Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2014

Καπετάν Κώττας


Υπόθεση
Τον Δεκέμβρη του 1893, ιδρύεται στη Σόφια μια μυστική οργάνωση με σκοπό τον βίαιο εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας. Την ίδια περίπου εποχή, σ' ένα χωριό της Φλώρινας όπου ο Τουρκαλβανός μπέης εκμεταλλεύεται τους κατοίκους, ο καπετάν Κώττας ορθώνει το ανάστημά του. Τούρκοι επιχειρούν να τον δολοφονήσουν, αλλά σκοτώνει τον μπέη εκείνος και το σκάει για το βουνό! Σύντομα μετατρέπεται σε λαϊκό ήρωα, καθώς τιμωρεί όσους καταπιέζουν τους ντόπιους. Η δράση του κρατάει τους Τούρκους μακριά, εμποδίζει όμως και την εξάπλωση των Βουλγάρων· γι' αυτό ο Πάντο Κλιάσεφ τον προσεταιρίζεται και τον πείθει να πολεμήσει κοντά τους... σκοπός του δεν είναι παρά να του στήσει μια ύπουλη ενέδρα, στην οποία ο Κώττας τραυματίζεται βαριά. Χωρίς κανέναν να τους σταματά, οι κομιτατζήδες ξεχύνονται στα χωριά της περιοχής και τα τρομοκρατούν ώστε να απαρνηθούν το Πατριαρχείο. Νέος δεσπότης Καστοριάς ορίζεται όμως ο Γερμανός Καραβαγγέλης, που με το θάρρος του εμπνέει τους κατοίκους να δηλώσουν και πάλι την ελληνικότητά τους. Καταφθάνει τότε από την Αθήνα και ο Παύλος Μελάς με τους πρώτους αξιωματικούς, ενώ σύντομα επιστρέφει στη δράση και ο καπετάν Κώττας... όταν το 1904 οι Τούρκοι τον συλλαμβάνουν, ο μακεδονικός αγώνας έχει ήδη τους πρώτους του ήρωες.

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Ψυχογιός
Συγγραφέας: Γαλάτεια Γρηγοριάδου - Σουρέλη
Εικονογράφηση: Διατσέντα Παρίση
Φωτογραφίες: Λάζαρος Χατζατουριάν - Γεώργιος Ασημακόπουλος
ISBN: 978-960-274-013-2
Έτος 1ης Έκδοσης: 1969 (από Πάπυρος)
Σελίδες: 190
Τιμή: περίπου 8 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ ή εδώ
Τάξεις: Στ', Γυμνάσιο

Κριτική
Μια εξαιρετική ιστορική βιογραφία, που μορφώνει και συγκινεί. Με γραφή απλή και γεμάτη αμεσότητα, η συγγραφέας μας ταξιδεύει στα γεγονότα που σηματοδότησαν την αρχή του Μακεδονικού Αγώνα. Οι χαρακτήρες αφορούν αληθινές προσωπικότητες και τα συμβάντα που περιγράφονται είναι πραγματικά. Η δράση είναι διαρκής και κορυφώνεται γραμμικά μέσα από συγκλονιστικές εξελίξεις. Το βιβλίο χωρίζεται σε 25 σύντομα κεφάλαια (3-13 σ. το καθένα) που δεν κουράζουν, αλλά αντίθετα κρατούν το ενδιαφέρον μας ζωντανό μέχρι την τελευταία σελίδα. Η παλιά έκδοση είναι με σκληρό εξώφυλλο, περιέχει λιγοστές ζωγραφιές που αναπαριστούν σκηνές από το κείμενο και μικρά σκίτσα στο άνοιγμα και το κλείσιμο των κεφαλαίων. Συναντάμε επίσης κάποιες ασπρόμαυρες φωτογραφίες από το σπίτι και την οικογένεια του επαναστάτη οπλαρχηγού. Προτείνουμε το βιβλίο ανεπιφύλακτα, κυρίως σε αγόρια των μεγάλων τάξεων του Δημοτικού και του Γυμνασίου. Οι φίλοι των ιστορικών μυθιστορημάτων δεν πρέπει να το χάσουν, καθώς η πλοκή του περιγράφει την κατάσταση στη Μακεδονία μέχρι τον Οκτώβριο του 1905, ένα χρόνο πριν δηλαδή (Οκτ. 1906) τα Μυστικά του Βάλτου πιάσουν το νήμα για να συνεχίσουν την ιστορία.

  • Καλογραμμένο κείμενο που ενημερώνει και συγκινεί
  • Ολοζώντανοι χαρακτήρες
  • Αναφορά σε πραγματικά γεγονότα

  • Απουσία βοηθητικού παραρτήματος (με χάρτη, λεξιλόγιο, χρονικό)
  • Δεν αποφεύγεται η μονομέρεια

Αξίες - Θέματα
Ιστορία, Γενναιότητα, Πατριωτισμός, Περιπέτεια, Δραστηριοποίηση, Μακεδονία

Σκηνές που ξεχωρίσαμε
Πολλές οι δυνατές σκηνές. Μια από τις πιο ξεχωριστές, όταν οι συγκεντρωμένοι από τους Βούλγαρους χωρικοί, προτιμούν να θυσιαστούν παρά να υπογράψουν τα χαρτιά που τους ζητάει ο αρχικομιτατζής Τσακαλάρωφ (σ.125-129).

Εικονογράφηση
Οι λίγες ολοσέλιδες ζωγραφιές, αναπαριστούν σκηνές από τη διήγηση, ενώ μικρά σκίτσα στολίζουν την αρχή και το κλείσιμο των κεφαλαίων.

Απόσπασμα
Τι να σκέφτεται ο Άγιος; Έτρεμε το φυλλοκάρδι του Κώττα, μα δεν τολμούσε να πει τίποτα άλλο. Κι ο Δέσποτας σκεφτόταν αυτά που ‘γραφε χθες το πρωί στο ημερολόγιό του.

Όταν έφτασα εδώ, βρήκα τον τόπο σε άθλια κατάσταση. Ο πόλεμος του ’97 είναι ακόμα πρόσφατος. Οι Τούρκοι από μίσος για την Ελλάδα υποστηρίζουν τας εξαρχικάς αξιώσεις· οι Βούλγαροι επωφελούνται της ψυχολογικής καταστάσεως και είναι κύριοι του τόπου. Οι βλέψεις του βουλγαρικού κομιτάτου φθάνουν ως τον Αλιάκμονα και τα καστανοχώρια και γι’ αυτό το στρατόπεδο των συμμοριών στήθηκε στα Κορέστια της Καστοριάς για ν’ αποδείξουν μια μέρα στην ευρωπαϊκή διπλωματία ότι στην Καστοριά πρέπει να χαραχτούν τα σύνορα της ονειροπολούμενης Μεγάλης Βουλγαρίας. Στην αρχή συγκροτήθηκαν εκεί δυο συμμορίες· η μια υπό τον Πετρόφ από το Σίστεβο για τα Κορέστια, η άλλη υπό τον Μαρκόφ από το χωριό Πατέλι για την περιφέρεια Φλωρίνης. Τα πρώτα αιματηρά κρούσματα παρουσιάστηκαν στην επαρχία Καστοριάς. Το βουλγαρικό κομιτάτο εκτελώντας το ανθελληνικόν του σχέδιον, άρχισε να ρίχνει τον ένα ύστερα από τον άλλον τους στύλους των ελληνικών κοινοτήτων, για να εμπνεύσει τον πανικόν, να υποτάξει τον πληθυσμό στη βουλγαρική Εξαρχία. Το ελληνικό αίμα άρχισε να βάφει τη γη της Μακεδονίας, τα σλαβόφωνα χωριά μπρος στο τραγικό δίλημμα «Εξαρχία ή θάνατος» αποσκιρτούν στην Εξαρχία. Η κατάστασις γίνεται απελπιστική. Οι συμμορίες συγκαλούν τη νύχτα τους χωρικούς μέσα σ’ εκκλησίες κι αφού τους ορκίσουν στο κομιτάτο, τους αποσπούν υπό την απειλή των όπλων αναφορές προς την Εξαρχία και την Κυβέρνηση, όπου δηλώνουν ότι αποσκιρτούν στην Εξαρχία. Όσοι από τους χωρικούς κινδυνεύουν ως ύποπτοι στους Βουλγάρους καταφεύγουν στην Καστοριά, οι δάσκαλοι εγκαταλείπουν τις θέσεις τους.

Αφού μελέτησα την κατάσταση πήγα στο Προξενείο του Μοναστηριού να συνεννοηθώ με τον πρόξενο. Του εξέθεσα τα πράγματα, του είπα ότι η προπαγάνδα η βουλγαρική κερδίζει έδαφος, ότι κάθε μέρα γίνονται φόνοι κι εκβιασμοί. Οι βούλγαροι κομιτατζήδες λένε στους δικούς μας «Δε θα πάτε στη Μητρόπολη». Κι αν πάνε τους σκοτώνουν. Ο Πεζάς μού είπε ότι η κατάσταση αυτή είναι κι εδώ κι αλλού. Μου είπε όμως ο Πεζάς να κάνω μια έκθεση προς την Κυβέρνηση κι έκαμα μια και την έστειλε ο ίδιος ο πρόξενος στο Υπουργείο. Σ’ αυτή τους υποδείκνυα ότι ήταν αδύνατο να κρατηθεί ο αγών χωρίς ελληνικά σώματα. Η έκθεση στάλθηκε μα χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Σε λίγες εβδομάδες πήγα πάλι στο Προξενείο και ο πρόξενος μου είπε ότι όχι μόνο δε μας στέλνουν βοήθεια, αλλά μας εμποδίζουν.
«Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα», μου λέει…
«Μα καλά», του απαντώ, «κάθε μέρα χύνεται αίμα ελληνικό. Κάθε μέρα οι ορθόδοξοι αποσκιρτούν. Αυτοί σκοτώνουν. Το κομιτάτο τούς δυναμώνει, θα μείνω λοιπόν με τα χέρια δεμένα; Τότε χάθηκε η Μακεδονία…»

Κι αυτός ήταν σύμφωνος. Γύρισα απελπισμένος στην Καστοριά και αποφάσισα να ενεργήσω όπως μπορούσα μόνος μου.

Αναστέναξε με ανακούφιση ο Καραβαγγέλης.
- Θεέ μου! ψιθύρισε. Πόσο γρήγορα ήρθε η απάντηση στο αίτημά μου!

- Είπες τίποτα, Δέσποτα; ανησύχησε ο Κώττας.

- Θα σου πω μια ιστορία, άρχισε ο Άγιος. Μια φορά ήταν μια χώρα. Όμορφη, πανέμορφη, όπως είναι οι βασιλοπούλες στα παραμύθια. Τη λέγανε Μακεδονία, μάνα είχε την Ελλάδα κι είχε αφέντη της το Μεγαλέξαντρο. Μα, σαν όμορφη που ήτανε, πολλοί τη λαχταρούσανε. Και περισσότερο αυτοί που είχαν γειτονιά μαζί της. Τη βλέπανε το πρωί σαν λουζότανε στα ποτάμια της, τη βλέπανε τ’ απόγευμα σαν μαζεύονταν τα πουλιά στα δέντρα της. Μα με τέτοιον αφέντη, εύκολο δεν ήταν να κάνουν δικιά τους τη Μακεδονία. Σαν πέθανε ο Μεγαλέξαντρος αναγάλλιασαν. «Τώρα είναι δικιά μας», είπαν. «την κουρσεύουμε». Και το πρώτο που ήθελαν ήταν να ξεχαστεί ο Μεγαλέξαντρος. Μα η γης όλο και το θυμίζει στα παιδιά και στα εγγόνια του στρατηλάτη. Όλο και βγάζει αγάλματα, νομίσματα χρυσαφικά, στολίδια, να τα βλέπουν τα παιδιά και τα εγγόνια του Μεγαλέξαντρου να μην ξεχνάν την τρανή γενιά τους. Κι εγγόνι του Μεγαλέξαντρου είσαι κι εσύ, Κωνσταντή!

Έβγαλε από τη μέσα τσέπη ο Δέσποτας ένα νόμισμα. Το ‘δωσε στον καπετάνιο.

Μέσα από το φως του φεγγαριού του χαμογέλασε η μορφή ενός εφήβου.

- Ο Μεγαλέξαντρος είναι και γύρω γύρω ελληνικά γράμματα, εξήγησε ο Καραβαγγέλης.

Έσκυψε ο Κώττας ξανά, κοίταξε το όμορφο πρόσωπο. Κάτι σαν παράκληση είχαν τα μάτια του στρατηλάτη.

«Βοήθησε…» είπε στον Καπετάνιο και τώρα θαρρείς πως, όπως τον κοίταζε ίσια στα μάτια, τον διέταζε.

- Θα βοηθήσω, του υποσχέθηκε ο Κώττας, κι όλο λαχτάρα έφερε το νόμισα στα χείλη και το φίλησε.

- Θα σου πω μια αληθινή ιστορία για ένα τέτοιο νόμισμα, χαμηλόφωνα συνέχισε ο Δεσπότης: Μάλωναν μια μέρα ένας Βούλγαρος κι ένας Έλληνας, υπηρέτες κι οι δυο ενός πασά. Άκουσε ο πασάς τις φωνές στην αυλή και τους κάλεσε. «Τι πάθατε κι από το πρωί τρωγόσαστε;» τους ρώτησε. «Να, αφέντη», έπιασε να εξηγεί ο Βούλγαρος, «έχουμε ένα νόμισμα με το κεφάλι ενού βασιλιά απάνω».

«Δικός μου ο Βασιλιάς, ο Μεγαλέξαντρος», λέει ο Γραικός. «Δικιά μου και η χώρα του». «Δικός μου ο βασιλιάς, δικιά μου η χώρα του, λέω ελόγου μου. Και γίνηκε ο σαματάς που άκουσες».

«Να δω κι εγώ», λέει ο πασάς και κοιτάζει καλά καλά την κεφαλή και τα γραφούμενα. «Τι γλώσσα είναι τούτα δω τα γράμματα;» ρωτάει. «Ελληνικά!» του λέει ο Έλληνας. Γελάει ο πασάς. Γυρνάει στο Βούλγαρο.

«Δικός του ο βασιλιάς, δικιά του η χώρα!» λέει. «Γιατί έχεις δει μωρέ, ποτέ Τούρκο σουλτάνο να γράφει στις λίρες του απάνω φράγκικα;…»

Φτερούγισε η καρδιά του Κώττα, χτύπησε τα χέρια του από χαρά σαν παιδί με το πάθημα του Βούλγαρου.

- Χάρισέ το μου, Άγιε, παρακάλεσε κι έδειξε το νόμισμα.

- Χάρισμά σου, παιδί μου. Μα η ιστορία δε σταματάει εδώ. Η Ελλάδα πρόκοψε, απλώθηκε κι έγινε Βυζάντιο. Μα προκόβει ο γονιός και δεν προκόβει το παιδί του; Έτσι κι η Μακεδονία πρόκοβε κι αυτή. Τώρα πια, αν τη λιμπίζονταν οι γείτονές της, λούφαξαν όμως από φόβο. Κι ήρθαν δίσεκτα χρόνια, παιδί μου. Ήρθε ο Τούρκος και σκλάβωσε την Ελλάδα, που πα να πει σκλάβωσε και τη Μακεδονία. Έπεσε σκοτάδι, αλήθεια σου λέω, τόσο σκοτάδι που σκοτίστηκαν κι οι άνθρωποι και λίγο έλειψε να ξεχάσουν τη γενιά τους. Τι κάθομαι και λέω! Και γενιά και γλώσσα και θρησκεία πήγαν να ξεχάσουν. Και τότες…

- Και τότες; Κουνήθηκε ανήσυχα ο Κώττας.

- Και τότες ένας καλόγερος μ’ ένα ραβδί στο χέρι φάνηκε στις πολιτείες και στα χωριά. Τον ξέρεις. Τον έλεγαν Κοσμά, Κοσμά Αιτωλό.

- Δεν τον ξέρω, τον έκοψε ο Κώττας.
- Τον ξέρεις με τ’ όνομα που τον προσκυνάν οι Αρβανίτες. Τσουμπάν παπά τον λέτε εδώ.

- Τον άγιο λες! Σηκώθηκε από κάτω ο Κώττας κι έκανε το σταυρό του.

Χαμογέλασε ευτυχισμένα  ο Καραβαγγέλης. Το ‘ξερε πως εδώ πάνω τον Πατροκοσμά τον βάζανε αν όχι πιο ψηλά, πάντως ίσια με τον Μεγαλοδύναμο.

- Ξέρεις τι έκανε αυτός; ρώτησε.
- Θαύματα! είπε απλοϊκά ο Κώττας.

- Ναι! Μα εγώ μόνο για το ένα και μεγάλο θαύμα του θα σου πω. Μοναχός του ξεκίνησε, μ’ ένα δισάκι κι ένα ραβδί κι έσωσε τον Ελληνισμό που χανότανε! Τα χαρτιά γράφαν 200.000 τους Χριστιανούς μόνο στο Μπεράτι. Είχαν 40.000 απομείνει σαν πήγε εκεί ο Κοσμάς. Οι άλλοι είχαν χαθεί και για την Εκκλησία και για το Γένος. Κόμπιασε λίγο ο Καραβαγγέλης και σιγανά συνέχισε: στην Καστοριά είχε στήσει το σταυρό του στο νεκροταφείο του Αγίου Αντρέα, στη ρίζα μια συκαμιάς. Όταν έχω αβάσταχτη λύπη, πάω εκεί και ξεκουράζομαι. Και παίρνω θάρρος και παίρνω ελπίδα. Σαν να ‘ναι εκεί πλάι μου, τον ακούω να επιμένει στο τρίγωνο Μοναστήρι – Αχρίδα – Καστοριά που ‘ ναι ο Προμαχώνας της Εθνότητας ενάντια στο Σλάβο. Πόσο βαθιά έβλεπε η ματιά του τους μελλοντικούς αγώνες της φυλής εδώ ψηλά! Κι ήταν προφήτης. Αν το έργο του Κοσμά συνεχιζόταν, κανείς Σλάβος δε θα ‘χε πατήσει σε κείνα τα χώματα που χάσαμε κατόπιν και που μέχρι τότε είχαν ελληνικό χαρακτήρα.

Ο Δεσπότης δε μιλούσε πια με τον Κώττα. Είχε χαθεί στους δικούς του συλλογισμούς.

- Αν συνεχιζόταν το έργο του Κοσμά… ξανάπε, αναστέναξε και άναψε τσιγάρο.

τότε είδε τον Κώττα.

Ο καπετάνιος τον κοίταζε θαμπωμένος, ζαλισμένος· του άρπαξε το χέρι ο Δεσπότης, το ‘σφιξε, έσκυψε μετά απάνω του.

- Είδε ο Άγιος τα δικά μας τα βουνά και είπε «ευλογημένα βουνά κατοικία των ανδρείων αρματολών»· και αλλού ξανάπε, «βλέπετε αυτά τα βουνά; Απ’ αυτά θα λάμψει η θεία χάρη της Ελευθερίας…» Κωνσταντή! Και σένα μπορεί να είδε στα οράματά του ο Άγιος και έρχεται τώρα με το δικό μου στόμα και σε παρακαλεί να παλέψεις. Σου λέει πως ο αγώνας και πάλι ο αγώνας και μόνο ο αγώνας μπορεί να σώσει αυτόν τον τόπο. Κωνσταντή, τι λες;

- Πως θέλουμε όπλα, Δέσποτα, απάντησε ο Κώττας κι είχε λυγμούς πνιγμένους στη φωνή του

Σηκώθηκε ο Καραβαγγέλης, η πέτρα που τον κράταγε κουνήθηκε.

Είδε το φεγγάρι που χανόταν, αγκάλιασε με τη ματιά του το Πράσινο, όλη τη Μακεδονία. γύρισε μετά, είδε το σηκωμένο καπετάνιο. Στο αδύνατο πρόσωπό του έλαμπαν τα μάτια του από έρωτα για την Πατρίδα. Είδε ο Δεσπότης πως τον ίδιο καημό έχουν οι δυο τους. Τον έπιασε από τους ώμους σχεδόν τρυφερά.

- Παιδί μου, είπε σιγά, ο Θεός θέλησε να δώσεις εσύ το θανατερό δάγκωμα. Μπορεί να σωθεί το θεριό. Μα θα ‘ναι θανάσιμα πληγωμένο. Και θα ‘ρθουν άλλοι μετά από μας, που θα το αποτελειώσουν. Και θα ‘ναι πιο εύκολη δουλειά η δικιά τους.

Προχώρησε ένα βήμα, ξαναστάθηκε. Από σήμερα – είπε επίσημα- θα είσαι ο πρώτος. Θα σε στείλω κάτω να γνωρίσεις τους Έλληνες βασιλιάδες· και τα παιδιά σου θα τα στείλω στην Ελλάδα να σπουδάσουν.

Πήγε, χάιδεψε τη μούλα του, την ξέδεσε.

Είδε πάλι τον ουρανό. Μόλις και πρόκανε πριν ξημερώσει να ‘ναι στην Καστοριά.
- Ο Θεός μαζί μας, είπε, όπως σταύρωνε το σκυμμένο κεφάλι του καπετάνιου που του φίλαγε το χέρι. Ο Θεός μαζί μας, ξανάπε.

Η καινούρια μέρα έφτανε...
χρυσός στατήρας του 297-282 π.Χ. με κεφαλή Αλεξάνδρου στη
μία όψη και την επιγραφή ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΛΥΣΙΜΑΧΟΥ στην άλλη
Σχόλιο
Στο βιβλίο περιγράφονται τα πρώτα επεισόδια μιας μακρόχρονης και αιματηρής σύρραξης. Κάποιες λοιπόν από τις σκηνές που περιλαμβάνονται είναι αρκετά βίαιες και γι' αυτό χρειάζεται η προσοχή μας. Συνοπτικά, στη σ.73 ο Κλιάσεφ περιγράφει τι θα έκανε αν έπιανε τον Κώττα στα χέρια του, στις σ.181-184 οι Τούρκοι ανακρίνουν / βασανίζουν τον καπετάνιο, ενώ στην σ.190 παρακολουθούμε το μαρτυρικό του τέλος.
Όπως αναφέρουμε και πιο πάνω, η μονομέρεια αφήνει τη σφραγίδα της στην διήγηση. Οι Βούλγαροι με κάθε αφορμή παρουσιάζονται τερατώδεις και γλίσχροι. Ακόμα και όταν τους δίνεται ο λόγος (τα κεφάλαια 1 και 8 είναι αφιερωμένα σε συνεδριάσεις τους), είναι για να φανερωθεί το μοχθηρό τους πρόσωπο και τα ύπουλα σχέδιά τους. Οι εκφράσεις που τους συνοδεύουν δεν αφήνουν αμφιβολίες: φωνή όλο μίσος, ίδιο μαχαίρι (σ.19 και σ.22), μυτερά κιτρινιασμένα δόντια (σ.70), σκοτεινά μάτια και σατανικό χαμόγελο (σ.21) γελούν σιγανά, απειλητικά, υπόκωφα (σ.22) και όταν θυμώνουν, αφρίζουν από το κακό τους (σ.128) ουρλιάζουν, ξεφωνίζουν έξαλλα (σ.127) ή χτυπούν με λύσσα (σ.129). Μα, καλά, δεν ηρεμούν ποτέ αυτά τα τέρατα; θα αναρωτηθεί ο αναγνώστης. Η απάντηση είναι ότι αναγαλλιάζουν... μόνο όταν ακούνε για σχέδια που περιλαμβάνουν μαχαίρι, φωτιά και σίδερο για τους Έλληνες (σ.22). Χαρακτηριστική η περιγραφή του Κλιάσεφ μόλις ολοκληρώνει μια σκέψη του (σ.73): Όλοι ανατρίχιασαν, όπως ακολουθώντας το όνειρό του ο Κλιάσεφ είχε σηκωθεί. Κοίταξε τις παλάμες του με μια άγρια έκφραση λύκου, σαν να 'βλεπε το αίμα του εχτρού του να στάει, να στάει. Κι ήταν τούτη την ώρα ίδιος Εωσφόρος...  Δεν είναι βέβαια εύκολο να τηρηθούν ισορροπίες όταν μιλάμε για μια τόσο άγρια διαμάχη. Στο δρόμο όμως που άνοιξε η Πηνελόπη Δέλτα με τα Μυστικά του Βάλτου, όπου το τυφλό μίσος δεν εξιδανικεύεται αλλά αναζητείται η αδελφοσύνη, ίσως θα μπορούσαν κάποιες αναφορές να προβάλουν και ένα πιο ανθρώπινο πρόσωπο του «εχθρού». Πώς αλλιώς ευελπιστούμε μια μέρα να συνεννοηθούμε με γειτονικούς λαούς που στον Τσακαλάρωφ (τον οποίο Έλληνες, Πομάκοι και Αλβανοί θεωρούμε βάρβαρο σφαγέα) υψώνουν ανδριάντες και γράφουν τραγούδια, ενώ ταυτόχρονα θεωρούν προδότη τον Κώττα;
Τσακαλάρωφ και Κλιάσεφ καθισμένοι μπροστά σε σώμα κομιτατζήδων
Μιας και αναφερθήκαμε στην Π. Δέλτα, να σχολιάσουμε ότι με τον τρόπο που παρουσιάζονται τα γεγονότα στο βιβλίο, ο καπετάν Κώττας αποφασίζει να πολεμήσει και να θυσιαστεί, όχι εκτελώντας διαταγές του αυτοκράτορα (Για την Πατρίδα) ή σταλμένος από το κράτος (Μυστικά του Βάλτου), αλλά μετά από συζητήσεις με τον ίδιο του τον εαυτό (!), που μας αποκαλύπτονται στα κεφάλαια 6 και 17. Η φράση με την οποία η συγγραφέας εκλογικεύει την ηρωική του αυτοθυσία είναι να πεθάνεις για να καρπίσεις (σ.32). Στην πραγματικότητα, ο Κώττας μπορεί να είχε ξεκινήσει την δράση του ως ανένταχτος οπλαρχηγός των βουνών και αγωνιστής κατά της τυραννίας, στην πορεία όμως συνεργάστηκε με τους Βούλγαρους, ενώ τελικά χάρη σ' έναν διάλογο όπως αυτός του αποσπάσματος, μπήκε το 1902 στην έμμισθη υπηρεσία του Γερμανού Καραβαγγέλη και ακολουθούσε (ως εκεί που του επέτρεπε το ανεξάρτητο πνεύμα του) τις εντολές του μητροπολίτη Καστοριάς.
ίκε Κότε ίκε τι σκρέτεμ πάλα
Ο καπετάν Κώττας αποτελεί λοιπόν στην αρχή της πορείας του πρότυπο λαϊκού αγωνιστή της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση ή άνωθεν εντολές, ο άνθρωπος αυτός αποφάσισε να ορθώσει το ανάστημά του απέναντι στην καταπίεση και να αγωνιστεί κατά των Τούρκων. Ο αγώνας που ξεκίνησε δεν ήταν ούτε λόγω φτώχειας ούτε και «εκ του ασφαλούς», καθώς ήταν πρόεδρος της τοπικής κοινότητας και η οικογένειά του κατείχε μεγάλα κτήματα. Βασικό του κίνητρο ήταν μάλλον η ανάγκη του για ελευθερία. Τα πρώτα δείγματα των ικανοτήτων του τα έδωσε γύρω στο 1884, όταν ένας καλός Βαλής του Μοναστηρίου μοίρασε στα χριστιανικά χωριά από δέκα όπλα για να αυτοαμύνονται εναντίον των ληστών. Ο Κώττας ορίστηκε αρχηγός των ενόπλων "Φαρή" στη Ρούλια και δεν άφησε τις συμμορίες ούτε καν να πλησιάσουν (η πληροφορία από το βιβλίο του Γεωργίου Μόδη Αγώνες στη Μακεδονία, τόμος Β', Θεσ/νίκη 1975).

Κάτι που επίσης τον κάνει ξεχωριστό, είναι ότι έβαζε το «εγώ» του σε δεύτερη μοίρα από το «εμείς». Τούτο φαίνεται από διάφορες ενέργειές του, τόσο πριν πάρει τα όπλα -είχε ανεγείρει στο χωριό ξενώνα όπου πρόσφερε δωρεάν στέγη και τροφή στους απόρους-, όσο και αφού ξεσηκώθηκε, αφού η πρώτη του κίνηση ήταν να χτυπήσει τους αγάδες, μπέηδες και ληστές που καταπίεζαν τον τοπικό πληθυσμό. Καθόλου παράξενο λοιπόν το ότι σύντομα οι κάτοικοι των χωριών άρχισαν να τον παρομοιάζουν με τον Άγιο Γεώργιο που τους απάλλαξε από τους δράκους! Χαρακτηριστικό ένα επεισόδιο από το 1897. Την άνοιξη εκείνης της χρονιάς, Αλβανοί βραδυπόροι έφεδροι της Βιγλίστας πήγαιναν στη Φλώρινα να καταταχθούν και συνάντησαν έξω από το χωριό έναν Εβραίο γυρολόγο. Ρίχθηκαν να του αρπάξουν το εμπόρευμα και ο φτωχός άνθρωπος έβαλε τα κλάματα και τις φωνές. Οι χωρικοί δεν θέλησαν να επέμβουν, όμως ο Κώττας πήρε το τουφέκι του και είπε στους επίστρατους στα αρβανίτικα «Αφήστε τον φτωχό άνθρωπο ήσυχο και δώστε του πίσω τα πράγματά του, γιατί σας σκότωσα». Εκείνοι, κατάπληκτοι από το θράσος του συμμορφώθηκαν! (το περιστατικό επίσης από το Αγώνες στη Μακεδονία).

Όπως τα διαβάζουμε στο βιβλίο (κεφάλαια 3-7) ή στο διαδίκτυο, τα πρώτα επαναστατικά του βήματα, φανερώνουν παλικαριά που σήμερα μας λείπει: Το 1896, στον τρίτο του χρόνο ως μουχτάρης, αποφασίζει να νοικιάσει και να δουλέψει ένα "απαγορευμένο" (ως ανταγωνιστικό προς τους Τούρκους) χάνι για να συγκεντρώσει χρήματα για την κοινότητα. Αυτό εξοργίζει τον Κασίμ αγά, μπέη της Καπεστίτσας, που βάζει να τον δολοφονήσουν· η απόπειρα αποτυγχάνει και απλώς τον τραυματίζει. Προτού καλά-καλά αναρρώσει, τα βάζει και πάλι με τους κατακτητές· αυτή τη φορά ζητάει πληρωμή από έναν Τούρκο αξιωματικό για κάποιες προμήθειες που χρησιμοποίησε το απόσπασμά του. Δέχεται τότε νέα επίθεση από ολόκληρο απόσπασμα, από την οποία και πάλι επιβιώνει. Προκαλώντας μάλιστα για τρίτη φορά τη μοίρα του, κατάφερε μετά από διάβημα να πάρει από τις τουρκικές αρχές αποζημίωση! 

Το θάρρος του Κώττα έχει πολλά να μας διδάξει, ειδικά σε μια εποχή που έχουμε μάθει να δεχόμαστε τα πάντα αδιαμαρτύρητα. Σύντομη αναφορά στην προσωπικότητά του κάνει και η εκπομπή Μηχανή του Χρόνου στο επεισόδιο αυτό (από 26:50 έως 29:00)
Αλτ, τις ει;
Ο Κώττας δεν μιλούσε ελληνικά. Χρησιμοποιούσε το σλαβομακεδονικό ιδίωμα της περιοχής, με το οποίο οι Μακεδόνες συνεννοούνταν με τους γύρω λαούς στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Πρόκειται για μια γλώσσα κρεολή (απλοποιημένη εμπορική διάλεκτο, που βαθμιαία έγινε γλώσσα κύρια), η οποία διαμορφώθηκε από τη μίξη βουλγαρικών με στοιχεία από ελληνικά, τούρκικα, βλάχικα και αλβανικά (πλήρης ανάλυση εδώ). Το γεγονός ότι πολλοί ντόπιοι μιλούσαν κάποιου είδους βουλγαρικά, αλλά αντιστέκονταν στους Βούλγαρους παρά τη βία (σφαγές, απειλές αντιποίνων, βομβιστικές επιθέσεις), τις προσφορές (δωρεάν εκπαίδευση, υποτροφίες, φοροαπαλλαγές) και την πονηρή προπαγάνδα («η Μακεδονία για τους Μακεδόνες»), ίσως ακούγεται περίεργο. Όπως περίεργο ακουγόταν και τότε, γι' αυτό και το γλωσσικό αποτέλεσε μέγα επιχείρημα της βουλγαρικής διπλωματίας στη δυτική Ευρώπη. Ευτυχώς, το έργο του φιλοσόφου της ιταλικής ενοποίησης Mazzini (που θεωρούσε ότι Πατρίδα είναι πρωτίστως η συνείδηση της πατρίδας και επομένως η γλώσσα δεν είναι απόλυτο κριτήριο εθνικής ταυτότητας - ας θυμηθούμε και τους Καραμανλήδες) πρόσφερε σε συνδυασμό με τον μεγάλο αριθμό των ελληνικών σχολείων της περιοχής ένα σημαντικό αντεπιχείρημα, που μαζί με τον ένοπλο αγώνα έσωσε τελικά τους Μακεδόνες από τη μοίρα των Ανατολικο-Ρουμελιωτών. Έτσι, όσοι ένιωθαν και δήλωναν Ρωμιοί παρέμειναν στα πατρογονικά τους εδάφη, που μετά από τέσσερις πολέμους κατέληξαν στην Ελλάδα.

Ο ίδιος ο Κώττας δυστυχώς, μπήκε στο στόχαστρο τόσο των Βουλγάρων (αφού τους πολέμησε), όσο και των Ελλήνων (οι επαφές του με τον Μήτρε Βλάχο θεωρήθηκαν ύποπτες) με αποτέλεσμα να προδοθεί  η θέση του στους Τούρκους (σύμφωνα με το wiki αναμείχθηκε και ο Άγγλος πρόξενος) και να βρει τραγικό τέλος, όπως πολύ συχνά συμβαίνει με τους ήρωες της ιστορίας μας. Οι τελευταίες του λέξεις Zhivja Gritsja. Slovoda ili smrt! ακούγονται ξένες, είναι όμως γεμάτες αγάπη για την Ελλάδα και την ελευθερία. Ο ορειχάλκινος ανδριάντας του (γλύπτης ο Δ. Καλαμάρας) βρίσκεται σήμερα (μετά από περιπέτειες δεκαετιών) στο νέο πάρκο Φλώρινας (βλ. αρχή σχολίων, δεξιά).
Η Ρούλια, το χωριό (επάνω) που γεννήθηκε ο μακεδονομάχος οπλαρχηγός,
ονομάζεται πια Κώττας και το σπίτι του (κάτω) λειτουργεί ως μουσείο.
Χρήση στην τάξη
Μέσα από συγκεκριμένα αποσπάσματα του βιβλίου, οι μαθητές μπορούν να ενημερωθούν για την καταπίεση των ελληνικών πληθυσμών της Μακεδονίας, τόσο από τους Τούρκους (σ.58-59), όσο και από τους Βούλγαρους (σ.77-84). Διαβάζουμε για την άδικη φορολόγηση, τις αυθαιρεσίες, τη βία αλλά και το κλίμα απειλών και τρομοκρατίας που κυριαρχούσε, με τους δασκάλους και τους παπάδες να είναι τα πρώτα θύματα.

Μια ενδιαφέρουσα δραστηριότητα, θα μπορούσε να είναι η εξής. Τσαλακώνουμε ελαφρά το παρακάτω έγγραφο, βουτώντας το σε τσάι και καψαλίζοντας λίγο τις άκρες του, για να του δώσουμε όψη αυθεντική. Αναθέτουμε σε έναν μαθητή - ταχυδρόμο, να το φέρει ξέπνοος στην τάξη. Εκεί, κάποιοι μαθητές σε ρόλο Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το παρατηρούν και συζητούν: Από πού στέλνεται; Τι γλώσσα χρησιμοποιεί; Τι μας λένε τα ονόματα που υπογράφουν; Οι μαθητές μπορούν να επιχειρήσουν να γράψουν μια απάντηση. Μια δεύτερη ομάδα, σε ρόλο πολιτικών και στρατιωτικών της Αθήνας, λαμβάνουν το ίδιο γράμμα και συζητούν για την κατάσταση στη Μακεδονία. Τέλος, όσοι δεν συμμετέχουν στις δύο προηγούμενες σκηνές, μπορούν να δοκιμάσουν να αναπαράγουν θεατρικά εκείνη που περιγράφεται στο βιβλίο (σ.125-129) με τους συγκεντρωμένους στην εκκλησία χωρικούς να πιέζονται από τους Βούλγαρους να δηλώσουν πίστη στην Βουλγαρική Εξαρχία. Αν η τάξη μας δεν χαίρεται ιδιαίτερα με τις θεατρικές δράσεις, όλα τα παραπάνω μπορούν φυσικά να αποδοθούν και με ζωγραφιές.
Για όσους προτιμούν την έρευνα, μπορούμε να δοκιμάσουμε κάτι διαφορετικό: Το όνομα του καπετάν Κώττα έχει δοθεί σε δρόμους στην Καστοριά, τη Φλώρινα, την Καβάλα αλλά και στην Πυλαία Θεσσαλονίκης. Στην Αθήνα υπάρχει οδός Λουίζης Ριανκούρ, από την κόμισσα που αναφέρεται στη σελ. 112. Μπορούμε άραγε να βρούμε και άλλα ονόματα που συναντάμε στο βιβλίο (Π. Μελά, Γερμανό Καραβαγγέλη) ή που σχετίζονται με τον Μακεδονικό Αγώνα (Στέφανο Δραγούμη) και έχουν δοθεί σε δρόμους της πόλης μας;
Όπως πάντα, πολλά περισσότερα από μια απλή δραστηριότητα μπορεί να μας δώσει μια επίσκεψη σε μουσείο. Μουσεία Μακεδονικού Αγώνα λειτουργούν σε αρκετές πόλης της Μακεδονίας, με το σημαντικότερο να φιλοξενείται στη Θεσσαλονίκη. Όσοι πάλι μένουν κοντά στη γενέτειρα του οπλαρχηγού, έχουν την ευκαιρία να επισκεφθούν το μουσείο Κώττα που στεγάζεται στο ίδιο του το σπίτι. Οι Αθηναίοι μαθητές θα πρέπει μάλλον να αρκεστούν στα λιγοστά εκθέματα (κυρίως προσωπικά αντικείμενα του Παύλου Μελά) που εκτίθενται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο και σε μια βόλτα στο Πολεμικό.
Στις γειτονικές μας χώρες, υπάρχουν ακόμα φωνές (μάλλον αγριοφωνάρες) που ονειρεύονται μια μεγάλη σλαβική ή βουλγαρική Μακεδονία. Τι θα γινόταν άραγε αν κάθε κράτος των Βαλκανίων επεδίωκε να αναπτυχθεί στο ιστορικά μέγιστο όριο των συνόρων του; Μελετώντας τις «μεγάλες ιδέες» στους παρακάτω χάρτες, είναι εύκολο να καταλάβουμε γιατί τόσοι πόλεμοι είχαν έδρα τη χερσόνησο του Αίμου, που ακόμα και σήμερα χαρακτηρίζεται ως "μπαρουταποθήκη" της Ευρώπης. Ενδιαφέρον, σχετικά, έχει και η οπτική των γειτόνων όπως φαίνεται από στατιστικούς πίνακες, κείμενα και φωτογραφίες στην ηλεκτρονική παρουσίαση (powerpoint) που θα βρείτε εδώ.

Share/Bookmark

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2014

Η προφητεία του κόκκινου κρασιού

Υπόθεση
Το καλοκαίρι του 2005, η 16χρονη Όλγα ακολουθεί τον πατέρα της Αλέξη Νόιγκερ σ' ένα ταξίδι στο Μελένικο. Σκοπός τους είναι να ανακτήσουν ένα σημαντικό οικογενειακό κειμήλιο, μια σπάνια εικόνα της Αγίας Τριάδας. Στη διαδρομή θα γνωρίσει τον φοιτητή νομικής Παύλο Πανίδη, που σιγά σιγά θα την βοηθήσει να ξεπεράσει την ερωτική απογοήτευση που νιώθει. Μέσα από ξεναγήσεις, διηγήσεις και ένα απρόσμενο συναπάντημα, η Όλγα θα μάθει πολλά για την οικογενειακή της ιστορία, αλλά και για την ίδια τη ζωή.

Απρίλιος 1813 - ο πρόκριτος Αναστάσιος Χρηστομάνος, συμμετέχει στην Γενική Συνέλευση των Μελενικιωτών. Ομόφωνα υπογράφουν τις Διαταγές του "Κοινού Μελενίκου", οι ρυθμιστικοί κανόνες του οποίου στην ουσία καταργούν τις κοινωνικές τάξεις και δίνουν ώθηση για συμμετοχή στα κοινά όλων των πολιτών. Πίσω στο αρχοντικό του, η γυναίκα του Αικατερίνη τον πείθει να καλέσουν έναν ιερέα για αγιασμό, καθώς την προηγούμενη μέρα η μικρή του κόρη Ελισάβετ έχυσε κόκκινο κρασί, σημάδι γρουσουζιάς. Μέσα από σκέψεις του γνωρίζουμε την κατάσταση που επικρατούσε στην περιοχή κατά τις αρχές του 19ου αιώνα και με ποιον τρόπο διάσημοι Μελενικιώτες συνέβαλαν στον Αγώνα του Γένους.

Σεπτέμβριος 1843 - η Ελισάβετ, σε ηλικία παντρειάς, επιστρέφει με την οικογένειά της στο Μελένικο, μετά από απουσία 14 ετών. Ο πατέρας της φροντίζει να επιδιορθώσουν το σπίτι που κατέστρεψε ένας σεισμός και οι ληστές του Σιαμπάν Γκέκα. Μέσα από σκέψεις της, μαθαίνουμε για τα όσα έζησε κατά την παραμονή της στη Βιέννη. Την επόμενη μέρα εμφανίζεται στην πόρτα τους κάποιος Θεοδόσιος Πέτρου, που τους διηγείται τα γεγονότα γύρω από τη δίκη Κολοκοτρώνη και ζητάει το χέρι της Ελισάβετ.

Γενάρης 1885 - η γερασμένη πια Ελισάβετ επιστρέφει μαζί με τη βαφτισιμιά της Λισάφη από τις Σέρρες στο Μελένικο, για να περάσει εκεί την Πρωτοχρονιά. Οι σκέψεις της νεαρής κοπέλας για τη δολοφονία του πατέρα της από τους κομιτατζήδες, γίνονται αφορμή να μάθουμε πώς ξεκίνησαν οι αναταραχές στη Μακεδονία. Στη συνέχεια, ενημερωνόμαστε για την "Πράξη περί αρραβώνων και συνοικεσίων" που το 1861 έβαλε τάξη στα θέματα της προίκας, για τη μεγάλη πυρκαγιά του 1865 αλλά και τη δράση του Αναστασίου Παλατίδη στα 1840, χάρη στην οποία απομακρύνθηκε ο τύραννος της περιοχής Μουστάμπεης. Τέλος, διαβάζουμε γράμματα που έστειλε ο μαθητής του Ρήγα, Φίλιππος Πέτροβιτς προς τον Abbé Sieyès το 1797 και γνωρίζουμε μια ιστορία ανθρωπιάς που ξεκίνησε με αφορμή την χολέρα του 1850. Η Ελισάβετ πεθαίνει και λίγο αργότερα η Λισάφη γνωρίζει τον Θεοδόσιο Βεζούκα.

Αύγουστος 1913 - στο Συνέδριο του Βουκουρεστίου αποφασίζεται το Μελένικο να αποδοθεί στη Βουλγαρία. Έτσι οι κάτοικοί του ετοιμάζονται να το εγκαταλείψουν και να συνεχίσουν τη ζωή τους στην Ελλάδα ή αλλού. Ένας λόχος εθελοντών και ένα τάγμα Ευζώνων κρατούν τους Βούλγαρους του Σαντάνσκι μακριά. Ο Θεοδόσιος Βεζούκας φτάνει από τις Σέρρες να βοηθήσει τη Σταματίνα, αδελφή της Λισάφης, που οι Βούλγαροι την άφησαν χήρα με δυο παιδιά. Από τις σκέψεις του, ενημερωνόμαστε για τον γάμο του αλλά και για τις διάφορες φάσεις του Μακεδονικού Αγώνα. Οι Μελενικιώτες φορτώνουν τα υπάρχοντά τους και θησαυρούς από τις εκκλησίες τους στα κάρα του ξεριζωμού. Φεύγοντας, καταστρέφουν τα αποθέματα κόκκινου κρασιού και βάζουν φωτιά.

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Πατάκης
Συγγραφέας: Λότη Πέτροβιτς - Ανδρουτσοπούλου
Εικονογράφηση: Κατερίνα Χαδουλού (εξώφυλλο)
ISBN: 978-960-16-3028-1
Έτος 1ης Έκδοσης: 2008
Σελίδες: 295
Τιμή: 15 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Γυμνάσιο
Το πρώτο κεφάλαιο διαθέσιμο εδώ

Κριτική
Πολυβραβευμένο, δραματικό μυθιστόρημα που περιγράφει τον τελευταίο αιώνα ζωής του ελληνικού Μελενίκου, ξετυλίγοντας παράλληλα με τα γεγονότα δύο οικογενειακές ιστορίες. Η γραφή της Πέτροβιτς είναι όπως πάντα άρτια λογοτεχνικά και η ιστορική έρευνα που έχει πραγματοποιήσει μοιάζει εξαντλητική. Το κείμενο απευθύνεται αποκλειστικά σε έμπειρους αναγνώστες, ενώ για τους μαθητές δημοτικού είναι μάλλον απρόσιτο: η δομή του είναι περίπλοκη, με προτάσεις σύνθετες και μακροσκελείς και λεξιλόγιο απαιτητικό, ενώ το περιεχόμενό του περιλαμβάνει μεγάλες νοηματικές παρενθέσεις και συνεχείς αναφορές στο παρελθόν. Από τα εννέα κεφάλαια κάποια είναι ιδιαίτερα ογκώδη (αγγίζουν μέχρι και τις 50 σ.), καθένα τους όμως χωρίζεται σε δύο - τρεις ημερολογιακές ενότητες που είναι πιο διαχειρίσιμες, καθώς δεν ξεπερνούν τις 30 σελίδες. Οι φίλοι των έργων της συγγραφέως με χαρά θα ξανασυναντήσουν αγαπημένους τους χαρακτήρες που συμπληρώνουν με τις διηγήσεις τους σημαντικά κομμάτια από τα παζλ των οικογενειών Πέτροβιτς και Βεζούκα. Το μυθιστόρημα, παράλληλα με στιγμές συγκίνησης και νοσταλγίας, προσφέρει μια πλήρη εικόνα της ζωής στην Ανατολική Μακεδονία από τις αρχές του 19ου αιώνα μέχρι και τον Α' παγκόσμιο πόλεμο.

  • Άρτιο λογοτεχνικά, καλογραμμένο
  • Ολοκληρωμένοι χαρακτήρες με πλήρες υπόβαθρο
  • Πληροφορίες για την νεότερη ιστορία της Αν. Μακεδονίας
  • Πλούσιο συμπληρωματικό υλικό, χάρτες, έγγραφα, φωτογραφίες
  • Προβάλλονται η ανθρωπιά, η ειρήνη και ο θεσμός της οικογένειας

  • Οι συνεχείς αναφορές στο παρελθόν μπορεί να κουράσουν

Αξίες - Θέματα
Ιστορία, Οικογένεια, Υπευθυνότητα, Ανθρωπιά, Ειρήνη, Ταξίδια

Σκηνές που ξεχωρίσαμε
Όταν στις 5 Αυγούστου του 1913, οι κάτοικοι του Μελενίκου εγκαταλείπουν για πάντα τις πατρογονικές τους εστίες. 

Εικονογράφηση
Οι σελίδες του κειμένου συνοδεύονται από οικογενειακές φωτογραφίες, έγγραφα, περιοδικά της εποχής, εικόνες από μνημεία και αρχοντικά στο Μελένικο, τρεις χάρτες της περιοχής, αλλά και τα γενεαλογικά δέντρα των οικογενειών Πέτροβιτς και Βεζούκα. Όλα αυτά εμπλουτίζουν οπτικά τη διήγηση, προσφέρουν επιπλέον πληροφορίες και συμπληρώνουν την αναγνωστική μας εμπειρία.

Απόσπασμα
«Την εποχή της χολέρας, που χτύπησε το Μελένικο το 1850. Γιατροί δεν υπήρχαν, μόνο πρακτικοί. Κι ο μητροπολίτης απελπισμένος του έστειλε μήνυμα να πάει να τους βοηθήσει. Ούτε λεπτό δε δίστασε ο Θεοδόσης. Μ’ άφησε μ’ εφτά παιδιά κι έτρεξε να σώσει όσους μπορούσε. Δε γινόταν να τον εμποδίσω. Μόνο την εικόνα της Αγίας Τριάδας του έδωσα μαζί του. Μα δεν ήμουν διόλου σίγουρη ότι θα ξαναγύριζε, ότι δε θα χτυπούσε και τον ίδιο η φοβερή αρρώστια».

«Και άργησε πολύ να γυρίσει;»

«Έμεινε σχεδόν όλο το καλοκαίρι. Με τη βοήθεια του μητροπολίτη, ενημέρωσε τον κόσμο πώς να προφυλαχτεί, διέταξε να βράζονται οπωσδήποτε για ώρα πολλή το νερό και το γάλα, να μην τρώει κανείς ωμά φρούτα και λαχανικά, έδωσε οδηγίες πώς να καθαριστούν και ν’ απολυμανθούν οι βρύσες, τα πηγάδια και το ποτάμι, ανακούφισε όσο γινόταν εκείνους που είχαν φτάσει πια στα πρόθυρα του θανάτου και θεράπευσε όσους δεν είχαν αφυδατωθεί ολότελα…

»Όσοι σώθηκαν του φιλούσαν τα χέρια. Όπως ένας φτωχός πατέρας, ένας φιλήσυχος Βούλγαρος αγρότης, που του έσωσε το αγόρι του και δεν ήξερε πώς να τον ευχαριστήσει. “Τι να κάνω για σένα, γιατρέ;” του έλεγε με σπασμένα ελληνικά. “Πες μου τι να κάνω για να ξεπληρώσω τέτοιο μεγάλο καλό που μου έκανες!” “Σώσε και εσύ ένα Ελληνόπουλο, αν ποτέ χρειαστεί, αυτό θα είναι αρκετό” του αποκρίθηκε ο νονός σου. Εκείνος λοιπόν του το υποσχέθηκε. 

»Και να δεις πώς έρχονται τα πράγματα καμιά φορά… Ήρθε μέρα, δεκαπέντε χρόνια μετά, που κρατήθηκε κείνη η υπόσχεση. Όχι από τον ίδιο το Βούλγαρο αγρότη, μα από το γιο του – το αγόρι που είχε τότε σωθεί από τη χολέρα».

Ούτε αυτή την ιστορία την ήξερε η Λισάφη. Έσυρε το σκαμνάκι πιο κοντά στη νονά και τέντωσε τ’ αυτιά της να ακούσει τη συνέχεια.

Ήταν τη μέρα που παντρεύτηκαν οι γονείς της Λισάφης, είπε η νονά, το 1865, τότε που ξέσπασε κείνη η πυρκαγιά ι έτρεχαν όλοι να σώσουν το βιος τους. Μαζί με το νονό και τη νονά, που θα στεφάνωναν το ζευγάρι, είχε έρθει στο Μελένικο κι ο γιος τους, ο θείος ο Κώστας, φρέσκος γιατρός τότε, μόλις που είχε τελειώσει τις σπουδές του. Με την ευκαιρία του γάμου της αγαπητής τους Θέκλας, ήθελε να δει το αρχοντικό του παππού του Χρηστομάνου, που δεν το είχε δει ποτέ. Κλειστό έμενε το σπίτι τότε. Οι γονείς της νονάς είχαν πεθάνει, ο αδελφός της ο Κωνσταντίνος το ίδιο, τ’ άλλα της τ’ αδέλφια έμεναν στη Βιέννη, τ’ ανίψια της στην Αθήνα… Οι τρεις τους λοιπόν, που έφτασαν λίγες μέρες πριν από το γάμο, έμεναν στο σπίτι της κόρης τους της Ασπασίας, που νιόπαντρη τότε είχε εγκατασταθεί στο Μελένικο.

Όταν φούντωσε λοιπόν η πυρκαγιά και πλησίαζε στο μεγαλόπρεπο σπίτι των Χρηστομάνων, ο νονός με το θείο Κώστα κατέβηκαν γρήγορα την πλαγιά όπου βρίσκεται η μητρόπολη, έφτασαν στο μεγάλο δρόμο κάτω κι άρχισαν να τρέχουν προς το Βαρόσι μήπως και σώσουν το αρχοντικό. Μόλις πέρασαν το τούρκικο χαμάμ, άκουσαν κραυγές κάπου εκεί στα δεξιά να καλούν βοήθεια μεσ’ από ένα χαμηλό σπιτάκι που είχε τυλιχτεί στις φλόγες.

Χωρίς άλλη σκέψη, όρμησαν και οι δυο. Με πολλή προσπάθεια κατάφεραν να βγάλουν από μέσα ένα ζευγάρι μισολιπόθυμο. Μόλις πήρε ανάσα η γυναίκα, βάλθηκε να ξεφωνίζει. Είχε μείνει μέσα το μωρό της! Ο θείος Κώστας έκανε να ορμήσει ξανά, μα την ίδια στιγμή γκρεμίστηκε το μικρό σαχνισί του σπιτιού κι ο πατέρας του, ζυγίζοντας την κατάσταση, τον συγκράτησε. Η φωτιά είχε θεριέψει, θα ήταν παραφροσύνη να περάσει μέσ’ από τα φλεγόμενα χαλάσματα. Το ίδιο του φώναξαν όλοι τριγύρω. Κανένας δεν τολμούσε να πλησιάσει για να σώσει το μωρό.

Να όμως που ξάφνου έτρεξε κοντά ένας νεαρός. Αψηφώντας κάθε κίνδυνο, έδωσε ένα σάλτο, μπήκε στο φλεγόμενο σπίτι και σε λίγο βγήκε κρατώντας στα χέρια του το μωρό, ένα παιδάκι χρονιάρικο που σπάραζε απ’ το κλάμα. Τα ρούχα του νεαρού είχαν αρπάξει φωτιά, τα μαλλιά του ήταν τσουρουφλισμένα, μα το μικρό είχε σωθεί. Μόνο που από το αριστερό του χεράκι έτρεχε αίμα.

Έριξαν μια κουβέρτα στο θαρραλέο νεαρό που το είχε σώσει κι αμέσως οι φλόγες από τα ρούχα του έσβησαν.

Το μωρό τ’ άρπαξε η μάνα του και το καταφιλούσε. Κι ο θείος Κώστας πήγε κοντά να περιποιηθεί όπως όπως το ματωμένο χεράκι.

Ο νονός έσκυψε στο σωτήρα, που είχε πέσει στο έδαφος εξαντλημένος.

«Καλά δεν τα κατάφερα, γιατρέ;», του είπε στα ελληνικά εκείνος με βαριά προφορά.

Ο νονός του έγνεψε ναι.

«Σε είχα δει μέρες εδώ, μα ντρεπόμουνα να σου μιλήσω. Η μοίρα όμως…»

Ο νονός δεν κατάλαβε, τον ρώτησε πού τον ξέρει, ποιος είναι…

Ήταν το παιδί του Βούλγαρου αγρότη που το είχε σώσει από τη χολέρα! Από κείνο το καλοκαίρι της επιδημίας, άκουγε πάντα τον πατέρα του να λέει πως έχει ένα χρέος, το είχε υποσχεθεί στον Έλληνα γιατρό: να σώσει ένα Ελληνόπουλο, αν κάποια φορά χρειαστεί.

Ο πατέρας του νέου είχε πεθάνει. Μα το χρέος είχε μείνει. Αυτό ήταν όλο. Γι’ αυτό είχε ορμήσει στη φωτιά.

Ο νονός κούνησε το κεφάλι του. Δεν ήταν πρώτη φορά που έβλεπε ολοκάθαρα πως η ευγνωμοσύνη και η πραγματική ανθρωπιά δεν ξέρει φυλές και γένη.

Ο πατέρας του μωρού πήγε κοντά και φιλούσε του σωτήρα τα χέρια. «Πες μου τι να κάνω για σένα» έλεγε «πώς να ξεπληρώσω το καλό που μου έκανες…».

Τότε ο νεαρός Βούλγαρος απάντησε όπως εκείνο το καλοκαίρι ο γιατρός:
«Σώσε κι εσύ ένα Βουλγαράκι, αν ποτέ χρειαστεί, τίποτ’ άλλο δε θέλω» του απάντησε.

Και μόλις κατάφερε να σταθεί στα πόδια του, έφυγε.

Ο θείος Κώστας πάλευε ακόμα με το μωρό. Στο αριστερό του χέρι έβλεπε τώρα καθαρά πως έλειπε σχεδόν ολόκληρος ο παράμεσος. Κάπου είχε μαγκώσει του παιδιού το χεράκι μέσα στην αντάρα της φωτιάς και στα χαλάσματα. και το δαχτυλάκι του είχε κοπεί.

Το κουβάλησαν μαζί με τους γονείς του στο σπίτι της Ασπασίας, ενώ πάνω στο Βαρόσι το αρχοντικό των Χρηστομάνων είχε γίνει πια στάχτη.

Το φτωχό ζευγάρι με το μωρό είχε μείνει άστεγο. Τι θα απογίνονταν κανένας δεν ήξερε. Σε τέτοια καταστροφή το «Κοινόν Μελενίκου», μόλο που είχε τροποποιηθεί πριν από πέντε χρόνια με σκοπό να βελτιωθεί, τι θα μπορούσε να πρωτοκάνει;

Ο θείος Κώστας βρήκε τη λύση. Πρότεινε να πάρουν το ζευγάρι στα Σέρρας, ν’ απασχοληθούν και οι δυο στο κτήμα. Κι αν ήθελαν, θα τους βάφτιζε το παιδί.

«Έτσι έγινε κι άκουσε τ’ όνομά του ο νονός σου πριν πεθάνει» είπε η νονά. «Από τότε, το μικρό Θεοδόση, το γιο του Άγγελου και της Αργυρης Βεζούκα –έτσι έλεγαν τους γονείς του- τον πήρε ο θείος σου ο Κώστας υπό την προστασία του. Είκοσι χρονών παλικάρι έχει γίνει πια και είναι το χέρι το δεξί του Νούσκα και του Μανόλη στο Πεθελινό. Θα τον έχεις δει, δεν μπορεί. Όσες φορές έτυχε να πάμε μαζί στο κτήμα, όλο κάπου εκεί βρισκόταν».

Η Λισάφη προσπάθησε να θυμηθεί από πότε είχε να πάει στο κτήμα με τη νονά. Τα τελευταία χρόνια οι θείοι δεν ήθελαν να πηγαίνει η μητέρα τους εκεί. Το έβρισκαν επικίνδυνο να μετακινείται με την άμαξα. Ποτέ δεν ήξερες τι θα σου τύχει στο δρόμο – ληστείες και απαγωγές γίνονταν κάθε τόσο. την τελευταία φορά που θυμόταν λοιπόν η Λισάφη να βρέθηκε στο κτήμα, πρέπει να ήταν πριν από δύο χρόνια – τα δεκατέσσερα πρέπει να είχε κλείσει.

Ναι, τώρα θυμάται… Η άμαξα την είχε ζαλίσει πολύ εκείνη τη μέρα και δεν είχε βγει διόλου από το κονάκι. Άλλωστε, έξω δεν είχε τι να κάνει. Ο καιρός ήταν άσχημος και δεν μπορούσε να πλατσουρίσει στη λίμνη του Αχινού, να καμαρώσει τα λευκά και τα κίτρινα νερόκρινα ή να χαζέψει τις αγριόπαπιες να τσαλαβουτούν στα ρηχά για κανένα ψάρι… Ούτε καν λίγη βαρκάδα δεν μπορούσε να πάει. Και της άρεσαν τόσο εκείνες οι μακρόστενες βαρκούλες με την πλατιά καρίνα, τις μυτερές άκρες και τα κουπιά τα δεμένα στην κουπαστή με λουριά!

Είχε μείνει μέσα λοιπόν με τη ζαλάδα και την κακοκαιρία. Όσο για το νεαρό Θεοδόσιο που έλεγε η νονά… Όχι, δε θυμόταν να τον είχε ποτέ προσέξει…

«Εργατικό, πανέξυπνο παιδί, πρώτο τελείωσε το σχολείο και θέλει να σπουδάσει νομικά και οικονομικά» έλεγε τώρα η νονά. «Με τόσα χαρίσματα, ποιος δίνει σημασία στη μικρή εκείνη αναπηρία που του άφησε η αντάρα της πυρκαγιάς; Ποιος προσέχει ότι λείπει ένα του δάχτυλο στ’ αριστερό του το χέρι; Μεθαύριο μάλιστα, που θα είναι και πλούσιος… Ο θείος σου ο Κώστας θα του αφήσει το μερίδιό του στο κτήμα!»

Η Λισάφη δε μίλησε. Τι την ένοιαζε τώρα ο προστατευόμενος του θείου Κώστα με το κομμένο δάχτυλο; Τι σημασία είχαν τα προσόντα του και τ’ αράδιαζε η νονά;

Ή μήπως είχαν;  Ή μήπως της τα έλεγε όλ’ αυτά επειδή τον προόριζε γι’ άντρα της;  Και γι’ αυτό την κανοναρχούσε ότι θα την καλοπαντρέψει ο θείος Κώστας;

Φούντωσε από την ταραχή της. Μόλο που τη λάτρευε τη νονά, τελευταία ήταν στιγμές που ένιωθε να της εναντιώνεται.

Πήρε πάλι το πανί και τα ‘βαλε με το λεκέ από το κόκκινο κρασί στο πάτωμα, να κάνει κάτι να ξεθυμάνει.

«Εύχομαι να έχει καλή τύχη το παλικάρι» συνέχισε η νονά. «Όπως εύχομαι να έχει καλή τύχη το παλικάρι» συνέχισε η νονά. «Όπως εύχομαι να καλοτυχήσεις κι εσύ, κοριτσάκι μου. Κι όποιον κι αν παντρευτείς, να ζήσεις μαζί του αρμονικά και ειρηνικά. Όποιον κι αν διαλέξεις – γιατί τον άντρα σου εσύ θα τον διαλέξεις τελικά και κανένας άλλος».

Η Λισάφη παράτησε το πανί και ξανάσανε. Με τούτη τη φράση την τελευταία η νονά είχε γίνει πάλι η νονά που ήξερε. Η νονά που λάτρευε.

«Μια συμβουλή μόνο θα σου δώσω» συνέχισε κείνη. «να μη στήσεις το σπιτικό σου εδώ στο Μελένικο. Στα Σέρρας να ζήσεις. Μη με ρωτήσεις γιατί. Πες το προαίσθηση, πες το όπως θέλεις…»
Το καταστατικό του Μελενίκου (Πηγή)
Σχόλιο
Η παρουσίαση του Μελενίκου μέσα στον χρόνο είναι υποδειγματική. Η συγγραφέας ανασυνθέτει την εικόνα του ψηφίδα - ψηφίδα, μέσα από περιγραφές και γεγονότα σε διάφορες ιστορικές φάσεις, έτσι ώστε οι αναγνώστες να αποκτούν ως το τέλος του βιβλίου πλήρη αντίληψη της μορφής και της θέσης του στον ελληνικό κόσμο. Μαθαίνουμε για τη διατροφή (σ.26), την ενδυμασία (σ.97-8), τα διάφορα έθιμα και τις δοξασίες (σ.125, 149) των κατοίκων του, για την αρχιτεκτονική και την οικονομία του (σ.30), τις κοινωνικές αντιλήψεις (σ.91-2) και κάποια συμβάντα που χάραξαν το όνομά του στην ιστορία, όπως την υπογραφή των Διαταγών του Κοινού (σ.31, 209-10). Καθώς το έργο είναι προσανατολισμένο στο Μελένικο και τους ανθρώπους του, τα μεγάλα στρατιωτικά γεγονότα και οι διπλωματικές αποφάσεις κάθε εποχής δεν μπαίνουν στο επίκεντρο ούτε αφήνονται να "κλέψουν την παράσταση"· γίνονται σε μας αντιληπτά έμμεσα, από τον τρόπο που διαποτίζουν την καθημερινότητα των χαρακτήρων και επηρεάζουν την πλοκή.
Το Μελένικο (Melnik - Мелник) όπως είναι σήμερα
Ένα από τα σημεία που θα μπορούσαμε να σχολιάσουμε, είναι το μεγάλο ποσοστό «νεκρού χρόνου», χρόνου δηλαδή κατά τον οποίο η πλοκή δεν «τρέχει» στο (εκάστοτε) παρόν, αλλά ταξιδεύει στο παρελθόν, μέσα από διαφόρων τύπων αφηγηματικές ενότητες. Συλλογισμοί, αναλογισμοί, απολογισμοί, διηγήσεις, ανάγνωση σημειώσεων, γραμμάτων και άρθρων, ενημερώνουν μεν τον αναγνώστη, αλλά δεν συμβάλλουν στη ροή και αθροιστικά υπάρχει περίπτωση να κουράσουν. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στο κεφάλαιο με τίτλο Ανοιξιάτικη καταιγίδα, από τις 36 (σ.24-60) συνολικά σελίδες, σχεδόν οι 27 (δηλαδή τα τρία τέταρτα) στρέφουν το βλέμμα προς τα πίσω: άλλοτε (σ.25-32) με περιγραφές γεγονότων της προηγούμενης μέρας ή κάποια θύμηση (σ.36-37) της Αικατερίνης, άλλοτε (σ.39-47) μέσα από συλλογισμούς του Αναστασίου γύρω από την οικογένειά του, το παρελθόν του στην Αυστρία και τη συμβολή των Μελενικιωτών στον Αγώνα... πότε (σ.47-54) με όχημα έναν διάλογο του Αναστασίου με τον αδελφό του -με τη συνδρομή του οποίου ενημερωνόμαστε για την ιστορία του Βελεστινλή- και κάποτε με την ανάγνωση ενός αποσπάσματος σημειώσεων (σ.55) για τους εκτελεσθέντες και απελαθέντες συνεργάτες του Ρήγα, μέχρι τελικά οι έμμεσες αναφορές να κλείσουν με λίγα λόγια για την αντιπαλότητα ανάμεσα στις ελληνικές κοινότητες της Βιέννης (σ.56-58).
Το σπίτι του Ρήγα Βελεστινλή στη Βιέννη
Η συγγραφέας αποφεύγει για μια ακόμα φορά την παγίδα της μονομέρειας. Γιατί μπορεί στο κείμενο να ενημερωνόμαστε για τις καταπιέσεις που υφίσταντο οι ντόπιοι Μακεδόνες από τους Τούρκους (σ. 44) τις ληστρικές διαθέσεις (σ.248) και τις ωμότητες των Βουλγάρων, όμως ταυτόχρονα προβάλλεται και το ανθρώπινο πρόσωπο των βορείων γειτόνων. Η σκυταλοδρομία ανθρωπιάς που ξεκινάει από τη σκηνή που διαβάζουμε στο απόσπασμα, αποδεικνύει με έναν όμορφο τρόπο πως "Η ανθρωπιά δεν ξέρει φυλές και γένη" (παρότι η προτροπή «σώσε και συ ένα Ελληνάκι / Βουλγαράκι» καθόλου δεν αγνοεί τις φυλές), ενώ και στη σ. 237 η υπευθυνότητα που διακατέχει έναν Βούλγαρο αξιωματικό, σώζει την 13χρονη Αθηνά από έναν αγριεμένο στρατιώτη.
Με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913) το Μελένικο αποδόθηκε στη Βουλγαρία -
αριστερά του χάρτη απεικόνιση κομιτατζή και δεξιά υποδεκανέα του βουλγαρικού στρατού της εποχής

Στο κείμενο ξεδιπλώνονται αλληλένδετες ιστορίες ανάμεσα σε αρκετά πρόσωπα και πολλαπλά χρονικά επίπεδα. Οι γέφυρες που τα συνδέουν είναι κατά κύριο λόγο γεωγραφικές και κοινωνικές, αφού στο κέντρο της διήγησης βρίσκονται πάντα το Μελένικο (με τα μνημεία του) και οι οικογένειες Πέτροβιτς και Βεζούκα. Συνδετικό κρίκο ανάμεσα στις τρεις γενιές συνιστούν επίσης τα κειμήλια και οι παραδόσεις. Πρώτα απ' όλα, η παράξενης τεχνοτροπίας εικόνα της Αγίας Τριάδας που, χέρι με χέρι, ταξιδεύει στον χρόνο και δίνει στο μυθιστόρημα έναν τόνο μυστηρίου· προστατεύει με τη χάρη της διάφορα πρόσωπα, που σε κάποιες περιπτώσεις (σ. 93, 156, ίσως και 182) αλλάζουν την προγραμματισμένη τους πορεία, με αποτέλεσμα να σωθούν από ενέδρες ληστών. Μέσα στον χρόνο ταξιδεύει μαζί με το αίμα και τα κειμήλια της οικογένειας και μια σκοτεινή παράδοση, που μιλάει για γρουσουζιά από το χυμένο κόκκινο κρασί. Αυτή διαπερνάει ολόκληρο το έργο (σ.14, 27, 114, 173, 189, 287) και εμπνέει τον τίτλο του. Τέλος, τις ηρωίδες των τριών γενεών που παρακολουθούμε, ενώνουν οι ανεκπλήρωτοι πλατωνικοί τους έρωτες, που όταν ξεθυμαίνουν δίνουν τη θέση τους σε συντρόφους ζωής. Η Ελισάβετ Α' θέλει τον Βάλτερ, καταλήγει όμως με τον Θεοδόσιο Πέτροβιτς· η Λισάφη (Ελισάβετ Β') είναι ερωτευμένη με τον Κωνσταντίνο, αλλά τελικά την κερδίζει ο Θεοδόσιος Βεζούκας· και η Όλγα δεν μπορεί να ξεχάσει τον Απελλή, μέχρι που γνωρίζει τον Παύλο Παντίδη.
Αντιγράφουμε από τα Σερραϊκά Χρονικά (τ. 12, «Τιμητική εκδήλωση για τη Λότη Πέτροβιτς», σ. 165-182) μέρος της ομιλίας του καθηγητή Βασ. Αναγνωστόπουλου: Στο «Πανσερραϊκό Ημερολόγιο» του 1984 δημοσίευσε ένα άρθρο της με τίτλο «Τα Σέρρας του πατέρα μου», με το οποίο ερμηνεύεται, πιστεύω, ο ιδιαίτερος και βαθύς ψυχικός δεσμός της με την πόλη και την περιοχή των Σερρών. Γράφει λοιπόν: «Τα Σέρρας, όταν ήμουν παιδί, τα είχα στη φαντασία μου σαν τόπο απρόσιτο, σχεδόν μυθικό. Και ήταν τωόντι απρόσιτα εκείνη την εποχή, γιατί σαν άρχισα να νιώθω τον κόσμο -στα τρία, τέσσερα, πες στα πέντε μου χρόνια- οι μπότες των ναζί που βροντούσανε ρυθμικά στους δρόμους της δικής μου «πατρίδας» -της όμορφης τότε συνοικίας των Αθηνών, τα «Εξάρχεια» - έλιωναν κάτω από το βάρος τους κάθε κρυφή ελπίδα να δω κι εγώ με τα μάτια μου του πατέρα «τα Σέρρας», να γνωρίσω από κοντά την πόλη «που κάηκε και ξανακάηκε απ' τους Βουλγάρους, πρώτα στα 1913 και ύστερα πάλι στα '17», όπως τον άκουγα να διηγιέται· την πόλη όπου έζησε κείνος παιδί με τις αδελφές και με τους γονείς του, τη νενέ Πηνελόπη και τον παππού Μανόλη· τον τόπο όπου έζησαν ονομαστοί συγγενείς, σαν τον αδελφό του παππού, το θείο Νούσκα... κι όπου ζούσαν ακόμα ένα σωρό θείοι και τρεις πρώτες μου ξαδερφούλες...» Και παρακάτω θα συμπληρώσει: «Λίγο-λίγο, μετεωρίτες από του πατέρα τα Σέρρας τα μυθικά γνώριζα κι άλλους... ήταν φίλοι και συγγενείς, την οικογένεια Παπαλεξίου, την οικογένεια Μάρτζου, Ζία, Χόνδρου και Συμεωνίδη, τους συγγενείς μας Παπάζογλου, Ζλάτκου, Κοντού, Χρηστομάνου, Καπέτη... τις πρώτες ξαδέλφες, κόρες του θείου του Νούσκα, Καλλιόπη και Λίζα Πέτροβιτς, πασίγνωστη στην τότε Αθήνα ερυθροσταυρίτισσα εθελόντρια...» (από Λότη Πέτροβιτς - Ανδρουτσοπούλου, «Τα Σέρρας του πατέρα μου», Πανσερραϊκό Ημερολόγιο, τομ. 10/1984, σ. 32, 36 κεξ.)
Χρήση στην τάξη
Στο μάθημα της Ιστορίας, αποσπάσματα από το βιβλίο μπορούν να μας βοηθήσουν να μιλήσουμε για τον Μακεδονικό Αγώνα (σ.162-3 και 223-5) αλλά και τη λήξη των Βαλκανικών πολέμων με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913), που διπλασίασε την έκταση του ελληνικού κράτους. Επίσης, με αφορμή τα τελευταία κεφάλαια, θα μπορούσαμε να συζητήσουμε για την πολιτική της ανταλλαγής πληθυσμών, που την εποχή εκείνη ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη. Τι συναισθήματα μπορεί να έχει κάποιος που ξεριζώνεται από τον τόπο του αλλά οδηγείται σε ένα μέρος όπου δεν κινδυνεύει και που μπορεί να θεωρεί νέα του πατρίδα;

Στο παράρτημα των τελευταίων σελίδων συναντάμε τα οικογενειακά δέντρα των Πέτροβιτς και Βεζούκα. Με τη βοήθεια εκπαιδευτικού και γονέων, οι μαθητές θα μπορούσαν χρησιμοποιώντας πίνακες ή κάποιο σχετικό λογισμικό  να κατασκευάσουν τα δικά τους δέντρα. Αν η δραστηριότητα προκαλέσει το ενδιαφέρον τους, μπορούμε να την αναβαθμίσουμε: μετά από συνεντεύξεις με συγγενείς, συγκέντρωση παλιών φωτογραφιών ή κάποιου κειμηλίου, οι μαθητές μπορούν να παρουσιάσουν ιστορίες από το παρελθόν της οικογένειάς τους και σε μια τρίτη φάση να δοκιμάσουν να τις συνθέσουν με των συμμαθητών τους, πλάθοντας ένα κοινό παρελθόν για την τάξη.
απλοποιημένο γενεαλογικό δέντρο (Πηγή)
Επίσης, ίσως θα ήταν ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε την ιστορία της περίεργης εικόνας της Αγίας Τριάδας που διατηρεί πρωταγωνιστική θέση στο μυθιστόρημα. Από ποια χέρια περνάει μέσα στα χρόνια και ποιες γεωγραφικές διαδρομές ακολουθεί; Με βάση την περιγραφή της στη σελ.36, μήπως θα μπορούσαμε να την αποδώσουμε ζωγραφικά με ένα δικό μας σχέδιο;

Στο βιβλίο θα συναντήσουμε αρκετά γνωμικά που μεταφέρουν αντιλήψεις των παλαιότερων στις επόμενες γενιές, όπως «Ανάποδος χρόνος, μήνες δεκατρείς», «Ντροπή δεν είναι να μην ξέρεις, αλλά να μη θέλεις να μάθεις», «Λύπη και χαρά, κύματα της θάλασσας, η μια μετά την άλλη», «Η ανθρωπιά δεν ξέρει φυλές και γένη», «Χυμένο κόκκινο κρασί, τέλος κακό καλή αρχή». Μπορούν άραγε οι μαθητές να συγκεντρώσουν αντίστοιχες εκφράσεις που ακούν από το περιβάλλον τους στην σύγχρονη καθημερινότητα και να αναζητήσουν την προέλευσή τους στο διαδίκτυο;

Παρατηρώντας την παρακάτω εικόνα από το Μελένικο και με βοήθεια του κειμένου στις σ.72 και 212 του βιβλίου, ας προσπαθήσουμε να αναγνωρίσουμε που βρίσκεται ο Πύργος του Μπάμπουρα.

Share/Bookmark

Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2014

Στα ίχνη της Σπασμένης Σάρισας

Υπόθεση
Σ' ένα παραλιακό καπνοχώρι της Πύδνας στις αρχές της δεκαετίας του '60, μια παρέα παιδιών χαίρεται την ξεγνοιασιά των τελευταίων ημερών πριν ανοίξουν τα σχολεία. Όταν ο καιρός είναι καλός, απολαμβάνουν τους θησαυρούς της θάλασσας: γαρίδες, καβούρια, μύδια, κυδώνια. Όταν βρέχει, αναζητούν τους θησαυρούς που ξεβγάζει η γη τους, αφού τα χωράφια στο χωριό είναι γεμάτα αρχαιότητες. Όσα αντικείμενα τα θεωρούν πολύτιμα, τα συλλέγουν ή τα πουλάνε στον παλιατζή. Τα υπόλοιπα τα χρησιμοποιούν άλλοτε ως οικοδομικά υλικά και άλλοτε όπως τύχει: ως γλάστρες, ποτίστρες ή στηρίγματα νεροχύτη!

Μια μέρα, ο νονός του Διομήδη αγοράζει ένα τρακτέρ, που στο πρώτο του όργωμα θα φέρει στο φως έναν μεγάλο μακεδονικό τάφο. Τα παιδιά τον ερευνούν, αποσπούν μερικά ευρήματα και τα κρύβουν σε μια αποθήκη· όμως ο καταχθόνιος έμπορος των τρακτέρ καταφέρνει να τους τα αποσπάσει. Τότε ο πατέρας του Διομήδη στήνει μια έξυπνη παγίδα και βοηθάει την αστυνομία να συλλάβει τον αρχαιοκάπηλο και τους συνεργούς του.

Όταν σε λίγο καιρό το σχολείο ξεκινάει, ο νέος δάσκαλος του χωριού Αντώνιος Μανιά εμπνέει με τις πατριωτικές του θέσεις τα παιδιά και τους γονείς τους, ώστε ν' αρχίσουν να αντιμετωπίζουν με μεγαλύτερο σεβασμό τις αρχαιότητες του τόπου τους.

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Ακρίτας Παιδικά
Συγγραφέας: Ιουλία Ζαννάκη - Λιάλιου
Εικονογράφηση: Δημήτρης Καρατζαφέρης
ISBN: 978-960-328-201-4
Έτος 1ης Έκδοσης: 2003
Σελίδες: 170
Τιμή: περίπου 8 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Ε', Στ'

Κριτική
Απλοϊκό μυθιστόρημα πατριωτικού προσανατολισμού που εξετάζει το θέμα της αρχαιοκαπηλίας από την οπτική των αγροτικών πληθυσμών. Το κείμενο εμφανίζει κατά σημεία αρκετές αδυναμίες: Άλλοτε έλλειψη σαφήνειας και προσανατολισμού, άλλοτε αποσπασματικότητα (όπως π.χ. στην περίπτωση της αρχαίας ιστορίας που προσγειώνεται στη διήγηση χωρίς καμιά σύνδεση με τα προηγούμενα -και ελάχιστα επηρεάζοντας τα επόμενα), ενώ οι χαρακτήρες προβάλλουν μονοδιάστατοι. Η επιμέλεια θα μπορούσε κι αυτή να είναι πιο προσεγμένη, ώστε να αποφεύγονται αχρείαστα italics όπως στις σελίδες 9-12. Από άποψη περιεχομένου, εκτός από την χαριτωμένη ιδέα που στηρίζει την πλοκή, συναντάμε διάφορα θέματα που όμως θίγονται επιφανειακά (όπως το πέρασμα του πρωταγωνιστή στην εφηβεία, στο οποίο αφιερώνονται μόλις δύο σελίδες [139-140] και ο υπότιτλος του βιβλίου - ο οποίος για κάποιον λόγο δεν αναγράφεται στο εξώφυλλο) ενώ όταν στο τρίτο σκέλος της ιστορίας το ρόλο του πρωταγωνιστή αναλαμβάνει ο δάσκαλος, κάνει την εμφάνισή του και διδακτισμός. Τα εννέα κεφάλαια (από 5 έως 27 σελίδες το καθένα) του βιβλίου διαβάζονται ωστόσο γρήγορα, καθώς η πλοκή τρέχει και οι σελίδες είναι αραιά γραμμένες (λιγότερες από 200 λέξεις στην καθεμιά). Η εικονογράφηση είναι παρούσα και συμβάλλει αρκετά στην διαμόρφωση κλίματος. Τελικά, θα προτείναμε το βιβλίο περισσότερο σε παιδιά των μεγάλων τάξεων του Δημοτικού που ενδιαφέρονται για την αρχαιολογία ή τα απασχολεί το θέμα της αρχαιοκαπηλίας. 

  • Χαριτωμένη ιδέα πίσω από την πλοκή
  • Ρεαλιστική προσέγγιση της νοοτροπίας των χωρικών

  • Αρκετές οι αδυναμίες του κειμένου (αστοχίες, ασάφειες)
  • Σημεία που θα μπορούσαν να έχουν δουλευτεί περισσότερο
  • Προσεγγίσεις που μπορεί να παρεξηγηθούν από τους αναγνώστες

Αξίες - Θέματα
Ιστορία - Αρχαιολογία, Αρχαιοκαπηλία, Φιλία, Πατριωτισμός, Ειλικρίνεια, Υπευθυνότητα, Μακεδονία.

Σκηνές που ξεχωρίσαμε
Η σκηνή όπου τα παιδιά ανακαλύπτουν τον αρχαίο τάφο

Εικονογράφηση
Η εικονογράφηση συνοδεύει με αρκετή επιτυχία την ιστορία, ενώ οι πέντε ολοσέλιδες και αρκετές εμβόλιμες στο κείμενο ζωγραφιές συμβάλλουν στη διαμόρφωση του κλίματος και κάνουν την ανάγνωση πιο ευχάριστη.
Απόσπασμα
Άρχισαν να κυνηγιούνται ώσπου έφτασαν λαχανιασμένοι στο χωράφι.

- Κοίτα πώς το έκανε, είπε ο Μπάμπης δείχνοντας το φρεσκοοργωμένο κτήμα, αλοιφή!

Μα κανείς πια δεν τον άκουγε. Προχωρούσαν σκυμμένοι ο ένας πλάι στον άλλο όπως ήταν συμφωνημένο από παλιά. Ξαφνικά τα γαβγίσματα του σκύλου, που είχε προχωρήσει μπροστά τους, τράβηξαν την προσοχή τους. Στο κέντρο περίπου του χωραφιού, εκεί που σχηματιζότανε μια γούβα, το σκυλί γύριζε γύρω γύρω, οσφραινόταν και έσκαβε τη γη με τα πόδια του. Ο Ορέστης του σφύριξε μα αυτό δεν έδωσε καμιά σημασία. Εξακολούθησε να γαβγίζει στο ίδιο σημείο, μανιασμένα.

- Βρήκε λαγό, ενθουσιάστηκε η Μερόπη.

- Μη λες χαζομάρες, πού να βρεθεί εδώ ο λαγός, αρουραίο μυρίστηκε.

- Και τον παραφυλάει έξω από την τρύπα του, είπε ο Ορέστης και πήγε κοντά του. Έκανε να τον πιάσει από το περιλαίμιο και τότε είδαν έκπληκτοι το φίλο τους να βουλιάζει βγάζοντας μια κραυγή τρόμου.

- Το πόδι μου, το πόδι μου, φώναξε, βοήθεια βουλιάζω.

Τ’ αγόρια έτρεξαν κοντά του, τον άρπαξαν από τα χέρια και τον τράβηξαν έξω. Χώματα κατρακύλησαν στο κενό που άφησε…

- Πηγάδι, μουρμούρισε τρομαγμένη η Περσεφόνη.

- Το σκέπασμά του φαίνεται ότι έσυρε το πρωί το τρακτέρ, είπε ο Διομήδης.

- Τι πηγάδι και σαχλαμάρες, τρύπα αρουραίου βρήκε αυτός, είπε ο Κώστας.

- Το πόδι μου δε χώθηκε σε τρύπα αρουραίου, τον διέκοψε ταραγμένος ακόμη ο Ορέστης. Είχα πολύ κενό από κάτω αφού το κουνούσα πέρα δώθε. Ο Κώστας έσκυψε και αφουγκράστηκε τον ήχο που έκαναν τα χώματα και οι πέτρες που συνέχιζαν να πέφτουν.

- Έλα βρε Διομήδη ν’ ακούσεις.

Τα δυο αγόρια έσκυψαν και έστησαν αφτί.

- Ακούς; Σου φαίνεται σα να πέφτουν σε πηγάδι;

- Όχι, κάπου κοντά πέφτουν. Τα ακούω που φτάνουν στον πάτο.

- Λες να είναι καμιά σπηλιά; Είπε ο Κυριάκος.

- Έχεις το φακό μαζί σου; Τον ρώτησε ανυπόμονα ο Κώστας.

- Ναι. Έχει και καινούργια μπαταρία.

- Δεν πιστεύω να σκέπτεσαι να μπεις μέσα; Είπε φοβισμένη η Περσεφόνη.

- Και βέβαια θα μπω, φέρε εκείνη την τσάπα του Ανδρόνικου βρε Μπάμπη. Έτσι μπράβο, άιντε βοηθάτε, τι με κοιτάτε, πρέπει πρώτα να μεριάσουμε τα χώματα για να δούμε πόσο είναι το άνοιγμα. Εδώ πιάσαμε λαβράκι.

- Τι λες μωρέ Κώστα; Απόρησε η Μερόπη.

- Το έχει καταλάβει ως και ο Γκέκας και συ ακόμη εκείεει, την κορόιδεψε ο Διομήδης. Αρχαίος τάφος πρέπει να είναι, δεν το κατάλαβες ακόμη;

Τ’ αγόρια πήραν φωτιά. Ο Πέτρος με την τσάπα και οι άλλοι με τα χέρια έσκαβαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Σε λίγη ώρα είχαν ανοίξει ένα λάκκο και στο βάθος του κάτι άσπριζε.

- Τι σας έλεγα; Είπε θριαμβευτικά ο Κώστας. Γονατίζοντας καθάρισε την επιφάνεια. Να και το άνοιγμα.

Πράγματι, το τρακτέρ είχε σπρώξει το τελευταίο κομμάτι της σκεπής κι έτσι είχε δημιουργηθεί ένα στενό πέρασμα.

- Για δώσε μου το φακό, Κυριάκο. Τάφος είναι, μην πηδάτε όλοι μέσα, θα τον ξαναγεμίσετε χώματα.

- Τι κάνουμε τώρα; Ρώτησε ο Μπάμπης.

- Μπαίνουμε μέσα!

- Τι λες, βρε Κώστα, ούτε μωρό δε χωράει να περάσει από κει.

- Εσύ Μπαμπίκο μου, έτσι στρουμπουλός που είσαι σίγουρα δεν περνάς, είπε ζυγιάζοντας με το βλέμμα τους φίλους του. Ίσως περνάει ο Διομήδης. Πάψε βρε Γκέκα, μας ζάλισες.

- Γιατί γαβγίζει αυτός; Είπε η Περσεφόνη.

- Δεν ακούς που χαρχαλίζει ο μάγκας εκεί μέσα;

- Ποιος… μάγκας;

- Κοίτα την πώς γούρλωσε τα ματάκια της η γενναία, ποιος άλλος από τον πρόγονό σου τον Περσέα, έσκασε στα γέλια το αγόρι.

- Τυφλοπόντικας είναι, την καθησύχασε ο Ορέστης.

- Πάμε να φύγουμε, είπε η Μερόπη. Δε θα έχει και τίποτε μέσα. Έτσι επάνω επάνω που είναι θα τον έχουν αδειάσει.

- Όποιος θέλει φεύγει, εγώ πάντως θα μπω μέσα, επέμενε ο Κώστας. Ελάτε να σπρώξουμε λίγο την πέτρα, μπας και μπορέσουμε να την μετακινήσουμε λίγο ακόμη.

Ο Πέτρος και ο Ορέστης, που ήταν και οι πιο χειροδύναμοι, κατέβηκαν, στερέωσαν τα πόδια τους πίσω και έσπρωξαν με όλη τους τη δύναμη.

Κουνήθηκε… κουνήθηκε… ξεφώνισαν όλοι ενθουσιασμένοι.

- Μη ρίχνετε το βάρος σας επάνω, να σπρώχνετε και να ανασηκώνετε όσο μπορείτε, τους συμβούλεψε ο Κώστας και πήδησε πλάι τους.

- Ένα… δυο… τρία… οοοπ! Ένα δύο τρία οοοπ!

- Μετακινήθηκε μια παλάμη περίπου, είπε ο Διομήδης.

Ξαναέσπρωξαν, μα η πέτρα δε μετακινήθηκε ούτε χιλιοστό. Έκαναν ακόμη μερικές προσπάθειες, αλλά τίποτε!

- Βγείτε, χρειάζεται κι άλλο σκάψιμο, είπε ο Πέτρος. Εγώ θα σκάβω και σεις θα βγάζετε τα χώματα. Πρέπει να ελευθερώσουμε την πέτρα, να δούμε πόση είναι και από πού μπορούμε να τη σπρώξουμε. Αυτό κάνουμε στις οικοδομές, όταν ανοίγουμε με τον πατέρα μου τα θεμέλια, πρόσθεσε και αρπάζοντας την τσάπα άρχισε να σκάβει.

Τα αγόρια ξάπλωσαν και άρχισαν με τις χούφτες να τα παίρνουν και να τα πετούν πίσω τους. Η ώρα περνούσε, τα παιδιά ιδρωμένα είχαν γίνει ένα με τη γη. Σε λίγο ο σωρός γύρω από την πέτρα είχε αδειάσει και φαινόταν και ένα τμήμα της θολωτής οροφής. Το υνί είχε φαίνεται γαντζωθεί στην άκρη της στενόμακρης πέτρας και τν είχε σύρει αφήνοντας ένα μικρό κενό.

Τα αγόρια μπήκαν προσεκτικά στο λάκκο και άρχισαν να σπρώχνουν όλα μαζί.

- Ασήκωτη είναι, που να πάρει! Είπε λαχανιασμένος ο Κώστας.

- Άντε, λίγο ακόμη θέλει, τους ενθάρρυνε ο Διομήδης.

Τα κορίτσια παρακολουθούσαν με κομμένη ανάσα τις προσπάθειες των φίλων τους. Μόλις  μέριασε η πέτρα έβγαλαν κραυγές ενθουσιασμού.

- Τώρα μάλιστα, είπε ο Πέτρος.

- Για βγείτε να δω αν χωράω, είπε ανυπόμονα ο Κώστας.

- Άσε, θα μπω εγώ που είμαι πιο αδύνατος, είπε ο Διομήδης.

- Να κάτσεις εκεί που είσαι, τον εμπόδισε ο Μπάμπης αρπάζοντάς τον από την μπλούζα.

- Ρε Μπαμπίκο, δεν σταματάς να του κάνεις την νταντά. Ξάδερφός του είσαι, δεν είσαι κηδεμόνας του.

Το πρόσωπο του Διομήδη βάφτηκε κόκκινο από την προσβολή.

- Εσύ να μην ανακατεύεσαι, είπε στον ξάδερφό του οργισμένος. Είπα θα κατέβω και θα κατέβω.

Ξαφνικά, μέσα από το άνοιγμα ξεπετάχτηκε ένας τυφλοπόντικας πανικόβλητος και το σκυλί τον έστρωσε στο κυνήγι.

- Λοιπόν, πρώτα θα κατέβω εγώ και μετά ο Διομήδης, είπε αποφασιστικά ο Κώστας. Έχω βγει από το φεγγίτη του σχολείου, που το πλάτος του ήταν πιο στενό απ’ αυτό.

Σιγούρεψε το φακό στην τσέπη του, πέρασε κανονικά τα πόδια του, το σώμα του, ζυγιάστηκε για λίγο και πήδησε.

- Εντάξει; Ρώτησαν με αγωνία.

- Μια χαρά, μάλλον έπεσα στο σαλόνι.

Ο Διομήδης, μικρόσωμος και ευέλικτος, πέρασε εύκολα το σώμα του, μετά το κεφάλι του. Ο φακός φώτιζε αρκετά το χώρο. Είδε τον Κώστα αποκάτω να περιμένει να τον πιάσει. Άφησε τα χέρια του, πήδηξε στο πάτωμα, έχασε την ισορροπία του και χτύπησε στον τοίχο.

Γύρισε ξαφνιασμένος και είδε εκεί που ακούμπησε κάτι σαν ζωγραφιά.

- Κώστα, κοίτα, φώναξε έκπληκτος.

- Α, ρε. Τι είναι αυτό; Έχεις μαζί σου μαντίλι;

Έγνεψε αρνητικά.

- Τα κορίτσια σίγουρα θα έχουν. Πετάξτε κανένα μαντίλι ή κουρέλι να ξεσκονίσουμε λίγο, τους διέταξε.

- Δεν έχουμε μαντίλια, πάρτε τη ζακέτα μου, είπε η Περσεφόνη και την έριξε.

- Είσαι θησαυρός, την παίνεσε ο Κώστας ευχαριστημένος.

- Κώστα, Κώστα, φώτισέ μου εδώ και δώσε μου τη ζακέτα…

Το αγόρι με τρεμάμενο χέρι σκούπισε ένα σημείο του τοίχου και απόμεινε να κοιτά θαμπωμένο. Βιαστικά, δίχως να νοιάζεται για τη σκόνη που τον έλουζε, σκούπισε και το υπόλοιπο. Δε χόρταινε να βλέπει.

Δίπλα του, βουβός από θαυμασμό, ο Κώστας χάζευε τη ζωγραφιά.

- Έλα, βρήκατε τίποτε;

Οι φωνές των φίλων τους τούς συνέφεραν.

- Μια τοιχογραφία, φώναξε και την ξανασκούπισε προσεκτικά.

Ήταν μια αναπαράσταση, μια φωτογραφία θα έλεγε κανείς της παραλίας.

Στο λοφίσκο ήταν σταματημένη μια άμαξα με ένα κάτασπρο άλογο. Ο ηνίοχος κρατούσε τα γκέμια και όρθιος ατένιζε τη θάλασσα. Καθώς το φως έπεφτε πάνω της δημιουργούσε σκιές και αυτές έκαναν την εικόνα να φαντάζει ζωντανή, σαν να την έβλεπες από κάποιο παράθυρο που άνοιγε και σε γύριζε πίσω στο χρόνο που πέρασε.

Γύρισε από την άλλη πλευρά και με γρήγορες κινήσεις άρχισε να καθαρίζει τον τοίχο.

Εδώ υπήρχε μια σκηνή κυνηγιού. Ήταν σίγουρα ο ίδιος νέος, ψηλός, με σγουρά χρυσά μαλλιά, μόνο που εδώ κρατούσε τόξο. Τα σκυλιά έτρεχαν στο γνώριμο δάσος με τις λεύκες ενώ το θήραμα, ένα καταπληκτικά όμορφο ελάφι, πηδούσε πάνω από ένα ρυάκι, με τα μπροστινά του πόδια λυγισμένα και τα πίσω τεντωμένα έτσι που νόμιζες πως από στιγμή σε στιγμή θα ξεπετιότανε μπροστά σου, λεύτερο σαν τον άνεμο, απαλλαγμένο από τους διώκτες του, μακριά από το πετρωμένο τοπίο.

- Ελάτε βρε παιδιά, τι κάνετε εκεί κάτω, μη μας κοψοχολιάζετε, ακούστηκε παραπονιάρικη η φωνή της Μερόπης.

 - Έχει άλλη μια τοιχογραφία που δείχνει έναν κυνηγό, απάντησε ο Κώστας.

Τα λόγια του φίλου του αντήχησαν τόσο φτωχά, τόσο ψυχρά μπροστά σ’ αυτή την ασύλληπτη ομορφιά. Όσο και να προσπαθούσε θα ήταν αδύνατο να εκφράσει, να περιγράψει την κίνηση, τις λεπτές αποχρώσεις, την πλαστικότητα και την αρμονία της.

- Είναι πανέμορφες, δεν μπορώ να σας τις περιγράψω…

- Άσε την ενημέρωση και κοίταξε, εδώ υπάρχει ένα άνοιγμα με καμάρα που οδηγεί σε άλλο δωμάτιο· πίσω σου πρέπει να είναι η είσοδος, είπε ο Κώστας, κι έριξε το φως του φακού προς τα εκεί.

Ο Διομήδης γύρισε και κοίταξε. Πράγματι υπήρχε μια μαρμάρινη δίφυλλη πόρτα, που θα πρέπει να ήταν η είσοδος του τάφου.

- Πάμε στο άλλο δωμάτιο, εδώ δεν υπάρχει τίποτε, μόνον αυτά τα δύο κομμάτια μάρμαρο. Φαίνεται θα υπήρχε κάποιος πάγκος εδώ, είπε ο Κώστας.

- Λες να το έχουν αδειάσει;

- Άντε, προχώρα να δούμε.

Μα δεν τον άκουγε, το βλέμμα του είχε σταθεί μαγεμένο θαρρείς στις τοιχογραφίες.

- Άντε κουνήσου, τι έπαθες, φοβάσαι; Θύμωσε ο Κώστας και προχώρησε μπροστά με τη γνώριμη αποφασιστικότητά του. Πέρασαν στο άλλο δωμάτιο, ο Κώστας έριξε το φως γύρω γύρω και στάθηκε στο βάθος όπου κάτι διακρινότανε.

- Κι άλλος πάγκος πέτρινος. Γύρω γύρω είναι αγγεία και τέτοια, είπε ο φίλος του. Σιγά μην πατήσεις τίποτε.

Και τότε ο Διομήδης ένιωσε να τον διαπερνά ένα ξαφνικό ρίγος, πάγωσε, τα πόδια του άρχισαν να τρέμουν, κάτι απειλητικό τον τύλιξε, ο αέρας λιγόστεψε και του κόπηκε η αναπνοή. Τα μάτια του θόλωσα. «Θα λιποθυμήσω», σκέφθηκε και τσίμπησε δυνατά το χέρι του, «θα λιποθυμήσω και θα γίνω ρεζίλι». Κούνησε το κεφάλι του να ξεζαλιστεί και τσιμπήθηκε πάλι.

- Για κράτα το φακό και φέγγε εδώ κάτω, έτσι μπράβο, μην τον κουνάς και με ζαλίζεις.

Προσπαθούσε να κάνει ό,τι του έλεγε, όμως εκείνη η ανατριχίλα δεν έλεγε να του περάσει. Είδε με δέος το φίλο του να πιάνει ένα ένα τα αντικείμενα που βρίσκονταν γύρω από τον πάγκο και να τα μεριάζει.

- Ασύλητος είναι! Είπε θριαμβευτικά ο Κώστας.

Και οι λέξεις αυτές μεγάλωσαν την ταραχή του. Ένιωθε πίσω του καρφωμένα τα μάτια του νέου να τον παρακολουθούν θυμωμένα, γιατί παραβίασε το άδυτό του. Γιατί αγγίζανε τα δώρα των δικών του.

- Μα τι έπαθες, τρέμει το χέρι σου; Έλα κοντά και φέξε εδώ στον πάγκο, νευρίασε ο Κώστας.

- Αυτό μάλιστα, είπε σφυρίζοντας θαυμαστικά. Δώσε μου τη ζακέτα.

Την πήρε και την άπλωσε δίπλα του. Μετά ακούμπησε πάνω της με προσοχή το εύρημά του.

Τι είναι; Ψιθύρισε ο Διομήδης.

- Στεφάνι και ελπίζω χρυσό, του απάντησε αφοσιωμένος να κοιτάζει τώρα διάφορα μικροαντικείμενα.
Σχόλια
Από παιδαγωγική άποψη, υπάρχουν κάποια προβληματικά σημεία που οφείλουμε να επισημάνουμε. Καταρχάς, στο κείμενο συναντάμε συχνά πυκνά λέξεις και φράσεις άκομψες, όπως π.χ. «σκάστε ρε», «τι λες βρε βλάκα» «άντε ρε χέστη» κτλ. που χρησιμοποιεί ο "περπατημένος" της παρέας, Κώστας. Έπειτα, η ηθική διάσταση κάποιων γεγονότων βάζει σε σκέψεις· το ότι π.χ. ο νεαρός Διομήδης δεν εμπιστεύεται τον ίδιο του τον παππού και φοβάται μήπως τον κορόιδεψε για να μην του δώσει μερτικό (σ.41), ή το ότι μπροστά στα μάτια του η γιαγιά του κλέβει έναν έμπορο στο μέτρημα (σ.52) χωρίς κανείς να ασκήσει κριτική, είναι θέματα που καλό είναι να προσέξουμε. Από την άλλη, το ότι τα παιδιά συνεργάζονται για να αποσπάσουν τα πολύτιμα ευρήματα από τον αρχαίο τάφο, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε πως δίνει ένα θετικό μήνυμα, ακόμα και αν η ενέργειά τους αυτή είναι παράνομη. Και πάλι ωστόσο, το γεγονός ότι το ζήτημα με τον αρχαιοκάπηλο λύνεται τελικά χάρη σ' ένα σχέδιο που συλλαμβάνει, οργανώνει και εκτελεί χωρίς τη συμμετοχή των παιδιών ο πατέρας του Διομήδη, υποβιβάζει τελικά τους νεαρούς ήρωες σε απλούς παρατηρητές.
Στο τρίτο μέρος του βιβλίου, ο δάσκαλος Αντώνης Μανιά, βάζει με το αυστηρό του ύφος τους μαθητές -αλλά και τους αναγνώστες- στη θέση τους, με ένα ρεσιτάλ "πατριωτικών" εκφράσεων που ίσως αποδίδουν ως έναν  βαθμό το εκπαιδευτικό κλίμα της εποχής, χρήζουν ωστόσο ανάλυσης. Μεταξύ άλλων, διαβάζουμε τα:
...αν δεν έχεις το θάρρος να το πεις κατάμουτρα, να φορέσεις φουστάνια (σ.141)
...είμαστε όλοι στρατιώτες (σ.144)
...Όλοι είμαστε μια φυλή. Μια αθάνατη φυλή (σ.160)

Τα παιδιά φαίνεται να επηρεάζονται έντονα από τη διδασκαλία του (σ.167) Όταν ο δάσκαλος τελείωσε, τα νύχια του παιδιού είχαν πληγώσει τις χούφτες του, και χρησιμοποιούν τα διδάγματά του όπως τύχει (σ. 96)
- Πας μη Έλλην βάρβαρος, είπε σιγανά ο Γιώτης
- Τι είπες; ρώτησε ξαφνιασμένος ο Ορέστης. 
- Θυμάστε τι μας είχε πει ο δάσκαλος ότι έλεγαν οι Αρχαίοι; Ότι όποιος δεν ήταν Έλληνας, ήταν βάρβαρος, τους εξήγησε ο Γιώτης.
Στο κείμενο θα συναντήσουμε κάποιες ασυνήθιστες λέξεις χωρίς ερμηνεία, που όμως οι μαθητές ίσως είναι σε θέση να καταλάβουν από τα συμφραζόμενα. Τέτοιες είναι οι κουρσούμι (= κάτι βαρύ), γκλαβανή (=καταπακτή), αγαντάρω (=πιάνομαι), κ.ά.

Στο τελευταίο μέρος της ιστορίας, κάνουν αναπάντεχα την εμφάνισή τους δυο - τρία σημεία με χιούμορ, το οποίο συνήθως αφορά την παχυσαρκία.
- Μπάμπη, είπα να μαζεύουμε κουκουνάρια, όχι να τα τρώμε.
- Αυτός κύριε μια ζωή πεινάει, είπε ο Διομήδης. 
Ο Μπάμπης κατέβασε ντροπιασμένος το κεφάλι.
- Μη στεναχωριέσαι κι εγώ έτσι ήμουν, τον παρηγόρησε ο δάσκαλος κτυπώντας τον φιλικά στην πλάτη. Μια ζωή μασουλούσα ό,τι έβρισκα. Το παιδί τον κοίταξε με ευγνωμοσύνη.
- Αλήθεια κύριε; είπε δύσπιστα.
- Ναι, αλλά ποτέ δεν έφαγα το φυτώριο του δασκάλου μου, απάντησε σοβαρά σοβαρά εκείνος.
Τέλος, συναντάμε αναφορές σε αρχαία νομίσματα, τις οποίες θα μπορούσαμε να αξιοποιήσουμε στην τάξη με διάφορους τρόπους (κάποιους από αυτούς θα τους βρείτε στην προηγούμενη ανάρτηση), αφού όμως πρώτα διορθώσουμε τις πληροφορίες που δίνονται στο κείμενο. Στη σ.125 γίνεται λόγος για ένα τετράδραχμο με την επιγραφή AESILLAS, που εικονίζει από τη μια όψη γυναικεία κεφαλή (δεν είναι γυναίκα αλλά ο Μέγας Αλέξανδρος) και από την άλλη ρόπαλο [το σύμβολο του Ηρακλή, που συνοδεύεται από το γράμμα q -όπως λέμε Quaestor-, ένα σκαμνάκι και ένα κουβαδάκι, που τα χρησιμοποιούσε ο quaestor στην εργασία του]. Στις σ.67-68 περιγράφεται ένα νόμισμα (βλ. πιο πάνω) που στη μία όψη έχει λουλούδι και στην άλλη κεφάλι Μέδουσας (η οποία δεν είναι Μέδουσα αλλά ο θεός Ήλιος, προστάτης της Ρόδου) και τα γράμματα ΖΩ.
Χρήση στην τάξη
Σε συνδυασμό με τα συγκλονιστικά νέα για τις καρυάτιδες που ήρθαν στο φως στον -δυστυχώς μάλλον συλημένο- τάφο της Αμφίπολης, το βιβλίο μπορεί να μας δώσει αφορμή να συζητήσουμε για το ζήτημα της αρχαιοκαπηλίας. Ποιους ονομάζουμε αρχαιοκάπηλους και γιατί θεωρείται κακό αυτό που κάνουν; Σε ποιους ανήκουν οι αρχαιότητες που ανακαλύπτουμε στο έδαφος της χώρας μας και πώς καταλήγουν στο εξωτερικό; Ποια άραγε είναι τα κίνητρα των εμπόρων αρχαιοτήτων και τι οδηγεί τους αγρότες να τους πουλάνε τα αρχαία που βρίσκουν στα χωράφια τους; Σε προσωπικό επίπεδο: Ποιες πρέπει να είναι οι πρώτες ενέργειές μας αν κατά τύχη ανακαλύψουμε κάποιο αρχαίο αντικείμενο; Και τι θα λέγαμε αν συναντούσαμε κάποιον αγρότη να μεταφέρει αρχαία; Διαβάστε εδώ χθεσινό άρθρο του BBC για ένα 11χρονο αγόρι από την Κίνα που ανακάλυψε ένα αρχαίο μαχαίρι σε ποτάμι κοντά στο σπίτι του και αντιστάθηκε στις «σειρήνες» των εμπόρων.

Θυμίζουμε το επεισόδιο από τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη και το παραθέτουμε μαζί με το σχόλιο του ποιητή Γιώργου Σεφέρη (πηγή):
«Είχα δυο αγάλματα περίφημα, μια γυναίκα κι ένα βασιλόπουλο, ατόφια -φαίνονταν οι φλέβες, τόση εντέλειαν είχαν. Όταν χάλασαν τον Πόρο, τά 'χαν πάρει κάτι στρατιώτες, και στ’ Άργος θα τα πουλούσαν κάτι Ευρωπαίων· χίλια τάλαρα γύρευαν [...] Πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα: «Αυτά, και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μην το καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Γι’αυτά πολεμήσαμε» (Β΄ 303). Καταλαβαίνετε. Δε μιλά ο Λόρδος Βύρων, μήτε ο λογιότατος, μήτε ο αρχαιολόγος· μιλά ένας γιος τσοπάνηδων της Ρούμελης με το σώμα γεμάτο πληγές. «Γι’αυτά πολεμήσαμε». Δεκαπέντε χρυσοποίκιλτες ακαδημίες δεν αξίζουν την κουβέντα αυτού του ανθρώπου.
Η πρόσφατη συνέντευξη του 82χρονου Κ.Ε. στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, απαντάει σε κάποια από τα παραπάνω ερωτήματα: 
«Το 1953, πήγα φαντάρος. Στο χωριό είχε πολλή φτώχεια… Όταν γύρισα, μαζί με τον αδερφό μου ξεκινήσαμε να βγάζουμε τις οβίδες από τον λόφο. Είχαν μείνει πολλές από τον Βαλκανικό πόλεμο. Βγάζαμε μολύβια και 'τούντσια' και τα πουλούσαμε στη Θεσσαλονίκη, δώδεκα δραχμές το κιλό. Τις βρίσκαμε εύκολα, γιατί, όταν χτυπούσε η οβίδα, άφηνε ίχνη καπνού στα βράχια, ήταν ζεστή και άφηνε καπνούς. Υπήρχαν, όμως, τρύπες που δεν είχαν καπνούς. Σκάψαμε... ήταν τάφοι. Εδώ έσκαβαν όλοι. Ο τόπος είναι ημίβραχος, έσκαβες δέκα πόντους και φαινόταν, αν ήταν σκαμμένος ο τάφος. Σκάβαμε κυρίως στην Ακρόπολη, απέναντι από το σημερινό Αρχαιολογικό Μουσείο, στα 'καλά μνήματα', έμειναν οι πλούσιοι εκεί. Άνοιξα πολλούς τάφους: αν ήταν γυναικείος ο τάφος, βρίσκαμε χρυσά σκουλαρίκια, περιδέραια και καρφίτσες, αν ήταν αντρικός κάποια αντικείμενα και δακτυλίδια. Πηγαίναμε βράδυ, ήμασταν το πολύ δυο-τρεις. Τα πουλούσαμε στον έμπορο και ο καθένας έπαιρνε το μερτικό τους. Η συναλλαγή γινόταν στη Θεσσαλονίκη. Αν έβρισκες κάτι, έπαιρνες τον έμπορο και του το έλεγες. Έβρισκαν και αγαλματίδια και τα πουλούσαν στους μεγάλους αρχαιοκάπηλους ή σε αυτούς που έκαναν συλλογές»

«Το 1955 ήρθε ο αρχαιολόγος από την Καβάλα, ο Δημήτρης Λαζαρίδης και ξεκίνησε τις αρχαιολογικές εργασίες. Είχα βρει τότε τριάντα αγαλματίδια, δούλευα στον δρόμο και άνοιγα τη διακλάδωση προς το χωριό μέσα, φαρδαίναμε τον δρόμο, τριάντα κούκλες, περιστέρια "αλεπές" και γυναικεία πρόσωπα, τα παρέδωσα στο Λαζαρίδη. Δεν μου έδωσαν καμία αμοιβή... Μια μέρα, καθώς άνοιγε τον δρόμο η μπουλντόζα, πετάχτηκε ένα κεφάλι μαρμάρινο. Το παρέδωσα και αυτό, αλλά λεφτά δεν πήρα ακόμη.»
Η εκπληκτική έκθεση "Μακεδονικοί Θησαυροί" μας περιμένει στο
Νέο Αρχαιολογικό Μουσείο Πέλλας ως το τέλος Σεπτεμβρίου
Αντίστοιχα με τα παραπάνω συμπεραίνουμε και από τη συνέντευξη συνταξιούχου αρχαιοφύλακα στην οποία διαβάζουμε: «κατά τη διάρκεια της 30ετούς υπηρεσίας του ήρθε πολλές φορές πρόσωπο με πρόσωπο ακόμα και με συμπατριώτες του που επιζητούσαν αρχαίους θησαυρούς για να λύσουν το οικονομικό τους πρόβλημα.

Συμπατριώτης του φέρεται να ήταν και ο αγρότης που στις αρχές της δεκαετίας του 1960 έπεσε πάνω στο μοναδικής αξίας και ομορφιάς μακεδονικό στεφάνι που από την Αμφίπολη κατέληξε στο Λος Άντζελες μέσω Γερμανίας και Αυστρίας. Το στεφάνι κατασκευάστηκε από το ίδιο εργαστήριο με το στεφάνι του Φιλίππου Β' που βρέθηκε στη χρυσή λάρνακα στον τάφο του στη Βεργίνα. Συνδέθηκε δε με ένα από τα μεγαλύτερα κυκλώματα αρχαιοκαπηλίας που έδρασαν στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1990, με ιθύνοντα νου τον Ιταλό αρχαιοπώλη Νίνο Σαβόκα.

Έχοντας Έλληνες συνεργάτες, ο Σαβόκα ήρθε σε επαφή με τον αγρότη που του παρουσίασε ως πειστήριο μια φωτογραφία έχοντας στο κεφάλι του το χρυσό στεφάνι. Ο Σερραίος λαθρανασκαφέας ήταν σκληρός διαπραγματευτής στην τιμή κάτι που εξόργισε τον Σαβόκα. Τελικά το αγόρασε, με το αντίτιμο να παραμένει άγνωστο, και το στεφάνι κατέληξε στο αρχαιοπωλείο που διατηρούσε στο Μόναχο, αναζητώντας επίδοξους αγοραστές, λάτρεις της αρχαίας τέχνης. Ενώ για πολλά χρόνια είχε μείνει στα αζήτητα, με τη μεσολάβηση δύο Ελλήνων και τη βοήθεια ενός Σέρβου, το στεφάνι κατέληξε στο Μουσείο Γκετί των ΗΠΑ έναντι 1.150.000 δολαρίων τον Ιούλιο του 1993.Οι ενέργειες του ελληνικού υπουργείου Πολιτισμού βοήθησαν στον επαναπατρισμό του το 2007.»
Χάρτης με τις χώρες απ' όπου τα αρχαία νομίσματα προωθούνται στη διεθνή αγορά (Πηγή)
Η σκηνή στο βιβλίο όπου ο δάσκαλος παροτρύνει τα παιδιά να συγκεντρώσουν τα αρχαία που βρίσκονται στην κατοχή των χωρικών (σ.153) Να φέρει ο καθένας ό,τι έχει, από νομίσματα μέχρι αγάλματα. Να τα συγκεντρώσουμε και να ειδοποιήσουμε την Αρχαιολογική υπηρεσία να έρθει να τα πάρει θυμίζει αρκετά την πρωτοβουλία του αρχαιολόγου Λαζαρίδη να γυρίσει το χωριό της Αμφίπολης και να μαζέψει τα αρχαία που στόλιζαν τα σπίτια Ο Λαζαρίδης έβγαινε με μια τσάντα στο χωριό και μάζευε ό,τι μπορούσε, ζητούσε ό,τι είχε βρει ο καθένας να του το παραδώσει και τότε τα παρέδωσα και εγώ. Όταν τα παιδιά είναι ευαισθητοποιημένα, είναι πιο εύκολο να ενεργοποιήσουν και τους γονείς τους σε σχετικά ζητήματα.

Ας δοκιμάσουμε λοιπόν στην τάξη να κατασκευάσουμε μια αφίσα ενημέρωσης γύρω από το πρόβλημα της αρχαιοκαπηλίας, που θα απευθύνεται στους συμμαθητές και τους γονείς.
Τα γεγονότα του μυθιστορήματος τοποθετούνται γεωγραφικά σ' ένα παραθαλάσσιο χωριό της Πύδνας. Στις εικόνες που ακολουθούν, η θέση του δημοτικού διαμερίσματος Πύδνας στον χάρτη και μια φωτογραφία από την Αλυκή Πιερίας.


Share/Bookmark