Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αξιοπρέπεια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αξιοπρέπεια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2015

Οφσάιντ

Υπόθεση
Αυστρία 1938. Ο μικρός Μάρκους είναι μεγάλος θαυμαστής του αρχηγού της εθνικής ομάδας, Ματίας Ζίντελαρ. Δεν βλέπει την ώρα να τον δει να αγωνίζεται σε λίγες μέρες, όταν και έχει οριστεί ο τελευταίος αγώνας της αυστριακής Wunderteam με την εθνική Γερμανίας, πριν την υποχρεωτική τους ένωση εξαιτίας της εισβολής των ναζί. Ο πατέρας του Μάρκους είναι μέλος μιας μυστικής αντιστασιακής ομάδας και προσπαθεί να πείσει τον παίκτη να μην παίξει. 

Την ημέρα του αγώνα, ο Μάρκους με τον πατέρα του είναι στο γήπεδο. Οι φήμες λένε ότι έχει ζητηθεί από τους παίκτες της Εθνικής Αυστρίας να χάσουν, όμως ο Ζίντελαρ παίζει παθιασμένα και οδηγεί την ομάδα του στη νίκη! Το πλήθος στις εξέδρες ζητωκραυγάζει, οι Γερμανοί επίσημοι χαιρετούν πικραμένοι, όμως ο αρχηγός τους ταπεινώνει, καθώς αρνείται να υψώσει το χέρι του ναζιστικά. Ο Μάρκους δεν καταλαβαίνει τι ακριβώς συμβαίνει. Γιατί χειροκροτάει ο πατέρας του δακρυσμένος; 
  
Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Κόκκινο
Συγγραφέας: Fabrizio Silei
Μετάφραση: Ελένη Κατσαμά, Φίλιππος Μανδηλαράς
Εικονογράφηση: Maurizio A.C. Quarello
Τίτλος πρωτοτύπου: Fuorigioco
ISBN: 978-618-5005-12-2
Έτος 1ης Έκδοσης: 2014 (στα ελληνικά 2014)
Σελίδες: 40
Τιμή: περίπου 13 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Στ', Γυμνάσιο

Κριτική
Συγκινητικό διήγημα, βασισμένο σε έναν πραγματικό ποδοσφαιρικό αγώνα που έλαβε χώρα στις 2 Απριλίου του 1938. Με σύντομες, κοφτές προτάσεις, η μετάφραση αναπαράγει την απειλητική ατμόσφαιρα της εποχής και αφήνει μια σκληρή γεύση, που ενισχύεται από την κάπως σκοτεινή, φωτορεαλιστική απόδοση των μορφών. Η έκδοση είναι φροντισμένη, σε μεγάλο μέγεθος, με σκληρό εξώφυλλο και χαρτί πολυτελείας. Παρά τις λίγες, κοντά 2.000 λέξεις του και την πλούσια εικονογράφηση, στοιχεία που θα μπορούσαν να παραπέμπουν σε ανάγνωσμα για μικρότερες ηλικίες, το βιβλίο απευθύνεται περισσότερο σε μαθητές γυμνασίου, μια και το περιεχόμενό του είναι αρκετά «βαρύ».

  • Πραγματικά γεγονότα
  • Ωφέλιμα μηνύματα
  • Πολυτελής έκδοση

Αξίες - Θέματα
Ιστορία, Αξιοπρέπεια, Ποδόσφαιρο

Σκηνές που ξεχωρίσαμε
Όταν ο Ματίας Ζίντελαρ αποφασίζει να μην ανταποδώσει τον ναζιστικό χαιρετισμό, γεμίζοντας τους συμπατριώτες του με περηφάνια.

Εικονογράφηση
Πλούσια εικονογράφηση που μας δίνει μια ολοσέλιδη ζωγραφιά για κάθε σελίδα κειμένου και αρκετά όμορφα «σαλόνια» με στιγμιότυπα του ποδοσφαιρικού αγώνα. Το φωτορεαλιστικό στυλ απεικόνισης που έχει επιλέξει ο εικονογράφος, παραπέμπει σε σχέδια παλαιότερων δεκαετιών, αποδίδοντας το κλίμα της εποχής στην οποία διαδραματίζονται τα γεγονότα.
Απόσπασμα 
Ο Ζίντελαρ και τα παιδιά της ομάδας έχουν αποφασίσει να παίξουν, 
αν και κυκλοφορούν φήμες πως τους έχει ζητηθεί να χάσουν. 

Είναι η μέρα του αγώνα.

Ο Μάρκους και ο πατέρας του μπαίνουν στο κατάμεστο στάδιο Πράτερ
πιασμένοι χέρι-χέρι για να μη χαθούν.

Στην εξέδρα των επισήμων κάθεται επιβλητικός ο υπεύθυνος
αθλητισμού της ναζιστικής Γερμανίας. Από τα μεγάφωνα ακούγονται
εμβατήρια και προπαγανδιστικές ανακοινώσεις. 

Η κάμερα καταγράφει τα πάντα γι ανα μην ξεχάσουν
οι επόμενες γενιές τη μεγάλη μέρα. Η ομάδα της Γερμανίας
θεωρείται από τις εφημερίδες το μεγάλο φαβορί.

Ο πατέρας του Μάρκους έχει μαζί του την ερυθρόλευκη σημαία
της Βούντερτιμ με την ασπίδα και τον αυστριακό αετό.

Οι παίκτες μπαίνουν στο γήπεδο. 

Ο πατέρας του Μάρκους ελπίζει με όλη του την ψυχή 
να μην είναι ανάμεσα τους ο Ζίντελαρ. Είναι, όμως...

Απέτυχε.

Ο Μάρκους πετάγεται όρθιος.
«Να ο Ζίντελαρ! Τον βλέπεις; Σιγά μην τον συλλάμβαναν. Είναι ακόμη αρχηγός!»

«Καλά, εσύ με ποιους είσαι; Με τους Γερμανούς ή με μας;» τον ρωτάει σοβαρός ο πατέρας.

«Το ρωτάς; Με μας είμαι. Με τον Ζίντελαρ! Κι έπειτα, 
το ίδιο δεν είναι; Αύριο θα είμαστε μια ενωμένη, ανίκητη ομάδα
όπως είμαστε ήδη ένα ενωμένο έθνος!» καταλήγει χαρούμενος ο Μάρκους

«Αφού το λες...» μουρμουρίζει ο πατέρας.

Στο στάδιο Πράτερ ακούγεται το σφύριγμα της έναρξης του αγώνα.

Το παιχνίδι είναι απ' την αρχή πολύ σκληρό. Γρήγορα καταλαβαίνει
κανείς ότι κάθε άλλο παρά φιλικό είναι. Οι Γερμανοί ρίχνονται δυνατά
στην επίθεση κι ο Αυστριακός τερματοφύλακας αναγκάζεται να κάνει 
μερικές εκπληκτικές αποκρούσεις.

Οι οπαδοί τον αποθεώνουν, ενώ η γεμάτη με Γερμανούς και ναζί 
εξέδρα των επισήμων χειροκροτεί περιμένοντας το γκολ.

Σύντομα, όμως, οι παίκτες της Βούντερτιμ ισορροπούν το παιχνίδι 
και μοιάζουν να ξεχνάνε το ειδικό βάρος του αντιπάλου τους.

Είναι ξεκάθαρο πια ότι βρίσκονται εκεί για να κάνουν αυτό
που ξέρουν να κάνουν καλύτερα: να παίζουν ποδόσφαιρο.

Ναι. Παίζουν για τη νίκη κα μόνο για τη νίκη!

Στο 17ο λεπτό του δευτέρου ημιχρόνου ο Ζίντελαρ πετάγεται 
ανάμεσα σε δύο αντιπάλους και καταφέρνει να σκοράρει.

Το γήπεδο ξεσπάει σε πανηγυρισμούς και ο Μάρκους 
με τον πατέρα του σηκώνονται όρθιοι, χειροκροτούν και αγκαλιάζονται.
Σχόλια
Ακόμα και μέτριας εμπειρίας αναγνώστες, μαθητές της Στ' που διάβασαν το βιβλίο, φαίνεται πως βρήκαν κάποια σημεία δυσνόητα. Θεωρώ ότι αν θέλουμε να παρουσιάσουμε το βιβιλίο στην τάξη, ίσως θα μπορούσε να βοηθήσει μια εισαγωγή με πληροφορίες για το Anschluss και την κατάσταση στην Αυστρία του μεσοπολέμου, αφού οι προϋπάρχουσες σχετικές γνώσεις των Έλληνων μαθητών είναι ελάχιστες.
Η υποδοχή των Γερμανών από τους Αυστριακούς
Τα δύο προσωνύμια του Sindelar ήταν "ο χάρτινος" (Der Papierene - Man of Paper) και "ο Μότσαρτ του ποδοσφαίρου". Σχετικά με το δεύτερο, δεν νομίζω ότι χρειάζεται κάποια εξήγηση, αφού ο παίκτης (παρότι οι γονείς του ήταν μετανάστες από το Koslov της Μοραβίας) μεγάλωσε στην Αυστρία, την πατρίδα του μεγάλου μουσουργού. Σχετικά με το πρώτο του παρατσούκλι, η κυρίαρχη άποψη θεωρεί πως του δόθηκε εξαιτίας της ισχνής σωματικής του διάπλασης, ενώ μια άλλη που έχει τη βάση της στον αγγλικό τύπο, συνδέεται με την έκφραση μόνο ένας άνθρωπος από χαρτί θα μπορούσε να περάσει μέσα από τόσο σφιχτές άμυνες!
Ο "χάρτινος" Ζίντελαρ προσποιείται και οι αντίπαλοι αμυντικοί σωριάζονται στο γρασίδι (πηγή)
Όπως ωστόσο αποδείχτηκε από την ηρωική του συμπεριφορά, η καρδιά του μόνο χάρτινη δεν ήταν... Για να μπορέσουμε να αντιληφθούμε το πόση γενναιότητα απαιτούσε η πράξη του να μην χαιρετίσει ναζιστικά τους Γερμανούς επισήμους, αλλά και το μέγεθος της προσβολής προς το καθεστώς του Χίτλερ, αρκεί να αναφέρουμε το ακόλουθο γεγονός: Στις 14 Μαΐου του 1938, έναν περίπου μήνα μετά το παιχνίδι που περιγράφεται στο βιβλίο, η εθνική ομάδα ποδοσφαίρου της Αγγλίας βρέθηκε στο Βερολίνο για έναν φιλικό αγώνα, που σκοπό είχε να κατευνάσει τα (πολιτικά) πνεύματα. Οι παίκτες της, ακολουθώντας αναντίρρητα τις άνωθεν εντολές τους (βλ. πρωθυπουργός Τσάμπερλαιν), ύψωσαν ομαδικά το χέρι και χαιρέτισαν ναζιστικά το πλήθος, κάτι που βέβαια ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στην πατρίδα τους.
Η εθνική Αγγλίας (αριστερά) σε μια γκρίζα στιγμή της ιστορίας της (πηγή)
Πόσο εύκολο είναι άραγε να ακολουθήσεις τον σωστό δρόμο, όταν όλοι οι υπόλοιποι κάνουν το αντίθετο; Το κοινωνικό πείραμα συμμόρφωσης που πραγματοποίησε το 1951 ο Solomon Asch, απέδειξε ότι οι άνθρωποι προτιμούμε να διαλέγουμε το λάθος, παρά να διαλέγουμε το διαφορετικό. Κάτι που σημαίνει φυσικά ότι το να ορθώνει κανείς το ανάστημά του απέναντι σε ένα ολόκληρο καθεστώς, απαιτεί αξιοπρέπεια και τεράστια αποθέματα θάρρους. Ο Sindelar, ωστόσο, δεν πρέπει να ένιωθε πως με τη γενναία του πράξη σήκωνε κάποιον σταυρό μόνος ενάντια σε όλους. Ήξερε ότι αντιπροσώπευε χιλιάδες Αυστριακούς που ήθελαν την πατρίδα τους ανεξάρτητη, αλλά και πως η στάση του θα τους γέμιζε υπερηφάνεια. Για να παινέψουμε το σπίτι μας, να θυμίσουμε και την αντίστοιχη δήλωση αξιοπρέπειας - απάντηση του Μενέλαου Λουντέμη στο δικαστήριο το 1956, όταν μετά από 8 χρόνια εξορίας του ζήτησαν να αποκηρύξει τα πολιτικά του πιστεύω: Χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια δύο. Δεν θα τα κάνω πάλι τέσσερα εγώ, απάντησε.
Η φωτογραφία που ενέπνευσε το εξώφυλλο του βιβλίου (πηγή)
Χρήση στην τάξη
Το ποδόσφαιρο είναι με διαφορά το πλέον αγαπημένο άθλημα ανάμεσα στις μικρές ηλικίες. Οι μαθητές τα τελευταία χρόνια είναι συνήθως χωρισμένοι σε δύο στρατόπεδα: το ένα υποστηρίζει τον (δυστυχώς τραυματία αυτό τον καιρό) Μέσι και το άλλο τον Κριστιάνο Ρονάλντο. Παίκτες με μεγάλο ταλέντο, αλλά και εντελώς διαφορετικούς σε χαρακτήρα. Είναι λοιπόν μάλλον εύκολο να συζητήσουμε με τα παιδιά της τάξης, το πόση σημασία μπορεί να έχει για τους θαυμαστές η προσωπικότητα και οι επιλογές ενός ποδοσφαιριστή. Πώς μπορεί να ένιωσαν οι μικροί φίλοι του Ζίντελαρ για την αντιναζιστική του ενέργεια; Εσείς, αν κάποτε φτάνατε στο ψηλότερο σκαλοπάτι του ποδοσφαιρικού οικοδομήματος, τι μήνυμα θα θέλατε να στέλνει η εικόνα σας στα παιδιά που θα σας θεωρούσαν πρότυπο; 

Μια ιδέα για να αξιοποιήσουμε το βιβλίο στην τάξη, θα ήταν το θεατρικό παιχνίδι: Αναπαριστώντας τη σκηνή όπου ο Ματίας κάθεται στην πολυθρόνα και η αρραβωνιαστικιά του τού αποκαλύπτει το συμβάν με τον πατέρα του Μάρκους έξω από την καφετέρια, παγώνουμε την εικόνα και καλούμε τους μαθητές σε ανίχνευση σκέψης του πρωταγωνιστή: με τη σειρά, καθένας τους πλησιάζει αργά πίσω του, τον αγγίζει ελαφρά στον ώμο και λέει δυνατά μια σκέψη που μπορεί ο ποδοσφαιριστής να είχε εκείνο το βράδυ, αποκαλύπτοντας το δίλημμα στο οποίο βρισκόταν. Να προδώσει τα ιδανικά του ή να δώσει τέλος στην καριέρα του, βάζοντας σε κίνδυνο τον ίδιο και την οικογένειά του; Αν ο χρόνος δεν επαρκεί, μπορείτε αντίστοιχα να οργανώσετε έναν διάδρομο σκέψης. Περισσότερα και αναλυτικότερα για παρόμοια παιχνίδια μπορείτε να διαβάσετε σε αυτό το έντυπο.
το μνήμα του Ζίντελαρ στην Βιέννη στολίζει μια μπάλα (πηγή)
Στο μάθημα των εικαστικών, θα μπορούσαμε να στήσουμε ένα μικρό κόμικ γύρω από την ιστορία του σπουδαίου αθλητή, καλώντας τους μαθητές να αποδώσουν την σκηνή του βιβλίου που τους έκανε μεγαλύτερη εντύπωση, ή μια περίληψη του βιβλίου μέσα σε 6 τετράγωνα ενός χαρτιού μεγέθους Α4. Καλή διασκέδαση!
εξώφυλλο από κόμικ με τη ζωή του Ζίντελαρ (πηγή)

Share/Bookmark

Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2015

Η μελωδία της ευτυχίας

Υπόθεση
Αυστρία, 1926. Σ' ένα γυναικείο μοναστήρι Βενεδικτίνων στο Νόνμπεργκ των Άλπεων, μια ζωηρή δόκιμη με σπουδές νηπιαγωγού καλείται να εγκαταλείψει τη μονή για λίγους μήνες, ώστε να αναλάβει την διαπαιδαγώγηση της μικρής κόρης ενός απόστρατου πλοιάρχου του Αυστριακού Ναυτικού. Ταξιδεύει στο Άιγκεν και γνωρίζεται με τον πικραμένο χήρο και τα 7 παιδιά του. Η Μαρία καταφέρνει να τους δώσει πάλι χαρά, παίζοντας τραγούδια με την κιθάρα της. Η ζέστη επιστρέφει έτσι σιγά σιγά στην οικογένεια, ο πλοίαρχος σύντομα ερωτεύεται την νεαρή παιδαγωγό και τη ζητάει σε γάμο. Λίγα χρόνια μετά έρχεται το κραχ και η περιουσία των φον Τραπ εξανεμίζεται. Αναγκάζονται να απολύσουν προσωπικό και να νοικιάσουν τα δωμάτια του αρχοντικού τους σε φοιτητές, ενώ ταυτόχρονα αρχίζουν να τραγουδούν πιο σοβαρά και συστηματικά. Η διάσημη σοπράνο Lotte Lehmann τους ακούει τυχαία το 1936 και τους παρακινεί να συμμετάσχουν σ' ένα φεστιβάλ συγκροτημάτων. Η οικογενειακή χορωδία κερδίζει την πρώτη θέση και μέσα από μια σειρά ευτυχών συμπτώσεων, οδηγείται στην πρώτη της ευρωπαϊκή περιοδεία! Τον Μάρτιο του 1938, οι Γερμανοί προσαρτούν την Αυστρία και λίγους μήνες μετά η οικογένεια αποφασίζει να δραπετεύσει προς την ελευθερία.
  
Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Ατραπός (διαθέσιμο και από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος)
Συγγραφέας: Μαρία φον Τραπ
Διασκευή: Γ. Μπόρας
Εικονογράφηση: Γιάννα Δελφίνο (εξώφυλλο)
ISBN: 960-8325-45-5
Έτος 1ης Έκδοσης: 2004
Σελίδες: 163
Τιμή: περίπου 8 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά: εδώ  
Τάξεις: Στ', Γυμνάσιο

Κριτική
Υπέροχο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα που μας ταξιδεύει στην Αυστρία του μεσοπολέμου για να μας αφηγηθεί τις περιπέτειες της πολυτάλαντης, θεοσεβούμενης αλλά και λίγο αφελούς Μαρίας φον Τραπ και της οικογένειάς της, ενώ ταυτόχρονα μας μεταφέρει μηνύματα πίστης, αξιοπρέπειας και αγάπης για τη μουσική. Η παρούσα διασκευή είναι αρκετά καλή, η γλώσσα ρέει και δεν δημιουργεί προβλήματα κατανόησης, η έκδοση ωστόσο θα μπορούσε να είναι πιο προσεγμένη ώστε να αποφευχθούν τα αρκετά τυπογραφικά και λάθη όπως η αντίστροφη εκτύπωση των σελίδων 158-159. Η πλοκή χωρίζεται σε 13 κεφάλαια των 6-20 σελίδων που, παρά την απουσία εικονογράφησης και τη σελιδοποίηση τύπου μπετόν, διαβάζονται ιδιαίτερα ευχάριστα. Εξαίρεση, κάποιες μακροσκελείς (παρότι ενθουσιώδεις) περιγραφές εθίμων (π.χ. κεφάλαιο 6) που δημιουργούν "κοιλιά" και είναι πιθανό να κουράσουν τους λιγότερο αποφασισμένους αναγνώστες. Το προτείνουμε σε μαθητές της Στ' και του Γυμνασίου, ενώ για τους μικρότερους η ίδια ιστορία κυκλοφορεί και από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος (βλ. εξώφυλλο που ακολουθεί), με ασπρόμαυρη εικονογράφηση, κεφάλαια των 3-6 σελίδων, απλοποιημένη σύνταξη, αλλά και λιγότερη έμπνευση. 

  • Πληροφορίες για την ζωή στην Αυστρία του μεσοπολέμου
  • Χιούμορ
  • Ενδιαφέρουσα πλοκή
  • Ωφέλιμες αξίες

  • Απουσία εικονογράφησης, χαρτών, ντοκουμέντων
  • Σημεία με "κοιλιά" στην πλοκή

Αξίες - Θέματα
Ιστορία, Μουσική, Αξιοπρέπεια, Θρησκευτική πίστη, Οικογένεια

Εικονογράφηση
Απόσπασμα
Δεν είναι σπάνιο φαινόμενο ζάμπλουτοι μεγιστάνες να χάσουν μέσα σε λίγες στιγμές όλη τους την περιουσία. Όταν διαβάζεις γι’ αυτές τις «απώλειες» στα μυθιστορήματα ή τις παρακολουθείς να ζωντανεύουν σε μια θεατρική σκηνή, τις βρίσκεις πολύ δραματικές. Όμως, όταν τις ζεις εσύ ο ίδιος, είναι μια εντελώς διαφορετική εμπειρία. Η φωνή που ανακοίνωσε την πτώχευση της τράπεζάς μας, έκλεισε οριστικά ένα πολύ άνετο και όμορφο κεφάλαιο της ζωής μας: το κεφάλαιο «πλούσιοι».

Η τράπεζα στην οποία είχαμε τις καταθέσεις μας ανήκε σε κάποια κυρία Λάμερ. Την ίδια περίπου εποχή, ο Χίτλερ και οι Ναζί του, στην άλλη μεριά των συνόρων, είχαν αρχίσει να δημιουργούν προβλήματα στη μικρή Αυστρία. Για να την αναγκάσουν να σκύψει το κεφάλι, είχαν απαγορέψει κάθε λογής οικονομικές συναλλαγές μαζί της, κόβοντάς της έτσι τον ομφάλιο λώρο. Αυτό προκάλεσε σοβαρές επιπτώσεις στην οικονομία και πολλοί τραπεζίτες – ανάμεσά τους και η κυρία Λάμερ- άρχισαν ν’ ανησυχούν για το μέλλον. Ο σύζυγός μου γνώριζε την κυρία Λάμερ, την εκτιμούσε πολύ και τη θεωρούσε γενναία και πανέξυπνη γυναίκα. Όταν πληροφορήθηκε πως η τράπεζά της αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα, σήκωσε όλα τα κεφάλαιά του-που ήταν απολύτως ασφαλή σε μια εγγλέζικη τράπεζα- και τα κατέθεσε στην τράπεζά της, για να τη σώσει. Ο άμοιρος ο σύζυγός μου δεν μπορούσε να κοιμηθεί από τις τύψεις.

«Δεν έπρεπε να είχα πάρει τα λεφτά μου από την Αγγλία» θρηνούσε. «Δεν έπρεπε! Αχ, τι θ’ απογίνουν τώρα τα παιδιά μου;»

«Για να σου πω» του είπα μια μέρα «δεν τα πήρες τα λεφτά για να γλεντήσει. Ήθελες να βοηθήσεις κάποιον που αντιμετώπιζε προβλήματα, έτσι δεν είναι; Για ποιο λόγο διαβάζουμε τόσα χρόνια το Ευαγγέλιο; Δε θυμάσαι που λέει πως ό, τι κάνουμε από αγάπη προς Εκείνον θα μας το ανταποδώσει εκατονταπλάσιο σε τούτη τη ζωή και θα εξασφαλίσουμε, επιπλέον, την αιώνια ζωή;»

Εξάλλου, δεν μπορώ να πω ότι πεθαίναμε της πείνας. Έπρεπε όμως ν’ αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα. Είχαμε χάσει το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας μας, έμεναν όμως αρκετά για να πληρώνουμε τους απαραίτητους λογαριασμούς και να τα φέρνουμε βόλτα, φτάνει να ζούσαμε απλά. Υπήρχε, ακόμα, μια σεβαστή ακίνητη περιουσία, αρκετά μεγάλης αξίας. Αυτή όμως δεν είχαμε σκοπό να την αγγίξουμε: θα έμενε για ώρα μεγάλης ανάγκης, ώστε να εξασφαλίσουμε το μέλλον των παιδιών. Έπρεπε συνεπώς να προσαρμοστούμε σ’ ένα χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο: πουλήσαμε το αυτοκίνητο, απολύσαμε έξι από τους οχτώ υπηρέτες – έμειναν μόνο ο μπάτλερ και η μαγείρισσα- κλειδώσαμε τα μεγάλα δωμάτια στο ισόγειο και στο δεύτερο όροφο και εγκατασταθήκαμε όλοι μαζί στον τρίτο, όπου θα τα βγάζαμε πέρα χωρίς καμαριέρα. Ο κακομοίρης ο άντρας μου ένιωθε σαν ζητιάνος. Δεν του έπαιρνες πια λέξη και τον λυπόμουν πολύ όταν το έβλεπα να πηγαινοέρχεται απελπισμένος στο δωμάτιο, πάνω κάτω, μασουλώντας την άκρη του μουστακιού του.

Σαν αν μην έφταναν όλες οι άλλες σκοτούρες του, τον εκνεύριζα από πάνω κι εγώ. Για πολλούς και διάφορους λόγους, δεν μπορούσα να συμμεριστώ την απελπισία του. Από την πρώτη κιόλας στιγμή όταν μάθαμε πως χάσαμε τα λεφτά μας, αισθάνθηκα μια παράξενη προσδοκία. Ένιωσα να φεύγει από πάνω μου ένα βάρος και, μόλο που πάσχιζα σκληρά, δεν μπορούσα να δείχνω αποκαρδιωμένη. Μήπως αισθανόμουν άραγε -αμυδρά- πως άρχιζε το μεγάλο κρεσέντο του τραγουδιού της ζωής μας, που θα συνεχιζόταν από εδώ και πέρα χωρίς διακοπή;

Η «εκατονταπλάσια ανταμοιβή» εμφανίστηκε σχεδόν αμέσως, με την αντίδραση των παιδιών: αδιαφορώντας τελείως για το αν είχαμε αυτοκίνητο ή όχι, προθυμοποιήθηκαν ν’ αναλάβουν νέα καθήκοντα, ευθύνες και υποχρεώσεις, κι όχι μοιρολατρικά και μουτρωμένα, αλλά ανασκουμπώνοντας αποφασιστικά τα μανίκια!

Εκείνη την εποχή, από το σπίτι έλειπε μόνο ο Ρούπερτ, ο μεγαλύτερος. Έμενε στο Ίνσμπρουκ, όπου προετοιμαζόταν για την Ιατρική Σχολή, και τον επισκέφθηκα για να του ανακοινώσω τα δυσάρεστα νέα –πως όχι μόνο κοβόταν το γενναίο χαρτζιλίκι του, αλλά θα έπρεπε να εργαστεί για να τελειώσει το πανεπιστήμιο. Γύρισα στο σπίτι λάμποντας από ενθουσιασμό.

«Τελικά, Γκέοργκ, είμαστε τυχεροί που χάσαμε τα λεφτά μας! Πώς αλλιώς θα διαπιστώναμε πόσο καλά παιδιά έχουμε;»

Του εξήγησα πως ο Ρούπερτ είχε δεχτεί την καταστροφή με το χαμόγελο –κι αυτό το χαμόγελο του αγοριού κατάφερε επιτέλους να φωτίσει το σκυθρωπό πρόσωπο του πατέρα του. Βλέποντας τον άντρα μου να χαμογελάει περήφανος, μετά από τόσα μερόνυχτα πίκρας, κόντεψα να τρελαθώ απ’ τη χαρά μου. Όμως ακόμα κι η πολλή χαρά πρέπει να μοιράζεται, γιατί αλλιώς καταντάει πόνος. Έτσι, αγκάλιαζα κι έσφιγγα τον καημένο τον άντρα μου με όλη μου τη δύναμη, μέχρι που εκείνος ξεγλίστρησε από τα χέρια μου γελώντας και προσπάθησε να ξαναβρεί την ανάσα του.

«Τι έπαθες, μπορείς να μου πεις; Κάνεις λες και κέρδισες ένα εκατομμύριο δολάρια!»

«Μόνο;» απάντησα. «Μόλις τώρα ανακάλυψα πως δεν ήμασταν πραγματικά πλούσιοι, απλώς είχαμε κατά τύχη πολλά χρήματα. Γι’ αυτό και δε θα γίνουμε ποτέ φτωχοί. Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι τώρα που ξέρω πως δεν ανήκουμε σ’ εκείνους που θα δυσκολευτούν πολύ να μπουν στο βασίλειο του Θεού».

Όμως, παρά τον ενθουσιασμό μου, κάτι έπρεπε να γίνει. Έπρεπε να εξασφαλίσουμε τουλάχιστον τα απαραίτητα. Πώς όμως;

Εκείνες τις μέρες θερίσαμε τους πρώτους καρπούς από την ευλογημένη συνήθεια που είχαμε σπείρει πριν από πολλά χρόνια: να διαβάζουμε το Ευαγγέλιο μαζί με τα παιδιά. Σε κάθε σταυροδρόμι, κάθε δύσκολη στιγμή, εμφανιζόταν μια ρήση που έλεγες πως είχε φτιαχτεί ειδικά για τη συγκεκριμένη περίσταση. «Ό, τι ζητήσετε, αυτό θα λάβετε» είχε πει ο Κύριός μας.

«Ό, τι ζητήσουμε». Αρχίσαμε λοιπόν ν’ αναζητούμε τη σωστή διαφώτιση, τη σωστή καθοδήγηση, κι η απάντηση βρισκόταν πολύ κοντά μας, στο Νόνμπεργκ. Πήγα εκεί και ζήτησα από τις καλόγριες να μας βοηθήσουν σ’ αυτή τη δύσκολη ώρα.

«Γιατί δε ζητάτε από τον Αρχιεπίσκοπο άδεια να φτιάξετε ένα παρεκκλήσι, όπως κάνουν σε τόσα άλλα κάστρα και σπίτια;» πρότεινε η Αδελφή Ραφαέλα. «Είμαι σίγουρη, μάλιστα, ότι θα στείλει κάποιον ιερέα να μείνει μαζί σας, και μπορείτε να νοικιάζετε τα υπόλοιπα δωμάτια του σπιτιού σε φοιτητές του Καθολικού Πανεπιστημίου».

Τόσο απλό! Ο καλοσυνάτος Αρχιεπίσκοπος Ιγνάτιος μας έδωσε πρόθυμα την άδεια. Το μεγάλο δωμάτιο του ισογείου, που δεν το χρησιμοποιούσαμε πια, φαινόταν ιδανικό για το σκοπό μας, με τη μεγάλη γωνιακή μπαλκονόπορτα, όπου στήθηκε ο βωμός· τα στασίδια τοποθετήθηκαν στο μήκος των τοίχων, αντικριστά, όπως στα παλιά, γραφικά παρεκκλήσια των μοναστηριών. Ο πάστορας της ενορίας μας, μας παραχώρησε τα πιο απαραίτητα άμφια και σκεύη. Ένας καθηγητής της Θεολογικής Σχολής αναζητούσε ένα ήσυχο μέρος για να γράψει κάποιο φιλοσοφικό βιβλίο. Ήταν ο πρώτος μας ένοικος κι ανέλαβε να κάνει την πρωινή λειτουργία. Εκείνες τις μέρες, όταν ήμαστε μόνοι, ο άντρας μου, μου έλεγε βιαστικά: «Ναι, είμαστε τυχεροί, και μακαρίζω το Θεό που ήρθαν έτσι τα πράγματα».

Μα πραγματικά, δεν ήμασταν τυχεροί; Πρώτη φορά δεθήκαμε τόσο πολύ ο ένας με τον άλλον, και μόνο τώρα, χάρη στη μεγαλοψυχία του Θεού, είχαμε διακρίνει τις αρετές των παιδιών μας· ούτε ένα μουρμουρητό, ούτε ένα παράπονο… Και ποτέ πριν δεν είχαμε ανάμεσά μας έναν ιερέα ή ένα παρεκκλήσι και τη Θεία Ευχαριστία μέσα στο σπίτι μας. Αυτό πια δεν ήταν τύχη – ήταν ευλογία!

Τώρα δεν ξέρω ποια λέξη να χρησιμοποιήσω· ήταν άραγε αστείο, κωμικό ή αξιοθρήνητο να παρακολουθούμε τις αντιδράσεις των πλούσιων γειτόνων μας; Φαίνεται πως ένα από τα χειρότερα πράγματα που μπορεί να πάθει ένας πλούσιος είναι να υποψιαστεί ότι τον πλησιάζεις για να του ζητήσεις λεφτά. Προβλέποντας έναν τόσο σοβαρό κίνδυνο, πρέπει να τον αποτρέψει με κάθε θυσία. Έτσι, όποτε οι παλιοί μας φίλοι συναντούσαν τον άντρα μου, άρχιζαν να του λένε πόσο δύσκολα ήταν τα πράγματα και πόσο «ζορίζονταν» κι εκείνοι να τα βγάλουν πέρα. Μια μέρα ο Γκέοργκ γύρισε έξαλλος στο σπίτι.

«Αν σου πω τι μου συνέβη, δε θα το πιστέψεις!»

«Άντε πάλι!» σκέφτηκα, βλέποντάς τον να βηματίζει πάνω κάτω, μασουλώντας το μουστάκι του.

«Πρώτα συνάντησα τον Μάξι» (ο Μάξι ήταν ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους της περιοχής). «Στα καλά καθούμενα, άρχισε να μου εξηγεί πως κι ο ίδιος ο αδερφός του να του ζητούσε δάνειο, δεν θα μπορούσε να τον εξυπηρετήσει. «Δύσκολες εποχές», είπε μιμούμενος τη θλιμμένη φωνή του Μάξι. «Λίγο παρακάτω» συνέχισε «βλέπω τη βαρόνη Κ., που μου λέει σχεδόν απογοητευμένη: «Είδα τα παιδιά σου τις προάλλες και ξαφνιάστηκα –τόσο όμορφα, πρόσχαρα κι ακόμα τόσο καλοντυμένα». Ακόμα, τα’ ακούς; Έτσι μου ‘ρθε…» Σταμάτησε ακριβώς μπροστά μου: «Μα καλά, τους βάρεσε η τρέλα στο κεφάλι; Και μη μου ξαναπείς πως είμαι τυχερός!»

«Θα σ’ το πω και θα σ’ το λέω συνέχεια» απάντησα κι όπως στεκόταν αντίκρυ μου, έσκυψα και τον φίλησα στο στόμα. «Και ξέρεις γιατί; Επειδή είσαι πολύ τυχερός. Ακόμα κι αν ξόδευες όλα τα πλούτη του κόσμου, δε θα κατάφερνες να μάθεις ποιοι είναι οι πραγματικοί σου φίλοι – τώρα όμως, ξέρεις».

Στο σημείο αυτό γελάσαμε – κι άμα γελάσεις μια φορά, ο θυμός σου εξατμίζεται.

Ένα χρόνο αργότερα, το σπίτι μας ήταν γεμάτο κόσμο, νεαρούς καθηγητές και σπουδαστές της Σχολής. Πρώτη φορά διασκεδάζαμε τόσο πολύ και περνούσαμε τόσο όμορφα απογεύματα. Όχι πως βγάζαμε τίποτα σπουδαία λεφτά απ’ τους ενοικιαστές – ωστόσο, ήταν αρκετά για να πληρώνουμε τους λογαριασμούς και να συντηρούμε το μεγάλο σπίτι.

Παλιά, σπάνια θυμάμαι να γελούσαμε τόσο πολύ, να συμμετείχαμε σε τόσο πνευματώδεις συζητήσεις, να συναντούσαμε τόσο ενδιαφέροντες ανθρώπους. Ο καθηγητής Ντ. , ο πρώτος μας ενοικιαστής, έγινε γρήγορα ένας πολύ αγαπητός και υπέροχος φίλος. Όταν κόντευε να τελειώσει το βιβλίο του, ήρθε να τον επισκεφθεί ο εκδότης του, κι έμεινε μετά για ένα φλιτζάνι τσάι στη βιβλιοθήκη, όπου τα κούτσουρα τριζοβολούσαν στο τζάκι. Ήταν μια άθλια παγερή μέρα το Νοέμβρη, κι ήταν η πρώτη επίσκεψη από τις πολλές που θ’ ακολουθούσαν. Ο Όττο Μίλερ, ο νεαρός εκδότης, μπήκε γρήγορα στον κατάλογο των πιο στενών φίλων μας, και πολύ σύντομα όσοι συγγραφείς, επιστήμονες και καθηγητές έρχονταν να τον επισκεφθούν, κατέληγαν στο σπίτι μας. Καταλαβαίνετε πόσο  πιο όμορφη και πλούσια έγινε η ζωή μας – ιδιαίτερα η ζωή των παιδιών, που βρίσκονταν πάνω στην ανάπτυξη. Κάτι τέτοιες βραδιές δεν μπορούσα να μην κοιτάζω θριαμβευτικά τον άντρα μου ο οποίος, για να μην ακούσει τη φοβερή λέξη «τυχερός», έπιανε καθησυχαστικά το χέρι μου και μουρμούριζε: «Καταλαβαίνω τι εννοείς».

Όλον αυτόν τον καιρό δεν σταματήσαμε στιγμή να τραγουδάμε και να φτιάχνουμε όλοι μαζί μουσική, προς μεγάλη ευχαρίστηση των καλεσμένων μας. Το παρεκκλήσι μας ήταν ένα ισχυρό κίνητρο για να τραγουδάμε πιο σοβαρά απ’ ό, τι στο παρελθόν.

Το Πάσχα του 1933, ο καθηγητής Ντ. Έπρεπε να κάνει ένα ταξίδι και παρακάλεσε κάποιο φίλο του ιερέα να έρθει να λειτουργήσει στη θέση του. Όταν τελείωσε η πρωινή λειτουργία, ο πάτερ Βάσνερ, ο νεαρός ιερέας, είπε: «Πραγματικά, τραγουδήσατε πολύ όμορφα σήμερα το πρωί, αλλά…» και μας εξήγησε, με λίγα λόγια, μερικά πολύ σημαντικά πράγματα – κι εκεί, στο τραπέζι του πρωινού, μας έβαλε να επαναλάβουμε ένα τροπάριο, διευθύνοντάς μας από εκεί που καθόταν. Κανένας μας δεν ήξερε τότε πόσο τυχεροί ήμασταν:

Έτσι γεννήθηκαν οι ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΤΡΑΠ.
Φωτογραφία της αληθινής οικογένειας Τραπ (πηγή)
Σχόλια
Το αυτοβιογραφικό βιβλίο της Μαρίας φον Τραπ εκδόθηκε το 1949 και αποτέλεσε τη βάση για τη δημιουργία ενός γερμανικού φιλμ (Die Trapp Familie, 1956) που προβλήθηκε με αρκετή επιτυχία στην Ευρώπη. Στη συνέχεια, Αμερικάνοι παραγωγοί αγόρασαν τα δικαιώματα και διασκεύασαν το έργο σε μιούζικαλ για το Μπρόντγουεϊ, γράφοντας νέο σενάριο και μουσική και κερδίζοντας πολλά βραβεία. Λίγα χρόνια αργότερα, γεννήθηκε και η διάσημη χολιγουντιανή ταινία που τιμήθηκε με Όσκαρ και αγαπήθηκε από όλο τον κόσμο (με εξαίρεση το κοινό στην Αυστρία και τη Γερμανία που δεν είδε με καλό μάτι την αλλαγή του μουσικού ρεπερτορίου της οικογένειας!) Φέτος, με αφορμή τη συμπλήρωση 50 χρόνων από την πρώτη προβολή της, γυρίστηκε το ντοκιμαντέρ The Untold Story of the Sound of Music. Σε αυτό, μαθαίνουμε μεταξύ άλλων ότι η οικογένεια φον Τραπ, δεν είχε κανέναν λόγο να πάρει τα βουνά (όπως βλέπουμε να συμβαίνει στο τέλος της χολιγουντιανής εκδοχής) για να αποδράσει από την Αυστρία. Και αυτό, επειδή δίπλα ακριβώς από το αρχοντικό της, υπήρχε (και ακόμα υπάρχει) σταθμός τρένου, το οποίο στην πραγματικότητα χρησιμοποίησε για να φτάσει στην Ιταλία. Αντίθετα, μια πορεία προς τα βόρεια, θα οδηγούσε την οικογένεια στο στόμα του λύκου!
Μέσω Google Earth μπορούμε να δούμε πόσο κοντά βρίσκεται η βίλα Τραπ στον σταθμό του τρένου
Εκτός από τη διασκεδαστική, περιπετειώδη ιστορία της νεαρής καλόγριας, το βιβλίο περιέχει και αρκετά μηνύματα, που πηγάζουν από την προσωπική φιλοσοφία της Μαρίας φον Τραπ. Για παράδειγμα, σχετικά με την αγάπη της για την παράδοση και την αντίθεσή της προς την επέλαση του παγκοσμιοποιημένου πολιτισμού, διαβάζουμε (σ.85) οι κάτοικοι των μεγαλουπόλεων δεν ασχολούνται πια μ' αυτά τα έθιμα. Οι εθνικές φορεσιές θάφτηκαν στα σεντούκια κι όλοι βγαίνουν στους δρόμους ντυμένοι με τα ίδια σχεδόν ρούχα παντού: στο Παρίσι, στο Λονδίνο, στη Νέα Υόρκη ή στη Σαγκάη· οι λαϊκοί χοροί αντικαταστάθηκαν από διεθνείς χορευτικούς ρυθμούς· κι αντί για τα λαϊκά έθιμα -την πανάρχαιη φωνή του λαού σου, που σε πληροφορεί τι έκαναν οι πρόγονοί σου σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους και τι θα πρέπει να κάνεις και συ-  κυκλοφορούν βιβλία που σου δίνουν λεπτομερείς οδηγίες, τι να φορέσεις αν θέλεις να θεωρείσαι "κομψός", πώς να φερθείς αν θέλεις να γίνεις "κοινωνικά αποδεκτός".

Αντίστοιχα, σαφής είναι και η κριτική που ασκεί στην εμπορευματοποίηση, αφού για τα δώρα των γιορτών γράφει στη σελ. 83 και φυσικά, σ' αυτές τις περιπτώσεις δεν τρέχεις στα μαγαζιά να πάρεις ένα ψυχρό δώρο, φτιαγμένο από κάποιο εργοστάσιο, που δεν έχει καμιά σχέση με τον αδερφό ή την αδερφή σου. Πώς θα μπορούσες τάχα ν' αγοράσεις, όσα λεφτά κι αν έδινες, το ξεχωριστό σπιτάκι που χρειάζονταν οι νάνοι της Μαρτίνας, πλεγμένο από ρίζες, μ' ένα χαλάκι φτιαγμένο από μούσκλια κι έπιπλα σκαλισμένα σε κλαράκια! Μια καρδιά που αγαπά και επιδέξια δάχτυλα μπορούν να φτιάξουν μικρά αριστουργήματα...

Σε άλλα σημεία, η προσωπική της βιοθεωρία φαίνεται να επηρεάζεται ιδιαίτερα από την χριστιανική πίστη (σ.93-4) Οι καιροί αλλάζουν και μαζί τους αλλάζουν κι οι ιδέες· όμως, η ανθρώπινη καρδιά κι η ανθρώπινη φύση παραμένουν ίδιες. Καλό είναι να θυμόμαστε ότι είμαστε φτιαγμένοι από σάρκα και αίμα, και να ξέρουμε πότε πρέπει να νηστέψουν τα σώματα και πότε να πανηγυρίσουν οι καρδιές.

Τέλος, όταν η οικογένεια ζυγίζει τις προσφορές του καθεστώτος του Χίτλερ, επιλέγοντας τελικά να διατηρήσει την ηθική της ακεραιότητα, δίνει σε μας τους αναγνώστες ένα μάθημα αξιοπρέπειας (σ.160-1) Αυτό σήμαινε πως είχαμε κάνει την τύχη μας. Από εδώ και πέρα θα μπορούσαμε να τραγουδάμε πρωί, μεσημέρι και βράδυ και να γίνουμε πάμπλουτοι. 

Ο Χανς είχε ρεπό. Αφού βάλαμε τη Ρόζμαρι και τη Λόρλι για ύπνο, ο Γκέοργκ συγκάλεσε οικογενειακό συμβούλιο. Ενημέρωσε τα παιδιά για τις προτάσεις που είχαν γίνει στον ίδιο και τον Ρούπερτ, σε πόσο μεγάλο πειρασμό μας έβαλαν αυτές οι προσφορές, κι επίσης για τις προοπτικές που ανοίγονταν μπροστά μας από την καινούργια πρόσκληση να τραγουδήσουμε στα γενέθλια του Χίτλερ - τι γνώμη είχε η οικογένεια για όλα αυτά;

Για μερικές στιγμές τα παιδιά έμειναν σιωπηλά. Έπειτα, άρχισαν να ρωτούν όλα μαζί:
"Και θα πρέπει να λέμε «Χάιλ Χίτλερ;»"
"Ποιον εθνικό ύμνο θα τραγουδήσουμε στη σκηνή, τον καινούργιο;"
"κι ο πάτερ Βάσνερ τι θα γίνει; Οι Ναζί δεν συμπαθούν τους ιερείς!"
"Στο σχολείο δε μας επιτρέπουν να τραγουδάμε θρησκευτικά τραγούδια που αναφέρουν το Χριστό ή τα Χριστούγεννα. Πώς θα μπορέσουμε τότε να τραγουδήσουμε Μπαχ;"
"Δίχως άλλο, το ρεπερτόριό μας θα έχει μεγάλη επιτυχία στη Γερμανία... όμως, θα μπορέσουμε να διατηρήσουμε τις ιδέες μας και να παραμείνουμε αντιναζιστές όταν θα έχουμε εισπράξει τα λεφτά τους και τους επαίνους τους;"
Σιωπή.
"Δεν μπορούμε να το κάνουμε..."
"Όμως, έτσι απορρίπτουμε για τρίτη φορά μια πολύ δελεαστική πρόταση των Ναζί. Ακούστε, παιδιά" -στο σημείο αυτό η φωνή του Γκέοργκ έγινε πολύ πιο σοβαρή- "ακούστε με, σας παρακαλώ. Βρισκόμαστε μπροστά σ' ένα σταυροδρόμι και πρέπει ν' αποφασίσουμε τώρα: θέλουμε να διατηρήσουμε τα υλικά αγαθά μας, αυτό το σπίτι με τα παλιά έπιπλα, τους φίλους μας κι όλα όσα αγαπάμε; -σ' αυτή την περίπτωση, θα πρέπει να παραδώσουμε ως αντάλλαγμα τα πνευματικά μας αγαθά: την πίστη μας και την τιμή μας. Δεν μπορούμε πια να τα έχουμε και τα δύο. Στο χέρι μας είναι να γίνουμε τώρα όλοι πολύ πλούσιοι, αμφιβάλλω όμως αν αυτό θα μας εξασφαλίσει την ευτυχία. Προτιμώ να βλέπω τα παιδιά μου φτωχά, αλλά έντιμα. Αν όμως επιλέξουμε αυτό το μονοπάτι, θα πρέπει να φύγουμε. Συμφωνείτε;"
Ο Christopher Plummer (ως Georg von Trapp) σκίζει τη ναζιστική σημαία
Χρήση στην τάξη
Στην τάξη θα μπορούσαμε να αποδώσουμε με θεατρικό παιχνίδι το οικογενειακό συμβούλιο των Τραπ, δίνοντας διάφορες εναλλακτικές. Με ποιους τρόπους θα μπορούσαμε να απαντήσουμε στις δελεαστικές προσφορές των Γερμανών; Τι θα μπορούσαμε να τους γράψουμε σε ένα γράμμα; Και τι θα γινόταν άραγε αν η οικογένεια δεχόταν να τραγουδήσει μπροστά στον Χίτλερ; Πώς άραγε θα εξελισσόταν η ζωή της από εκεί και πέρα;

Ενδιαφέρον θα ήταν επίσης να συζητήσουμε για τις πιο πάνω απόψεις της Μαρίας φον Τραπ ώστε να ακούσουμε τι πιστεύουν τα σημερινά παιδιά σχετικά με τα θέματα που θίγει. Γιατί επιλέγουμε στις μέρες μας να φοράμε απρόσωπα, βιομηχανικά κατασκευασμένα ρούχα και όχι χειροποίητες φορεσιές που μας συνδέουν με τον τόπο και την παραδοσιακή μας ταυτότητα; Και γιατί προτιμάμε να προσφέρουμε στους αγαπημένους μας πλαστικά δώρα που προέρχονται από κινέζικα εργοστάσια αντί για μοναδικά αντικείμενα με προσωπικό συναισθηματικό βάρος; Μήπως η μερική μας απεμπλοκή από το χρήμα, θα μας επέτρεπε να ακολουθήσουμε έναν πιο ανθρωπιστικό κώδικα αξιών και να νιώσουμε ελεύθεροι;

Στα παρακάτω βίντεο, παρακολουθούμε ένα κυνηγετικό τραγούδι του 16ου αιώνα (Es wollt ein Jägerlein jagen) που η πραγματική οικογένεια Τραπ τραγούδησε στις περιοδείες της, έναν αντίστοιχο σκοπό από την γερμανική ταινία και τέλος ένα νούμερο γραμμένο από τους Rodgers και Hammerstein που βλέπουμε στην αμερικάνικη ταινία. Τι διαφορές παρατηρούμε ανάμεσα στα τρία κομμάτια;




Share/Bookmark

Τετάρτη 16 Απριλίου 2014

30 αργύρια για το Χιονάτο


Υπόθεση
Μεγάλη Τετάρτη, κάπου στην ορεινή Πελοπόννησο του περασμένου αιώνα. Ο χασάπης Τσέκουρας καταφθάνει με το "Θεριό" του στην κεντρική πλατεία του χωριού και στήνει τη ζυγαριά του. Κάθε χρόνο τέτοια μέρα, αγοράζει τα αρνιά του από τα χωριατόπουλα και πληρώνει με ασημένια τάλιρα. Τα παιδιά καταφθάνουν από παντού, κρατώντας τα ζώα τους στα χέρια· η αγοραπωλησία ξεκινάει. Μόνο ο μικρός Αναστάσης διστάζει να πλησιάσει. Μήπως δεν είναι σωστό να παραδώσει τον Χιονάτο του για 30 αργύρια; Και όταν τελικά παρασύρεται και προχωράει στην «προδοσία», θα βρει άραγε κάτι να του ελαφρύνει την καρδιά;

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Παρρησία
Συγγραφέας: Άννα Ιακώβου
Εικονογράφηση: Σπύρος Γούσης
ISBN: 978-960-696-118-2
Έτος 1ης Έκδοσης: 2013
Σελίδες: 48
Τιμή: περίπου 7 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Δ', Ε', Στ'

Κριτική
Πολύ συμπαθητικό πασχαλινό διήγημα, γραμμένο με ευαισθησία. Η γλώσσα είναι απλή αλλά καλοδουλεμένη και η έκφραση σαφής. Το ύφος σε κάποια σημεία γίνεται λυρικό επηρεάζοντας και τη σύνταξη, χωρίς όμως να δημιουργούνται προβλήματα κατανόησης. Χωρισμός σε κεφάλαια ή ενότητες δεν υπάρχει, όμως το στήσιμο είναι υποδειγματικό και οι ζωγραφιές συνοδεύουν κάθε δισέλιδο, επιτρέποντας το ξεκούραστο διάβασμα της ιστορίας. Η έκδοση είναι πολύ φροντισμένη, με σκληρό εξώφυλλο, ποιοτικό χαρτί και πολύχρωμη εικονογράφηση, οπότε το βιβλίο μπορεί να γίνει και ένα πολύ ωραίο δώρο. Το προτείνουμε σε παιδιά των μεσαίων και μεγάλων τάξεων του Δημοτικού.

  • Ενδιαφέρουσα ιστορία που προβληματίζει
  • Εξαιρετική ποιότητα έκδοσης
  • Ωραία εικονογράφηση

  • Κίνδυνος τα παιδιά να παρεξηγήσουν το μήνυμα

Αξίες - Θέματα
Πάσχα, Φιλία, Συμπόνοια, Ζωοφιλία, Αξιοπρέπεια

Εικονογράφηση
Πολύχρωμη και πανταχού παρούσα, παίζει βασικό ρόλο στη διαμόρφωση της ατμόσφαιρας και προσθέτει χαρακτήρα και αισθητική αξία στο έργο.
Απόσπασμα
Σαν το βουνό έστεκε στη μέση της πλατείας ο χασάπης ο Τσέκουρας. Δυο μέτρα ψηλός και γεροδεμένος, με χέρια μακριά και παλάμες θεόρατες. Μ’ ένα μουστάκι παχύ που χυνόταν ποταμός ίσαμε το σαγόνι του και φρύδια δασιά που ίσκιωναν τα μεγάλα του μάτια.

Περνούσε τακτικά από το χωριό κι αγόραζε αρνιά και κατσίκια από τους τσοπάνηδες για το μαγαζί του.

Το μεγαλύτερο όμως φόρτωμα το έκανε τη Μεγάλη Εβδομάδα. Συνήθως ερχότανε τη Μεγάλη Τετάρτη στην Πλατανιά και γέμιζε μ’ αρνιά την καρότσα του φορτηγού του. Ίσα με εβδομήντα ζωντανά θα χώραγε η αμαξιά.

Όλα αυτά τ’ αρνιά, διαλεγμένα ένα κι ένα, τα έπαιρνε ο Τσέκουρας για το κατάστημά του, «ΚΡΕΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΟ ΜΑΙΝΑΛΟ» ανέγραφε με καλλιτεχνικά γράμματα η ταμπέλα του μαγαζιού. Τα πουλούσε στους πελάτες του τούτες τις μέρες μιας και το πασχαλινό έθιμο απαιτεί κάθε σπίτι να γιορτάζει τρώγοντας οβελία την ημέρα της Λαμπρής.

Μα σ’ αυτό το χωριό, την Πλατανιά, σαν από παιχνίδι στην αρχή, σαν από συνήθεια λίγο αργότερα και σαν έθιμο τα τελευταία χρόνια, τα αρνιά δεν τα έπαιρνε από τους τσοπάνηδες. Μ’ αυτούς δεν είχε πάρε – δώσε το Πάσχα. Τα αρνιά τα αγόραζε από τα παιδιά του χωριού.

Όλα τα σπίτια εδώ στο χωριό έχουν άλλα πολλά, άλλα λίγα πρόβατα. Εκεί γύρω στο Γενάρη γεννούν οι προβατίνες από ένα – δυο αρνιά. Τότε τα παιδιά του σπιτιού διαλέγουν όποιο αρνάκια τους αρέσει και το παίρνουν δικό τους. Το ταΐζουν και το φροντίζουν μέχρι να μεγαλώσει. Σαν έλθει το Πάσχα πουλάνε το αρνί τους στο χασάπη και τα λεφτά που παίρνουν είναι όλα δικά τους.

Έτσι και σήμερα, Μεγάλη Τετάρτη, ο χασάπης ο Τσέκουρας έφτασε στο χωριό πριν ακόμη σκάσει ο ήλιος στ’ αντικρινά βουνά.  Αγκομαχώντας έβγαλε την ανηφόρα ως την πλατεία το φορτηγό του, το «Θερίο» όπως το έλεγε εκείνος. Και ήταν στ’ αλήθεια πραγματικό θεριό τούτο το φορτηγό, από σίδερο κι ατσάλι, με μια κατακόκκινη και χιλιομπαλωμένη μούρη, με μάτια γουρλωμένα που φώτιζαν αλλήθωρα τη νύχτα, με δυο καθρέφτες που έστεκαν δεξιά κι αριστερά σαν μεγάλα πεταχτά αφτιά, μια σαραβαλιασμένη καρότσα κι εκείνη την τρύπια εξάτμιση που έτριζε και πετούσε πίσω της μαύρο καπνό.

Σαν έβαλε το φορτηγό στην άκρη της πλατείας ο Τσέκουρας κατέβασε από την καρότσα μια μεγάλη ζυγαριά και την έστησε στα ριζά του πλάτανου για να ζυγίζει τα αρνιά, που σε λίγο θα του έφερναν για να τα αγοράσει.

Φόρεσε και μια μακριά, άσπρη, ολοκάθαρη χασαποποδιά που ξεκινούσε δεμένη ψηλά από το λαιμό κι έφτανε ως κάτω, στα κορδόνια των παπουτσιών του, με μια μεγάλη, άπατη τσέπη μπροστά. Σαν έζωσε την ποδιά του, πήγε και πήρε ένα μισοσκουριασμένο τσίγκινο κουτί που το είχε κρυμμένο κάτω από τη θέση του οδηγού στο φορτηγό. Το άνοιξε με προσοχή και γεμίζοντας τη χούφτα του με τα μικρά, ασημένια, γυαλιστερά νομίσματα, τάλιρα τα περισσότερα, παραγέμισε με τούτα την τσέπη της ποδιάς για να τα βρίσκει εύκολα την ώρα της πληρωμής.

Χάρτινα νομίσματα ποτέ του δε χρησιμοποιούσε σε τούτη τη συναλλαγή.

- Τα παιδιά καταλαβαίνουν τους παράδες, έλεγε ο Τσέκουρας, μονάχα, σαν γυαλίζουν στα μάτια τους και κουδουνίζουν στ’ αφτιά τους. Τα χαρτιά δεν τα υπολογίζουν. Γι’ αυτό κι εκείνος φρόντιζε να έχει μόνο κέρματα για να πληρώνει τούτη τη μέρα.

Όταν όλα ήταν έτοιμα ο κυρ Παντελής ο Τσέκουρας άνοιξε την πόρτα του «Θερίου», σκαρφάλωσε πάνω στο σκαλί και κόλλησε το χέρι του στην κόρνα για να την ακούσουν απ’ άκρη σ’ άκρη στο χωριό.

Κι αυτό το βραχνό, επίμονο κάλεσμα, ίδιο κι απαράλλαχτο με μουγκρητό, αντήχησε από τη μια μεριά του χωριού ως την άλλη και τρύπωσε θαρρετά μέσα από τα παραθυρόφυλλα και τις χαραμάδες των σπιτιών.
Σχόλιο
Κεντρική θέση στη διήγηση καταλαμβάνει το ηθικό δίλημμα του Αναστάση. Είναι άραγε σωστό ή όχι να πουλήσει τον μαλλιαρό του φίλο στον χασάπη; Και αν ακολουθήσει αυτά που του υπαγορεύουν η συνείδηση και η καρδιά του, πώς μετά θα συμβιώσει με τους φίλους του που θα τον κοροϊδεύουν; Υπακούοντας στα όσα επιτάσσει ο κοινωνικός του ρόλος ως αγοριού, ο Αναστάσης παραδίδει τελικά τον Χιονάτο, διαλέγοντας εν γνώσει του τον λάθος δρόμο. Τη στιγμή εκείνη όμως πιστεύει πως δεν έχει άλλη επιλογή... πόσο συχνά δε νιώθουμε και εμείς την κρίση μας θολωμένη και τον περίγυρο να μας πιέζει να πάρουμε αποφάσεις; Αφού όμως συμβεί το κακό, τα πειράγματα του κουτο-Νικόλα, -του τρελού του χωριού που ενεργεί ως γελωτοποιός του βασιλιά- κάνουν το νεαρό αγόρι να συνειδητοποιήσει την πράξη του και να αρχίσει να αναζητά έναν τρόπο να επανορθώσει. Δοκιμάζει να «πετάξει» τα χρήματά του σαν τον Ιούδα, όμως αυτό δεν βοηθάει, ούτε και οι συμβολισμοί: τα όσα μας βαραίνουν την καρδιά δεν καίγονται μαζί με τα άχυρα, όπως του εξηγεί ο παππούς του. Τη λύση δίνει στο τέλος η τύχη, που θα χαμογελάσει στους δύο φίλους και θα τους επιτρέψει να ξανανταμώσουν. Καθώς όμως η ζωή σπάνια δίνει δεύτερες ευκαιρίες, καλό είναι να αναρωτηθούμε πώς μπορούμε να αποφύγουμε να ενεργούμε υπό την πίεση των καταστάσεων. Καθαρή σκέψη, ανάλυση των θετικών και αρνητικών συνεπειών της πράξης μας και σταθερότητα στις αξίες και την προσωπική μας φιλοσοφία, σίγουρα μπορεί να βοηθήσουν.
Χρήση στην Τάξη
Διαβάζοντας την ιστορία του Αναστάση, ένας μαθητής θα μπορούσε να αναρωτηθεί: 
«Ποιον Χιονάτο θα σουβλίσουμε άραγε φέτος για το πασχαλινό μας τραπέζι;» 
Είναι όμως σωστό και υγιές να σκεφτόμαστε με τον τρόπο αυτό και να έχουμε τύψεις για κάθε μπουκιά κρέατος που μπαίνει στο στόμα μας; Καταρχάς, να επισημάνουμε ότι είναι θετικό πως στις μέρες μας έχουμε κατακτήσει ένα βασικό τουλάχιστον επίπεδο περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης, καθώς χάρη σε αυτό προβληματιζόμαστε και συνυπολογίζουμε στις αποφάσεις μας τόσο το περιβάλλον όσο και τις επόμενες γενιές. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο άνθρωπος είναι από τη φύση του ον παμφάγο και μάλιστα με ροπή προς την κρεοφαγία· γι' αυτό άλλωστε διαθέτει ένα μόνο στομάχι, ενώ είναι εφοδιασμένος και με τη χολή. Επιπλέον, το κρέας διατηρεί αναντικατάστατο ρόλο στην σωματική του ανάπτυξη και τη γενικότερη υγεία του.

Είναι επομένως απαραίτητο να σεβόμαστε τα ζώα των κτηνοτρόφων που προορισμό τους έχουν να μας θρέψουν -παρέχοντάς τους κατάλληλες συνθήκες διαβίωσης-, δεν έχει νόημα όμως και να τα αντιμετωπίζουμε ως φίλους.

Αρκετοί βέβαια κάτοικοι των πόλεων τείνουμε συχνά να γινόμαστε υπερβολικοί, ξεχνώντας ότι πολλά από τα καθημερινά προϊόντα που χρησιμοποιούμε προέρχονται από ζώα. Την άγνοιά μας αυτή φανερώνουν οι αντιδράσεις των καταναλωτών σε τούτη την τηλε-φάρσα, ενώ η υπερβολική μας «οικολογική ευαισθησία» έφτασε φέτος ως και την πασχαλινή διαφήμιση των Jumbo που κραυγάζει: θα ζήσ' του ζωντανό!
http://www.dailymotion.com/video/x1kp04l_%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CF%86%CE%B7%CE%BC%CE%B9%CF%83%CE%B7-jumbo-%CF%80%CE%AC%CF%83%CF%87%CE%B1-2014-%CF%84%CE%B7%CE%BB%CE%B5%CE%BF%CF%80%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C-%CF%83%CF%80%CE%BF%CF%84-%CF%83%CF%86%CE%AC%CE%BE-%CF%84%CE%B7_tv


Share/Bookmark

Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2013

Οι Χρυσοφύλακες Γρύπες

Υπόθεση
Στο πρώτο μέρος, παρακολουθούμε τον Ηρόδοτο να καταφθάνει στην Ολβία όπου φιλοξενείται στο σπίτι του φίλου του Καλλισθένη. Τις επόμενες μέρες τριγυρίζει μαζί με τον γραφέα - δούλο Ολβιογένη στην πόλη και συλλέγει πληροφορίες. Έπειτα, ταξιδεύει σε έναν καταυλισμό Σκυθών, όπου ο βασιλιάς Αρίαντας τον καλωσορίζει οργανώνοντας ένα μεγάλο γλέντι.

Στο δεύτερο μέρος, ο Ηρόδοτος καταγράφει τις αναμνήσεις του Όρικου από τον παππού του. Αναμνήσεις που περιγράφουν τον Περσοσκυθικό πόλεμο του 512 π.Χ., όταν δηλαδή ο βασιλιάς Δαρείος εισέβαλε στη χώρα των Σκυθών. Οι τελευταίοι συνεργάστηκαν με τους Σαρμάτες και αποφάσισαν να κάνουν κλεφτοπόλεμο στους Πέρσες, χρησιμοποιώντας τους ιπποτοξότες τους και εφαρμόζοντας τακτική καμμένης γης. Κατάφεραν έτσι να παρασύρουν τους εισβολείς βαθιά μέσα στη στέπα και να τους εξαντλήσουν, μέχρι να τους αναγκάσουν σε υποχώρηση. Σε κάποια από τις αψιμαχίες, η Σαρμάτισσα Αμάγκα σώζει τη ζωή του νεαρού Σκύθη Σιταμέν και γνωρίζονται. Λίγο αργότερα, είναι σειρά του να γλιτώσει τη νεαρή Αμαζόνα από μια αρκούδα, αποφασίζουν έτσι να γίνουν αδελφοποιτοί.

Στο τρίτο μέρος, μετά την αποχώρηση του Ηρόδοτου, ο Όρικος συνεχίζει τη διήγησή του στον πρίγκιπα Τόξαρη. Σε αυτή, ο Σιταμέν μαζί με την Αμάγκα, αναλαμβάνουν να φτάσουν πρώτοι στα άγνωστα Ριπαία όρη, ώστε να ειδοποιήσουν τους Χρυσοφύλακες Γρύπες, φρουρούς των βασιλικών τάφων, για τη νεκρική πομπή του Ταξάκη που πλησιάζει. Ο λάκκος για τον Σκύθη βασιλιά που τραυματίστηκε στον πόλεμο με τους Πέρσες, πρέπει να ανοιχτεί εγκαίρως, πριν το χώμα της στέπας παγώσει. Στο χωριό των Γρυπών οι δύο νέοι θα συναντήσουν και την Κινέζα πριγκίπισσα Ουέν Τσι που θα τους μιλήσει για τον λαό της και θα τους βοηθήσει στα προσωπικά τους σχέδια.

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Κέδρος
Συγγραφέας: Κίρα Σίνου
Εικονογράφηση: Ρωξάνη (Οξάνα Ρουμελίδη)
ISBN: 978-960-04-3588-7
Έτος 1ης Έκδοσης: 2007
Σελίδες: 214
Τιμή: περίπου 8 έως 12 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Ε', Στ', Γυμνάσιο

Κριτική
Πολύ ενδιαφέρουσα περιπέτεια ιστορικής μυθοπλασίας, ένα έργο ζωής και προσωπικό στοίχημα για την αλησμόνητη Κίρα Σίνου. Προτείνεται περισσότερο σε μαθητές των μεγαλύτερων τάξεων και του γυμνασίου. Ιδιαίτερα θα το απολαύσουν τα αγόρια που συνήθως αγαπούν την αρχαιολογία και τις επικές συγκρούσεις, ενώ τα κορίτσια μπορεί να εκτιμήσουν περισσότερο το ρομαντικό στοιχείο που δεν απουσιάζει από την υπόθεση.

  • Γλώσσα: απλή και κατανοητή
  • Η αφήγηση σε πολλά σημεία αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη που περιμένει με αγωνία τη συνέχεια
  • Πολλές ιστορικές πληροφορίες και περιγραφές αρχαιολογικού ενδιαφέροντος για τον πολιτισμό των Σκυθών
  • Εντυπωσιακό εξώφυλλο με χρυσά ανάγλυφα σχέδια και βοηθητικός χάρτης (που όμως αναφέρει την Αίγυπτο ως βασίλειο του Βοσπόρου)
  • Πλούσια βιβλιογραφία

  • Κάποιες σκληρές σκηνές που ωστόσο δίνονται με προσοχή και σε κάθε περίπτωση μπορεί να παρακαμφθούν (ανθρωποθυσία σελ. 99-104) χωρίς να δημιουργηθεί κενό στη διήγηση

Αξίες - Θέματα
Ιστορία - Αρχαιολογία, Ισότητα Φύλων, Αξιοπρέπεια, Γενναιότητα, Διαφορετικότητα

Σκηνές που ξεχωρίσαμε
Το σχέδιο των Σκυθών και η ανταλλαγή επιστολών ανάμεσα στον βασιλιά τους Ιδάνθυρσο και τον Πέρση Δαρείο που τους ζητάει γη και ύδωρ (σ.134-135).

Εικονογράφηση
Ενδιαφέρουσα και ιδιαίτερη. Στολίζει το άνοιγμα και το κλείσιμο των κεφαλαίων με διάφορα αντικείμενα τέχνης από τη σκυθική παράδοση (βλ. τη χρυσή φιάλη στην αριστερή σελίδα που παρουσιάζεται και πιο κάτω), ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχουν εικόνες και μέσα στο κείμενο.
Απόσπασμα
Είχε έρθει το καλοκαίρι, κι ο παππούς μου ο Σιταμέν με τους ανθρώπους της φυλής του είχαν αφήσει πίσω τους το χειμαδιό και προχωρούσαν με τα κοπάδια τους νοτιοανατολικά, όπου το χορτάρι ήταν ζουμερό και άφθονο. Κι ένα βράδυ, εκεί που είχαν κατασκηνώσει για την νύχτα και κάθονταν γύρω από τη φωτιά τρώγοντας, άκουσαν κάποιον να έρχεται καλπάζοντας. Πριν προλάβουνε καλά καλά ν’ αναρωτηθούν ποιος ήταν αυτός που ερχόταν τόσο βιαστικά, να που μέσα από το σκοτάδι αναδύθηκε ξαφνικά ένας καβαλάρης.

Ο Σαύλιος, ο πατέρας του παππού μου, και οι άλλοι άντρες άρπαξαν τα όπλα τους για να είναι έτοιμοι, αν και ένας μοναχικός πολεμιστής πρέπει να είναι τελείως τρελός για να επιτεθέι σε τόσο κόσμο. Σαν πλησίασε, όμως, ο Σαύλιος φώναξε:

- Αφήστε τα όπλα! Δικός μας είναι ο άνθρωπος. Καλώς μας ήρθες, Σκούνχα! Τι έγινε και τρέχεις σαν παλαβός;

Ο Σκούνχα κατέβηκε από το αφρισμένο άλογό του, πέταξε το χαλινάρι σ’ ένα δούλο κι αγκάλιασε το Σαύλιο.

- Έγινε δεν έγινε, είναι χωρίς να το πούμε. Πάντως στη δικιά μας κατασκήνωση έφτασε ένας δικός μας με μια είδηση που δεν ξέρουμε πώς να την πάρουμε. Από τα Σούσα ξεκίνησε ένας πολύ μεγάλος στρατός, με άντρες συγκεντρωμένους απ’ όλες τις φυλές που ανήκουν στο περσικό κράτος. και επικεφαλής του βρίσκεται προσωπικά ο βασιλιάς της Περσίας, ο Δαρείος, ο γιος του Υστάσπη. για πού έχει εκστρατεύσει ο Δαρείος μ’ έναν τέτοιο στρατό; Ποιον θέλει τώρα να κατακτήσει; Για να οδηγεί ο ίδιος το στρατό, η εκστρατεία πρέπει να έχει μεγάλη σημασία.

- Σωστά, κούνησε το κεφάλι ο Σαύλιος. Συνήθως βάζει άλλους στρατηγούς επικεφαλής. Επομένως, για να αναλάβει τώρα ο ίδιος αυτήν τη θέση, πρέπει να έχει πολύ σοβαρούς λόγους. Σκούνχα, ξέρει τίποτα αυτός ο άνθρωπος που ήρθε να σας βρει;

Ο Σκούνχα κούνησε μόνο το κεφάλι του.
- Τίποτα σίγουρο. Λέγονται πολλά αλλά όλα είναι εικασίες. Το πιθανότερο, όπως ακούγεται, είναι ότι έχει εμάς για στόχο του.
- Εμάς; γέλασε ο Σαύλιος. Τι του κάναμε;
- Όχι εμείς! Οι προπάτορές μας, τότε που κυνηγώντας τους Κιμμέριους μπήκανε στη χώρα του και την κατάκτησαν.

- Μα αυτό έγινε πριν από εκατό και βάλε χρόνια! Είναι δυνατό να το θυμάται ακόμα;

- Οι δικοί μας όμως έμειναν στην Περσία είκοσι οχτώ χρόνια και ρήμαξαν τη χώρα του, κι αυτό, μόλο που τότε δεν είχε γεννηθεί ακόμα, δεν μπορεί να μας το συγχωρήσει. Ότι καταπατήσαμε τη χώρα του και ότι φύγαμε επειδή το θελήσαμε εμείς κι όχι επειδή μας έδιωξαν. μεγάλη προσβολή για τον μεγάλο βασιλιά. Και τώρα ίσως θέλει να μας εκδικηθεί.

- Είναι δυνατό ύστερα από τόσα χρόνια να το σκέφτεται ακόμα; Τι να πω όμως, μπορεί, ποιος ξέρει. Πάντως δεν το γνωρίζεις για βέβαιο, έτσι; Ας ελπίσουμε πως κάνεις λάθος κι ότι άλλους έχει στο νου του.

Αυτά είπαν τότε οι δικοί μας με το Σκούνχα, που έφυγε την άλλη μέρα γι ανα πάει τα δυσάρεστα νέα σε πιο απομακρυσμένες φυλές.

Για λίγο καιρό τίποτα νεότερο δεν ακούστηκε μα, κάποιο βράδυ, όταν ο ήλιος βασίλευε, οι σκοποί διέκριναν πάλι έναν καβαλάρη να πλησιάζει ολοταχώς. Οι άντρες ξαναπιάσανε τα όπλα, όμως κι αυτός ο καβαλάρης αποδείχτηκε αγγελιοφόρος. Έφερε την είδηση ότι ο μεγάλος στρατός του Δαρείου είχε φτάσει κιόλας στον Ελλήσποντο, κι ότι ο Δαρείος είχε αναθέσει σ’ έναν αρχιτέκτονα απ’ τη Σάμο, το Μανδροκλή, να κατασκευάσει στο πιο στενό σημείο του πορθμού, ανάμεσα στη Χαλκηδόνα και στο Βυζάντιο, μια γέφυρα από πλοία τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο. Και τόσο πέτυχε σ’ αυτήν τη δουλειά ο Μανδροκλής, που ο βασιλιάς τον γέμισε με δώρα.

- Και λένε, πρόσθεσε ο αγγελιοφόρος, πως ο ναδροκλής με τη σειρά του ζωγράφισε τη γέφυρα του Βοσπόρου με το Δαρείο καθισμένο στο θρόνο του και με τα στρατεύματα να περνούν τη γέφυρα, και αφιέρωσε τη ζωγραφιά του στη θεά Ήρα.

- Ωραία, είπε ο Σαύλιος, κι από κει για πού να τράβηξε ο περσικός στρατός;

- Απ’ ό,τι γνωρίζω πάνε στη Θράκη.

- Θα τα βρουν σκούρα οι Πέρσες. Οι θράκες είναι καλοί πολεμιστές.

- Έτσι είναι. Όμως αποτελούνται από πολλές φυλές, κι αυτές οι φυλές δε μονοιάζουν μεταξύ τους. Κι αν οι Πέρσες τις πολεμήσουν μία μία χωριστά, δε θα δυσκολευτούν καθόλου να τις νικήσουν.

Και πάλι χρειάστηκε να περιμένουν, αλλά τούτη τη φορά μόνο λίγες μέρες. Ένας άλλος καβαλάρης έφτασε πάνω στο καταϊδρωμένο άλογό του. Κουνούσε από μακριά το χέρι του για να τον προσέξουν. Πήδηξε από το εξαντλημένο φαρί του αφήνοντάς το στις φροντίδες ενός δούλου.

Όλοι οι άντρες έτρεξαν κοντά του και τον περικύκλωσαν για ν’ ακούσουν όσο πιο γρήγορα γινόταν τα νέα που τους έφερνε. Ο Σιταμέν είχε μια προαίσθηση, τι προαίσθηση, μια βεβαιότητα, ότι τα μαντάτα δεν ήταν καλά. Και πράγματι δεν ήταν.
Χρυσή ομφαλωτή φιάλη με ανάγλυφα κεφάλια Μεδουσών, Σκυθών με οξυκόρυφα καπέλα και ζώων. Από τον σκυθικό βασιλικό τύμβο Kul Oba στην Κριμαία (4ος αι. π.Χ.) Από τις 11 Μαρτίου έως τις 2 Οκτωβρίου 2016 θα εκτίθεται δωρεάν στο ισόγειο του μουσείου της Ακρόπολης. (πηγή)
Σχόλιο
Το έργο είναι αφιερωμένο από τη συγγραφέα στη μνήμη του πατέρα της, καθώς του είχε υποσχεθεί να γράψει ένα τέτοιο βιβλίο. Εκπλήρωσε τελικά την υπόσχεσή της αφού συγκέντρωσε το υλικό της: αγόρασε και διάβασε όλα τα βιβλία που κατάφερε να βρει, επισκέφτηκε τη σκυθική συλλογή του μουσείου Ερμιτάζ και το μουσείο του Κιέβου, ρώτησε καθηγητές και διδάκτορες... Φτάνει έτσι στα χέρια μας ένα πολύ καλογραμμένο κείμενο, που βασίζεται κυρίως σε διασκευή των ιστοριών του Ηροδότου (βιβλίο τέταρτο στο πρωτότυπο και σε καθαρεύουσα) αλλά και σε νεότερα στοιχεία που έχουν προκύψει από τις ανασκαφικές έρευνες και επιβεβαιώνουν ή άλλοτε καταρρίπτουν τα λεγόμενα του "πατέρα" της ιστορίας.
Χρυσό αγγείο με ανάγλυφες μορφές Σκυθών πολεμιστών. Από τον βασιλικό τύμβο Kul Oba στην Κριμαία.
Από 11 Μαρτίου έως 2 Οκτωβρίου 2016 θα εκτίθεται στο ισόγειο του μουσείου της Ακρόπολης. (πηγή)

Ο τρόπος με τον οποίον η αφήγηση του Ηροδότου μπλέκεται με τη μικρή ερωτική ιστορία του Σιταμέν και της Αμάγκα, κάνει το τρίτο μέρος πιο ενδιαφέρον για τους έφηβους αναγνώστες, ενώ παράλληλα δίνει την ευκαιρία στη συγγραφέα να εμπλουτίσει το κείμενο λογοτεχνικά, ξεφεύγοντας από την πιο «στεγνή» σχετικά, παράθεση ιστορικών γεγονότων που κυριαρχεί στο δεύτερο μέρος.
Σε γενικές γραμμές ο διδακτισμός αποφεύγεται στο κείμενο, υπάρχουν όμως σημεία στα οποία κάποιες ιδεολογικές τοποθετήσεις προβάλλουν με σαφήνεια.  Για παράδειγμα, στη σκηνή όπου οι Σκύθες (θυμίζουμε: άγριοι πολεμιστές και συλλέκτες σκαλπ των αντιπάλων τους), παραδέχονται ότι οι κακομοίρηδες Πέρσες δε φταίνε σε τίποτα, αλλά όπως πάντα την πληρώνουν οι μικροί (σ.129). Ή αργότερα, όταν αναφέρεται πως οι Ίωνες τύραννοι φέρθηκαν προδοτικά απέναντι στους Σκύθες, αποδείχθηκαν ανάξιοι του ονόματος του Έλληνα (σ.161) και πλήρωσαν ακριβά το ότι τοποθέτησαν το προσωπικό τους συμφέρον πάνω από αυτό του κοινού καλού (σ.157).

Χρήση στην τάξη
Μπορούμε να αξιοποιήσουμε το κείμενο τόσο στη Γλώσσα διαβάζοντας τις πολύ ωραίες αφηγήσεις από τον Περσοσκυθικό πόλεμο, μελετώντας τη χρήση των επιχειρημάτων στο συμβούλιο των Ιώνων, ή και γράφοντας το δικό μας γράμμα - απάντηση στις απαιτήσεις του Δαρείου. Στην Ιστορία Δ' Ε' και Στ', κάποια αποσπάσματα μας περιγράφουν με πολύ ωραίο τρόπο, τη μέθοδο που ακολουθούσε ο Ηρόδοτος (π.χ. σελ. 34-35) για να συλλέξει το υλικό του. Στη Γεωγραφία της Στ' (και γιατί όχι και της Ε'), οι μαθητές θα αναζητήσουν τους λαούς που ζουν σήμερα στη σκυθική στέπα, στα βόρεια της Μαύρης Θάλασσας. Περισσότερη ζωντάνια θα αποκτήσει βέβαια το μάθημα, σε περίπτωση που στο τμήμα υπάρχει μαθητής/τρια με καταγωγή από την Ουκρανία ή και τη Ρωσία. Στα εικαστικά, οι μαθητές μπορούν να εμπνευστούν από έργα με ζώα που κυριαρχούν στην σκυθική τέχνη, ή να δοκιμάσουν να αντιγράψουν μοτίβα από τάπητες και ζωγραφιές που βρέθηκαν στο Pazyryk. Ως μουσική υπόκρουση για την ώρα που τα παιδιά ζωγραφίζουν, προτείνουμε το σκοτεινό και μυστηριώδες τρίτο μέρος από τη "Σκυθική σουίτα" του Προκόφιεφ (сергей сергеевич прокофьев). Ενδιαφέρον θα είχε επίσης οι μικροί καλλιτέχνες να επιχειρήσουν να απεικονίσουν τις Αμαζόνες, χρησιμοποιώντας τη φαντασία τους αλλά και την αφήγηση της Κίρας Σίνου, βγαλμένη από τις ιστορίες του Ηροδότου (σελ. 116-121).
Σκύθες πολεμιστές. Πηγή


Share/Bookmark