Δευτέρα 15 Ιουλίου 2013

Ένα σακί μαλλιά



Υπόθεση
Σ' ένα νησάκι της άγονης γραμμής, το έργο του λιμανιού μένει χρόνια ανολοκλήρωτο, εξαιτίας της προσωπικής κόντρας του κοινοτάρχη με τον μπακάλη και συνδιεκδικητή της τοπικής εξουσίας. Κι εκεί που όλα δείχνουν ότι ποτέ δε θα μπορέσει να τους πλησιάσει πλοίο, ο 6χρονος Γιωργαρέλλος με τη στάση του απέναντι στο πρόβλημα ενός συμμαθητή του, δίνει στους μεγάλους ένα μάθημα ζωής και αλληλεγγύης, κάνοντας την κόντρα τους να μοιάζει απλώς ανόητη.

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Πατάκης
Συγγραφέας: Παντελής Καλιότσος
Εικονογράφηση: Σπύρος Γούσης
ISBN: 978-960-360-702-1
Έτος 1ης Έκδοσης: 1996
Σελίδες: 184
Τιμή: περίπου 9 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Ε', Στ', Γυμνάσιο

Κριτική
Αρκετά ανάλαφρο, συγκινητικό διήγημα, βασισμένο σ' ένα πραγματικό γεγονός. Με εξαίρεση τους ναυτικούς όρους (για τους οποίους υπάρχει γλωσσάρι στο τέλος) και κάποιες ιδιαίτερες εκφράσεις (π.χ. ευδαιμονικά ανυπόφορη σ.110) η γραφή είναι σχετικά απλή. Το ύφος έχει αρκετά στοιχεία θεατρικότητας και η λαϊκή γλώσσα με την οποία εμπλουτίζονται οι διάλογοι των επαρχιωτών, δίνει φρεσκάδα και ζωντάνια στο κείμενο. Πρόβλημα με τη σαφήνεια δεν υπάρχει, καλό είναι ωστόσο όσοι καταπιαστούν με το βιβλίο να έχουν κάποια εμπειρία, καθώς εκτός των άλλων η κυρίως δράση αρχίζει μετά τη σελ. 125. Κάποια προσοχή ίσως χρειαστεί επίσης στο παιχνίδι που κάνει ο συγγραφέας με τους χρόνους, αφού σε κάποιες περιπτώσεις πεταγόμαστε μπροστά από τη διήγηση για να επιστρέψουμε λίγο αργότερα και να ξαναδούμε τα πράγματα αναλυτικότερα. Τα περισσότερα κεφάλαια δεν ξεπερνούν τις 10 σελίδες, όμως δεν υπάρχουν τίτλοι ούτε και αρίθμηση, κάτι που δεν κάνει τα πράγματα ευκολότερα για τους πιο μικρούς. Έτσι κι αλλιώς τα τυπογραφικά και η στοίχιση απευθύνονται σε παιδιά των μεγαλύτερων τάξεων του δημοτικού, ενώ η εικονογράφηση έχει αρκετά περιορισμένο ρόλο, αφού μας δίνει λιγοστά (και μάλιστα επαναλαμβανόμενα -δύο, τρεις, ακόμα και τέσσερις φορές) μικρά σκίτσα, που τα βρίσκουμε στο κλείσιμο των κεφαλαίων.

Προτείνεται σε μαθητές Ε' και Στ' τάξης και σε παιδιά γυμνασίου, ενώ ιδιαίτερα θα συγκινήσει τους ευαισθητοποιημένους σε ζητήματα απώλειας (ο μικρός Γιωργαρέλος ωριμάζει απότομα από τότε που χάνει τον πατέρα του) και αλληλεγγύης προς ανθρώπους με προβλήματα υγείας.
Ο παρδαλός θίασος των χαρακτήρων που ζωντανεύουν χάρη στη δημιουργικότητα του συγγραφέα, εκφράζεται αρκετά ελεύθερα, οπότε όλο και κάποια "κακιά" λέξη μπορεί να συναντήσετε (σ.13, 15, 33, 74, κ.ά.) μέσα στα χωρατά και τις υπερβολές των νησιωτών. Επίσης, όπως αναφέραμε και πιο πάνω, το βιβλίο μοιάζει να χωρίζεται σε δύο μέρη: Στο πρώτο, μέχρι περίπου τη σελ. 125, γνωρίζουμε τους χαρακτήρες και τον τόπο που συμβαίνουν τα γεγονότα. Στο δεύτερο, που είναι και το πιο ενδιαφέρον, ξεδιπλώνεται η βασική ιστορία. Εκεί μας περιγράφεται και το γεγονός που ενέπνευσε τον συγγραφέα για να γράψει το βιβλίο. Δεν στάθηκε δυνατό να εντοπίσω το συγκεκριμένο συμβάν που αναφέρεται, βρήκα όμως μια παρόμοια ιστορία αλληλεγγύης, η οποία συνέβη πρόσφατα, κάπου στην Ουαλία. Τον ίδιο δρόμο συμπαράστασης ακολουθούν και ενήλικοι, όπως κάποιες γυναίκες στη Ν. Αφρική, ένας πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, και ένας δάσκαλος στο Ιράν! Το πιο πρόσφατο παράδειγμα έρχεται από το Xenion High School στο Παραλίμνι της Κύπρου, όπου οι μαθητές ξύρισαν τα κεφάλια τους για να συμπαρασταθούν σε 12χρονο συμμαθητή τους που υποβάλλεται σε χημειοθεραπεία. Πάντως η εικόνα είκοσι κουρεμένων γουλί ανθρώπων που μπαίνουν σε ένα σχολείο (στο βιβλίο σ.162-3) θα μπορούσε με διαφορετικά συμφραζόμενα να βρίσκεται στον αντίποδα της αλληλεγγύης και της ανθρωπιάς...
Η πένα του Καλιότσου φαίνεται να έχει ιδιότυπο χιούμορ... κλείνει παιχνιδιάρικα το μάτι στον αναγνώστη και αρνείται να συνταχθεί γραμμικά: Όπως ακριβώς ο Περγάμαλλης, ο κουρέας που  δεν συνηθίζει να κάνει διάκριση ανάμεσα σοβαρού και αστείου (σ.92), έτσι και ο συγγραφέας, εκεί που γράφει για ένα θέμα σοβαρό για όπως τον μακαρίτη πατέρα του Γιωργαρέλου (σ.47), μας θυμίζει από το πουθενά μια διαφήμιση για οδοντόπαστα! Εκπλήξεις περιμένουν και τους ήρωες, αλλά άλλου είδους. Όταν το σχέδιο του μικρού Γιωργαρέλου αποκαλύπτεται, πολλοί ξαφνιάζονται ευχάριστα και συνειδητοποιούν ότι η ανθρωπιά μπορεί να φωλιάζει ακόμα και στις μικρότερες καρδιές. Είναι ικανό ένα παιδάκι έξι χρονώ να το σκεφτεί έτσι; αναρωτιέται ο ψαράς (σ.153). Και βέβαια είναι!
Ζωόφιλος όπως ο Γιωργαρέλος, ο μικρούλης Luiz μας δίνει με τη σειρά του μαθήματα
Αξίες - Θέματα
Αλληλεγγύη, Χιούμορ, Ζωοφιλία, Συνεργασία, Απώλεια, Αναπηρία, Εκπαίδευση, Απόκριες

Εικονογράφηση
Απόσπασμα
Το σφύριγμα της «Ανεμόεσσας» ακούστηκε.
Ο καπετάνιος μίλησε στο ραδιοτηλέφωνο.

- «Ανεμόεσσα» καλεί Χορευτό Λαλάρι… «Ανεμόεσσα» καλεί Χορευτό Λαλάρι… Ακούει κανείς; Τέλος.

- Έλα, καπετάνιε, το Χορευτό Λαλάρι ακούει, όβερ.

- Με τον κοινοτάρχη μιλάω; Άκου, Πυροφάνη. Θα κατεβάσω έναν δικό σας. Ετοίμασέ μου ένα βραστόψαρο και στείλ’ το με το Θανάση. Ροφουδάκι, αν έχεις, ίσαμε πέντε κιλά. Μ’ άκουσες; Τέλος.

- Έχω μεγάλο ροφό, καπετάνιε. θα σου στείλω σκορπίνες, όβερ.

- Εντάξει, στείλε μου δυο μεγάλες. Θα κατεβάσω τη σκάλα και θα φύγω αμέσως, τέλος.

- Εδώ έχουμε μπονάτσα, μπορείς και να πιάσεις, όβερ.

- Εμένα μου λες; Δώσε μου το Χράπαλο, τέλος.

- Δε σ’ άκουσα, είπες τίποτα; Όβερ.

- Θέλω να μιλήσω στο Χράπαλο, τέλος.

- Κάποιος μπαίνει στη γραμμή, όβερ.

- Δώσε μου, λέω, το Σταμάτη Χράπαλο, τον μπακάλη, τέλος.

- Δε σ’ ακούω, έχει παράσιτα, όβερ.

- Στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα. μ’ άκουσες τώρα;

- Σ’ άκουσα, όβερ.

- Εντάξει, κατάλαβα. Κλείνω, τέλος.

Ο αέρας είναι πεσμένος. Ξανακούστηκε το βαρύτονο σφύριγμα. Πριν ακόμα εμφανιστεί το καράβι στα Κρεμαστά Νερά, μια μικρή βάρκα με κουπιά απομακρύνεται από το μόλο. Ο Θανάσης κωπηλατεί όρθιος, για να συναντήσει την «Ανεμόεσσα». Από τη δυσαρεστημένη φυσιογνωμία του καταλαβαίνει κανείς ότι τα ‘χει μ’ όλο τον κόσμο. Σίγουρα αυτός δεν υποστηρίζει κανένα κόμμα.

Είναι Σάββατο απόγευμα. Η θάλασσα σηκώνει μικρά αντιμαχόμενα κυματάκια. Μερικοί παρακολουθούν τις μανούβρες. Αφού σταθεί λίγο η «Ανεμόεσσα», ξαναφεύγει με το αποχαιρετιστήριο της σφύριγμα, ενώ η βάρκα ξαναγυρίζει μ’ έναν επιβάτη στην πρύμνη. Κάμποσα παιδιά την περιμένουν στην άκρη του μόλου.

Από ώρα είναι καθισμένα εκεί τα παιδιά και κουβεντιάζουν ήσυχα. Ο καθένας έχει να ει για κάτι που διάβασε ή άκουσε ή είδε στην τηλεόραση. Ο ένας κάτι βρήκε, ο άλλος κάτι σκέφτηκε. Το ‘να θέμα φέρνει τ’ άλλο. Όταν η συζήτηση αφορά τα μαθήματα και τους δασκάλους και τους άλλους γνωστούς, δεν υπάρχουν έντονες διαφωνίες. Ανάβει όταν μιλούν για παιχνίδια. Ο Γαβρήλος με τον Καζανόβα κάθονται πλάι πλάι κι ονειρεύονται διακοπές. Ύστερα μιλάνε για χαρτζιλίκια και δώρα. Αυτό σηκώνει μεγάλη συζήτηση, γιατί έχει μέσα πολλά σχέδια. Είναι πολλοί αυτοί που στερούνται και το κουλούρι τους, που λέει ο λόγος, για να μαζέψουν λεφτά ν’ αγοράσουν ποδήλατο ή κάτι τέτοιο. Ο Στρατηγός έχει ένα πιο φιλόδοξο σχέδιο: άμα πάρει, λέει, τη σύνταξή του (απ’ το στρατό ή απ’ το σχολείο, το ίδιο κάνει), θα πάει στο Μέγα Νησί να δουλέψει βοηθός σερβιτόρου, για να πάρει μηχανάκι. Το άλλο καλοκαίρι σίγουρα θα κυκλοφορεί με μηχανάκι…

Το πρώτο μοναχικό αστέρι απέναντί τους αρχίζει να λάμπει δειλά. Εσπερινός… Βραδιάζει σιγά σιγά…

Ο Γαβρήλος θαυμάζει το σύμπαν τη νύχτα. Καθώς αρχίζουνε με την ευκαιρία μια μεγάλη συζήτηση για να μυστήρια του σύμπαντος, ο Γαβρήλος ακούει εκστατικός τους σοφότερους κι έξαφνα αποφασίζει τι θα γίνει όταν μεγαλώσει. Το αποφάσισε τούτο το βραδάκι, καθισμένος με τους φίλους του στην άκρη της θάλασσας. Δε θα το πει σε κανέναν, ώσπου να το σκεφτεί καλά την υπόλοιπη νύχτα. Φοβάται μήπως άργησε κιόλας, μήπως τον πήραν τα χρόνια, γι’ αυτό λέει στον Καζανόβα ότι δε θ’ αφήσει το ερχόμενο καλοκαίρι να πάει χαμένο. Θα κάνει ιδιαίτερο μάθημα με το δάσκαλο ή με την κυρία Διονυσία.

- Εσύ σκέφτηκες τίποτα; τονε ρωτάει μετά.

- Α πα πα!... κάνει με απέχθεια ο Καζανόβας. Ανατριχιάζω και μόνο που το ακούω, ότι το καλοκαίρι θα βλέπεις δασκάλους. Δε σου φτάνει ο χειμώνας;

Πιο πέρα ο Γιάννης ο Λήσταρχος μ’ ένα φίλο του δεν ασχολούνται καθόλου με τον ουρανό. Ψαρεύουνε μπαλαδάκια με το καλάμι και κοιτάνε μόνο το φελλό, αν τσιμπάει. Τώρα δεν καλοφαίνεται ο φελλός, κι αρχίζουν να τα μαζεύουν.

Μια μάνα ακούγεται απ ‘ τα πρώτα σπίτια, που φωνάζει το γιο της. Ανάβουν ένα ένα τα φώτα, το μουράγιο ερημώνει. Έμειναν τελευταίοι οι Φάνης με τον Αριστείδη να συνεχίζουνε τη συζήτηση, μέχρι την ώρα που ο ουρανός γέμισε άστρα. Όπως κάθε φορά, δε χώριζαν εύκολα. Είχαν πολλά για συζήτηση. Πριν ακόμα εξαντληθεί το ένα ζήτημα, άρχιζε τ’ άλλο. Κι αν αποφάσιζαν κάποτε να χωρίσουν, έλεγε ο ένας: «Θα σε πάω λίγο πιο πέρα». Εκεί είχε ξεφυτρώσει άλλο θέμα, κι ερχότανε η σειρά του άλλου να πει: «Θα σε πάω λίγο πιο πέρα». Εκεί άλλο θέμα ξεφύτρωνε και, τέλος πάντων, θα μπορούσε το πέρα δώθε να κρατήσει ως το πρωί, εφόσον το ‘να θέμα φέρνει τ’ άλλο και τίποτα δεν τελειώνει.

Αύριο δεν έχει σχολείο. Τώρα λοιπόν η συζήτησή τους κατέληξε σ’ ένα σχέδιο για αυριανό ψάρεμα πιο πέρα απ’ τα Κρεμαστά Νερά, σε νερά σχεδόν άγνωστα. Με την ευκαιρία αυτή μάλιστα θα συνέχιζαν και τη χαρτογράφηση.

Αφού κανόνισαν για τα διάφορα σύνεργα, μπλοκ, μολύβια, μέτρα, καθώς και τα ψαρικά, δώσανε ραντεβού ξημερώματα.

- Τι θα πεις στο γέρο σου; ρώτησε ο Φάνης.
- Θα το σκεφτώ. Το πολύ πολύ να φύγω σκαστός, μ’ ένα σημείωμα, για να μη με ψάχνουν .

- Μην του πεις ότι πάμε μαζί και βρω κάναν μπελά, όπως την άλλη φορά. Ραντεβού στο νεκροταφείο στις έξι, εντάξει; Για δόλωμα θα πάρω απ’ το γέρο μου καμιά σουπιά και γαριδούλα.

- Εγώ θα βουτήξω κοπανιστή. Σπάει μύτη. Οι κέφαλοι και τα μελανούρια θα τσιμπάνε σαν τρελά.

- Ω ρε μάνα μου, τι έχει να γίνει! Θα τα ταράξουμε!!

- Για τη βυθομέτρηση θα φτιάξω ειδική πετονιά.

- Θα υπολογίσουμε και το ύψος των Κρεμαστών με το μολύβι και τη σκιά, όπως μας έμαθε ο δάσκαλος.

Ο Αριστείδης έκανε να φύγει, αλλά στάθηκε γιατί κάτι σκέφτηκε:
- Εμείς τι θα φάμε, ρε Φάνη; Αν ψαρεύουμε ολημέρα, θα λυσσάξουμε στην πείνα.

- Ψωμοτύρι κι εμείς.

- Θα πάρω και λίγο σαλαμάκι κι ελιές. Αρκεί να μην βρέξει. Φεύγω αμέσως, άντε γεια. Πάω ν’ ακούσω μετεωρολογικό.

Έκανε να τρέξει, αλλά κάτι θυμήθηκε πάλι:
- Τι θα γίνει όμως αν πει ότι βρέχει;

- Τίποτα δε θα γίνει. Βρέξει χιονίσει, εμείς θα πάμε για ψάρεμα!

- Γεια σου, ρε μάγκα Φάνη! Έτσι σε θέλω!...

Χώρισαν ευτυχισμένοι.
Προβληματισμοί για συζήτηση
...και φωνάζω "κούι κούι"
Μια κλασική απορία των παιδιών, είναι αν ο Θεός μπορεί στ' αλήθεια να ακούσει τις προσευχές τους και να πραγματοποιήσει τα όσα εύχονται. Η παράδοση (θυμόμαστε και το τραγουδάκι του Αϊ-Βασίλη) λέει πως βασική προϋπόθεση για να συμβεί κάτι τέτοιο, είναι να διαθέτουν αθώα καρδιά, καθαρή συνείδηση και καλή συμπεριφορά, που δεν είναι και το δυσκολότερο πράγμα για ένα παιδί. Ο Γιωργαρέλος πάντως φαίνεται τα έχει όλα αυτά, αφού και τις τέσσερις φορές (σ. 133, 134, 137, 172) που επικαλείται τη θεία βοήθεια, την έχει "στο τσεπάκι". Εντάξει, μάνα, μη στενοχωριέσαι. Θα πω του Θεού να κάνει καλό καιρό. καθησυχάζει τη μητέρα του.

Τι γίνεται όμως αν κάποιος μικρός αναγνώστης διαβάσει την ιστορία, επικαλεστεί τη θεία βοήθεια για ένα πρόβλημά του και δεν λάβει ικανοποιητική απάντηση; Θα πιστέψει ότι δεν είναι αρκετά έτοιμος και θα συνεχίσει να ελπίζει όπως συνέβαινε τον παλιό καιρό ή θα εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια;
Χρήση στην τάξη
Ένα από τα πιο αγαπημένα έθιμα της Καθαρής Δευτέρας, είναι το πέταγμα του χαρταετού (προσωπικά προτιμώ την ταραμοσαλάτα). Στο βιβλίο θα συναντήσουμε ολόκληρη ανάλυση (σ.104-105) για δύο βασικά είδη αετών που συναντάμε στον τόπο μας: τους φρόνιμους, πολυγωνικούς που λέγονται και "κοκκόνες" και τους ημικυκλικούς ή "αρμενάκια", που είναι πολύ πιο ζόρικοι στη χρήση, αλλά προσφέρουν περισσότερο θέαμα και βέβαια κύρος στον χειριστή. Στο εξωτερικό βέβαια μπορούμε να συναντήσουμε πολύ περισσότερα είδη αφού ο χαρταετός δεν είναι ελληνική επινόηση. Εδώ κι εδώ θα βρείτε οδηγίες για το πώς να κατασκευάσετε δικούς σας χαρταετούς, ενώ εδώ κι εδώ θα μάθετε λίγα πράγματα για την ιστορία τους και τη (μικρή) σχέση τους με την αρχαία Ελλάδα.
Μπορούμε επίσης, με αφορμή την υπέρβαρη οικογένεια του μπακάλη, να μιλήσουμε στην τάξη για το ζήτημα της παιδικής παχυσαρκίας, τα προβλήματα υγείας που μπορεί να προκαλέσει, αλλά και την σύνδεσή του με την παγκόσμια ανισότητα και το άδικο μοίρασμα των πόρων στον πλανήτη μας. Εδώ μπορείτε να βρείτε την παρουσίαση μιας έρευνας για την παχυσαρκία από το 6ο ΕΠΑΛ Ηρακλείου και να εμπνευστείτε έτσι για την πραγματοποίηση αντίστοιχης έρευνας στο δικό σας σχολείο.

Share/Bookmark

Δευτέρα 1 Ιουλίου 2013

Η κυρία Ήξεις - Αφήξεις

Υπόθεση
Ένα κορίτσι που όσο ήταν μαθήτρια, άλλαζε διαρκώς σχολεία, καθώς η οικογένειά της μετακόμιζε, μεγαλώνει και γίνεται δασκάλα. Έτσι, ακόμα και ως ενήλικη, συνεχίζει τις συχνές μετακινήσεις.
 

Χαρακτηριστικά 
Εκδότης: Πατάκης
Συγγραφέας: Κώστας Χαραλάς
Εικονογράφηση: Μάρα Τσαφαντάκη
ISBN: 960-16-1932-1
Έτος 1ης Έκδοσης: 2006
Σελίδες: 32
Τιμή: περίπου 4 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Γ', Δ'

Κριτική
Άλλη μια ιστορία από τη σειρά χωρίς σωσίβιο (επίπεδο Ψαράκια - 400 λέξεις). Η γραφή είναι απλή και τα νοήματα σχετικά κατανοητά, αν και δεν δίνονται με τον απλούστερο τρόπο. Η επιμέλεια είναι όπως πάντα πολύ προσεγμένη, και η πολύχρωμη εικονογράφηση με μεικτές τεχνικές κάνει την ανάγνωση πιο ξεκούραστη.. Στο τέλος του βιβλίου, περιμένουν τους μαθητές τέσσερις δραστηριότητες. Η πρώτη καλεί τους μαθητές να εξασκηθούν στο να ακολουθούν οδηγίες για να βρουν το δρόμο (βλ. ύλη Γλώσσας Ε' Δημοτικού). Η δεύτερη είναι άσκηση παρατηρητικότητας και μάλλον απευθύνεται σε μικρότερους αναγνώστες. Η τρίτη καλεί τους αναγνώστες να υιοθετήσουν μια διαφορετική οπτική γωνία, βρίσκοντας τι είναι αυτό που παρατηρεί μέσα από τα κυάλια της η κυρία Ήξεις Αφήξεις. Η τελευταία περιλαμβάνει ένα σταυρόλεξο συλλαβών, μέσα από το οποίο αποκαλύπτεται το χόμπυ της ηρωίδας. Οι λέξεις ίσως να μην είναι και οι πιο απλές, αλλά από τη στιγμή που δίνονται οι λύσεις, ακόμα και εγώ κατάφερα να το λύσω!

Προσωπικά δεν το συμπάθησα ιδιαίτερα, ενώ και τα παιδιά της τάξης δεν το περιέλαβαν στα αγαπημένα τους. Παρόλαυτά, η ιστοριούλα αυτή ίσως μας δώσει μια πολύ καλή αφορμή για να συζητήσουμε πάνω σ'ένα θέμα που προβληματίζει τα παιδιά αρκετά συχνά. Τι συμβαίνει με τους μαθητές που οι γονείς τους αναγκάζονται να μετακομίζουν συνέχεια; Πώς μπορεί να νιώθουν όταν κάθε τόσο χάνουν όλους τους φίλους που έκαναν και πρέπει να ξεκινήσουν από την αρχή; Και τι συμβαίνει όταν στο προηγούμενο σχολείο ένα παιδί ήταν το κέντρο της προσοχής ενώ στο καινούριο κανείς δεν του κάνει παρέα;

Η πρωταγωνίστρια της ιστορίας δεν φαίνεται να πτοείται ιδιαίτερα, και όταν μεγαλώνει ακολουθεί ένα επάγγελμα, με το οποίο συνεχίζει κάθε χρόνο να αλλάζει σχολεία: γίνεται δασκάλα!
"Γιατί όποιος πει ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα στη ζωή θα πει ένα πολύ μεγάλο ψέμα". Ίσως το δίδαγμα να είναι τελικά: Αγαπήστε τους φόβους σας!

Αξίες - Θέματα
Οικογένεια, Εκπαίδευση

Απόσπασμα
Οι συμμαθητές μου στο σχολείο με φωνάζανε
Ήξεις – Αφήξεις.

Εγώ όμως ήξερα βαθιά μέσα μου ότι είχα ένα
κανονικό όνομα.

Αλλά πάλι, ποιος θα ήθελε
να το μάθει, αφού σε λίγο
καιρό θα είχα φύγει και από εκεί
και κανείς δε θα το θυμόταν πια.

Ακόμα και οι δάσκαλοι με φωνάζανε έτσι.
Αυτοί ήταν και οι πρώτοι που το σκαρφίστηκαν,
άλλωστε.

Όταν μελετούσαν το φάκελο που τους πήγαινε
η μαμά, έβλεπαν όλες τις μετακομίσεις που
είχαμε κάνει και κουνούσαν σαν σημαδούρα
το κεφάλι τους.
- Ήξεις – Αφήξεις, λέγανε.

Από τότε ο χρόνος για μένα μετρούσε
διαφορετικά από ό,τι για τα υπόλοιπα παιδιά.
Όταν όλοι περίμεναν τις διακοπές,
εγώ περίμενα το φορτηγό για τη μετακόμιση.

Μια από εκείνες τις χρονιές ήτανε που μου έκαναν
ένα ασυνήθιστο δώρο για τα Χριστούγεννα:
ένα κυπαρίσσι.

Μην το φυτέψεις αμέσως στο χώμα. Καλύτερα
να το βάλεις σε μια γλάστρα, για να το παίρνεις
μαζί σου. Όταν κάποτε θελήσεις να ριζώσεις
σε ένα μέρος, άσε το και αυτό
να ριζώσει, με συμβούλεψε ο μπαμπάς.


Share/Bookmark