Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αλτρουισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αλτρουισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 1 Μαρτίου 2016

Η Δοξανιώ

Υπόθεση
Άκεσα Λήμνου, Αύγουστος του 956 μ.Χ. Ο μοναχός Αθανάσιος, έχοντας μόλις ξεφύγει από τα χέρια των Σαρακηνών πειρατών, επισκέπτεται τον φίλο του ιερέα Βασίλειο και χαρίζει στην κόρη του Δοξανιώ ένα χρυσό δαχτυλίδι. Ο άγιος διαθέτει το χάρισμα της προφητείας και αποκαλύπτει ότι το τέλος της αραβικής κυριαρχίας στην Κρήτη πλησιάζει. Επηρεασμένη από τα γεγονότα, η Δοξανιώ αποφασίζει να συμμετέχει ως ιέρεια στο τελετουργικό εξόρυξης της ιερής Λημνίας Γης στις έξι του μήνα, ενώ ο Αθανάσιος αποχαιρετά την οικογένειά της και φεύγει για τον Άθω. Τρεις μήνες μετά, ο Βυζαντινός πρωτοσπαθάριος Αλέξιος Δαφνομήλης επιστρέφει στην Κων/πολη μετά από μια αποτυχημένη εκστρατεία ανάκτησης της Κρήτης και περιγράφει στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο την πανωλεθρία του στρατού. Ο νεαρός συμβασιλέας Ρωμανός, δεν ασχολείται ιδιαίτερα με όλα αυτά, καθώς ενδιαφέρεται μόνο για τις εφήμερες διασκεδάσεις. Αποφασίζει μάλιστα να παντρευτεί μια κόρη κάπελα, την πονηρή και φιλόδοξη Θεοφανώ, που τον έχει επιτήδεια μαγέψει με τα θέλγητρά της. 

Δυο χρόνια αργότερα, Σαρακηνοί αποβιβάζονται στη Λήμνο και η Άκεσα σχεδόν ερημώνεται. Οι αιχμάλωτοι κάτοικοί της μεταφέρονται στον Χάνδακα και διαδραματίζονται τραγικές εικόνες στο σκλαβοπάζαρο της πόλης. Τυχερή μέσα στην ατυχία της, η Δοξανιώ αγοράζεται από τον ντόπιο κρυπτοχριστιανό Μανουήλ Κλαδά, που έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη του τοπικού εμίρη Αβδελαζίζ Κουρουπά, δεν παύει όμως να ονειρεύεται την απελευθέρωση του νησιού από τους Αγαρηνούς. Ο Φοίβος, αρχοντόπουλο της Λήμνου και κρυφός έρωτας της Δοξανιώς, σκοτώνεται ηρωικά για να μη γίνει σκλάβος. Ο ιερέας πατέρας της πουλιέται ως εργάτης στη συντήρηση των τειχών, ενώ ο μικρός της αδελφός Θεοδόσιος καταλήγει στον στάβλο του εμίρη. 

Ένας χρόνος περνάει και νέος αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη στέφεται ο Ρωμανός, αφού ο γέρος πατέρας του πεθαίνει δηλητηριασμένος από τα χέρια της Θεοφανώς. Ο Αλέξιος Δαφνομήλης στέλνεται στην Κρήτη με αποστολή να συγκεντρώσει πληροφορίες για μια νέα εκστρατεία που προετοιμάζεται. Η Δοξανιώ του σώζει τη ζωή, κρύβοντάς τον στο σπίτι του Μανουήλ και ο νεαρός αξιωματικός την ερωτεύεται. Οι μήνες περνούν, και ένας τεράστιος στόλος φτάνει από τη Βασιλεύουσα στον Χάνδακα. Ο αποκλεισμός της πόλης αρχίζει ανηλεής και ο σκληρός χειμώνας που ακολουθεί ταλαιπωρεί πολιορκητές και πολιορκημένους. Χάρη στις πληροφορίες του Μανουήλ και άλλων γενναίων χριστιανών, ο Νικηφόρος Φωκάς αντιμετωπίζει με επιτυχία τις ενισχύσεις των Αράβων που καταφθάνουν από την Ταρσό και την Αφρική. Κατά την τελική έξοδο των Αγαρηνών, η Δοξανιώ θα υποδείξει στους Βυζαντινούς το ασθενές σημείο των τειχών της πόλης και θα δώσει το έναυσμα για τη μεγάλη επίθεση. Χάρη στην ηρωική θυσία της, η Κρήτη απελευθερώνεται στις 7 Μαρτίου του 961 και επιστρέφει στην αγκαλιά της αυτοκρατορίας, μετά από 136 χρόνια δοκιμασιών.

Χαρακτηριστικά 
Εκδότης: Κέδρος
Συγγραφέας: Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου
ISBN: 978-960-04-0363-3
Έτος 1ης Έκδοσης: 1990
Σελίδες: 344
Τιμή: περίπου 14 ευρώ 
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Γυμνάσιο

Κριτική
Ιστορικό μυθιστόρημα επικών διαστάσεων, με κεντρικό θέμα τον θρύλο μιας νεαρής κοπέλας που θυσιάστηκε για να βοηθήσει στην άλωση του Χάνδακα από τον Νικηφόρο Φωκά. Με λογοτεχνικότητα, αλλά και γλώσσα απλή που σε ελάχιστα μόνο σημεία γίνεται απαιτητική (όπως π.χ. στη σ.125 Παραληρεί. Η υπερένταση, η αγωνία, η οργή της εκδίκησης, ο πόνος ο τραχύς που έζησε και το αίμα, όλα τούτα κρατούν την ψυχή της τεντωμένη κι άγρυπνη, κι οι αισθήσεις της, πυρπολημένες από την ξαφνική λαίλαπα, την οδηγούν σε βιώσεις οριακές, σε αποσυμβολισμούς του άδηλου και του απόκρυφου, που αιωρούνται στο βάθος του χρόνου, και συμμετέχουν μυστηριακά στο επερχόμενο) το πυκνογραμμένο βιβλίο καλεί τους έμπειρους αναγνώστες σ' ένα απολαυστικό ταξίδι στον ελληνικό μεσαίωνα. Πρόκειται για έργο ιδιαίτερα καλοδουλεμένο, στο οποίο η συγγραφέας αναπλάθει με πιστότητα την ατμόσφαιρα της εποχής, δημιουργεί ρεαλιστικούς χαρακτήρες με πολυεπίπεδες σχέσεις και μεταφέρει πληροφορίες, συναισθήματα και ποικίλα ηθικοπλαστικά μηνύματα. Τα 18 ογκώδη κεφάλαια του βιβλίου (μεγέθους 8-27 σελίδων το καθένα) χωρίζονται σε μικρότερες υποενότητες (με αντιπροσωπευτικούς τίτλους π.χ. η απόβαση) ώστε να διαβάζονται ευκολότερα, όμως η σελιδοποίηση τύπου "μπετόν" και η απουσία εικονογράφησης δεν βοηθούν προς την ίδια κατεύθυνση. Παρότι η τύχη της ηρωίδας μας είναι γνωστή ήδη από την εισαγωγή, η αφηγηματική δεινότητα της συγγραφέως καταφέρνει να κρατήσει το ενδιαφέρον μας ζωντανό μέχρι το τέλος. Η κορύφωση του δράματος θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει πως -και λογοτεχνικά- περνάει σε δεύτερη μοίρα, από τη στιγμή που συνοδεύεται από κλισέ και έντονο μελοδραματισμό. Στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου συναντάμε βιβλιογραφία και ένα μικρό βοηθητικό γλωσσάρι, δεν υπάρχει όμως κάποιος χάρτης ή φωτογραφίες (π.χ. των τειχών του Χάνδακα), που θα μπορούσαν να εμπλουτίσουν το κείμενο. Το έργο απευθύνεται σαφέστατα στο εφηβικό κοινό λόγω όγκου, της παρουσίας του ερωτικού στοιχείου, αλλά και των αρκετών σκηνών βίας. Το προτείνουμε σε μαθητές γυμνασίου και σε μεγαλύτερους αναγνώστες, που επιθυμούν να γνωρίσουν την καθημερινότητα στη μεσαιωνική Κρήτη, αλλά και να ξαναζήσουν τη μεγάλη ιστορική σύγκρουση του χριστιανικού με τον ισλαμικό κόσμο. 

  • Καλογραμμένο
  • Συναρπαστική πλοκή
  • Ιστορικά ακριβές
  • Ωφέλιμες αξίες

  • Μεγάλος όγκος
  • Αρκετές βίαιες σκηνές
  • Απουσία εικονογράφησης, χαρτών, σχετικού παραρτήματος

Αξίες - Θέματα
Υπευθυνότητα, Οικογένεια, Ιστορία, Περιπέτεια, Δουλεία

Εικονογράφηση

Απόσπασμα 
Έτσι το πήρε από το γονιό του ο Μανουήλ Κλαδάς, έτσι ορκίστηκε να το διαφυλάξει, ακόμα και με τίμημα τη ζωή του. Είναι το εικόνισμα της Παναγίας, ένα παλιό κειμήλιο, φτιαγμένο από τα ίδια τα χέρια του Ευαγγελιστή Λουκά, που σώθηκε μέσα στο χρόνο. Ταξίδεψε πάνω στα κύματα των καιρών, βρέθηκε στο δικό του σπιτικό, κρυμμένο σε σεντούκια βαθιά.

Κι έχτισε ένα μικρό εκκλησάκι στην καρδιά της γης, έξω από το Χάνδακα, στα δυτικά, σε μια μαγευτική περιοχή, εκεί όπου είχε την αγροτική του έπαυλη, κι έβαλε μέσα το ακριβό τούτο εικόνισμα, να στηρίζει τη ζωή τους. Πέρα απλωνόταν η ερημική παραλία, με την πλατιά ασημένια αμμουδιά, μια γαλάζια καμπύλη, σαν κόρφος πλατύς, που από παιδί αγαπούσε ο Μανουήλ, γιατί πίστευε πως εκεί θα ‘ρθουν τα βυζαντινά πλοία που θα ελευθερώσουν την Κρήτη… Τώρα δεν ονειρεύεται πια.

Κάθεται με τη γυναίκα του την Αικατερίνη στον εξώστη της έπαυλης κι η ψυχή του είναι βαριά. Βυθισμένοι κι οι δυο στη σιωπή, κοιτάζουν μακριά τη θάλασσα και προσπαθούν να μαντέψουν τη ζωή που απλώνεται πέρα απ’ τη δική τους συμφορά, στην ξακουσμένη Βασιλεύουσα.

Από τη μέρα που οι άγριοι γιοι της Άγαρ, οι μαυριδεροί και σκληροτράχηλοι Σαρακηνοί, πάτησαν κατακτητές στο νησί, μια γλυκιά Άνοιξη του 823, όταν τίποτα δε μαρτυρούσε το αίμα και τον επί 136 ολόκληρα χρόνια αφανισμό, έγιναν οι τρομοκράτες της Μεσογείου, φονιάδες αιμόχαροι και βάνδαλοι των ιερών.

Έχτισαν ένα απόρθητο κάστρο, ένα τρισπανίσχυρο φρούριο, στον Χάνδακα, έκλεισαν μέσα τις επίλεκτες οικογένειες του Ισλάμ, και στοίβαζαν το ληστεμένο θησαυρό. Ύστερα, άρχιαν να εξισλαμίζουν τους Κρήτες χριστιανούς, να τους αφανίζουν.

Τα πρώτα χρόνια, όσοι αρνούνταν να προσηλυτιστούν στον ισλαμισμό και ν’ απαρνηθούν την πίστη τους, τους σταύρωναν στη μέση των δρόμων, τους έβγαζαν τα μάτια, τους ακρωτηρίαζαν και τους άφηναν εκεί ν’ αργοπεθαίνουν.

Ύστερα από κάποιες δεκάδες χρόνια, κι αφού πια δεν μπόρεσαν οι Κρήτες ν’ αντέξουν τα θηριώδη βασανιστήρια, αλλά και γιατί σκέφτονταν πως έπρεπε, έστω και κρυφά, να διασώσουν την πίστη τους και τη φυλή τους, εξισλαμίζονταν για να επιβιώσουν και να έχουν κάποια προνόμια, στο βάθος όμως παρέμεναν χριστιανοί. Κι από γενιά σε γενιά μετέφεραν στα παιδιά τους ένα εικόνισμα ή ένα ιερό κειμήλιο που το φύλαγαν θαμμένο σε κρύπτες μυστικές και καταγώγια.

Όσες φορές οι Σαρακηνοί ανακάλυπταν τέτοιες κρύπτες, κυρίως σε θρησκευτικές γιορτές όπου τους παρακολουθούσαν, τους αφάνιζαν όλους με τρομαχτική αγριότητα. Έσφαζαν πρώτα τα μικρά παιδιά, μπρος στα μάτια των γονιών τους, κι ύστερα αποτέλειωναν τους μεγάλους. Τους κρεμούσαν από το κεφάλι πάνω σε αγκυλωτούς σιδερένιους πείρους στις πλατείες και στους δρόμους, για να τρομοκρατηθούν οι κρυπτοχριστιανοί. Και χαίρονταν αλαζονικοί την παντοδυναμία τους, με το λευκό χιτώνα τους βουτηγμένο σχεδόν πάντα στο αίμα κάποιου αθώου…

Έτσι, ο γηγενής λαός της Κρήτης συρρικνωνόταν πονεμένος, εξασθένιζε, και μάταια περίμενε τη λύτρωση από τη μεγάλη και πανίσχυρη αυτοκρατορία.

Η αποτυχία του Γογγύλη ήταν γι’ αυτούς ένα μεγάλο χτύπημα. Διάψευσε τις ελπίδες τους άλλη μια φορά, τους βύθισε σε πένθος βαρύ.

είναι γλυκό, ήσυχο απόγευμα, και τ’ ανοιξιάτικα αρώματα που έρχονται με το θαλασσινό αγέρι, γεμίζουν την ψυχή τους καρτερία.

Μα ούτε στιγμή ο Μανουήλ Κλαδάς δε βγάζει από τη σκέψη του την πανωλεθρία του Γογγύλη. Είναι ένας ψηλός άντρας με ευγενική πονεμένη μορφή, που κρατά από παλιά αρχοντική οικογένεια της Κρήτης.

- Δεν μπορώ να το πιστέψω, δεν μπορώ…, λέει, και νιώθει το μυαλό του να πονά από τη μνήμη εκείνου του ανατριχιαστικού θεάματος.

Οι Βυζαντινοί στρατιώτες να σφάζονται παγιδεμένοι από την κυρτή μάχαιρα και τα πλοία τους να καίγονται το ένα μετά το άλλο… Όχι, δεν αντέχει ο Μανουήλ να σκέφτεται την κόλαση εκείνη… Κι η Αικατερίνη τον ακούει σιωπηλή, σαν να προσπαθεί ν’ αποδεχτεί τη σκληρή τους μοίρα.

- Κι όσοι από μας τόλμησαν να βοηθήσουν, βρήκαν φριχτό θάνατο, λέει πάλι.

Εκείνη τον κοιτάζει με τρόμο τώρα.

- Εσύ;
- Σσς…
- Ο Ράδος;
- Είναι καλά κι ο Ράδος…

Ο Μανουήλ Κλαδάς ήταν από κείνους που δε φοβήθηκαν να βοηθήσουν το Γογγύλη. Μόλις πληροφορήθηκε πως το βυζαντινό πλόιμο κατευθύνεται προς το Χάνδακα, οργάνωσε αμέσως μια μικρή ομάδα κατασκοπείας με αρχηγό τον ανεψιό του Ράδο Κωνστάντιο, ένα ψηλό παλικάρι, γεροδεμένο, με σγουρά καστανά μαλλιά και περήφανη ψυχή. Και τη νύχτα που έγινε η απόβαση, φόρεσε κι ο ίδιος το λευκό χιτώνα του Ισλάμ, έβαψε το πρόσωπό του μαυριδερό κι όρμησε ξυπόλητος με τις ορδές των απίστων. Από κει προσπάθησε να πλησιάσει το Χωνιάτη, το στρατηγό το Γογγύλη που επιχειρούσε την απόβαση. Έβλεπε πόσο λαθεμένες ήταν οι κινήσεις τους. Οι Σαρακηνοί τους περίμεναν κρυμμένοι στο σκοτάδι… Κι από τα τείχη του Χάνδακα ετοίμαζαν κιόλας τα πυρφόρα βέλη τους να πυρπολήσουν τα πλοία.

Κανείς δεν τον άκουσε. Ή δεν τον πίστεψε.

- Θα μπορούσε να είχε στείλει ανιχνευτές… Να προετοιμάσει τις κινήσεις του, λέει πάλι. Εμείς θα τον βοηθούσαμε… γιατί δεν ήρθε να μας βρει; Δεν έρχονται… Δεν ξέρουν πως εδώ υπάρχει ένας λαός που στενάζει…

Η Αικατερίνη σιωπά. Τα έχει ακούσει όλα τούτα. Και κάθε φορά, ένα ρίγος πικρό και σκοτεινό αναταράζει το είναι της. Μήνες μετά τη νίκη τους οι Σαρακηνοί, μεθυσμένοι ακόμα από το αίμα, έσφαζαν όποιον Κρητικό υποπτεύονταν πως μπορεί να είχε βοηθήσει το Γογγύλη. Κι ύστερα, με αρχηγό τον τρομερό Μωχεβήν, έψαχναν στα σπίτια τους να βρουν χριστιανικά κειμήλια και κατευθείαν τους κρεμούσαν από το κεφάλι στους αγκυλωτούς πείρους.

- Σε λίγο θα ξεκληριστούμε. Κι οι λίγοι που απομείναμε θα χαθούμε πια, η Κρήτη θα γίνει Ισλάμ.

Η φωνή του Μανουήλ είναι βαριά τώρα, γεμάτη σπαραγμό. Κι η Αικατερίνη αμίλητη. Ένας πόνος τραχύς ματώνει το σπλάχνο της.

«Αν είχα ένα παιδί…», συλλογίζεται. Ένα παιδί ήθελε η Αικατερίνη Κλαδά, να συνεχίσει την πίστη τους… Να παραδώσει στα χέρια του το ιερό εικόνισμα, μη χαθεί.

Γέρνει το πονεμένο σώμα. Και το βράδυ πέφτει στο ήσυχο τοπίο, τυλίγεται τα αρώματα της ανθισμένης κρητικής γης. Η τελευταία ανταύγεια του ήλιου χρυσίζει ως πέρα το πέλαγος, το κάνει σώμα ζωντανό και τρεμοφέγγουν μέσα του οι ελπίδες, με τα θαλασσοπούλια να πετούν ερωτευμένα τα μακρινά νερά του Βόσπορου σαν λευκές αξεδιάλυτες προφητείες…

Γέρνει το πονεμένο σώμα η Αικατερίνη, λυγίζει εκεί, ανάμεσα στα μυροβόλα βοτάνια.

- Θα ήταν τώρα δεκατεσσάρω χρονώ, λέει, και στη μνήμη της η νύχτα εκείνη η φοβερή.

Κι ο Μανουήλ την κοιτάζει και δε μιλά. Θυμάται μόνο, θυμάται κι εκείνος…

Ήταν ετοιμόγεννη όταν δέχτηκε το σαρακηνό χτύπημα στην κοιλιά. Πάσχα. Κι είχαν ανακαλύψει την κρύπτη τους. Ο ιερέας έλεγε το «Δεύτε λάβετε…» την ώρα εκείνη. Είδε τις γυμνές σπάθες να γυαλίζουν στο σκοτάδι και σωριάστηκε. Ήταν ο τελευταίος ιερέας τους…

Η Αικατερίνη με τον άντρα της Μανουήλ άργησαν να πάνε τη νύχτα εκείνη. Για μια στιγμή, φοβήθηκαν μην την πιάσουν οι πόνοι στην κρύπτη και γίνει αιτία να προδοθούν, μα πάλι ένιωσε καλύτερα σε λίγο και ξεκίνησαν. Πέρασαν το μικρό φαράγγι, που ήταν σε μια έρημη περιοχή, αρκετά μακριά από το Χάνδακα, και προχώρησαν με προφύλαξη προς την κρύπτη. Η άμαξα πήγαινε αργά, για ν’ αποφύγουν τις ταλαντεύσεις. Μαζί τους ήταν και το πεντάχρονο τότε παιδί του αδελφού της Ιωάννη Κωνστάντιου, ο Ράδος.

Καθώς όμως πλησίαζαν, ξαφνικά, μέσα στη σιωπή της νύχτας, άκουσαν τρομαχτικές κραυγές.

Βγήκαν έξω από την άμαξα γρήγορα, να δουν τι ήταν τούτος ο άγριος θρήνος, κι έμειναν έντρομοι μπρος στο αποτρόπαιο θέαμα που αντίκρισαν, καθώς η λάμψη του φεγγαριού έπεφτε πάνω στις γυμνές σπάθες.

Τύλιξε γρήγορα το κεφάλι του ο Μανουήλ με το λευκό ισλαμικό «σαρίκι» και πλησίασε έξαλλος από τη φρίκη. Είδε το αίμα να κυλά ως κάτω, παιδιά και μάνες σφαγμένες αλύπητα, παλικάρια που πάλευαν ακόμα, ο ιερέας νεκρός στην ιερή πύλη με το Ευαγγέλιο ματωμένο στα χέρια του.

Γύρισε σαν τρελός προς την άμαξα, να δώσει οδηγίες στον αμαξά ν’ αλλάξει δρόμο, και τότε βλέπει ένα Σαρακηνό να ορμά με τη μάχαιρα γυμνή προς τη γυναίκα του, που στεκόταν έντρομη και κοίταζε.

«Όχι…», ούρλιαξε ο Μανουήλ στη γλώσσα τους, «είμαι Ισλάμ…», και κράτησε το απλωμένο χέρι, μα το κακό είχε γίνει. Βόγκηξε εκείνη και έπεσε χάμω… Χτύπησε στην κοιλιά και σφάδαξε από τον πόνο.

Ο Μανουήλ γύρισε και είδε τους Σαρακηνούς. Στο φως του φεγγαριού, τα πρόσωπά τους γελούσαν.  Τους γνώρισε. Ήταν οι δυο έμπιστοι του εμίρη, ο Αβού και ο Χαλήλ, πρώτοι πάντα στις σφαγές. Και πιο κει στεκόταν, αποκαμωμένος από το φονικό, ο τρομερός Μωχεβήν, ο φόβος και ο τρόμος των κρυπτοχριστιανών.

Προχώρησε ίσια στο Μωχεβήν, του μίλησε βιαστικά στη βάρβαρη γλώσσα του. Ύστερα, τους είδε που χάνονταν κι οι τρεις μέσα στο σκοτάδι.

Άφησε το μικρό Ράδο σ’ ένα δικό τους σπίτι και αμέσως μετέφερε τη γυναίκα του στο Χάνδακα, στο γιατρό του εμίρη. Τότε, δεν ήξεραν ακόμα πως ο πατέρας του Ράδου, αδελφός της Αικατερίνης, κειτόταν νεκρός εκεί, έξω από την κρύπτη, πως η μητέρα του, η Σοφία, χτυπημένη κι αυτή, πάλευε με το θάνατο…

Η Αικατερίνη αιμορραγούσε συνέχεια, και το παιδί βγήκε νεκρό. Σώθηκε από θαύμα εκείνη, αλλά δεν έκανε παιδί πια.

- Τώρα θα ήταν δεκατεσσάρω, λέει πάλι.
Ο Μανουήλ βλέπει το πονεμένο πρόσωπο και στη σκέψη του ένα παράξενο φως. Τούτη τη στιγμή παίρνει μια απόφαση, «ναι, έτσι θα κάνω», συλλογίζεται, «πώς δεν το σκέφτηκα τόσα χρόνια…».

Αγαπούσε τη γυναίκα του ο Μανουήλ, πονούσε κι εκείνος για το βλαστάρι τους, που χάθηκε κείνη την άγρια νύχτα. Και τα χρόνια κύλησαν σε μια καρτερία αμίλητη. Μόνο τις νύχτες, όταν το σκοτάδι σκέπαζε τα πονεμένα πρόσωπα των ανθρώπων και η ζωή έμοιαζε σαν έξω από το αίμα και τον τρόμο, εκείνοι έμεναν ώρες ολόκληρες στη σιωπή, βυθισμένος ο καθένας στις δικές του σκέψεις, στις δικές του πληγές. Σ’ εκείνους τους σκληρούς καιρούς, τους χωρίς επαύριο, η ελπίδα έμοιαζε φως δυσεύρετο στην ψυχή τους.

- Μόνο ένα θαύμα μπορεί να μας σώσει… ένα θαύμα! Λέει εκείνη και τα δάκρυα τρέχουν από τα μάτια της. Πόσο θα κρατήσουμε ακόμα; Σε λίγες γενιές, το Ισλάμ θα μας αφανίσει όλους. Οι Κρήτες δε θα ξέρουν πια το δικό τους πρόσωπο…
Η πολιορκία του Χάνδακα από τον Νικηφόρο Φωκά.
Εικόνα από το χειρόγραφο του Ιωάννου Σκυλίτζη που φυλλάσσεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ισπανίας
Σχόλια
Όπως στα ιστορικά μυθιστορήματα του παλιού καιρού (π.χ. Για την Πατρίδα) έτσι κι εδώ, ο μεγάλος σκοπός παρουσιάζεται να βρίσκεται πάνω από το "εγώ" και να υπαγορεύει την πορεία των ηρώων. Συναντάμε έτσι φράσεις εμποτισμένες με πατριωτικό πνεύμα, όπως (σ.184) Ξέρει πως η ζωή του κινδυνεύει στην κάθε στιγμή, μα αυτό είναι χωρίς σημασία. Μόνο η Κρήτη να ελευθερωθεί, η Κρήτη... Το μεγάλο όνειρο! (σ.243-4) Δεν έχει άλλη αξία η ζωή μου! (...) Δεν έχω να φοβηθώ τίποτα, η εφήμερη ζωή μου είναι ασήμαντη μπρος στους αιώνες όπου θα παραδώσουμε την Κρήτη ελεύθερη κι αναγεννημένη. (σ.258) Πρώτα η Κρήτη κι ύστερα η δική μας ζωή. Αλλά και (σ.201) Το νόημα της ζωής είναι η θυσία, η προσφορά για την αλλαγή, που μας προετοιμάζει για το παιχνίδι της Δοξανιώς με τον Θάνατο.
Οι αιχμάλωτοι - Λεπτομέρεια από το χειρόγραφο του Ιωάννου Σκυλίτζη
που φυλάσσεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ισπανίας
Οι βίαιες εικόνες βρίσκονται διάσπαρτες στο κείμενο, ενώ ιδιαίτερα σκληρές είναι εκείνες που συνοδεύουν τη σκηνή του σκλαβοπάζαρου (κεφάλαιο 6), τα βασανιστήρια των νεαρών δούλων και βέβαια τις αιματηρές συμπλοκές μεταξύ Σαρακηνών και Βυζαντινών (σελίδες 28, 49, 78, 81, 87, 93, 95, 250, 281, 324). Η πένα της έμπειρης συγγραφέως, αποτυπώνει με γλαφυρότητα τα συναισθήματα των σκλαβωμένων, τις ραδιουργίες στο βυζαντινό παλάτι, αλλά και τη σκληρότητα των Αγαρηνών, δίνοντας στον αναγνώστη πλούσια ερεθίσματα για προβληματισμό.

Η παγίδα της μονομέρειας, ωστόσο, μάλλον δεν αποφεύγεται. Οι Σαρακηνοί, παρότι στη σ.306 παινεύονται για την εξυπνάδα τους στην τέχνη του πολέμου, συνοδεύονται σε όλο το έργο από πολύ βαρείς χαρακτηρισμούς. Παρουσιάζονται ως αιμόχαροι φονιάδες, άφταστοι στα θέματα φρίκης (σ.268), σκύλοι (σ.250), που γλεντούν να βασανίζουν τους χριστιανούς (σ.164-168) και να απαξιώνουν τη ζωή (σ.159, 188). Μοναδική εξαίρεση η όμορφη Άγαρ (σ.338) που δείχνει ανθρωπιά και σώζει τον μικρό Θεοδόσιο από τις σαδιστικές ορέξεις των νεαρών Σαρακηνών. Χαρακτηριστική η φράση (σ.95) Οι Σαρακηνοί γελούν. Κι από το αφρισμένο στόμα τους πετιέται το αίμα των αθώων. Τα πρόσωπά τους, τα χέρια τους, τα μαλλιά τους, ολόκληροι είναι βουτηγμένοι στο αίμα των αθώων...

Αντίθετα, οι Βυζαντινοί ακόμα και όταν σφάζουν τους αντιπάλους τους, το κάνουν με ενθουσιασμό (σ.320) Και κραυγές χαράς ακούστηκαν από μύρια στόματα, αλαλαγμοί, κι όλοι όρμησαν σαν τη θύελλα αμείλικτοι, να σφάξουν και να λεηλατήσουν (...) Ζητωκραυγάζουν οι στρατιώτες, λεηλατούν και σφάζουν με ξέφρενο ενθουσιασμό, κουβαλούν λάφυρα χρυσά, θησαυρούς στον καταυλισμό, τραγουδούν, μεθούν από τη σφαγή, από την οσμή του αίματος και το χρυσάφι. Ο στρατηγός τους Νικηφόρος Φωκάς, παρουσιάζεται άλλοτε αιμοχαρής, όταν π.χ. ζητάει τα κεφάλια των εχθρών (σ.281) θα τα καρφώσω σε πασσάλους και θα τα στήσω έξω από τα τείχη τους και άλλοτε συγκρατημένος (σ.325) Δε θέλω άλλο αίμα!, κάτι που ίσως αντανακλά τον τρόπο που μοιράζει τη ζωή του ανάμεσα στον πόλεμο και την ασκητική (σ.275) τη μέρα μάχεται και πολεμά σαν θεριό και το βράδυ μοιάζει λυπημένος και μόνος, άσχετος από τη βουή και τη ματαιότητα των εγκοσμίων, διαβάζουμε. 


Στο τέλος του βιβλίου, οι βίαιες εικόνες που ακολουθούν την άλωση του Χάνδακα από τους Βυζαντινούς, δίνουν ένα σαφές αντιπολεμικό μήνυμα, το οποίο όμως ίσως έρχεται λίγο καθυστερημένα και χωρίς άλλη υποστήριξη, για να ισορροπήσει τα όσα έχουν προηγηθεί. Ο Θεοδόσιος βλέποντας τη σφαγή του άμαχου πληθυσμού (σ.324) πονά κι ανατριχιάζει, τούτη η κτηνωδία δεν είναι ανθρώπινη. Αναγνωρίζει βέβαια πως οι Αγαρηνοί έπρεπε να τιμωρηθούν, όμως δεν έφταιγαν τα παιδιά, δεν έφταιγε η Άγαρ... 
Στις 29 Ιουλίου του 904 ο στόλος των Σαρακηνών φτάνει στη Θεσσαλονίκη και η λεηλασία αρχίζει...
Εικόνα από το χειρόγραφο του Ιωάννου Σκυλίτζη που φυλάσσεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ισπανίας
Στην ιστορία συναντάμε αρκετά ζευγάρια αντιθέσεων, που αντιπροσωπεύουν διαφορετικές οπτικές και αξίες. Κρητικοί - Σαρακηνοί, Νικηφόρος Φωκάς - Ρωμανός Β', Φοίβος - Αλέξιος, Βυζάντιο - Χάνδακας... Το πιο χαρακτηριστικό από αυτά, είναι ίσως εκείνο της Δοξανιώς με την Αναστασώ-Θεοφανώ. Η νεαρή Λημνιά χαρακτηρίζεται ως γενναία ψυχή (σ.158) γεμάτη άσπιλη λευκότητα (σ.170), που από τις πράξεις της γίνεται σαφές ότι είναι έτοιμη να θυσιάσει και τη ζωή της ακόμα για το καλό των συμπατριωτών της. Αντίθετα, η ερωμένη του Ρωμανού Β' και μετέπειτα αυτοκράτειρα, διαγράφεται ως μια αδίστακτη Λάκαινα (σ.146) με καρδιά φιδιού (σ.135) που δεν διστάζει μπροστά στις προσωπικές της φιλοδοξίες να δηλητηριάσει τον αυτοκράτορα και αργότερα τον ίδιο τον σύζυγό της. Ο Αλέξιος που γνωρίζει και τις δύο ως προσωπικότητες, αναφέρει (σ.210) συγκρίνοντάς τες: ήταν όμορφη κι εκείνη, όμροφη. Μα πόσο διαφορετική... Λουσμένη στα αρώματα. Ψεύτικη. Φιλόδοξη και ποταπή. Δεν αγάπησε ποτέ τον Ρωμανό. Τον θρόνο ονειρεύτηκε μόνο. Και τώρα ποιος ξέρει τι ραδιουργίες ετοιμάζει... Η φόνισσα.
Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ' άρρωστος στο κρεβάτι, πίνει το φάρμακο που του δίνει ο γιος του Ρωμανός Β'.
Εικόνα από το χειρόγραφο του Ιωάννου Σκυλίτζη που φυλάσσεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ισπανίας
Η τελετή εξόρυξης της «Λημνίας γης» που περιγράφεται στο βιβλίο, έχει φυσικά τις ρίζες της στην αρχαιότητα. Τότε διαβάζουμε ότι λάμβανε χώρα κάθε άνοιξη (6 Μαΐου) προς τιμήν της θεάς Αρτέμιδος (με τη μορφή της οποίας σφραγίζονταν τα δισκία), ενώ από τα βυζαντινά χρόνια και μετά, οι χριστιανοί την πραγματοποιούσαν κάθε καλοκαίρι (6 Αυγούστου), συνδέοντάς την με τη γιορτή της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος. Η τελευταία γνωστή αναφορά εξόρυξης είναι το 1916, ωστόσο το έθιμο είχε ήδη παρηκμάσει. Η Λημνία γη θεωρούταν ότι είχε ιαματικές ιδιότητες και οι άνθρωποι τη χρησιμοποιούσαν ενάντια στον πυρετό, τη δυσεντερία, τη δυσπεψία, τη διάρροια, αλλά και κάθε είδους δηλητηριάσεις. Περισσότερα για την ιστορία της και τα χημικά της συστατικά μπορείτε να διαβάσετε εδώ ή στο βιβλίο του Σπυρ. Παξιμαδά Λημνία Γη.
Ο λόφος Μόσυχλον, πάνω στον οποίο (σύμφωνα με τη μυθολογία) προσγειώθηκε ο θεός Ήφαιστος.
Εκεί γινόταν για αιώνες η τελετή εξόρυξης της «θαυματουργής» Λημνίας γης. (πηγή)
Χρήση στην τάξη
Όπως και Στον ίσκιο του Δικέφαλου που διαβάσαμε τον Σεπτέμβριο, έτσι και εδώ, γίνονται φανερές οι δοκιμασίες που περνούσε ο νησιωτικός (και όχι μόνο) ελληνισμός, όσο καιρό οι Σαρακηνοί παρέμεναν στην Κρήτη. Μπορούμε με αφόρμηση συγκεκριμένες φράσεις από το κείμενο (βλ. απόσπασμα) να καλέσουμε τους μαθητές μας να γράψουν ένα γράμμα που να απευθύνεται προς τις βυζαντινές αρχές, απαριθμώντας τα βάσανα τα οποία υφίστανται και εκλιπαρώντας για άμεση στρατιωτική βοήθεια. Πώς άραγε θα πρέπει να προσφωνήσουμε τον Νικηφόρο Φωκά, τον Χλωμό Θάνατο των Σαρακηνών (Pallida Mors Saracenorum) όπως τον αποκαλούσαν οι Δυτικοευρωπαίοι, και τι επιχειρήματα θα χρησιμοποιήσουμε, ώστε να ανταποκριθεί στο κάλεσμά μας;

Πιο κοινωνικές, θεατρικού τύπου δραστηριότητες, θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν αναπαράσταση του εθιμοτυπικού στέψης ή κηδείας ενός αυτοκράτορα, που περιγράφεται αναλυτικά στη σ. 140, ή το τελετουργικό εξόρυξης της Λημνίας Γης, για το οποίο μαθαίνουμε στην σελίδα 43. 
Ο πατριάρχης Πολύευκτος (που στο Άννα και Θεοφανώ βαφτίζει την βασίλισσα των Ρώσων
Όλγα και εδώ -σ.75- παντρεύει τον Ρωμανό Β' με τη Θεοφανώ) στέφει τον Βασίλειο Β'. 
Λεπτομέρεια από το χειρόγραφο του Ιωάννου Σκυλίτζη που φυλάσσεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ισπανίας
Να αναφέρουμε κλείνοντας, ότι στο βιβλίο θίγεται σε αρκετά σημεία η σχέση της παλαιάς δωδεκαθεϊστικής θρησκείας με τη νέα, κάτι που θα μπορούσαμε να συζητήσουμε στο μάθημα των Θρησκευτικών. Κάποια αποσπάσματα μιλούν για την συνέχεια των δύο, έπειτα για τη σύγκρουσή τους και τελικά για την ένωσή τους μέσα στην σύγχρονη παράδοση και τους ανθρώπους. Διαβάζουμε συγκεκριμένα (σ.18) Ήταν ένα κράμα από αρχαιολατρικές δοξασίες και χριστιανισμό. Τώρα αναρωτιέται, πόσο οι άνθρωποι προσπαθούν, ακόμα και σήμερα, το 956, να κρατήσουν μέσα τους το παλιό τελετουργικό στοιχείο. Και το μετακινούν ολοένα, το σμίγουν με τη νέα τους θρησκεία. Ή αργότερα (σ.26) Οι κάτοικοι, χρόνια τώρα, ζούσαν εξοικειωμένοι μ' όλα τούτα. Όσο κι αν είχαν αποδεχτεί το χριστιανισμό, τα είδωλα εκείνα, η μαγεία που ασκούσαν στις ψυχές τους οι ιερές τελετές, επηρέαζαν τη ζωή τους. Κι ένα κομμάτι από τον εαυτό τους ήταν σκοτεινά δεμένο με τις μνήμες εκείνες, που κείτονταν πάνω στη γη τους σαν σκόρπια λείψανα. (σ.40) Στο βάθος του δρόμου διακρίνεται το Ιερό του Ηφαίστου και ο καλλιμάρμαρος ναός της Λημνίας Θεάς. Η πόλη κοιμάται ακόμα, μα τα μνημεία αγρυπνούν. Φοβούνται, θαρρείς, τη μοναξιά του χρόνου. Φοβούνται την εγκατάλειψη. Ήταν τότε, εκείνη ακριβώς την εποχή, που οι άνθρωποι άρχισαν να εγκαταλείπουν σιγά σιγά την Ηφαιστία. Έφευγαν μαζί με τα σπίτια τους, σχημάτιζαν μια νέα εστία ζωής γύρω από τον Κότζινο. Δεν μπορούσαν πια να ζήσουν ανάμεσα σ' όλα εκείνα τα ειδωλολατρικά μνημεία, είχαν ανάγκη από κάποια απόσταση εξωτερική, για να μπορέσουν να καλύψουν και το μέσα χάσμα. Σιγά σιγά, λοιπόν, σέρνονταν μαζί με τις πέτρες των σπιτιών τους, να βρουν καινούρια αναπνοή, καινούριο ορίζοντα, για να μπορέσουν να αποδεχτούν το νέο λατρευτικό τους Θεό. Και τελικά καταλήγει (σ.228) Χάθηκαν και μαζί υπάρχουν, τίποτα δε χάνεται, τα φέρνουμε όλα απάνω μας, δεν είναι τυχαίο που η κόρη είχε τούτη την ευγένεια της σκέψης, τούτη τη γενναία ψυχή, κι ο Φοίβος, εκείνος ο περήφανος αετός, δεν είναι τυχαίο, όχι...
Μόλις πέρυσι απαγορεύτηκε η θυσία στολισμένου ταύρου και αρνιών που γινόταν
κάθε παραμονή της Κυριακής των Μυροφόρων στον Μανταμάδο της Λέσβου (πηγή)

Share/Bookmark

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2015

Ιστορίες από έναν κόσμο που δεν καταστράφηκε

Υπόθεση
Συλλογή πέντε ιστοριών με τις εξής υποθέσεις:

Ηλιοστάλαχτη Όπως ήταν συμφωνημένο, στα 12 της χρόνια η πριγκίπισσα Ηλιοστάλαχτη δίνεται σ' έναν δράκο που την παίρνει μακριά. Μόνο έτσι θα σωθεί η χώρα της από το βαθύ σκοτάδι.

Η πόλη με τα χίλια χρώματα Στο κέντρο της πανάρχαιας πόλης των δράκων, έλαμπε το όμορφο διαμάντι τους. Οι άπληστοι άνθρωποι θέλησαν να το κάνουν δικό τους, γι' αυτό οι δράκοι το έθαψαν στη γη και έπειτα ανέβηκαν ψηλά στις στέγες και πέτρωσαν. Τα χρόνια πέρασαν, και πάνω σε αυτή την πόλη, οι άνθρωποι έχτισαν την δική τους. 

Το δέντρο της ζωής Στα πέρατα του κόσμου έλεγαν πως βρίσκεται ένα δέντρο μαγικό, που χαρίζει αθανασία. Οι άνθρωποι το έψαξαν αλλά καθώς δεν το βρήκαν, το θεώρησαν μύθο. Αυτό όμως υπάρχει και δεν είναι άλλο από το κάθε δέντρο που γεννήθηκε στη γη.

Το μυστικό του καθρέφτη Σε μια πολιτεία που η ομορφιά είχε μεγάλη σημασία, μια βροχερή μέρα θόλωσαν όλοι οι καθρέφτες! Ο κατοπτροποιός που τους εξέτασε, δεν αποκάλυψε στους ανθρώπους τι φταίει. Θα χρειαστεί ο σοφότερος της πολιτείας να σκεφτεί μέρες και νύχτες, μέχρι να ανακαλύψει το μυστικό που θα τους κάνει και πάλι αστραφτερούς.

Οι πέτρινοι Γίγαντες Οι γίγαντες, ανυπόμονοι να επισκεφθούν τη γη, παρακούν τον βασιλιά Ουρανό και την πρώτη μέρα της άνοιξης πηδούν από το φουρφουριστό τους σύννεφο στο έδαφος. Μόλις όμως ακουμπούν στο χώμα, πετρώνουν και γίνονται βουνά. Από τότε, κάθε αρχή της άνοιξης, ποτάμια κυλούν από τα μάτια τους και ένας νέος χρόνος ξεκινά!

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Πατάκης
Συγγραφέας: Ελένη Μπακογεώργου
Εικονογράφηση: Ίρις Σαμαρτζή
ISBN: 978-960-16-5194-1
Έτος 1ης Έκδοσης: 2014
Σελίδες: 40
Τιμή: περίπου 10 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Γ', Δ', Ε'

Ευχαριστούμε τη συγγραφέα για τη δωρεά ενός αντιτύπου στη βιβλιοθήκη της τάξης μας!

Κριτική
Συλλογή πέντε αλληγορικών παραμυθιών με αναφορές σε στοιχεία του λαϊκού πολιτισμού. Με ήπια λογοτεχνικότητα και με λόγο λιτό και περιεκτικό, η φίλη και συγγραφέας Ελένη Μπακογεώργου, καταφέρνει στη δεύτερη εκδοτική της προσπάθεια να μας ταξιδέψει σε πέντε κόσμους έξω από τα συνηθισμένα. Με το ένα τους πόδι στον μύθο και το άλλο στην πραγματικότητα, οι νικημένοι της ήρωες -μέσα από τα παθήματά τους- μας μεταφέρουν ασυνήθιστα μηνύματα, όπως το ότι η ζωή συνεχίζεται, πως τίποτα δεν πάει χαμένο, ότι η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, κ.ά. Οι ερμηνείες που επιδέχεται κάθε διήγημα είναι ωστόσο πολλαπλές, ενώ η εξαγωγή τους κάθε άλλο παρά εύκολα γίνεται· αν το δούμε από τη θετική του πλευρά, αυτό σημαίνει ότι το βιβλίο μπορεί να προσφέρει πλούσια τροφή για σκέψη σε μια τάξη που αγαπά τον προβληματισμό. Η καλή δουλειά που έχει γίνει στην έκδοση είναι εμφανής σε πολλούς τομείς, όμως την παράσταση κλέβει η πανταχού παρούσα εικονογράφηση: Γεμάτη έμπνευση, αγκαλιάζει το έργο με τα γήινα χρώματά της και ακολουθεί υποδειγματικά το πνεύμα του κειμένου, προσδίδοντας σε κάθε επεισόδιο ξεχωριστή αισθητική. Ολοκληρώνοντας, να αναφέρουμε ότι παρότι η έκταση των ιστοριών είναι περιορισμένη (μεταξύ 3 και 9 σελίδων η καθεμιά), η απουσία αίσιου τέλους (happy end) σε ορισμένες από αυτές και το γεγονός ότι κάποιοι μύθοι μας αφήνουν υπόπικρη επίγευση, σημαίνει ότι μάλλον θα τους απολαύσουν περισσότερο μαθητές των μεσαίων ή μεγαλύτερων τάξεων του Δημοτικού... όπως και όσοι αναγνώστες δεν φοβούνται να σκέφτονται και να αμφιβάλλουν!

  • Δημιουργική φαντασία
  • Ποιοτική έκδοση
  • Εξαιρετική εικονογράφηση
 
  • Απουσία εύκολων λύσεων και ευτυχών καταλήξεων

Αξίες - Θέματα
Φαντασία, Περιβάλλον, Μύθοι - Παραμύθι, Αλτρουισμός

Εικονογράφηση
Πλούσια, καλοδουλεμένη εικονογράφηση, συνεργάζεται αρμονικά με το κείμενο και το αναδεικνύει, προσδίδοντας ξεχωριστή αισθητική σε κάθε μία από τις πέντε ιστορίες.
Απόσπασμα
Λένε πως πέρα μακριά, στα πέρατα του κόσμου, εκεί που τα ποτάμια χύνουν τα νερά τους στην απέραντη θάλασσα, στέκεται ακόμη όρθιο το πρώτο δέντρο που φύτρωσε ποτέ. Το δέντρο της ζωής.

Με τα μάτια του δεν το ‘χει δει κανείς. Μα λένε πως ο κορμός του είναι φτιαγμένος από ασήμι κι οι καρποί του είναι πολύχρωμα πετράδια. Και πως τα φύλλα του δεν πέφτουν, μα γίνονται πεταλούδες και φτερουγίζουν μακριά.

Λένε πως στη σκιά αυτού του δέντρου ξαποσταίνουν ξωτικά. Πως απ’ τη σάρκα του γεννιούνται οι νεράιδες. Γύρω του οι μάγισσες πως στήνουνε χορό.

Λένε πως είναι ένα δέντρο διαφορετικό απ’ όλα τ’ άλλα. Πως άλλο σαν κι αυτό δεν ξαναγίνεται ποτέ. Ο χρόνος δεν το αγγίζει. Οι εποχές περνάνε χωρίς ν’ αφήνουν πάνω του ίχνη.

Και λένε κι άλλα.
Ότι το δέντρο αυτό θα ζει για πάντα.
Ότι, αν κανείς γευτεί έναν καρπό του,
αν έστω αγγίξει ένα φύλλο, θα του δοθεί
η χάρη του κι εκείνου. να ζει για πάντα
να ‘ναι για πάντα δυνατός.

Κι έπειτα λένε πως πολλοί το ψάξανε το δέντρο.
Θέλησαν να γευτούνε τους χυμούς του. να πιάσουν τ’ άπιαστο.
ζώστηκαν το σπαθί και την αστραφτερή τους πανοπλία
Και πως ξεκίνησαν για μέρη μακρινά για να το βρουν.
Ότι ταξίδεψαν μέχρι τα πέρατα του κόσμου, μα τέτοιο δέντρο δε βρήκαν πουθενά.

Οπότε λένε ότι το δέντρο της ζωής είναι ένας μύθος να τον πιστεύουνε μονάχα τα παιδιά. Πως δεν υπάρχει, πως δε φύτρωσε ποτέ, πως είναι ψέμα.

Μα εγώ σου λέω πως υπάρχει τέτοιο δέντρο. Και πως δεν είναι ένα, μα πολλά. Δε ζει στα πέρατα του κόσμου, μα κάπου εδώ κοντά. Είναι η ασημιά ελιά που σκαρφαλώνεις στα κλαριά της. Είναι η μικρούλα λεμονιά στην άκρη της αυλής. Είναι το πεύκο που στέκεται στην ακροθαλασσιά και το έλατο επάνω στο βουνό.

Είναι το κάθε δέντρο που γεννήθηκε ή πρόκειται να γεννηθεί στον κόσμο τούτο.
Αυτό είναι το δέντρο της ζωής.

Αυτό.
Σχόλιο 
Όπως αναφέρουμε και πιο πάνω, οι περισσότερες από τις ιστορίες φαίνεται να αντλούν έμπνευση από θέματα της λαϊκής παράδοσης και της μυθολογίας. Για παράδειγμα, η θυσία της Ηλιοστάλαχτης παραπέμπει άμεσα σε κείνη της Ιφιγένειας (ή την αυτοθυσία του Κόδρου, αφού η περίπτωση αφορά τη σωτηρία της πολιτείας) αλλά και στον πιο πρόσφατο θρύλο της Γερακίνας, που δόθηκε νύφη στο πνεύμα του νερού για να σώσει το χωριό της από την ξηρασία. Αντίστοιχα, το δέντρο της ζωής (τρίτη ιστορία) είναι ένα μαγικό αντικείμενο που συναντάμε σχεδόν σε κάθε θρησκεία. Στην δική μας λαϊκή παράδοση θα το βρούμε να στολίζει ζωγραφιές, υφαντά, πόρπες, αλλά και στολές, όπως εκείνη της Κυρα-Φροσύνης στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο. Οι δε γίγαντες της τελευταίας ιστορίας που πετρώνουν μόλις πατούν στο έδαφος, πέρα από τη σαφή τους συγγένεια με εκείνους των νορδικών μύθων (υπάρχει λόγος που το Stonehenge καλείται και Giant's Dance) μας θυμίζουν την μινωική παράδοση που θέλει τον Δία να πέτρωσε και να έδωσε τη μορφή του στο όρος Γιούχτας.
Το όρος Γιούχτας κρύβει σύμφωνα με μια παράδοση το πετρωμένο πρόσωπο του Δία (πηγή)
Χρήση στην τάξη
Στην τάξη μας, χρησιμοποιήσαμε απλές χαρτοσακούλες από μανάβικο (και λίγο γκοφρέ χαρτί για τα φύλλα) για να κατασκευάσουμε τα δικά μας δέντρα της ζωής! Αναλυτικά βήματα για το πώς θα μετατρέψετε και σεις μια χαρτοσακούλα σε δέντρο, μπορείτε να βρείτε εδώ, ενώ όσοι προτιμούν να ακολουθήσουν τις οδηγίες μέσω βίντεο, μπορούν να συνδεθούν εδώ. Καλή διασκέδαση!

Share/Bookmark

Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2015

Ο προϊστορικός ζωγράφος (και ένα τερατάκι)

Υπόθεση
Η Ιωάννα, μια 30χρονη παλαιοντολόγος, ανακαλύπτει μαζί με συναδέλφους της μια μεγάλη σπηλιά με ενδιαφέροντα ευρήματα. Καθώς προχωρά μέσα στις γεμάτες βραχογραφίες στοές, ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια της η ιστορία ενός προϊστορικού ζωγράφου και της οικογένειάς του. Μαζί με τον αφηγητή, ταξιδεύουμε 15.000 χρόνια πίσω για να την ζήσουμε και μεις από κοντά!

Ο Γκρουντ, ένα 6χρονο παιδί της εποχής των σπηλαίων, δεν τα καταφέρνει καθόλου καλά στο κυνήγι, αλλά έχει ταλέντο στη ζωγραφική. Όταν με τον πατέρα του συναντούν μια ετοιμοθάνατη μαμά-μαχαιρόδοντα μαζί με το παιδί της, ο μικρός αποφασίζει να κρύψει το τερατάκι και να το αναθρέψει μόνος του. Από εκείνη τη μέρα, το παιδί και το ζωάκι θα συνδεθούν με μια βαθιά φιλία. Όσο τα χρόνια περνούν, οι δυο τους μεγαλώνουν και εκπαιδεύονται: ο Γκρουντ μαθαίνει να βοηθάει τον πατέρα του στο κυνήγι και να ζωγραφίζει με χρώματα στους τοίχους, ενώ το τερατάκι να υπακούει και να βρίσκει μόνο του τροφή. Η καθημερινότητα της οικογένειας πρόκειται όμως να αλλάξει για πάντα, όταν μια αγέλη πεινασμένων λύκων εντοπίζει τη σπηλιά τους και την περικυκλώνει...

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Κέδρος
Συγγραφέας: Πάνος Τσερόλας
Εικονογράφηση: Λέλα Στρούτση
ISBN: 978-960-04-4550-3
Έτος 1ης Έκδοσης: 2014
Σελίδες: 176
Τιμή: περίπου 11 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Ε', Στ'

Ευχαριστούμε τον εκδοτικό οίκο για την προσφορά ενός αντιτύπου στη βιβλιοθήκη της τάξης μας!

Κριτική
Χιουμοριστική βιογραφικού τύπου περιπέτεια που μας διηγείται μια όμορφη ιστορία ζωοφιλίας τοποθετημένη στην εποχή των παγετώνων. Με γραφή σχετικά απλή, μιμούμενος την παιδική οπτική και ενσωματώνοντας στο κείμενο αρκετά γνωστικά στοιχεία, ο συγγραφέας διαμορφώνει ένα "light" παλαιολιθικό περιβάλλον και τοποθετεί στο κέντρο του μια σειρά συμπαθητικούς χαρακτήρες, κρατώντας για τον εαυτό του τον ρόλο του εξωτερικού αφηγητή. Παρότι η λογοτεχνικότητα δεν θα λέγαμε ότι είναι το δυνατό του σημείο, το βιβλίο καταφέρνει τελικά να συγκινήσει, ενώ απέσπασε και έπαινο από την Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά. Η πλοκή χωρίζεται σε 17 κεφάλαια μικρού μεγέθους (3-13 σελίδων το καθένα) με προσεγμένο στήσιμο που αφήνει το κείμενο να αναπνέει. Τα ψήγματα χιούμορ και επιστημονικών γνώσεων διαμορφώνουν ένα περίεργο αλλά ευχάριστο μείγμα που διαβάζεται ξεκούραστα, κάτι στο οποίο συνεισφέρει και η πολύχρωμη εικονογράφηση. Στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, συναντάμε ένα κατατοπιστικό παράρτημα με πληροφορίες για την προϊστορική εποχή, τους μαχαιρόδοντες, τον εξοπλισμό του παλαιοντολόγου, τα σπήλαια της Ελλάδας, επεξηγήσεις σε ζητήματα χρονολόγησης, κ.ά. Ο μέτριος όγκος του βιβλίου, το ιδιαίτερο ύφος γραφής, τα "παιχνίδια" του αφηγητή με τους αναγνώστες και τα αλλεπάλληλα άλματα στον χρόνο, μας επιτρέπουν να το προτείνουμε κυρίως σε έμπειρους αναγνώστες των τελευταίων τάξεων του Δημοτικού.

  • Ανάλαφρο κλίμα 
  • Ενδιαφέρουσα περιπέτεια
  • Πληροφορίες για την προϊστορική εποχή

Αξίες - Θέματα
Προϊστορία, Τέχνη, Ζωοφιλία, Επιστήμη, Υπευθυνότητα, Αλτρουισμός, Οικογένεια, Απώλεια

Σκηνές που ξεχωρίσαμε
Η θυσία του πατέρα για να σωθεί η οικογένειά του από τα θηρία (σ.106).

Εικονογράφηση
Μια πολύχρωμη ολοσέλιδη ζωγραφιά σε κάθε κεφάλαιο και λίγες εμβόλιμες μέσα στο κείμενο, προσθέτουν ζωντάνια και σφραγίζουν τον ανάλαφρο και ιδιαίτερο χαρακτήρα του βιβλίου.
Απόσπασμα
Ήταν μια ακόμα συνηθισμένη μέρα. Ο Γκρουντ είχε αφήσει μια ολόκληρη μερίδα αλεπού στο τερατάκι, την οποία και καταβρόχθισε τόσο γρήγορα που έδειξε ότι είχε όρεξη για άλλες δέκα. Ο πατέρας του Γκρουντ ήταν αγχωμένος, γιατί είχε καιρό να πιάσει κάποιο μεγάλο θήραμα, και η μητέρα του με την αδερφούλα του δεν είχαν περιθώριο να μένουν νηστικές, όπως οι ίδιοι. Από το άγχος του είχαν ξεμακρύνει, είχαν περάσει ακόμα και τη λοφοσειρά που ήταν τα όρια της περιοχής τους. Ο Γκρουντ δεν είχε περάσει ποτέ τη λοφοσειρά. Κάθε του βήμα ήταν σε έναν καινούριο ανεξερεύνητο κόσμο.

Σε αντίθεση με τη δική τους, η άλλη πλευρά των λόφων δεν είχε πολύ πυκνή βλάστηση ούτε δάση. Ήταν σαν ένα μεγάλο ξέφωτο, μια φαρδιά πεδιάδα με αρκετά ρέματα και νερό, με αραιά δέντρα. Στη σκιά που έκαναν τα δέντρα μπορούσες να δεις αρκετά ζώα, ενώ στο βάθος βρίσκονταν οι πρόποδες μεγάλων βουνών. Τα βουνά ήταν ψηλά κι επιβλητικά, γκρίζα, ενώ είχαν σύννεφα στην κορυφή τους. Ο Γκρουντ ρώτησε γιατί δεν πήγαιναν πιο συχνά σε αυτά τα μέρη και ο πατέρας του εξήγησε ότι στα βουνά μένανε πολλοί λύκοι και οι σπηλιές τους ήταν επικίνδυνες. Οι λύκοι ήταν πιο επικίνδυνοι ακόμα και από ένα μαχαιρόδοντα για ένα βασικό λόγο: Οι μαχαιρόδοντες ήταν πιο δυνατοί και πιο μεγάλοι, αλλά ήταν συνήθως μόνοι τους. Οι λύκοι έκαναν τις επιθέσεις τους πάντα σε αγέλες. Βέβαια έβγαιναν κυρίως τη νύχτα και πάντα ύπουλα.

Ήταν καταμεσήμερο και όλα έμοιαζαν ήσυχα στην περιοχή. Δεν ήταν όμως.

Δεν είχαν περπατήσει πολύ, γιατί προσπαθούσαν να πηγαίνουν σκυφτοί δίπλα σε διάφορους θάμνους, καθώς δεν υπήρχαν ψηλά δέντρα για κάλυψη. Ο πατέρας είχε δει ένα ελάφι που έμοιαζε ξεστρατισμένο από το κοπάδι του και κάπως κουρασμένο. Ίσως ήταν τραυματισμένο ή μεγάλο σε ηλικία. Σε κάθε περίπτωση, το θέμα ήταν να βρεις τον εύκολο στόχο. Ο Γκρουντ, που ακολουθούσε σε απόσταση ασφαλείας, πρώτος είδε το μεγάλο γκρίζο βράχο στη μέση της πεδιάδας. Ήταν τόσο λείος που έμοιαζε πολύ παράξενος.

Ο βράχος βρισκόταν ανάμεσα στα κιτρινωπά ξερόχορτα. Ο πατέρα του φαινόταν να τον πλησιάζει για να κρυφτεί πίσω του. Ο Γκρουντ κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά όταν παρατήρησε ότι ο βράχος… ανέπνεε!! Σκέφτηκε να ειδοποιήσει τον πατέρα του, αλλά μετά σκέφτηκε ότι έτσι θα τρόμαζε το ελάφι και μπορεί να τα άκουγε χειρότερα. Όμως αυτό το πράγμα στο οποίο πήγαινε για να καλυφθεί δεν ήταν σίγουρα βράχος.

Τελικά αποφάσισε να μη μείνει αδρανής και με δύναμη εκσφενδόνισε ένα πετραδάκι, που έπεσε ακριβώς δίπλα στον πατέρα του. Αυτός γύρισε εκνευρισμένος, αλλά ο Γκρουντ του έδειξε με γουρλωμένα μάτια προς το «βράχο». Γύρισε ξανά και τότε το είδε κι αυτός. Αυθόρμητα πισωπάτησε προσπαθώντας να μην τραβήξει την προσοχή, αλλά ήταν αργά.

Ο «βράχος» τινάχτηκε και σηκώθηκε όρθιος. Έμοιαζε να σηκώνεται για αρκετή ώρα και φαινόταν μεγαλύτερος από ό,τι είχε δει ο Γκρουντ ως εκείνη τη στιγμή στη ζωή του. Ήταν ένας ρινόκερος. Μεγαλόπρεπος. Το ύψος του ήταν δυο φορές ο πατέρας του και το μήκος του τέσσερις φορές ο πατέρας του  ξαπλωμένος. Στο πρόσωπό του βρισκόταν ένα τεράστιο κέρατο, ίσο με το κοντάρι του Γκρουντ, μόνο που ήταν πολύ πιο χοντρό και πολύ πιο επικίνδυνο.

Ο ρινόκερος στάθηκε στα τέσσερά του πόδια και τίναξε μερικές μύγες από πάνω του. Φαινόταν κουρασμένος και λίγο ενοχλημένος που είχε ξυπνήσει από τη μεσημεριανή του σιέστα. Όταν είδε τον πατέρα του Γκρουντ ρουθούνισε και τα μικρά αυτιά του πετάρισαν μπρος πίσω, σαν να έστελνε κάποιο μήνυμα. Ο Γκρουντ ξεροκατάπιε. Κοίταξε τριγύρω, δεν υπήρχε κοντινό καταφύγιο. Παρατήρησε ότι το ελάφι πίσω τους κοιτούσε με ανάλογη έκπληξη.

Ο ρινόκερος ρουθούνισε άλλες δυο φορές και έτριψε το χοντρό του πόδι στο έδαφος σηκώνοντας σκόνη. Ο πατέρας είχε φτάσει σχεδόν τον Γκρουντ, πηγαίνοντας αργά, με την όπισθεν, έτοιμος να αρχίσει να τρέχει με όλη του τη δύναμη. Είχε το κοντάρι του προτεταμένο προς τα εμπρός, αν και φαινόταν ότι ήταν μάταιο. Το δέρμα του ρινόκερου ήταν τόσο χοντρό που θα μπορούσε να σπάσει το ξύλο στα δύο.

Τελικά το ζώο γύρισε πλήρως το σώμα του και βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο. Ο Γκρουντ αυτή τη φορά δεν έκατσε πίσω από τον πατέρα του, αλλά δίπλα του, και γύρισε και αυτός το μικρό του ξύλο να κοιτάει προς το θηρίο. Ο πατέρας του ψιθύρισε να συνεχίσουν να πηγαίνουν προς τα πίσω, αν και η λοφοσειρά ήταν αρκετά μακριά. Για κακή τους τύχη, ο ρινόκερος φαινόταν να τους κατηγορεί για το ξύπνημά του. Έκανε μερικά βήματα προς το μέρος τους, χωρίς όμως να τρέχει ακόμα.

Τότε, μέσα στο καταμεσήμερο, ένα ουρλιαχτό σάρωσε σαν ανεμοστρόβιλος την πεδιάδα, έκανε τα φύλλα στα δέντρα να σαλεύουν, έκανε όλα τα μικρά τρωκτικά να χωθούν πανικόβλητα στις τρύπες τους. Ο Γκρουντ έβαλε το χέρι του πάνω από το μέτωπό του, για να δει καλύτερα, και είδε τις μαύρες σιλουέτες στον ορίζοντα να έρχονται με μεγάλη ταχύτητα. Ένα κοπάδι από ελάφια άρχισε να τρέχει με μεγάλη ταχύτητα, ένα σμήνος πουλιά τινάχτηκε από τα δέντρα και πέταξε σε ελλειπτική τροχιά στον ουρανό. Ο Γκρουντ κοίταξε καλύτερα και είδε ότι στους μηρούς του ρινόκερου υπήρχαν σημάδια από δαγκωματιές και νυχιές. Ο ρινόκερος δεν κοιμόταν. Προσπαθούσε να ξεκουραστεί μακριά από τους διώκτες του σε ένα κυνήγι που μάλλον είχε κρατήσει καιρό, αλλά τώρα φαινόταν να τελειώνει.

Η αγέλη των λύκων πλησίασε το ρινόκερο σχηματίζοντας ένα ημικύκλιο και μένοντας σε κάποια απόσταση. Ο ρινόκερος έστρεψε την προσοχή του πάνω τους αγνοώντας τον Γκρουντ και τον πατέρα του, που βρήκαν ευκαιρία να απομακρυνθούν, αν και αρχικά σάστισαν από αυτή την εξέλιξη. Άρχισαν να τρέχουν, αλλά ο Γκρουντ κάθε τόσο γύριζε το κεφάλι του προς τα πίσω για να δει.

Ο ρινόκερος φαινόταν εκνευρισμένος και αγανακτισμένος. Ρουθούνιζε ξανά και ξανά σβαρνίζοντας με το πόδι του το έδαφος, σηκώνοντας σκόνη. Η αγέλη πλησίαζε, ένα βηματάκι τη φορά, κι έκλεινε σιγά σιγά τον κύκλο. Αν ο ρινόκερος προσπαθούσε να αμυνθεί απέναντι σε έναν, οι άλλοι θα έβρισκαν ευκαιρία να ορμήσουν. Οι λύκοι ήταν αρκετά πεινασμένοι, γι’ αυτό και είχαν κατέβει τόσο μακριά από τα λημέρια τους μέρα μεσημέρι. Ο ρινόκερος αυτός θα ήταν ένα γεύμα που μπορούσε να τους κρατήσει και για το χειμώνα που ερχόταν.

Όταν έφτασαν ξανά στη λοφοσειρά δεν είχε γίνει ακόμα τίποτα, απλώς οι λύκοι είχαν πλησιάσει σε απόσταση αναπνοής. Ένας από αυτούς ξάπλωσε καταγής. Ο Γκρουντ το θεώρησε πανέξυπνο. Βλέπετε, ο λύκος έκανε τον εαυτό του δόλωμα, για να του επιτεθεί ο ρινόκερος και να βρουν ευκαιρία οι υπόλοιποι να επιτεθούν με τη σειρά τους. Ήξερε ότι ήταν αρκετά ευέλικτος ώστε να αποφύγει το χτύπημα με το τεράστιο κέρατο, έστω την τελευταία στιγμή.

Πράγματι, ο ταλαιπωρημένος ρινόκερος κοίταξε τον καθιστό λύκο και χαμήλωσε το κεφάλι του σαν να σημάδευε. Ύστερα το γοργό ποδοβολητό του έκανε τη γη να τρέμει για μερικά δευτερόλεπτα. Ο λύκος σηκώθηκε εγκαίρως, οι υπόλοιποι είχαν φτάσει τώρα δίπλα του. Ο Γκρουντ έκλεισε τα μάτια. Η φύση ήταν σκληρή, ο κόσμος ήταν σκληρός. Το πιο μεγαλόπρεπο ζώο είχε μόλις ηττηθεί από μια αγέλη λύκων. Αλλά ο Γκρουντ δεν έκλεισε τα μάτια του για να αποφύγει τη σκληρότητα της φύσης. Τόσο καιρό πια είχε δει αρκετά. Τα έκλεισε γιατί ήξερε ότι έπρεπε να βρει τρόπο να αντιγράψει αυτή τη σκληρότητα. Να την αντιγράψει ώστε να μπορεί να την αντιμετωπίσει. Πώς θα μπορούσε να αμυνθεί απέναντι στο ρινόκερο; Αν του έριχνε με το ξύλο, αυτό θα έσπαγε χωρίς να του κάνει ούτε μια γρατσουνιά.

Καθώς γυρίζανε, σκέφτηκε δυο πράγματα. Το ένα ήταν ότι οι άνθρωποι θα έπρεπε να ζουν σε αγέλες και να μην είναι απομονωμένοι σε σπηλιές οικογένεια οικογένεια. Το άλλο ήταν ότι έπρεπε κάπως να κάνει το όπλο του πιο αποτελεσματικό. Για το πρώτο δεν του έπεφτε ακόμα λόγος. Αλλά για το δεύτερο κάτι θα μπορούσε να κάνει.
Σχόλια
Στο κείμενο συναντάμε μικρές συμβάσεις που καλό είναι να τις λάβουμε υπόψη μας για να μπορούμε να λύσουμε τυχόν απορίες των μαθητών. Η κοινωνική οργάνωση, για παράδειγμα, που παρουσιάζεται, δεν είναι τυπική για την εποχή, αφού οι προϊστορικές οικογένειες στη φάση των νομάδων/κυνηγών ήταν διευρυμένες και δεν ζούσαν απομονωμένες η μία από την άλλη. Ο συγγραφέας επιλέγει ωστόσο να τοποθετήσει τον ήρωα σε μια οικογένεια πυρηνική, πιθανόν για να μπορέσει ο αναγνώστης να ταυτιστεί ευκολότερα μαζί του. Ή ίσως έτσι να διαμορφώνονται ευκολότερα οι συνθήκες που απαιτεί η πλοκή. Αν, ας πούμε, ο Γκρουντ και η οικογένειά του ζούσαν κοντά σε μια μεγαλύτερη ομάδα ανθρώπων, δύσκολα θα έφταναν σε σημείο όπου (σ. 92) ο πατέρας του δε θα προλάβαινε να μαζέψει πολλά ξύλα και να κυνηγάει ταυτόχρονα, έτσι έπρεπε να κάνουν οικονομία είτε στα ξύλα είτε στο φαΐ. Ή ίσως τελικά οι πυρηνικές προϊστορικές οικογένειες (βλ. Flintstones, Croods) να είναι πιο χαριτωμένες.

Στο βίντεο αυτό, παρακολουθούμε σύγχρονες οικογένειες Δανών να κάνουν τις διακοπές τους σε έναν οικισμό που αναπαριστά συνθήκες ζωής παλαιότερων εποχών κάπου στην Κοπεγχάγη... αναρωτιέται κανείς αν στη χώρα μας, που από άποψη ιστορικού πλαισίου και καιρικών συνθηκών συνιστά ιδανικό τόπο διακοπών, οι ιθύνοντες του Υπουργείου Τουρισμού σκέφτονται να οργανώσουν κάτι αντίστοιχο (ποιος δεν θα ήθελε να κατασκηνώσει στον Μαραθώνα ντυμένος Αισχύλος;).
Ξαναζώντας την εποχή του Σιδήρου στην Κορνουάλη (πηγή)
Αν μετά την παρουσίαση του βιβλίου δούμε τους μαθητές μας να ψάχνουν στην αυλή για παλαιολιθικά ευρήματα, καλό είναι να τους ενημερώσουμε ότι στις περισσότερες περιπτώσεις οι επιστήμονες δεν είναι τόσο τυχεροί ώστε να βρίσκουν τα αντικείμενα που τους ενδιαφέρουν απλώς "ψαχουλεύοντας" (βλ. επιφανειακή περισυλλογή) όπως η Ιωάννα -για πρακτικούς λόγους- κάνει στο βιβλίο. Οι παλαιοντολόγοι χρειάζεται να οργανώνουν συστηματικές ανασκαφές, αφού συνήθως το επίπεδο του εδάφους της προϊστορικής εποχής βρίσκεται αρκετά μέτρα κάτω από τα πόδια μας. Στην αριστερή παρακάτω φωτογραφία (πηγή) από το σπήλαιο Φράγχθι, βλέπουμε με τον αριθμό (1) το σύγχρονο επίπεδο του εδάφους, με το (2) εκείνο της Νεολιθικής εποχής, με το (3) το επίπεδο της Μεσολιθικής και στο (4) που μόλις διακρίνεται στο σκοτάδι, το επίπεδο του εδάφους κατά την Παλαιολιθική εποχή.
Χωρίς η απώλεια να ανάγεται σε βασικό θέμα του κειμένου, ο μικρός ήρωας πρέπει να τη διαχειριστεί σε αρκετά σημεία της ιστορίας, αφού αρχικά χάνει (ή νομίζει ότι χάνει) το ζωάκι του, αργότερα τον πατέρα του και τελικά και την υπόλοιπη οικογένειά του, από την οποία υποχρεώνεται να χωριστεί. Ο συγγραφέας επιλέγει να μην εστιάσει ιδιαίτερα σε αυτές τις πτυχές της πλοκής, διατηρώντας το κλίμα όσο γίνεται ελαφρύ... οι αναγνώστες όμως πιστεύω πως λαμβάνουν έτσι κι αλλιώς το μήνυμα ότι η προϊστορική εποχή ήταν αρκετά βίαιη, επικίνδυνη και γεμάτη αντιξοότητες.

Ο μαχαιρόδοντας του Γκρουντ που τον θυμάται μετά από χρόνια, και ξαπλώνει για να δεχτεί τα χάδια του, μας θυμίζει την ιστορία του Κρίστιαν του λιονταριού, που μπορείτε να παρακολουθήσετε στο παρακάτω βίντεο. 
 

Χρήση στην Τάξη
Στην τάξη με αφορμή το βιβλίο μπορούμε να συζητήσουμε για αρκετά ζητήματα. Πόσα χρόνια χρειάστηκε ο άνθρωπος για να φτάσει από μια εποχή γεμάτη φυσικούς κινδύνους και διατροφική ανασφάλεια στη σύγχρονη (γεμάτη ανθρωπογενείς κινδύνους και οικονομική ανασφάλεια) κοινωνία; Πώς άραγε θα μοιάζει ο κόσμος μας όταν περάσουν άλλα 10.000 χρόνια από σήμερα; Θα μας βλέπουν και μας ως προϊστορικούς οι μελλοντικοί άνθρωποι; Ποια σημάδια μας θα μπορούν να διαβάσουν για να καταλάβουν πώς ζούσαμε; Και μπορούμε να φανταστούμε πού θα έχει οδηγήσει η πρόοδος το ανθρώπινο γένος μέχρι τότε;

Ένα ακόμα ενδιαφέρον θέμα συζήτησης που θα μπορούσαμε να παρουσιάσουμε ως δίλημμα στο μάθημα των Θρησκευτικών, είναι η απόφαση του πατέρα (σ.108) να θυσιαστεί για την οικογένειά του. Πηγαίνοντας να συναντήσει τα θηρία, είναι σίγουρο πως προστατεύει την οικογένειά του ή μήπως την εγκαταλείπει στο έλεος (των ίδιων ή) άλλων κινδύνων; Εσείς τι θα κάνατε στη θέση του;

Σε ό,τι αφορά διαδραστικές δραστηριότητες, θα μπορούσαμε να ασχοληθούμε με ένα πρωτότυπο παιχνίδι δημιουργικότητας και ανακάλυψης.

Προεργασία: Οι μαθητές παίρνουν από ένα χαρτί Α4 και χαράζουν με το μολύβι τους 2 κάθετες γραμμές, ώστε να διαμορφωθούν τρία ίσα τμήματα. Καλούνται στη συνέχεια να σκεφτούν μια απλή ιστορία, να τη χωρίσουν σε τρεις σκηνές και να τις αποδώσουν με σκίτσα στα ισάριθμα αυτά μέρη.

Δημιουργικό μέρος: Οι μαθητές χωρίζονται σε ομάδες, κάθε μια από τις οποίες παίρνει τρία λευκά βότσαλα ή τρία μεγάλα κομμάτια από ένα σπασμένο πήλινο αγγείο (π.χ. τσανάκα). Στα τρία αυτά κομμάτια, τα μέλη της καλούνται να αποδώσουν με λαδοπαστέλ μια σύντομη ιστορία σε τρεις σκηνές. Στη συνέχεια τα βαμμένα βότσαλα / πινακίδες θάβονται κάτω από λίγο χώμα στο παρτέρι της αυλής ή σε κάποια γλάστρα.

Ανακαλυπτικό μέρος: Στα μέλη κάθε ομάδας, υποδεικνύεται το μέρος που είναι θαμμένα τα βότσαλα / πινακίδες που έθαψε η άλλη. Πρέπει να τα ξεθάψουν με προσοχή, να τα καθαρίσουν χωρίς να καταστρέψουν τις παραστάσεις και να τα βάλουν σε σειρά, προσπαθώντας στη συνέχεια να ανασυνθέσουν την αρχική ιστορία. Αν μάλιστα ήμασταν τυχεροί στο σπάσιμο του πήλινου αγγείου, μπορούμε να δοκιμάσουμε να το ξανακολλήσουμε, σαν μικροί συντηρητές έργων τέχνης.
Μια άλλη ευχάριστη και δημιουργική (αν και απαιτητική για τις μικρότερες τάξεις) δραστηριότητα θα ήταν να ζητήσουμε από τα παιδιά να ζωγραφίσουν την οικογένειά τους όπως θα έμοιαζε αν ζούσε την εποχή του μικρού Γκρουντ. Τι θα ήταν διαφορετικό και τι θα έμοιαζε σε σχέση με μια σύγχρονη ζωγραφιά πάνω στο ίδιο θέμα;

Παραμένοντας στα εικαστικά, θα μπορούσαμε να προσπαθήσουμε να χρωματίσουμε κάποια σχέδια με τη βοήθεια φυσικών χρωμάτων από φρούτα, όπως ο Γκρουντ κάνει στο βιβλίο (σ.57-58) με τα κίτρα και τα βατόμουρα. Λεπτομέρεια: τα κίτρα μπορούν όντως να δώσουν ένα ωραίο πορτοκαλί χρώμα στις ζωγραφιές μας, δύσκολα όμως θα μπορούσε να τα έχει χρησιμοποιήσει ο ήρωας στην προϊστορική Ελλάδα, καθώς το κίτρο έφτασε στην Μεσόγειο γύρω στο 300 π.Χ. και μόνο αφού ο Μ. Αλέξανδρος κατέκτησε την Περσία.
Ο Αλέκος με τα κυδώνια (περισσότερα εδώ)

Εμείς τελικά επικεντρωθήκαμε στον μαχαιρόδοντα της ιστορίας, το "τερατάκι" του τίτλου. Αφού παρουσιάσαμε το προϊστορικό ζώο στα παιδιά της Α' τάξης (ο Σπύρος εντυπωσιάστηκε και ζήτησε μια εικόνα του για να τον αντιγράψει) και μιλήσαμε για τους σύγχρονους απογόνους του (που κάνουν νιάου-νιάου στα κεραμίδια), κατασκευάσαμε μερικά πτυσσόμενα τερατάκια! Αν θέλετε να δημιουργήσετε το δικό σας Monster - Έκπληξη, το μόνο που χρειάζεστε είναι ένα χαρτί Α4 που θα διπλώσετε σε τέσσερα κομμάτια, θα σχεδιάσετε προσεκτικά και έπειτα θα χρωματίσετε. Πριν ξεδιπλωθεί κάθε χαρτί αυτό που φαίνεται είναι απλώς ένα ήρεμο ζωάκι, μόλις όμως τραβηχτούν οι δύο άκρες του... γρρρρ!

Share/Bookmark