Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φιλοσοφία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φιλοσοφία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 20 Αυγούστου 2015

Το θαυμαστό βασίλειο της Ατλαντίδας

Υπόθεση
Ένα πρωί, ενώ ο Σωκράτης μαζί με τον μικρό του μαθητή Πλατύ κάνουν τον συνηθισμένο τους περίπατο στην Αθήνα, συναντούν στο δρόμο τους τρεις πολύ σοβαρούς κυρίους (Κριτία, Ερμοκράτη και Τιμαίο) που ζητούν να τους μιλήσουν για κάτι σημαντικό. Η παρέα των πέντε φτάνει στο σπίτι του Σωκράτη, όπου τους υποδέχεται η όχι ιδιαίτερα φιλόξενη γυναίκα του, η Ξανθίππη, και τους σερβίρει πατσά. Ο Κριτίας αρχίζει να διηγείται πώς στο υπόγειο του σπιτιού του βρήκε ένα χειρόγραφο με μια απίστευτη ιστορία και ξεκινάει να τη διαβάζει στην ομήγυρη. Σύμφωνα με αυτή, όταν ο πρόγονός του ταξίδεψε στην Αίγυπτο αναζητώντας έμπνευση για να γράψει νέους νόμους, ένας ιερέας του διηγήθηκε τον μύθο της Ατλαντίδας και της εισβολής των κατοίκων της στη Μεσόγειο...
 
Χαρακτηριστικά
Εκδότης: IntroBooks
Συγγραφέας: Emiliano Di Marco
Μετάφραση: Σοφία Αλεξιάδου
Εικονογράφηση: Massimo Bacchini
ISBN: 978-960-6680-44-1
Έτος 1ης Έκδοσης: 2006 (στα ελληνικά 2008)
Τίτλος πρωτοτύπου: Il Meraviglioso Regno Di Atlantide
Σελίδες: 48
Τιμή: περίπου 3 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Δ', Ε', Στ', Γυμνάσιο

Κριτική
Το τρίτο βιβλίο της σειράς Οι Μικροί Φιλόσοφοι, ασχολείται με τον θρύλο της Ατλαντίδας. Η μετάφραση μας μεταφέρει τους διαλόγους με ζωντάνια και χιούμορ, ενώ ακόμα και όταν η συζήτηση γίνεται φιλοσοφική, τα νοήματα δίνονται με σαφήνεια. Το κείμενο έχει περιορισμένη έκταση και δεν χωρίζεται σε κεφάλαια, ενώ η μονόχρωμη εικονογράφηση (βιολετί - μαύρο) είναι συμπαθητική και παρούσα σε κάθε σελίδα, με μικρά ή μεγαλύτερα σκίτσα που βοηθούν στην καλύτερη κατανόηση του κειμένου. Το βιβλίο προτείνεται περισσότερο για τις μεσαίες και μεγάλες τάξεις του Δημοτικού, θα μπορούσε όμως να δώσει μια ιδέα για το έργο του Πλάτωνα και σε μικρότερους μαθητές.

  • Χιούμορ
  • Πληροφορίες για το έργο του Πλάτωνα

Αξίες - Θέματα
Μύθοι - Παραμύθι, Ιστορία - Αρχαιολογία, Φιλοσοφία

Εικονογράφηση
Μονόχρωμη, αλλά μέσα στο πνεύμα του κειμένου, πανταχού παρούσα και οπωσδήποτε βοηθητική. Μας δίνει τέσσερα ολοσέλιδα γελοιογραφικά σκίτσα και πάρα πολλά μικρότερα, που μπαίνουν εμβόλιμα στο κείμενο και συμβάλλουν στην άνετη ανάγνωση της ιστορίας.

Απόσπασμα
Ο ήλιος ανέτειλε τεμπέλικα πάνω από την Αθήνα φωτίζοντας τους ναούς και τα υπέροχα παλάτια της. Όσο ο ήλιος σκαρφάλωνε πιο ψηλά, οι άνθρωποι άρχιζαν να ξεμυτίζουν από τα σπίτια τους και η πόλη σιγά σιγά ζωντάνευε. Οι στρατιώτες σήμαιναν συγκέντρωση στα στρατόπεδά τους λίγο έξω από την πόλη, οι έμποροι έστηναν στο κέντρο τους πάγκους με την πραμάτεια τους και οι κυρίες άρχιζαν να τριγυρνούν στους δρόμους για να κάνουν τα ψώνια τους. Κάποιος αργόσχολος, μην έχοντας τι να κάνει, περιφερόταν εδώ και ‘κει. Ανάμεσα σε όλους αυτούς τους ανθρώπους που πηγαινοέρχονταν, υπήρχε κι ένας γέροντας με ένα παιδάκι που περπατούσαν πλάι πλάι και συζητούσαν συχνά πυκνά μεταξύ τους.

Ο μικρός λεγόταν Αριστοκλής, αλλά όλοι προτιμούσαν να τον φωνάζουν Πλατύ γιατί είχε φαρδιές και δυνατές πλάτες. Εκτός από δυνατός και ρωμαλέος, ο Πλατύς ήταν πάρα πολύ έξυπνος αλλά και αρκετά περίεργος. Όνειρό του ήταν να γίνει ένας μεγάλος σοφός και να σπουδάσει την επιστήμη που θα τον βοηθούσε να απαντάει σε όλες τι ερωτήσεις, τη φιλοσοφία.

Για το λόγο αυτό, κάποια χρόνια πριν είχε γνωρίσει το δάσκαλό του, τον Σωκράτη. Του είχε σφηνωθεί στο μυαλό η ιδέα να βρει ποιος ήταν ο σοφότερος άνθρωπος στον κόσμο, και για να το κατορθώσει έφτασε μέχρι και να ενοχλήσει τον θεό Απόλλωνα στο ναό του. Ο Απόλλωνας του είπε αμέσως ότι, από όσα είχε κρυφακούσει στον Όλυμπο, ο πιο σοφός απ’ όλους ήταν ο Σωκράτης ο Αθηναίος.

Και πραγματικά δεν είχε κάνει λάθος, γιατί ο Σωκράτης ήταν ένας πολύ σοφός άνθρωπος και καταπληκτικός δάσκαλος, αν και μερικές φορές συμπεριφερόταν κάπως παράξενα.

Μαζί έκαναν μακρινούς περιπάτους χωρίς να τους νοιάζει το παραμικρό. Μερικές φορές περπατούσαν τόσο πολύ, που κατέληγαν πάρα πολλά χιλιόμετρα μακριά από την Αθήνα και δεν ήξεραν πώς να γυρίσουν πίσω. Κατά τη διάρκεια αυτών των μακριών περιπάτων, ο Σωκράτης έκανε ένα σωρό ερωτήσεις στο μαθητή του. Ήταν πεπεισμένος ότι ο μοναδικός τρόπος για να αποκτήσεις γνώσεις είναι προσπαθώντας να βρεις μόνος σου απάντηση στα ερωτήματα και όχι αποστηθίζοντας ένα σωρό ημερομηνίες και αφηρημένες έννοιες που θα ξεχάσεις μετά από λίγα λεπτά. Έτσι, με τη βοήθεια των ερωτήσεων, ο νεαρός Πλατύς γινόταν μέρα με τη μέρα όλο και πιο σοφός.

Εκείνο το πρωί οι φίλοι μας θα ξεκινούσαν για τον συνηθισμένο τους περίπατο, όταν τους πλησίασαν τρεις πολύ σοβαροί κύριοι.

«Εσύ είσαι ο Σωκράτης;» ρώτησε ο ένας από τους τρεις.

«Ναι», απάντησε ο γέροντας.

«Το όνομά μου είναι Κριτίας», έκανε ο νεότερος από τους τρεις, «και αυτοί είναι οι φίλοι μου, ο Ερμοκράτης και ο Τίμαιος. Σε ψάχναμε για να σου μιλήσουμε για ένα πολύ σημαντικό θέμα».

«Σημαντικότατο» πρόσθεσε ο Ερμοκράτης.

«Το πιο σημαντικό» συμπλήρωσε ο Τίμαιος, που φαινόταν ο πιο σοφός και μεγαλύτερος σε ηλικία από τους τρεις.

«Περί τίνος πρόκειται;» ρώτησε αμέσως ο Πλατύς γεμάτος περιέργεια, ενώ η φωνούλα στο κεφάλι του τού έλεγε: «Απ’ ό, τι φαίνεται, σήμερα δεν θα κάνουμε καθόλου μάθημα».

«Είναι ένα μυστικό που αφορά στη γέννηση της πόλης μας, φοβερούς κατακλυσμούς και μεγάλες επιχειρήσεις για τις οποίες κανένας, εκτός από εμάς, δεν γνωρίζει» απάντησε ο Κριτίας.

«Θέματα, δηλαδή, που δεν αφορούν ένα παιδάκι» πρόσθεσε ο Ερμοκράτης.

Ο Πλατύς δεν συμφωνούσε, γιατί αν υπήρχε κάτι που του άρεσε πραγματικά ήταν να ακούει παράξενες ιστορίες, κι αν μάλιστα αυτές ήταν γεμάτες σεισμούς και καταστροφές, ακόμα καλύτερα. Έπειτα, όλη αυτή η κρυψίνοια του είχε κινήσει την περιέργεια και δεν έβλεπε την ώρα να μάθει τι ήθελαν να διηγηθούν στο δάσκαλό του οι τρεις αυτοί άντρες.

Ο Σωκράτης κατάλαβε αμέσως τι σκεφτόταν ο Πλατύς και είπε:

«Αυτό το παιδί είναι μαθητής μου και του έχω απόλυτη εμπιστοσύνη»..
Ο Πλατύς, μόλις άκουσε αυτά τα λόγια, γέμισε υπερηφάνεια και φούσκωσε ολόκληρος.

«Αλλά αν τολμήσει να πει οτιδήποτε, θα τιμωρηθεί πάρα πολύ αυστηρά», συνέχισε κατόπιν ο Σωκράτης ρίχνοντας ένα βλέμμα στον Πλατύ, ο οποίος ξεφούσκωσε αμέσως και κάθισε φρόνιμος για να ακούσει.

«Σου έχουμε εμπιστοσύνη, Σωκράτη. Παρ’ όλα αυτά, πρόκειται για πράγματα τόσο απίστευτα που δεν μπορούμε να τα συζητήσουμε στο δρόμο. Μπορούμε να πάμε κάπου πιο ήσυχα;» ρώτησε ο Ερμοκράτης κοιτάζοντας γύρω του σαν να φοβόταν μήπως τον άκουγε κανείς.

«Μπορούμε, αν θέλετε βέβαια, να πάμε στο σπίτι μου» πρότεινε τότε ο Σωκράτης.

Σχόλιο
Αντίθετα με την εκδοχή της Κίρας Σίνου, ο Ιταλός συγγραφέας δεν στέκεται καθόλου στην περιγραφή της πολεμικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στους Άτλαντες και τους Αθηναίους. Για την ακρίβεια, το μόνο που διαβάζουμε για τις μεγάλες μάχες είναι ότι «η Ατλαντίδα νικήθηκε» (σ.33). Το βάρος δίνεται απεναντίας στο νόημα πίσω από την ιστορία. Βλέπουμε έτσι τον Σωκράτη να εξηγεί στους καλεσμένους του: «Αν θέλετε η πόλη μας να γίνει σπουδαία και δυνατή, μη χάνετε το χρόνο σας ψάχνοντας για βυθισμένες πολιτείες, αλλά προσπαθήστε να βελτιώσετε τους νόμους μας...» Έχω την εντύπωση ότι κάτι αντίστοιχο ενδιέφερε πολύ και τον ίδιο τον Πλάτωνα, που μπορεί να περιγράφει όλα όσα άκουσε για τη μυθική χώρα, ασχολείται όμως σοβαρά και με το πώς η τόσο ισχυρή Ατλαντίδα έπεσε σε παρακμή εξαιτίας του ήθους των κατοίκων της
τὸ δὲ ἀνθρώπινον ἦθος ἐπεκράτει,
τότε ἤδη τὰ παρόντα φέρειν ἀδυνατοῦντες ἠσχημόνουν, καὶ
τῷ δυναμένῳ μὲν ὁρᾶν αἰσχροὶ κατεφαίνοντο, τὰ κάλλιστα
ἀπὸ τῶν τιμιωτάτων ἀπολλύντες, τοῖς δὲ ἀδυνατοῦσιν
ἀληθινὸν πρὸς εὐδαιμονίαν βίον ὁρᾶν τότε δὴ μάλιστα
πάγκαλοι μακάριοί τε ἐδοξάζοντο εἶναι, πλεονεξίας ἀδίκου
καὶ δυνάμεως ἐμπιμπλάμενοι.
Αναφορά αξίζει να κάνουμε και στο χιούμορ που διαρκώς παρεμβάλλεται στη διήγηση του Κριτία, για να την κάνει πιο ευχάριστη. Άλλοτε μέσα από τις σκέψεις του αφηγητή Πλάτωνα, άλλοτε με τον Ερμοκράτη που αναμασάει φράσεις θυμίζοντας Ντιπόν και Ντυπόν κι άλλοτε μέσω των απαξιωτικών αντιδράσεων του Σωκράτη· ο φιλόσοφος μοιάζει να ενδιαφέρεται περισσότερο για τον πατσά της γυναίκας του, παρά για την ιστορία της Ατλαντίδας, κάτι που φυσικά κάνει την ατμόσφαιρα ακόμα πιο ανάλαφρη, χωρίς ωστόσο να καταστρέφει τη διδακτική αξία του κειμένου. Και αυτό, γιατί παρά τους ανορθόδοξους τρόπους του, στο τέλος ο σοφός δίνει στους τρεις κυρίους την απάντηση που έψαχναν, όπως κατά κάποιο τρόπο γινόταν και στην πραγματικότητα. Σε κάθε περίπτωση το στοιχείο του γελοίου μοιάζει να συνδυάζεται καλά και με την εικονογράφηση, ενισχύοντας τελικά τον ψυχαγωγικό χαρακτήρα του βιβλίου.
Σωκράτης 470-399 π.Χ.
Πατσάς
Για μια ακόμα φορά, θα ήταν καλό να συζητήσουμε με τα παιδιά που θα διαβάσουν το βιβλίο για να λύσουμε τυχόν απορίες που μπορεί να προκύψουν, ή για να διευκρινίσουμε στοιχεία που παραποιούνται "ποιητική αδεία". Στοιχεία δευτερεύοντα, -όπως π.χ. το ότι στο πρωτότυπο ο Κριτίας δεν διαβάζει την ιστορία της Ατλαντίδας από κάποιο χειρόγραφο που βρήκε στο υπόγειό του- αλλά και πιο ουσιαστικά, -όπως π.χ. το ότι ο Πλάτωνας ήταν ήδη 20 ετών όταν γνώρισε το Σωκράτη και τη διδασκαλία του. Το αληθινό του όνομα ωστόσο ήταν όντως Αριστοκλής, ενώ η οικογένειά του ήταν από τις αριστοκρατικότερες της πόλης· ο πατέρας του είχε καταγωγή από το γένος του τελευταίου βασιλιά της Αθήνας, Κόδρου (τον οποίο συναντήσαμε πρόσφατα), ενώ από την πλευρά της μητέρας του, συνδεόταν με το γένος του νομοθέτη Σόλωνα.
Χρήση στην τάξη
Οι νόμοι μιας πολιτείας είναι για την πόλη ό,τι η ψυχή για τον άνθρωπο, λέει ο Σωκράτης στο βιβλίο. Την κάνουν να κινείται και να μεγαλώνει. Αν είναι καλοί, την κάνουν σοφή και δίκαιη. Αν είναι κακοί, την κάνουν ξιπασμένη και αλαζονική (σ.37-38). Τη φετινή χρονιά, οι κανόνες της τάξης μας θα μπορούσαν λοιπόν να αποκτήσουν επιπλέον σημασία -και όχι μόνο εν όψει της αξιολόγησης. Θα καταφέρουμε άραγε να σκεφτούμε μαζί με τους μαθητές μας μερικούς πραγματικά αξιόλογους κανόνες για την αίθουσα και το σχολείο; Θυμίζουμε μερικά κριτήρια επιλογής νόμων: δίκαιος, νόμιμος, συμφέρων, ρεαλιστικός, καλός, ευχάριστος. Ιδανικός για την παραπάνω συζήτηση, ο τόπος που έζησε και δίδαξε ο Σωκράτης: η αρχαία αγορά της Αθήνας! Στο Βουλευτήριό της ετοιμάζονταν τα σχέδια νόμων και στο μνημείο των Επωνύμων Ηρώων (φωτογραφίες επάνω και κάτω) αναρτούνταν για να τα μελετούν οι πολίτες πριν τα ψηφίσουν στην Εκκλησία του Δήμου. Θα μπορούσαμε να προετοιμάσουμε την επίσκεψη μέσω διαδικτύου ή κάποιου σχετικού CD-ROM -ή απλώς να αυτοσχεδιάσουμε! Για πιο «προχωρημένους» μαθητές και συναδέλφους, ενδιαφέρον θα μπορούσε να έχει και η εφαρμογή - προσαρμογή ενός από τα προτεινόμενα σενάρια περιήγησης του ΙΜΕ. Ίσως τελικά ο χώρος μας εμπνεύσει όλους για ένα ευχάριστο ξεκίνημα της σχολικής χρονιάς!
Το Μνημείο των (αρχικά δέκα) Επωνύμων Ηρώων, με τα σχέδια νόμων προς ψήφιση αναρτημένα στις πλευρές του, ώστε να τα συζητούν οι Αθηναίοι που κυκλοφορούσαν στην Αγορά. Εμείς πού θα τοποθετήσουμε φέτος τους κανόνες της τάξης μας;


Share/Bookmark

Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2015

Η Μόμο

Υπόθεση
Ανάμεσα στα χαλάσματα ενός αρχαίου αμφιθεάτρου ζει η Μόμο, ένα 10χρονο χαρισματικό κορίτσι. Κανείς δεν θυμάται πότε εμφανίστηκε, αλλά όλοι το αγαπούν, καθώς ξέρει να ακούει τους γύρω της και η παρουσία της εμπνέει φιλαλήθεια και δημιουργική φαντασία. Κοντά της μαζεύονται καθημερινά πολλά φτωχά παιδιά για να παίξουν, αλλά και ενήλικες, όπως ο Μπέπος - o καλόκαρδος οδοκαθαριστής και ο Τζίτζης ο ξεναγός, που του αρέσει να διηγείται ιστορίες. Όταν στην πόλη κάνουν την εμφάνισή τους οι μυστηριώδεις γκρίζοι κύριοι που ζουν κλέβοντας τον χρόνο των ανθρώπων, οι μεγάλοι γίνονται ξαφνικά απόμακροι, ανταγωνιστικοί και καταλαμβάνονται από άγχος. Η Μόμο κινητοποιείται για να τους αφυπνίσει, αλλά η προσπάθειά της την βάζει στο στόχαστρο των εισβολέων. Μια μεγάλη περιπέτεια ξεκινάει για τη μικρή ηρωίδα, που θα γνωρίσει τα μυστικά του χρόνου αλλά θα χάσει τους φίλους της, οι οποίοι βρίσκονται δέσμιοι ενός σκοτεινού συστήματος. Θα καταφέρει άραγε με τη βοήθεια του μαστρο-Ώρα και της χελώνας Κασσιόπειας να τους απελευθερώσει;

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Ψυχογιός
Συγγραφέας: Μίχαελ Έντε (Michael Ende)
Μετάφραση: Κίρα Σίνου
Εικονογράφηση: Μίχαελ Έντε
Τίτλος πρωτοτύπου: Momo
ISBN: 960-7021-01-0
Έτος 1ης Έκδοσης: 1973 (στα ελληνικά 1984)
Σελίδες: 274
Τιμή: από 8 έως 12 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ ή εδώ
Τάξεις: Στ', Γυμνάσιο
Ιστοσελίδα με τα βιβλία του συγγραφέα εδώ

Κριτική
Πολυβραβευμένη περιπέτεια φαντασίας με θέμα τον ανθρώπινο χρόνο που μαζί με την ζωή μας κινδυνεύει να χαθεί μέσα στην αστική καθημερινότητα... εκτός κι αν τον μετατρέψουμε σε αγάπη! Πρόκειται για ένα κλασικό αριστούργημα της παγκόσμιας παιδικής λογοτεχνίας που καθένας αξίζει να διαβάσει. Η μετάφραση από την Κίρα Σίνου είναι υποδειγματική και μας μεταφέρει χωρίς προβλήματα ροής τόσο τις αργές, γεμάτες τρυφερότητα εικόνες, όσο και τις γρήγορες σκηνές δράσης. Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη και 21 κεφάλαια (πέντε στο Α' μέρος, επτά στο Β' και εννέα στο Γ'), των 6 - 25 σελίδων, που συνήθως δεν ξεπερνούν σε έκταση τις 10. Οι χαρακτήρες παρουσιάζονται ολοκληρωμένοι και δραματικοί, η πλοκή εξελίσσεται γραμμικά πάνω σε φόρμα που θυμίζει αστυνομικό μυθιστόρημα, ενώ οι εξελίξεις -και η συγκίνηση- κορυφώνονται στο τελευταίο μέρος μέσα σ' ένα μαγικό σκηνικό. Οι πρώτες σελίδες μπορεί να μην φαίνονται ιδιαίτερα ελκυστικές σε όλους, καθώς η διήγηση ξεκινάει με την περιγραφή του τοπίου όπου διαδραματίζονται τα αρχικά γεγονότα· οι υπομονετικοί αναγνώστες όμως σύντομα ανταμείβονται, αφού τελικά το βιβλίο διαβάζεται μονορούφι. Το προτείνουμε ανεπιφύλακτα σε έμπειρους αναγνώστες της Στ' Δημοτικού και του Γυμνασίου, εφήβους αλλά και ενηλίκους, περισσότερο ή λιγότερο φιλοσοφημένους!

  • Συναρπαστική πλοκή
  • Πολυδιάστατοι χαρακτήρες
  • Διαχρονικά μηνύματα και προβληματισμοί

Αξίες - Θέματα
Φιλία, Χρόνος, Φιλοσοφία, Φαντασία, Περιπέτεια, Καταναλωτισμός, Ζωοφιλία, Αξιοπρέπεια

Εικονογράφηση
Τα 21 μικρά ασπρόμαυρα σχέδια στο κλείσιμο των κεφαλαίων και οι τρεις ολοσέλιδες ζωγραφιές, μία στο ξεκίνημα κάθε μέρους, μπορούμε να πούμε ότι κάπως χάνονται μέσα στις 260 σελίδες του κειμένου, τη στιγμή που η ιστορία δίνει πραγματικά εξαιρετικές ευκαιρίες για εικονογράφηση.
Απόσπασμα
Με τον Τζίτζη τον Ξεναγό οι γκρίζοι κύριοι δε χρειάστηκαν να κοπιάσουν και πολύ.

Το πράμα άρχισε όταν πριν από ένα περίπου χρόνο, λίγο αφού είχε χαθεί τόσο ξαφνικά η Μόμο δίχως μάλιστα ν’ αφήσει κανένα ίχνος, σε κάποια εφημερίδα δημοσιεύτηκε ένα μεγαλούτσικο άρθρο για τον Τζίτζη. «Ο τελευταίος πραγματικός παραμυθάς» έγραφε στο άρθρο. Χώρια απ’ αυτό ανάφερε πού και πότε μπορούσες να τον συναντήσεις και πως ήταν ένα θέαμα που δεν επιτρεπόταν να το χάσει κανείς.

Ύστερα απ’ αυτό πολλοί άνθρωποι άρχισαν να έρχονται όλο και πιο συχνά στο αρχαίο θέατρο για να δουν και ν’ ακούσουν τον Τζίτζη. Ο Τζίτζης δεν είχε φυσικά καμιά αντίρρηση.

Διηγόταν όπως το συνήθιζε, αυτό που του κατέβαινε εκείνη την ώρα στο κεφάλι κι ύστερα έκανε το γύρο του με το πηλήκιο στο χέρι, που κάθε φορά γέμιζε όλο και περισσότερο με κέρματα και χαρτονομίσματα. Σε λίγο μια τεράστια επιχείρηση τον πρόσλαβε σαν υπάλληλο, και εκτός από το μισθό, του πλήρωνε κι ένα μόνιμο ποσό για να έχει το δικαίωμα να τον παρουσιάζει σαν αξιοθέατο. Κουβαλούσαν τους ταξιδιώτες με τα λεωφορεία και δεν πέρασε πολύς καιρός κι ο Τζίτζης αναγκάστηκε να κρατάει ένα κανονικό ωράριο για να προλάβουν να τον ακούσουν όλοι εκείνοι, που είχαν πληρώσει γι’ αυτό.

Από τότε κιόλας η Μόμο είχε αρχίσει να του λείπει πολύ, γιατί οι ιστορίες του δεν είχαν πια πολλή φαντασία, μόλο που αρνιόταν πεισματάρικα να διηγηθεί την ίδια ιστορία για δεύτερη φορά ακόμα και όταν του πρόσφεραν τα διπλά λεπτά.

Ύστερα από λίγους μήνες δεν είχε πια ανάγκη να εμφανίζεται στο αρχαίο θέατρο και να κάνει το γύρο με το πηλήκιο στο χέρι. Τον ζήτησε το ραδιόφωνο και σε λίγο και η τηλεόραση. Διηγόταν εκεί τρεις φορές τη βδομάδα τις ιστορίες του σε εκατομμύρια ακροατές και κέρδιζε ένα σωρό λεπτά.

Στο μεταξύ είχε φύγει από τη γειτονιά του αρχαίου θεάτρου και καθόταν τώρα σε μια τελείως διαφορετική περιοχή της πόλης, εκεί που μένανε όλοι οι πλούσιοι κι όλες οι διασημότητες. Είχε νοικιάσει ένα μεγάλο και μοντέρνο σπίτι που είχε γύρω γύρω ένα περιποιημένο πάρκο. Και δεν έλεγε τον εαυτό του πια Τζίτζη, αλλά Τζιρόλαμο.

Είχε πάψει φυσικά από πολύ καιρό να σοφίζεται, όπως άλλοτε, όλο και καινούριες ιστορίες. Δεν είχε πια τον χρόνο να το κάνει.

Είχε αρχίσει να κάνει οικονομία στις εμπνεύσεις του. Από μια και μόνη ιδέα, έβγαζε τώρα καμιά φορά και πέντε διαφορετικές ιστορίες.

Κι όταν ούτε κι αυτό δεν έφτανε για να καλύψει τη ζήτηση που όλο και μεγάλωνε, έκανε κάτι που δεν έπρεπε να το κάνει ποτέ. Διηγήθηκε μια ιστορία που ήταν αποκλειστικά της Μόμο.

Το κοινό την κατάπιε με την ίδια βιασύνη όπως και τις άλλες και την ξέχασε αμέσως. Του ζήτησαν κι άλλες ιστορίες. Ο Τζίτζης είχε σαστίσει τόσο πολύ μ’ αυτόν το ρυθμό, που χωρίς καν να το σκεφτεί, αράδιασε τη μια μετά την άλλη όλες τις ιστορίες που προορίζονταν για τη Μόμο. Κι όταν διηγήθηκε και την τελευταία, ένιωσε ξαφνικά πως ήταν άδειος και κλούβιος και δεν μπορούσε να σοφιστεί πια τίποτ’ άλλο.

Από το φόβο του μην τον εγκαταλείψει η επιτυχία, άρχισε να ξαναλέει όλες τις ιστορίες του, μόνο που έβαζε καινούρια ονόματα και τις άλλαζε κάπως. Και το περίεργο ήταν πως δε φάνηκε να το πρόσεξε κανένας. Η ζήτηση πάντως δεν επηρεάστηκε καθόλου.

Ο Τζίτζης πιάστηκε απ’ αυτό όπως ο πνιγμένος από τα μαλλιά του. Γιατί τώρα ήταν πια πλούσιος και διάσημος… δεν ήταν τάχα αυτό που ονειρευόταν σ’ όλη του τη ζωή;

Καμιά φορά όμως τις νύχτες, καθώς ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του κάτω από το μεταξωτό του πάπλωμα, νοσταλγούσε μια άλλη ζωή, τη ζωή που πέρασε, τότε που μπορούσε να είναι μαζί με τη Μόμο, το γερο-Μπέπο και τα παιδιά και ήξερε ακόμα πραγματικά να διηγείται ιστορίες.

Αλλά πίσω εκεί δεν οδηγούσε πια κανένας δρόμος, γιατί η Μόμο είχε χαθεί και δεν ξαναβρέθηκε. Ο Τζίτζης είχε κάνει μερικές σοβαρές προσπάθειες για να την ξαναβρεί. Αργότερα δεν του έμενε πια καιρός γι’ αυτό. Είχε τώρα τρεις σπουδαίες γραμματείς, που κλείνανε τα συμβόλαιά του, έγραφαν τις ιστορίες του όταν τις υπαγόρευε, φρόντιζαν τη διαφήμισή του και ρύθμιζαν το χρόνο του. Χρόνος όμως για την αναζήτηση της Μόμο δε βρέθηκε ποτέ.

Από τον παλιό Τζίτζη δεν είχαν μείνει παρά ελάχιστα πράματα. Κάποια μέρα όμως μάζεψε αυτά τα ελάχιστα κι αποφάσισε ν’ ασχοληθεί λιγάκι και με τον εαυτό του. Είχε γίνει πια κάποιος, έτσι είπε στον εαυτό του, που είχε βαρύτητα η φωνή του και που τον άκουγαν εκατομμύρια άνθρωποι. Ποιος άλλος από κείνον θα μπορούσε να πει την αλήθεια στους ανθρώπους; Θα τους έλεγε για τους γκρίζους κυρίους! Και θα τους ανάφερε μάλιστα πως δεν είχε βγάλει από το νου του αυτή την ιστορία και πως παρακαλούσε όλους τους ακροατές του να τον βοηθήσουν στο ψάξιμο της Μόμο.

Αυτή την απόφαση την πήρε μια από κείνες τις νύχτες που νοσταλγούσε τους φίλους του. Κι όταν ξημέρωσε εκείνος καθόταν κιόλας στο μεγάλο του γραφείο για να κρατήσει σημειώσεις για το σχέδιό του. Προτού όμως προλάβει να γράψει και την πρώτη λέξη, το τηλέφωνο κουδούνισε διαπεραστικά. Σήκωσε τ’ ακουστικό, άκουσε και μαρμάρωσε από τη φρίκη του.

Του μίλησε μια παράδοξα άχρωμη, σαν να λέμε, σταχτιά φωνή και την ίδια ώρα κατάλαβε μέσα του ν’ αναβλύζει μια παγωνιά που φαινόταν να προέρχεται από το μεδούλι στα κόκαλά του.

- Μην το κάνεις! είπε η φωνή. Σου το λέμε για το καλό σου!

- Ποιος είστε; ρώτησε η Τζίτζης.

- Το ξέρεις πολύ καλά, αποκρίθηκε η φωνή. Θαρρώ πως δεν υπάρχει λόγος να συστηθούμε. Είναι βέβαια αλήθεια πως ως τα τώρα δεν είχες την ευχαρίστηση να μας γνωρίσεις προσωπικά, αλλά είσαι από καιρό δικός μας, από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Μη μου πεις πως δεν το ξέρεις!

Τι θέλετε από μένα;

- Αυτό που σκοπεύεις να κάνεις δε μας αρέσει. Κάτσε φρόνιμα και παράτα το.

Ο Τζίτζης μάζεψε όλο το κουράγιο του.

- Όχι, είπε, δε θα τ’ αφήσω έτσι. Δεν είμαι πια ο μικρός άγνωστος, ο Τζίτζης ο Ξεναγός. Είμαι τώρα ένα σημαντικό πρόσωπο. Θα το δούμε αν μπορείτε να τα βάλετε μαζί μου.

Η φωνή γέλασε άτονα και τα δόντια του Τζίτζη άρχισαν ξαφνικά να χτυπούν.

- Δεν είσαι τίποτα, είπε η φωνή. Εμείς σε φτιάξαμε. Δεν είσαι παρά ένα μπαλόνι. Εμείς το φουσκώσαμε. Αν όμως μας στεναχωρέσεις, πάλι εμείς θα σε ξεφουσκώσουμε. Ή μήπως το πιστεύεις στα σοβαρά πως αυτό που είσαι τώρα το χρωστάς στον εαυτό σου και στο ασήμαντο ταλέντο σου.

- Ναι, αυτό πιστεύω, αποκρίθηκε βραχνά ο Τζίτζης.

- Καημένε μου, μικρέ μου Τζίτζη, συνέχισε η φωνή, ήσουνα και παραμένεις ένας φαντασμένος. Κάποτε ήσουνα ο πρίγκιπας Τζιρόλαμο κάτω από τη μάσκα ενός φουκαρατζίκου. Και τι είσαι τώρα; Ο φουκαρατζίκος ο Τζίτζης με τη μάσκα του πρίγκιπα Τζιρόλαμο. Και θα πρέπει να μας ευγνωμονείς γιατί εμείς ήμασταν στο κάτω κάτω εκείνοι που κάναμε τα όνειρά σου να βγουν αληθινά.

- Ψέματα! τραύλισε ο Τζίτζης. Δεν είναι αλήθεια αυτά που λέτε.

- Για δες πράματα, απάντησε η φωνή και γέλασε πάλι άτονα. Να είσαι συ εκείνος που θέλει ν’ αποκαλύψει την αλήθεια! Κάποτε αράδιαζες ένα σωρό όμορφες παροιμίες σχετικά με το τι είναι και τι δεν είναι η αλήθεια. Κακομοίρη μου Τζίτζη, δε θα σου κάνει καλό αν επιχειρήσεις να επικαλεστείς την αλήθεια. Διάσημος έγινες επειδή σε βοηθήσαμε εμείς στις αρλούμπες και τις μπούρδες σου. Δεν είσαι συ ο αρμόδιος για την αλήθεια. Παράτα τα λοιπόν!

- Τι κάνατε τη Μόμο; ψιθύρισε ο Τζίτζης.

- Μη σπας γι’ αυτό το όμορφο κούφιο κεφαλάκι σου. Δεν μπορείς πια να τη βοηθήσεις και θα είναι ακόμα χειρότερα αν αρχίσεις να λες αυτές τις ιστορίες για μας. Το μόνο που θα κατορθώσεις είναι να φύγει το ίδιο γρήγορα η μεγάλη σου επιτυχία όπως και ήρθε. Πρέπει φυσικά να πάρεις μόνος σου την απόφασή σου. Δε θα σ’ εμποδίσουμε αν θελήσεις να παραστήσεις τον ήρωα και να καταστραφείς, αν έχει τόση σημασία για σένα η Μόμο. Αλλά ούτε και μπορείς να περιμένεις από μας να συνεχίσουμε να σε προστατεύουμε τη στιγμή που θα δείξεις τόση αγνωμοσύνη. Δεν είναι τάχα πιο ευχάριστο να είσαι πλούσιος και διάσημος;

- Βέβαια, έκανε πνιχτά ο Τζίτζης.

- Τα βλέπεις λοιπόν! Άσε μας ήσυχους, σύμφωνοι; Καλύτερα λέγε στους ανθρώπους αυτά που θέλουν ν’ ακούσουν από σένα.

- Πώς μπορώ να το κάνω αυτό, πρόφερε με δυσκολία ο Τζίτζης, τώρα που τα ξέρω όλα αυτά;

- Θα σου δώσω μια καλή συμβουλή: μην παίρνεις τον εαυτό σου τόσο στα σοβαρά. Εσύ προσωπικά δεν έχεις καμία σημασία. Αν το δεις έτσι, μπορείς να συνεχίσεις το ίδιο όμορφα όπως και μέχρι τώρα.

- Ναι, ψιθύρισε ο Τζίτζης με τα μάτια του στυλωμένα στο κενό, αν το δει κανείς απ’ αυτήν την πλευρά…

Το τηλέφωνο έκανε ένα κλικ κι ο Τζίτζης έκλεισε τ’ ακουστικό. Έγειρε στην τάβλα του μεγάλου γραφείου του κι έκρυψε το πρόσωπο στα χέρια του Τρανταζόταν ολόκληρος από βουβούς λυγμούς.

Από κείνη τη μέρα ο Τζίτζης έχασε κάθε αυτοσεβασμό. Παραιτήθηκε από το σχέδιό του και συνέχισε τη δουλειά του όπως και πριν, μα ένιωθε τώρα σαν απατεώνας. Και ήταν πραγματικά. Πρώτα η φαντασία του τον οδηγούσε από κρεμαστά μονοπάτια κι εκείνος την ακολουθούσε ανέμελος. Τώρα όμως έλεγε ψέματα!

Είχε γίνει μια μαριονέτα, ένας καραγκιόζης του κοινού του και το ήξερε καλά. Άρχισε να μισεί τη δουλειά του. Κι έτσι οι ιστορίες γίνονταν όλο και πιο ανόητες και δακρύβρεκτες.

Αλλά αυτό δεν έβλαπτε καθόλου την επιτυχία του, απεναντίας το είπαν καινούριο στυλ και ήταν πολλοί αυτοί που προσπάθησαν να τον μιμηθούν. Έγινε πολύ της μόδας. Αλλά ο Τζίτζης δεν το χαιρόταν αυτό. ήξερε πια σε ποιους τα όφειλε όλα. Δεν είχε κερδίσει τίποτα. Είχε χάσει τα πάντα. Συνέχισε όμως να τρέχει σαν παλαβός με τ’ αυτοκίνητό του από τη μια υποχρέωση στην άλλη, πετούσε με τα πιο γοργά αεροπλάνα και υπαγόρευε ασταμάτητα στις γραμματείς του ιστορίες με καινούρια μορφή. ήταν, αυτό το γράφανε όλες οι εφημερίδες, εξαιρετικά παραγωγικός. Κι έτσι γεννήθηκε από τον Τζίτζη τον ονειροπόλο, ο Τζίτζης ο ψεύτης.
Ταξίδι στο αέναο - Η διπλή σπείρα από τη σκάλα του Μουσείου του Βατικανού,
σχεδιασμένη από τον Giuseppe Momo (πηγή)
Σχόλια
Το βιβλίο είναι κλασικό για πολλούς λόγους. Ένας από αυτούς, ότι στις σελίδες του συναντάμε μια εκδοχή της αιώνιας διαμάχης ανάμεσα στις δυνάμεις της παράδοσης και της εξέλιξης, του καλού και του κακού, όπως παρουσιάζονται εδώ. Το καλό αντιπροσωπεύει η πλευρά της Μόμο, που υπεραμύνεται της αγάπης, της φιλίας και της αλληλεγγύης. Στο αντίπαλο στρατόπεδο βρίσκονται οι γκρίζοι κύριοι, που διακατέχονται από μια ποσοτική οπτική του κόσμου και εκμεταλλευόμενοι τα πάθη των ανθρώπων, προσπαθούν να κλέψουν τον χρόνο τους, ανταλλάσσοντάς τον με δόξα, χρήμα και αντικείμενα.
Καθόλου τυχαίο δεν πρέπει να θεωρήσουμε το ότι αυτοί οι σύγχρονοι Μεφιστοφελείς παρουσιάζονται ντυμένοι με κοστούμια, υπακούν τυφλά στις εντολές ενός κεντρικού διοικητικού συμβουλίου και χρησιμοποιούν εκφράσεις όπως "θα το περάσουμε στις δαπάνες" (σ. 141). Είναι προφανές ότι ο συγγραφέας αναφέρεται στις μεγάλες ανώνυμες εταιρίες που ήδη στην εποχή του κυριαρχούν στις ζωές των ανθρώπων, λαμβάνοντας αποφάσεις με απόλυτη ψυχρότητα και αποκλειστικό γνώμονα το κέρδος των μετόχων τους. "Εμείς θα κυβερνήσουμε τον κόσμο", λένε στη σ.224, ενώ ο σεβασμός τους για τον άνθρωπο είναι μηδενικός: "μια ανθρώπινη ζωή είναι κάτι το πολύ ασήμαντο" διαβάζουμε στη σ.137.
40 χρόνια μετά τη διαμάχη της Μόμο με τους γκρίζους κυρίους, η πλάστιγγα φαίνεται να έχει γείρει ολοκληρωτικά υπέρ των τελευταίων... πρόσφατη είδηση μας ενημερώνει ότι ο χρόνος μας ελέγχεται όντως από ειδικούς διαχειριστές που τον αυξομειώνουν κατά βούληση, φροντίζοντας για το καλό... των υπολογιστών. Τα παιδιά έχουν εγκαταλείψει τα παιχνίδια που άφηναν χώρο στη φαντασία (σ. 75) και μοιάζουν πλήρως απορροφημένα από τις οθόνες των tablets τους. Στον κόσμο των μεγάλων, το σύνθημα "ο χρόνος είναι χρήμα" έχει επικρατήσει σε όλους τους χώρους, ακόμα και της εκπαίδευσης. Τέλος, η κοινωνική ζωή βασίζεται ολοένα και περισσότερο σε καλώδια και κύματα, περιορίζοντας τις πραγματικές μας επαφές στο ελάχιστο. Και λίγη ειρωνεία: με το όνομα Momo κυκλοφορεί πλέον λογισμικό που αφορά σε ηλεκτρονικά κοινωνικά δίκτυα! ...μήπως τελικά οι γκρίζοι κύριοι όχι μόνο υπάρχουν στ' αλήθεια, αλλά μας κάνουν και πλάκα;
Το κείμενο προειδοποιεί: Ο χρόνος δεν είναι χρήμα, ο χρόνος είναι ζωή, η ζωή μας! Εμείς τελικά επιλέγουμε αν θα τον κάνουμε καπνό ή αγάπη (σ.214). Μήπως είναι καιρός να ξανασκεφτούμε τις προτεραιότητές μας; Ο Νίνο ο ταβερνιάρης αρχικά προβληματίζεται (σ.85): ...δεν ξέρω πραγματικά τι να κάνω. Αυτό το κάνουν όμως όλοι τώρα... Γιατί να είμαι εγώ ο μόνος που διαφέρει; Λίγο αργότερα όμως, σταματάει να σκέφτεται "ως επαγγελματίας", εγκαταλείπει την ψυχρή απανθρωπιά και την ιδιοτέλεια και κατανοεί ότι η ουσία δεν βρίσκεται στην ανάπτυξη αλλά στην ευτυχία (σ.86): Όπως φαίνεται δε θα γίνει τίποτα με την προκοπή του μαγαζιού. Τώρα όμως μου αρέσει και πάλι. 
Γέλασε και η γυναίκα του είπε:
- Θα ζήσουμε, Νίνο.
Στη σ. 36 διαβάζουμε για την αγάπη που δείχνει στη δουλειά του ο Μπέπος ο οδοκαθαριστής, πριν τον αγγίξει το πνεύμα της Τρόικας: Κι όταν σκούπιζε τους δρόμους το έκανε πολύ αργά, αλλά δίχως να σταματήσει καθόλου. Σε κάθε του βήμα έπαιρνε μια ανάσα και σε κάθε ανάσα τραβούσε μια σκουπισιά. Βήμα - ανάσα - σκουπισιά. Βήμα - ανάσα - σκουπισιά. Στο μεταξύ, από καμιά φορά, κοντοστεκόταν για λίγο και κοίταζε συλλογισμένος μπροστά του. Κι έπειτα συνέχιζε: βήμα - ανάσα - σκουπισιά. Λίγο άσχετο, αλλά για τους φίλους του Asterix ο συνειρμός είναι αναπόφευκτος... η περιγραφή του Μπέπου (κάτω αριστερά σε στιγμιότυπο από την ταινία) μας παραπέμπει στον βαριεστημένο λεγεωνάριο Κάιους Σπάρους, που στην Ασπίδα της Αρβέρνης καθαρίζει κάθε πλάκα μισή - μισή!
Στην ιστορία της Μόμο, οι φίλοι του συγγραφέα θα συναντήσουν εκτός από την κεντρική φιλοσοφία που διέπει τα έργα του (ανθρωπισμός, σημασία φιλίας, αξία δημιουργικής φαντασίας, κτλ.) και ορισμένες ιδέες που εμφανίζονται ξανά έξι χρόνια αργότερα, στην Ιστορία χωρίς τέλος. Για παράδειγμα, βλέπουμε τον Τζίτζη τον ξεναγό να προειδοποιεί την πρωταγωνίστρια (σ.204) Ένα μονάχα σου λέω Μόμο: το πιο επικίνδυνο πράγμα που υπάρχει στη ζωή είναι τα όνειρα που πραγματοποιούνται, και στο μυαλό μας έρχονται τα σκουληκάκια που εξαιτίας της ευχής τους μεταμορφώθηκαν σε Τρελοπετούμενα - Πανταγελούμενα. Η σημασία του μέτρου και τα αποτελέσματα της απληστίας -που αργότερα θα τυραννήσουν τον Μπαστιάν-, παρουσιάζονται εδώ με την παραβολή για την αυτοκράτειρα Στραπάτσια Αυγουστίνα και τη φάλαινα που δεν έγινε χρυσόψαρο (σ. 44-45) που διηγείται ο Τζίτζης.
Ο Έντε μέσα από το κείμενό του μας μεταδίδει σχόλια και προβληματισμούς γύρω από αρκετά ζητήματα όπως την αστικοποίηση, τον ρόλο του εκπαιδευτικού συστήματος, την διαχείριση του ανθρώπινου χρόνου στις σύγχρονες κοινωνίες... Ένα από τα βασικά θέματα που θίγει, είναι και αυτό του καταναλωτισμού. Η προσπάθεια του πράκτορα ΒΑΝ/553/γ να "προσηλυτίσει" τη Μόμο με μια σειρά από παιχνίδια που απαιτούν ολοένα και περισσότερα αξεσουάρ (πρέπει να πάρεις κι άλλα πράγματα για την κούκλα σου της εξηγεί στη σ.90) μπορεί να πέφτει στο κενό, όμως δείχνει στον αναγνώστη πώς λειτουργεί το σύστημα της αγοράς. Ακόμα περισσότερα μπορεί να καταλάβει κανείς από την ιστορία του Τζίτζη του ξεναγού (βλ. απόσπασμα), για τον τρόπο που λειτουργεί το star system και συγκεκριμένα τα "πουλέν" των εκδοτικών οίκων: Συγγραφείς ταλαντούχοι και ατάλαντοι, αφού φουσκωθούν σαν μπαλόνια από έμμισθους κριτικούς, λαμπερές εκδηλώσεις, βιτρίνες βιβλιοπωλείων και "βιβλιοφιλικές" ιστοσελίδες, στύβονται για να τροφοδοτήσουν μια γραμμή παραγωγής κειμένων αμφίβολης ποιότητας, για ένα κοινό που καταπίνει λαίμαργα ό,τι κι αν του σερβίρουν. Πρόσωπα και βιβλία που προορίζονται για γρήγορη ανακύκλωση, εμφανίζονται και εξαφανίζονται από τα ράφια μέσα σε λίγα χρόνια, εξυπηρετώντας όχι την πρόοδο του ανθρώπινου πνεύματος, αλλά τον κύκλο του χρήματος (βλ. γρανάζι). Να αναφέρουμε κλείνοντας, χωρίς αυτό να σημαίνει κάτι απόλυτο, ότι η Μόμο χρειάστηκε 6 χρόνια για να γεννηθεί.
Χρήση στην τάξη
Η Μόμο, χωρίς να διαθέτει κάποια υπερ-δύναμη, καταφέρνει να γίνει όχι μόνο αγαπητή, αλλά σχεδόν απαραίτητη στους γύρω της. Ποιο είναι άραγε το χαρακτηριστικό που την κάνει τόσο πολύτιμη για το κοινωνικό της περιβάλλον; Στην τάξη, διαβάζοντας ένα απόσπασμα από το ξεκίνημα του βιβλίου (σ.16) μπορούμε να το αναζητήσουμε και στη συνέχεια να αναρωτηθούμε: Πώς μπορώ να γίνω κι εγώ καλός ακροατής; Το κείμενο μας απαντά ότι αυτό που χρειάζεται είναι προσοχή και συμπάθεια για τα προβλήματα των άλλων. Σε αυτό το άρθρο θα βρούμε κάποια γνωρίσματα που ο συντάκτης συνδέει με τους "ελκυστικούς" ανθρώπους. Τοποθετώντας δύο καρέκλες αντικριστά μπροστά στον πίνακα, μπορούμε να αναπαραστήσουμε σκηνές διαλόγου, στις οποίες ο ένας συνομιλητής λέει το πρόβλημά του και ο άλλος πότε είναι παθητικά αδιάφορος σαν να μη διαθέτει χρόνο και πότε συμπάσχει ειλικρινά, όπως η μικρή ηρωίδα. Πώς νιώθουμε όταν μας αγνοούν και πώς όταν ενδιαφέρονται οι άλλοι για όσα λέμε; Είναι άραγε ευκολότερο να επιλύσουμε τις διαφωνίες μας όταν "ακούμε" τους άλλους πραγματικά, όπως συμβαίνει στο βιβλίο; (σ.18-21)

Στην ώρα των εικαστικών, υπάρχουν αρκετές ενδιαφέρουσες εικόνες που μπορούμε να αποδώσουμε ζωγραφικά. Οι γκρίζοι κύριοι π.χ. περιγράφονται με αρκετή λεπτομέρεια στις σελίδες 40-42, ενώ η σουρεαλιστική γειτονιά στα όρια του χρόνου (σ.129) με το μνημείο - αβγό και τις σκιές που πέφτουν υπό διαφορετικές γωνίες, μας δίνει επίσης ένα ωραίο θέμα. Ακόμα καλύτερο, θα ήταν να συζητήσουμε για την αστικοποίηση με βάση το απόσπασμα (σ.71) Τα παλιά κτίρια κατεδαφίζονταν και καινούρια χτίζονταν, όπου παραλείπανε οτιδήποτε θεωρούσαν περιττό. Δεν κάνανε πια τον κόπο να χτίσουν τα σπίτια στα μέτρα των ανθρώπων που κάθονταν μέσα. Γιατί τότε θα έπρεπε να χτίζουν συνέχεια διαφορετικά σπίτια. Ήταν πολύ πιο φτηνό να χτίζουν όμοια και προπαντός εξοικονομούσαν χρόνο και στη συνέχεια να αναρωτηθούμε: Πώς θα έμοιαζε άραγε το σπίτι μας, αν δεν ήμασταν υποχρεωμένοι να ζούμε σε πολυκατοικία αλλά το χτίζαμε στα δικά μας μέτρα; Καλώντας τα παιδιά να ζωγραφίσουν τον ιδανικό χώρο γι' αυτά, ενεργοποιούμε τη δημιουργική τους φαντασία, τα βοηθάμε να εκφραστούν και αν στο τέλος ενώσουμε τις ζωγραφιές σε μια πολύχρωμη γειτονιά, μπορούμε να ολοκληρώσουμε τη δραστηριότητα μ' ένα σχόλιο για την ομορφιά της διαφορετικότητας.
Στη δική μας γειτονιά βρέθηκαν σπίτια με θόλους και τηλεσκόπια, σπίτια-ρομπότ, καράβια και σπίτια-κάστρα!

Share/Bookmark

Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2014

Ψηλά το κεφάλι, δούλε!

Υπόθεση
Γύρω στο 164 π.Χ., ένας Εφέσιος κιθαρωδός και η κόρη του Φιλομήλα, αγοράζονται στο σκλαβοπάζαρο της Περγάμου και μπαίνουν στην υπηρεσία του Ευμένη Β'. Ο βασιλιάς θαμπώνεται από την ομορφιά της κόρης, που λίγους μήνες μετά θα του γεννήσει έναν νόθο γιο, τον Αριστόνικο. Όταν ο Ευμένης πεθαίνει, στο θρόνο ανεβαίνει ο Άτταλος Γ', που υποφέρει από μανία καταδιώξεως. Ο Αριστόνικος βρίσκει τότε μια πρόφαση να φύγει από το παλάτι και γίνεται άρχοντας σε ένα απομακρυσμένο κτήμα. Εκεί, θα γνωρίσει τη δυστυχία των φτωχών και των δούλων. Βαθιά θα τον επηρεάσει επίσης ένα βιβλίο που έχει γράψει ο φιλόσοφος Ιάμβουλος ο Σύρος, στις σελίδες του οποίου περιγράφεται μια πολιτεία απόλυτης ισότητας και δημοκρατίας, χωρίς ατομική ιδιοκτησία και χρήμα. Στο μυαλό του Αριστόνικου γεννιέται η ιδέα να κάνει πράξη αυτή την πολιτεία, και μετά τον θάνατο του Αττάλου Γ', αποφασίζει να βγει στο προσκήνιο. Στο επαναστατικό του κάλεσμα συγκεντρώνονται όλοι οι καταφρονεμένοι της περιοχής, ενώ ο στρατός που οργανώνει μοιάζει αποφασισμένος. Οι νίκες έρχονται η μια μετά την άλλη και η «Πολιτεία του Ηλίου» μεγαλώνει. Στάσεις ξεσπούν παντού στη Μικρά Ασία. Οι πλούσιοι και οι αριστοκράτες πολεμούν τους εξεγερμένους χωρίς αποτέλεσμα, μέχρι που έρχεται βοήθεια από την πανίσχυρη Ρώμη. Εναντίον του Αριστόνικου στέλνεται αρχικά ο Λικίνιος Πούμπλιος Κράσος και μετά την αποτυχία αυτού, ο Μάρκος Περπέρνα. Απέναντι στον πιο οργανωμένο στρατό της εποχής, η μοίρα των επαναστατών είναι προδιαγεγραμμένη.

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Σύγχρονη Εποχή
Συγγραφέας: Χάρης Σακελλαρίου
Εικονογράφηση: -
ISBN: 978-960-224-838-6
Έτος 1ης Έκδοσης:1998
Σελίδες: 90
Τιμή: περίπου 6 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ ή εδώ
Άλλη κριτική εδώ (είναι το ίδιο βιβλίο, απλώς ο ήρωας αναφέρεται λανθασμένα ως Αρίσταρχος)
Τάξεις: Γυμνάσιο

Κριτική
Συναρπαστικό διήγημα ιστορικής μυθοπλασίας που αναφέρεται στον ξεσηκωμό των δούλων της Περγάμου (133-129 π.Χ.), υπό τον (υποτιθέμενο) τελευταίο απόγονο των Ατταλιδών, Αριστόνικο. Γραμμένο με απλότητα, ελεύθερη γλώσσα και επαναστατικό ενθουσιασμό, το βιβλίο μας παρασύρει στους γρήγορους ρυθμούς του. Οι νεαροί αναγνώστες θα βρουν σε αυτό ψυχαγωγία, γνώσεις, αλλά κυρίως θα προβληματιστούν. Οι ιστορικές πηγές για τον κεντρικό χαρακτήρα είναι περιορισμένες, όμως ο συγγραφέας τις αξιοποιεί με μαεστρία, ενώ δανείζεται στοιχεία από τα έργα του Π. Λεκατσά (Η Πολιτεία του Ήλιου και Οι πόλεμοι των δούλων) και συμπληρώνει τα κενά με τη γνωστή αφηγηματική του δεινότητα. Διαμορφώνεται έτσι μια πλοκή που σε γενικές γραμμές κρατάει το ενδιαφέρον μας αμείωτο ως το τέλος. Το βιβλίο μοιράζεται σε 14 κεφάλαια με έκταση μόλις 2-10 σελίδων το ένα. Το στήσιμο του κειμένου είναι «παλαιού τύπου» (μπετόν) και σίγουρα δεν απευθύνεται σε μαθητές δημοτικού. Οι σκηνές βίας είναι λιγοστές αλλά γλαφυρότατες (σ.59, 65, 79, 86), οπότε αν χρησιμοποιήσουμε αποσπάσματα θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί. Η εικονογράφηση δυστυχώς είναι απούσα, ενώ δεν συναντάμε και πρόσθετα βοηθητικά στοιχεία όπως κάποιο λεξιλόγιο, έναν χάρτη της περιοχής, το γενεαλογικό δέντρο των Ατταλιδών ή σχετική βιβλιογραφία. Το προτείνουμε σε μαθητές γυμνασίου που επιθυμούν να γνωρίσουν πώς απλώθηκε η ρωμαϊκή κυριαρχία στη Μ.Ασία ή σε όσους ενδιαφέρονται για τις απαρχές των ριζοσπαστικών κινημάτων.

Με το ίδιο θέμα ασχολείται το θεατρικό έργο του Κώστα Βάρναλη «Άτταλος ο Τρίτος» και το διήγημα «Ο βασιλιάς της Περγάμου» με συγγραφέα τον Ευστράτιο που κυκλοφορεί σε αυτοέκδοση.

  • Ενδιαφέρουσα πλοκή
  • Βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα
  • Κοινωνικός προβληματισμός

  • Έντονος ιδεολογικός χρωματισμός που υιοθετεί ισοπεδωτική διάθεση και προπαγανδιστικό σε κάποια σημεία, ύφος

Αξίες - Θέματα
Ιστορία, Δουλεία, Ανισότητα, Ανθρωπισμός, Περιπέτεια, Φιλοσοφία

Σκηνές που ξεχωρίσαμε
Όπου η επανάσταση των δούλων ξεκινάει γεμάτη ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον.

Εικονογράφηση
Απόσπασμα
Το άλλο κιόλας πρωί ο Αριστόνικος σηκώθηκε πολύ νωρίς. Αφού έφαγε το πρωινό του, κάλεσε κοντά του τους δυο γραμματικούς, που είχε στο κτήμα του.

- Πάρτε, τους λέει, τις γραφίδες σας κι από πέντ’ – έξι περγαμηνές κι ελάτε στο δώμα μου. Έχω κάτι το πολύ σπουδαίο να σας πω να γράψετε…

Σε λίγο ήταν και οι δυο τους εκεί. Είδαν τον αφέντη τους αναστατωμένο. Τα μάτια του είναι πρησμένα από την αϋπνία, αλλά πετούσαν σπίθες. Πριν αρχίσει να τους υπαγορεύει αυτά που ήθελε να γράψουν, τους λέει:

- Φίλοι μου… τη νύχτα που μας πέρασε πήρα μια πολύ τολμηρή απόφαση και σας παρακαλώ, με την εμπιστοσύνη που σας έχω, να μου πείτε αν αυτό που θα κάνω το βρίσκετε σωστό ή όχι.

Οι δυο γραμματικοί του άφησαν πάνω στα μικρά τραπεζάκια τις γραφίδες τους και τον κοίταξαν όλο απορία στα μάτια. Κι ο Αριστόνικος συνέχισε:

- Όπως ξέρετε, οι πολιτείες μας, εδώ κι αιώνες τώρα, είναι συγκροτημένες πάνω στο σύστημα της δουλοκτησίας. Οι έξυπνοι, οι επιτήδειοι και οι δυνατοί γίνονται αφεντικά. Αυτοί έχουν στα χέρια τους τα κτήματα και τα πλούτη και κάθε δικαίωμα κι εξουσία, ενώ οι άλλοι, όσοι βρέθηκαν κάποια στιγμή σε δύσκολη θέση ή αδυναμία γίνονται δούλοι, υποχρεωμένοι να δουλεύουν, κι αυτοί και τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους, όλη τους τη ζωή στα κτήματα των αφεντικών σαν ζώα, χωρίς να μπορούν να διαμαρτυρηθούν για την κακή μεταχείριση ή τη σκληρότητα των αφεντικών, αφού ακόμα και η ζωή τους είναι στη διάθεση και στα χέρια εκείνων. Κι ακόμα, ξέρουμε όλοι πως η γη είναι μοιρασμένη άδικα. Τεράστιες εκτάσεις κρατούν στα χέρια τους τ’ αφεντικά, οι ολιγαρχικοί που τους λέμε εδώ, ενώ οι αληθινοί ξωμάχοι, όσοι ξέρουν να δουλεύουν τη γη, έχουν από ένα χωραφάκι κι εκείνο κινδυνεύουν να το χάσουν σε κάθε στιγμή, αν τύχει κι αρρωστήσουν αυτοί ή κάποιος απ’ τη φαμίλια τους και βάλουν χρέος στ’ αφεντικά τους.

Κάποτε, παλιότερα, οι παππούδες τους, έλπιζαν στον Αλέξανδρο το Μακεδόνα. Πίστεψαν πως, περνώντας σαν αστραπή με’ απ’ την Ασία, θα γκρέμιζε το παλιό, άδικο και σάπιο δουλοκτητικό σύστημα και θα έφερνε παντού τη δικαιοσύνη και τη λευτεριά. Μα γελάστηκαν. Κι απλώς άλλαξαν αφεντάδες. Τη θέση των Περσών σατραπών την πήραν οι Μακεδόνες στρατηγοί, αυτός τη θέση του μεγάλου Πέρση βασιλιά, ζητώντας μάλιστα να τον προσκυνούνε για θεό, και τα μεγάλα κτήματα μείναν στα χέρια των πλουσίων και των δυνατών. Κι είχε δίκιο ο Τιβέριος Γράκχος όταν έλεγε στη ρωμαϊκή Σύγκλητο: «Τ’ αγρίμια της Ιταλίας έχουν φωλιά, έχουν τρύπα να τρυπώσουν κι έναν τόπο να ξαπλώσουν το κουρασμένο σώμα τους. Όμως, αυτοί που πολεμούνε και πεθαίνουν για την ίδια γη, άλλο εξόν απ’ τον ήλιο και τον αέρα τίποτε δεν έχουν. Μα άστεγοι, δίχως να ‘χουν μια γωνιά ν’ ακουμπήσουν, παραδέρνουν εδώ κι εκεί με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους. Και λένε ψέματα οι στρατηγοί στους στρατιώτες τους όταν τους παρακινούν και τους προστάζουν να πολεμήσουν, για να υπερασπιστούν απ’ τους οχτρούς τα «πάτρια εδάφη», τους τάφους των προγόνων τους και τα ιερά τους. Γιατί κανένας από τα τόσα πλήθη του ρωμαϊκού λαού δεν έχει ούτε πατρικό βωμό ούτε μνημούρι πατρογονικό, αλλά καλείται να πολεμήσει και να σκοτωθεί για τ’ αλλουνού τα πλούτη και την καλοπέραση. Και του λένε πως αυτός είναι κυρίαρχος του κόσμου, ενώ ούτ’ ένα σβώλο γης δεν έχει δικό του…»

Οι δυο γραμματικοί ακούνε με στόμα ανοιχτό τον Αριστόνικο και δεν μπορούνε να καταλάβουν πού επιτέλους το πάει.

- Λοιπόν… συνεχίζει αυτός, θαρρώ πως ήρθε καιρός να δώσουμε ένα τέλος σε όλα αυτά. Τη στιγμή μάλιστα που βλέπουμε ότι τα μεγάλα αφεντικά, από φόβο μη χάσουν τα πλούτη και τα προνόμιά τους, δε διστάζουν να ξεπουλήσουν την πάτρια γη στον οποιοδήποτε ισχυρό ξένο, αδιαφορώντας, αν αυτός γίνει για το λαό ένας αφέντης ακόμα πιο αχόρταγος και σκληρός, όπως έκαμε με τη διαθήκη του ο αδερφός μου ο Άτταλος.

- Ο …αδερφός σου!; ρώτησαν μ’ ένα στόμα οι δυο γραμματικοί.
- Μάλιστα, απάντησε ο Αριστόνικος. Ο Άτταλος ήταν αδερφός μου. Είμαστε και οι δυο παιδιά του Ατταλίδη Ευμένη, αυτός από νόμιμη σύζυγο κι εγώ από τη μητέρα μου τη Φιλομήλα.

- Κανένας δεν το ξέρει αυτό, του λένε οι γραμματικοί.

- Ήρθε καιρός να το μάθουν όλοι. Συνεπώς, καμιά δουλειά δεν έχουν στην πόλη μας οι Ρωμαίοι, τη στιγμή που υπάρχει νόμιμος διάδοχος του θρόνου.

- Μένουμε κατάπληκτοι, αφέντη…

- Και θα μείνετε ακόμα πιο πολύ, όταν ακούσετε τι θα πάω να κάνω.

Κι ο Αριστόνικος ξερόβηξε κι είπε με πιο σταθερή τώρα φωνή:
- Λοιπόν…, ήρθε ο καιρός να δοθεί ένα τέλος σ’ αυτά τα κοινωνικά καθεστώτα που διαιωνίζουν  την ανισότητα ανάμεσα στους ανθρώπους. Και πρώτα πρώτα να καταργηθεί ο θεσμός της βασιλείας, της μοναρχίας, που θεωρεί όλους τους ανθρώπους άβουλα ζώα και μόνο έναν θεωρεί έξυπνο κι άξιο να κυβερνήσει. Και καλά, αν αυτός ο ένας είναι πραγματικά άξιος. Αν, όμως είναι βλακέντιος ή σκληρός και θεοπάλαβος, όπως ήταν ο αδερφός μου ο Άτταλος – που μάλιστα ήθελε να προσονομάζεται και «ευεργέτης» και «φιλομήτωρ», τρομάρα του, και σκότωνε με τον πιο άγριο τρόπο όποιον υποψιαζόταν πως έφταιγε για το θάνατο της μητέρας του, πέθανε από γηρατειά η γριά, τι, κορακοζώητη θα ήταν ή αιώνια θα ζούσε; - τότε τι γίνεται; Ποιος την πληρώνει; Δίκιο είχε ο Πολύβιος που έλεγε ότι «πάσα μοναρχία το μεν ίσον εχθαίρει, ζητεί δε πάντας υπηκόους είναι», δηλαδή κάθε μοναρχία μισεί την ισότητα και θέλει να είναι όλοι υπήκοοί της.

Έπειτα, ήρθε ο καιρός να καταργήσουμε τη δουλεία. Δε βρίσκετε πως το σύστημα αυτό είναι άδικο κι απάνθρωπο; Οι θεοί έκαμαν άλλους ανθρώπους ελεύθερους κι άλλους δούλους; Δεν είμαστε όλοι παιδιά της μάνας φύσης; Ή μήπως αυτοί που θέλουν να λέγονται ελεύθεροι έχουν κάτι παραπάνω απ’ τους άλλους, κανένα κέρατο, να πούμε; Όλοι έχουν δυο μάτια, δυο χέρια, δυο πόδια… Με τι δικαίωμα οι κύριοι αυτοί, που λέγονται ελεύθεροι, κρατούν όλα τα πλούτη και τα δικαιώματα για λόγου τους και με ποιο δικαίωμα μεταχειρίζονται τους δούλους τους σαν ζώα του βάζουν να δουλεύουν υποχρεωτικά, τους βασανίζουν, τους ατιμάζουν, τους σκοτώνουν, δίχως να δίνουν λόγο σε κανέναν;

- Αφέντη, τα λες εσύ αυτά, που είσαι ελεύθερος; τόλμησε να πει ο ένας απ’ τους γραμματικούς. 

- Ναι, τα λέω εγώ, απάντησε ο Αριστόνικος. Κι είμαι αποφασισμένος να τα καταργήσω.

- Και… θα μείνεις χωρίς δούλους;

- Σε μια πολιτεία ελεύθερη δε χρειάζονται δούλοι. Χρειάζονται άνθρωποι ελεύθεροι, που ν’ αγαπούν τη δουλειά και να θέλουν να βοηθούν το συνάνθρωπό τους. Κι ακόμα… θα καταργήσουμε την ατομική ιδιοκτησία, αυτόν το μεγάλο πειρασμό που φέρνει μες στην ψυχή του ανθρώπου την απληστία. Γιατί όταν το κοινωνικό σύστημα σου δίνει το δικαίωμα να έχεις δικά σου όσα μπορείς περισσότερα, γιατί να μην το κάνεις; Άσχετα, αν για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήσεις ψευτιά, δόλο, απάτη ή βία. Αλλά τι θα πει δικό μου και δικό σου; Ποιος σου έδωσε το δικαίωμα να το λες αυτό; Έχουν μήπως τα δάση, τα χωράφια, τα λιβάδια, τα ποτάμια και οι θάλασσες καμιά ταμπελίτσα πάνω τους, που να λέει πως αυτό ανήκει στον τάδε ή στην τάδε; Για όλους δεν είναι η φύση, για όλους δεν είναι τα πλούτη της και οι θησαυροί της;

- Δηλαδή;

- Δηλαδή… από δω κι εμπρός κανένας πια δε θα λέει: «αυτό είναι δικό μου». Θα λέει: «αυτό είναι δικό μας». Δικιά μας η γη, τ’ αμπέλια, τα χωράφια και τα λιβάδια, δικά μας όλα τα ζωντανά που βόσκουν πάνω της κι όλοι οι θησαυροί, χρυσάφι κι ασήμι, που βρίσκονται στα σωθικά της. Όλα θ’ ανήκουν σ’ όλους, όλα θ’ ανήκουν στην πολιτεία, που θα την ονομάσουμε «Πολιτεία του Ήλιου» κι ο καθένας θα παίρνει από τους θησαυρούς της ό,τι του χρειάζεται και τίποτε περισσότερο.

- Α, τι ωραία! είπαν και οι δύο γραμματικοί μ’ ένα στόμα.
Επιγραφή του Ευμένη Β' στο πρόπυλο του ναού της Αθηνάς Πολιάδος Νικηφόρου
από την Πέργαμο (περ.180 π.Χ.), που εκτίθεται στο Pergamon Museum, Βερολίνο
Σχόλιο
Η ελευθερία στην απόδοση των διαλόγων δίνει αμεσότητα και φέρνει τους χαρακτήρες πιο κοντά στον αναγνώστη, όμως κάποιες φορές φτάνει στα όριά της. Διαβάζουμε για παράδειγμα τη φράση Αν, όμως είναι βλακέντιος ή σκληρός και θεοπάλαβος, όπως ήταν ο αδερφός μου ο Άτταλος – που μάλιστα ήθελε να προσονομάζεται και «ευεργέτης» και «φιλομήτωρ», τρομάρα του...που περισσότερο θυμίζει παλιό ελληνικό κινηματογράφο, παρά φαντάζομαι τον τρόπο που ο Αριστόνικος θα απευθυνόταν σε συνομιλητές του. 

Ταυτόχρονα, πραγματοποιούνται αλλαγές στο ιστορικό πλαίσιο ώστε αυτό να απλοποιηθεί, εξυπηρετώντας παράλληλα τον μύθο. Έτσι, ο Άτταλος Β', "θείος" του Αριστόνικου και επί 21 ολόκληρα χρόνια βασιλιάς, δεν αναφέρεται πουθενά. Διαβάζουμε δηλαδή (σ.11) πως μετά τον θάνατο του Ευμένη, στον θρόνο της Περγάμου ανέβηκε ο μεγαλύτερος γιος του Ευμένη, ο Άτταλος Γ'.
Άτταλος Γ' (ή Β') από το Metropolitan Museum of Art, Νέα Υόρκη
Συναντάμε επίσης ορισμένες αυθαίρετες θέσεις, όπως ότι οι Έλληνες της Μ. Ασίας περίμεναν πως ο Μέγας Αλέξανδρος θα γκρέμιζε το παλιό, άδικο και σάπιο δουλοκτητικό σύστημα και θα έφερνε παντού τη δικαιοσύνη και τη λευτεριά (σ.40). Δεν γνωρίζω αν υπάρχει πηγή που να αναφέρει πως ο Μακεδόνας βασιλιάς ανέλαβε ποτέ τον ρόλο κοινωνικού μεταρρυθμιστή. Για να διαδοθούν όμως φήμες ότι είχε σκοπό να ανατρέψει το δουλοκτητικό σύστημα στην Ασία, θα έπρεπε προηγουμένως να έχει επιχειρήσει κάτι αντίστοιχο στην Ελλάδα... πράγμα που δεν συνέβη ποτέ. Για τη λευτεριά των ελληνικών πόλεων πάντως, πολέμησε, ακόμα και αν απέναντί του βρήκε Έλληνες μισθοφόρους. Στη σελίδα 54 ο συγγραφέας ξανακάνει αναφορά στο όνομα του Αλεξάνδρου, κατηγορώντας τον ότι ενώ πλάτυνε τα σύνορα του κράτους των Μακεδόνων, στένεψε την ψυχή και τη μοίρα του ανθρώπου, κάνοντας ακόμα πιο πικρή τη ζωή του, ποδοπατώντας τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων, αλυσοδένοντας πιο σφιχτά τους σκλάβους, σφάζοντας τη δικαιοσύνη και την ηθική συνείδηση. Η ισοπεδωτική αυτή επίθεση δεν στηρίζεται σε κάποιο επιχείρημα, αλλά πιθανόν αποτελεί προϊόν ιδεολογικού προσανατολισμού.
Στη σελίδα 61 διαβάζουμε τη διαπίστωση πως Οι πλούσιοι δε διστάζουν να πουλήσουν την ελευθερία της πόλης στους ξένους, προκειμένου να περισώσουν τα πλούτη τους και τα προνόμιά τους, ενώ λίγο αργότερα (σ.69)  πως Οι βασιλιάδες των διαφόρων πόλεων συνασπίστηκαν και άρχισαν να βοηθά ο ένας τον άλλο. Και, πιο πέρα, καλούσαν τη Ρώμη να επέμβει και να τους γλιτώσει από τον κίνδυνο, δίχως ούτε στιγμή να σκέφτονται ότι αυτό αποτελεί εθνική προδοσία. Είναι βέβαια σαφές, ότι οι εσωτερικές έριδες των Ελλήνων ήταν αυτές που έδωσαν την ευκαιρία στους Ρωμαίους να επέμβουν, να τους διχάσουν ακόμα περισσότερο, και τελικά να επιβληθούν στα ελληνιστικά βασίλεια της εποχής.

Στη συγκεκριμένη όμως περίπτωση, προτού υιοθετήσουμε τέτοιους χαρακτηρισμούς άκριτα, καλό είναι να συνυπολογίσουμε ότι: 
Πρώτον, οι άρχοντες της Περγάμου είχαν πάντα στενή «συνεργασία» με τη Ρώμη και στην προστασία της ουσιαστικά όφειλαν την επιβίωση και την ακμή του βασιλείου τους. Ο ίδιος ο Ευμένης Β', "πατέρας" του Αριστόνικου, είχε πολλές φορές εξυπηρετήσει τα συμφέροντά της, είχε προειδοποιήσει τη Σύγκλητο για κινήσεις του Φιλίππου Ε' και του Αντιόχου Γ' ενώ πολέμησε στο πλευρό των Ρωμαίων εναντίον όλων των άλλων Ελλήνων. Αποκορύφωμα αυτής της εξάρτησης, ήταν η κληροδότηση του βασιλείου της Περγάμου στη Ρώμη από τον Άτταλο Γ'. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, το ότι οι αριστοκράτες της Περγάμου κάλεσαν τους Ρωμαίους σε βοήθεια εναντίον του Αριστόνικου, δεν νομίζω ότι συνιστά ούτε αλλαγή πολιτικής ούτε και προδοσία σε σχέση με την ως τότε στάση τους.

Δεύτερον, ο Αριστόνικος κάλεσε και εκείνος ξένες δυνάμεις για να στερεωθεί στην εξουσία. Πειρατές (σ.54), δούλους από τον Ευφράτη ως τη Συρία (σ.57), εξόριστους, φυγάδες, καταδικασμένους, Θράκες ιππείς, όπως και τους περίφημους τοξότες της Μυσίας (σ.59) που ενώθηκαν μαζί του ενάντια στα «αφεντικά τους φεουδάρχες». Στην δική του όμως περίπτωση, ο συγγραφέας δεν κάνει λόγο για εθνική προδοσία... τον χαρακτηρίζει αντίθετα ελευθερωτή, πρωτολάτη ενός πύρινου χειμάρρου επαναστατημένων που ανατρέπει την παραδομένη τάξη. Η διαφορετική αυτή αντιμετώπιση έχει πιθανότατα και πάλι ιδεολογική βάση.
Κιστοφορικό τετράδραχμο του Αριστόνικου. Στην πίσω όψη διακρίνουμε (κοκ.) την επιγραφή
ΒΑ ΕΥ (Βασιλέως Ευμένους) και το γράμμα Γ, που υποδηλώνει το τρίτο έτος της βασιλείας του
Από τη Ρώμη στην Ασία
Οι μεγάλες στρατιωτικές νίκες των Ρωμαίων τον 2ο αιώνα π.Χ. αύξησαν την διαθέσιμη γη και πολλαπλασίασαν τον αριθμό των δούλων, κάνοντας τους πλούσιους ακόμα πλουσιότερους. Το 135π.Χ., σκλάβοι στην Έννα της Σικελίας ξεσηκώθηκαν ενάντια στον αφέντη τους Δαμόφιλο και τη γυναίκα του Μεγαλλίδα που τους τυραννούσαν απάνθρωπα (αναλυτικότερα εδώ). Για αρχηγό τους διάλεξαν τον Εύνο από τη Συρία, που ήταν προφήτης - θαυματοποιός και με τρικ έβγαζε φωτιές από το στόμα του! Χιλιάδες εξαθλιωμένοι ενώθηκαν με τους επαναστάτες, και ξέσπασε έτσι ο πρώτος (από τους συνολικά τρεις) δουλικός πόλεμος που συντάραξε τον ρωμαϊκό κόσμο.  

Μέσα σε αυτό το εκρηκτικό σκηνικό, εκλέγεται το 134 π.Χ. δήμαρχος στη Ρώμη ο Τιβέριος Σεμπρώνιος Γράκχος, που δίπλα του είχε δυο συμβούλους με ριζοσπαστικές ιδέες: τον στωικό φιλόσοφο Βλόσσιο Γάιο από την Κύμη της Καμπανίας και τον ρήτορα Διοφάνη τον Μυτιληναίο. Βασισμένος στις ιδέες τους, ο νέος δήμαρχος αποφάσισε να περιορίσει τις κοινωνικές ανισότητες, ώστε να μειώσει την ένταση ανάμεσα σε φτωχούς και πλούσιους. Με αγροτική μεταρρύθμιση ξαναμοίρασε τη γη, αποδυνάμωσε τη Σύγκλητο και πρότεινε να παραχωρηθούν χρήματα από τον θησαυρό της Περγάμου (που το 133 π.Χ. ο Άτταλος Γ' κληροδότησε στη Ρώμη) στους μικρούς καλλιεργητές. Οι φιλολαϊκές πολιτικές του εξόργισαν τους συγκλητικούς, και την ημέρα των επόμενων εκλογών τον δολοφόνησε ο εξάδελφός του και αρχιερέας, Σκιπίων Πόπλιος Κορνήλιος Νασικάς ο Σεραπίων. Στη συμπλοκή σκοτώθηκαν εκατοντάδες ακόλουθοί του, ανάμεσά τους και ο Διοφάνης· όμως ο Βλόσσιος το έσκασε για την Ασία, όπου βρέθηκε στο πλευρό του γνωστού μας Αριστόνικου!

Ο στωικός φιλόσοφος βρήκε τον επαναστάτη ήδη βαθιά επηρεασμένο από τις ιδέες του Ιάμβουλου και τον ενίσχυσε στην προσπάθειά του να οργανώσει μια Νέα Πολιτεία του Ηλίου, χωρίς πλούσιους και φτωχούς, αφέντες και δούλους. Από τη Ρώμη κατέφθασε τον ίδιο καιρό και ο αιματοβαμμένος ποντίφικας Νασικάς, επικεφαλής επιτροπής λεγάτων... πριν ωστόσο καταφέρει κάτι, δολοφονήθηκε από οπαδούς του Γράκχου. Αποτυχία και θάνατος περίμεναν και τον επόμενο αρχιερέα Κράσσο, που στάλθηκε στην Ασία αλλά ηττήθηκε από τον στρατό των Ηλιουπολιτών. Λύση και στις δύο επαναστάσεις έδωσε τελικά ο ικανότατος ύπατος του 130 π.Χ. Μάρκος Περπέρνα, που, αφού κατατρόπωσε τους εξεγερθέντες δούλους της Σικελίας, θριάμβευσε και στην Πέργαμο, συλλαμβάνοντας τον Αριστόνικο. Δεν πρόλαβε όμως να χαρεί τη νίκη του· αρρώστησε και πέθανε πριν επιστρέψει στη Ρώμη.
Το τέλος του Τιβέριου Γράκχου στη Ρώμη...
και η φυγή του Βλόσσιου στην Ασία (Πλούταρχος)
Οι ιστορικοί στις μέρες μας αντιδικούν για το αν η εξέγερση του Αριστόνικου ήταν αυθεντικά κοινωνική ή αν ο επαναστάτης χρησιμοποίησε τους φτωχούς για να ανέβει στον θρόνο, επειδή δεν κατάφερε να γίνει δεκτός ως νόμιμος διάδοχος. Επιχειρήματα υπάρχουν και από τις δύο πλευρές, σημασία όμως έχει ότι τελικά ο Αριστόνικος κέρδισε μια θέση στην Ιστορία, είτε ως σφετεριστής του περγαμηνού θρόνου, είτε ως ηρωικός μεταρρυθμιστής όπως οι Άγης, Κλεομένης και Τιβέριος Γράκχος.

Χρήση στην τάξη
Με αφορμή το βιβλίο, μπορούμε στην τάξη να παρουσιάσουμε το βασίλειο της Περγάμου. Ποιοι το διοικούσαν και τι πολιτική ακολουθούσαν; Ποια ήταν τα όριά του στην περίοδο που εξετάζουμε; Σε ποια χώρα ανήκει σήμερα; Μπορούμε επίσης να συζητήσουμε για τον θεσμό της δουλείας μέσα στην ιστορία, τη διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου αλλά και για τα δικαιώματα του παιδιού.
Η φιλορωμαϊκή πολιτική των βασιλέων της, αύξησε σημαντικά
τη δύναμη της Περγάμου μετά τη Συνθήκη της Απάμειας (188 π.Χ.)
Μέσα στο κείμενο γίνεται αναφορά σε δύο ουτοπικές πολιτείες, αυτή του Ιάμβουλου (σ.27-30) όπου όλοι είναι ίσοι και ζουν ανέμελοι χωρίς περιουσία μέχρι τα βαθιά τους γεράματα και εκείνη του Ζήνωνα (σ.63) όπου και πάλι σχεδόν όλοι είναι ίσοι, ενώ επιζητούν τη σοφία για να γίνουν ευτυχισμένοι. Πώς θα ονομάζατε τη δική σας ιδανική πολιτεία; Πώς θα λειτουργούσε και ποιοι θα έμεναν σε αυτή; Τι νόμοι θα επικρατούσαν; Και τι θα συνέβαινε σε όποιον τους παραβίαζε;

Καθώς στην Αθήνα επιβιώνουν ακόμα τα έργα του Ευμένη Β' και του Αττάλου Β', θα μπορούσαμε να εμβαθύνουμε στην ιστορία της Περγάμου ή του Αριστόνικου στα πλαίσια μιας επίσκεψης στο μουσείο της αρχαίας αγοράς, την Ακρόπολη ή τη νότια κλιτύ της.

Η στοά Ευμένους βρισκόταν μεταξύ του Ωδείου του
Ηρώδη Αττικού και του αρχαίου θεάτρου του Διονύσου

στις μέρες μας σώζεται κάπως έτσι

Share/Bookmark