Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θρησκευτική πίστη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θρησκευτική πίστη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2015

Τα σκυλιά του Αγίου Βερνάρδου

Υπόθεση
Μια ομάδα Βρετανών κομάντος ανατινάζει ένα εργοστάσιο των ναζί στις ιταλικές Άλπεις και κλέβει πολύτιμα πυραυλικά σχέδια των Γερμανών. Στη συνέχεια, ο οδηγός Τζακ Λίμψον, αναλαμβάνει να τους φυγαδεύσει στην Ελβετία επιλέγοντας μια επικίνδυνη διαδρομή. Μια χιονοστιβάδα ωστόσο τους αποδεκατίζει και σώζονται χάρη στην επέμβαση ενός καλόγερου από το μοναστήρι του Αγίου Βερνάρδου. Όσο αναρρώνουν στη μονή, ο ηγούμενος τους ξεναγεί και τους διηγείται την ιστορία του σωτήρα τους, μοναχού Πιερ και του ειδικά εκπαιδευμένου σκύλου του Μπάρι, που τους ανακάλυψε μέσα στα χιόνια.

Πριν περάσει πολύς καιρός, μια ομάδα Γερμανών αλπινιστών που αναζητά τους σαμποτέρ, χτυπάει την πόρτα του μοναστηριού. Θα καταφέρουν άραγε οι αντίπαλοι να συνεννοηθούν πολιτισμένα ώστε να αποφευχθεί η αιματοχυσία στον ιερό χώρο, ή είναι η σύγκρουση μοιραία;

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Πατάκης
Συγγραφέας: Γαλάτεια Γρηγοριάδου - Σουρέλη
Εικονογράφηση: Liz Fainberg
ISBN: 978-960-293-921-4
Έτος 1ης Έκδοσης: 1995
Σελίδες: 174
Τιμή: 7 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις:

Κριτική
Συγκινητικό μυθιστόρημα που συνδυάζει στοιχεία πολεμικού δράματος και ζωοφιλικής περιπέτειας. Με όμορφη γλώσσα αλλά στήσιμο κειμένου που δεν βοηθάει ιδιαίτερα στην κατανόηση (σκηνές αλλάζουν έπειτα από ένα απλό κενό, κάτι που μπορεί να μπερδέψει τους αναγνώστες), η συγγραφέας μας διηγείται μια ιστορία βγαλμένη από τον Β' παγκόσμιο πόλεμο και επιχειρεί να αναδείξει αξίες όπως η ειρήνη, η αγάπη προς τον συνάνθρωπο αλλά και προς τους σκύλους. Η πλοκή κινείται σε δύο άξονες: Στον πρώτο παρατηρούμε την σύγκρουση των Βρετανών με τους Γερμανούς στρατιώτες, ενώ στον δεύτερο -που καταλαμβάνει τις σελίδες 44-109 -σχεδόν το 1/3 του βιβλίου- και ίσως κερδίζει τις εντυπώσεις) ενημερωνόμαστε για τις συνθήκες εκπαίδευσης των σκύλων Αγ. Βερνάρδου, μέσα από σύντομες ιστορίες του Μπάρι και του δόκιμου μοναχού Πιερ. Το κείμενο δεν χωρίζεται σε κεφάλαια, παρότι αυτό θα εξυπηρετούσε στο ευκολότερο διάβασμά του από τους λιγότερο έμπειρους. Αυτοί θα πρέπει επίσης να δείξουν υπομονή, καθώς η κυρίως δράση συγκεντρώνεται ουσιαστικά στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου. Εμείς το προτείνουμε περισσότερο σε μαθητές της Στ' Δημοτικού και του Γυμνασίου, που μπορούν να αντιληφθούν το ιστορικό πλαίσιο της εποχής, να εκτιμήσουν την ψυχολογική σύγκρουση των αντιπάλων χαρακτήρων και που δεν θα ενοχληθούν από τις σκηνές βίας.

  • Ενδιαφέρουσες ιστορίες με ανθρώπους και ζώα
  • Προβολή ανθρωπιστικών αξιών

  • Απουσία συμπληρωματικού υλικού, χαρτών, κτλ.
  • "Κοιλιά" στην κυρίως πλοκή

Αξίες - Θέματα
Ειρήνη, Γενναιότητα, Ζωοφιλία, Θρησκευτική πίστη, 28 Οκτωβρίου.

Εικονογράφηση
Ασπρόμαυρη και δουλεμένη με πενάκι, η εικονογράφηση δεν μοιάζει να αναδεικνύει όσο θα μπορούσε το θέμα και δύσκολα θα συγκινήσει τους σύγχρονους μαθητές.

Απόσπασμα
Δεν ήξεραν πως τόσο γρήγορα τα γυμνάσματα για δήθεν χαμένους οδοιπόρους θα έπαυαν να είναι απλή εκπαίδευση. Πολύ γρήγορα χρειάστηκαν τα σκυλιά να παλέψουν και να σώσουν ανθρώπους.

Είχαν δεν είχαν ακόμα αναλάβει απ’ την περιπέτειά τους ο αδελφός Πιερ και ο Μπάρι, όταν ο καιρός, έτσι στα καλά καθούμενα, πήρε το χειρότερο. Το ραδιόφωνο μίλησε για «πρωτοφανή κακοκαιρία» -μια κακοκαιρία που εκατό χρόνια είχε να πλήξει την Ευρώπη – και έδωσε το δελτίο θυέλλης.

Από το τηλέφωνο, πριν ακόμα κοπεί και απομονωθούν οι καλόγεροι, ο ηγούμενος πήρε και την προσωπική συμβουλή του αστυνόμου της κοντινής πόλης να λάβουν μέτρα έκτακτης ανάγκης.

Με σύστημα, χωρίς πανικό, οι καλόγεροι οργάνωσαν την άμυνά τους στο κακό, που ώρα την ώρα θα χτυπούσε την περιοχή. Τα ζώα ασφαλίστηκαν, οι υδραυλικές εγκαταστάσεις ελέγχθηκαν, οι στέγες καθαρίστηκαν, οι αποθήκες με τα τρόφιμα εξετάστηκαν σχολαστικά, ειδικά τσεκαρίστηκε το απόθεμα ασφάλειας φαρμάκων. Ο μοναχός – γιατρός επέβλεπε προσεχτικά στην επιθεώρηση του κινητού χειρουργείου και την άψογη λειτουργία του μόνιμου. Οι βάρδιες στους πύργους του μοναστηριού διπλασιάστηκαν. Τα μπουκάλια με το κονιάκ γεμίστηκαν από τα τεράστια βαρέλια που φυλάγονταν στο κελάρι, και έτοιμα περίμεναν να δεθούν στις κοιλιές των σκυλιών. Και οι κουβέρτες, καλοδιπλωμένα μπογαλάκια, η μια πάνω στην άλλη, έτοιμες να δεθούν στην κοιλιά του κάθε σκύλου. Οι συνοδοί τους κοιμούνταν ντυμένοι. Έτοιμοι να ξεχυθούν έξω, στην άσπρη κόλαση, να δώσουν μάχη για τη σωτηρία κάποιου ανθρώπου που θα κινδύνευε. Όλα ήταν έτοιμα να δεχτούν την τρομερή επίθεση της κακοκαιρίας, που δεν άργησε να φτάσει στις Άλπεις.

Ξαφνικά, ο ουρανός έγινε μουντός. Μουντός, με κάτι περίεργες κόκκινες ανταύγειες. Η φύση κράτησε την αναπνοή της. Τα ζώα είχαν ειδοποιηθεί από το ένστικτό τους και είχαν λουφάξει. Για λίγο, μια απειλητική σιγή έπεσε πάνω στα χιονισμένα βουνά. Κι έπειτα ξέσπασε το κακό. Μούγκρισαν οι Άλπεις, κι αυτό το μουγκρητό γέμισε τις κοιλάδες, διπλασιάστηκε, τριπλασιάστηκε απ’ την ηχώ μια φοβερή κραυγή απόγνωσης, που έφτασε μέχρι το μοναστήρι. Τρεμούλιασε το πέτρινο τεράστιο οικοδόμημα, τα φώτα χαμήλωσαν, ξανάναψαν και τελικά έσβησαν. Έτοιμες ήταν οι γεννήτριες και δώσανε φως στο μοναστήρι.

Τη δεύτερη μέρα, όταν το κακό, αντί να υποχωρήσει, γιγαντώθηκε, οι βάρδιες είδαν τις φωτοβολίδες. Δεν ήταν μια ούτε δυο. Πάνω από τρεις υπολογίσανε οι παρατηρητές. Άρα η ομάδα που κινδύνευε ήταν μεγάλη, πολυπρόσωπη.

- Θα χρησιμοποιηθούν και τα σκυλιά που εκπαιδεύονται τώρα, αποφάσισε ο ηγούμενος.

Ο αδελφός Αντώνιος είχε αντιρρήσεις. Άλλο ασκήσεις σε ομαλές περιπτώσεις κι άλλο να ζητάς από ένα σκυλί χωρίς πείρα να τα βγάλει πέρα σε τόσο σοβαρές στιγμές.

- Φοβάμαι να το ρισκάρω, εξήγησε βιαστικά στον ηγούμενο. Και το σκυλί μπορεί να κινδυνέψει, αλλά και ο εκπαιδευτής του. Μπορεί σκυλί και μοναχός να χαθούν.

- Είναι μεγάλη η ομάδα των ανθρώπων. Πρέπει να βοηθήσει όλη η μονάδα των μοναχών με όλα τα σκυλιά, δεν άλλαξε γνώμη ο ηγούμενος. Μόνο μην αργούμε. Κάθε δευτερόλεπτο φέρνει με σιγουριά τους αδερφούς μας προς το θάνατο.

Άλλο δεν μπορούσε να επιμείνει ο αδελφός Αντώνιος.

- Ευλόγησον, είπε και έφυγε τρεχάτος να δώσει διαταγές.

Έβαλε ο αδελφός Πιερ στον Μπάρι την κουβέρτα και το κονιάκ.

- Μπάρι, του ψιθύρισε, τα θυμάσαι όλα όσα σου ‘μαθα;

Το σκυλί γρύλισε. Ναι, τίποτα δεν ξέχναγε.
Τελείωσε το δέσιμο του κονιάκ και της κουβέρτας στην κοιλιά του ζωντανού ο αδελφός Πιερ και επιθεώρησε για τελευταία φορά τα πετσιά. Ήταν εντάξει. Έβαλε τα δικά του πλατιά παπούτσια και ετοιμάστηκε να βγει στην αυλή, εκεί που μαζεύονταν και οι άλλοι.

Φοβήθηκε ξαφνικά. Ξανακοίταξε το σκύλο του. Όπως τον είδε, μεγαλόσωμο, γεροφτιαγμένο, ένιωσε μια σιγουριά, πήρε μια βαθιά αναπνοή.

- Μπάρι, καλή τύχη να ‘χουμε κι οι δυο μας, του ψιθύρισε και του φίλησε το υγρό μουσούδι.

Κι ο Μπάρι, σοβαρά, έβγαλε τη γλώσσα του και τρυφερά του φίλησε το μάγουλο.

Κρατούσαν σφιχτά τις λάμπες θυέλλης απ’ το χέρι, τη χοντρή αλυσίδα με το σκύλο απ’ την άλλη. Και βγήκαν όλοι μαζί από το μοναστήρι.

Απ’ το φοβερό αέρα που τους υποδέχτηκε, δεν άκουσαν καν τη βαριά πόρτα που έκλεισε πίσω τους. Μπρος, θολές φιγούρες τα τεράστια βουνά. Το χιόνι γινόταν κρύσταλλο μόλις τους άγγιζε. Στην αρχή, πήγαιναν όλοι μαζί, μα τα σκυλιά κάποια στιγμή τινάχτηκαν μπροστά και τους παρέσυραν σ’ ένα ξέφρενο κατηφόρισμα.

Βρέθηκε μόνος με τον Μπάρι. Το σκυλί τραβούσε νευρικά με τόση δύναμη την αλυσίδα του, που κόντεψε να του βγάλει το χέρι απ’ τον ώμο. Δεν έβλεπε τίποτα, κάθε βήμα γινόταν απίθανα επικίνδυνο και κουραστικό. Πού πήγαιναν, Θεέ μου;

Μέρα ήταν; Νύχτα ήταν; Δεν ήξερε πια. Είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου. Είχε πάψει να ψάχνει το έδαφος, αν ήταν στέρεο. Με τα παπούτσια, που είχαν μεγάλη επιφάνεια, πατούσε γερά στο χιόνι, προσπαθώντας να αντισταθεί στον αγέρα που πάλευε να τον ρίξει κάτω. Και προχωρούσαν. Τώρα το σκυλί έγινε πιο νευρικό. Κάποια στιγμή στάθηκε αναποφάσιστο, οσμίστηκε μια δυο φορές κι έπειτα ρίχτηκε προς την πλαγιά. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς και ο αδελφός Πιερ, τυφλωμένος απ’ το χιόνι, που του έγδερνε το πρόσωπο, το ακολούθησε. Κατάλαβε το τράνταγμα της αλυσίδας να γίνεται επιτακτικό. Τέτοιο δυνατό τράνταγμα, που τον πέταξε κάτω. Βρέθηκε χωμένος σε μια εσοχή, κι έτσι σώθηκε.

Η χιονοστιβάδα, ακολουθώντας το δρόμο της με βοή, πέρασε ακριβώς από πλάι του. Το έδαφος τρεμούλιασε, έπαψε να ‘ναι σταθερό, ήταν έτοιμο να σκιστεί στα δύο.

Περίμενε φοβισμένος, άκουσε το θόρυβο της χιονοστιβάδας που, παρασύροντας κι άλλους όγκους χιονιού, έπεφτε με τρομαχτική βοή στο χάος. Έκατσε ακίνητος λίγη ώρα, με μισοχαμένες από τον τρόμο τις αισθήσεις του. Κάποια στιγμή συνήλθε.  Σηκώθηκε με κόπο. Πού ήταν ο Μπάρι; Τον έπιασε τρόμος. Αν έχανε τον Μπάρι, ελάχιστες ελπίδες είχε να σωθεί κι αυτός. Η αλυσίδα του ‘χε φύγει απ’ τα χέρια καθώς έπεφτε. Έψαξε στα τυφλά να τη βρει. Και αγκάλιασε το ζεστό κορμί του Μπάρι.

Ο Μπάρι ανυπόμονα περίμενε να βρει το αφεντικό του την αλυσίδα. Κι όταν σιγουρεύτηκε πως έγινε αυτό, βγάζοντας ένα δυνατό ουρλιαχτό, ξεκίνησε με καινούρια ορμή. Κάποια στιγμή ένας όγκος χιονιού τους έκοψε το δρόμο. Ο Πιερ δεν τον είχε αντιληφθεί και σκόνταψε απάνω του. Εκεί στάθηκε ο Μπάρι. Με ένα ακόμα ουρλιαχτό, άρχισε σαν παλαβός να σκάβει με τα τέσσερα πόδια του. Ο αδελφός Πιερ έβγαλε με μεγάλο κόπο ένα μικρό φτυάρι που είχε στον κόρφο του. Προσπάθησε να βοηθήσει τον Μπάρι, να του κάνει πιο εύκολη τη σκληρή δουλειά. Σκεφτόταν πως θα του ‘τρωγε πολλή ώρα αυτό το σκάψιμο κι όποιος ήταν εκεί παραχωμένος θα πέθαινε απ’ αυτή την αργοπορία. Για ώρα ανάγκης είχε το μικρό πιστόλι με τη φωτοβολίδα. Το έβγαλε και με μεγάλη προσπάθεια έριξε σήμα. Οι άλλοι μοναχοί δε θ’ αργούσαν να ‘ρθουν για βοήθεια. Κι όμως άργησαν.

Η ομάδα οδοιπόρων είχαν παραθαφτεί απ’ τη χιονοστιβάδα σε μεγάλη ακτίνα. Κι έτσι πάλευαν υπεράνθρωπα οι άλλοι καλόγεροι να ξεθάψουν αυτούς που τα δικά τους σκυλιά είχαν εντοπίσει.

Ο Μπάρι δεν είχε ξανακάνει αυτή την άσκηση σε τόσο βάθος.
Έσκαβε, έσκαβε απελπισμένα, πολλές στιγμές θύμωνε, άλλες δίβουλα στεκόταν, από φόβο μήπως έκανε λάθος, κι έπειτα με περισσότερο πείσμα προχωρούσε στην τρύπα που ‘χε καταφέρει να ανοίξει στο χιονισμένο σκληρό όγκο.

Κι όταν σε βάθος δύο μέτρων βρήκε αυτό που γύρευε, το λιποθυμισμένο άνθρωπο, τότε έβγαλε μια κραυγή, που ήταν όμως κραυγή νίκης. Ο αδελφός Πιερ έστειλε άλλο σινιάλο – άλλο χρώμα φωτοβολίδας- πως βρήκε οδοιπόρο, κι αμέσως άρχισε να στάζει στα παγωμένα χείλια του άγνωστου κονιάκ.

Ο οδοιπόρος σάλεψε, άρχισε να συνέρχεται. Τότε φτάσαν κι άλλοι μοναχοί. Δε θα μπορούσε να πει πώς ακριβώς έγινε. Ίσως επειδή πρώτη φορά λάβαινε μέρος σε ομάδα διάσωσης, ίσως γιατί η χαρά και η υπερηφάνεια τον συνεπήραν, μια και πέτυχε αυτή η πρώτη του έξοδος, ίσως γιατί ήταν αποκαμωμένος απ’ το τρέξιμο και το σκάψιμο, ίσως γιατί δεν είχε πείρα, ξέχασε τον Μπάρι.

Σιγουρεύτηκε πως ο τραυματισμένος δέθηκε γερά στο έλκηθρο κι ανάπνεε. Έτσι ακολούθησε τους άλλους μοναχούς, που κουβαλούσαν και τους υπόλοιπους οδοιπόρους. Ίσως, καθώς άκουγε τα άλλα σκυλιά να αλυχτούν, να πίστεψε πως μαζί τους ήταν και ο Μπάρι. Δεν ξέρει τι έφταιξε και, όσο γινότανε πιο γρήγορα, πήρε μαζί με τους υπόλοιπους το δρόμο για το μοναστήρι. Ο γυρισμός του φάνηκε πιο εύκολος, ο αγέρας τους έσπρωχνε από πίσω, ήταν πολλοί μαζί, δεν το κατάλαβε πώς έφτασε στο μοναστήρι.

Άνοιξε η βαριά εξώπορτα, οι νοσοκόμοι-αδελφοί πήγαν τους χτυπημένους στο κτίσμα που ήτανε νοσοκομείο. Και μόνο τότε, σαν είδε τους καλόγερους να παίρνουν τα σκυλιά να παν να τα ταΐσουν, μονάχα τότε αναζήτησε τον Μπάρι.

Σφύριξε… Τίποτα.
- Μπάρι, ψιθύρισε. Μπάρι, φώναξε. Μπάρι, ούρλιαξε.

Μα το γνώριμο γρύλισμα δεν τα’ άκουσε. Δε χωρούσε καμιά αμφιβολία. Ο σκύλος είχε απομείνει στις χιονισμένες πλαγιές.

Δε δίστασε. Με έναν πήδο βρέθηκε στην εξώπορτα. Με τη φασαρία που επικρατούσε, κανείς δεν τον πήρε είδηση που την άνοιξε. Την έκλεισε πίσω του και, χωρίς να σκεφτεί, άρχισε να τρέχει μες στην χιονοθύελλα· ούτε τον αγέρα κατάλαβε, ούτε το χιόνι που τον μαστίγωνε. Ούτε πρόσεξε τον ουρανό, που είχε μπλαβιάσει και τον απειλούσε. Έβγαλε μια σφυρίχτρα και καλούσε τον Μπάρι μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής του. Δεν ξέρει ποιους αδιάβατους δρόμους πήρε. Δεν ξέρει καν αν κινδύνεψε σ’ αυτά τα μονοπάτια. Είχε ξεχάσει τον εαυτό του και μόνο τον Μπάρι σκεφτόταν. Η φαντασία του τον έβλεπε ξεπαγιασμένο, άψυχο, να πεθαίνει χωρίς κανείς να βρίσκεται κοντά του. Προσευχήθηκε: «Θεέ μου, ας βρω τον Μπάρι!».

- Μπάρι! Όλο το είναι του τον φώναξε. Ολόκληρος είχε γίνει μια κραυγή.

- Μπάρι!

Και τότε μέσα στα ουρλιαχτά του αγέρα, σαν να ‘κουσε ένα παραπονεμένο κλάμα. Καρδιοχτύπησε. Λες ν ‘ταν ιδέα του; Μήπως το φαντάστηκε; Κι από πού άκουσε το κλάμα; Ίδιο λαγωνικό τέντωσε τ’ αυτιά του. Και τότε καθαρά πια έφτασε ως αυτόν το ίδιο παραπονεμένο κλάμα. Σαν παλαβός, ο αδελφός Πιερ έτρεξε προς τα εκεί που ακούστηκε ο Μπάρι. Περισσότερο το ένστικτο τον οδήγησε σε κείνο το μέρος. Μα πού να ψάξει; Απελπισμένος έβλεπε την πλαγιά. Κάπου εκεί ψυχομαχούσε ο Μπάρι, αλλά πού;

Τότε ήταν που άκουσε καθαρά το κλάμα του σκυλιού. Πηδούσε τώρα, δεν έτρεχε. Έφτασε κι άρχισε να σκάβει σαν τρελός. Όταν ξέθαψε το σκύλο, όταν άγγιξε το αγαπημένο του κρομί, τότε στάθηκε να πάρει μια ανάσα. Έπειτα πήρε το κορμί του στα χέρια, αγκαλιά, και άρχισε το δύσκολο αγώνα της επιστροφής. Ο Μπάρι ήταν βαρύς, ήταν κι ο ίδιος πολύ κουρασμένος κι η θύελλα μαινόταν γύρω τους. Μα ο αδελφός προχωρούσε για το μοναστήρι, για τη σωτηρία. Ο Μπάρι ανάπνεε τώρα βαριά. Κι ο Μπάρι έζησε.

Στιγμή δεν έφυγε από πλάι του ο αδελφός Πιερ. Τα φάρμακα τα ανακάτευε στο ζεστό γάλα και τάιζε με μπιμπερό το εξαντλημένο σκυλί. Κι ο Μπάρι, μ’ όλη την αδυναμία του, προσπαθούσε να σαλέψει την ουρά του, να ξαναδεθεί, προσπαθούσε για τη ζωή. Κι αυτό, για να μη λυπήσει το αφεντικό του· γι’ αυτό περισσότερο…

- Αδελφέ, έκανες μεγάλη αμαρτία. Κινδύνεψες για να σώσεις το σκυλί σου.

Ο ηγούμενος, όρθιος, κατσάδιαζε τον αδελφό Πιερ.

- Από θαύμα γύρισες ζωντανός. Έβαλες και σε κίνδυνο κι άλλους αδελφούς, που βγήκαν να σε αναζητήσουν. Ναός του Θεού είναι ο άνθρωπος, Κι εσύ δεν τον λογάριασες αυτόν το ναό του Θεού.

Ο Πιέρ είχε σκύψει το κεφάλι κι άκουγε τα σκληρά λόγια του ηγούμενου. Έτσι όμως δεν έβλεπε τα μάτια του ηγούμενου, που τον κοιτούσαν όλο αγάπη και στοργή.

- Πήγαινε, αδελφέ, θα μείνεις αμίλητος πέντε μέρες και θα πεις την προσευχή της Παρθένου διακόσιες φορές.

- Ευλόγησον, γέροντα, ψέλλισε ο αδελφός Πιερ ταπεινά.

Όχι, δεν είχε δει πόσο καμάρι είχαν τα μάτια του ηγούμενου.
Το άσυλο του Αγ. Βερνάρδου, λίγα μέτρα βόρεια από τα ιταλικά σύνορα (κίτρινη γραμμή) όπως φαίνεται στο Google Earth
Σχόλιο
Η ιστορία του μοναστηριού του Αγίου Βερνάρδου όπως μας περιγράφεται στις σελίδες 44-45 είναι αληθινή, όπως αληθινές είναι και οι πληροφορίες για τον Μπάρι τον Σωτήρα (Barry der Menschenretter), που έζησε μεταξύ 1800-1814 και έσωσε από τον θάνατο πάνω από 40 ανθρώπους. Όπως αναφέρεται και στο βιβλίο, ο ηρωικός σκύλος αφού πέθανε βαλσαμώθηκε και από τότε εκτίθεται στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Βέρνης. Ένα μνημείο στήθηκε προς τιμήν του στο κοιμητήριο ζώων του Παρισιού το 1900, ενώ το πιο εύρωστο κουτάβι που γεννιέται στο μοναστήρι, παίρνει ακόμα το όνομά του. Το 2004 συστήθηκε στην Ελβετία Ίδρυμα Barry du Grand Saint Bernard (στην ιστοσελίδα του οποίου πωλούνται σχετικά βιβλία, ημερολόγια, κτλ.), με στόχο την διατήρηση της συγκεκριμένης ράτσας. Ο γενναίος σκύλος έχει εμπνεύσει ποιητές και πεζογράφους, ενώ με θέμα τη ζωή του έχουν γυριστεί και κινηματογραφικές ταινίες. Περισσότερες λεπτομέρειες μπορείτε να διαβάσετε εδώ.

Παρότι οι ναζί είναι σαφέστατα οι "κακοί" του μυθιστορήματος, η συγγραφέας αποφεύγει να πέσει στην παγίδα της μονομέρειας και δημιουργεί για τον κάθε Γερμανό, ένα ξεχωριστό ψυχολογικό προφίλ. Ο συνταγματάρχης Γιόχαν Γιούγκερς παρουσιάζεται ως ανθρωπιστής με αρχές (σ.22) που νιώθει ντροπή (σ.128) για τους φανατισμένους συστρατιώτες του και τελικά έρχεται σε ανοιχτή αντιπαράθεση (σ.131) μαζί τους. Στο αντίθετο άκρο, ο Βολφ Σουλτς που το βλέμμα του είναι γεμάτο μίσος (σ.128) μιλάει εχθρικά, όλο κακία (σ.111) και χαχανίζει σαρκαστικά. Ο Καρλ Σελ πάλι, εμφανίζεται ως θύμα του ναζιστικού μηχανισμού, αφού από τρυφερός και ευαίσθητος, έγινε αλλιώτικος από τότε που οργανώθηκε στη χιτλερική νεολαία (σ.22). Παρόμοιες αντιθέσεις παρατηρούμε όμως και στην ομάδα των Βρετανών κομάντος.
κάπως έτσι μπορούμε να φανταστούμε τον Βολφ (πηγή)

Η φιλία του Μπάρι με μια γάτα, όπως περιγράφεται στις σελίδες 85-88, ίσως κάνει κάποιους να αναρωτηθούν αν κάτι τέτοιο είναι πιθανό να συμβεί στην πραγματικότητα. Η αλήθεια είναι πως όταν γάτες και σκύλοι μεγαλώνουν μαζί, δεν αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα προβλήματα συμβίωσης. Και επειδή η Φύση πάντα μας εκπλήσσει, πρόσφατα εντοπίστηκε στη Φινλανδία μια ακόμα πιο περίεργη φιλία, ανάμεσα σε έναν λύκο και μια αρκούδα!
Χρήση στην τάξη
Στη σελίδα 90, διαβάζουμε την παρακάτω εξωτερική περιγραφή του Μπάρι. Μπορούν άραγε οι μαθητές μας να περιγράψουν με αντίστοιχο τρόπο ένα δικό τους, αγαπημένο ζώο;

Ο Μπάρι τώρα ήταν ένα εντυπωσιακό μεγαλόσωμο σκυλί με σωστές αναλογίες. Το κεφάλι του ήταν δυνατό, φαρδύ, με καμπυλωτό κρανίο και ρυτίδες στο μέτωπο. Τα μάτια του ήταν μεσαίου μεγέθους, σκούρα, με το κάτω βλέφαρο χαλαρό. Τ' αυτιά του, ούτε μεγάλα ούτε μικρά, πέφταν μαλακά κάτω. Η ουρά του ήταν χοντρή, μακριά, βαριά και σηκωνόταν μόνο όταν ήταν σε επιφυλακή. Ψηλός, περίπου 70 εκ. Το τρίχωμά του άσπρο με αποχρώσεις κοκκινωπές, είχε κηλίδες μεγάλες γκρι τιγρέ. Τα πόδια του και το φαρδύ του στήθος ήταν κάτασπρα· άσπρη ήταν και η περιοχή γύρω απ' τη μύτη του και η άκρη της ουράς του. Άσπρο είχε και στο μέτωπο, στο λαιμό και στο σβέρκο. Ποτέ το κόκκινο δεν μπερδευόταν με τ' άσπρο· ήταν καθορισμένες οι κηλίδες. Η τρίχα του πυκνή, σκληρή, καθιστή στο δέρμα, λεία...

Share/Bookmark

Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2015

Η μελωδία της ευτυχίας

Υπόθεση
Αυστρία, 1926. Σ' ένα γυναικείο μοναστήρι Βενεδικτίνων στο Νόνμπεργκ των Άλπεων, μια ζωηρή δόκιμη με σπουδές νηπιαγωγού καλείται να εγκαταλείψει τη μονή για λίγους μήνες, ώστε να αναλάβει την διαπαιδαγώγηση της μικρής κόρης ενός απόστρατου πλοιάρχου του Αυστριακού Ναυτικού. Ταξιδεύει στο Άιγκεν και γνωρίζεται με τον πικραμένο χήρο και τα 7 παιδιά του. Η Μαρία καταφέρνει να τους δώσει πάλι χαρά, παίζοντας τραγούδια με την κιθάρα της. Η ζέστη επιστρέφει έτσι σιγά σιγά στην οικογένεια, ο πλοίαρχος σύντομα ερωτεύεται την νεαρή παιδαγωγό και τη ζητάει σε γάμο. Λίγα χρόνια μετά έρχεται το κραχ και η περιουσία των φον Τραπ εξανεμίζεται. Αναγκάζονται να απολύσουν προσωπικό και να νοικιάσουν τα δωμάτια του αρχοντικού τους σε φοιτητές, ενώ ταυτόχρονα αρχίζουν να τραγουδούν πιο σοβαρά και συστηματικά. Η διάσημη σοπράνο Lotte Lehmann τους ακούει τυχαία το 1936 και τους παρακινεί να συμμετάσχουν σ' ένα φεστιβάλ συγκροτημάτων. Η οικογενειακή χορωδία κερδίζει την πρώτη θέση και μέσα από μια σειρά ευτυχών συμπτώσεων, οδηγείται στην πρώτη της ευρωπαϊκή περιοδεία! Τον Μάρτιο του 1938, οι Γερμανοί προσαρτούν την Αυστρία και λίγους μήνες μετά η οικογένεια αποφασίζει να δραπετεύσει προς την ελευθερία.
  
Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Ατραπός (διαθέσιμο και από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος)
Συγγραφέας: Μαρία φον Τραπ
Διασκευή: Γ. Μπόρας
Εικονογράφηση: Γιάννα Δελφίνο (εξώφυλλο)
ISBN: 960-8325-45-5
Έτος 1ης Έκδοσης: 2004
Σελίδες: 163
Τιμή: περίπου 8 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά: εδώ  
Τάξεις: Στ', Γυμνάσιο

Κριτική
Υπέροχο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα που μας ταξιδεύει στην Αυστρία του μεσοπολέμου για να μας αφηγηθεί τις περιπέτειες της πολυτάλαντης, θεοσεβούμενης αλλά και λίγο αφελούς Μαρίας φον Τραπ και της οικογένειάς της, ενώ ταυτόχρονα μας μεταφέρει μηνύματα πίστης, αξιοπρέπειας και αγάπης για τη μουσική. Η παρούσα διασκευή είναι αρκετά καλή, η γλώσσα ρέει και δεν δημιουργεί προβλήματα κατανόησης, η έκδοση ωστόσο θα μπορούσε να είναι πιο προσεγμένη ώστε να αποφευχθούν τα αρκετά τυπογραφικά και λάθη όπως η αντίστροφη εκτύπωση των σελίδων 158-159. Η πλοκή χωρίζεται σε 13 κεφάλαια των 6-20 σελίδων που, παρά την απουσία εικονογράφησης και τη σελιδοποίηση τύπου μπετόν, διαβάζονται ιδιαίτερα ευχάριστα. Εξαίρεση, κάποιες μακροσκελείς (παρότι ενθουσιώδεις) περιγραφές εθίμων (π.χ. κεφάλαιο 6) που δημιουργούν "κοιλιά" και είναι πιθανό να κουράσουν τους λιγότερο αποφασισμένους αναγνώστες. Το προτείνουμε σε μαθητές της Στ' και του Γυμνασίου, ενώ για τους μικρότερους η ίδια ιστορία κυκλοφορεί και από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος (βλ. εξώφυλλο που ακολουθεί), με ασπρόμαυρη εικονογράφηση, κεφάλαια των 3-6 σελίδων, απλοποιημένη σύνταξη, αλλά και λιγότερη έμπνευση. 

  • Πληροφορίες για την ζωή στην Αυστρία του μεσοπολέμου
  • Χιούμορ
  • Ενδιαφέρουσα πλοκή
  • Ωφέλιμες αξίες

  • Απουσία εικονογράφησης, χαρτών, ντοκουμέντων
  • Σημεία με "κοιλιά" στην πλοκή

Αξίες - Θέματα
Ιστορία, Μουσική, Αξιοπρέπεια, Θρησκευτική πίστη, Οικογένεια

Εικονογράφηση
Απόσπασμα
Δεν είναι σπάνιο φαινόμενο ζάμπλουτοι μεγιστάνες να χάσουν μέσα σε λίγες στιγμές όλη τους την περιουσία. Όταν διαβάζεις γι’ αυτές τις «απώλειες» στα μυθιστορήματα ή τις παρακολουθείς να ζωντανεύουν σε μια θεατρική σκηνή, τις βρίσκεις πολύ δραματικές. Όμως, όταν τις ζεις εσύ ο ίδιος, είναι μια εντελώς διαφορετική εμπειρία. Η φωνή που ανακοίνωσε την πτώχευση της τράπεζάς μας, έκλεισε οριστικά ένα πολύ άνετο και όμορφο κεφάλαιο της ζωής μας: το κεφάλαιο «πλούσιοι».

Η τράπεζα στην οποία είχαμε τις καταθέσεις μας ανήκε σε κάποια κυρία Λάμερ. Την ίδια περίπου εποχή, ο Χίτλερ και οι Ναζί του, στην άλλη μεριά των συνόρων, είχαν αρχίσει να δημιουργούν προβλήματα στη μικρή Αυστρία. Για να την αναγκάσουν να σκύψει το κεφάλι, είχαν απαγορέψει κάθε λογής οικονομικές συναλλαγές μαζί της, κόβοντάς της έτσι τον ομφάλιο λώρο. Αυτό προκάλεσε σοβαρές επιπτώσεις στην οικονομία και πολλοί τραπεζίτες – ανάμεσά τους και η κυρία Λάμερ- άρχισαν ν’ ανησυχούν για το μέλλον. Ο σύζυγός μου γνώριζε την κυρία Λάμερ, την εκτιμούσε πολύ και τη θεωρούσε γενναία και πανέξυπνη γυναίκα. Όταν πληροφορήθηκε πως η τράπεζά της αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα, σήκωσε όλα τα κεφάλαιά του-που ήταν απολύτως ασφαλή σε μια εγγλέζικη τράπεζα- και τα κατέθεσε στην τράπεζά της, για να τη σώσει. Ο άμοιρος ο σύζυγός μου δεν μπορούσε να κοιμηθεί από τις τύψεις.

«Δεν έπρεπε να είχα πάρει τα λεφτά μου από την Αγγλία» θρηνούσε. «Δεν έπρεπε! Αχ, τι θ’ απογίνουν τώρα τα παιδιά μου;»

«Για να σου πω» του είπα μια μέρα «δεν τα πήρες τα λεφτά για να γλεντήσει. Ήθελες να βοηθήσεις κάποιον που αντιμετώπιζε προβλήματα, έτσι δεν είναι; Για ποιο λόγο διαβάζουμε τόσα χρόνια το Ευαγγέλιο; Δε θυμάσαι που λέει πως ό, τι κάνουμε από αγάπη προς Εκείνον θα μας το ανταποδώσει εκατονταπλάσιο σε τούτη τη ζωή και θα εξασφαλίσουμε, επιπλέον, την αιώνια ζωή;»

Εξάλλου, δεν μπορώ να πω ότι πεθαίναμε της πείνας. Έπρεπε όμως ν’ αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα. Είχαμε χάσει το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας μας, έμεναν όμως αρκετά για να πληρώνουμε τους απαραίτητους λογαριασμούς και να τα φέρνουμε βόλτα, φτάνει να ζούσαμε απλά. Υπήρχε, ακόμα, μια σεβαστή ακίνητη περιουσία, αρκετά μεγάλης αξίας. Αυτή όμως δεν είχαμε σκοπό να την αγγίξουμε: θα έμενε για ώρα μεγάλης ανάγκης, ώστε να εξασφαλίσουμε το μέλλον των παιδιών. Έπρεπε συνεπώς να προσαρμοστούμε σ’ ένα χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο: πουλήσαμε το αυτοκίνητο, απολύσαμε έξι από τους οχτώ υπηρέτες – έμειναν μόνο ο μπάτλερ και η μαγείρισσα- κλειδώσαμε τα μεγάλα δωμάτια στο ισόγειο και στο δεύτερο όροφο και εγκατασταθήκαμε όλοι μαζί στον τρίτο, όπου θα τα βγάζαμε πέρα χωρίς καμαριέρα. Ο κακομοίρης ο άντρας μου ένιωθε σαν ζητιάνος. Δεν του έπαιρνες πια λέξη και τον λυπόμουν πολύ όταν το έβλεπα να πηγαινοέρχεται απελπισμένος στο δωμάτιο, πάνω κάτω, μασουλώντας την άκρη του μουστακιού του.

Σαν αν μην έφταναν όλες οι άλλες σκοτούρες του, τον εκνεύριζα από πάνω κι εγώ. Για πολλούς και διάφορους λόγους, δεν μπορούσα να συμμεριστώ την απελπισία του. Από την πρώτη κιόλας στιγμή όταν μάθαμε πως χάσαμε τα λεφτά μας, αισθάνθηκα μια παράξενη προσδοκία. Ένιωσα να φεύγει από πάνω μου ένα βάρος και, μόλο που πάσχιζα σκληρά, δεν μπορούσα να δείχνω αποκαρδιωμένη. Μήπως αισθανόμουν άραγε -αμυδρά- πως άρχιζε το μεγάλο κρεσέντο του τραγουδιού της ζωής μας, που θα συνεχιζόταν από εδώ και πέρα χωρίς διακοπή;

Η «εκατονταπλάσια ανταμοιβή» εμφανίστηκε σχεδόν αμέσως, με την αντίδραση των παιδιών: αδιαφορώντας τελείως για το αν είχαμε αυτοκίνητο ή όχι, προθυμοποιήθηκαν ν’ αναλάβουν νέα καθήκοντα, ευθύνες και υποχρεώσεις, κι όχι μοιρολατρικά και μουτρωμένα, αλλά ανασκουμπώνοντας αποφασιστικά τα μανίκια!

Εκείνη την εποχή, από το σπίτι έλειπε μόνο ο Ρούπερτ, ο μεγαλύτερος. Έμενε στο Ίνσμπρουκ, όπου προετοιμαζόταν για την Ιατρική Σχολή, και τον επισκέφθηκα για να του ανακοινώσω τα δυσάρεστα νέα –πως όχι μόνο κοβόταν το γενναίο χαρτζιλίκι του, αλλά θα έπρεπε να εργαστεί για να τελειώσει το πανεπιστήμιο. Γύρισα στο σπίτι λάμποντας από ενθουσιασμό.

«Τελικά, Γκέοργκ, είμαστε τυχεροί που χάσαμε τα λεφτά μας! Πώς αλλιώς θα διαπιστώναμε πόσο καλά παιδιά έχουμε;»

Του εξήγησα πως ο Ρούπερτ είχε δεχτεί την καταστροφή με το χαμόγελο –κι αυτό το χαμόγελο του αγοριού κατάφερε επιτέλους να φωτίσει το σκυθρωπό πρόσωπο του πατέρα του. Βλέποντας τον άντρα μου να χαμογελάει περήφανος, μετά από τόσα μερόνυχτα πίκρας, κόντεψα να τρελαθώ απ’ τη χαρά μου. Όμως ακόμα κι η πολλή χαρά πρέπει να μοιράζεται, γιατί αλλιώς καταντάει πόνος. Έτσι, αγκάλιαζα κι έσφιγγα τον καημένο τον άντρα μου με όλη μου τη δύναμη, μέχρι που εκείνος ξεγλίστρησε από τα χέρια μου γελώντας και προσπάθησε να ξαναβρεί την ανάσα του.

«Τι έπαθες, μπορείς να μου πεις; Κάνεις λες και κέρδισες ένα εκατομμύριο δολάρια!»

«Μόνο;» απάντησα. «Μόλις τώρα ανακάλυψα πως δεν ήμασταν πραγματικά πλούσιοι, απλώς είχαμε κατά τύχη πολλά χρήματα. Γι’ αυτό και δε θα γίνουμε ποτέ φτωχοί. Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι τώρα που ξέρω πως δεν ανήκουμε σ’ εκείνους που θα δυσκολευτούν πολύ να μπουν στο βασίλειο του Θεού».

Όμως, παρά τον ενθουσιασμό μου, κάτι έπρεπε να γίνει. Έπρεπε να εξασφαλίσουμε τουλάχιστον τα απαραίτητα. Πώς όμως;

Εκείνες τις μέρες θερίσαμε τους πρώτους καρπούς από την ευλογημένη συνήθεια που είχαμε σπείρει πριν από πολλά χρόνια: να διαβάζουμε το Ευαγγέλιο μαζί με τα παιδιά. Σε κάθε σταυροδρόμι, κάθε δύσκολη στιγμή, εμφανιζόταν μια ρήση που έλεγες πως είχε φτιαχτεί ειδικά για τη συγκεκριμένη περίσταση. «Ό, τι ζητήσετε, αυτό θα λάβετε» είχε πει ο Κύριός μας.

«Ό, τι ζητήσουμε». Αρχίσαμε λοιπόν ν’ αναζητούμε τη σωστή διαφώτιση, τη σωστή καθοδήγηση, κι η απάντηση βρισκόταν πολύ κοντά μας, στο Νόνμπεργκ. Πήγα εκεί και ζήτησα από τις καλόγριες να μας βοηθήσουν σ’ αυτή τη δύσκολη ώρα.

«Γιατί δε ζητάτε από τον Αρχιεπίσκοπο άδεια να φτιάξετε ένα παρεκκλήσι, όπως κάνουν σε τόσα άλλα κάστρα και σπίτια;» πρότεινε η Αδελφή Ραφαέλα. «Είμαι σίγουρη, μάλιστα, ότι θα στείλει κάποιον ιερέα να μείνει μαζί σας, και μπορείτε να νοικιάζετε τα υπόλοιπα δωμάτια του σπιτιού σε φοιτητές του Καθολικού Πανεπιστημίου».

Τόσο απλό! Ο καλοσυνάτος Αρχιεπίσκοπος Ιγνάτιος μας έδωσε πρόθυμα την άδεια. Το μεγάλο δωμάτιο του ισογείου, που δεν το χρησιμοποιούσαμε πια, φαινόταν ιδανικό για το σκοπό μας, με τη μεγάλη γωνιακή μπαλκονόπορτα, όπου στήθηκε ο βωμός· τα στασίδια τοποθετήθηκαν στο μήκος των τοίχων, αντικριστά, όπως στα παλιά, γραφικά παρεκκλήσια των μοναστηριών. Ο πάστορας της ενορίας μας, μας παραχώρησε τα πιο απαραίτητα άμφια και σκεύη. Ένας καθηγητής της Θεολογικής Σχολής αναζητούσε ένα ήσυχο μέρος για να γράψει κάποιο φιλοσοφικό βιβλίο. Ήταν ο πρώτος μας ένοικος κι ανέλαβε να κάνει την πρωινή λειτουργία. Εκείνες τις μέρες, όταν ήμαστε μόνοι, ο άντρας μου, μου έλεγε βιαστικά: «Ναι, είμαστε τυχεροί, και μακαρίζω το Θεό που ήρθαν έτσι τα πράγματα».

Μα πραγματικά, δεν ήμασταν τυχεροί; Πρώτη φορά δεθήκαμε τόσο πολύ ο ένας με τον άλλον, και μόνο τώρα, χάρη στη μεγαλοψυχία του Θεού, είχαμε διακρίνει τις αρετές των παιδιών μας· ούτε ένα μουρμουρητό, ούτε ένα παράπονο… Και ποτέ πριν δεν είχαμε ανάμεσά μας έναν ιερέα ή ένα παρεκκλήσι και τη Θεία Ευχαριστία μέσα στο σπίτι μας. Αυτό πια δεν ήταν τύχη – ήταν ευλογία!

Τώρα δεν ξέρω ποια λέξη να χρησιμοποιήσω· ήταν άραγε αστείο, κωμικό ή αξιοθρήνητο να παρακολουθούμε τις αντιδράσεις των πλούσιων γειτόνων μας; Φαίνεται πως ένα από τα χειρότερα πράγματα που μπορεί να πάθει ένας πλούσιος είναι να υποψιαστεί ότι τον πλησιάζεις για να του ζητήσεις λεφτά. Προβλέποντας έναν τόσο σοβαρό κίνδυνο, πρέπει να τον αποτρέψει με κάθε θυσία. Έτσι, όποτε οι παλιοί μας φίλοι συναντούσαν τον άντρα μου, άρχιζαν να του λένε πόσο δύσκολα ήταν τα πράγματα και πόσο «ζορίζονταν» κι εκείνοι να τα βγάλουν πέρα. Μια μέρα ο Γκέοργκ γύρισε έξαλλος στο σπίτι.

«Αν σου πω τι μου συνέβη, δε θα το πιστέψεις!»

«Άντε πάλι!» σκέφτηκα, βλέποντάς τον να βηματίζει πάνω κάτω, μασουλώντας το μουστάκι του.

«Πρώτα συνάντησα τον Μάξι» (ο Μάξι ήταν ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους της περιοχής). «Στα καλά καθούμενα, άρχισε να μου εξηγεί πως κι ο ίδιος ο αδερφός του να του ζητούσε δάνειο, δεν θα μπορούσε να τον εξυπηρετήσει. «Δύσκολες εποχές», είπε μιμούμενος τη θλιμμένη φωνή του Μάξι. «Λίγο παρακάτω» συνέχισε «βλέπω τη βαρόνη Κ., που μου λέει σχεδόν απογοητευμένη: «Είδα τα παιδιά σου τις προάλλες και ξαφνιάστηκα –τόσο όμορφα, πρόσχαρα κι ακόμα τόσο καλοντυμένα». Ακόμα, τα’ ακούς; Έτσι μου ‘ρθε…» Σταμάτησε ακριβώς μπροστά μου: «Μα καλά, τους βάρεσε η τρέλα στο κεφάλι; Και μη μου ξαναπείς πως είμαι τυχερός!»

«Θα σ’ το πω και θα σ’ το λέω συνέχεια» απάντησα κι όπως στεκόταν αντίκρυ μου, έσκυψα και τον φίλησα στο στόμα. «Και ξέρεις γιατί; Επειδή είσαι πολύ τυχερός. Ακόμα κι αν ξόδευες όλα τα πλούτη του κόσμου, δε θα κατάφερνες να μάθεις ποιοι είναι οι πραγματικοί σου φίλοι – τώρα όμως, ξέρεις».

Στο σημείο αυτό γελάσαμε – κι άμα γελάσεις μια φορά, ο θυμός σου εξατμίζεται.

Ένα χρόνο αργότερα, το σπίτι μας ήταν γεμάτο κόσμο, νεαρούς καθηγητές και σπουδαστές της Σχολής. Πρώτη φορά διασκεδάζαμε τόσο πολύ και περνούσαμε τόσο όμορφα απογεύματα. Όχι πως βγάζαμε τίποτα σπουδαία λεφτά απ’ τους ενοικιαστές – ωστόσο, ήταν αρκετά για να πληρώνουμε τους λογαριασμούς και να συντηρούμε το μεγάλο σπίτι.

Παλιά, σπάνια θυμάμαι να γελούσαμε τόσο πολύ, να συμμετείχαμε σε τόσο πνευματώδεις συζητήσεις, να συναντούσαμε τόσο ενδιαφέροντες ανθρώπους. Ο καθηγητής Ντ. , ο πρώτος μας ενοικιαστής, έγινε γρήγορα ένας πολύ αγαπητός και υπέροχος φίλος. Όταν κόντευε να τελειώσει το βιβλίο του, ήρθε να τον επισκεφθεί ο εκδότης του, κι έμεινε μετά για ένα φλιτζάνι τσάι στη βιβλιοθήκη, όπου τα κούτσουρα τριζοβολούσαν στο τζάκι. Ήταν μια άθλια παγερή μέρα το Νοέμβρη, κι ήταν η πρώτη επίσκεψη από τις πολλές που θ’ ακολουθούσαν. Ο Όττο Μίλερ, ο νεαρός εκδότης, μπήκε γρήγορα στον κατάλογο των πιο στενών φίλων μας, και πολύ σύντομα όσοι συγγραφείς, επιστήμονες και καθηγητές έρχονταν να τον επισκεφθούν, κατέληγαν στο σπίτι μας. Καταλαβαίνετε πόσο  πιο όμορφη και πλούσια έγινε η ζωή μας – ιδιαίτερα η ζωή των παιδιών, που βρίσκονταν πάνω στην ανάπτυξη. Κάτι τέτοιες βραδιές δεν μπορούσα να μην κοιτάζω θριαμβευτικά τον άντρα μου ο οποίος, για να μην ακούσει τη φοβερή λέξη «τυχερός», έπιανε καθησυχαστικά το χέρι μου και μουρμούριζε: «Καταλαβαίνω τι εννοείς».

Όλον αυτόν τον καιρό δεν σταματήσαμε στιγμή να τραγουδάμε και να φτιάχνουμε όλοι μαζί μουσική, προς μεγάλη ευχαρίστηση των καλεσμένων μας. Το παρεκκλήσι μας ήταν ένα ισχυρό κίνητρο για να τραγουδάμε πιο σοβαρά απ’ ό, τι στο παρελθόν.

Το Πάσχα του 1933, ο καθηγητής Ντ. Έπρεπε να κάνει ένα ταξίδι και παρακάλεσε κάποιο φίλο του ιερέα να έρθει να λειτουργήσει στη θέση του. Όταν τελείωσε η πρωινή λειτουργία, ο πάτερ Βάσνερ, ο νεαρός ιερέας, είπε: «Πραγματικά, τραγουδήσατε πολύ όμορφα σήμερα το πρωί, αλλά…» και μας εξήγησε, με λίγα λόγια, μερικά πολύ σημαντικά πράγματα – κι εκεί, στο τραπέζι του πρωινού, μας έβαλε να επαναλάβουμε ένα τροπάριο, διευθύνοντάς μας από εκεί που καθόταν. Κανένας μας δεν ήξερε τότε πόσο τυχεροί ήμασταν:

Έτσι γεννήθηκαν οι ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΤΡΑΠ.
Φωτογραφία της αληθινής οικογένειας Τραπ (πηγή)
Σχόλια
Το αυτοβιογραφικό βιβλίο της Μαρίας φον Τραπ εκδόθηκε το 1949 και αποτέλεσε τη βάση για τη δημιουργία ενός γερμανικού φιλμ (Die Trapp Familie, 1956) που προβλήθηκε με αρκετή επιτυχία στην Ευρώπη. Στη συνέχεια, Αμερικάνοι παραγωγοί αγόρασαν τα δικαιώματα και διασκεύασαν το έργο σε μιούζικαλ για το Μπρόντγουεϊ, γράφοντας νέο σενάριο και μουσική και κερδίζοντας πολλά βραβεία. Λίγα χρόνια αργότερα, γεννήθηκε και η διάσημη χολιγουντιανή ταινία που τιμήθηκε με Όσκαρ και αγαπήθηκε από όλο τον κόσμο (με εξαίρεση το κοινό στην Αυστρία και τη Γερμανία που δεν είδε με καλό μάτι την αλλαγή του μουσικού ρεπερτορίου της οικογένειας!) Φέτος, με αφορμή τη συμπλήρωση 50 χρόνων από την πρώτη προβολή της, γυρίστηκε το ντοκιμαντέρ The Untold Story of the Sound of Music. Σε αυτό, μαθαίνουμε μεταξύ άλλων ότι η οικογένεια φον Τραπ, δεν είχε κανέναν λόγο να πάρει τα βουνά (όπως βλέπουμε να συμβαίνει στο τέλος της χολιγουντιανής εκδοχής) για να αποδράσει από την Αυστρία. Και αυτό, επειδή δίπλα ακριβώς από το αρχοντικό της, υπήρχε (και ακόμα υπάρχει) σταθμός τρένου, το οποίο στην πραγματικότητα χρησιμοποίησε για να φτάσει στην Ιταλία. Αντίθετα, μια πορεία προς τα βόρεια, θα οδηγούσε την οικογένεια στο στόμα του λύκου!
Μέσω Google Earth μπορούμε να δούμε πόσο κοντά βρίσκεται η βίλα Τραπ στον σταθμό του τρένου
Εκτός από τη διασκεδαστική, περιπετειώδη ιστορία της νεαρής καλόγριας, το βιβλίο περιέχει και αρκετά μηνύματα, που πηγάζουν από την προσωπική φιλοσοφία της Μαρίας φον Τραπ. Για παράδειγμα, σχετικά με την αγάπη της για την παράδοση και την αντίθεσή της προς την επέλαση του παγκοσμιοποιημένου πολιτισμού, διαβάζουμε (σ.85) οι κάτοικοι των μεγαλουπόλεων δεν ασχολούνται πια μ' αυτά τα έθιμα. Οι εθνικές φορεσιές θάφτηκαν στα σεντούκια κι όλοι βγαίνουν στους δρόμους ντυμένοι με τα ίδια σχεδόν ρούχα παντού: στο Παρίσι, στο Λονδίνο, στη Νέα Υόρκη ή στη Σαγκάη· οι λαϊκοί χοροί αντικαταστάθηκαν από διεθνείς χορευτικούς ρυθμούς· κι αντί για τα λαϊκά έθιμα -την πανάρχαιη φωνή του λαού σου, που σε πληροφορεί τι έκαναν οι πρόγονοί σου σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους και τι θα πρέπει να κάνεις και συ-  κυκλοφορούν βιβλία που σου δίνουν λεπτομερείς οδηγίες, τι να φορέσεις αν θέλεις να θεωρείσαι "κομψός", πώς να φερθείς αν θέλεις να γίνεις "κοινωνικά αποδεκτός".

Αντίστοιχα, σαφής είναι και η κριτική που ασκεί στην εμπορευματοποίηση, αφού για τα δώρα των γιορτών γράφει στη σελ. 83 και φυσικά, σ' αυτές τις περιπτώσεις δεν τρέχεις στα μαγαζιά να πάρεις ένα ψυχρό δώρο, φτιαγμένο από κάποιο εργοστάσιο, που δεν έχει καμιά σχέση με τον αδερφό ή την αδερφή σου. Πώς θα μπορούσες τάχα ν' αγοράσεις, όσα λεφτά κι αν έδινες, το ξεχωριστό σπιτάκι που χρειάζονταν οι νάνοι της Μαρτίνας, πλεγμένο από ρίζες, μ' ένα χαλάκι φτιαγμένο από μούσκλια κι έπιπλα σκαλισμένα σε κλαράκια! Μια καρδιά που αγαπά και επιδέξια δάχτυλα μπορούν να φτιάξουν μικρά αριστουργήματα...

Σε άλλα σημεία, η προσωπική της βιοθεωρία φαίνεται να επηρεάζεται ιδιαίτερα από την χριστιανική πίστη (σ.93-4) Οι καιροί αλλάζουν και μαζί τους αλλάζουν κι οι ιδέες· όμως, η ανθρώπινη καρδιά κι η ανθρώπινη φύση παραμένουν ίδιες. Καλό είναι να θυμόμαστε ότι είμαστε φτιαγμένοι από σάρκα και αίμα, και να ξέρουμε πότε πρέπει να νηστέψουν τα σώματα και πότε να πανηγυρίσουν οι καρδιές.

Τέλος, όταν η οικογένεια ζυγίζει τις προσφορές του καθεστώτος του Χίτλερ, επιλέγοντας τελικά να διατηρήσει την ηθική της ακεραιότητα, δίνει σε μας τους αναγνώστες ένα μάθημα αξιοπρέπειας (σ.160-1) Αυτό σήμαινε πως είχαμε κάνει την τύχη μας. Από εδώ και πέρα θα μπορούσαμε να τραγουδάμε πρωί, μεσημέρι και βράδυ και να γίνουμε πάμπλουτοι. 

Ο Χανς είχε ρεπό. Αφού βάλαμε τη Ρόζμαρι και τη Λόρλι για ύπνο, ο Γκέοργκ συγκάλεσε οικογενειακό συμβούλιο. Ενημέρωσε τα παιδιά για τις προτάσεις που είχαν γίνει στον ίδιο και τον Ρούπερτ, σε πόσο μεγάλο πειρασμό μας έβαλαν αυτές οι προσφορές, κι επίσης για τις προοπτικές που ανοίγονταν μπροστά μας από την καινούργια πρόσκληση να τραγουδήσουμε στα γενέθλια του Χίτλερ - τι γνώμη είχε η οικογένεια για όλα αυτά;

Για μερικές στιγμές τα παιδιά έμειναν σιωπηλά. Έπειτα, άρχισαν να ρωτούν όλα μαζί:
"Και θα πρέπει να λέμε «Χάιλ Χίτλερ;»"
"Ποιον εθνικό ύμνο θα τραγουδήσουμε στη σκηνή, τον καινούργιο;"
"κι ο πάτερ Βάσνερ τι θα γίνει; Οι Ναζί δεν συμπαθούν τους ιερείς!"
"Στο σχολείο δε μας επιτρέπουν να τραγουδάμε θρησκευτικά τραγούδια που αναφέρουν το Χριστό ή τα Χριστούγεννα. Πώς θα μπορέσουμε τότε να τραγουδήσουμε Μπαχ;"
"Δίχως άλλο, το ρεπερτόριό μας θα έχει μεγάλη επιτυχία στη Γερμανία... όμως, θα μπορέσουμε να διατηρήσουμε τις ιδέες μας και να παραμείνουμε αντιναζιστές όταν θα έχουμε εισπράξει τα λεφτά τους και τους επαίνους τους;"
Σιωπή.
"Δεν μπορούμε να το κάνουμε..."
"Όμως, έτσι απορρίπτουμε για τρίτη φορά μια πολύ δελεαστική πρόταση των Ναζί. Ακούστε, παιδιά" -στο σημείο αυτό η φωνή του Γκέοργκ έγινε πολύ πιο σοβαρή- "ακούστε με, σας παρακαλώ. Βρισκόμαστε μπροστά σ' ένα σταυροδρόμι και πρέπει ν' αποφασίσουμε τώρα: θέλουμε να διατηρήσουμε τα υλικά αγαθά μας, αυτό το σπίτι με τα παλιά έπιπλα, τους φίλους μας κι όλα όσα αγαπάμε; -σ' αυτή την περίπτωση, θα πρέπει να παραδώσουμε ως αντάλλαγμα τα πνευματικά μας αγαθά: την πίστη μας και την τιμή μας. Δεν μπορούμε πια να τα έχουμε και τα δύο. Στο χέρι μας είναι να γίνουμε τώρα όλοι πολύ πλούσιοι, αμφιβάλλω όμως αν αυτό θα μας εξασφαλίσει την ευτυχία. Προτιμώ να βλέπω τα παιδιά μου φτωχά, αλλά έντιμα. Αν όμως επιλέξουμε αυτό το μονοπάτι, θα πρέπει να φύγουμε. Συμφωνείτε;"
Ο Christopher Plummer (ως Georg von Trapp) σκίζει τη ναζιστική σημαία
Χρήση στην τάξη
Στην τάξη θα μπορούσαμε να αποδώσουμε με θεατρικό παιχνίδι το οικογενειακό συμβούλιο των Τραπ, δίνοντας διάφορες εναλλακτικές. Με ποιους τρόπους θα μπορούσαμε να απαντήσουμε στις δελεαστικές προσφορές των Γερμανών; Τι θα μπορούσαμε να τους γράψουμε σε ένα γράμμα; Και τι θα γινόταν άραγε αν η οικογένεια δεχόταν να τραγουδήσει μπροστά στον Χίτλερ; Πώς άραγε θα εξελισσόταν η ζωή της από εκεί και πέρα;

Ενδιαφέρον θα ήταν επίσης να συζητήσουμε για τις πιο πάνω απόψεις της Μαρίας φον Τραπ ώστε να ακούσουμε τι πιστεύουν τα σημερινά παιδιά σχετικά με τα θέματα που θίγει. Γιατί επιλέγουμε στις μέρες μας να φοράμε απρόσωπα, βιομηχανικά κατασκευασμένα ρούχα και όχι χειροποίητες φορεσιές που μας συνδέουν με τον τόπο και την παραδοσιακή μας ταυτότητα; Και γιατί προτιμάμε να προσφέρουμε στους αγαπημένους μας πλαστικά δώρα που προέρχονται από κινέζικα εργοστάσια αντί για μοναδικά αντικείμενα με προσωπικό συναισθηματικό βάρος; Μήπως η μερική μας απεμπλοκή από το χρήμα, θα μας επέτρεπε να ακολουθήσουμε έναν πιο ανθρωπιστικό κώδικα αξιών και να νιώσουμε ελεύθεροι;

Στα παρακάτω βίντεο, παρακολουθούμε ένα κυνηγετικό τραγούδι του 16ου αιώνα (Es wollt ein Jägerlein jagen) που η πραγματική οικογένεια Τραπ τραγούδησε στις περιοδείες της, έναν αντίστοιχο σκοπό από την γερμανική ταινία και τέλος ένα νούμερο γραμμένο από τους Rodgers και Hammerstein που βλέπουμε στην αμερικάνικη ταινία. Τι διαφορές παρατηρούμε ανάμεσα στα τρία κομμάτια;




Share/Bookmark