς της θάλασσας: γαρίδες, καβούρια, μύδια, κυδώνια. Όταν βρέχει, αναζητούν τους θησαυρούς που ξεβγάζει η γη τους, αφού τα χωράφια στο χωριό είναι γεμάτα αρχαιότητες. Όσα αντικείμενα τα θεωρούν πολύτιμα, τα συλλέγουν ή τα πουλάνε στον παλιατζή. Τα υπόλοιπα τα χρησιμοποιούν άλλοτε ως οικοδομικά υλικά και άλλοτε όπως τύχει: ως γλάστρες, ποτίστρες ή στηρίγματα νεροχύτη!

Μια μέρα, ο νονός του Διομήδη αγοράζει ένα τρακτέρ, που στο πρώτο του όργωμα θα φέρει στο φως έναν μεγάλο μακεδονικό τάφο. Τα παιδιά τον ερευνούν, αποσπούν μερικά ευρήματα και τα κρύβουν σε μια αποθήκη· όμως ο καταχθόνιος έμπορος των τρακτέρ καταφέρνει να τους τα αποσπάσει. Τότε ο πατέρας του Διομήδη στήνει μια έξυπνη παγίδα και βοηθάει την αστυνομία να συλλάβει τον αρχαιοκάπηλο και τους συνεργούς του.

Όταν σε λίγο καιρό το σχολείο ξεκινάει, ο νέος δάσκαλος του χωριού Αντώνιος Μανιά εμπνέει με τις πατριωτικές του θέσεις τα παιδιά και τους γονείς τους, ώστε ν' αρχίσουν να αντιμετωπίζουν με μεγαλύτερο σεβασμό τις αρχαιότητες του τόπου τους.

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Ακρίτας Παιδικά
Συγγραφέας: Ιουλία Ζαννάκη - Λιάλιου
Εικονογράφηση: Δημήτρης Καρατζαφέρης
ISBN: 978-960-328-201-4
Έτος 1ης Έκδοσης: 2003
Σελίδες: 170
Τιμή: περίπου 8 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Ε', Στ'

Κριτική
Απλοϊκό μυθιστόρημα πατριωτικού προσανατολισμού που εξετάζει το θέμα της αρχαιοκαπηλίας από την οπτική των αγροτικών πληθυσμών. Το κείμενο εμφανίζει κατά σημεία αρκετές αδυναμίες: Άλλοτε έλλειψη σαφήνειας και προσανατολισμού, άλλοτε αποσπασματικότητα (όπως π.χ. στην περίπτωση της αρχαίας ιστορίας που προσγειώνεται στη διήγηση χωρίς καμιά σύνδεση με τα προηγούμενα -και ελάχιστα επηρεάζοντας τα επόμενα), ενώ οι χαρακτήρες προβάλλουν μονοδιάστατοι. Η επιμέλεια θα μπορούσε κι αυτή να είναι πιο προσεγμένη, ώστε να αποφεύγονται αχρείαστα italics όπως στις σελίδες 9-12. Από άποψη περιεχομένου, εκτός από την χαριτωμένη ιδέα που στηρίζει την πλοκή, συναντάμε διάφορα θέματα που όμως θίγονται επιφανειακά (όπως το πέρασμα του πρωταγωνιστή στην εφηβεία, στο οποίο αφιερώνονται μόλις δύο σελίδες [139-140] και ο υπότιτλος του βιβλίου - ο οποίος για κάποιον λόγο δεν αναγράφεται στο εξώφυλλο) ενώ όταν στο τρίτο σκέλος της ιστορίας το ρόλο του πρωταγωνιστή αναλαμβάνει ο δάσκαλος, κάνει την εμφάνισή του και διδακτισμός. Τα εννέα κεφάλαια (από 5 έως 27 σελίδες το καθένα) του βιβλίου διαβάζονται ωστόσο γρήγορα, καθώς η πλοκή τρέχει και οι σελίδες είναι αραιά γραμμένες (λιγότερες από 200 λέξεις στην καθεμιά). Η εικονογράφηση είναι παρούσα και συμβάλλει αρκετά στην διαμόρφωση κλίματος. Τελικά, θα προτείναμε το βιβλίο περισσότερο σε παιδιά των μεγάλων τάξεων του Δημοτικού που ενδιαφέρονται για την αρχαιολογία ή τα απασχολεί το θέμα της αρχαιοκαπηλίας. 

  • Χαριτωμένη ιδέα πίσω από την πλοκή
  • Ρεαλιστική προσέγγιση της νοοτροπίας των χωρικών

  • Αρκετές οι αδυναμίες του κειμένου (αστοχίες, ασάφειες)
  • Σημεία που θα μπορούσαν να έχουν δουλευτεί περισσότερο
  • Προσεγγίσεις που μπορεί να παρεξηγηθούν από τους αναγνώστες

Αξίες - Θέματα
Ιστορία - Αρχαιολογία, Αρχαιοκαπηλία, Φιλία, Πατριωτισμός, Ειλικρίνεια, Υπευθυνότητα, Μακεδονία.

Σκηνές που ξεχωρίσαμε
Η σκηνή όπου τα παιδιά ανακαλύπτουν τον αρχαίο τάφο

Εικονογράφηση
Η εικονογράφηση συνοδεύει με αρκετή επιτυχία την ιστορία, ενώ οι πέντε ολοσέλιδες και αρκετές εμβόλιμες στο κείμενο ζωγραφιές συμβάλλουν στη διαμόρφωση του κλίματος και κάνουν την ανάγνωση πιο ευχάριστη.
Απόσπασμα
Άρχισαν να κυνηγιούνται ώσπου έφτασαν λαχανιασμένοι στο χωράφι.

- Κοίτα πώς το έκανε, είπε ο Μπάμπης δείχνοντας το φρεσκοοργωμένο κτήμα, αλοιφή!

Μα κανείς πια δεν τον άκουγε. Προχωρούσαν σκυμμένοι ο ένας πλάι στον άλλο όπως ήταν συμφωνημένο από παλιά. Ξαφνικά τα γαβγίσματα του σκύλου, που είχε προχωρήσει μπροστά τους, τράβηξαν την προσοχή τους. Στο κέντρο περίπου του χωραφιού, εκεί που σχηματιζότανε μια γούβα, το σκυλί γύριζε γύρω γύρω, οσφραινόταν και έσκαβε τη γη με τα πόδια του. Ο Ορέστης του σφύριξε μα αυτό δεν έδωσε καμιά σημασία. Εξακολούθησε να γαβγίζει στο ίδιο σημείο, μανιασμένα.

- Βρήκε λαγό, ενθουσιάστηκε η Μερόπη.

- Μη λες χαζομάρες, πού να βρεθεί εδώ ο λαγός, αρουραίο μυρίστηκε.

- Και τον παραφυλάει έξω από την τρύπα του, είπε ο Ορέστης και πήγε κοντά του. Έκανε να τον πιάσει από το περιλαίμιο και τότε είδαν έκπληκτοι το φίλο τους να βουλιάζει βγάζοντας μια κραυγή τρόμου.

- Το πόδι μου, το πόδι μου, φώναξε, βοήθεια βουλιάζω.

Τ’ αγόρια έτρεξαν κοντά του, τον άρπαξαν από τα χέρια και τον τράβηξαν έξω. Χώματα κατρακύλησαν στο κενό που άφησε…

- Πηγάδι, μουρμούρισε τρομαγμένη η Περσεφόνη.

- Το σκέπασμά του φαίνεται ότι έσυρε το πρωί το τρακτέρ, είπε ο Διομήδης.

- Τι πηγάδι και σαχλαμάρες, τρύπα αρουραίου βρήκε αυτός, είπε ο Κώστας.

- Το πόδι μου δε χώθηκε σε τρύπα αρουραίου, τον διέκοψε ταραγμένος ακόμη ο Ορέστης. Είχα πολύ κενό από κάτω αφού το κουνούσα πέρα δώθε. Ο Κώστας έσκυψε και αφουγκράστηκε τον ήχο που έκαναν τα χώματα και οι πέτρες που συνέχιζαν να πέφτουν.

- Έλα βρε Διομήδη ν’ ακούσεις.

Τα δυο αγόρια έσκυψαν και έστησαν αφτί.

- Ακούς; Σου φαίνεται σα να πέφτουν σε πηγάδι;

- Όχι, κάπου κοντά πέφτουν. Τα ακούω που φτάνουν στον πάτο.

- Λες να είναι καμιά σπηλιά; Είπε ο Κυριάκος.

- Έχεις το φακό μαζί σου; Τον ρώτησε ανυπόμονα ο Κώστας.

- Ναι. Έχει και καινούργια μπαταρία.

- Δεν πιστεύω να σκέπτεσαι να μπεις μέσα; Είπε φοβισμένη η Περσεφόνη.

- Και βέβαια θα μπω, φέρε εκείνη την τσάπα του Ανδρόνικου βρε Μπάμπη. Έτσι μπράβο, άιντε βοηθάτε, τι με κοιτάτε, πρέπει πρώτα να μεριάσουμε τα χώματα για να δούμε πόσο είναι το άνοιγμα. Εδώ πιάσαμε λαβράκι.

- Τι λες μωρέ Κώστα; Απόρησε η Μερόπη.

- Το έχει καταλάβει ως και ο Γκέκας και συ ακόμη εκείεει, την κορόιδεψε ο Διομήδης. Αρχαίος τάφος πρέπει να είναι, δεν το κατάλαβες ακόμη;

Τ’ αγόρια πήραν φωτιά. Ο Πέτρος με την τσάπα και οι άλλοι με τα χέρια έσκαβαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Σε λίγη ώρα είχαν ανοίξει ένα λάκκο και στο βάθος του κάτι άσπριζε.

- Τι σας έλεγα; Είπε θριαμβευτικά ο Κώστας. Γονατίζοντας καθάρισε την επιφάνεια. Να και το άνοιγμα.

Πράγματι, το τρακτέρ είχε σπρώξει το τελευταίο κομμάτι της σκεπής κι έτσι είχε δημιουργηθεί ένα στενό πέρασμα.

- Για δώσε μου το φακό, Κυριάκο. Τάφος είναι, μην πηδάτε όλοι μέσα, θα τον ξαναγεμίσετε χώματα.

- Τι κάνουμε τώρα; Ρώτησε ο Μπάμπης.

- Μπαίνουμε μέσα!

- Τι λες, βρε Κώστα, ούτε μωρό δε χωράει να περάσει από κει.

- Εσύ Μπαμπίκο μου, έτσι στρουμπουλός που είσαι σίγουρα δεν περνάς, είπε ζυγιάζοντας με το βλέμμα τους φίλους του. Ίσως περνάει ο Διομήδης. Πάψε βρε Γκέκα, μας ζάλισες.

- Γιατί γαβγίζει αυτός; Είπε η Περσεφόνη.

- Δεν ακούς που χαρχαλίζει ο μάγκας εκεί μέσα;

- Ποιος… μάγκας;

- Κοίτα την πώς γούρλωσε τα ματάκια της η γενναία, ποιος άλλος από τον πρόγονό σου τον Περσέα, έσκασε στα γέλια το αγόρι.

- Τυφλοπόντικας είναι, την καθησύχασε ο Ορέστης.

- Πάμε να φύγουμε, είπε η Μερόπη. Δε θα έχει και τίποτε μέσα. Έτσι επάνω επάνω που είναι θα τον έχουν αδειάσει.

- Όποιος θέλει φεύγει, εγώ πάντως θα μπω μέσα, επέμενε ο Κώστας. Ελάτε να σπρώξουμε λίγο την πέτρα, μπας και μπορέσουμε να την μετακινήσουμε λίγο ακόμη.

Ο Πέτρος και ο Ορέστης, που ήταν και οι πιο χειροδύναμοι, κατέβηκαν, στερέωσαν τα πόδια τους πίσω και έσπρωξαν με όλη τους τη δύναμη.

Κουνήθηκε… κουνήθηκε… ξεφώνισαν όλοι ενθουσιασμένοι.

- Μη ρίχνετε το βάρος σας επάνω, να σπρώχνετε και να ανασηκώνετε όσο μπορείτε, τους συμβούλεψε ο Κώστας και πήδησε πλάι τους.

- Ένα… δυο… τρία… οοοπ! Ένα δύο τρία οοοπ!

- Μετακινήθηκε μια παλάμη περίπου, είπε ο Διομήδης.

Ξαναέσπρωξαν, μα η πέτρα δε μετακινήθηκε ούτε χιλιοστό. Έκαναν ακόμη μερικές προσπάθειες, αλλά τίποτε!

- Βγείτε, χρειάζεται κι άλλο σκάψιμο, είπε ο Πέτρος. Εγώ θα σκάβω και σεις θα βγάζετε τα χώματα. Πρέπει να ελευθερώσουμε την πέτρα, να δούμε πόση είναι και από πού μπορούμε να τη σπρώξουμε. Αυτό κάνουμε στις οικοδομές, όταν ανοίγουμε με τον πατέρα μου τα θεμέλια, πρόσθεσε και αρπάζοντας την τσάπα άρχισε να σκάβει.

Τα αγόρια ξάπλωσαν και άρχισαν με τις χούφτες να τα παίρνουν και να τα πετούν πίσω τους. Η ώρα περνούσε, τα παιδιά ιδρωμένα είχαν γίνει ένα με τη γη. Σε λίγο ο σωρός γύρω από την πέτρα είχε αδειάσει και φαινόταν και ένα τμήμα της θολωτής οροφής. Το υνί είχε φαίνεται γαντζωθεί στην άκρη της στενόμακρης πέτρας και τν είχε σύρει αφήνοντας ένα μικρό κενό.

Τα αγόρια μπήκαν προσεκτικά στο λάκκο και άρχισαν να σπρώχνουν όλα μαζί.

- Ασήκωτη είναι, που να πάρει! Είπε λαχανιασμένος ο Κώστας.

- Άντε, λίγο ακόμη θέλει, τους ενθάρρυνε ο Διομήδης.

Τα κορίτσια παρακολουθούσαν με κομμένη ανάσα τις προσπάθειες των φίλων τους. Μόλις  μέριασε η πέτρα έβγαλαν κραυγές ενθουσιασμού.

- Τώρα μάλιστα, είπε ο Πέτρος.

- Για βγείτε να δω αν χωράω, είπε ανυπόμονα ο Κώστας.

- Άσε, θα μπω εγώ που είμαι πιο αδύνατος, είπε ο Διομήδης.

- Να κάτσεις εκεί που είσαι, τον εμπόδισε ο Μπάμπης αρπάζοντάς τον από την μπλούζα.

- Ρε Μπαμπίκο, δεν σταματάς να του κάνεις την νταντά. Ξάδερφός του είσαι, δεν είσαι κηδεμόνας του.

Το πρόσωπο του Διομήδη βάφτηκε κόκκινο από την προσβολή.

- Εσύ να μην ανακατεύεσαι, είπε στον ξάδερφό του οργισμένος. Είπα θα κατέβω και θα κατέβω.

Ξαφνικά, μέσα από το άνοιγμα ξεπετάχτηκε ένας τυφλοπόντικας πανικόβλητος και το σκυλί τον έστρωσε στο κυνήγι.

- Λοιπόν, πρώτα θα κατέβω εγώ και μετά ο Διομήδης, είπε αποφασιστικά ο Κώστας. Έχω βγει από το φεγγίτη του σχολείου, που το πλάτος του ήταν πιο στενό απ’ αυτό.

Σιγούρεψε το φακό στην τσέπη του, πέρασε κανονικά τα πόδια του, το σώμα του, ζυγιάστηκε για λίγο και πήδησε.

- Εντάξει; Ρώτησαν με αγωνία.

- Μια χαρά, μάλλον έπεσα στο σαλόνι.

Ο Διομήδης, μικρόσωμος και ευέλικτος, πέρασε εύκολα το σώμα του, μετά το κεφάλι του. Ο φακός φώτιζε αρκετά το χώρο. Είδε τον Κώστα αποκάτω να περιμένει να τον πιάσει. Άφησε τα χέρια του, πήδηξε στο πάτωμα, έχασε την ισορροπία του και χτύπησε στον τοίχο.

Γύρισε ξαφνιασμένος και είδε εκεί που ακούμπησε κάτι σαν ζωγραφιά.

- Κώστα, κοίτα, φώναξε έκπληκτος.

- Α, ρε. Τι είναι αυτό; Έχεις μαζί σου μαντίλι;

Έγνεψε αρνητικά.

- Τα κορίτσια σίγουρα θα έχουν. Πετάξτε κανένα μαντίλι ή κουρέλι να ξεσκονίσουμε λίγο, τους διέταξε.

- Δεν έχουμε μαντίλια, πάρτε τη ζακέτα μου, είπε η Περσεφόνη και την έριξε.

- Είσαι θησαυρός, την παίνεσε ο Κώστας ευχαριστημένος.

- Κώστα, Κώστα, φώτισέ μου εδώ και δώσε μου τη ζακέτα…

Το αγόρι με τρεμάμενο χέρι σκούπισε ένα σημείο του τοίχου και απόμεινε να κοιτά θαμπωμένο. Βιαστικά, δίχως να νοιάζεται για τη σκόνη που τον έλουζε, σκούπισε και το υπόλοιπο. Δε χόρταινε να βλέπει.

Δίπλα του, βουβός από θαυμασμό, ο Κώστας χάζευε τη ζωγραφιά.

- Έλα, βρήκατε τίποτε;

Οι φωνές των φίλων τους τούς συνέφεραν.

- Μια τοιχογραφία, φώναξε και την ξανασκούπισε προσεκτικά.

Ήταν μια αναπαράσταση, μια φωτογραφία θα έλεγε κανείς της παραλίας.

Στο λοφίσκο ήταν σταματημένη μια άμαξα με ένα κάτασπρο άλογο. Ο ηνίοχος κρατούσε τα γκέμια και όρθιος ατένιζε τη θάλασσα. Καθώς το φως έπεφτε πάνω της δημιουργούσε σκιές και αυτές έκαναν την εικόνα να φαντάζει ζωντανή, σαν να την έβλεπες από κάποιο παράθυρο που άνοιγε και σε γύριζε πίσω στο χρόνο που πέρασε.

Γύρισε από την άλλη πλευρά και με γρήγορες κινήσεις άρχισε να καθαρίζει τον τοίχο.

Εδώ υπήρχε μια σκηνή κυνηγιού. Ήταν σίγουρα ο ίδιος νέος, ψηλός, με σγουρά χρυσά μαλλιά, μόνο που εδώ κρατούσε τόξο. Τα σκυλιά έτρεχαν στο γνώριμο δάσος με τις λεύκες ενώ το θήραμα, ένα καταπληκτικά όμορφο ελάφι, πηδούσε πάνω από ένα ρυάκι, με τα μπροστινά του πόδια λυγισμένα και τα πίσω τεντωμένα έτσι που νόμιζες πως από στιγμή σε στιγμή θα ξεπετιότανε μπροστά σου, λεύτερο σαν τον άνεμο, απαλλαγμένο από τους διώκτες του, μακριά από το πετρωμένο τοπίο.

- Ελάτε βρε παιδιά, τι κάνετε εκεί κάτω, μη μας κοψοχολιάζετε, ακούστηκε παραπονιάρικη η φωνή της Μερόπης.

 - Έχει άλλη μια τοιχογραφία που δείχνει έναν κυνηγό, απάντησε ο Κώστας.

Τα λόγια του φίλου του αντήχησαν τόσο φτωχά, τόσο ψυχρά μπροστά σ’ αυτή την ασύλληπτη ομορφιά. Όσο και να προσπαθούσε θα ήταν αδύνατο να εκφράσει, να περιγράψει την κίνηση, τις λεπτές αποχρώσεις, την πλαστικότητα και την αρμονία της.

- Είναι πανέμορφες, δεν μπορώ να σας τις περιγράψω…

- Άσε την ενημέρωση και κοίταξε, εδώ υπάρχει ένα άνοιγμα με καμάρα που οδηγεί σε άλλο δωμάτιο· πίσω σου πρέπει να είναι η είσοδος, είπε ο Κώστας, κι έριξε το φως του φακού προς τα εκεί.

Ο Διομήδης γύρισε και κοίταξε. Πράγματι υπήρχε μια μαρμάρινη δίφυλλη πόρτα, που θα πρέπει να ήταν η είσοδος του τάφου.

- Πάμε στο άλλο δωμάτιο, εδώ δεν υπάρχει τίποτε, μόνον αυτά τα δύο κομμάτια μάρμαρο. Φαίνεται θα υπήρχε κάποιος πάγκος εδώ, είπε ο Κώστας.

- Λες να το έχουν αδειάσει;

- Άντε, προχώρα να δούμε.

Μα δεν τον άκουγε, το βλέμμα του είχε σταθεί μαγεμένο θαρρείς στις τοιχογραφίες.

- Άντε κουνήσου, τι έπαθες, φοβάσαι; Θύμωσε ο Κώστας και προχώρησε μπροστά με τη γνώριμη αποφασιστικότητά του. Πέρασαν στο άλλο δωμάτιο, ο Κώστας έριξε το φως γύρω γύρω και στάθηκε στο βάθος όπου κάτι διακρινότανε.

- Κι άλλος πάγκος πέτρινος. Γύρω γύρω είναι αγγεία και τέτοια, είπε ο φίλος του. Σιγά μην πατήσεις τίποτε.

Και τότε ο Διομήδης ένιωσε να τον διαπερνά ένα ξαφνικό ρίγος, πάγωσε, τα πόδια του άρχισαν να τρέμουν, κάτι απειλητικό τον τύλιξε, ο αέρας λιγόστεψε και του κόπηκε η αναπνοή. Τα μάτια του θόλωσα. «Θα λιποθυμήσω», σκέφθηκε και τσίμπησε δυνατά το χέρι του, «θα λιποθυμήσω και θα γίνω ρεζίλι». Κούνησε το κεφάλι του να ξεζαλιστεί και τσιμπήθηκε πάλι.

- Για κράτα το φακό και φέγγε εδώ κάτω, έτσι μπράβο, μην τον κουνάς και με ζαλίζεις.

Προσπαθούσε να κάνει ό,τι του έλεγε, όμως εκείνη η ανατριχίλα δεν έλεγε να του περάσει. Είδε με δέος το φίλο του να πιάνει ένα ένα τα αντικείμενα που βρίσκονταν γύρω από τον πάγκο και να τα μεριάζει.

- Ασύλητος είναι! Είπε θριαμβευτικά ο Κώστας.

Και οι λέξεις αυτές μεγάλωσαν την ταραχή του. Ένιωθε πίσω του καρφωμένα τα μάτια του νέου να τον παρακολουθούν θυμωμένα, γιατί παραβίασε το άδυτό του. Γιατί αγγίζανε τα δώρα των δικών του.

- Μα τι έπαθες, τρέμει το χέρι σου; Έλα κοντά και φέξε εδώ στον πάγκο, νευρίασε ο Κώστας.

- Αυτό μάλιστα, είπε σφυρίζοντας θαυμαστικά. Δώσε μου τη ζακέτα.

Την πήρε και την άπλωσε δίπλα του. Μετά ακούμπησε πάνω της με προσοχή το εύρημά του.

Τι είναι; Ψιθύρισε ο Διομήδης.

- Στεφάνι και ελπίζω χρυσό, του απάντησε αφοσιωμένος να κοιτάζει τώρα διάφορα μικροαντικείμενα.
Σχόλια
Από παιδαγωγική άποψη, υπάρχουν κάποια προβληματικά σημεία που οφείλουμε να επισημάνουμε. Καταρχάς, στο κείμενο συναντάμε συχνά πυκνά λέξεις και φράσεις άκομψες, όπως π.χ. «σκάστε ρε», «τι λες βρε βλάκα» «άντε ρε χέστη» κτλ. που χρησιμοποιεί ο "περπατημένος" της παρέας, Κώστας. Έπειτα, η ηθική διάσταση κάποιων γεγονότων βάζει σε σκέψεις· το ότι π.χ. ο νεαρός Διομήδης δεν εμπιστεύεται τον ίδιο του τον παππού και φοβάται μήπως τον κορόιδεψε για να μην του δώσει μερτικό (σ.41), ή το ότι μπροστά στα μάτια του η γιαγιά του κλέβει έναν έμπορο στο μέτρημα (σ.52) χωρίς κανείς να ασκήσει κριτική, είναι θέματα που καλό είναι να προσέξουμε. Από την άλλη, το ότι τα παιδιά συνεργάζονται για να αποσπάσουν τα πολύτιμα ευρήματα από τον αρχαίο τάφο, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε πως δίνει ένα θετικό μήνυμα, ακόμα και αν η ενέργειά τους αυτή είναι παράνομη. Και πάλι ωστόσο, το γεγονός ότι το ζήτημα με τον αρχαιοκάπηλο λύνεται τελικά χάρη σ' ένα σχέδιο που συλλαμβάνει, οργανώνει και εκτελεί χωρίς τη συμμετοχή των παιδιών ο πατέρας του Διομήδη, υποβιβάζει τελικά τους νεαρούς ήρωες σε απλούς παρατηρητές.
Στο τρίτο μέρος του βιβλίου, ο δάσκαλος Αντώνης Μανιά, βάζει με το αυστηρό του ύφος τους μαθητές -αλλά και τους αναγνώστες- στη θέση τους, με ένα ρεσιτάλ "πατριωτικών" εκφράσεων που ίσως αποδίδουν ως έναν  βαθμό το εκπαιδευτικό κλίμα της εποχής, χρήζουν ωστόσο ανάλυσης. Μεταξύ άλλων, διαβάζουμε τα:
...αν δεν έχεις το θάρρος να το πεις κατάμουτρα, να φορέσεις φουστάνια (σ.141)
...είμαστε όλοι στρατιώτες (σ.144)
...Όλοι είμαστε μια φυλή. Μια αθάνατη φυλή (σ.160)

Τα παιδιά φαίνεται να επηρεάζονται έντονα από τη διδασκαλία του (σ.167) Όταν ο δάσκαλος τελείωσε, τα νύχια του παιδιού είχαν πληγώσει τις χούφτες του, και χρησιμοποιούν τα διδάγματά του όπως τύχει (σ. 96)
- Πας μη Έλλην βάρβαρος, είπε σιγανά ο Γιώτης
- Τι είπες; ρώτησε ξαφνιασμένος ο Ορέστης. 
- Θυμάστε τι μας είχε πει ο δάσκαλος ότι έλεγαν οι Αρχαίοι; Ότι όποιος δεν ήταν Έλληνας, ήταν βάρβαρος, τους εξήγησε ο Γιώτης.
Στο κείμενο θα συναντήσουμε κάποιες ασυνήθιστες λέξεις χωρίς ερμηνεία, που όμως οι μαθητές ίσως είναι σε θέση να καταλάβουν από τα συμφραζόμενα. Τέτοιες είναι οι κουρσούμι (= κάτι βαρύ), γκλαβανή (=καταπακτή), αγαντάρω (=πιάνομαι), κ.ά.

Στο τελευταίο μέρος της ιστορίας, κάνουν αναπάντεχα την εμφάνισή τους δυο - τρία σημεία με χιούμορ, το οποίο συνήθως αφορά την παχυσαρκία.
- Μπάμπη, είπα να μαζεύουμε κουκουνάρια, όχι να τα τρώμε.
- Αυτός κύριε μια ζωή πεινάει, είπε ο Διομήδης. 
Ο Μπάμπης κατέβασε ντροπιασμένος το κεφάλι.
- Μη στεναχωριέσαι κι εγώ έτσι ήμουν, τον παρηγόρησε ο δάσκαλος κτυπώντας τον φιλικά στην πλάτη. Μια ζωή μασουλούσα ό,τι έβρισκα. Το παιδί τον κοίταξε με ευγνωμοσύνη.
- Αλήθεια κύριε; είπε δύσπιστα.
- Ναι, αλλά ποτέ δεν έφαγα το φυτώριο του δασκάλου μου, απάντησε σοβαρά σοβαρά εκείνος.
Τέλος, συναντάμε αναφορές σε αρχαία νομίσματα, τις οποίες θα μπορούσαμε να αξιοποιήσουμε στην τάξη με διάφορους τρόπους (κάποιους από αυτούς θα τους βρείτε στην προηγούμενη ανάρτηση), αφού όμως πρώτα διορθώσουμε τις πληροφορίες που δίνονται στο κείμενο. Στη σ.125 γίνεται λόγος για ένα τετράδραχμο με την επιγραφή AESILLAS, που εικονίζει από τη μια όψη γυναικεία κεφαλή (δεν είναι γυναίκα αλλά ο Μέγας Αλέξανδρος) και από την άλλη ρόπαλο [το σύμβολο του Ηρακλή, που συνοδεύεται από το γράμμα q -όπως λέμε Quaestor-, ένα σκαμνάκι και ένα κουβαδάκι, που τα χρησιμοποιούσε ο quaestor στην εργασία του]. Στις σ.67-68 περιγράφεται ένα νόμισμα (βλ. πιο πάνω) που στη μία όψη έχει λουλούδι και στην άλλη κεφάλι Μέδουσας (η οποία δεν είναι Μέδουσα αλλά ο θεός Ήλιος, προστάτης της Ρόδου) και τα γράμματα ΖΩ.
Χρήση στην τάξη
Σε συνδυασμό με τα συγκλονιστικά νέα για τις καρυάτιδες που ήρθαν στο φως στον -δυστυχώς μάλλον συλημένο- τάφο της Αμφίπολης, το βιβλίο μπορεί να μας δώσει αφορμή να συζητήσουμε για το ζήτημα της αρχαιοκαπηλίας. Ποιους ονομάζουμε αρχαιοκάπηλους και γιατί θεωρείται κακό αυτό που κάνουν; Σε ποιους ανήκουν οι αρχαιότητες που ανακαλύπτουμε στο έδαφος της χώρας μας και πώς καταλήγουν στο εξωτερικό; Ποια άραγε είναι τα κίνητρα των εμπόρων αρχαιοτήτων και τι οδηγεί τους αγρότες να τους πουλάνε τα αρχαία που βρίσκουν στα χωράφια τους; Σε προσωπικό επίπεδο: Ποιες πρέπει να είναι οι πρώτες ενέργειές μας αν κατά τύχη ανακαλύψουμε κάποιο αρχαίο αντικείμενο; Και τι θα λέγαμε αν συναντούσαμε κάποιον αγρότη να μεταφέρει αρχαία; Διαβάστε εδώ χθεσινό άρθρο του BBC για ένα 11χρονο αγόρι από την Κίνα που ανακάλυψε ένα αρχαίο μαχαίρι σε ποτάμι κοντά στο σπίτι του και αντιστάθηκε στις «σειρήνες» των εμπόρων.

Θυμίζουμε το επεισόδιο από τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη και το παραθέτουμε μαζί με το σχόλιο του ποιητή Γιώργου Σεφέρη (πηγή):
«Είχα δυο αγάλματα περίφημα, μια γυναίκα κι ένα βασιλόπουλο, ατόφια -φαίνονταν οι φλέβες, τόση εντέλειαν είχαν. Όταν χάλασαν τον Πόρο, τά 'χαν πάρει κάτι στρατιώτες, και στ’ Άργος θα τα πουλούσαν κάτι Ευρωπαίων· χίλια τάλαρα γύρευαν [...] Πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα: «Αυτά, και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μην το καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Γι’αυτά πολεμήσαμε» (Β΄ 303). Καταλαβαίνετε. Δε μιλά ο Λόρδος Βύρων, μήτε ο λογιότατος, μήτε ο αρχαιολόγος· μιλά ένας γιος τσοπάνηδων της Ρούμελης με το σώμα γεμάτο πληγές. «Γι’αυτά πολεμήσαμε». Δεκαπέντε χρυσοποίκιλτες ακαδημίες δεν αξίζουν την κουβέντα αυτού του ανθρώπου.
Η πρόσφατη συνέντευξη του 82χρονου Κ.Ε. στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, απαντάει σε κάποια από τα παραπάνω ερωτήματα: 
«Το 1953, πήγα φαντάρος. Στο χωριό είχε πολλή φτώχεια… Όταν γύρισα, μαζί με τον αδερφό μου ξεκινήσαμε να βγάζουμε τις οβίδες από τον λόφο. Είχαν μείνει πολλές από τον Βαλκανικό πόλεμο. Βγάζαμε μολύβια και 'τούντσια' και τα πουλούσαμε στη Θεσσαλονίκη, δώδεκα δραχμές το κιλό. Τις βρίσκαμε εύκολα, γιατί, όταν χτυπούσε η οβίδα, άφηνε ίχνη καπνού στα βράχια, ήταν ζεστή και άφηνε καπνούς. Υπήρχαν, όμως, τρύπες που δεν είχαν καπνούς. Σκάψαμε... ήταν τάφοι. Εδώ έσκαβαν όλοι. Ο τόπος είναι ημίβραχος, έσκαβες δέκα πόντους και φαινόταν, αν ήταν σκαμμένος ο τάφος. Σκάβαμε κυρίως στην Ακρόπολη, απέναντι από το σημερινό Αρχαιολογικό Μουσείο, στα 'καλά μνήματα', έμειναν οι πλούσιοι εκεί. Άνοιξα πολλούς τάφους: αν ήταν γυναικείος ο τάφος, βρίσκαμε χρυσά σκουλαρίκια, περιδέραια και καρφίτσες, αν ήταν αντρικός κάποια αντικείμενα και δακτυλίδια. Πηγαίναμε βράδυ, ήμασταν το πολύ δυο-τρεις. Τα πουλούσαμε στον έμπορο και ο καθένας έπαιρνε το μερτικό τους. Η συναλλαγή γινόταν στη Θεσσαλονίκη. Αν έβρισκες κάτι, έπαιρνες τον έμπορο και του το έλεγες. Έβρισκαν και αγαλματίδια και τα πουλούσαν στους μεγάλους αρχαιοκάπηλους ή σε αυτούς που έκαναν συλλογές»

«Το 1955 ήρθε ο αρχαιολόγος από την Καβάλα, ο Δημήτρης Λαζαρίδης και ξεκίνησε τις αρχαιολογικές εργασίες. Είχα βρει τότε τριάντα αγαλματίδια, δούλευα στον δρόμο και άνοιγα τη διακλάδωση προς το χωριό μέσα, φαρδαίναμε τον δρόμο, τριάντα κούκλες, περιστέρια "αλεπές" και γυναικεία πρόσωπα, τα παρέδωσα στο Λαζαρίδη. Δεν μου έδωσαν καμία αμοιβή... Μια μέρα, καθώς άνοιγε τον δρόμο η μπουλντόζα, πετάχτηκε ένα κεφάλι μαρμάρινο. Το παρέδωσα και αυτό, αλλά λεφτά δεν πήρα ακόμη.»
Η εκπληκτική έκθεση "Μακεδονικοί Θησαυροί" μας περιμένει στο
Νέο Αρχαιολογικό Μουσείο Πέλλας ως το τέλος Σεπτεμβρίου
Αντίστοιχα με τα παραπάνω συμπεραίνουμε και από τη συνέντευξη συνταξιούχου αρχαιοφύλακα στην οποία διαβάζουμε: «κατά τη διάρκεια της 30ετούς υπηρεσίας του ήρθε πολλές φορές πρόσωπο με πρόσωπο ακόμα και με συμπατριώτες του που επιζητούσαν αρχαίους θησαυρούς για να λύσουν το οικονομικό τους πρόβλημα.

Συμπατριώτης του φέρεται να ήταν και ο αγρότης που στις αρχές της δεκαετίας του 1960 έπεσε πάνω στο μοναδικής αξίας και ομορφιάς μακεδονικό στεφάνι που από την Αμφίπολη κατέληξε στο Λος Άντζελες μέσω Γερμανίας και Αυστρίας. Το στεφάνι κατασκευάστηκε από το ίδιο εργαστήριο με το στεφάνι του Φιλίππου Β' που βρέθηκε στη χρυσή λάρνακα στον τάφο του στη Βεργίνα. Συνδέθηκε δε με ένα από τα μεγαλύτερα κυκλώματα αρχαιοκαπηλίας που έδρασαν στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1990, με ιθύνοντα νου τον Ιταλό αρχαιοπώλη Νίνο Σαβόκα.

Έχοντας Έλληνες συνεργάτες, ο Σαβόκα ήρθε σε επαφή με τον αγρότη που του παρουσίασε ως πειστήριο μια φωτογραφία έχοντας στο κεφάλι του το χρυσό στεφάνι. Ο Σερραίος λαθρανασκαφέας ήταν σκληρός διαπραγματευτής στην τιμή κάτι που εξόργισε τον Σαβόκα. Τελικά το αγόρασε, με το αντίτιμο να παραμένει άγνωστο, και το στεφάνι κατέληξε στο αρχαιοπωλείο που διατηρούσε στο Μόναχο, αναζητώντας επίδοξους αγοραστές, λάτρεις της αρχαίας τέχνης. Ενώ για πολλά χρόνια είχε μείνει στα αζήτητα, με τη μεσολάβηση δύο Ελλήνων και τη βοήθεια ενός Σέρβου, το στεφάνι κατέληξε στο Μουσείο Γκετί των ΗΠΑ έναντι 1.150.000 δολαρίων τον Ιούλιο του 1993.Οι ενέργειες του ελληνικού υπουργείου Πολιτισμού βοήθησαν στον επαναπατρισμό του το 2007.»
Χάρτης με τις χώρες απ' όπου τα αρχαία νομίσματα προωθούνται στη διεθνή αγορά (Πηγή)
Η σκηνή στο βιβλίο όπου ο δάσκαλος παροτρύνει τα παιδιά να συγκεντρώσουν τα αρχαία που βρίσκονται στην κατοχή των χωρικών (σ.153) Να φέρει ο καθένας ό,τι έχει, από νομίσματα μέχρι αγάλματα. Να τα συγκεντρώσουμε και να ειδοποιήσουμε την Αρχαιολογική υπηρεσία να έρθει να τα πάρει θυμίζει αρκετά την πρωτοβουλία του αρχαιολόγου Λαζαρίδη να γυρίσει το χωριό της Αμφίπολης και να μαζέψει τα αρχαία που στόλιζαν τα σπίτια Ο Λαζαρίδης έβγαινε με μια τσάντα στο χωριό και μάζευε ό,τι μπορούσε, ζητούσε ό,τι είχε βρει ο καθένας να του το παραδώσει και τότε τα παρέδωσα και εγώ. Όταν τα παιδιά είναι ευαισθητοποιημένα, είναι πιο εύκολο να ενεργοποιήσουν και τους γονείς τους σε σχετικά ζητήματα.

Ας δοκιμάσουμε λοιπόν στην τάξη να κατασκευάσουμε μια αφίσα ενημέρωσης γύρω από το πρόβλημα της αρχαιοκαπηλίας, που θα απευθύνεται στους συμμαθητές και τους γονείς.
Τα γεγονότα του μυθιστορήματος τοποθετούνται γεωγραφικά σ' ένα παραθαλάσσιο χωριό της Πύδνας. Στις εικόνες που ακολουθούν, η θέση του δημοτικού διαμερίσματος Πύδνας στον χάρτη και μια φωτογραφία από την Αλυκή Πιερίας.


Share/Bookmark