Πέμπτη 5 Μαΐου 2011

Η Ρίκι κι ο Σιλβάτικος στην κορυφή του κόσμου

Υπόθεση
Η Ρίκι, μια τυφλοποντικίνα που θέλει να κάνει φιλίες με τους «εχθρούς» των τυφλοπόντικων και με τα ζωάκια που θα έπρεπε να θεωρεί «θύματά» της, ζει με τον δασικό ποντικό Σιλβάτικο στα δέντρα. Όταν τα παιδιά τους μεγαλώνουν και ακολουθούν το δρόμο τους, το ζευγάρι αποφασίζει να κάνει ένα μεγάλο ταξίδι στην ψηλότερη κορυφή του κόσμου, το Έβερεστ. 

Χαρακτηριστικά 
Εκδότης: Πατάκης
Συγγραφέας: Λεία Χατζοπούλου - Καραβία
Εικονογράφηση: Λίζα Ηλιού
ISBN: 960-16-1663-2
Έτος 1ης Έκδοσης: 2004
Σελίδες: 125
Τιμή: περίπου 4 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Γ’, Δ’

Κριτική
Ταξιδιωτικό διήγημα με δύο ζωάκια να φτάνουν στην άλλη άκρη του κόσμου χάρη στη βοήθεια της ανθρώπινης φιλίας και της αγάπης. Το έβδομο βιβλίο της σειράς «Η Ρίκι κι η φαμίλια της» από την πολυγραφότατη συγγραφέα. Προσωπικά ωστόσο, με εξαίρεση τα πολύ συμπαθητικά ποιηματάκια (που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και μέσα στην τάξη, ιδιαίτερα σε επίπεδο Β' Δημοτικού), το βρήκα σχετικά αδιάφορο και κάποιες φορές μπήκα στον πειρασμό να το εγκαταλείψω. Και τούτο, παρότι τα δύο πλάσματα ταξιδεύουν μέχρι τα Ιμαλάια, αφού το βάρος της αφήγησης δεν πέφτει στην περιπέτεια και τη δράση, αλλά αναλώνεται σε διδάγματα αδελφοσύνης και πανανθρώπινης φιλίας.

Η γραφή επίσης δεν βοηθάει ιδιαίτερα, με αποτέλεσμα ακόμα και τα ενδιαφέροντα ή διδακτικά που έχει να δώσει το κείμενο, να εμφανίζονται συχνά με τρόπο έμμεσο και επιτηδευμένο, γεγονός που μπορεί να κουράσει μικρούς ή μεγάλους αναγνώστες.

Η γραμματοσειρά είναι μετρίου μεγέθους και η εικονογράφηση ασπρόμαυρη αλλά παρούσα κάθε 4-5 σελίδες κειμένου, ωστόσο το βιβλίο δεν χωρίζεται σε κεφάλαια, και έτσι δυσκολεύει τους μαθητές που θέλουν να πάρουν μια ανάσα προτού συνεχίσουν την ανάγνωση.

Θα το θεωρούσαμε κατάλληλο για παιδιά Γ’ και Δ’ τάξης, ενώ αγόρια και κορίτσια που ενδιαφέρονται για τα ταξίδια, την ορειβασία ή τους πολιτισμούς της Ανατολής, υπάρχει πιθανότητα να το συμπαθήσουν περισσότερο.

Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε το βιβλίο μια πολύ καλή εισαγωγή για παιδιά που επιθυμούν να γνωρίσουν το Νεπάλ, ή να προσηλυτιστούν στον βουδισμό. Οι μικροί αναγνώστες θα έρθουν σε επαφή με δυσπρόφερτα τοπωνύμια όπως Μπαγκνταπούρ (Bhaktapur), ονόματα όπως Σουγκντάρ και λέξεις όπως Γκουχάαρ, ενώ μπορούν να μάθουν να μετράνε «εκ, ντούι, τίιν, τσαρ, παντς, τσα, σάατ, άατ, νάου, ντας» και να χαιρετούν «Ναμαστέ, Σάανο Σάαμπ, Σάανο Μέμσααμπ» στα νεπαλέζικα. Θα διαβάσουν επίσης τον μύθο του Βούδα και του θεού Σουαγιανμπού και θα σιγοψιθυρίσουν την προσευχή: «Ω μάνι πάντμε χαμ» (Ω άνθος του λωτού).

Όσοι αναζητούν περισσότερο πρακτικά οφέλη από το βιβλίο, ίσως εκτιμήσουν κάποιες -αμφιβόλου χρησιμότητας αλλά αδιαμφισβήτητης δυσκολίας- λέξεις (όπως γεννήτορες, άπτεροι, δυοίν) που φυτρώνουν μέσα στο κείμενο με σκοπό πιθανόν να εμπλουτίσουν το λεξιλόγιο των παιδιών. Άλλοι πάλι, ίσως ανακαλύψουν ότι τα δύο τρωκτικά – πρωταγωνιστές, στην προσπάθειά τους να συγκρατήσουν ονόματα όπως Μπουπατίντρα ή Τσομολούγκμα, αποκαλύπτουν στους αναγνώστες κάποιες στρατηγικές απομνημόνευσης, όπως το να κόβουν τις δύσκολες λέξεις στα δύο ή να τις συνδέουν με κάτι που βγάζει νόημα.

Όπως όμως και να το δει κανείς, το τέλος της ανάγνωσης μας αφήνει με προβληματισμούς και απορίες σχετικά με τα όποια διδάγματα: Όταν ο τυφλοπόντικας έχει μεγάλα μάτια και δεν τρώει άλλα ζωάκια, είναι «καλός» ή απλώς αλλοτριωμένος; Πώς οφείλει να συμπεριφέρεται ο άνθρωπος στους συνανθρώπους του και πώς στα άλλα ζώα και τη φύση, αν θέλει να νιώθει και αυτός «καλός»; Και είναι άραγε θεμιτό να εναντιώνεται κανείς στη φύση του; Ευκαιρία για μια καλή συζήτηση...

Αξίες - Θέματα
Διαφορετικότητα, Αγάπη, Φιλία.

Απόσπασμα 
Κοίταξαν κάτω χωρίς γυαλιά. Ακόμα λευκότερες οι γύρω κορυφές, πιο αστραφτερά τα ποτάμια, πιο πολύχρωμες οι πολιτείες. Κι ολόγυρα ησυχία απόλυτη. Τα βήματά τους δεν ακούγονταν παρά σαν ελάχιστο τρίξιμο πάνω στο σκληρό χιόνι. Κι όμως…

Ξάφνου ακούστηκε ένα απόμακρο «ΟΥΜ ΟΥΜ! ΟΥΜ ΟΥΜ!». Να βογκούσε άραγε ο Χιονάνθρωπος; Στράφηκαν για μια εξήγηση στο σιρντάρ τους.

- Μέχρι εδώ φτάνει αχνός ο ήχος από τις μεγάλες σάλπιγγες των βουνίσιων μοναστηριών, είπε αυτός. Χτυπά από κορφή σε κορφή και κάνει κύματα ήχου.

- Στον τόπο μου τα λέμε ηχώ, είπε ο Μάκης. Η ηχώ αρχίζει δυνατά, κι από χτύπημα σε χτύπημα γίνεται όλο πιο αχνή. «ΟΥΜ ΟΥΜ! ΟΥΜ ουμ! Ουμμμμ!»

Μόλο που φορούσαν μπότες και παχιά γάντια, ένιωθαν τα δάχτυλά τους παγωμένα. Λες να έσπαγαν κάποια στιγμή με ένα τρίξιμο;

- Πρέπει να αρχίσουμε την κατάβαση, είπε ο πατέρας του Πασάνγκ.

- Μια στιγμή ακόμη, παρακαλώ, έκανε ο Μάκης.

Έβγαλε τη φωτογραφική μηχανή, όπως κάτω, στην πόλη Μπαγκνταπούρ, στο λόφο Σουαγιανμπού, στο βουνίσιο μοναστήρι. Φωτογράφισε τα τοπία γύρω, μετά τον Σιλβάτικο να κρατά από τους ώμους τη Ρίκι, κι ύστερα ρώτησε:

Μου επιτρέπεις, σιρτνάρ, να φωτογραφίσω εσένα και το γιο σου, για να σας θυμόμαστε όταν γυρίσουμε στον τόπο μας;

-  Οι Σέρπα πιστεύουν ότι όποιος τους παίρνει φωτογραφία παίρνει ένα κομμάτι από την ψυχή τους, είπε ο πατέρας του Πασάνγκ. Δεν αφήνουμε να μας φωτογραφίζουν λοιπόν. Όμως εσένα σε αγαπήσαμε, γιατί φέρνεσαι στα ζώα σαν να ξέρεις ό,τι ξέρουμε κι εμείς: ότι δηλαδή όλα τα ζωντανά είμαστε δεμένα μεταξύ μας, κι ίσως παλιά ένας άνθρωπος ήταν ψάρι, πίθηκος, ελέφαντας, ποντίκι… Γι’ αυτό ευχαρίστως θα σου δώσουμε ένα κομμάτι από την ψυχή μας.

Πέρασε το χέρι γύρω από τους ώμους του Πασάνγκ, κι ο Μάκης τους φωτογράφισε και τους ευχαρίστησε από καρδιάς για τη χάρη που του έκαναν.

- Αρκετά χασομερήσαμε, κι οι δυνάμεις μας ξοδεύονται γρήγορα εδώ πάνω, είπε ο σιρντάρ. Η κατάβαση είναι δυσκολότερη ίσως από την ανάβαση. Μπρος λοιπόν!

Κράτησαν πάλι γερά το σχοινί. Ο Πασάνγκ πήγαινε πρώτος, μα αυτή τη φορά ο πατέρας του έμενε τελευταίος απ’ όλους για να τους κρατά γερά, μη γλιστρήσουν και πέσουν στο κενό.

Κατασκήνωσαν ξανά στο ίδιο μέρος, μόνο για μια νύχτα. Τα τρόφιμά τους είχαν σχεδόν τελειώσει. Έφαγαν από δυο μπουκιές και τραγάνισαν ένα πολύ ξερό πράμα, σαν κάποιες ρίζες στο δάσος τους, το καταχείμωνο.

- Είναι θρεπτικό, είπε ο Πασάνγκ. Πρώτα νοιαζόμαστε για το σώμα μας. Όταν βρεθούμε σε άνεση, νοιαζόμαστε και για τον ουρανίσκο μας.

Θα έκαναν υπομονή μέχρι να φτάσουν χαμηλότερα, για να ευχαριστήσουν και τον ουρανίσκο τους με ωραίες γεύσεις.

Την επόμενη μέρα προχώρησαν μέχρι το μοναστήρι. Οι μοναχοί τώρα τους υποδέχτηκαν με σεβασμό για το δύσκολο κατόρθωμά τους. Τους ετοίμασαν να πιουν βρασμένα βότανα για να ξαναμαζέψουν δύναμη, και τους προσέφεραν ό,τι πιο θρεπτικό είχαν στα ντουλάπια τους.

Μια νύχτα μόνο έμειναν κι εκεί, και με το πρώτο «ΜΠΟΥΜ! ΜΠΟΥΜ!» και «ΟΥΜ! ΟΥΜ!» συνέχισαν το κατέβασμά τους.


Share/Bookmark

Κυριακή 1 Μαΐου 2011

Όμορφη πορτοκαλιά μου


Υπόθεση
Ο Ζεζέ είναι ένα πολύ ζωηρό αγοράκι μιας πολυμελούς (και πάμφτωχης) οικογένειας που ζει στο Ρίο της Βραζιλίας στη δεκαετία του 1920. Οι σκανδαλιές του δεν συγχωρούνται όπως συνήθως συμβαίνει στα παιδικά βιβλία ή τις ευκατάστατες οικογένειες (βλ. Τρελαντώνης), αλλά ξεπληρώνονται με άγριο ξύλο και τιμωρίες. Όταν η φαμίλια του μετακομίζει σε νέο σπίτι (επειδή χρωστάει τα νοίκια στο προηγούμενο), ο ευαίσθητος μικρός βρίσκει στην πίσω αυλή του μια πορτοκαλιά και δένεται μαζί της, σαν να συνάντησε σε αυτήν έναν αληθινό φίλο.

Χαρακτηριστικά 

Εκδότης: Κέδρος (πλέον Μεταίχμιο)
Συγγραφέας: Χοσέ (Ζοζέ) Μάουρο ντε Βασκονσέλος (José Mauro de Vasconcelos)
Εικονογράφηση: Σοφία Ζαραμπούκα
Μετάφραση: Άλκη Ζέη
Τίτλος πρωτοτύπου: O Meu Pé de Laranja Lima
ISBN: 960-04-0357-0
Έτος 1ης Έκδοσης: 1968 (στα ελληνικά 1978)
Σελίδες: 198
Τιμή: περίπου 9 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ πλέον εδώ
Τάξεις: Στ’, Γυμνάσιο

Κριτική
Συγκλονιστικό αυτοβιογραφικό διήγημα του δασκάλου και συγγραφέα Ζοζέ Μάουρο ντε Βασκονσέλος, που ξεχειλίζει από ανθρωπιά και αγάπη. Παρότι το κείμενο είναι γραμμένο πριν περίπου μισόν αιώνα, οι καταστάσεις στις οποίες αναφέρεται είναι δυστυχώς ακόμα σύγχρονες (η αδικία ποτέ δεν πεθαίνει), ενώ η ζωντάνια των χαρακτήρων και ο πικρός ρεαλισμός δεν αφήνουν τον αναγνώστη να κλείσει το βιβλίο!

Την απόδοση στα ελληνικά έχει επιμεληθεί η μεγάλη Άλκη Ζέη και έτσι η παρασπονδία της μετάφρασης από τα γαλλικά αντί για τα Πορτογαλικά (γλώσσα στην οποία γράφτηκε το κείμενο), δεν δημιουργεί παρά ελάχιστα προβλήματα (μια δυο φορές π.χ. ίσως αναρωτηθούμε σε ποιον αναφέρεται μια αντωνυμία).

Οι χαρακτήρες είναι πέρα για πέρα πειστικοί (άλλωστε πρόκειται για ιστορία βασισμένη σε αληθινά βιώματα), αλληλεπιδρούν μεταξύ τους με μεγάλη φυσικότητα και επηρεάζουν τα γεγονότα της ιστορίας με τρόπο ώστε να εξελίσσεται γρήγορα αλλά ρεαλιστικά.

Στα αρνητικά σημεία η παντελής απουσία εικονογράφησης, ενώ προβληματίζουν κάποιες σκληρές εικόνες –οι ξυλοδαρμοί ή όταν π.χ. το πόδι του ήρωα τραυματίζεται και το αίμα του ανακατεύεται με βρωμόνερα- αλλά και φράσεις -διαόλου σπέρμα τον αποκαλούν και ο χαρακτηρισμός τον σημαδεύει και τον γεμίζει παράπονο- που επιβάλλουν να προτείνουμε το βιβλίο μόνο για παιδιά Στ’ τάξης ή μεγαλύτερα. Στο οπισθόφυλλο ωστόσο, ο εκδότης θεωρεί το ανάγνωσμα κατάλληλο και για παιδιά 10 ετών (Ε’ τάξης).

Παρά τις όποιες ατέλειες, το βιβλίο τα έχει όλα και οφείλουμε να το διαβάσουμε μικροί και μεγάλοι, παιδιά, εκπαιδευτικοί και γονείς. Πιστεύω όμως ότι με τον ήρωα θα μπορέσουν να ταυτιστούν ευκολότερα τα ζωηρά αγόρια που νιώθουν μονίμως αδικημένα.

Ο μικρός Ζεζέ μπορεί να είναι φτωχός, όμως αποδεικνύεται πάμπλουτος σε  φαντασία και συναισθήματα. Τα μοιράζεται μαζί μας και πρωταγωνιστεί σε ένα από τα ωραιότερα παιδικά αναγνώσματα που έχουν γραφτεί ποτέ. Ένα κείμενο σαν τριαντάφυλλο, που μας μαγεύει με το άρωμά του, αλλά και μας πληγώνει την ψυχή με τα αγκάθια του. Πολλές σκηνές είναι εξαιρετικές, όμως ξεχωρίζει το συμβάν των Χριστουγέννων, όπου ο Ζεζέ πληγώνει τον πατέρα του κατά λάθος και μετά βγαίνει στους δρόμους με το κασελάκι του λούστρου για να μπορέσει να εξιλεωθεί αγοράζοντάς του ένα ταπεινό δωράκι.

Το βιβλίο δεν φοβάται να μιλήσει για την ανισότητα, την «Αθλιότητα και Πείνα», σε έναν κόσμο που οι πλούσιοι και οι φτωχοί ζούνε τόσο κοντά, αλληλεπιδρούν, συνδιαλέγονται… σε τέτοιο βαθμό που θα νόμιζε κανείς ότι κάτι μπορεί να αλλάξει. Κι όμως, το παιδί που κάθε πρωί κοιτάζει να φορέσει το βρακί με τις λιγότερες τρύπες, που κρατάει τα πάνινα παπούτσια του στο χέρι για να μην τα φθείρει ως το σχολείο, συνεχίζει να περνάει δίπλα από τους ιδιωτικούς κήπους των πλουσίων και όλα μένουν ίδια.

Από το Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα, σ’ ένα παιδί που μετράει παντοφλιές, λοιπόν. Πολύ χρήσιμο το ανάγνωσμα και για τους εκπαιδευτικούς, καθώς δίνει με καθαρότητα την οπτική του παιδιού που ενώ παντού έχει το όνομα του «βρισιάρικου παλιόπαιδου», μόλις συναντήσει την ενίσχυση και τη βράβευση της δασκάλας που πιστεύει σ’ αυτό, επιλέγει να μην κάνει διαβολιές στο σχολείο, ώστε να μην την απογοητεύσει. Βλέπουμε από την άλλη σε εφαρμογή και αρκετές από τις τεχνικές (π.χ. ύφος πληγωμένο ελαφάκι) που χρησιμοποιούν τα σκανδαλιάρικα παιδιά για να προσεταιριστούν τους πιο «πονόψυχους» μεγάλους, όταν χρειάζονται την προστασία τους. Το δίδαγμα; παρόμοιο με αυτό στο οποίο μας οδηγεί το έργο Ντοστογέφσκι. Δεν υπάρχουν «καλά» και «κακά» παιδιά. Υπάρχουν άνθρωποι, διαρκώς ανοιχτοί σε στις θετικές και αρνητικές επιρροές του περιβάλλοντος. Άνθρωποι που διαλέγουν τον δρόμο τους: τη μια στιγμή αγκαλιά με ένα άγιο, και την άλλη δέσμιοι του διαβόλου.

Αξίες - Θέματα
Ανθρωπιά, Αγάπη, Υπευθυνότητα, Χιούμορ, Οικογένεια, Ανισότητα, Περιβάλλον, Αξιοπρέπεια, Μουσική, Εκπαίδευση.

Απόσπασμα 
- Ξέρεις, Πορτοκαλιά, τι είναι το «καθώς πρέπει»;
- Ένας «καθώς πρέπει» είναι να πούμε κάτι σαν πρίγκηπας.

Κάθε μέρα μ’ άρεσε όλο και περισσότερο στο σχολείο και τα κατάφερνα όλο και καλύτερα. Κανένας δεν είχε παράπονο μαζί μου. Η Γκλόρια έλεγε πως κλειδαμπάρωσα το διαβολάκι μου στο ντουλάπι κι έγινα άλλο παιδί.

- Το πιστεύεις εσύ, Πορτοκαλιά μου;

- Φυσικά και το πιστεύω.

- Αφού είναι έτσι, δε σου λέω κι εγώ το μυστικό μου.

Έφυγα μουτρωμένος. Εκείνη δεν ανησύχησε, ήξερε πως δε μου κρατάει για πολύ.

Το μυστικό ήτανε γι’ απόψε κι η καρδιά μου χοροπηδούσε από λαχτάρα. Επιτέλους, σφύριξε η σειρήνα του εργοστασίου και οι άνθρωποι γύρναγαν στα σπίτια τους. Σαν καλοκαιριάζει οι μέρες είναι ατέλειωτες. Η ώρα για το δείπνο δε λέει να φτάσει. Καθόμουνα στην καγκελόπορτα και κοίταζα ένα γύρο κι ούτε που μου πέρναγε από το μυαλό καμιά σκανταλιά, ούτε φίδι ούτε τίποτα. Έμεινα κάμποσο περιμένοντας τη μαμά. Η Ζαντίρα τα ‘χε χαμένα με την τόση μου φρονιμάδα και με ρωτούσε μπας κι έφαγα τίποτα άγουρα φρούτα και μ’ έπιασε  πονόκοιλος.

Η μαμά φάνηκε πιο πέρα. σίγουρα αυτή ήτανε. Κανένας άλλος στον κόσμο δεν της μοιάζει. Πετάχτηκα σαν σαΐτα κι έτρεξα να την προϋπαντήσω.

- Την ευχή σου, μανούλα.

Της φίλησα το χέρι. Παρ’ όλο που ο δρόμος μας φωτιζότανε μ’ ένα αδύνατο λαμπιόνι, μπορούσα να δω το πρόσωπό της που φαινόταν κατακουρασμένο.

- Δούλεψες πολύ σήμερα, μαμά;

- Πολύ, αγόρι μου. Και μ’ αυτή τη ζέστη πεθαίνεις κάτω στα εργαστήρια

- Δώσ’ μου το σακούλι σου, είσαι κουρασμένη.

Μου έδωσε το σακούλι της που είχε την άδεια καραβάνα, που έβαζε το φαγητό της.

- Έκανες πάλι τίποτα τρέλες σήμερα;

- Σχεδόν καμία, μαμά.

- Γιατί με περίμενες;

- Μ’ αγαπάς μια σταλίτσα;

- Βέβαια και σ’ αγαπώ, σαν όλα τ’ αδέρφια σου.

- Ξέρεις τον Ναρντίνιο; Τον ανιψιό του Κουτσάλογου;

Γέλασε.

- Η μαμά του, που λες, του σκάρωσε ένα κοστούμι μούρλια. Πράσινο, με άσπρα σιρίτια. Κι ένα μικρό γιλέκο που κουμπώνει ίσαμε το λαιμό. του ‘ρχεται όμως πολύ μικρό. Κι ούτε έχει μικρότερο αδερφάκι για να του το δώσει. Λέει πως το ‘χει για πούλημα… Θες να το αγοράσεις;

- Ωχ, αγοράκι μου! Να ‘ξερες τι δύσκολα περνάμε.

- Μπορούμε να το πληρώσουμε με δόσεις. Δεν κάνει ακριβά. Μόνο τα υλικά λέει να πληρώσουμε και τον κόπο μας τον χαρίζει.

Άρχισα κάτι παρακάλια…

- Μαμά, είμαι ο πιο καλός μαθητής στην τάξη μου. Η δασκάλα μου λέει πως θα ‘χω καλούς βαθμούς. Παρ’το μου, μανούλα. Πάει τόσος καιρός που δε φόρεσα καινούριο ρούχο.

Σώπαινε. Κι εγώ ήμουνα όλος λαχτάρα.

- Αν δε μου το πάρεις, μαμά, δε θα ‘χω ποτέ στη ζωή μου στολή ποιητή. Η Λαλά θα μου κάνει ένα φιόγκο από ένα κομμάτι μεταξωτό που έχει.

- Καλά, αγόρι μου, θα σου το πάρω. Θα δουλέψω μια βδομάδα υπερωρία και θα σου το πάρω.

Τότε της φίλησα τα χέρια και φτάσαμε στο σπίτι με το μάγουλό μου ακουμπισμένο στο χέρι της.

Έτσι απόχτησα τη στολή του ποιητή. Μου πήγαινε τόσο πολύ, που ο θείος Εντμούντο με πήγε να βγάλω φωτογραφία.

****

Σχολείο, Λουλούδι, Λουλούδι, Σχολείο…

Όλα κυλούσανε μια χαρά ως τη μέρα που ο κυρ Γκοντοφρέντο μπήκε στην τάξη μας. Ζήτησε συγνώμη και τράβηξε κατευθείαν στη δασκάλα μας. Κάτι της είπε ψιθυριστά κι έδειξε το λουλούδι μέσα στο βάζο. Ύστερα έφυγε. Η κυρία Καικιλία με κοίταξε μ’ ένα βλέμμα όλο λύπηση. Όταν χτύπησε το κουδούνι με φώναξε κοντά της.

- Έχω κάτι να σου πω, Ζεζέ. Περίμενε ένα λεπτό

Μάζευε και ξαναμάζευε τα πράγματά της μέσα στην τσάντα της. Φαινότανε πως δεν της πήγαινε η καρδιά της να μου μιλήσει και χασομερούσε επίτηδες.

Ο κύριος Γκοτνοφρέντο μου είπε κάτι πολύ κακό για σένα, Ζεζέ. Να το πιστέψω;

Έγνεψα ναι με το κεφάλι.

- Για το λουλούδι; Αλήθεια σας είπε.

- Πώς τα κατάφερες;

- Σηκώνομαι λίγο πιο νωρίς και περνάω από τον κήπο του Σεργκίνιο. Καμιά φορά η καγκελόπορτα είναι μισάνοιχτη, τρυπώνω μέσα και σουφρώνω το λουλούδι. Έχει τόσα πολλά, που ούτε φαίνεται πως λείπει ένα.

- Ναι. Μα αυτό δεν είναι καλό. Δεν πρέπει να το ξανακάνεις. Δεν είναι εντελώς κλεψιά, μα είναι κιόλας μια αρχή.

- Όχι, κυρία Καικιλία. Τα λουλούδια δεν είναι κανενός. Είναι σαν τον αέρα. Είναι για όλο τον κόσμο.

Με κοίταζε απορημένη.

- Τι να ‘κανα; Σπίτι δεν έχουμε λουλούδια. Να τ’ αγοράσεις, κάνουνε του κόσμου τα λεφτά. Δεν ήθελα το βάζο στο τραπέζι σαν να ‘ναι πάντα αδειανό.

Αναστέναξε:
- Έχεις χρυσή καρδιά, Ζεζέ. Θα μου υποσχεθείς όμως κάτι.

- Να σας υποσχεθώ, μα δεν μπορώ να σας πω ψέματα.  Δεν έχω και τόσο χρυσή καρδιά. αν με βλέπατε από καμιά μεριά στο σπίτι…

- Δεν ξέρω τι κάνεις σπίτι. Για μένα έχει χρυσή καρδιά Με λίγα λόγια, δε θέλω να μου ξαναφέρεις λουλούδι. Εκτός κι αν σου το χαρίσουνε. Σύμφωνοι;

- Σύμφωνοι. Το ποτήρι όμως θα ‘ναι άδειο.

- Όχι, Ζεζέ. Τούτο το ποτήρι δε θα ‘ναι ποτέ άδειο. Όταν το κοιτάζω θα βλέπω μέσα το πιο όμορφο λουλούδι του κόσμου. Και θα συλλογιέμαι πως μου το πρόσφερε ο πιο καλός μαθητής μου.

Τώρα χαμογελούσε και μου είπε με γλυκιά φωνή:

- Πήγαινε τώρα, μικρό κομμάτι μάλαμα…

Εχ, και να ‘ξερε!
Ο μικρός Ζεζέ προσφέρει στη δασκάλα του λουλούδια.
Σκηνή από την ταινία (1970) που βασίστηκε στο βιβλίο (πηγή)


Share/Bookmark