Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013

Ο τζίτζικας ο Τζίτζι... τζικ

Υπόθεση
Όλα ξεκινούν όταν ο Τζίτζικας φωτογραφίζει μια κόκκινη πεταλούδα και έπειτα τις φιλενάδες της που ζήλεψαν και έτρεξαν κοντά του για να φωτογραφηθούν κι εκείνες. Πηγαίνει στη συνέχεια στο φίλο του τον Λαγό που έχει εκδοτικό οίκο και του προτείνει να τυπώσουν ένα παιδικό βιβλίο με πεταλούδες. Η γραμματέας μελισσούλα προτείνει το βιβλίο να είναι με μέλισσες, ενώ η θυρωρίνα χρυσόμυγα να είναι με χρυσόμυγες. Και καθώς όλοι θέλουν το δικό τους είδος να απαθανατιστεί, ο Τζίτζικας βρίσκεται ξαφνικά σε δουλειές με φούντες...

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Πατάκης
Συγγραφέας: Αγαθή Δημητρούκα
Εικονογράφηση: Τατιάνα - Ραΐση Βολανάκη
ISBN: 960-378-903-8
Έτος 1ης Έκδοσης: 2001
Σελίδες: 45
Τιμή: περίπου 0,70 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Α', Β', Γ'

Κριτική
Χαριτωμένη μικρή ιστορία από τη συλλογή μικρά σπουργιτάκια, τόσο απλή που δεν αφήνει ιδιαίτερα περιθώρια σχολιασμού. Προτείνεται περισσότερο σε παιδιά των πρώτων τάξεων του δημοτικού, που έχουν ήδη κατακτήσει τον μηχανισμό ανάγνωσης.


  • Επιμέλεια: Απλή αλλά πολύχρωμη εικονογράφηση, Πρωτογράμματα, χωρισμός σε μικρά κεφάλαια
  • Υλικό: φυλλάδιο με δραστηριότητες  εδώ


  • Η συντακτική πλοκή είναι κατά σημεία σύνθετη (επαυξημένες προτάσεις, μετοχές) για μικρούς μαθητές, οι οποίοι ίσως χρειαστούν βοήθεια και για να κατανοήσουν κάποιες λέξεις (εσπρέσο στρέτο) έννοιες (οικειότητα) αλλά και το βαθύτερο νόημα της ιστορίας

Αξίες - Θέματα
Φαντασία, Φωτογραφία

Εικονογράφηση

Απόσπασμα
Τη στιγμή εκείνη άνοιξε
η πόρτα που έγραφε "Διευθυντής"
και βγήκε, ντυμένος ωραία και
αρκετά ευδιάθετος, ο ίδιος ο κύριος
Λαγός. Και, βλέποντας μπροστά του
τον τζίτζικα, του είπε, όχι σαν
βουλευτής σε ψηφοφόρο του,
αλλά σαν φίλος αδελφικός:

- Ω, τον καλό μου, τον αγαπητό
μου φίλο τον κύριο Τζίτζικα!
Ποιος καλός άνεμος σε φέρνει
στα λημέρια μας;

- Ο άνεμος της καλλιτεχνίας,
απάντησε γελαστός ο τζίτζικας.
Εδώ τις έχω τις πεταλουδίτσες,
εδώ, μέσα στο φάκελο.

- Και δε φοβάσαι να μη σκάσουν,
οι καημένες; ρώτησε ανήσυχος
ο κύριος Λαγός.

Κι ο τζίτζικας, κάνοντας λίγο
χιούμορ κι ελαφρό, απάντησε:

- Για να μη σκάσουνε λοιπόν,
κλεισμένες σ' ένα φάκελο,
μπορούμε να τις βγάλουμε από δω
και να τις βάλουμε σ' ένα βιβλίο!

- Μα... κάτι πήγε να πει
ο κύριος Λαγός.

- Να μη σε ταλαιπωρώ,
τον πρόλαβε και τον καθησύχασε
ο κύριος Τζίτζικας. Οι πεταλούδες
είναι σε φωτογραφίες. Ορίστε,
κοίταξέ τες και πες μου
πώς σου φαίνονται.

- Λέω κι εγώ, είπε
με ανακούφιση ο κύριος Λαγός.
Μα, τότε, δεν είναι καλύτερα
να περάσουμε στο γραφείο μου,
να τις δούμε και να τα πούμε
με ησυχία, πίνοντας το καφεδάκι μας,
όπως πάντα;

- Βεβαίως! αναφώνησε και
με το φίλο του συμφώνησε
ο τζίτζικάς μας και...

- Τι καφέ προτιμάτε να σας
φέρω, κύριε Τζίτζικα; ρώτησε,
σαν καλή γραμματέας, η κυρία
Μέλισσα.

- Έναν ελαφρύ γαλλικό,
παρακαλώ, αν δε σας βάζω σε κόπο,
είπε, γεμάτος ευγένεια, ο τζίτζικας,
και μπήκε πρώτος στο γραφείο.

- Κάθισε, αγαπητέ μου, του είπε
ο κύριος διευθυντής.

- Ευχαριστώ, ψιθύρισε ο κύριος
φωτογράφος μας.

Ώσπου να φέρει η κυρία Μέλισσα
τους καφέδες, τον ελαφρύ γαλλικό
του τζίτζικα και τον εσπρέσο,
ως συνήθως στρέτο, του λαγού,
παρ' όλο που τους έφερε αμέσως
ο κύριος διευθυντής όχι μόνο
πρόλαβε και είδε τις φωτογραφίες
όλες, αλλά πρόλαβε ακόμα και
να ενθουσιαστεί μ' αυτές. Οπότε
γύρισε προς τον τζίτζικα και
του είπε:

- Η δουλειά σου είναι υπέροχη!
Θα φτιάξουμε ένα πολύ όμορφο
παιδικό βιβλίο.

- Έτσι πιστεύω κι εγώ, είπε
ο τζίτζικας, με τα μάτια του και
τα φτερά του να λάμπουνε
από χαρά. Ένα βιβλίο με πεταλούδες
είναι ό,τι πρέπει για τα παιδιά!

Σχόλιο
Η κεντρική ιδέα πίσω από την ιστορία, είναι πως το τερέτισμα των τζιτζικιών, θα μπορούσε να προέρχεται από τη φωτογραφική τους μηχανή. Γι' αυτό λοιπόν μην ξαφνιαστείτε αν ακούσετε κάποια στιγμή κοντά σας αυτό το τζίτζιι...τζικ, τζίτζιιι... τζικ, τζίτζιιι... τζικ. Χαμογελάστε, απλά, και πάρτε πόζα, αναφέρεται στον επίλογο (σ. 45) Στην ψηφιακή ωστόσο εποχή, ο ήχος αυτός είναι ένα απλό ηχητικό εφέ για να συνδέει τα σύγχρονα μοντέλα μηχανών με τα παλαιότερα (πριν το 1994), που χρησιμοποιούσαν φιλμ (λίγα λόγια για την εξέλιξη των φωτογραφικών μηχανών εδώ).
Όπως φαίνεται και στο απόσπασμα, στο κείμενο επιβεβαιώνονται τα κυρίαρχα πρότυπα των φύλων. Διευθυντής είναι ο Λαγός και γραμματέας η Μέλισσα, που φυσικά ψήνει και τους καφέδες. Αντίθετα, άλλα στερεότυπα όπως αυτό του τεμπέλη τζίτζικα (σ.36) βλέπουμε πως ανατρέπονται, αφού ο φωτογράφος εργάζεται πραγματικά σκληρά, μέχρι που φτάνει ο χειμώνας. Πληροφοριακά, τα τζιτζίκια ανάλογα με το είδος τους, ζουν γύρω στα 4 χρόνια κάτω από τη γη και 2 έως 17 χρόνια στα δέντρα.

Share/Bookmark

Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2013

Αντίσταση

Υπόθεση
Το βιβλίο αποτελείται από 15 κεφάλαια, το κάθε ένα με κάμποσες σύντομες, συνήθως αυτόνομες ιστορίες γύρω από ένα κύριο θέμα.
1. Η πρώτη σπίθα - Η πρώτη πράξη Αντίστασης, το κατέβασμα της ναζιστικής σημαίας από την Ακρόπολη.
2. Οι πιτσιρίκοι - Τέσσερις ιστορίες θάρρους και αυταπάρνησης με πρωταγωνιστές μικρά παιδιά.
3. Ο Αέρας της Αλβανίας - Τρεις ιστορίες για τη νοοτροπία των Ιταλών κατακτητών και τη σχέση τους με τους Γερμανούς.
4. Η δόξα των Γκλοριόζων - Ιστορίες που μιλούν για τη δειλία των Ιταλών κατακτητών, αλλά και για τον τύπο του "συνετού" Έλληνα που "δεν θέλει μπλεξίματα". Αναφορά στον νόμιμο και παράνομο κατοχικό Τύπο.
5. Συλλαλητήρια - Αναφορά στις μεγάλες διαδηλώσεις της 28/10/1942, της 5/3/1943 και της 25/3/1943
6. Το Πνεύμα και το Κτήνος (ακατάλληλο) - 7 Ιστορίες για το πώς ο οπλισμός και τα πολεμοφόδια έφταναν στους αντάρτες, για το τι συνέβαινε στις φυλακές Αβέρωφ και για την χαζή προπαγάνδα των Γερμανών.
7. Οι Βούλγαροι - Δύο ιστορίες για το συλλαλητήριο της 22/7/43 ενάντια στην γεωγραφική επέκταση της ζώνης Βουλγαρικής κατοχής.
8. Πτώση των Γκλοριόζων - Έξι ιστορίες από τις ημέρες της ιταλικής συνθηκολόγησης και τις συνέπειες που είχε αυτή στη συμπεριφορά Ιταλών και Αθηναίων, αλλά και στον αντιστασιακό αγώνα.
9. Στη Μέση Ανατολή - Έξι ιστορίες για τη δράση του Ελληνικού στρατού τον καιρό της συνθηκολόγησης των Ιταλών, και η περιπέτεια της "Λευκής", ενός πλοίου που χάρη στο ελληνικό του πλήρωμα πέρασε σε συμμαχικά χέρια κάτω από τη μύτη των Γερμανών.
10. Κύκλοι της Κόλασης (ακατάλληλο) - Επτά ιστορίες για τις θηριωδίες των Γερμανών σε Χορτιάτη, Καλάβρυτα, Δίστομο, γνωριμία με τα κολαστήρια της Μέρλιν, το στρατόπεδο στο Χαϊδάρι και το Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Αναφορά στην κυβέρνηση Ράλλη.
11. Σκιά του εμφυλίου (ακατάλληλο) - Δεκαοκτώ ιστορίες για την εχθρότητα, τις προκλήσεις και τις συγκρούσεις ΕΑΜιτών και τσολιάδων των ταγμάτων ασφαλείας. Ανακοινώσεις αντιποίνων, οι μάχες στο "κάστρο του Υμηττού" και στο σπίτι της οδού Μπιζανίου, η αδράνεια της αστυνομίας και τελικά η συμφωνία του Λιβάνου που δίνει ελπίδες για εθνική συμφιλίωση.
12. Δροσιά από το Ρίμινι - Ενώ στην Αθήνα τον Αύγουστο του '44 αρχίζουν τα μπλόκα, η Γ' Ορεινή Ταξιαρχία γράφει σελίδες δόξας, καταλαμβάνοντας το Ρίμινι.
13. Τα μπλόκα (ακατάλληλο) - Εννέα ιστορίες με φρικτές περιγραφές των μπλόκων του Παγκρατίου (11 νεκροί), της Κοκκινιάς (200 νεκροί) και της Καλλιθέας (25 νεκροί). Οι κλούβες των Γερμανών ως τελευταίο μέτρο κατά των αντιστασιακών επιθέσεων στις αμαξοστοιχίες.
14. Προς το τέλος - Τέσσερις ιστορίες από τις μέρες αποχώρησης των Γερμανών.
15. Το σπασμένο κοντάρι - Επίλογος - σύντομη αναφορά στο απέραντο φρενοκομείο χαράς της 12ης Οκτωβρίου 1944.
Bégouën, Max

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Μαρία Δ. Ψαθά
Συγγραφέας: Δημήτρης Ψαθάς
Bégouën, Max
Bégouën
Bégouën
Bégouën
Bégouën
Εικονογράφηση: Φωκίωνας Δημητριάδης
ISBN: 960-7572-28-9
Έτος 1ης Έκδοσης: 2002 (1945)
Σελίδες: 275
Τιμή: περίπου 17 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Γυμνάσιο

Κριτική
Συγκλονιστικά χρονογραφήματα της κατοχικής Αθήνας από έναν μεγάλο δάσκαλο του είδους, τον Δ. Ψαθά. Σίγουρα δεν πρόκειται για βιβλίο παιδικής ή εφηβικής λογοτεχνίας, κάποια όμως κεφάλαια που αφορούν τη δράση παιδιών (πιτσιρικαρία, σαλταδόροι, αλάνια, μαρίδα, κλπ.) μπορούν άνετα να χρησιμοποιηθούν στην τάξη ως αποσπάσματα. Προτείνεται κυρίως σε γονείς και συναδέλφους, που ενδιαφέρονται να παρουσιάσουν στους μαθητές την καθημερινότητα των Αθηναίων στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής.

  • Η ματιά του αφηγητή είναι έξυπνη και ζωντανή, ακριβής και απέριττη, μας μεταφέρει μόνο όσα χρειάζεται να μάθουμε
  • Τα γεγονότα που περιγράφονται είναι πραγματικά, πολλές φορές με ημερομηνίες και ονόματα, κάτι που μετατρέπει το βιβλίο σε μια συγκλονιστική μαρτυρία μιας εποχής που ελπίζουμε να μην χρειαστεί να ξαναζήσουμε


  • Οι σκληρές σκηνές είναι αρκετές, πολλές φορές περιγράφονται απάνθρωπα βασανιστήρια και εκτελέσεις. Γι' αυτό και τα κεφάλαια 6, 10, 11 και 13 θεωρούμε ότι είναι εντελώς ακατάλληλα για παιδιά.
  • Οι χαρακτηρισμοί για τους κατακτητές δικαιολογημένοι αλλά αρκετά σκληροί.

Αξίες - Θέματα
28 Οκτωβρίου, Ιστορία, Ανθρωπισμός, Βία, Πατριωτισμός, Περιπέτεια, Ανισότητα, Αλτρουισμός

Σκηνές που ξεχωρίσαμε
Στο συλλαλητήριο της 22/7/43 ενάντια στην επέκταση της ζώνης Βουλγαρικής κατοχής στη Θεσσαλονίκη, οι ηρωίδες Παναγιώτα Σταθοπούλου και Κούλα Λίλη δεν διστάζουν να επιτεθούν άοπλες σε γερμανικό τανκ! Η δεύτερη, λίγο πριν πέσει νεκρή, χτυπάει με το τσόκαρό της στο κεφάλι τον οδηγό...

Εικονογράφηση
16 χαρακτηριστικές για την εποχή γελοιογραφίες του Φωκίωνα Δημητριάδη, οι τέσσερις συγκεντρωμένες στο τέλος του βιβλίου.

Απόσπασμα 
Εκεί στην οδό Αμερικής είναι το «Κομάντο Πιάτσα». Κι οι δυο σκοποί που στέκονται στην πόρτα του αποτελούν τη μεγαλύτερη απόλαυση του Αθηναίου. Ευτυχώς. Η αυτοκρατορία του Μπενίτο δεν άφησε τίποτα όπου να μην έχει φυσήξει την πνοή της ελαφρής οπερέτας που χαρακτηρίζει ολόκληρο το καθεστώς του φασισμού της Ρώμης. Κρυφογελάνε οι Έλληνες. Γιατί ο τρόπος που χαιρετάνε οι δυο σκοποί καραμπινιέροι της πόρτα του «Κομάντο Πιάτσα» είναι απ’ τα πιο ξεκαρδιστικά πράγματα που μπορεί ν’ αντικρίσει κανένας μες στη βασανισμένη τούτη πόλη. Κάθε τους χαιρετισμός είναι πάταγος σωστός:
Γκράγκ
γκραγκ-γκραγκ-γκραγκ
γκραγκ-γκραγκ
γκραγκ!
Χαλασμός. Οι δυο σκοποί έχουν καθένας κάτω απ’ τα πόδια του ένα ξύλινο ανάβαθρο ώστε να κάνει κρότο. Καρφωμένο το κεφάλι. Τα μάτια γουρλωμένα. Τα χείλια τους σφιγμένα. Το στήθος τεντωμένο. Βροντούν λοιπόν πρώτα την αρβύλα. Προσοχή. Φουχτιάζουν ύστερα με πάταγο το όπλο. Το πάνε δεξιά, το πάνε αριστερά, το τινάζουνε μπροστά, το σηκώνουνε ψηλά κι ύστερα το βροντάνε κάτω. Κι αμέσως τινάζουν πάλι την αρβύλα στο σανίδι, γκραγκ! -ανάπαυση. Στην ευθυμότερη οπερέτα η κωμικότερη φαντασία δεν θα μπορούσε να σοφιστεί στρατιωτικό χαιρετισμό πιο διασκεδαστικό:
Γκράγκ
γκραγκ-γκραγκ-γκραγκ
γκραγκ-γκραγκ
γκραγκ!
Σαρκαστικός στέκεται ο κόσμος και χαζεύει τις βροντερές κινήσεις των σκοπών, που είναι κάτι ανάμεσα σουηδικής γυμναστικής, μπαλέτου επιθεώρησης και στρατιωτικού χαιρετισμού. Σαν συμπλήρωμα, μάλιστα, του κωμικού έρχονται τα γραφικά ναπολεόντεια τρικαντό των δυο καραμπινιέρων και μια ταμπέλα από ΄πάνω τους με την επιγραφή: ΧΑΙΡΕΤΑΤΕ ΤΟΝ ΣΚΟΠΟ. Περνούνε και τ’ αλανάκια:

- Χαιρέτα, ρε!

Και χαιρετά ο γαβριάς φασιστικά. Το λιπόσαρκο κορμί του τσιτωμένο. Το στήθος φουσκωμένο. Το δεξί χέρι απλωμένο μπρος, γυρισμένο το κεφάλι και το μάτι στον σκοπό.  Περνάει έτσι περπατώντας κωμικά, με τον βηματισμό της χήνας. Ένδειξη και φόρος σεβασμού στην αυτοκρατορία του Μπενίτο απ’ τη μαρίδα της Αθήνας, στην οποίαν απαντούν οι Ιταλοί με άγριο κυνηγητό:

- Όστια!

Είχε, λοιπόν, και σήμερα βουτήξει ο Ιταλιάνος έναν αλανάκο και τον έδερνε. Έκλαιγε και τσίριζε ο μικρός, που δεν ήταν ούτε δέκα χρονών. Περνούσε κι ένας κύριος ηλικιωμένος, μ’ άσπρα μαλλιά, που είχε την αφέλεια να πιστέψει πως η ηλικία κι η εμφάνισή του θα ενέπνεαν κάποιο σεβασμό. Έκανε παρατηρήσεις στον Ιταλιάνο:

- Γιατί το δέρνεις;

- Έτσι τέλει!

- Δεν το λυπάσαι; Εσύ, ένας στρατιώτης της ιταλικής αυτοκρατορίας να σκοτώνεις στο ξύλο ένα παιδί που δεν φτάνει ούτε ως το γόνατό σου;

- Πόρκα Μαντόνα!

Αφρίζει ο Ιταλιάνος, αφήνει τον μικρό, βουτά τον άνθρωπο απ’ τον σβέρκο και με κλοτσιές τον οδηγεί παραπέρα, σ’ ένα τοίχο. Όπου ήταν γραμμένη μια απ’ τις χιλιάδες επιγραφές των δρόμων της Αθήνας: ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΟΥΣ ΙΤΑΛΟΥΣ.

- Σβήσει εσύ!

- Πώς να τα σβήσω;

- Με το γλώσσα!

Κοιτά ο άνθρωπος την επιγραφή. Είναι γραμμένη με μπογιά. Πώς να την εξαφανίσει με τη γλώσσα του; Γυρνά στον Ιταλό με μάτι απορημένο. Μια δυνατή γροθιά στο πρόσωπο είναι η απάντηση. Βροντά το πρόσωπο του ανθρώπου στον τοίχο. Κι ώσπου να ξεζαλιστεί, του ‘ρχεται μια κλοτσιά με την αρβύλα. Σηκώνεται και τ’ όπλο. Δυο-τρεις με τον υποκόπανο μες στα πλευρά του.

- Σβήσει εσύ αυτό!

- ;;;

- Σβήσει με το γλώσσα!

Κι αν δεν σβήσει, λέει, τα γράμματα, θα τον σκοτώσει εκεί μέσα στον δρόμο, μπροστά στον κόσμο που παρακολουθεί από μακριά. Ο άνθρωπος, είπαμε, είναι ηλικιωμένος. Ψηλός. Φαίνεται από σπίτι. Οι τρόποι ευγενικοί. Φορά κοστούμι ριγέ γκρίζο, άσπρο μεταξωτό πουκάμισο και μπλε γραβάτα. Πεντακάθαρος. Πολύ κοκέτης. Α[ τους γέρους, δηλαδή, εκείνους που νομίζεις πως νίκησαν τον χρόνο και που η ζωή, φαίνεται δεν τους πίκρανε πολύ. Σίγουρα έχει γυναίκα και παιδιά. Σε κακοριζικιές της τύχης δεν φαίνεται πολύ συνηθισμένος ούτε σε τραχείς αγώνες. Δυο-τρεις κλοτσιές ακόμα -η κάννη του ντουφεκιού μες στα πλευρά του- και λυγίζει. Κατάχλομος. Τα χάνει. Βγάζει τη γλώσσα κι αρχίζει να γλείφει τον τοίχο.

Κοιτούν οι άλλοι. Ασπρίζουν τα πρόσωπα απ’ το μίσος. Σφίγγονται οι γροθιές. Ποιος όμως να σώσει τον ασπρομάλλη κύριο; Άοπλοι είναι κι έχουν μαζευτεί στο μεταξύ κι άλλοι καραμπινιέροι. Με πιστόλια, με ντουφέκια, με χειροβομβίδες. Τα μάτια τους στον άνθρωπο. Σκυμμένος στον τοίχο εκείνος γλείφει τα γράμματα. Ιδρώτας στάζει απ’ το πρόσωπό του, η γλώσσα του ματώνει. Απελπισμένα μάτια, γυρίζει στους καραμπινιέρους. Έρχεται μια κοντακιά μες στα πλευρά του. Αδύνατο ν’ αντέξει. Παρακαλά. Κλοτσιές βροντούν στα πισινά του.

Και τότε γίνεται τούτο. Μαζεύονται οι γαβριάδες. Μαζί τους κι ο μικρός που έφαγε το ξύλο και στοίχισε στον ασπρομάλλη κύριο την περιπέτεια.

- Απάνω τους!

- Είναι πολλοί, ρε.

- Μακαρονάδες, ρε. Φοβάσαι; Άμα τους φωνάξεις «αέρα», φτάνει. Σαν τα κοτόπουλα ζαλίζονται που τ’ ακούνε μοναχά. Ίσα, ρε μάγκες. Ντου!

Ντου. Αυτή τη φορά δεν πρόκειται να χυμήξουν σε καμιά αποθήκη. Το «ντου» θα γίνει, όπως και στην Αλβανία. Είναι παιδιά ως δέκα-δώδεκα χρονών, κουρελίδικα, ξυπόλυτα, που άλλο όπλο δεν έχουν απ’ την ψυχή και απ’ τα πόδια τους. Σαν σαΐτες χυμάνε όλα μαζί.

- Αέρρρρρα!

Ακούνε οι Ιταλιάνοι και τρελαίνονται. Σαν παλαβοί χυμούν στα πιτσιρίκια. Σβέλτα εκείνα, γίνονται καπνός. Τρέχουν οι Ιταλιάνοι, βλαστημάνε. Σκορπίζουν εκείνα στις παρόδους. Κι από τη σύγχυσή τους δεν ρίχνουν ούτ’ ένα πυροβολισμό. Ο άνθρωπος εγλύτωσε… 
κεφ.11  Το κάστρο του Υμηττού ήταν αυτό το μικρό σπίτι
Χρήση στην τάξη
Ο εκπαιδευτικός δεν μπορεί να προτείνει το βιβλίο αυτό στα παιδιά, μπορεί όμως να το συζητήσει με τους γονείς τους και να επιλέξει συγκεκριμένες ιστορίες -κυρίως από τα κεφάλαια 2 και 3- για να τις παρουσιάσει στην τάξη. Μέσα σε αυτές, τα παιδιά θα γνωρίσουν το αυθεντικό πλαίσιο της εποχής και θα συναντήσουν περιστατικά που αναφέρονται σε άλλα, πιο κατάλληλα βιβλία για την εποχή, όπως στον Μεγάλο Περίπατο του Πέτρου (σκηνές από τις πορείες και τα παιδιά με τις μπογιές), τα Παιδιά της Αθήνας (σκηνή με σαλταδόρο που προσπαθεί να ανάψει το τσιγάρο του από το φανάρι του φορτηγού), κ.ά.
Απελευθέρωση: Πλατεία Συντάγματος 12 Οκτωβρίου 1944

Share/Bookmark

Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2013

Παιδιά της Αθήνας


Υπόθεση
Στην κατοχική Αθήνα του Απρίλη του 1944, παρακολουθούμε τον Φωτάκη μαζί με μια ομάδα παιδιών να μεγαλώνουν μέσα στις στερήσεις και τους κινδύνους. Παρά τις δυσκολίες, προσπαθούν με τον τρόπο τους και καταφέρνουν να βοηθήσουν τους μεγαλύτερους στην Αντίσταση κατά των Γερμανών.

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Σύγχρονη Εποχή
Συγγραφέας: Δημήτρης Ραβάνης - Ρεντής
Εικονογράφηση: Θανάσης Φάμπας
ISBN: 978-960-451-153-2
Έτος 1ης Έκδοσης: 1952
Σελίδες: 146
Τιμή: περίπου 9 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Ε', Στ', Γυμνάσιο

Κριτική
Εξαιρετική περιπέτεια αντιστασιακής δράσης, γεμάτη αποστολές, παρακολουθήσεις σπιούνων και ανδραγαθήματα που κρατάνε το ενδιαφέρον του αναγνώστη ως την τελευταία σελίδα. Προτείνεται κυρίως στους μαθητές των μεγαλύτερων τάξεων του δημοτικού αλλά και του γυμνασίου, που ενδιαφέρονται για τα χρόνια της κατοχής στην Αθήνα.

  • Ενδιαφέρουσα πλοκή, χωρίς κενά
  • Χαρακτήρες ολοζώντανοι και συγκλονιστικοί
  • Πολύ καλογραμμένο, ακόμα και οι δύσκολες σκηνές (σ.12, 27, 94, 119) δίνονται με ευαισθησία και τρόπο που δεν σοκάρει
  • Περιέχει πολλές πληροφορίες για τη ζωή στην κατοχική Αθήνα
  • Μικρές περιλήψεις στην αρχή κάθε κεφαλαίου


  • Στην παλιά έκδοση που διαβάσαμε η εικονογράφηση ήταν μάλλον ανεπαρκής και η ορθογραφία ιδιαίτερη (τέτια, δουλιά, να δόσει, κ.ά.)

Αξίες - Θέματα
Υπευθυνότητα, Απώλεια, Κατοχή, Γενναιότητα, Φιλία, Συνεργασία, Ειρήνη, Αξιοπρέπεια

Σκηνές που ξεχωρίσαμε
Η έφοδος των Χιτών στο σπίτι του Φωτάκη (σ.27-28) κόβει την ανάσα!

Εικονογράφηση
Απόσπασμα 
Η αλήθεια είναι πως η Ρηνούλα ήταν κι ένα χρόνο μεγαλύτερη: στα δεκατρία αυτή. μα τί είναι ένας χρόνος; Άνοιξες τα μάτια – τά ‘κλεισες!

Αυτό, βέβαια, όταν δεν είναι πόλεμος. Τώρα, με την Κατοχή, ο χρόνος είναι μακρύς, πολύ μακρύς... Δε λέει να τελειώσει. Μέτρα, λοιπόν, τους τρεις που έχουνε στην πλάτη τους... Στα 44 βρισκόντουσαν. Τέταρτη Άνοιξη.

Μια άνοιξη που φαινότανε! Τη νιώθανε! τις άλλες, θαρρείς και δεν τις είχε προσέξει ο κόσμος. Τώρα, κάθε βλαστάρι τους τη θύμιζε: άνοιξη!

Θα πεις, επειδή ήταν τώρα πια και οι λεύτερες συνοικίες στην Αθήνα; Η Καισαριανή, ο Βύρωνας, η Κοκκινιά. Για να μπούνε σ’ αυτές οι γερμανοτσολιάδες έπρεπε να δώσουν μάχη, όχι αστεία. Ήταν και τα νέα από τα μέτωπα: ο Κόκκινος Στρατός πολέμαγε τώρα έξω από τη χώρα του, μέσα σε εχθρικό έδαφος.

Το χωνί είχε βγει κιόλας στους δρόμους.

«Πατριώτες! Η Ώρα της λευτεριάς πλησιάζει! Όλοι στ’ Άρματα, όλα για τη Νίκη!»

Τ’ αγιόκλημα είχε ανθίσει στους φράχτες. Κι οι λεμονιές. Είχαν πολλές στη γειτονιά τους, γιατί εκεί, πριν από χρόνια ήταν, λέει, λεμονοδάσος.

Η τέταρτη άνοιξη από τότε που ακούγεται η μπότα του κατακτητή στον τόπο. Ερχόντουσαν και φεύγανε η μια μετά την άλλη άνοιξη μ’ άνοιξη, χωρίς να χαρούνε οι άνθρωποι τα λουλούδια και τον ήλιο. Περάσανε βαριές σαν χειμώνες, κρύες και σκοτεινές, σα να’ τανε όλα τούτα τα χρόνια ένας μεγάλος, μακρύς πικρός χειμώνας. Μόνο χειμώνας. Ατέλειωτος. Και μονάχα ο αγώνας σα να ζέσταινε λίγο τις ψυχές των ανθρώπων.

«Θάνατος στους χιτλερικούς που κουβάλησαν το θάνατο!»
Ακούστηκε πάλι το χωνί μέσα στη νύχτα. Πριν σβήσει ο απόηχος, να και ο Λευτέρης στην πόρτα.

- Τ’ άλλα παιδιά δεν τα βρήκα, είπε μόλις μπήκε. Τι λες, πάμε μόνοι μας για γράψιμο; Οι επονίτες βγήκαν κιόλας, τους άκουσες.

- Έχουμε μπογιά; ενδιαφέρθηκε ο Φωτάκης.

- Κάτι γίνεται... Βρήκα ένα μπουγιέλο...

Ο Λευτέρης έφερε νερομπογιά, ξεραμένη μέσα σ’ ένα ντενεκεδάκι από κονσέρβα. Την ανακάτεψαν με ένα πινέλο και νερό και την αραίωσαν. Έγινε όμως πολύ αραιή, ξεπλυμένη – καλή ήταν, από το τίποτα. Τώρα, μπορεί να θύμωνε πάλι η Σόνια, γιατί η μπογιά ήταν κόκκινη, ενώ τα αετόπουλα έπρεπε να γράφουν με πράσινη. Αυτά θα κοιτάξουμε τώρα;

Βάλανε σ’ ένα δίχτυ το μπουγιέλο με την μπογιά και δυο σακούλες με άμμο.

Θα γράφανε απέναντι από το Φάρο, στην οδό Θήρας και Αχαρνών. Είχαν επισημάνει από νωρίς το μέρος, ένα μεγάλο φράχτη με λίγα γραψίματα, που είχε χώρο και για το δικό τους. Μόλις κάνανε να βγούνε στην Αχαρνών, άκουσαν βήματα.

Κόλλησαν στο κούφωμα μιας πόρτας και περίμεναν. Άκουγε ο Φωτάκης την καρδιά του να χτυπάει και αναρωτιότανε μήπως καταλάβουν την παρουσία του από αυτόν τον χτύπο. Θες ν’ ακούγεται η καρδιά του όπως την ακούει αυτός; Αλλοίμονό του!

Μα όχι, δεν ήταν χωροφύλακες, ούτε χίτες. Ήταν από τις ομάδες περιφρούρησης της γειτονιάς: νέοι της ΕΠΟΝ. Μια κοπέλα κράταγε το χωνί: φάνηκε η σκιά της απέναντι, στον τοίχο. Τράβηξαν οι νέοι για τον Άγιο Παντελεήμονα, και βγήκαν τα παιδιά από την κρυψώνα τους.

- Εσύ θα φυλάς στη γωνία! Μόλις ακούσεις κάτι, σφύριξε!

Ένιωθε το χέρι του να τρέμει, ο Φωτάκης. Στα πρώτα γράμματα. ύστερα έγινε πιο σταθερό. ήταν βλέπεις και η φωνή του κοριτσιού που ακουγότανε από μακριά:

- «Πατριώτες! Η ώρα της Λευτεριάς πλησιάζει! Όλοι στ’ Άρματα, όλα για τη Νίκη! Θάνατος στο φασισμό! Λευτεριά στο Λαό!»

Λες και του υπαγόρευε η μακρινή, ζεστή φωνή, ο Φωτάκης έγραφε το σύνθημα κι είχε ξεχαστεί. Σα να’ ταν στο σχολειό, και ο δάσκαλος έκανε υπαγόρευση, για κάποιο διαγωνισμό. Ξαφνικά ένιωσε ένα χέρι στον ώμο του. Ο Δάσκαλος!; Όχι, βέβαια...

- Τι κάνεις εδώ, ρε!;

Κοκάλωσε! Δε γύρισε να δει. τι να γυρίσει, τι να δει ;Μη δεν ήξερε ποιος ήταν; Μη δεν κατάλαβε τι έγινε; Εκείνος, ο Λευτέρης, που να τον πάρει και να τον σηκώσει, θα αποκοιμήθηκε στο πόστο του!

Ένιωσε απότομα το λαιμό του να ξεραίνεται και τον έπιασε φαγούρα. Κι άλλη φαγούρα στο δέρμα του, σαν τότε που είχε ιλαρά.

- Τι κάνεις, εδώ, ρε, ανάθεμά σε, ε, μίλα, ρε, μίλα να μη σε κάνω κομματάκια!

Του φάνηκε παράξενη η ερώτηση ! Τι κάνει εκεί. Τι τον ρωτάει, δεν βλέπει τι κάνει; Σαν να μαλάκωσε λίγο ο λαιμός του, κατάφερε να πει:

- Τι να κάνω, θείε, τι να κάνω; Κοιτάω κι εγώ, τι να κάνω!

- Τι κοιτάς, ρε, τι κοιτάς, ποιανού τα λες αυτά, βρε σλάβε, βρε βούλγαρε; Ποιανού τα λες αυτά! Και το μπουγιέλο αυτό που κρατάς τι είναι;

- Αυτό; ρώτησε χαζά ο Φωτάκης, κοιτώντας το πινέλο και το μπουγιέλο.

Ήταν ένας από τους «μπουραντάδες», που είχαν γίνει πια ένα με τους καταχτητές.

- Το βλάκα μου κάνεις;

Ένιωσε δύο χέρια να τον αρπάζουν και να τον σηκώνουν.

Την ίδια στιγμή τον περιέχυσε μια λεπτή άμμος κι άκουσε τον «κοριό» να ουρλιάζει!

Ένα δεύτερο κύμα άμμου, σα να το ‘φερνε δυνατός αέρας, και άκουσε τώρα άλλη φωνή.

- Σκάστο!

Να του το πουν και δεύτερη φορά; Πήρε την οδό Θήρας, έστριψε στον πρώτο δρόμο, αριστερά, ύστερα τον πρώτο δεξιά, και πάλι τα ίδια, και με μια ανάσα, πες, μονάχα έφτασε στο σπίτι.

Δεν πρόλαβε να πάρει αναπνοή, να και ο Λευτέρης!

Στάθηκαν ο ένας απέναντι στον άλλον, λαχανιασμένοι, και κοιτιόντουσαν στο σκοτάδι. 

Η άμμος είχε κάνει το θαύμα της πάλι. Ήταν από τα πρώτα "όπλα", που χρησιμοποίησαν οι νέοι της ΕΠΟΝ. Το πρώτο τους "μυστικό αμυντικό όπλο" - όπως το 'λεγαν: μια σακούλα με άμμο στα μάτια εκείνου που άπλωνε το χέρι του απάνω σου και... δρόμο! Ώσπου να φέρει να χέρια του στα μάτια ο γερμανοτσολιάς, ο μπουραντάς, ώσπου να βγάλει την κραυγή, έφτανες στη γωνία!

Μπήκαν στην παράγκα και κάθισαν - έπεσαν πες!- στο κρεβάτι. Δεν μίλαγε κανείς τους. Δεν κοιτιόντουσαν τώρα. Ο Φωτάκης περίμενε ν' αρχίσει πρώτος ο Λευτέρης, γιατί, στο κάτω κάτω, εκείνος έπρεπε να δώσει λόγο. Όσο ξαναρχόταν η κανονική αναπνοή, πέρναγε και ο θυμός του Φωτάκη.
Σχόλιο
Μέσα από το κείμενο, έχουμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε το πώς έβλεπαν την Κατοχή τα παιδιά των κατώτερων οικονομικών στρωμάτων, εκείνα που ο Πέτρος στον Μεγάλο του Περίπατο είχε συναντήσει ως ξαπλωμένες σκιές πάνω στις σχάρες της Ομόνοιας. Θα τα παρακολουθήσουμε να κάνουν "ντου" επί δικαίων και αδίκων στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν, να σνομπάρουν τα "μαμόθρεφτα" των οργανώσεων (σ.71) αλλά και να συμμετέχουν στη μεγάλη διαδήλωση για τα συσσίτια (σ.35), και αργότερα να θυσιάζονται (σ.93) για την Αντίσταση. Παρά τις ακραίες συνθήκες, η Αξιοπρέπεια στην κατοχική Αθήνα καταφέρνει να δώσει το "παρών" (σ.9, 98). Ο πολιτικός προσανατολισμός του συγγραφέα προβάλλει σαφής, αλλά είναι απαλλαγμένος από στόμφο κι έτσι δεν ενοχλεί. Τα γεγονότα εδώ προβάλλονται ρεαλιστικά, ανθρώπινα και καθόλου επικά, ενώ τα απαξιωτικά σχόλια για τους αντιπάλους (σ.112) είναι περιορισμένα.

Διαβάζουμε στη σελ. 35: Τα 'φερνε το πλοίο "Κουρτουλούς" του Ερυθρού Σταυρού. Εκεί πια, συναντιόντουσαν όλοι, μικροί και μεγάλοι. Κι η γυναίκα του τσιμεντά, κι η μάνα του γιατρού, κι ο δικηγόρος, κι οι μαθητές μαζί με τους δάσκαλους. Με τις κατσαρολίτσες τους, τα δίχτυα τους, την υπομονή τους. Βλέπεις, οι φασίστες κάνανε κι αυτό το καλό, χωρίς να το θέλουν: ενώσανε τον κόσμο. Εδώ, στο συσσίτιο, δεν είχε "εγώ, κύριέ μου είμαι γιατρός!" ή "εγώ κυρία μου είμαι καθηγητής!" Και δεν στραβοκοίταγε κανένας τους εργάτες ή κάποιον από τη φαμίλια τους.  Πεινάγανε όλοι το ίδιο: για ψωμί και για λευτεριά.  Η κυρα - Λένη, που σε όλα έβλεπε το θετικό [σ.σ. και γι' αυτό μας θυμίζει λίγο τον καλότυχο δράκοντα Φούχουρ] έλεγε: Ας είναι καλά οι γερμανοί, οι φασίστες, οι καημένοι! - Ας τους έχει ο Θεός καλά, που μας ενώσανε!
Ουρά κατά τη διανομή ανθρωπιστικής βοήθειας από το «Κουρτουλούς» (πηγή). Το ατμόπλοιο είχε μισθώσει η Ερυθρά Ημισέληνος και τις αποστολές χρηματοδοτούσαν κυρίως Έλληνες ομογενείς από τις ΗΠΑ και την Κωνσταντινούπολη.
Χρήση στην τάξη
Όπως και με άλλα αντίστοιχα έργα (επισημαίνονται με την ετικέτα 28 Οκτωβρίου) μπορούμε να αξιοποιήσουμε τούτο το βιβλίο για να συζητήσουμε με τους μαθητές για τα δύσκολα χρόνια της κατοχής. Καθημερινοί κίνδυνοι από τους Γερμανούς και τους ντόπιους συνεργάτες τους, γκαζοζέν στους δρόμους, συνθήματα στους τοίχους, ελεύθεροι σκοπευτές πίσω από τα παράθυρα, έλλειψη πετρελαίου, νερό με το σταγονόμετρο, σαλταδόροι... Διαβάζοντας  επιλεγμένα αποσπάσματα από το  κείμενο, αλλά και με τη βοήθεια θεατρικών παιχνιδιών και άλλων δραστηριοτήτων, μπορούμε να ξαναζωντανέψουμε στην τάξη μέρος από το κλίμα που επικρατούσε την εποχή εκείνη στην Αθήνα.

Κατοχικό Συσσίτιο (πηγή)
Το ενδεικτικό κατοχικό μενού, που έχουμε αναφέρει ως δραστηριότητα στον Μεγάλο Περίπατο του Πέτρου, μπορεί πλέον (σ.18,20,79) να εμπλουτιστεί με πλιγούρι, μαϊντανό, ντομάτα, πατατόφλουδες, χαρουπόπιτα και φασκόμηλο !

Share/Bookmark

Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2013

Μήνυμα στο κινητό


Υπόθεση
Αθήνα, Ιούνιος του 2004. Ο 12χρονος Πέτρος, παιδί χωρισμένων γονιών και εξπέρ στη χρήση κινητών τηλεφώνων, περιμένει πώς και πώς να ταξιδέψει στη Νέα Υόρκη για να ξαναδεί τον πατέρα του μετά από 3 χρόνια. Το ταξίδι όμως ακυρώνεται κι έτσι η μητέρα του θα τον πάρει μαζί της με το ζόρι στην πατρίδα της τη Νάξο, όπου είχε ήδη κανονίσει να ταξιδέψει για να δει το πατρικό της. Στο ορεινό χωριό όπου θα βρεθεί ο Πέτρος αντί για το Μανχάταν, θα έρθει σε επαφή με έναν αλλιώτικο κόσμο, καθόλου ψηφιακό, αλλά άγριο και γοητευτικό... ακριβώς όπως και η Αριάδνη, το "αλαφροΐσκιωτο" κορίτσι που θα γνωρίσει και που θα τον μυήσει στα μυστήρια ενός ξεχασμένου φράγκικου πύργου. Κανείς από τους δυο τους όμως δεν φαντάζεται ότι στα υπόγεια αυτού του πύργου, τους περιμένει μια μεγάλη περιπέτεια...

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Παπαδόπουλος
Συγγραφέας: Ιωάννα Κυρίτση  - Τζιώτη
Εικονογράφηση: Ντανιέλα Σταματιάδη
ISBN: 960-412-428-5
Έτος 1ης Έκδοσης: 2005
Σελίδες: 92
Τιμή: περίπου 4 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Δ', Ε'

Κριτική
Χαριτωμένη καλοκαιρινή περιπέτεια με κοινωνικές προεκτάσεις, στην οποία κατά κάποιο τρόπο αναμετρώνται ο συναρπαστικός κόσμος της ψηφιακής τεχνολογίας, με εκείνον του ρομαντικού παρελθόντος (αποτέλεσμα: ισοπαλία). Προτείνεται περισσότερο σε αγόρια και κορίτσια των μεσαίων και μεγαλύτερων τάξεων.


  • Ενδιαφέροντες και συνεπείς χαρακτήρες
  • Χιουμοριστική άποψη της ζωής στο χωριό όπως τη βλέπει ένα παιδί της πόλης


  • Η συγγραφέας δεν πείθει για τη σχέση της με τις νέες τεχνολογίες
  • Σημεία με προχειρότητα στη γραφή
  • Εικονογράφηση όμορφη αλλά σε μόλις 3 σελίδες

Αξίες - Θέματα
Ιστορία, Τεχνολογία, Φιλία, Ζωοφιλία, Οικογένεια, Χιούμορ, Νάξος

Σκηνές που ξεχωρίσαμε
Ξεχωρίσαμε τη σκηνή όπου ο Πέτρος το σκάει νύχτα από το σπίτι του, για να συναντήσει κοντά στον πύργο την Αριάδνη (σ. 74-75)

Εικονογράφηση
Ασπρόμαυρη, μέσα στο κλίμα, όμως πολύ αραιή, με μόλις τρεις σελίδες σε ολόκληρο το βιβλίο

Σχόλιο
Για να δικαιολογήσω το "σημεία με προχειρότητα στη γραφή" που αναφέρω πιο πάνω, θα φέρω δύο παραδείγματα: Στο πρώτο, ο "Σανούδος" εμφανίζεται στη σελ. 34 του βιβλίου και μόλις τρεις σελίδες αργότερα, στην 36, μαθαίνουμε ότι είναι ο γάτος του σπιτιού. Μικρό το κακό θα πείτε, αλλά προσωπικά τον είχα περάσει για σκύλο. Στο δεύτερο, ο Πέτρος βγάζει το κινητό του, ενεργοποιεί την κάμερα νυχτερινής λήψης, δοκιμάζει να βιντεοσκοπήσει το δωμάτιο, όμως το κινητό του είναι απενεργοποιημένο και με κανένα τρόπο δεν μπαίνει σε λειτουργία. Εκτός απ' το ότι δεν είμαι βέβαιος ότι το 2004 κυκλοφορούσαν κινητά με κάμερα νυχτερινής λήψης, υποθέτω ότι η ενεργοποίησή της προϋποθέτει και ενεργοποίηση της συσκευής.

Σχετικά με το βασικό αντικείμενο του έργου: Εκφράσεις όπως "όσο για τα μηνύματα; Με κλειστά τα μάτια τα έγραφε. (...) Μοναχά τους έβρισκαν τα δάχτυλά του τα γράμματα στα πλήκτρα. Απέξω κι ανακατωτά ήξερε να βγάζει φωτογραφίες, να ηχογραφεί, να αλλάζει ήχους, να στέλνει εικονομηνύματα (...)" δείχνουν ένα δέος απέναντι σε δεξιότητες που δεν θα έπρεπε να κάνουν καν εντύπωση. Προσωπικά δεν γνωρίζω 12χρονο (μάλλον ούτε 9χρονο) παιδί που να μην θεωρεί τα παραπάνω μάλλον αυτονόητα. Οπότε η αναφορά σε "πολύπλοκα κουμπάκια" (σ.11) φοβάμαι ότι απλώς αποκαλύπτει την όχι τόσο στενή σχέση της συγγραφέως με την τεχνολογία γενικώς και την κινητή τηλεφωνία ειδικότερα.

Τα μηνύματα που έρχονται στο κινητό του Πέτρου, είναι ωστόσο ένα έξυπνο τέχνασμα για να παρακολουθούμε παράλληλα με την κεντρική πλοκή και τις ενέργειες άλλων χαρακτήρων που βρίσκονται μακριά.

Χρήση στην τάξη
Εκτός από το μάθημα της γλώσσας, το κείμενο μας δίνει αφορμή να μιλήσουμε για τη λατινοκρατία στο Αιγαίο (Ιστορία Ε', Στ'), για την οικογένεια του Μάρκου Σανούδου και για τους πειρατές που σκορπούσαν τον τρόμο στα νησιά μας (σελ. 63-65). Μπορούμε επίσης να κάνουμε αναφορά στους ενετικούς πύργους που στολίζουν διάφορες περιοχές στρατηγικής σημασίας στη χώρα μας. Αν μάλιστα υπάρχει πύργος κοντά στο σχολείο, μπορούμε να τον επισκεφτούμε και να κάνουμε μάθημα επί τόπου. Τα σχολεία της επαρχίας, μπορούν ρωτώντας στον τοπικό δήμο ή χρησιμοποιώντας τον Καστρολόγο να ελέγξουν αν κοντά στην περιοχή τους υπάρχει φράγκικο κάστρο. Για τους μαθητές της Αττικής, μια επιλογή εκπαιδευτικής εκδρομής (πέρα από το Βυζαντινό - Χριστιανικό Μουσείο), θα μπορούσε να είναι ο πύργος της Βραυρώνας.
Σχετικά με τον πύργο αυτό, διασκευάζουμε από τις πηγές:

Τοποθεσία Στο δρόμο προς τον αρχαιολογικό χώρο της Βραυρώνας στα αριστερά μας και λίγο πριν φθάσουμε στη βρύση, την επονομαζόμενη «Κρόϊ Σκλιά» (= η βρύση του Σκλιά -ανδρικό όνομα), απέναντι από το εκκλησάκι του Αγίου Δημητρίου, δεσπόζει στην κορυφή χαμηλού λόφου, ο πύργος της Βραυρώνας. Ακριβώς κάτω του, στη ρίζα του λόφου, περνάει ένα μικρό ποταμάκι, παραπόταμος του Ερασίνου.

Χρονολόγηση Η τοπική παράδοση θέλει τον πύργο Ενετικό, κτισμένο δηλαδή μεταξύ των ετών 1394 -1405, ενώ τον συνδέει και με μια δακρύβρεκτη ιστορία σχετικά με την τύχη του παλικαριού που τον έκτισε. Οι αρχαιολογικές όμως έρευνες αποδίδουν την κατασκευή του κατά την πρώτη περίοδο της Λατινοκρατίας στην Αττική, οπότε και κυριάρχησαν στην περιοχή οι Βουργούνδιοι δούκες Ντε Λα Ρος (1204 -1311) εκατό και πλέον χρόνια πριν. Ο πύργος της Βραυρώνας καθώς και ο ομόλογός του της Λιάδας (Ντάγλα) στο Μαρκόπουλο, εντάσσονταν σε ένα οικοδομικό πρόγραμμα κατασκευής πύργων ως παρατηρητηρίων, τις λεγόμενες «βίγλες», κάτι αντίστοιχο με τις βυζαντινές "φρυκτωρίες" που χρησιμοποιούντο για την ειδοποίηση των κατοίκων της περιοχής, σε περίπτωση πειρατικών επιδρομών. Άλλοι πύργοι που που ανήκαν στο ίδιο σύστημα και καταστράφηκαν, υπήρχαν στη θέση Φιλιάτι στο Κορωπί, στην Παιανία στις θέσεις Μισκοπή και Κοκκίνα κ ά. 

Το κτίσμα Πρόκειται για ένα ορθογώνιο πρισματικό κτίριο ύψους 18μ., το οποίο διατηρείται σε καλή κατάσταση (λείπουν μόνο 2 επάλξεις και οι ξύλινες κατασκευές, όπως σκάλες, πατάρια, κλπ.). Είναι χτισμένο από μεσαίου και μεγάλου μεγέθους λαξευμένους λίθους (οι τοίχοι ενσωματώνουν και αρχαίο υλικό) με εμβόλιμες κεραμίδες ως βύσματα. Αποτελείται από ισόγειο, δύο ορόφους και δώμα, στο οποίο συναντάμε και τις 18 επάλξεις. Η είσοδός του είναι τοποθετημένη σε υψηλότερο επίπεδο από το έδαφος, έτσι ώστε η πρόσβαση να είναι δύσκολη για τους επιδρομείς. Για τον ίδιο λόγο έχει λίγα ανοίγματα σε ψηλό επίσης σημείο.

Στο λόφο γύρω από τον πύργο εντοπίστηκαν από τον αρχαιολόγο Δ. Θεοχάρη, ευρήματα που χρονολογούνται από την προϊστορική εποχή.

Share/Bookmark

Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2013

Η κραυγή των λύκων

Υπόθεση
Η οικογένεια του 10χρονου Λούη μετακομίζει στο ορεινό χωριό Βόθη καθώς ο πατέρας του γίνεται ο νέος ταχυδρόμος. Οι ντόπιοι τους υποδέχονται ψυχρά και τους προτείνουν να εγκαταλείψουν το χωριό. Πολύ σύντομα τους κόβουν ακόμα και την καλημέρα, ενώ κάθε βράδυ κλειδώνονται στα σπίτια τους, φοβούμενοι όπως λένε τους λύκους που τριγυρίζουν στην περιοχή. Τα πράγματα αλλάζουν όταν στο μέρος καταφθάνει η Άννα, που γίνεται φίλη με τον Λούη και τον συνοδεύει στις εξερευνήσεις του... Μαζί θα προσπαθήσουν να λύσουν το μυστήριο που στοιχειώνει το χωριό και τους κατοίκους, κανείς όμως δεν μπορεί να φανταστεί αυτό που τελικά τους περιμένει...

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Δοκιμάκης
Συγγραφείς: Βασίλης Κουτσιαρής και Γιάννης Διακομανώλης
Εικονογράφηση: Ελένη Αϋφαντή
ISBN: 978-960-9433-12-9
Έτος 1ης Έκδοσης: 2010
Σελίδες: 60
Τιμή: περίπου 9 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Δ', Ε', Στ'
άλλη κριτική εδώ

Ευχαριστούμε πολύ τον κ. Κουτσιαρή για τη δωρεά ενός αντιτύπου στη βιβλιοθήκη της τάξης μας!

Κριτική
Το πρώτο βιβλίο του συγγραφικού διδύμου από την Κω είναι ένα παραμύθι - μεταφυσικό θρίλερ, που μπορεί στην πορεία να μας μπλέκει λίγο με τις διαφορετικές του διαδρομές, μας αποζημιώνει όμως με το συναρπαστικό τέλος του. Προτείνεται σε μαθητές των μεσαίων και μεγαλύτερων τάξεων του Δημοτικού, που ενδιαφέρονται για το περιβάλλον αλλά και για περιπέτειες μαγείας και φαντασίας!


  • Ατμοσφαιρικές σκηνές
  • Ενδιαφέρων ο τρόπος που το ρεαλιστικό μπλέκεται με το παραμυθικό και το παρόν εναλλάσσεται με το παρελθόν
  • Συναρπαστική η κατάληξη της ιστορίας


  • Ορισμένα σημεία με έλλειψη σαφήνειας
  • Απότομες μεταπτώσεις στον συναισθηματισμό των ηρώων 

Αξίες - Θέματα
Φαντασία, Μαγεία, Περιπέτεια, Διαφορετικότητα, Περιβάλλον

Σκηνές που ξεχωρίσαμε
Το φινάλε με τη λύση του μυστηριώδη γρίφου!

Εικονογράφηση
Απλή και σχετικά χαριτωμένη, λίγο όμως εκτός του κλίματος μυστηρίου που διαμορφώνει το κείμενο


Απόσπασμα
Ήταν αρχές Αυγούστου, όταν η οικογένεια του Λούη μετακόμισε στο μικρό χωριό ψηλά στο βουνό. Βόθη το όνομά του. Περίεργο όνομα όπως και οι κάτοικοι. Με τις λίγες οικονομίες που είχαν, νοίκιασαν ένα σπιτάκι με δυο δωμάτια όλα κι όλα και μια μικρή αυλή. Θα το 'φτιαχναν όμως και θα το 'καναν αγνώριστο. Τώρα που το 'χαν βρει, ήταν σίγουροι ότι όλα θα τους πήγαιναν καλά.

Ο Λούης δεν ήταν και πολύ ενθουσιασμένος με αυτή την απόφαση των γονιών του. Στην πόλη είχε τους φίλους του, το σχολείο του, τους δικούς του ανθρώπους. Αν και μόλις δέκα χρονών, μάλωσε μαζί τους γι' αυτό το θέμα. Τελικά υπερίσχυσε η γνώμη των γονιών του, αφού η μετάθεση του πατέρα ως ταχυδρόμου δεν τους άφηνε και πολλά περιθώρια, και να που τώρα βρίσκονταν εκεί.

Το χωριό ήταν χτισμένο ψηλά, κυκλωμένο από ένα πυκνό δάσος που έφτανε ως τους πρόποδες του βουνού. Μοναδική διέξοδος ο μικρός χωμάτινος δρόμος που οδηγούσε στην κεντρική λεωφόρο λίγα χιλιόμετρα μακριά. Όλα τα σπίτια ήταν μικρά με κόκκινα παντζούρια και πόρτες και ήταν χτισμένα σχετικά κοντά το ένα με το άλλο. Οι αυλές των σπιτιών ήταν περιφραγμένες με έναν αρκετά ψηλό φράχτη, ασυνήθιστο για αυλή.

Μόλις νύχτωνε, όλοι έμπαιναν μέσα στα σπίτια τους, σφάλιζαν πόρτες και παράθυρα και άφηναν τα έξω φώτα αναμμένα. Όταν οι γονείς του Λούη ρώτησαν γιατί το έκαναν αυτό, εκείνοι απάντησαν:

- Φοβόμαστε τους λύκους

Βέβαια χρόνια τώρα δεν είχε γίνει κάποιο περιστατικό που να δικαιολογεί το φόβο τους αυτό. Στα μικρά χωριά οι θρύλοι έχουν τέτοια δύναμη, που δύσκολα μπορεί να τους αγνοήσει κανείς.

Το σπίτι που νοίκιασαν ήταν χτισμένο στο ψηλότερο σημείο του βουνού, λίγο μακριά από τα υπόλοιπα σπίτια, σχεδόν κρυμμένο, λόγω των ψηλών δέντρων γύρω του. Καθημερινά, δήθεν τυχαία, περνούσαν διάφοροι και σταματούσαν για μια καλημέρα. Ποτέ όμως δεν αρκούνταν μόνο σ' αυτή.

- Κινδυνεύετε! Φύγετε από το χωριό!

ήταν τα τελευταία τους λόγια, χωρίς ουσιαστικά να τους εξηγούνε το λόγο.

Όταν οι χωριανοί είδαν ότι οι γονείς του Λούη αγνοούσαν τις προειδοποιήσεις τους, άλλαξαν τακτική. Έπαψαν να τους μιλάνε. Τους έβλεπες να συζητούν μεταξύ τους σιγανά, να τους κοιτάζουν παράξενα. Μια μέρα η κυρά Δέσποινα, η μαμά του Λούη, άκουσε να τους αποκαλούν “οι άλλοι”. Κι όμως ήταν άνθρωποι καταδεκτικοί, καλοσυνάτοι.

- Δύσκολα τα πράγματα, μονολογούσε η κυρά Δέσποινα ξανά και ξανά, όταν έμενε μόνη της.

Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ήταν τόσο ανεπιθύμητοι στο χωριό. Όταν όμως ο γιος της της έλεγε το παραμικρό για αυτό το θέμα, τον μάλωνε λέγοντας ότι τα πράγματα δεν ήταν έτσι.

Ώσπου έφτασε ο Σεπτέμβρης, που ο γιος της θα πήγαινε σχολείο. Το πρωί, μόλις ξημέρωσε, η μαμά έντυσε το Λούη με τα καλά του ρούχα, το μπλε παντελόνι και το άσπρο πουλόβερ του έδωσε ένα φιλί και τον ξεπροβόδισε.

Το σχολείο βρισκόταν κοντά στο σπίτι του. Σε λίγα λεπτά είχε φτάσει. Μόλις μπήκε στο προαύλιο, όλα τα παιδιά τον κοιτούσαν περίεργα. Αισθάνθηκε άβολα, αλλά ευτυχώς χτύπησε το κουδούνι για να μπούνε στις τάξεις.

Η τάξη του ήταν μικρή αλλά στολισμένη όμορφα.

Οι συμμαθητές του λίγοι.

- Καλημέρα, είπε δυνατά αλλά δεν πήρε απάντηση από κανέναν.

- Καλημέρα, ακούστηκε δειλά, μετά από λίγο, μια φωνή πίσω του.

Ο Λούης γύρισε και είδε ένα κοριτσάκι με μακριά ξανθιά μαλλιά και γαλάζια μάτια να τον χαιρετά δειλά. Της χαμογέλασε κι εκείνος και γύρισε το κεφάλι του μπροστά.

Στο διάλειμμα το μικρό κορίτσι τον πλησίασε.

- Με λένε Άννα, του είπε.

- Εμένα Λούη, της απάντησε γεμάτος χαρά εκείνος.

- Προχθές ήρθαμε στο χωριό. Λείπαμε όλο το καλοκαίρι, του είπε η Άννα.

- Γι' αυτό δε σε έχω δει τόσο καιρό που είμαι εδώ, διαπίστωσε εκείνος.

- Πέρασες δύσκολα το καλοκαίρι;

Η ερώτηση ξάφνιασε το Λούη. Δεν την περίμενε.

- Γιατί το λες αυτό; τη ρώτησε δήθεν αδιάφορα.

- Τα παιδιά δε μιλούν σε ξένους. Δεν τους αφήνουν οι γονείς τους. Αυτό πρέπει να 'γινε και με σένα, είπε η Άννα κοιτάζοντάς τον με συμπάθεια.

- Αυτό έγινε... της απάντησε διστακτικά εκείνος.

- Μη στεναχωριέσαι. Τώρα έχεις εμένα, του είπε η Άννα και του χαμογέλασε γλυκά.

- Εσύ δεν είσαι σαν τους άλλους...

Τα λόγια του Λούη έκρυβαν ένα παράπονο. Κοιτούσε την Άννα στα μάτια και περίμενε να ακούσει τι είχε να του πει. Η Άννα κατάλαβε ότι ο Λούης ένιωθε πολύ μόνος. Έτσι του είπε:

- Δε μεγάλωσα εδώ. Μόλις πέρυσι αποφασίσαμε να έρθουμε να ζήσουμε στο χωριό. Ο μπαμπάς μου είναι γιατρός και μου είπε ότι ο καθαρός αέρας στο χωριό θα έκανε καλό στην υγεία μου. Το σπίτι που μένουμε είναι κληρονομιά της μαμάς μου.

Το κουδούνι διέκοψε την κουβέντα τους και μπήκαν ξανά μέσα. Όταν σχόλασαν, η Άννα τον πλησίασε.

- Θα 'ρθεις στο σπίτι μου το απόγευμα;

- Ναι! Της απάντησε ο Λούης αμέσως, χωρίς δεύτερη σκέψη.

- Είναι το τελευταίο σπίτι κοντά στην είσοδο του δάσους, του είπε η Άννα και έφυγε.

Σχόλιο
Οι συγγραφείς στο πρώτο τους αυτό βιβλίο φανερώνουν αρκετά από τα στοιχεία, τα οποία συναντάμε στα επόμενα, πιο προβεβλημένα έργα τους: πρωταγωνιστές με σαφή, στρογγυλεμένα χαρακτηριστικά, ενδιαφέρουσα πλοκή δομημένη γύρω από ένα κεντρικό δίδαγμα και σε γενικές γραμμές τήρηση της πολιτικής ορθότητας. Σχετικά με το τελευταίο, στη συγκεκριμένη ιστορία, ακόμα και οι κάτοικοι του χωριού που παρουσιάζονται εντελώς αρνητικά προδιατεθειμένοι απέναντι στην οικογένεια του Λούη, βλέπουμε να χαρακτηρίζονται από τη μητέρα του ως άνθρωποι καταδεκτικοί και καλοσυνάτοι.

Χρήση στην τάξη
Διαβάσαμε την ιστορία στην τάξη και άρεσε στους μαθητές, ιδιαίτερα στο μέρος όπου αρχίζουν τα μαγικά. Αναπαραστήσαμε σκηνές του έργου με παντομίμα και μιμηθήκαμε ήχους του δάσους (άνεμος στα δέντρα, βήματα στις πευκοβελόνες, μακρινές φωνές λύκων) μεταφέροντας στην τάξη λίγη από την ατμόσφαιρα κατά την περιπλάνηση των δύο ηρώων.

Κάποιες (ορθολογικής φύσεως) μικροαπορίες που προέκυψαν όπως π.χ. γιατί οι κάτοικοι νοίκιασαν σπίτι στους ξένους αφού δεν τους ήθελαν εκεί; ή, αν έφευγε ο ταχυδρόμος -ο πατέρας του Λούη- από το χωριό, ποιος θα μοίραζε μετά τα γράμματα; προσπαθήσαμε να τις απαντήσουμε με ένα φανταστικό σενάριο:

Ο πατέρας του Λούη, μόλις έμαθε για την μετάθεσή του στη Βόθη, πήγε στο χωριό και έχτισε με πέτρες ένα καινούριο σπίτι! Έτσι, κανείς δεν μπορούσε να τους βγάλει από εκεί, αλλά και ο ίδιος μετά από τόσο κόπο δεν ήθελε να αλλάξει μέρος. Το σπίτι ήταν διώροφο, και στο ισόγειο είχε βάλει μια ταμπέλα "Ταχυδρομείο". Κανείς άλλος λοιπόν δεν μπορούσε να κάνει τη δουλειά του ταχυδρόμου, και η υπηρεσία σε κείνον θα έστελνε τα γράμματα...

Το διήγημα μπορεί φυσικά να αποτελέσει αφορμή και για το μάθημα της Μελέτης Περιβάλλοντος, όπου θα συζητήσουμε για τους λύκους και το πώς παρουσιάζονται στις παιδικές ιστορίες. Είναι άραγε τόσο "κακό" ζώο, ή μήπως είναι απλώς παρεξηγημένο από τους ανθρώπους; Ο εκπαιδευτικός μπορεί να προετοιμάσει αποσπάσματα από βιβλία για μεγάλους, από ταινίες ή να παρουσιάσει ιστορίες από το παρελθόν για να εξηγήσει στα παιδιά πως οι λύκοι δεν αντιμετωπίζονταν πάντα και από όλες τις κοινωνίες ως μισητοί εχθροί μας. Θα μπορούσε ίσως να ακολουθήσει συζήτηση γύρω από τη διαφορετικότητα και το πώς θα αισθανόμασταν εμείς αν ξαφνικά μεταμορφωνόμασταν σε λύκους και βλέπαμε τους ανθρώπους να μας αντιμετωπίζουν εχθρικά.

Share/Bookmark

Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2013

Για την άλλη πατρίδα

Υπόθεση
Η οικογένεια του μικρού Τέλη, μετανάστες δεύτερης γενιάς από την Γαλαζόνησο, ζουν υπό καθεστώς καταπίεσης στη σοβιετικού τύπου Δημοκρατία της Αργοβίας. Με πολύ κόπο και χάρη σε φίλους και βοηθούς, το σκάνε από εκεί μεταμφιεσμένοι σε Ισαδαίους, και καταφέρνουν να βρεθούν πίσω στον τόπο καταγωγής τους. Πριν όμως προλάβουν να ξεγνοιάσουν, καινούριες περιπέτειες κάνουν την εμφάνισή τους, αφού ο εχθρός αποβιβάζεται στο νησί και τους υποχρεώνει σε νέο ξεριζωμό.

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Πατάκης 
Συγγραφέας: Λότη Πέτροβιτς - Ανδρουτσοπούλου
Εικονογράφηση: Πέτρος Ζαμπέλης - Άννα Μενδρινού
ISBN: 978-960-
293-137-0 
Έτος 1ης Έκδοσης: 1978 (από Εκδόσεις των Φίλων)
Σελίδες: 151
Τιμή: περίπου 7 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Στ', Γυμνάσιο

Κριτική
Ένα μικρό, καλογραμμένο μυθιστόρημα από την πολυβραβευμένη Λότη Πέτροβιτς, που βασισμένη σε πραγματικά περιστατικά μας δίνει μια συγκλονιστική ιστορία προσφυγιάς. Η γλώσσα της είναι όπως πάντα απλή και τα μηνύματα περνάνε με σαφήνεια, ενώ η ευγένεια στη γραφή της δεν μας εγκαταλείπει, ακόμα και όταν οι σκηνές που περιγράφονται γίνονται σκληρές (αναγνώριση πτωμάτων από μια μάνα μετά από εργατικό ατύχημα σ.80). Η έκδοση προσανατολίζεται σε μαθητές των μεγάλων τάξεων του Δημοτικού και σε παιδιά γυμνασίου, αφού τα κανονικά τυπογραφικά και η μάλλον σοβαρή συνοδευτική εικονογράφηση (10 ολοσέλιδα χαρακτικά για 20 κεφάλαια) δεν θα φανούν ελκυστικά στους μικρούς αναγνώστες. Το μέγεθος των κεφαλαίων από την άλλη είναι σχετικά μικρό (συνήθως 7-8 σελίδες) ενώ η πλοκή κρατάει το ενδιαφέρον μας ζωντανό και δεν επιτρέπει να κουραστούμε παρά σε ελάχιστα σημεία. Ένα από αυτά, αφορά μια φιλοσοφική συζήτηση κοινωνικού περιεχομένου (σ. 73-77) που πιστεύω πως θα δυσκολέψει αρκετά τους πιο απροετοίμαστους.

Το βιβλίο προτείνεται κυρίως σε παιδιά Στ' τάξης και Γυμνασίου, θα μπορούσαν όμως να το διαβάσουν και έφηβοι ή ενήλικοι που ενδιαφέρονται για τη ζωή των μειονοτήτων στις Σοβιετικές Δημοκρατίες, το δράμα της Κύπρου ή γενικότερα για θέματα μετανάστευσης. Το μόνο σίγουρο είναι πως όσοι το διαβάσουν, θα καταφέρουν να μπουν στη θέση του πρόσφυγα και να νιώσουν έστω και για λίγο, τα συναισθήματα και τις αγωνίες του.

Ορισμένες σκηνές του βιβλίου είναι γραμμένες αριστοτεχνικά, και απορώ πώς δεν έχει τύχει να βρουν ακόμα το δρόμο προς κάποιο από τα ανθολόγια ή τα βιβλία του Δημοτικού. Συναντάμε σ' αυτές άλλοτε γνήσια συγκίνηση, (όπως όταν ο μικρός Τέλης αποχαιρετά το σπίτι του -σ. 58-61), και άλλοτε την αναστάτωση και αγωνία των φυγάδων, (όπως όταν με μεγάλη γλαφυρότητα μας περιγράφονται οι εικόνες και τα συναισθήματά τους σε έναν διωγμό -σ. 122-124).

Συγκρίνοντας το βιβλίο αυτό με τον Μικρό Αδελφό της ίδιας συγγραφέως, βλέπουμε πως και τα δύο έχουν κεντρικό θέμα την ειρήνη και την παγκόσμια συμφιλίωση. Ακολουθείται και στα δύο έργα μια κοινή στρατηγική που θέλει την οπτική του ήρωα σταδιακά να "ανοίγει" από το προσωπικό στο γενικό. Έτσι, όπως προηγουμένως ο Άγγελος (1976) έτσι και ο Τέλης (1978), αρχικά μαθαίνει για την καταπίεση που υφίσταται η οικογένειά του στην Αργοβία (σ.16), στη συνέχεια διαπιστώνει πως αντίστοιχα συμβαίνουν και στη νέα του πατρίδα (σ.113), και τελικά (σ.148) αποφασίζει να αγωνιστεί για το όνειρο να ζουν αδελφωμένοι και λεύτεροι όλοι οι άνθρωποι, όλοι οι λαοί, και ο καθένας να δίνει ό,τι καλύτερο έχει για το κοινό καλό.

Αξίες - Θέματα
Ανθρωπισμός, Οικογένεια, Αλτρουισμός, Φιλία, Μετανάστευση, Απώλεια, Δικαιοσύνη, Δημοκρατία, Ιστορία, Νοσταλγία, Υπευθυνότητα.

Εικονογράφηση
Απόσπασμα
Όχι, δεν ήταν μονάχα η θλίψη για το θάνατο του παππού εκείνη η σκιά που ξεχώριζε ο Τέλης, τρεις μέρες τώρα, στα μάτια του θείου και του πατέρα. Πρέπει να ήταν και κάτι ακόμα. Είχε αρχίσει να τους ζώνει μια παράξενη ανησυχία. Κι ο Τέλης αδιάκοπα θυμόταν εκείνο το μαύρο προαίσθημα.

Ώρες ώρες μιλούσαν σιγά μεταξύ τους, σαν τότε στην Αργοβία. Άλλοτε πάλι κουβέντιαζαν με τα ξαδέλφια τους δυνατά. Ο Τέλης τότε ξεχώριζε κάποιες λέξεις φριχτές: κάτι σαν «τυραννία», «συλλήψεις», «βασανιστήρια», «καταπίεση», «προδοσία»… Κι έδειχναν να μιλούν για τα μέρη τα συγγενικά τους, τα στεριανά, εκεί που ήταν το χωριό της μητέρας. Να λένε γι’ ανθρώπους γνωστούς, που καταδιώκονταν και φυλακίζονταν για τις ιδέες τους. Και για δικτάτορες, που κρατούσαν την εξουσία με το «έτσι θέλω». Γίνονταν, λοιπόν, κι αλλού τέτοια πράγματα; Δε γίνονταν μονάχα στην Αργοβία;  

Ένα βράδυ, στο σπίτι των συγγενών, κάποιος φίλος τους διηγήθηκε την ιστορία ενός ανθρώπου, που κυνηγημένος από τους δικτάτορες, μπήκε λαθρεπιβάτης σ’ ένα πλοίο να φύγει από τα μέρη εκείνα, να σωθεί. «Σαν εμάς» συλλογίστηκε ο Τέλης. «Κι εκεί τα ίδια!». Μόνο που κείνος ο άνθρωπος δεν είχε τη δική τους την καλή τύχη. Τον βρήκαν αργότερα νεκρό σ’ ένα απόμερο ακρογιάλι. Πολλοί έλεγαν πως κάποιος τον πρόδωσε, τον σκότωσαν στο βαπόρι και τον έριξαν στη θάλασσα. Άλλοι πως είχε πνιγεί καθώς έπεσε στα κύματα, προσπαθώντας να βγει σε κάποιο νησί.

Άκουσαν κι άλλες φοβερές ιστορίες εκείνο το βράδυ. Και μια σύντομη θλιβερή σιωπή ακολουθούσε καθεμιάς τους το τέλος.

- Μπορεί να γίνουν κι εδώ φασαρίες; Ρώτησε κάποτε η Ναταλία δειλά.

- Μπα, δεν το πιστεύω, την καθησύχασε ο πατέρας. Η Γαλαζόνησος είναι μια ελεύθερη κι ανεξάρτητη μικρή χώρα που κανένας δεν μπορεί να τη βλάψει. Την ελευθερία της την έχουν εγγυηθεί δυνάμεις μεγάλες. Έχουν υπογραφεί συμφωνίες για την ασφάλειά της. Έπειτα, ο ελεύθερος κόσμος δε θ’ αφήσει ποτέ να της κάνουν κακό. Γι’ αυτό άλλωστε και δεν έχει κανονικό στρατό ούτε όπλα.

Το βλέμμα του, ωστόσο, δε φαινόταν και τόσο σίγουρο. Πιο πέρα ο θείος κούνησε δύσπιστα το κεφάλι κι άρχισε να μιλά χαμηλόφωνα με τους συγγενείς.

Τέτοιες κουβέντες γίνονταν από τότε συχνά. Και λίγο λίγο την έτρωγαν θαρρείς σαν σαράκι την ανείπωτη εκείνη ευδαιμονία του γυρισμού, εκείνη την παραδεισένια γαλήνη που είχαν νιώσει τις πρώτες ημέρες.

Ώσπου ένα πρωί, αναστατώθηκε ο κόσμος στην πόλη. Αλλόκοτη κίνηση, φωνές κι ανακατωσούρα περίεργη ακούστηκε από το δρόμο. Ο πατέρας κόλλησε τ' αυτί στο ραδιόφωνο. Ο θείος πετάχτηκε έξω να μάθει τα νέα καλύτερα. Στην πρωτεύουσα του νησιού γίνονταν ταραχές! «Πραξικόπημα» το είπαν αγανακτισμένοι οι μεγάλοι.

Ο Τέλης έσκυψε απ’ το παράθυρο. Άνθρωποι με πρόσωπα ταραγμένα έτρεχαν εδώ κι εκεί, μαζεύονταν λίγοι λίγοι, κουβέντιαζαν φοβισμένοι, χειρονομούσαν… Τα μαύρα μαντάτα σκοτείνιαζαν θαρρούσες τον ουρανό, πλάκωναν το νησί σαν αντάρα – κι ας έφεγγε ο ήλιος ανέμελος.

Μέσα η μητέρα σταυροκοπιόταν κατάχλωμη.

- Πάλι, Θεέ μου, αδελφός τον αδελφό! Πάλι τα ίδια! Τι κατάρα είναι τούτη;

Η Ναταλία στεκόταν παράμερα σκυθρωπή. Δίπλα της είχαν κουρνιάσει αμίλητα τα κορίτσια.

Λίγες ώρες αργότερα, η κίνηση κόπασε. Η πόλη θαρρούσες πως είχε πεθάνει. Μια νέκρα παράξενη απλωνόταν παντού.

Κλείστηκαν μέσα μικροί μεγάλοι. Κι ο θείος κουβέντιαζε φωναχτά τώρα με τον πατέρα, που τον άκουγε αποθαρρημένος, στενοχωρημένος, σαν παιδί που το γέλασαν.

- Θέλουν να μας βάλουν και μας στο χέρι οι δικτάτορες κι οι προστάτες τους, Ανδρέα, το κατάλαβες τώρα; Αγανακτούσε ο θείος. Θέλουν να κάνουν κι εδώ τα ίδια. Σου τα έλεγα εγώ. Θυμάσαι τι σου έλεγα και για κείνα τα συστήματα; Κάθε τόσο κι ένα πραξικόπημα, μι δικτατορία σε κάποια χώρα. Και τότε ξεχνούν μεμιάς την ελευθερία την ατομική, που τόσο υποστηρίζουν. Λησμονούν τ' ανθρώπινα δικαιώματα όποτε τους συμφέρει. Σου τα έλεγα… Παντού οι μικροί και οι αδύνατοι την πληρώνουν. Αυτοί ‘ναι πάντα τα θύματα – κι ας πασχίζουν τάχα όλοι γι’ αυτούς. Χιλιάδες φορές σας τα είπα, μα κι εσύ κι ο πατέρας με θεωρούσατε απροσγείωτο!

«Εκείνα τα συστήματα»… «Οι δικτάτορες κι οι προστάτες τους»…. Τι να εννοούσε άραγε ο θείος; Θα τον ρωτούσε ο Τέλης σε πρώτη ευκαιρία.

Δεν πρόφτασε. Σε λίγες μέρες ξέσπασε η θύελλα.
Ήταν πρωί. Ένιωσε να τον ξυπνά η μητέρα αλαφιασμένη. Μάζευε σαν τρελή κάτι ρούχα. Παράξενες βροντές ακούγονταν που του τράνταζαν το κρεβάτι. Τα τζάμια έτριζαν, η μητέρα κάτι του φώναζε: να ντυθεί… να φύγουν… να γλιτώσουν… Πετάχτηκε τρομαγμένος. Να γλιτώσουν; Από τι; Δεν απαντούσε. Μιλούσε βιαστικά στα κορίτσια. Η Δανάη έντυνε κιόλας τη μικρή, που σιγόκλαιγε φοβισμένη. Ξάφνου τραντάχτηκαν πάλι… Έτρεξε στο παράθυρο. Η θάλασσα είχε γεμίσει μαύρα καράβια.

- Καίγεται το δάσος! Όρμησε στο δωμάτιο η Ναταλία. Δείτε! Ρίχνουν στο βουνό!

- Γρήγορα! Γρήγορα! Ξεφώνισε η μητέρα. Είπαν τα ξαδέλφια να κάνουμε γρήγορα.

Ούτε κατάλαβε πότε βγήκαν, πού έτρεξαν, ποιοι τους πήραν. Θυμάται μονάχα πως μπήκαν σ’ ένα αυτοκίνητο. Θυμάται τις φλόγες που έβγαιναν από το δάσος× Τις βροντές που δεν έλεγαν να σταματήσουν, ανακατωμένες με βόμβο από αεροπλάνα και τον κόσμο να φωνάζει:
- Απόβαση! Απόβαση! Οι εχθροί κάνουν απόβαση!

Έπειτα βρέθηκαν σ’ ένα υπόγειο, κάπου πιο πέτρα, μακριά απ’ την πόλη. Ακούστηκε πάλι βόμβος από αεροπλάνα… και πολυβόλα… Κι αμέσως τα σπίτια, οι δρόμοι, τα χωράφια τριγύρω βάλθηκαν να τραντάζονται.

Δυο γυναίκες που έστεκαν πλάι του άρχισαν να σταυροκοπιούνται λαχταριασμένες.

- Βόμβες! Φώναξε έντρομη η μητέρα. Θεέ μου! Μας βομβαρδίζουν!
Ο πατέρας, ο θείος Ιάσονας, δεν ήταν μαζί τους. Δεν τολμούσε να ρωτήσει ο Τέλης. Δεν έβγαινε λέξη από το στόμα του. Κοίταξε τη Δανάη που στεκόταν βουβή… Έπειτα την Ηλέκτρα που είχε ζαρώσει στην αγκαλιά της μητέρας και κάθε τόσο πεταγόταν με κάθε βόμβα που έπεφτε…

Πόλεμος, λοιπόν! Γινόταν πόλεμος. Μα το νησί τους δεν είχε κανονικό στρατό, ούτε όπλα – έτσι δεν είχε πει ο πατέρας; Ποιος άνανδρος, λοιπόν, τολμούσε να το χτυπήσει; Κι οι συμφωνίες; Τι έγραφαν οι συμφωνίες που είχε πει πως υπογράφτηκαν;  «Η Γαλαζόνησος είναι μια ελεύθερη κι ανεξάρτητη μικρή χώρα…», «την ελευθερία της την έχουν εγγυηθεί δυνάμεις μεγάλες»…, «ο ελεύθερος κόσμος δε θ’ αφήσει ποτέ να της κάνουν κακό…» - έτσι δεν έλεγε; Πού ήταν, λοιπόν, τώρα όλοι αυτοί; Γιατί άφηναν τον εχθρό να τους βομβαρδίζει; Και τ' ανθρώπινα δικαιώματα που του διάβαζε ο θείος; Τι έλεγαν τ' ανθρώπινα δικαιώματα; Δεν υπήρχε λοιπόν δικαιοσύνη σε τούτη τη γη; Ήταν όλα λόγια; Λόγια και τίποτ’ άλλο; Α, πόση απογοήτευση τον κυρίευε!

Δε θυμόταν πια πόσες ώρες έμειναν έτσι κλεισμένοι. Στο μυαλό του χαράζονταν μονάχα φωνές από πανικόβλητα γυναικόπαιδα, ουρλιαχτά από λαβωμένους, θόρυβοι από κανόνια, βόμβες και πολυβόλα.

Προβληματισμοί για Συζήτηση
Όταν λέμε όλοι, εννοούμε όλοι
Σε σχέση με τη βοήθεια που προσφέρουν στους πρωταγωνιστές - μετανάστες, συναντάμε στο βιβλίο διάφορους χαρακτήρες:

- Τους ανθρωπιστές, εκείνους δηλαδή που τους συνδράμουν με κάθε ειλικρίνεια και κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους. Τέτοιος είναι ο Στεφάν, που βοηθάει τον θείο Ιάσονα και τον Τέλη... ακόμα και μετά τον ίδιο του τον θάνατο!

- Τους συμφεροντολόγους, εκείνους δηλαδή που βοηθούν επειδή νιώθουν μεν κάποια συμπάθεια, αλλά και επειδή αυτό τους εξυπηρετεί. Τέτοιος είναι ο κύριος Βαρούχ, που περιμένει από την οικογένεια του Τέλη οικονομικά ανταλλάγματα προς όφελος της Ισαδαιϊκής κοινότητας.

- Τους εκμεταλλευτές, όπως ο σιχαμερός διευθυντής Λεπαντάρ, που προσπαθούν με κάθε τρόπο να κερδίσουν από τους ξένους, ρίχνοντας επάνω τους ακόμα και τα δικά τους κρίματα.

Οι μετανάστες είναι μια πονεμένη υπόθεση, ειδικά στην Ελλάδα αυτού του καιρού. Εύκολα θύματα (βλ. Μανωλάδα), αλλά και επιρρεπείς σε εκτροπές (βλ. λιμάνι Πάτρας), γίνονται (μια ακόμη) αφορμή για να χωριστεί η κοινή γνώμη σε στρατόπεδα και να αποπροσανατολιστεί από πολύ σημαντικότερα προβλήματα (όπως π.χ. η λειτουργία της δημοκρατίας μας).

Τι ομοιότητες και τι διαφορές έχουν άραγε οι μετανάστες που βλέπουμε τριγύρω μας, σε σχέση με τους πρωταγωνιστές του βιβλίου; Γιατί να βρίσκονται στη χώρα μας και τι σκοπό έχουν; Και εμείς πώς τους αντιμετωπίζουμε; Ως Στεφάν, ως Βαρούχ ή ως Λεπαντάρ; Επιτρέπεται το πλήθος, η κουλτούρα και το επίπεδο μόρφωσής τους να γίνονται δικαιολογία για μια αρνητική στάση απέναντί τους; Ή αρκεί το γεγονός ότι είναι άνθρωποι για να προσπαθήσουμε να τους βοηθήσουμε; Όπως και να 'χει το πράγμα, οι περισσότεροι φαίνεται να αδιαφορούν ή να λαμβάνουν θέση α λα Βαρούχ.

Η συγγραφέας, πάντως, δεν μας αφήνει να αμφιβάλλουμε. Στο τέλος της ιστορίας, μας δείχνει τον Τέλη να βοηθάει κάθε έναν που έχει ανάγκη, γιατί δεν αντέχει να βλέπει τους ανθρώπους να υποφέρουν (σ. 147). Οι εμπειρίες του και το δίδαγμα του Στεφάν τον σημάδεψαν και πια θεωρεί τον κόσμο ολάκερο σαν αδέλφια του. Νιώθει ταγμένος να παλέψει για τη δικαιοσύνη, την ειρήνη και την ελευθερία όλων. Τι θα είχε άραγε να πει για το πρόσφατο ναυάγιο της Λαμπεντούζα;

Χρήση στην Τάξη
Στην ιστορία παρακολουθούμε τις αγωνιώδεις προσπάθειες της οικογένειας Ιακώβου να διατηρήσει την εθνική της ταυτότητα ζωντανή, χωρίς όμως να προκαλεί και το καθεστώς της Αργοβίας. Είναι κοινό χαρακτηριστικό των μεταναστών σε όλο τον κόσμο, από τη μία να προσπαθούν να προσαρμοστούν στη χώρα που τους φιλοξενεί και από την άλλη να κάνουν ό,τι μπορούν για να μην ξεχάσουν τον πολιτισμό τους. Αν έχουμε μαθητές από άλλες χώρες στην τάξη μας (στη δική μας συνήθως αποτελούν το 80% των μαθητών) μπορούμε να κάνουμε μια ανοιχτή συζήτηση για το πώς διατηρούν τα έθιμά τους σε έναν ξένο γι'αυτούς τόπο όπως είναι η Ελλάδα.

Όπως το Σπίτι του Άγγλου Συνταγματάρχη, έτσι και αυτό το βιβλίο μας προσφέρει μια εξαιρετική αφορμή να μιλήσουμε στην τάξη για το ζήτημα της Κύπρου, που στο κείμενο τη συναντάμε ως "Γαλαζόνησο".

Share/Bookmark