Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Περιπέτεια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Περιπέτεια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 1 Μαρτίου 2016

Η Δοξανιώ

Υπόθεση
Άκεσα Λήμνου, Αύγουστος του 956 μ.Χ. Ο μοναχός Αθανάσιος, έχοντας μόλις ξεφύγει από τα χέρια των Σαρακηνών πειρατών, επισκέπτεται τον φίλο του ιερέα Βασίλειο και χαρίζει στην κόρη του Δοξανιώ ένα χρυσό δαχτυλίδι. Ο άγιος διαθέτει το χάρισμα της προφητείας και αποκαλύπτει ότι το τέλος της αραβικής κυριαρχίας στην Κρήτη πλησιάζει. Επηρεασμένη από τα γεγονότα, η Δοξανιώ αποφασίζει να συμμετέχει ως ιέρεια στο τελετουργικό εξόρυξης της ιερής Λημνίας Γης στις έξι του μήνα, ενώ ο Αθανάσιος αποχαιρετά την οικογένειά της και φεύγει για τον Άθω. Τρεις μήνες μετά, ο Βυζαντινός πρωτοσπαθάριος Αλέξιος Δαφνομήλης επιστρέφει στην Κων/πολη μετά από μια αποτυχημένη εκστρατεία ανάκτησης της Κρήτης και περιγράφει στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο την πανωλεθρία του στρατού. Ο νεαρός συμβασιλέας Ρωμανός, δεν ασχολείται ιδιαίτερα με όλα αυτά, καθώς ενδιαφέρεται μόνο για τις εφήμερες διασκεδάσεις. Αποφασίζει μάλιστα να παντρευτεί μια κόρη κάπελα, την πονηρή και φιλόδοξη Θεοφανώ, που τον έχει επιτήδεια μαγέψει με τα θέλγητρά της. 

Δυο χρόνια αργότερα, Σαρακηνοί αποβιβάζονται στη Λήμνο και η Άκεσα σχεδόν ερημώνεται. Οι αιχμάλωτοι κάτοικοί της μεταφέρονται στον Χάνδακα και διαδραματίζονται τραγικές εικόνες στο σκλαβοπάζαρο της πόλης. Τυχερή μέσα στην ατυχία της, η Δοξανιώ αγοράζεται από τον ντόπιο κρυπτοχριστιανό Μανουήλ Κλαδά, που έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη του τοπικού εμίρη Αβδελαζίζ Κουρουπά, δεν παύει όμως να ονειρεύεται την απελευθέρωση του νησιού από τους Αγαρηνούς. Ο Φοίβος, αρχοντόπουλο της Λήμνου και κρυφός έρωτας της Δοξανιώς, σκοτώνεται ηρωικά για να μη γίνει σκλάβος. Ο ιερέας πατέρας της πουλιέται ως εργάτης στη συντήρηση των τειχών, ενώ ο μικρός της αδελφός Θεοδόσιος καταλήγει στον στάβλο του εμίρη. 

Ένας χρόνος περνάει και νέος αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη στέφεται ο Ρωμανός, αφού ο γέρος πατέρας του πεθαίνει δηλητηριασμένος από τα χέρια της Θεοφανώς. Ο Αλέξιος Δαφνομήλης στέλνεται στην Κρήτη με αποστολή να συγκεντρώσει πληροφορίες για μια νέα εκστρατεία που προετοιμάζεται. Η Δοξανιώ του σώζει τη ζωή, κρύβοντάς τον στο σπίτι του Μανουήλ και ο νεαρός αξιωματικός την ερωτεύεται. Οι μήνες περνούν, και ένας τεράστιος στόλος φτάνει από τη Βασιλεύουσα στον Χάνδακα. Ο αποκλεισμός της πόλης αρχίζει ανηλεής και ο σκληρός χειμώνας που ακολουθεί ταλαιπωρεί πολιορκητές και πολιορκημένους. Χάρη στις πληροφορίες του Μανουήλ και άλλων γενναίων χριστιανών, ο Νικηφόρος Φωκάς αντιμετωπίζει με επιτυχία τις ενισχύσεις των Αράβων που καταφθάνουν από την Ταρσό και την Αφρική. Κατά την τελική έξοδο των Αγαρηνών, η Δοξανιώ θα υποδείξει στους Βυζαντινούς το ασθενές σημείο των τειχών της πόλης και θα δώσει το έναυσμα για τη μεγάλη επίθεση. Χάρη στην ηρωική θυσία της, η Κρήτη απελευθερώνεται στις 7 Μαρτίου του 961 και επιστρέφει στην αγκαλιά της αυτοκρατορίας, μετά από 136 χρόνια δοκιμασιών.

Χαρακτηριστικά 
Εκδότης: Κέδρος
Συγγραφέας: Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου
ISBN: 978-960-04-0363-3
Έτος 1ης Έκδοσης: 1990
Σελίδες: 344
Τιμή: περίπου 14 ευρώ 
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Γυμνάσιο

Κριτική
Ιστορικό μυθιστόρημα επικών διαστάσεων, με κεντρικό θέμα τον θρύλο μιας νεαρής κοπέλας που θυσιάστηκε για να βοηθήσει στην άλωση του Χάνδακα από τον Νικηφόρο Φωκά. Με λογοτεχνικότητα, αλλά και γλώσσα απλή που σε ελάχιστα μόνο σημεία γίνεται απαιτητική (όπως π.χ. στη σ.125 Παραληρεί. Η υπερένταση, η αγωνία, η οργή της εκδίκησης, ο πόνος ο τραχύς που έζησε και το αίμα, όλα τούτα κρατούν την ψυχή της τεντωμένη κι άγρυπνη, κι οι αισθήσεις της, πυρπολημένες από την ξαφνική λαίλαπα, την οδηγούν σε βιώσεις οριακές, σε αποσυμβολισμούς του άδηλου και του απόκρυφου, που αιωρούνται στο βάθος του χρόνου, και συμμετέχουν μυστηριακά στο επερχόμενο) το πυκνογραμμένο βιβλίο καλεί τους έμπειρους αναγνώστες σ' ένα απολαυστικό ταξίδι στον ελληνικό μεσαίωνα. Πρόκειται για έργο ιδιαίτερα καλοδουλεμένο, στο οποίο η συγγραφέας αναπλάθει με πιστότητα την ατμόσφαιρα της εποχής, δημιουργεί ρεαλιστικούς χαρακτήρες με πολυεπίπεδες σχέσεις και μεταφέρει πληροφορίες, συναισθήματα και ποικίλα ηθικοπλαστικά μηνύματα. Τα 18 ογκώδη κεφάλαια του βιβλίου (μεγέθους 8-27 σελίδων το καθένα) χωρίζονται σε μικρότερες υποενότητες (με αντιπροσωπευτικούς τίτλους π.χ. η απόβαση) ώστε να διαβάζονται ευκολότερα, όμως η σελιδοποίηση τύπου "μπετόν" και η απουσία εικονογράφησης δεν βοηθούν προς την ίδια κατεύθυνση. Παρότι η τύχη της ηρωίδας μας είναι γνωστή ήδη από την εισαγωγή, η αφηγηματική δεινότητα της συγγραφέως καταφέρνει να κρατήσει το ενδιαφέρον μας ζωντανό μέχρι το τέλος. Η κορύφωση του δράματος θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει πως -και λογοτεχνικά- περνάει σε δεύτερη μοίρα, από τη στιγμή που συνοδεύεται από κλισέ και έντονο μελοδραματισμό. Στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου συναντάμε βιβλιογραφία και ένα μικρό βοηθητικό γλωσσάρι, δεν υπάρχει όμως κάποιος χάρτης ή φωτογραφίες (π.χ. των τειχών του Χάνδακα), που θα μπορούσαν να εμπλουτίσουν το κείμενο. Το έργο απευθύνεται σαφέστατα στο εφηβικό κοινό λόγω όγκου, της παρουσίας του ερωτικού στοιχείου, αλλά και των αρκετών σκηνών βίας. Το προτείνουμε σε μαθητές γυμνασίου και σε μεγαλύτερους αναγνώστες, που επιθυμούν να γνωρίσουν την καθημερινότητα στη μεσαιωνική Κρήτη, αλλά και να ξαναζήσουν τη μεγάλη ιστορική σύγκρουση του χριστιανικού με τον ισλαμικό κόσμο. 

  • Καλογραμμένο
  • Συναρπαστική πλοκή
  • Ιστορικά ακριβές
  • Ωφέλιμες αξίες

  • Μεγάλος όγκος
  • Αρκετές βίαιες σκηνές
  • Απουσία εικονογράφησης, χαρτών, σχετικού παραρτήματος

Αξίες - Θέματα
Υπευθυνότητα, Οικογένεια, Ιστορία, Περιπέτεια, Δουλεία

Εικονογράφηση

Απόσπασμα 
Έτσι το πήρε από το γονιό του ο Μανουήλ Κλαδάς, έτσι ορκίστηκε να το διαφυλάξει, ακόμα και με τίμημα τη ζωή του. Είναι το εικόνισμα της Παναγίας, ένα παλιό κειμήλιο, φτιαγμένο από τα ίδια τα χέρια του Ευαγγελιστή Λουκά, που σώθηκε μέσα στο χρόνο. Ταξίδεψε πάνω στα κύματα των καιρών, βρέθηκε στο δικό του σπιτικό, κρυμμένο σε σεντούκια βαθιά.

Κι έχτισε ένα μικρό εκκλησάκι στην καρδιά της γης, έξω από το Χάνδακα, στα δυτικά, σε μια μαγευτική περιοχή, εκεί όπου είχε την αγροτική του έπαυλη, κι έβαλε μέσα το ακριβό τούτο εικόνισμα, να στηρίζει τη ζωή τους. Πέρα απλωνόταν η ερημική παραλία, με την πλατιά ασημένια αμμουδιά, μια γαλάζια καμπύλη, σαν κόρφος πλατύς, που από παιδί αγαπούσε ο Μανουήλ, γιατί πίστευε πως εκεί θα ‘ρθουν τα βυζαντινά πλοία που θα ελευθερώσουν την Κρήτη… Τώρα δεν ονειρεύεται πια.

Κάθεται με τη γυναίκα του την Αικατερίνη στον εξώστη της έπαυλης κι η ψυχή του είναι βαριά. Βυθισμένοι κι οι δυο στη σιωπή, κοιτάζουν μακριά τη θάλασσα και προσπαθούν να μαντέψουν τη ζωή που απλώνεται πέρα απ’ τη δική τους συμφορά, στην ξακουσμένη Βασιλεύουσα.

Από τη μέρα που οι άγριοι γιοι της Άγαρ, οι μαυριδεροί και σκληροτράχηλοι Σαρακηνοί, πάτησαν κατακτητές στο νησί, μια γλυκιά Άνοιξη του 823, όταν τίποτα δε μαρτυρούσε το αίμα και τον επί 136 ολόκληρα χρόνια αφανισμό, έγιναν οι τρομοκράτες της Μεσογείου, φονιάδες αιμόχαροι και βάνδαλοι των ιερών.

Έχτισαν ένα απόρθητο κάστρο, ένα τρισπανίσχυρο φρούριο, στον Χάνδακα, έκλεισαν μέσα τις επίλεκτες οικογένειες του Ισλάμ, και στοίβαζαν το ληστεμένο θησαυρό. Ύστερα, άρχιαν να εξισλαμίζουν τους Κρήτες χριστιανούς, να τους αφανίζουν.

Τα πρώτα χρόνια, όσοι αρνούνταν να προσηλυτιστούν στον ισλαμισμό και ν’ απαρνηθούν την πίστη τους, τους σταύρωναν στη μέση των δρόμων, τους έβγαζαν τα μάτια, τους ακρωτηρίαζαν και τους άφηναν εκεί ν’ αργοπεθαίνουν.

Ύστερα από κάποιες δεκάδες χρόνια, κι αφού πια δεν μπόρεσαν οι Κρήτες ν’ αντέξουν τα θηριώδη βασανιστήρια, αλλά και γιατί σκέφτονταν πως έπρεπε, έστω και κρυφά, να διασώσουν την πίστη τους και τη φυλή τους, εξισλαμίζονταν για να επιβιώσουν και να έχουν κάποια προνόμια, στο βάθος όμως παρέμεναν χριστιανοί. Κι από γενιά σε γενιά μετέφεραν στα παιδιά τους ένα εικόνισμα ή ένα ιερό κειμήλιο που το φύλαγαν θαμμένο σε κρύπτες μυστικές και καταγώγια.

Όσες φορές οι Σαρακηνοί ανακάλυπταν τέτοιες κρύπτες, κυρίως σε θρησκευτικές γιορτές όπου τους παρακολουθούσαν, τους αφάνιζαν όλους με τρομαχτική αγριότητα. Έσφαζαν πρώτα τα μικρά παιδιά, μπρος στα μάτια των γονιών τους, κι ύστερα αποτέλειωναν τους μεγάλους. Τους κρεμούσαν από το κεφάλι πάνω σε αγκυλωτούς σιδερένιους πείρους στις πλατείες και στους δρόμους, για να τρομοκρατηθούν οι κρυπτοχριστιανοί. Και χαίρονταν αλαζονικοί την παντοδυναμία τους, με το λευκό χιτώνα τους βουτηγμένο σχεδόν πάντα στο αίμα κάποιου αθώου…

Έτσι, ο γηγενής λαός της Κρήτης συρρικνωνόταν πονεμένος, εξασθένιζε, και μάταια περίμενε τη λύτρωση από τη μεγάλη και πανίσχυρη αυτοκρατορία.

Η αποτυχία του Γογγύλη ήταν γι’ αυτούς ένα μεγάλο χτύπημα. Διάψευσε τις ελπίδες τους άλλη μια φορά, τους βύθισε σε πένθος βαρύ.

είναι γλυκό, ήσυχο απόγευμα, και τ’ ανοιξιάτικα αρώματα που έρχονται με το θαλασσινό αγέρι, γεμίζουν την ψυχή τους καρτερία.

Μα ούτε στιγμή ο Μανουήλ Κλαδάς δε βγάζει από τη σκέψη του την πανωλεθρία του Γογγύλη. Είναι ένας ψηλός άντρας με ευγενική πονεμένη μορφή, που κρατά από παλιά αρχοντική οικογένεια της Κρήτης.

- Δεν μπορώ να το πιστέψω, δεν μπορώ…, λέει, και νιώθει το μυαλό του να πονά από τη μνήμη εκείνου του ανατριχιαστικού θεάματος.

Οι Βυζαντινοί στρατιώτες να σφάζονται παγιδεμένοι από την κυρτή μάχαιρα και τα πλοία τους να καίγονται το ένα μετά το άλλο… Όχι, δεν αντέχει ο Μανουήλ να σκέφτεται την κόλαση εκείνη… Κι η Αικατερίνη τον ακούει σιωπηλή, σαν να προσπαθεί ν’ αποδεχτεί τη σκληρή τους μοίρα.

- Κι όσοι από μας τόλμησαν να βοηθήσουν, βρήκαν φριχτό θάνατο, λέει πάλι.

Εκείνη τον κοιτάζει με τρόμο τώρα.

- Εσύ;
- Σσς…
- Ο Ράδος;
- Είναι καλά κι ο Ράδος…

Ο Μανουήλ Κλαδάς ήταν από κείνους που δε φοβήθηκαν να βοηθήσουν το Γογγύλη. Μόλις πληροφορήθηκε πως το βυζαντινό πλόιμο κατευθύνεται προς το Χάνδακα, οργάνωσε αμέσως μια μικρή ομάδα κατασκοπείας με αρχηγό τον ανεψιό του Ράδο Κωνστάντιο, ένα ψηλό παλικάρι, γεροδεμένο, με σγουρά καστανά μαλλιά και περήφανη ψυχή. Και τη νύχτα που έγινε η απόβαση, φόρεσε κι ο ίδιος το λευκό χιτώνα του Ισλάμ, έβαψε το πρόσωπό του μαυριδερό κι όρμησε ξυπόλητος με τις ορδές των απίστων. Από κει προσπάθησε να πλησιάσει το Χωνιάτη, το στρατηγό το Γογγύλη που επιχειρούσε την απόβαση. Έβλεπε πόσο λαθεμένες ήταν οι κινήσεις τους. Οι Σαρακηνοί τους περίμεναν κρυμμένοι στο σκοτάδι… Κι από τα τείχη του Χάνδακα ετοίμαζαν κιόλας τα πυρφόρα βέλη τους να πυρπολήσουν τα πλοία.

Κανείς δεν τον άκουσε. Ή δεν τον πίστεψε.

- Θα μπορούσε να είχε στείλει ανιχνευτές… Να προετοιμάσει τις κινήσεις του, λέει πάλι. Εμείς θα τον βοηθούσαμε… γιατί δεν ήρθε να μας βρει; Δεν έρχονται… Δεν ξέρουν πως εδώ υπάρχει ένας λαός που στενάζει…

Η Αικατερίνη σιωπά. Τα έχει ακούσει όλα τούτα. Και κάθε φορά, ένα ρίγος πικρό και σκοτεινό αναταράζει το είναι της. Μήνες μετά τη νίκη τους οι Σαρακηνοί, μεθυσμένοι ακόμα από το αίμα, έσφαζαν όποιον Κρητικό υποπτεύονταν πως μπορεί να είχε βοηθήσει το Γογγύλη. Κι ύστερα, με αρχηγό τον τρομερό Μωχεβήν, έψαχναν στα σπίτια τους να βρουν χριστιανικά κειμήλια και κατευθείαν τους κρεμούσαν από το κεφάλι στους αγκυλωτούς πείρους.

- Σε λίγο θα ξεκληριστούμε. Κι οι λίγοι που απομείναμε θα χαθούμε πια, η Κρήτη θα γίνει Ισλάμ.

Η φωνή του Μανουήλ είναι βαριά τώρα, γεμάτη σπαραγμό. Κι η Αικατερίνη αμίλητη. Ένας πόνος τραχύς ματώνει το σπλάχνο της.

«Αν είχα ένα παιδί…», συλλογίζεται. Ένα παιδί ήθελε η Αικατερίνη Κλαδά, να συνεχίσει την πίστη τους… Να παραδώσει στα χέρια του το ιερό εικόνισμα, μη χαθεί.

Γέρνει το πονεμένο σώμα. Και το βράδυ πέφτει στο ήσυχο τοπίο, τυλίγεται τα αρώματα της ανθισμένης κρητικής γης. Η τελευταία ανταύγεια του ήλιου χρυσίζει ως πέρα το πέλαγος, το κάνει σώμα ζωντανό και τρεμοφέγγουν μέσα του οι ελπίδες, με τα θαλασσοπούλια να πετούν ερωτευμένα τα μακρινά νερά του Βόσπορου σαν λευκές αξεδιάλυτες προφητείες…

Γέρνει το πονεμένο σώμα η Αικατερίνη, λυγίζει εκεί, ανάμεσα στα μυροβόλα βοτάνια.

- Θα ήταν τώρα δεκατεσσάρω χρονώ, λέει, και στη μνήμη της η νύχτα εκείνη η φοβερή.

Κι ο Μανουήλ την κοιτάζει και δε μιλά. Θυμάται μόνο, θυμάται κι εκείνος…

Ήταν ετοιμόγεννη όταν δέχτηκε το σαρακηνό χτύπημα στην κοιλιά. Πάσχα. Κι είχαν ανακαλύψει την κρύπτη τους. Ο ιερέας έλεγε το «Δεύτε λάβετε…» την ώρα εκείνη. Είδε τις γυμνές σπάθες να γυαλίζουν στο σκοτάδι και σωριάστηκε. Ήταν ο τελευταίος ιερέας τους…

Η Αικατερίνη με τον άντρα της Μανουήλ άργησαν να πάνε τη νύχτα εκείνη. Για μια στιγμή, φοβήθηκαν μην την πιάσουν οι πόνοι στην κρύπτη και γίνει αιτία να προδοθούν, μα πάλι ένιωσε καλύτερα σε λίγο και ξεκίνησαν. Πέρασαν το μικρό φαράγγι, που ήταν σε μια έρημη περιοχή, αρκετά μακριά από το Χάνδακα, και προχώρησαν με προφύλαξη προς την κρύπτη. Η άμαξα πήγαινε αργά, για ν’ αποφύγουν τις ταλαντεύσεις. Μαζί τους ήταν και το πεντάχρονο τότε παιδί του αδελφού της Ιωάννη Κωνστάντιου, ο Ράδος.

Καθώς όμως πλησίαζαν, ξαφνικά, μέσα στη σιωπή της νύχτας, άκουσαν τρομαχτικές κραυγές.

Βγήκαν έξω από την άμαξα γρήγορα, να δουν τι ήταν τούτος ο άγριος θρήνος, κι έμειναν έντρομοι μπρος στο αποτρόπαιο θέαμα που αντίκρισαν, καθώς η λάμψη του φεγγαριού έπεφτε πάνω στις γυμνές σπάθες.

Τύλιξε γρήγορα το κεφάλι του ο Μανουήλ με το λευκό ισλαμικό «σαρίκι» και πλησίασε έξαλλος από τη φρίκη. Είδε το αίμα να κυλά ως κάτω, παιδιά και μάνες σφαγμένες αλύπητα, παλικάρια που πάλευαν ακόμα, ο ιερέας νεκρός στην ιερή πύλη με το Ευαγγέλιο ματωμένο στα χέρια του.

Γύρισε σαν τρελός προς την άμαξα, να δώσει οδηγίες στον αμαξά ν’ αλλάξει δρόμο, και τότε βλέπει ένα Σαρακηνό να ορμά με τη μάχαιρα γυμνή προς τη γυναίκα του, που στεκόταν έντρομη και κοίταζε.

«Όχι…», ούρλιαξε ο Μανουήλ στη γλώσσα τους, «είμαι Ισλάμ…», και κράτησε το απλωμένο χέρι, μα το κακό είχε γίνει. Βόγκηξε εκείνη και έπεσε χάμω… Χτύπησε στην κοιλιά και σφάδαξε από τον πόνο.

Ο Μανουήλ γύρισε και είδε τους Σαρακηνούς. Στο φως του φεγγαριού, τα πρόσωπά τους γελούσαν.  Τους γνώρισε. Ήταν οι δυο έμπιστοι του εμίρη, ο Αβού και ο Χαλήλ, πρώτοι πάντα στις σφαγές. Και πιο κει στεκόταν, αποκαμωμένος από το φονικό, ο τρομερός Μωχεβήν, ο φόβος και ο τρόμος των κρυπτοχριστιανών.

Προχώρησε ίσια στο Μωχεβήν, του μίλησε βιαστικά στη βάρβαρη γλώσσα του. Ύστερα, τους είδε που χάνονταν κι οι τρεις μέσα στο σκοτάδι.

Άφησε το μικρό Ράδο σ’ ένα δικό τους σπίτι και αμέσως μετέφερε τη γυναίκα του στο Χάνδακα, στο γιατρό του εμίρη. Τότε, δεν ήξεραν ακόμα πως ο πατέρας του Ράδου, αδελφός της Αικατερίνης, κειτόταν νεκρός εκεί, έξω από την κρύπτη, πως η μητέρα του, η Σοφία, χτυπημένη κι αυτή, πάλευε με το θάνατο…

Η Αικατερίνη αιμορραγούσε συνέχεια, και το παιδί βγήκε νεκρό. Σώθηκε από θαύμα εκείνη, αλλά δεν έκανε παιδί πια.

- Τώρα θα ήταν δεκατεσσάρω, λέει πάλι.
Ο Μανουήλ βλέπει το πονεμένο πρόσωπο και στη σκέψη του ένα παράξενο φως. Τούτη τη στιγμή παίρνει μια απόφαση, «ναι, έτσι θα κάνω», συλλογίζεται, «πώς δεν το σκέφτηκα τόσα χρόνια…».

Αγαπούσε τη γυναίκα του ο Μανουήλ, πονούσε κι εκείνος για το βλαστάρι τους, που χάθηκε κείνη την άγρια νύχτα. Και τα χρόνια κύλησαν σε μια καρτερία αμίλητη. Μόνο τις νύχτες, όταν το σκοτάδι σκέπαζε τα πονεμένα πρόσωπα των ανθρώπων και η ζωή έμοιαζε σαν έξω από το αίμα και τον τρόμο, εκείνοι έμεναν ώρες ολόκληρες στη σιωπή, βυθισμένος ο καθένας στις δικές του σκέψεις, στις δικές του πληγές. Σ’ εκείνους τους σκληρούς καιρούς, τους χωρίς επαύριο, η ελπίδα έμοιαζε φως δυσεύρετο στην ψυχή τους.

- Μόνο ένα θαύμα μπορεί να μας σώσει… ένα θαύμα! Λέει εκείνη και τα δάκρυα τρέχουν από τα μάτια της. Πόσο θα κρατήσουμε ακόμα; Σε λίγες γενιές, το Ισλάμ θα μας αφανίσει όλους. Οι Κρήτες δε θα ξέρουν πια το δικό τους πρόσωπο…
Η πολιορκία του Χάνδακα από τον Νικηφόρο Φωκά.
Εικόνα από το χειρόγραφο του Ιωάννου Σκυλίτζη που φυλλάσσεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ισπανίας
Σχόλια
Όπως στα ιστορικά μυθιστορήματα του παλιού καιρού (π.χ. Για την Πατρίδα) έτσι κι εδώ, ο μεγάλος σκοπός παρουσιάζεται να βρίσκεται πάνω από το "εγώ" και να υπαγορεύει την πορεία των ηρώων. Συναντάμε έτσι φράσεις εμποτισμένες με πατριωτικό πνεύμα, όπως (σ.184) Ξέρει πως η ζωή του κινδυνεύει στην κάθε στιγμή, μα αυτό είναι χωρίς σημασία. Μόνο η Κρήτη να ελευθερωθεί, η Κρήτη... Το μεγάλο όνειρο! (σ.243-4) Δεν έχει άλλη αξία η ζωή μου! (...) Δεν έχω να φοβηθώ τίποτα, η εφήμερη ζωή μου είναι ασήμαντη μπρος στους αιώνες όπου θα παραδώσουμε την Κρήτη ελεύθερη κι αναγεννημένη. (σ.258) Πρώτα η Κρήτη κι ύστερα η δική μας ζωή. Αλλά και (σ.201) Το νόημα της ζωής είναι η θυσία, η προσφορά για την αλλαγή, που μας προετοιμάζει για το παιχνίδι της Δοξανιώς με τον Θάνατο.
Οι αιχμάλωτοι - Λεπτομέρεια από το χειρόγραφο του Ιωάννου Σκυλίτζη
που φυλάσσεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ισπανίας
Οι βίαιες εικόνες βρίσκονται διάσπαρτες στο κείμενο, ενώ ιδιαίτερα σκληρές είναι εκείνες που συνοδεύουν τη σκηνή του σκλαβοπάζαρου (κεφάλαιο 6), τα βασανιστήρια των νεαρών δούλων και βέβαια τις αιματηρές συμπλοκές μεταξύ Σαρακηνών και Βυζαντινών (σελίδες 28, 49, 78, 81, 87, 93, 95, 250, 281, 324). Η πένα της έμπειρης συγγραφέως, αποτυπώνει με γλαφυρότητα τα συναισθήματα των σκλαβωμένων, τις ραδιουργίες στο βυζαντινό παλάτι, αλλά και τη σκληρότητα των Αγαρηνών, δίνοντας στον αναγνώστη πλούσια ερεθίσματα για προβληματισμό.

Η παγίδα της μονομέρειας, ωστόσο, μάλλον δεν αποφεύγεται. Οι Σαρακηνοί, παρότι στη σ.306 παινεύονται για την εξυπνάδα τους στην τέχνη του πολέμου, συνοδεύονται σε όλο το έργο από πολύ βαρείς χαρακτηρισμούς. Παρουσιάζονται ως αιμόχαροι φονιάδες, άφταστοι στα θέματα φρίκης (σ.268), σκύλοι (σ.250), που γλεντούν να βασανίζουν τους χριστιανούς (σ.164-168) και να απαξιώνουν τη ζωή (σ.159, 188). Μοναδική εξαίρεση η όμορφη Άγαρ (σ.338) που δείχνει ανθρωπιά και σώζει τον μικρό Θεοδόσιο από τις σαδιστικές ορέξεις των νεαρών Σαρακηνών. Χαρακτηριστική η φράση (σ.95) Οι Σαρακηνοί γελούν. Κι από το αφρισμένο στόμα τους πετιέται το αίμα των αθώων. Τα πρόσωπά τους, τα χέρια τους, τα μαλλιά τους, ολόκληροι είναι βουτηγμένοι στο αίμα των αθώων...

Αντίθετα, οι Βυζαντινοί ακόμα και όταν σφάζουν τους αντιπάλους τους, το κάνουν με ενθουσιασμό (σ.320) Και κραυγές χαράς ακούστηκαν από μύρια στόματα, αλαλαγμοί, κι όλοι όρμησαν σαν τη θύελλα αμείλικτοι, να σφάξουν και να λεηλατήσουν (...) Ζητωκραυγάζουν οι στρατιώτες, λεηλατούν και σφάζουν με ξέφρενο ενθουσιασμό, κουβαλούν λάφυρα χρυσά, θησαυρούς στον καταυλισμό, τραγουδούν, μεθούν από τη σφαγή, από την οσμή του αίματος και το χρυσάφι. Ο στρατηγός τους Νικηφόρος Φωκάς, παρουσιάζεται άλλοτε αιμοχαρής, όταν π.χ. ζητάει τα κεφάλια των εχθρών (σ.281) θα τα καρφώσω σε πασσάλους και θα τα στήσω έξω από τα τείχη τους και άλλοτε συγκρατημένος (σ.325) Δε θέλω άλλο αίμα!, κάτι που ίσως αντανακλά τον τρόπο που μοιράζει τη ζωή του ανάμεσα στον πόλεμο και την ασκητική (σ.275) τη μέρα μάχεται και πολεμά σαν θεριό και το βράδυ μοιάζει λυπημένος και μόνος, άσχετος από τη βουή και τη ματαιότητα των εγκοσμίων, διαβάζουμε. 


Στο τέλος του βιβλίου, οι βίαιες εικόνες που ακολουθούν την άλωση του Χάνδακα από τους Βυζαντινούς, δίνουν ένα σαφές αντιπολεμικό μήνυμα, το οποίο όμως ίσως έρχεται λίγο καθυστερημένα και χωρίς άλλη υποστήριξη, για να ισορροπήσει τα όσα έχουν προηγηθεί. Ο Θεοδόσιος βλέποντας τη σφαγή του άμαχου πληθυσμού (σ.324) πονά κι ανατριχιάζει, τούτη η κτηνωδία δεν είναι ανθρώπινη. Αναγνωρίζει βέβαια πως οι Αγαρηνοί έπρεπε να τιμωρηθούν, όμως δεν έφταιγαν τα παιδιά, δεν έφταιγε η Άγαρ... 
Στις 29 Ιουλίου του 904 ο στόλος των Σαρακηνών φτάνει στη Θεσσαλονίκη και η λεηλασία αρχίζει...
Εικόνα από το χειρόγραφο του Ιωάννου Σκυλίτζη που φυλάσσεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ισπανίας
Στην ιστορία συναντάμε αρκετά ζευγάρια αντιθέσεων, που αντιπροσωπεύουν διαφορετικές οπτικές και αξίες. Κρητικοί - Σαρακηνοί, Νικηφόρος Φωκάς - Ρωμανός Β', Φοίβος - Αλέξιος, Βυζάντιο - Χάνδακας... Το πιο χαρακτηριστικό από αυτά, είναι ίσως εκείνο της Δοξανιώς με την Αναστασώ-Θεοφανώ. Η νεαρή Λημνιά χαρακτηρίζεται ως γενναία ψυχή (σ.158) γεμάτη άσπιλη λευκότητα (σ.170), που από τις πράξεις της γίνεται σαφές ότι είναι έτοιμη να θυσιάσει και τη ζωή της ακόμα για το καλό των συμπατριωτών της. Αντίθετα, η ερωμένη του Ρωμανού Β' και μετέπειτα αυτοκράτειρα, διαγράφεται ως μια αδίστακτη Λάκαινα (σ.146) με καρδιά φιδιού (σ.135) που δεν διστάζει μπροστά στις προσωπικές της φιλοδοξίες να δηλητηριάσει τον αυτοκράτορα και αργότερα τον ίδιο τον σύζυγό της. Ο Αλέξιος που γνωρίζει και τις δύο ως προσωπικότητες, αναφέρει (σ.210) συγκρίνοντάς τες: ήταν όμορφη κι εκείνη, όμροφη. Μα πόσο διαφορετική... Λουσμένη στα αρώματα. Ψεύτικη. Φιλόδοξη και ποταπή. Δεν αγάπησε ποτέ τον Ρωμανό. Τον θρόνο ονειρεύτηκε μόνο. Και τώρα ποιος ξέρει τι ραδιουργίες ετοιμάζει... Η φόνισσα.
Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ' άρρωστος στο κρεβάτι, πίνει το φάρμακο που του δίνει ο γιος του Ρωμανός Β'.
Εικόνα από το χειρόγραφο του Ιωάννου Σκυλίτζη που φυλάσσεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ισπανίας
Η τελετή εξόρυξης της «Λημνίας γης» που περιγράφεται στο βιβλίο, έχει φυσικά τις ρίζες της στην αρχαιότητα. Τότε διαβάζουμε ότι λάμβανε χώρα κάθε άνοιξη (6 Μαΐου) προς τιμήν της θεάς Αρτέμιδος (με τη μορφή της οποίας σφραγίζονταν τα δισκία), ενώ από τα βυζαντινά χρόνια και μετά, οι χριστιανοί την πραγματοποιούσαν κάθε καλοκαίρι (6 Αυγούστου), συνδέοντάς την με τη γιορτή της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος. Η τελευταία γνωστή αναφορά εξόρυξης είναι το 1916, ωστόσο το έθιμο είχε ήδη παρηκμάσει. Η Λημνία γη θεωρούταν ότι είχε ιαματικές ιδιότητες και οι άνθρωποι τη χρησιμοποιούσαν ενάντια στον πυρετό, τη δυσεντερία, τη δυσπεψία, τη διάρροια, αλλά και κάθε είδους δηλητηριάσεις. Περισσότερα για την ιστορία της και τα χημικά της συστατικά μπορείτε να διαβάσετε εδώ ή στο βιβλίο του Σπυρ. Παξιμαδά Λημνία Γη.
Ο λόφος Μόσυχλον, πάνω στον οποίο (σύμφωνα με τη μυθολογία) προσγειώθηκε ο θεός Ήφαιστος.
Εκεί γινόταν για αιώνες η τελετή εξόρυξης της «θαυματουργής» Λημνίας γης. (πηγή)
Χρήση στην τάξη
Όπως και Στον ίσκιο του Δικέφαλου που διαβάσαμε τον Σεπτέμβριο, έτσι και εδώ, γίνονται φανερές οι δοκιμασίες που περνούσε ο νησιωτικός (και όχι μόνο) ελληνισμός, όσο καιρό οι Σαρακηνοί παρέμεναν στην Κρήτη. Μπορούμε με αφόρμηση συγκεκριμένες φράσεις από το κείμενο (βλ. απόσπασμα) να καλέσουμε τους μαθητές μας να γράψουν ένα γράμμα που να απευθύνεται προς τις βυζαντινές αρχές, απαριθμώντας τα βάσανα τα οποία υφίστανται και εκλιπαρώντας για άμεση στρατιωτική βοήθεια. Πώς άραγε θα πρέπει να προσφωνήσουμε τον Νικηφόρο Φωκά, τον Χλωμό Θάνατο των Σαρακηνών (Pallida Mors Saracenorum) όπως τον αποκαλούσαν οι Δυτικοευρωπαίοι, και τι επιχειρήματα θα χρησιμοποιήσουμε, ώστε να ανταποκριθεί στο κάλεσμά μας;

Πιο κοινωνικές, θεατρικού τύπου δραστηριότητες, θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν αναπαράσταση του εθιμοτυπικού στέψης ή κηδείας ενός αυτοκράτορα, που περιγράφεται αναλυτικά στη σ. 140, ή το τελετουργικό εξόρυξης της Λημνίας Γης, για το οποίο μαθαίνουμε στην σελίδα 43. 
Ο πατριάρχης Πολύευκτος (που στο Άννα και Θεοφανώ βαφτίζει την βασίλισσα των Ρώσων
Όλγα και εδώ -σ.75- παντρεύει τον Ρωμανό Β' με τη Θεοφανώ) στέφει τον Βασίλειο Β'. 
Λεπτομέρεια από το χειρόγραφο του Ιωάννου Σκυλίτζη που φυλάσσεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ισπανίας
Να αναφέρουμε κλείνοντας, ότι στο βιβλίο θίγεται σε αρκετά σημεία η σχέση της παλαιάς δωδεκαθεϊστικής θρησκείας με τη νέα, κάτι που θα μπορούσαμε να συζητήσουμε στο μάθημα των Θρησκευτικών. Κάποια αποσπάσματα μιλούν για την συνέχεια των δύο, έπειτα για τη σύγκρουσή τους και τελικά για την ένωσή τους μέσα στην σύγχρονη παράδοση και τους ανθρώπους. Διαβάζουμε συγκεκριμένα (σ.18) Ήταν ένα κράμα από αρχαιολατρικές δοξασίες και χριστιανισμό. Τώρα αναρωτιέται, πόσο οι άνθρωποι προσπαθούν, ακόμα και σήμερα, το 956, να κρατήσουν μέσα τους το παλιό τελετουργικό στοιχείο. Και το μετακινούν ολοένα, το σμίγουν με τη νέα τους θρησκεία. Ή αργότερα (σ.26) Οι κάτοικοι, χρόνια τώρα, ζούσαν εξοικειωμένοι μ' όλα τούτα. Όσο κι αν είχαν αποδεχτεί το χριστιανισμό, τα είδωλα εκείνα, η μαγεία που ασκούσαν στις ψυχές τους οι ιερές τελετές, επηρέαζαν τη ζωή τους. Κι ένα κομμάτι από τον εαυτό τους ήταν σκοτεινά δεμένο με τις μνήμες εκείνες, που κείτονταν πάνω στη γη τους σαν σκόρπια λείψανα. (σ.40) Στο βάθος του δρόμου διακρίνεται το Ιερό του Ηφαίστου και ο καλλιμάρμαρος ναός της Λημνίας Θεάς. Η πόλη κοιμάται ακόμα, μα τα μνημεία αγρυπνούν. Φοβούνται, θαρρείς, τη μοναξιά του χρόνου. Φοβούνται την εγκατάλειψη. Ήταν τότε, εκείνη ακριβώς την εποχή, που οι άνθρωποι άρχισαν να εγκαταλείπουν σιγά σιγά την Ηφαιστία. Έφευγαν μαζί με τα σπίτια τους, σχημάτιζαν μια νέα εστία ζωής γύρω από τον Κότζινο. Δεν μπορούσαν πια να ζήσουν ανάμεσα σ' όλα εκείνα τα ειδωλολατρικά μνημεία, είχαν ανάγκη από κάποια απόσταση εξωτερική, για να μπορέσουν να καλύψουν και το μέσα χάσμα. Σιγά σιγά, λοιπόν, σέρνονταν μαζί με τις πέτρες των σπιτιών τους, να βρουν καινούρια αναπνοή, καινούριο ορίζοντα, για να μπορέσουν να αποδεχτούν το νέο λατρευτικό τους Θεό. Και τελικά καταλήγει (σ.228) Χάθηκαν και μαζί υπάρχουν, τίποτα δε χάνεται, τα φέρνουμε όλα απάνω μας, δεν είναι τυχαίο που η κόρη είχε τούτη την ευγένεια της σκέψης, τούτη τη γενναία ψυχή, κι ο Φοίβος, εκείνος ο περήφανος αετός, δεν είναι τυχαίο, όχι...
Μόλις πέρυσι απαγορεύτηκε η θυσία στολισμένου ταύρου και αρνιών που γινόταν
κάθε παραμονή της Κυριακής των Μυροφόρων στον Μανταμάδο της Λέσβου (πηγή)

Share/Bookmark

Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2016

Η κόρη του λοχαγού

Υπόθεση
Σιμπίρσκ, 1772. Ο 17χρονος Πιοτρ Γκρινιόφ, γιος απόστρατου αντισυνταγματάρχη, στέλνεται από τον πατέρα του να υπηρετήσει στο Όρενμπουργκ (αντί για την Πετρούπολη όπου τον περίμενε μια εύκολη ζωή δανδή), ώστε να σκληραγωγηθεί και να μάθει την πειθαρχία. Καθώς η άμαξά του προχωρά στη στέπα, πέφτει σε χιονοθύελλα και ο νεαρός σώζεται χάρη στη βοήθεια ενός Κοζάκου χωρικού. Όταν τελικά φτάνει στον προορισμό του, ο αρμόδιος στρατηγός τον στέλνει ακόμα πιο μακριά, στο μισορημαγμένο φρούριο Μπιελογκόρσκ, στα σύνορα της Ρωσίας με την Κιργιζία. Εκεί, ο Πιοτρ θα γνωριστεί με την οικογένεια του φρούραρχου Ιβάν Κούζμιτς και θα ερωτευτεί την κόρη του Μάσα, για χάρη της οποίας θα μονομαχήσει με τον συνάδελφό του Σβάμπριν. Οι πραγματικές δοκιμασίες για τον νεαρό αξιωματικό αρχίζουν ωστόσο λίγο αργότερα, όταν ο Κοζάκος Πουγκατσόφ, έχοντας ξεσηκώσει τις τοπικές φυλές, καταλαμβάνει τις γύρω φρουρές τη μία μετά την άλλη. Γρήγορα έρχεται και η σειρά του Μπιελογκόρσκ, που πέφτει με προδοσία του ίδιου μισητού συναδέλφου. Όλοι οι πιστοί στο στέμμα αξιωματικοί εκτελούνται, αλλά στον Πιοτρ δίνεται χάρη, επειδή ο επαναστάτης δεν είναι άλλος από τον Κοζάκο με τον οποίο είχε γνωριστεί στη στέπα. Σκοπός της ζωής του Πιοτρ, γίνεται τώρα να γλιτώσει την Μάσα από τα νύχια του απαίσιου Σβάμπριν. Αρκεί άραγε η γενναιότητά του και η αγνή του αγάπη για να τα καταφέρει μόνος εναντίον όλων;

Χαρακτηριστικά 
Εκδότης: Ερευνητές
Συγγραφέας: Αλεξάντρ Πούσκιν (
Александр Пушкин)
Μετάφραση: Πέτρος Παπαπέτρος
Εικονογράφηση: Βασίλης Κοντογεώργος
Τίτλος πρωτοτύπου: 
Капитанская дочка
ISBN: 978-960-368-433-6
Έτος 1ης Έκδοσης: 1836 (παρούσα έκδοση στα ελληνικά 2008)
Σελίδες: 140
Τιμή: περίπου 13 ευρώ ή 5 ευρώ από το παζάρι βιβλίων
Ηλεκτρονική αγορά εδώ 
Τάξεις: Γυμνάσιο

Κριτική 
Μια από τις πιο αγαπητές περιπέτειες του Πούσκιν, φτάνει στα χέρια μας μέσα από την προσεγμένη έκδοση της σειράς Αριστουργήματα της Παγκόσμιας Λογοτεχνίας και η Εποχή τους. Σε πρωτοπρόσωπη κατά κύριο λόγο αφήγηση, ο πατέρας της νέας ρωσικής λογοτεχνίας, μας διηγείται τα γεγονότα γύρω από την εξέγερση του Πουγκατσόφ (1773-1775) όπως τα είδε ο κεντρικός του ήρωας Πιοτρ Αντρέιτς Γκρινιόφ, ένας νεαρός αξιωματικός του τσαρικού στρατού. Η μετάφραση μας αποδίδει ένα κείμενο απλό αλλά και μεστό, με σχετικά καλή ροή και ένα ελαφρά χιουμοριστικό ύφος που το κάνει να διαβάζεται ευχάριστα. Η ιστορία χωρίζεται σε 14 κεφάλαια μετρίου μεγέθους (με 6 έως 14 σελίδες το καθένα, συνήθως γύρω στις 8) και παρά τους σχεδόν δύο αιώνες ζωής της, καταφέρνει να μας κερδίσει το ενδιαφέρον ακόμα και σήμερα. Ταυτόχρονα, η πλούσια εικονογράφηση, οι πληροφορίες στα περιθώρια των σελίδων και το πλήρες παράρτημα (χάρτες, βιβλιογραφία, κτλ.) αναβαθμίζουν την ανάγνωση του βιβλίου από απλή ψυχαγωγική δραστηριότητα σε μια εξαιρετικά μορφωτική εμπειρία. Εξαιτίας της ενήλικης θεματικής του και αρκετών βίαιων λεπτομερειών (μαστιγώματα σ.56-57, απαγχονισμοί σ.66 και 137, αποκεφαλισμοί σ. 63, κτλ.), θα το προτείναμε περισσότερο σε μαθητές γυμνασίου.


  • Ενδιαφέρουσα πλοκή
  • Εξαιρετικές προσωπογραφίες
  • Ηθικοπλαστικά μηνύματα
  • Προσεγμένη έκδοση 
  • Πολλές πληροφορίες για την εποχή

Αξίες - Θέματα
Περιπέτεια, Ιστορία, Αγάπη, Φιλία, Ειλικρίνεια, Γενναιότητα 


Εικονογράφηση
Πλούσια εικονογράφηση που συναντάμε σε κάθε σελίδα και στην οποία περιλαμβάνονται έγχρωμες ζωγραφιές (το στυλ τους προσωπικά μου θύμισε Κλασικά Εικονογραφημένα), πίνακες μεγάλων καλλιτεχνών, λιθογραφίες, ντοκουμέντα, φωτογραφίες, χάρτες, σχέδια στολών, σκίτσα του ίδιου του Πούσκιν... όλα αυτά εμπλουτίζουν το κείμενο προσφέροντας πληθώρα πληροφοριών, ενώ παράλληλα βοηθούν τον αναγνώστη να κατανοήσει καλύτερα τα όσα συμβαίνουν και να αποκτήσει μια πληρέστερη εικόνα της εποχής στην οποία διαδραματίζονται τα γεγονότα.
Απόσπασμα
Στη συνέχεια, μου πήρε το σημειωματάριο κι άρχισε να κριτικάρει αμείλικτα κάθε στίχο και κάθε λέξη του τραγουδιού μου, και να με περιγελά με πολύ ειρωνικό ύφος. Αυτό δεν το άντεξα κι άρπαξα το σημειωματάριο από τα χέρια του, λέγοντας ότι δε θα του ξαναδείξω ποτέ τα ποιήματά μου. Ο Σβάμπριν ειρωνεύτηκε κι αυτή την απειλή μου.
«Θα δούμε», είπε, «αν θα κρατήσεις το λόγο σου. Οι ποιητές έχουν ανάγκη από ακροατές, όσο ο Ιβάν Κουζμίτς χρειάζεται την καράφα με τη βότκα πριν από το φαγητό. Όμως, ποια είναι αυτή η Μάσα στην οποία εξομολογείσαι το τρυφερό σου πάθος και τα ερωτικά σου βάσανα; Μήπως κατά τύχη είναι η Μάργια Ιβάνοβνα;» 



«Δεν είναι δουλειά σου όποια και να είναι αυτή η Μάσα», απάντησα συνοφρυωμένος. «Δε θέλω ούτε τη γνώμη σου ούτε τις εικασίες σου». 


«Ω! Εύθικτος ποιητής και ντροπαλός εραστής!» συνέχισε ο Σβάμπριν, εκνευρίζοντάς με όλο και περισσότερο. «Όμως, δέξου τη συμβουλή ενός φίλου: αν θες να τα καταφέρεις, θα πρέπει να καταφύγεις σε κάτι καλύτερο από τραγουδάκια». 

«Τι εννοείτε, κύριε; Εξηγηθείτε, παρακαλώ». 

«Ευχαρίστως. Εννοώ ότι αν θες να σε επισκέφτεται το απόβραδο η Μάσα Μιρόνοφ, χάρισέ της ένα ζευγάρι σκουλαρίκια αντί για μελιστάλαχτα στιχάκια». 

Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. 

«Γιατί έχεις τέτοια γνώμη γι’ αυτή;» ρώτησα, συγκρατώντας δύσκολα το θυμό μου. 

«Γιατί», απάντησε χαμογελώντας σατανικά, «έχω προσωπική πείρα για το ήθος και τους τρόπους της». 

«Λες ψέματα, παλιάνθρωπε!» φώναξα οργισμένα. «Λες ψέματα με τον πιο αναίσχυντο τρόπο». 

Ο Σβάμπριν άλλαξε χρώμα: «Θα πληρώσεις γι’ αυτό που είπες», είπε σφίγγοντας το χέρι μου. «Απαιτώ ικανοποίηση». 

«Οπωσδήποτε! Όποτε το επιθυμείς!» απάντησα με ανακούφιση. 

Εκείνη τη στιγμή ήμουν έτοιμος να τον κάνω κομματάκια. 

Πήγα κατευθείαν στον Ιβάν Ιγκνάτιτς και τον βρήκα με μια βελόνα στα χέρια: έφτιαχνε αρμαθιές από μανιτάρια για να ξεραθούν για το χειμώνα, όπως του είχε παραγγείλει η Βασιλίσα Γεγκόροβνα. 

«Αχ, Πιοτρ Αντρέιτς! Καλώς ήρθατε!» είπε μόλις με είδε. «Ποια καλή τύχη σας φέρνει εδώ; Τι δουλειά δηλαδή, τολμώ να ρωτήσω». 

Του εξήγησα με συντομία ότι είχα λογομαχήσει με τον Αλεξέι Ιβάνιτς και τον παρακάλεσα να είναι ο μάρτυράς μου. Ο Ιβάν Ιγκνάτιτς με άκουσε προσεκτικά, γουρλώνοντας το μοναδικό του μάτι. 

«Δηλαδή, θέλετε να πείτε», μου απάντησε, «ότι έχετε την πρόθεση να σκοτώσετε τον Αλεξέι Ιβάνιτς κι επιθυμείτε να είμαι μάρτυρας σ’ αυτό; Κατάλαβα καλά, αν επιτρέπετε να ρωτήσω;» 

«Ακριβώς». 

«Θεέ και κύριε, Πιοτρ Αντρέιτς! Τι είναι αυτά που σκέφτεστε; Καβγαδίσατε με τον Αλεξέι Ιβάνιτς. χαρά στο πράμα! Τα άσχημα λόγια δεν σημαίνουν τίποτα! Σας έβρισε, βρίστε τον κι εσείς, σας χτύπησε στο πρόσωπο, χτυπήστε τον κι εσείς στα αφτιά μία, δύο, τρεις φορές, κι ύστερα ο καθένας στο δρόμο του. Εμείς αργότερα θα δούμε πώς θα σας φιλιώσουμε. Όμως να σκοτώσετε το συνάνθρωπό σας, είναι σωστά πράματα αυτά, αν επιτρέπετε; Και, τέλος πάντων, αν τον σκοτώσετε εσείς δε θα πείραζε και τόσο πολύ. Ούτε εγώ συμπαθώ τον Αλεξέι Ιβάνιτς. Αν όμως σας κάνει αυτός μια τρύπα; Με τι θα μοιάζει αυτό; Ποιος θα είναι μετά ο ανόητος, αν επιτρέπετε;» 

Τα λογικά επιχειρήματα του ευαίσθητου υπαξιωματικού δε με κλόνισαν. Έμεινα σταθερός στο στόχο μου. 

«Όπως θέλετε», είπε ο Ιβάν Ιγκνάτιτς, «κάντε ό,τι θεωρείτε καλύτερο. Όμως γιατί πρέπει να είμαι εγώ ο μάρτυράς σας; Για ποιο λόγο; Δυο άνθρωποι τσακώνονται μεταξύ τους! Τι το αξιόλογο σ’ αυτό, τολμώ να ρωτήσω. Έχω πολεμήσει με τους Σουηδούς και με τους Τούρκους, πιστέψτε με, έχουν δει πολλά τα μάτια μου.» 

Προσπάθησα να του εξηγήσω τα καθήκοντα του μάρτυρα, αλλά ήταν αδύνατο να με καταλάβει ο Ιβάν Ιγκνάτιτς. 

«Ας γίνει όπως θέλετε», είπε. «Όμως αν ανακατευτώ σ’ αυτή την υπόθεση, θα είναι μόνο για να πάω στον Ιβάν Κουζμίτς και να του καταγγείλω, όπως επιβάλλει το υπηρεσιακό μου καθήκον, ότι κάποιο κακούργημα ενάντια στα συμφέροντα του κράτους σχεδιάζεται να γίνει στο φρούριο, και να τον ρωτήσω αν θα πρέπει ο φρούραρχος να πάρει τα αναγκαία μέτρα…» 

Πανικοβλήθηκε κι άρχισα να ικετεύω τον Ιβάν Ιγκνάτιτς να μην πει τίποτα στο φρούραρχο. Ήταν δύσκολο να τον πείσω, όμως τελικά μου έδωσε το λόγο του και αποφάσισα να τον αφήσω. 

Πέρασα το βράδυ μου, όπως συνήθως, στο σπίτι του φρούραρχου. Προσπάθησα να φαίνομαι εύθυμος και αδιάφορος γι ανα μην προκαλέσω υποψίες και να αποφύγω αδιάκριτες ερωτήσεις, όμως παραδέχομαι ότι δεν είχα την ψυχραιμία εκείνη που ισχυρίζονται ότι έχουν όσοι βρέθηκαν στη θέση μου. Εκείνο το βράδυ ήμουν τρυφερός και ευσυγκίνητος. Η Μάργια Ιβάνοβνα μου άρεσε περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Η σκέψη ότι μπορεί να τη βλέπω για στερνή φορά, με έκανε να την αντιμετωπίζω με ξεχωριστή συγκίνηση. Ο Σβάμπριν ήταν επίσης εκεί. Τον τράβηξα πιο πέρα και τον πληροφόρησα για τη συνομιλία που είχα με τον Ιβάν Ιγκνάτιτς. 

«Τι τους θέλουμε τους μάρτυρες;» μου είπε ψυχρά, «θα τα καταφέρουμε και χωρίς αυτούς». 

Κανονίσαμε να μονομαχήσουμε πίσω από τις θημωνιές που ήταν κοντά στο φρούριο και να συναντηθούμε εκεί το επόμενο πρωί ανάμεσα στις έξι και τις επτά. Φαινόταν ότι μιλούσαμε τόσο φιλικά ώστε ο Ιβάν Ιγκνάτιτς, χαρούμενος, ξεστόμισε το μυστικό: 

«Πολύ καλά», μου είπε με ικανοποίηση, «μια κακή ειρήνη είναι πάντα καλύτερη από μια καλή διαμάχη, είναι καλύτερο να είσαι με πληγωμένο όνομα παρά με πληγωμένο κορμί». 

«Τι είπες, Ιβάν Ιγκνάτιτς;» ρώτησε η Βασιλίσα Γεγκόροβνα, που έριχνε πασιέντζες σε μια γωνιά. «Δεν άκουσα τι είπες». 

Ο Ιβάν Ιγκνάτιτς, που πρόσεξε την ενόχλησή μου και θυμήθηκε την υπόσχεσή του, τα έχασε και δεν ήξερε τι να απαντήσει. Ο Σβάμπριν έσπευσε να τον βοηθήσει. 

«Ο Ιβάν Ιγκνάτιτς χαίρεται για τη συμφιλίωσή μας», είπε. 

«Και με ποιον τσακώθηκες, πατερούλη;» 

«Κατά κάποιον τρόπο, είχαμε μια σοβαρή φιλονικία με τον Πιοτρ Αντρέιτς». 

«Για ποιο λόγο;» 

«Για ασήμαντο λόγο, Βασιλίσα Γεγκόροβνα, για ένα τραγουδάκι». 

«Τι αλλόκοτη αιτία για να τσακωθείτε! Ένα τραγουδάκι! Μα τι συνέβη;» 

«Να πώς: Ο Πιοτρ Αντρέιτς έγραψε ένα τραγουδάκι πρόσφατα και σήμερα το απήγγειλε μπροστά μου κι άρχισα κι εγώ να τραγουδώ το αγαπημένο μου: 

Του λοχαγού η κόρη το μεσονύχτι 

ας μην τριγυρνά έξω απ’ το σπίτι… 

Δημιουργήθηκε παρεξήγηση. Ο Πιοτρ Αντρέιτς θύμωσε αρχικά, όμως έπειτα σκέφτηκε καλύτερα και κατάλαβε πως ο καθένας είναι ελεύθερος να τραγουδά ό,τι του αρέσει. Έτσι έληξε αυτή η υπόθεση». 

Η αδιαντροπιά του Σβάμπριν με έκανε έξω φρενών, όμως κανείς εκτός από μένα δεν κατάλαβε τους άξεστους υπαινιγμούς του και κανένας δεν τους πρόσεξε. Από τα τραγουδάκια η συζήτηση πήγε στους ποιητές· ο φρούραρχος παρατήρησε πως είναι όλοι τους ακόλαστοι και μπεκρήδες. Γι’ αυτό με συμβούλεψε, φιλικά, να σταματήσω να γράφω στιχάκια, σαν μια δραστηριότητα που δεν αρμόζει στη στρατιωτική υπηρεσία και που δεν οδηγεί σε τίποτα καλό. 

Η παρουσία του Σβάμπριν μου ήταν ανυπόφορη. Σύντομα, αποχαιρέτησα το φρούραρχο και την οικογένειά του· όταν πήγα σπίτι, εξέτασα το ξίφος μου, δοκίμασα την αιχμή του και ξάπλωσα στο κρεβάτι, αφού είπα στον Σαβέλιτς να με ξυπνήσει στις έξι το χάραμα. 

Το επόμενο πρωί, την καθορισμένη ώρα, στεκόμουν πίσω από τις θημωνιές περιμένοντας τον αντίπαλό μου. Έφτασε μετά από μένα. 

«Μπορεί να μας καταλάβουν», μου είπε. «Ας κάνουμε γρήγορα». 

Βγάλαμε τα χιτώνιά μας, μένοντας μόνο με το πουκάμισο και γυμνώσαμε τα ξίφη μας. Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ξαφνικά πίσω από τις θημωνιές ο Ιβάν Ιγνάτις μαζί με πέντε βετεράνους στρατιώτες της φρουράς. Μας ζήτησε να πάμε στο φρούραρχο. Δεχτήκαμε με δυσφορία. Οι βετεράνοι στρατιώτες μας περικύκλωσαν και ακολουθήσαμε τον Ιβάν Ιγκνάτιτς που μας οδηγούσε θριαμβευτικά, βηματίζοντας με εξαιρετική σοβαρότητα. 

Μπήκαμε στο σπίτι του φρούραρχου. Ο Ιβάν Ιγκνάτιτς άνοιξε τις πόρτες και ανακοίνωσε πανηγυρικά: «Τους έφερα!» 

Μας υποδέχτηκε η Βασιλίσα Γεγκόροβνα. 

«Αχ, πατερούληδες! Τι ήταν αυτό; Τι; Πώς μπορέσατε; Θα κάνατε φονικό στο φρούριό μας! Ιβάν Κουζμίτς, κλείστους στη φυλακή αμέσως! Πιοτρ Αντρέιτς, Αλεξέι Ιβάνιτς! Δώστε μου τα ξίφη σας, εμπρός, δώστε τα! Παλάσκα, βάλε αυτά τα ξίφη στο κελάρι. Δεν περίμενα κάτι τέτοιο από σένα, Πιοτρ Αντρέιτς, σαν δεν ντρέπεσαι! Καλά ο Αλεξέι Ιβάντις, αυτόν τον έδιωξαν από τη Φρουρά γιατί σκότωσε άνθρωπο, δεν πιστεύει και στο Θεό. Εσύ όμως; Θέλεις να γίνεις σαν κι αυτόν;» 

Ο Ιβάν Κουζμίτς συμφώνησε πλήρως με τη γυναίκα του και πρόσθεσε: «Η Βασιλίσα Γεγκόροβνα έχει απόλυτο δίκιο. Οι μονομαχίες απαγορεύονται από το στρατιωτικό κανονισμό». 

Στο μεταξύ, η Παλάσκα είχε πάρει τα ξίφη μας και τα πήγε στο κελάρι. Εγώ δεν μπορούσα να κρατήσω τα γέλια μου, αλλά ο Σβάμπριν διατηρούσε την αυτοκυριαρχία του. 

«Με όλο το σεβασμό», της είπε ψύχραιμα, «θα πρέπει να παρατηρήσω ότι άδικα μπήκατε σε μπελάδες, θέτοντάς μας υπό την κρίση σας. Αφήστε το στον Ιβάν Κουζμίτς, είναι δική του δουλειά». 

«Αχ, πατερούλη!» αποκρίθηκε η λοχαγίνα. «Δεν είναι ο άντρας και η γυναίκα ένα στην ψυχή και το σώμα; Ιβάν Κουζμίτς, τι σκέφτεσαι εκεί; Κλείδωσέ τους αμέσως σε χωριστά κελιά τον καθένα και δώσ’ τους λίγο ψωμί και νερό, ώσπου να ξανάρθουν στα σύγκαλά τους. Και ας τους βάλει τιμωρία ο παπα-Γεράσιμος να κάνουν μετάνοιες στο Θεό και να ζητήσουν συγχώρεση για τις αμαρτίες τους από τους ανθρώπους». 

Ο Ιβάν Κουζμίτς δεν ήξερε τι να κάνει. Η Μάργια Ιβάνοβνα ήταν εξαιρετικά χλομή. Σιγά σιγά η θύελλα κόπασε. Η λοχαγίνα ηρέμησε και μας έβαλε να φιληθούμε Η Παλάσκα έφερε πίσω τα ξίφη μας. Φύγαμε από το σπίτι του φρούραρχου φαινομενικά συμφιλιωμένοι. Μας συνόδευε ο Ιβάν Ιγκνάτιτς. 

«Δεν ντρέπεσαι;» του είπα θυμωμένα. «Μας ανέφερες στο φρούραρχο, ενώ είχες υποσχεθεί ότι δε θα το κάνεις!» 

«Μάρτυράς μου ο Θεός, δεν είπα τίποτα στον Ιβάν Κουζμίτς», απάντησε, «η Βασιλίσα Γεγκόροβνα με ανάγκασε να της τα φανερώσω. Αυτή κανόνισε τα πάντα, χωρίς να πει ούτε μια λέξη στο φρούραρχο. Όμως, δόξα τω Θεώ, όλα τέλειωσαν καλά». 

Με τα λόγια αυτά έφυγε για το σπίτι του, και μείναμε μόνοι μας ο Σβάμπριν κι εγώ. 

«Δεν μπορούμε να αφήσουμε το θέμα να τελειώσει έτσι», του είπα. 

«Φυσικά όχι», απάντησε ο Σβάμπριν, «θα πληρώσετε με το αίμα σας την αναίδειά σας. Όμως είμαι σίγουρος ότι θα μας παρακολουθούν. Θα πρέπει να παριστάνουμε τους φίλους για μερικές μέρες. Αντίο!»
Η σκηνή της μονομαχίας από την σοβιετική παραγωγή του 1958 Капитанская дочка (πηγή)...
...και από την πλέον πρόσφατη (2012) ιταλική παραγωγή La figlia del capitano (πηγή)
Σχόλια 
Ένα γεγονός που δείχνει τη στενή σχέση ανάμεσα στα αντικείμενα της Ιστορίας και της Γεωγραφίας, είναι το ακόλουθο: μετά το τέλος της επανάστασης του Πουγκατσόφ, η αυτοκράτειρα Αικατερίνη η Μεγάλη θέλησε να σβήσει κάθε μνήμη της εξέγερσης. Για τον λόγο αυτό, αποφάσισε να αλλάξει το όνομα του ποταμού Γιάικ (Yaik / Яик) σε Ουράλη, το όνομα των Κοζάκων του Γιάικ (που ήταν η κύρια δύναμη της εξέγερσης) σε Κοζάκους του Ουράλη, αλλά και της πόλης Γιάιτσκι (Yaitsky / Яицкий) σε Ουράλσκ (Uralsk / Уральск). Το πρώτο πράγμα που κάνει ο κατακτητής είναι να επανονομάζει, όπως γράφει ο Ζακ Ντεριντά, αφού κάθε ονομασία φέρει και επιβάλλει μια ταυτότητα.

Σήμερα, η ίδια πόλη ονομάζεται Οραλ (Орал), ανήκει στο Καζακστάν και διαθέτει ένα μουσείο αφιερωμένο στον επαναστάτη της Εμελιάν Πουγκατσόφ. Το κτήριο λέγεται ότι ήταν το σπίτι της γυναίκας του, την οποία ο Πούσκιν επισκέφτηκε το 1833, ώστε να γράψει την κόρη του λοχαγού. Μέσα στο μουσείο, εκτίθενται αντικείμενα από την καθημερινή ζωή των Κοζάκων (κύρια ασχολία των οποίων ήταν το ψάρεμα στον ποταμό), όπλα της εποχής αλλά και ο θρόνος του Πουγκατσόφ, πάνω στον οποίο ο επαναστάτης παρουσιάστηκε στους αγρότες ως Πέτρος ο Γ'. Στην πραγματικότητα, Πέτρος ο τρίτος ήταν το όνομα του πρώην αυτοκράτορα και συζύγου της Αικατερίνης, που λέγεται ότι δολοφονήθηκε από την ίδια μετά από 6 μόλις μήνες βασιλείας.
Ο θρόνος του επαναστάτη Εμελιάν Πουγκατσόφ (πηγή)
Ο Πουγκατσόφ δικάζει καθισμένος στον θρόνο του
Πίνακας του Βασίλι Περόφ (Василий Перов) (πηγή)
Ο συγγραφέας, παρότι μας δίνει την ιστορία μέσα από τη ματιά του πιστού στο στέμμα πρωταγωνιστή, καταφέρνει μέσα από ορισμένα σχόλια να δείξει τη συμπάθειά του προς τον απλό λαό που βασανίζεται από τη διαμάχη -σ. 118 Περνούσαμε μέσα από χωριά που είχαν λεηλατηθεί από τον Πουγκατσόφ και παίρναμε από τους κακόμοιρους κατοίκους ό,τι είχαν καταφέρει να σώσουν από τους στασιαστές. Παντού είχε διαλυθεί η διοίκηση. Οι γαιοκτήμονες κρύβονταν στα δάση. Οι συμμορίες των κακούργων πλιατσικολογούσαν παντού στην ύπαιθρο. Οι επικεφαλής των αποσπασμάτων που κυνηγούσαν τον Πουγκατσόφ τιμωρούσαν αυθαίρετα ή έδιναν χάρη σε όποιον ήθελαν. Οι επαρχίες στις οποίες λυσσομανούσε η κόλαση της φωτιάς ήταν σε θλιβερή κατάσταση... Να δώσει ο Θεός να μη δούμε ξανά εξέγερση στη Ρωσία, παράλογη κι ανελέητη!  αλλά και ως έναν βαθμό, προς τον Κοζάκο επαναστάτη. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε, ότι ο τότε κατάδικος Πουγκατσόφ, θεωρήθηκε από το μετέπειτα κομμουνιστικό καθεστώς ως λαϊκός ήρωας, αφού εκπροσωπούσε την αγανάκτηση του λαού. Έτσι η πόλη που γεννήθηκε φέρει σήμερα το όνομά του, ενώ στήθηκαν και μνημεία προς τιμήν του. Μια σοβιετική ταινία του 1937 μάλιστα, εξαίρει τα κατορθώματά του ενάντια στους αριστοκράτες-καταπιεστές. Τέλος, να αναφέρουμε ότι συναντάμε το όνομά του και ως ρόλο (βαρύτονου) στην όπερα του César Cui Η κόρη του λοχαγούΑντίθετα, ο χαρακτήρας του διεφθαρμένου αξιωματικού Σβάμπριν συγκεντρώνει όλα τα αρνητικά, χωρίς να του δίνεται καμία δικαιολογία: είναι υποκριτής, γλίσχρος, είρωνας, χαιρέκακος, μοχθηρός, διπρόσωπος... ένας γνήσιος παλιάνθρωπος! 

Στις εικόνες που ακολουθούν, βλέπουμε (αριστερά) το εξώφυλλο από το λιμπρέτο της εν λόγω όπερας (1911) και (δεξιά) την πρώτη σελίδα της πρώτης κανονικής έκδοσης (1837) του βιβλίου του Πούσκιν.


Χρήση στην τάξη
Στις σελίδες 45 και 46 του βιβλίου, διαβάζουμε τα γράμματα που στέλνει ο πατέρας Αντρέι Γκρινιόφ στον γιο του και τον ιπποκόμο που τον συνοδεύει, και παρατηρούμε τη διαφορά ύφους στη γραφή, παρά την αυστηρότητα που χαρακτηρίζει και τα δύο.

«Γιε μου Πιοτρ! Στις 15 του τρέχοντος μηνός λάβαμε την επιστολή σου, με την οποία ζητάς τις πατρικές ευχές και τη συναίνεσή μας για να παντρευτείς με τη Μάργια Ιβάνοβνα, την κόρη του Μιρόνοφ. Δε σκοπεύω να σου δώσω την ευχή μου ή τη συγκατάθεσή μου, αλλά αντίθετα, προτίθεμαι να έρθω εκεί και να σου δώσω ένα καλό μάθημα για τις ζαβολιές σου, σαν κι αυτές ενός άτακτου παιδιού, που δεν ταιριάζουν στο βαθμό του αξιωματικού που φέρεις. Απέδειξες ότι δεν είσαι ακόμη άξιος να φέρεις το ξίφος του αξιωματικού, το οποίο σου δόθηκε για να υπερασπίζεις την πατρίδα και όχι για να μονομαχείς με κάτι μούτρα σαν και τα δικά σου. Θα γράψω αμέσως στον Αντρέι Κάρλοβιτς και θα του ζητήσω να σε μεταθέσει από το φρούριο Μπιελογκόρσκ σε κάποιο πιο μακρινό μέρος, για να σου περάσει η τρέλα. Όταν η μητέρα σου έμαθε για τη μονομαχία και τον τραυματισμό σου, αρρώστησε από τη λύπη της και είναι ακόμη στο κρεβάτι. Τι θα γίνει μ' εσένα; Προσεύχομαι στο Θεό να διορθωθείς, παρόλο που δεν τολμώ να ελπίζω στη μεγάλη ευσπλαχνία Του.»

«Πρέπει να ντρέπεσαι, παλιόσκυλο, που δε μου έγραψες για το γιο μου, Πιοτρ Αντρέιτς, παρά τις αυστηρές οδηγίες μου· ξένοι με πληροφόρησαν για τις τρελές του πράξεις. Έτσι εκτελείς τα καθήκοντά σου και τις διαταγές του κυρίου σου; Θα σε στείλω να βόσκεις γουρούνια, που τόλμησες να μου κρύψεις την αλήθεια και συνωμοτείς με το νεαρό. Μόλις λάβεις την επιστολή μου αυτή, σε διατάζω να μου γράψεις αμέσως για την κατάσταση της υγείας του, για την οποία, όπως σου είπα, με πληροφόρησαν άλλοι, αν έγινε καλά, κι ακόμη σε ποιο σημείο ακριβώς πληγώθηκε και αν το τραύμα του επουλώθηκε καλά».

Διαβάζουμε από το βιβλίο τη φράση (σ.133) Η Μάργια Ιβάνοβνα έβγαλε ένα διπλωμένο χαρτί από την τσέπη της και το έδωσε στην άγνωστη προστάτιδά της, η οποία άρχισε να το διαβάζει. Στη συνέχεια ζητάμε από τους μαθητές μας να αναλάβουν τον ρόλο της Μάσα που γράφει ένα γράμμα στην αυτοκράτειρα παρακαλώντας την να δώσει χάρη στον Πιότρ. Τι ύφος και τι επιχειρήματα θα χρησιμοποιούσαμε για να την πείσουμε ότι ο αγαπημένος μας είναι αθώος;
Τα ανάκτορα του Τσάρσκογε Σελό (Царское Село) -σήμερα αποτελούν προάστιο της πόλης Πούσκιν-
 στους κήπους των οποίων η Μάσα έδωσε στην αυτοκράτειρα το γράμμα της
Στο μάθημα της Γεωγραφίας, μπορούμε να ζητήσουμε από τους μαθητές να εντοπίσουν στον ευρωπαϊκό χάρτη την περιοχή όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα, αφού τους θυμίσουμε ότι πρέπει να αναζητήσουν τοπωνύμια όπως το Όρενμπουργκ (βλ. εικόνα). Στη συνέχεια, χωρισμένοι σε ομάδες, οι μαθητές μας θα μπορούσαν να ασχοληθούν με την αναζήτηση πληροφοριών και την παρουσίαση στην τάξη διαφόρων λαών της στέπας που αναφέρονται στο βιβλίο, όπως οι Κιργίσιοι, οι Μπασκίριοι, οι Κοζάκοι, οι Καλμούχοι και οι Τάταροι. 
Χάρτης που δείχνει την περιοχή όπου έδρασε ο Πουγκατσόφ


Share/Bookmark