Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εκδ.Καστανιώτη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εκδ.Καστανιώτη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 1 Ιουνίου 2015

Ο τελευταίος βασιλιάς της Ατλαντίδας


Υπόθεση
Στο πρώτο μέρος, ο Αζάης, γιος του βασιλιά Άτλαντα και διάδοχος του θρόνου της Ατλαντίδας, παρακολουθεί την άφιξη μιας ξένης αντιπροσωπείας στο λιμάνι της Ποσειδωνίας. Πρόκειται για τον βασιλιά της Λουάγκα, χώρας υποτελών στην Αμερική, που ήρθε να παραδώσει τον γιο του Μοχίκα ως όμηρο για να δείξει τις καλές του προθέσεις. Τα δύο παιδιά γίνονται γρήγορα φίλοι και ο ξένος προσαρμόζεται στον τόπο και τις συνήθειες των Ατλάντων. Γνωρίζει την Αθηναία σκλάβα Πανδώρα και μαθαίνει να ιππεύει. Μετά από καιρό, ο βασιλιάς της Λιβύης Ούμπα, επισκέπτεται και εκείνος την Ποσειδωνία, φέρνοντας μαζί του πλούσια δώρα αλλά και νέα για την πολεμική δραστηριότητα στη Μεσόγειο. Μετά από συμβούλιο, οι βασιλείς των Ατλάντων αποφασίζουν να επιτεθούν στους Αθηναίους και τους Αιγυπτίους, παρά τους κακούς οιωνούς.

Στο δεύτερο μέρος, παρακολουθούμε τις τρεις νεαρές Αθηναίες Πύρρα, Διώνη και Σίδη από την τάξη των πολεμιστών να ενημερώνονται μαζί με τους υπόλοιπους κατοίκους της πόλης για την επέλαση των Ατλάντων από τα δυτικά. Η γιορτή προς τιμήν της θεάς Αθηνάς επισπεύδεται για να δώσει καλή τύχη στα στρατεύματα, που ξεκινούν άμεσα για τη Θεσσαλία. Ένας αγγελιαφόρος από την Αίγυπτο, εμφανίζεται με καλά νέα: ένας σεισμός κατέστρεψε τους επιτιθέμενους.

Στο τρίτο μέρος, οι Έλληνες έχουν ήδη κερδίσει την πρώτη μάχη και οι Ατλάντες (sic) υποχωρούν προς βορρά. Ο Αζάης σκέφτεται ντροπιασμένος τις ήττες σε όλα τα μέτωπα. Στην τελική αναμέτρηση, την ώρα της επέλασης του ατλαντικού ιππικού, ένας φοβερός σεισμός ανοίγει τη γη στα δύο και καταπίνει σχεδόν όλους τους αντιπάλους. Ο Αζάης σώζει την Πύρρα τραβώντας την από το κενό και την ερωτεύεται. Πίσω στην Ατλαντίδα, ο σεισμός βρίσκει τον Μοχίκα την ώρα που πηγαίνει βόλτα στο βουνό. Συναντάει την Πανδώρα και μαζί κρύβονται σε μια σπηλιά. Το βράδυ, τους ξυπνά η τρομερή έκρηξη ενός ηφαιστείου, που θα καταστρέψει για πάντα την Ποσειδωνία...
 
Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Καστανιώτης / Κέδρος
Συγγραφέας: Κίρα Σίνου
Εικονογράφηση: Σόνια Μητραλιά
ISBN: 960-03-0427-0 (Καστανιώτης) / 978-960-04-2240-5 (Κέδρος)
Έτος 1ης Έκδοσης:1988 (από το 2003 Κέδρος)
Σελίδες: 183
Τιμή: περίπου 12 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Στ', Γυμνάσιο

Κριτική
Βραβευμένο νεανικό μυθιστόρημα που μας ταξιδεύει στον κόσμο της Ατλαντίδας, όπως ο Πλάτωνας την περιγράφει στους διαλόγους Τίμαιο και Κριτία. Η γραφή είναι απλή και αρκετά σαφής, ενώ η πλοκή και οι αναφορές στο εντυπωσιακό βασίλειο κρατούν το ενδιαφέρον του αναγνώστη ζωντανό μέχρι τις τελευταίες σελίδες. Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη (Ατλαντίδα - Αθήνα - Καταστροφή) και συνολικά 24 κεφάλαια, με έκταση 5-8 σελίδες το καθένα (υπάρχει όμως κι ένα με 21). Μέσα από τη διήγηση, τα παιδιά θα γνωρίσουν τον μυθικό λαό των Ατλάντων, θα μάθουν για τους νόμους και τις παραδόσεις τους, αλλά και για τη χλωρίδα και την πανίδα του βασιλείου τους. Δυστυχώς, οι συμβάσεις και κάποιες υπερβολές δεν λείπουν, ενώ στα αδύναμα σημεία θα συμπεριλαμβάναμε και την μάλλον φτωχή εικονογράφηση. Το προτείνουμε περισσότερο σε μαθητές της Στ' και του γυμνασίου, ίσως όμως αξίζει να το δοκιμάσουν και κάποιοι έμπειροι αναγνώστες της Ε', αφού υπάρχει ένα σχετικό κείμενο στο βιβλίο Γλώσσας τους.

  • Ενδιαφέρουσα πλοκή
  • Πληροφορίες για το μυθικό βασίλειο της Ατλαντίδας

  • Αρκετές συμβάσεις
  • Φτωχή εικονογράφηση

Αξίες - Θέματα
Φιλία, Αγάπη, Μύθοι - Παραμύθι, Ιστορία - Αρχαιολογία, Φαντασία

Σκηνές που ξεχωρίσαμε
Από τις πιο ιδιαίτερες σκηνές είναι η πρώτη συνάντηση του Μοχίκα με την Πανδώρα (σ.40-41). Στις πιο εντυπωσιακές όμως θα τοποθετούσαμε την άφιξη του βασιλιά Ούμπα που παρουσιάζει τα πλούσια δώρα του στον Άτλαντα (σ.55-56), και βέβαια τον καταποντισμό του μυθικού βασιλείου. 

Εικονογράφηση
10 ασπρόμαυρες ολοσέλιδες ζωγραφιές χωρίς ιδιαίτερες λεπτομέρειες (εκτός από την εικόνα της Ατλαντίδας) που απλώς συνοδεύουν το κείμενο και σε καμία περίπτωση δεν εκμεταλλεύονται ένα θέμα τόσο πλούσιο.
Απόσπασμα
Ξύπνησαν απότομα. Η γη κουνιόταν και χόρευε σαν παλαβή. Τα πέτρινα τοιχώματα της σπηλιάς σείονταν κι έτριζαν. Η Πανδώρα άρπαξε το Μοχίκα από το χέρι και τον τράβηξε έξω. Η νύχτα ήταν πολύ σκοτεινή, ένιωθαν, όμως, τα δέντρα να πηγαινοέρχονται και να χτυπούν στον αέρα τα κλαριά τους, σαν να ‘ταν μεγάλα πουλιά που ζητούσαν να υψωθούν στον αέρα. Πίσω τους ακούστηκε μια φοβερή φασαρία, βρόντοι και γδούποι, καθώς οι πέτρες πέφτανε η μια πάνω στην άλλη.

«Η σπηλιά!» ψιθύρισε η Πανδώρα. «Δεν άντεξε, γκρεμίστηκε. Ευτυχώς που προλάβαμε να βγούμε! Θα μας είχαν θάψει τα βράχια και τα χώματα».

Ένας θόρυβος που έμοιαζε με έκρηξη γέμισε τη νύχτα. Όλα γύρω τους, δέντρα, χώμα, βράχια βάφτηκαν ξαφνικά κατακόκκινα. Ο Μοχίκα παραμέρισε τα κλαριά και κοίταξε πάνω. Στον ολόμαυρο ουρανό σηκώθηκε ένα σιντριβάνι φωτιάς σκορπώντας γύρω του πολύχρωμες σπίθες που ανέβαιναν ψηλά και χάνονταν ανάμεσα στ’ άστρα.

«Τι είναι αυτό;» ρώτησε τρομαγμένη η Πανδώρα παίρνοντας θέση δίπλα του.

«Ηφαίστειο», είπε ο Μοχίκα. «Είναι στην οροσειρά πίσω από τα βουνά που βρισκόμαστε τώρα. Έκρηξη ηφαιστείου. Σίγουρα την προκάλεσε αυτός ο σεισμός που δεν εννοεί να κοπάσει.

Η Πανδώρα έβγαλε μια φωνή κι έκρυψε το κεφάλι της στο στήθος του Μοχίκα. Μια πυρακτωμένη πέτρα διέγραψε μια φωτεινή καμπύλη κι έπεσε στα πόδια τους. Η κορυφή του φλογισμένου βουνού έσκασε με πάταγο και από το χείλος του κρατήρα άρχισε να ξεχειλίζει η λάβα και να κυλά στην πλαγιά αργά φωτίζοντας το δρόμο της μόνη της και καίγοντας ό,τι βρισκόταν μπροστά της.

«Δεν ήξερα πως στην Ατλαντίδα υπάρχουν ηφαίστεια», είπε η Πανδώρα προσπαθώντας να φανεί ήρεμη. Αλλά ο Μοχίκα την ένιωθε να τρέμει και το πρόσωπό της στο κόκκινο φως έδειχνε πολύ ωχρό και τα χαρακτηριστικά του ήταν τραβηγμένα.

«Είναι μακριά μας το ηφαίστειο. Δεν πρόκειται να έρθει από δω η λάβα», προσπάθησε να καθησυχάσει το κορίτσι μα και τον εαυτό του ο Μοχίκα.

Είχαν καθίσει καταγής, γιατί τα πόδια τους δεν τους βαστούσαν άλλο· εξακολουθούσαν, όμως, να είναι αγκαλιασμένοι. Αυτή η επαφή ήταν η μόνη τους παρηγοριά μέσα στη φοβερή νύχτα.

Έμειναν έτσι καθισμένοι επί ώρες. Ο σεισμός συνεχιζόταν με αμείωτη ένταση, η γη σπάραζε και βογκούσε και το ηφαίστειο ξερνούσε ολοένα καινούριες φλόγες και στάχτες.

Μετά από πολλή ώρα χάραξε. Ο πελιδνός ουρανός δεν ξεχώριζε από τη θάλασσα κι μόνο ένα φωτεινό στίγμα υποδήλωνε ότι ο ήλιος είχε ανατείλει. Ακόμα και η λάβα φαινόταν ξεθωριασμένη στο χλομό φως της μέρας.

Έγινε μια ακόμα δόνηση, μα ήταν τόσο ισχυρή, που τους έριξε καταγής. Ένα περίεργο αίσθημα κυρίεψε την Πανδώρα. Της φαινόταν ότι η γη από κάτω της βούλιαζε και πως ο λόφος όπου είχαν βρει καταφύγιο, καθώς και η πανύψηλη οροσειρά πίσω του, βάλθηκαν να χαμηλώνουν. Κοίταξε ερωτηματικά τον Μοχίκα που ήταν ξαπλωμένος δίπλα της, ανάμεσα στα κλαριά και τα φύλλα που είχαν κοπεί από τις βελανιδιές., και είδε στα μάτια τους να καθρεφτίζεται ο ίδιος φόβος. Ήταν όμως δυνατό να χαμηλώνουν τα βουνά;

Μόλο που ο ήλιος ήταν κρυμμένος μέσα στην καταχνιά, η Ποσειδωνία φαινόταν καθαρά. Από κει όπου βρίσκονταν, μπορούσαν να δουν ότι οι καταστροφές που είχε υποστεί η πόλη ήταν τεράστιες. Τα τείχη δεν υπήρχαν πια και τα νερά από τις διώρυγες είχαν ξεφύγει από τις ρωγμές που είχαν δημιουργηθεί στις κοίτες τους και είχαν χυθεί στη θάλασσα παρασέρνοντας μαζί τους και τα αγκυροβολημένα καράβια. Αντί για το ανάκτορο, στην κορυφή του λόφου της ακρόπολης υπήρχαν τώρα άμορφοι όγκοι. Ο ναός του Ποσειδώνα ήταν ακόμα όρθιος, μα έγερνε προς τη μια πλευρά, η στέγη του είχε φύγει και μέσα κάτι λαμπύριζε. Σίγουρα ήταν το περίφημο άγαλμα του θεού με τις εκατό Νηρηίδες. Αυτό, τουλάχιστον, ήταν όρθιο.

Το βουνό τους έτρεμε. Σίγουρα έτρεμε κι  ολόκληρη η Ατλαντίδα, γιατί οι δονήσεις έρχονταν τώρα απανωτά, δίχως σταματημό.

«Κοίτα εκεί», έδειξε με το χέρι του ο Μοχίκα. «Τι γίνεται στην παραλία;»

Ήταν κάτι που ξεπερνούσε τη φαντασία τους. Η πόλη είχε αρχίσει να καταποντίζεται μπροστά στα μάτια τους. Πρώτη βυθίστηκε η εξωτερική ζώνη, τα υπόλοιπα των τειχών, οι πύργοι της πύλης. Τα νερά της θάλασσας όρμησαν και πήραν τη θέση των κτιρίων, γέμισαν τις διώρυγες και άρχισαν να τρέχουν στους δρόμους. Όσο χαμήλωνε η στεριά, τόσο φούσκωναν τα κύματα και χιμούσαν να πνίξουν την ανυπεράσπιστη πολιτεία. Ένα ένα τα σπίτια χάνονταν και, καθώς η ξηρά υποχωρούσε, το πέλαγος αγρίευε. Μόνο η ακρόπολη υψωνόταν ακόμα πάνω απ’ τη στάθμη των νερών. Οι τοίχοι του ναού είχαν γκρεμιστεί και το άγαλμα του Ποσειδώνα, όρθιο με την τρίαινα στο χέρι, έμοιαζε να προσφέρει την πόλη κι ό,τι ζωντανό υπήρχε σ’ αυτή θυσία στο υγρό στοιχείο που ο ίδιος όριζε.

Τα έβλεπαν στ’ αλήθεια αυτά ο Μοχίκα και η Πανδώρα; Ή, έτσι μακριά όπως βρίσκονταν από τη μεγάλη πολιτεία, τα φαντάζονταν μονάχα, την πόλη να καταποντίζεται και τους ανθρώπους της να τρέχουν σαν τρελοί να σωθούν, να σκαρφαλώνουν στους τοίχους του ναού και να κρέμονται από το πανύψηλο άγαλμα του θεού τους; Μα η εικόνα ήταν τόσο ζωντανή, ώστε ξέρανε, σαν να ‘ταν εκεί, ότι αυτά γίνονταν στην καταδικασμένη Ποσειδωνία. 
Σχόλιο
Ο μύθος για το βασίλειο της Ατλαντίδας είναι από τους πιο ελκυστικούς στον επιστημονικό (και παρεπιστημονικό) κόσμο, κι έτσι αρκετές θεωρίες έχουν κατά καιρούς γεννηθεί για να εξηγήσουν το πότε, πού και πώς δημιουργήθηκε και έσβησε. Πολλοί τον θεωρούν ως απλό παραμύθι, άλλοι ως θρύλο, ενώ κάποιοι υποστηρίζουν ότι καθώς εμφανίζεται στην κουλτούρα περισσότερων από ενός λαών (Ελλήνων και Αιγυπτίων), οφείλουμε να τον αποδεχθούμε περισσότερο ως παράδοση.

Αν θέλετε να βγάλετε τα δικά σας συμπεράσματα, μπορείτε να ρίξετε μια ματιά στην ίδια την πηγή. Εδώ μπορείτε να διαβάσετε ένα απόσπασμα από τον Τίμαιο με παράλληλη μετάφραση του Γ. Σεφέρη, ενώ για το αρχαίο κείμενο από τον Κριτία υπάρχει εδώ απόδοση στα νέα ελληνικά.

Ξεκινώντας να διαβάζουμε τον Τίμαιο, παρατηρούμε ότι ολόκληρο το πρώτο μέρος του αναφέρεται στην τάξη των Φυλάκων, σαν το έργο αυτό να αποτελούσε συνέχεια της Πολιτείας. Αν αυτό ήταν αλήθεια, θα μπορούσε να σημαίνει ότι ολόκληρη η ιστορία της Ατλαντίδας είναι κατασκευασμένη για να εξυπηρετήσει απλώς τη θεωρία που αναπτύσσεται από τον φιλόσοφο για την ιδανική πόλη. Ωστόσο, ανάμεσα στη συγγραφή των δύο έργων (Πολιτεία και Τίμαιος) μεσολαβούν είκοσι χρόνια (374-354 π.Χ) και επιπλέον η υπόθεσή τους τοποθετείται σε διαφορετικές χρονικές στιγμές: ο διάλογος στην Πολιτεία πραγματοποιείται μεταξύ 19ης-20ής Θαργηλιώνος ενώ εκείνος στον Τίμαιο την 27η Εκατομβαιώνος· αν μη τι άλλο, αυτό δείχνει ότι τουλάχιστον από τον ίδιο τον συγγραφέα δεν υπήρχε πρόθεση τα δύο έργα να δηλωθούν ως συνέχεια.
μεσαιωνικό χειρόγραφο με τη μετάφραση στα λατινικά
του πρώτου μέρους του Τιμαίου από τον Χαλκίδειο (Πηγή)
Η περίπτωση της Ατλαντίδας θα μπορούσε κάλλιστα να αντιμετωπίζεται ως θρύλος, καθώς ως βάση έχει πιθανότατα κάποια γεγονότα πραγματικά, που όμως φτάνουν σε μας μέσα από το «χαλασμένο τηλέφωνο» της Ιστορίας: από τον Αιγύπτιο ιερέα που τα διαβάζει στα βιβλία του, περνάνε στον Σόλωνα· από εκείνον σε έναν φίλο του, ο οποίος πολύ αργότερα τα μεταφέρει στον 10χρονο εγγονό του, Κριτία· κι εκείνος με τη σειρά του τα διηγείται στον δικό του μικρεγγονό, τον Πλάτωνα, που τελικά τα καταγράφει για να τα διαβάσουμε εμείς μέσα από αντίγραφα αντιγράφων.
Σόλων ο Αθηναίος (πηγή)
Και μερικά ερωτήματα για περαιτέρω προβληματισμό:

○ Μήπως άραγε ο καταποντισμός της Ατλαντίδας αναφέρεται στην έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης (κάπου στα 1620 π.Χ.) που όντως βύθισε ένα νησί και κατέστρεψε έναν λαμπρό πολιτισμό; Το σπάσιμο των Στενών του Γιβραλτάρ που έκανε θάλασσα τη Μεσόγειο θα ήταν μάλλον αδύνατο να έχει μεταφερθεί στη μνήμη των ανθρώπων, αφού συνέβη 5,4 εκατομμύρια χρόνια π.Χ.
○ Μήπως η απώλεια των γραπτών πηγών των Ελλήνων που αναφέρουν οι Αιγύπτιοι έχει να κάνει με την κάθοδο των Δωριέων (κάπου στα 1100 π.Χ.), που -παρότι αποκρούστηκαν από τους Αθηναίους όπως οι Άτλαντες του μύθου- όντως σήμανε το τέλος της παλαιάς γραφής (Γραμμικής Β');
○ Μήπως άραγε, το ότι όλα αυτά αναφέρεται πως έγιναν 9 χιλιάδες χρόνια πριν την εποχή του Σόλωνα, απλώς σημαίνει ότι συνέβησαν πολύ-πολύ παλιά; Θυμίζουμε ότι ο Όμηρος συχνά χρησιμοποιεί το εννέα όχι ως ακριβή αριθμό, αλλά ως δηλωτικό μεγάλης διάρκειας.

Πολλά λοιπόν μπορεί ο καθένας να υποθέσει. Το μόνο σίγουρο; Ότι μέσα από την ανάγνωση του βιβλίου αυτού, οι μικροί αναγνώστες θα προσλάβουν ως περιστατικά πραγματικά τα όσα περιγράφονται, όπως συχνότατα συμβαίνει και με τις ταινίες που βλέπουν. Αν δεν θέλουμε να γίνει αυτό, μπορούμε πάντα να συζητήσουμε μαζί τους και να διασαφηνίσουμε τα όρια μύθου και πραγματικότητας.
Όπως αναφέρουμε και πιο πάνω, κάποιες ασυμφωνίες δυστυχώς δεν αποφεύγονται και γενικά το έργο, παρότι βραβευμένο, προσωπικά βρίσκω ότι υστερεί σε σύγκριση με άλλα της αείμνηστης συγγραφέως. Αρκετές συμβάσεις είναι διάσπαρτες σε ολόκληρο το έργο. Στο πρώτο π.χ. μέρος, διαβάζουμε ότι οι Άτλαντες στο σχολείο τους διδάσκονται τα φυσικά φαινόμενα με τρόπο σύγχρονο κι επιστημονικό (σ. 31), την ίδια όμως στιγμή φοβούνται (σ.49) την οργή των θεών όπως αυτή εκδηλώνεται μέσα από τα ίδια αυτά φαινόμενα. Στο δεύτερο, ενώ ο γερο Κηδαλίωνας μας παρουσιάζεται ως απλός γεράκος που δεν τον έχουν καν καλέσει στο γυμναστήριο για ενημέρωση, γρήγορα εμφανίζεται ως δεξί χέρι του διοικητή των ελληνικών δυνάμεων (σ.141) που όλοι τον σέβονται για την εμπειρία του. Στο τρίτο μέρος, η μάχη μεταξύ Αθηναίων και Ατλάντων είναι μεν κοντά σε αυτά που περιγράφει ο Πλάτωνας, το σκηνικό όμως με την Πύρρα να κρέμεται από ένα δέντρο και τον Αζάη να στήνει ολόκληρη επιχείρηση σωτηρίας, αγγίζει τα όρια της κινηματογραφικής υπερβολής.
Χρήση στην τάξη
Αν τα παιδιά δείξουν ενδιαφέρον για τον μύθο της Ατλαντίδας, μπορούμε να προβάλουμε στην τάξη κάποιο από τα πολλά σχετικά ντοκιμαντέρ που κυκλοφορούν (με υπότιτλους, με αυθαιρεσίες ή ένα διαστημικό, από το UFO tv!) ή την γνωστή ταινία κινουμένων σχεδίων Η χαμένη Ατλαντίδα (Atlantis, The Lost Empire - 2001).

Στα πλαίσια του μαθήματος της Γλώσσας, θα μπορούσαμε να ζητήσουμε από τους μαθητές να περιγράψουν ένα ταξίδι τους στη μυθική αυτή πολιτεία, χρησιμοποιώντας στοιχεία από το βιβλίο ή μελετώντας εικόνες από το διαδίκτυο. Στα εικαστικά, θα είχε ενδιαφέρον να δοκιμάσουμε να ζωγραφίσουμε και εμείς ένα θαλάσσιο (ή και υποθαλάσσιο) βασίλειο, χρησιμοποιώντας κάποια διαφορετική τεχνική (π.χ. χάραξη πάνω σε στρώμα μαύρης κηρομπογιάς). Άλλη σκηνή που θα μπορούσαμε να προσεγγίσουμε εικαστικά ή γλωσσικά είναι η υποδοχή της αντιπροσωπείας στην αίθουσα του θρόνου (σ.21). Πώς θα έμοιαζε μια συγκέντρωση μυθικών προσώπων ή ηρώων σε ένα τέτοιο βασίλειο;

Τέλος, ίσως θα ήταν εποικοδομητικό να αποδώσουμε με παντομίμα τη σκηνή της συνάντησης του βασιλιά Ούμπα με τον πανίσχυρο Άτλαντα (κεφ. 8) - προσέχοντας ωστόσο να μην αρχίσει ο μαθητής που θα παίζει τον Ούμπα να χτυπάει το κεφάλι του στο πάτωμα! Καλό θα ήταν επίσης να φροντίσουμε η συγκεκριμένη σκηνή να επαναλαμβάνεται δύο φορές, ώστε οι μαθητές να παίζουν τους ρόλους του βασιλιά και του εξαρτημένου ηγεμόνα εναλλάξ.

Share/Bookmark

Τετάρτη 15 Απριλίου 2015

Η φωτιά που δε σβήνει

Υπόθεση
Στην Ηλιούπολη της Συρίας, γεννιέται κάπου στο 620 μ.Χ. ο Καλλίνικος, γιος του Αρέτα και της Αυτονόης. Από παιδί δείχνει εξυπνάδα, περιέργεια και ιδιαίτερη έφεση στις κατασκευές. Η φωτιά τον συναρπάζει και περνάει ώρες προσπαθώντας να καταλάβει τη σχέση της με το νερό. Μετά από ένα άτυχο πείραμα που κατακαίει το κτήμα της οικογένειάς του, ο πατέρας του τον στέλνει μαθητευόμενο στον Παίονα, δίπλα στον οποίο θα μάθει την τέχνη της ναυπηγικής. Όταν οι Άραβες καταλαμβάνουν την πόλη του, ο 17χρονος πλέον Κάλλης πουλιέται σκλάβος και καταλήγει βοηθός μάγειρα σε μια μεγάλη έπαυλη πέρα από την έρημο. Εκεί θα γνωρίσει τη Δανάη, μια Ελληνίδα από την Αλεξάνδρεια και θα αρχίσει να πειραματίζεται με υλικά όπως η νάφθα και το πετρέλαιο. Λίγο πριν απελευθερωθεί, βρίσκει τυχαία μια περγαμηνή με τη συνταγή για το άσβεστον πυρ. Επιστρέφοντας στον τόπο του κληρονομεί το ναυπηγείο, υποχρεώνεται όμως σύντομα να διαφύγει για την ελεύθερη Αμμόχωστο. Όταν η αραβική λαίλαπα καταπίνει και την Κύπρο, ο Καλλίνικος μεταναστεύει στη Σμύρνη και στη συνέχεια στην Κωνσταντινούπολη, όπου η φήμη για την τέχνη του έχει ήδη φτάσει στα αφτιά του αυτοκράτορα. Ο Κωνσταντίνος Δ' Πωγωνάτος τον δέχεται σε ακρόαση και του αναθέτει τον εκσυγχρονισμό του βυζαντινού στόλου. Έτσι, όταν στα 678 μ.Χ. οι Άραβες επιχειρούν να καταλάβουν τη Βασιλεύουσα, τους περιμένει μια μεγάλη έκπληξη.

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Καστανιώτης
Συγγραφέας: Χάρης Σακελλαρίου
Εικονογράφηση: Στάθης Σταυρόπουλος
ISBN: 978-960-03-0156-4
Έτος 1ης Έκδοσης: 1985 (επανέκδοση 2011)
Σελίδες: 120
Τιμή: περίπου 10 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ 
Τάξεις: Δ', Ε', Στ'

Κριτική
Βραβευμένο διήγημα ιστορικής μυθοπλασίας που μας ταξιδεύει στους «σκοτεινούς αιώνες» της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Με απλότητα, σαφήνεια και βασιζόμενος περισσότερο στην αφηγηματική του δεινότητα παρά στις -έτσι κι αλλιώς ελάχιστες- ιστορικές πληροφορίες, ο Χάρης Σακελλαρίου μας προσφέρει ένα κείμενο όμορφο και ταυτόχρονα ωφέλιμο, μια ιστορία που χαίρεται κανείς να διαβάζει. Μέσα από 14 μικρά κεφάλαια (έκτασης 4-14 σελίδων) και με αμείωτη ροή στην πλοκή, παρακολουθούμε τη ζωή του ήρωα και ταυτιζόμαστε αβίαστα με την οπτική του. Συμπάσχουμε μαζί του και νιώθουμε την αγωνία των κατοίκων των ανατολικών επαρχιών της αυτοκρατορίας, καθώς ο αραβικός κλοιός τους περισφίγγει. Διατηρώντας ήπιους τόνους και ξετυλίγοντας το νήμα ενός ενδιαφέροντα μύθου, το βιβλίο αυτό παρά τα 30 του χρόνια μπορεί να «μιλήσει» και στους σύγχρονους αναγνώστες. Το προτείνουμε λοιπόν ανεπιφύλακτα στους μαθητές των μεσαίων και μεγαλύτερων τάξεων του Δημοτικού και πιστεύουμε πως οι λάτρεις της ιστορικής περιπέτειας θα το βάλουν στην καρδιά τους.

  • Συναρπαστική ιστορία εμπνευσμένη από πραγματικά γεγονότα
  • Στοιχεία για την καθημερινότητα στη βυζαντινή εποχή
  • Ενδιαφέρων πρωταγωνιστικός χαρακτήρας 
  • Λιτή λογοτεχνικότητα, ήπιοι τόνοι, αποφυγή εύκολων λύσεων


  • Απουσία βιβλιογραφίας, λεξιλογίου, βοηθητικού χάρτη

Αξίες - Θέματα
Ιστορία, Επιστήμη - Τεχνολογία, Οικογένεια, Εκπαίδευση, Επιμονή, Δουλεία, Φωτιά

Εικονογράφηση
Συναντάμε περίπου δέκα ασπρόμαυρες ζωγραφιές του σκιτσογράφου Στάθη, που μπορεί να μην προσθέτουν ιδιαίτερη αξία στο έργο, εκπληρώνουν όμως τον συνοδευτικό τους ρόλο και είναι σίγουρα εντός κλίματος.
Απόσπασμα
Σε δύο βδομάδες η πληγή στο μάγουλο του Κάλλη έκλεισε. Κι έβγαλε πια τώρα το μαντίλι. Ήταν όμως το μάγουλό του αυτό, το αριστερό, ακόμα κοκκινωπό, με μιαν επιδερμίδα λεπτή και γυαλιστερή.

- Πήγες να σημαδευτείς, του έλεγε ο πατέρας του. Τον πήρε έν’ απόβραδο που σχόλασε κάπως νωρίς απ’ τη δουλειά του και τράβηξαν κατά το ναυπηγείο. Βρισκόταν στην άκρη της πόλης το ναυπηγείο και ήταν τριγυρισμένο ολόγυρα από ψηλό τοίχο.

Μπήκαν μέσα από τη μεγάλη φαρδιά του πύλη. Ένας κόσμος αλλιώτικος βρισκόταν πίσω απ’ αυτό τον τοίχο: κάθε είδους ξύλα, άλλα ακόμη άκοπα κι απελέκητα, έτσι όπως ήρθαν από τα κοντινά ρουμάνια και τα περιβόλια, άλλα πελεκημένα ή πριονισμένα κατά το σχέδιο που είχε βάλει με το νου του ο αρχιτεχνίτης, ο πρωτομάστορας του ναυπηγείου, βαλμένα τα πιο πολλά σε στοίβες και ντάνες, αλλά και πεταμένα αρκετά εδώ κι εκεί σαν ξεχασμένα ή παραπεταμένα. Και πελεκούδια και σκοινιά αφημένα στους διαδρόμους και στις γωνίες, και μια μυρουδιά από ρετσίνι και πίσσα, που σου κεντούσε επίμονα τα ρουθούνια.

Και να, σκαριά καραβιών κοντά στη θάλασσα, άλλα μισοτελειωμένα κι άλλα μόλις αρχινισμένα, Κι ένα καράβι εκεί στη μέση, μεγάλο, έτοιμο, με το κερατάριον και τα ιστία του, με τα κουπιά και το δοιάκι του, έτοιμο να ξεκινήσει.

Κι ανάμεσα εκεί ο κόσμος ο ζωντανός του ναυπηγείου, τεχνίτες και βοηθοί, άλλοι μ’ εργαλεία στα χέρια κι άλλοι δίπλα τους να βοηθούν, να κουβαλούν μαδέρια, σανίδες ή δοκάρια, ή να στηρίζουν κάποιο ξύλο με τα δυνατά τους μπράτσα. Κι όλοι δοσμένοι, αφοσιωμένοι στη δουλειά τους, που αυτή την ώρα βρισκόταν στο τέλος της.

Μα ο πρωτομάστορας δε φαινόταν. Ο Αρέτας πλησίασε έναν τεχνίτη και τον ρώτησε:

- Εδώ είναι ο πρωτομάστορας;

- Ναι, εδώ είναι, του απάντησε κουρασμένα εκείνος. Και σηκώνοντας το κεφάλι και δείχνοντας κατά το μεγάλο καινούριο καράβι, του λέει:

- Να τος.

Αλήθεια, ο πρωτομάστορας ανέβηκε κείνη τη στιγμή πάνω στην πρύμη του μεγάλου καραβιού. Κρατούσε στα χέρια του ένα μεγάλο ξύλινο πήχη. Τον σήκωσε ψηλά κι ακούστηκε να λέει με φωνή δυνατή, για να τον ακούσουν οι πιο πολλοί μέσα στο ναυπηγείο.

- Τέλος για σήμερα!... Αύριο πάλι…

Ήταν ζεστή και καλοσυνάτη η φωνή του πρωτομάστορα κι αυτό έδωσε κάποιο θάρρος στον Κάλλη. Το καταλάβαινε πως όλος αυτός ο κόσμος εκεί μέσα, τεχνίτες και βοηθοί, απ’ αυτόν έπαιρναν οδηγίες κι ό, τι αυτός πρόσταζε αυτό και γινόταν. Και το έβλεπε πως σε λίγο, αν το θελήσει, βέβαια, θα μπει κι αυτός στη δούλεψή του και θα γίνει ένας απ’ αυτούς τους εργάτες και βοηθούς ή και τους τεχνίτες του ναυπηγείου.

Σε λίγο το ναυπηγείο άδειασε. Τεχνίτες κι εργάτες και βοηθοί, αφού έβαλαν τα εργαλεία τους στην αποθήκη, βγήκαν από την πύλη και τράβηξαν για τα σπίτια τους. Έμειναν οι δυο φύλακες, που κοίταζαν να ταχτοποιήσουν όσο μπορούσαν καλύτερα τα διάφορα σκόρπια μικροπράγματα του ναυπηγείου.

Ο πρωτομάστορας κατέβηκε απ’ το καράβι κι ήρθε κοντά τους. Γνωρίζονταν με τον πατέρα του Κάλλη και πολλές φορές τον καλούσε να του κάνει καμιά δουλειά.

- Τι έχουμε; τον ρώτησε.

- Έχουμε παιδιά κι υποχρεώσεις, του απάντησε ο Αρέτας.

- Και τούτος δικός σου είναι;

- Το στερνοπαίδι. Και λέω να τον βάλω κάπου κι αυτόν, να μάθει καμιά τέχνη, να γλιτώσει λίγο απ’ το δικό μου τον παιδεμό.

- Τέχνη…

Ο πρωτομάστορας κοίταξε για μια στιγμή ολόγυρα.

- Ακύλα! φώναξε σ’ έναν από τους φύλακες. Σβήσε εντελώς τη φωτιά και σκέπασε το κατράμι.

Ύστερα περιεργάστηκε τον Κάλλη. Άπλωσε το χέρι και του χάιδεψε το σγουρό κεφάλι.

- Ώστε τέχνη, λοιπόν…

Ύστερα πρόσεξε το μάγουλό του.

- Εδώ τι πάθαμε;

- Μια μικρή κακοτυχιά. Καλά που δεν έπαθε κάνα κακό πιο μεγάλο… Πήρε φωτιά το περιβόλι. Άσ’ τα. Τέλος πάντων… Γι’ αυτό είπα: μακριά από τη φωτιά! Είναι θεριό ανήμερο. Τράβα εκεί που ξέρεις πως έχεις δίπλα σου το νερό. Δεν μπορείς να την πολεμήσεις αλλιώς, βουτάς μέσα και γλιτώνεις.

- Μα κι αυτή είναι θεριό και σε πνίγει.

- Το ξέρω. Και ξέρω ακόμα πως δεν έχει μπέσα αλλά, τέλος πάντων, είναι κάτι αλλιώτικο… Λοιπόν, είπα να τον φέρω εδώ, κοντά σου, κοντά στη θάλασσα, να της φτιάνει στολίδια, καράβια και κάθε λογής πλεούμενα, και να την καλοπιάνει, κι έτσι και από τη μια να γλιτώνει και με την άλλη να τα ‘χει καλά.

- Μα κι εδώ έχουμε να κάνουμε με τη φωτιά. Ψήνουμε τα ξύλα, τα μαλακώνουμε βράζουμε πίσσα και κατράμι για καλαφάτισμα…

- Παίρνετε τα μέτρα σας όμως…

- Ναι, ναι, βέβαια. Ώστε… ναυπηγός. Μα θέλει μπράτσα γερά και πλάτες και μάτι να κόβει…

- Όσο γι’ αυτό το τελευταία, να μου το θυμηθείς πως δε θα το μετανιώσεις. Αν πάλι δεις πως δε σου κάνει, στείλε μού τον πίσω. Κάπου θα τον βολέψω.

- Καλά, καλά… Από Δευτέρα μπορεί να ‘ρθει…

Κι ο πρωτομάστορας χτύπησε ελαφρά, χαϊδευτικά τον Κάλλη στις πλάτες και τους ξεπροβόδισε και τους δυο ως την έξοδο. Ο φύλακας έκλεισε πίσω τους τη διπλή φαρδιά πύλη. Κίνησαν για το σπίτι. Είχε πια αρχίσει να σκοτεινιάζει.

Η Δευτέρα ήρθε γρήγορα. Πρωί πρωί, απάνω που έπαιρνε να γλυκοχαράξει, ο Κάλλης αισθάνθηκε κάτι να τον σκουντά. Άνοιξε τα μάτια. Ήταν ακόμα σκοτεινά μες στο δώμα και δεν κατάλαβε ποιος τον σκουντούσε. Μα ένιωσε αμέσως κοντά στο μάγουλό του τη ζεστή ανάσα της μητέρας του κι άκουσε σιγανή, απαλή τη φωνή της:

- Σήκω Κάλλη… Σήκω, παιδί μου… Ο πατέρας σου σε περιμένει.

Έτριψε τα μάτια και πετάχτηκε αμέσως πάνω. Ετοιμάστηκε γρήγορα, ήπιε λίγο ζεστό γάλα και ξεκίνησε. Η μητέρα του τον σταμάτησε στην πόρτα, τον αγκάλιασε, τον φίλησε και στα δυο μάγουλα και τον ξεπροβόδισε λέγοντάς του:

- Με την ευχή μου, παιδί μου. Κι ο Θεός μαζί σου.

Κι ο Κάλλης πήρε το δρόμο για το ναυπηγείο πλάι στον πατέρα του, που περπατούσε σιωπηλός. Η πρωινή δροσιά του χάιδευε το πρόσωπο, έμπαινε στο στήθος του, τον γέμιζε με μιαν αλλιώτικη χαρά. Μια νέα ζωή άρχιζε γι’ αυτόν.
Σχόλιο
Όπως αναφέρουμε και πιο πάνω, το έργο βασίζεται περισσότερο στη μυθοπλαστική δεινότητα του συγγραφέα και λιγότερο στα γεγονότα που παραδίδονται από τις πηγές. Κάποια από τα ελάχιστα στοιχεία που γνωρίζουμε σήμερα για τον Καλλίνικο, αντλούνται από τον Θεοφάνη τον Ομολογητή. Στην εικόνα που ακολουθεί, τονίζεται με κίτρινο χρώμα μια σχετική παράγραφος από τη Χρονογραφία του.
https://play.google.com/books/reader?id=PyIAAAAAYAAJ&printsec=frontcover&output=reader&authuser=0&hl=el&pg=GBS.PA542
Απόσπασμα για τον Καλλίνικο από τη Χρονογραφία του Θεοφάνη του Ομολογητή

Στο απόσπασμα που παραθέτουμε από το βιβλίο, αναφέρεται ότι το ναυπηγείο όπου ο πατέρας Αρέτας οδήγησε τον Καλλίνικο ένα απόγευμα μετά τη δουλειά, ήταν στην άκρη της πόλης. Αυτό θα ήταν αδύνατο να έχει συμβεί στην πραγματικότητα, καθώς η Ηλιούπολη της Κοίλης Συρίας (σημερινό Baalbek του Λιβάνου) δεν ήταν πόλη παραθαλάσσια. Για του λόγου το αληθές μπορείτε να συμβουλευτείτε στη wikimapia τη θέση των αρχαίων ερειπίων της ή να κοιτάξετε τον χάρτη που ακολουθεί. Η απόσταση της πόλης σε ευθεία από την κοντινότερη θάλασσα (جونيه ή Jounieh Bay) είναι 51,7 χλμ και περνάει από υψίπεδα και ερήμους.
Η σύνθεση του υγρού πυρός παραμένει ένα μυστήριο για τους σύγχρονους μελετητές, καθώς η συνταγή για την κατασκευή του χάθηκε μέσα στους αιώνες. Μια πλήρη παρουσίαση για την ιστορία και τη χρήση του, μπορείτε να διαβάσετε εδώ ενώ σε αυτό το βιβλίο του Παντελή Καρύκα το βρίσκουμε να εντάσσεται σε μια γενικότερη παρουσίαση των "μυστικών" όπλων της αρχαίας και βυζαντινής τεχνολογίας. Η θαυματουργή φόρμουλα του Καλλίνικου έσωσε σε πολλές περιστάσεις το Βυζάντιο από τις επιθέσεις Αράβων και Ρώσων, ενώ φαίνεται πως η τελευταία φορά που χρησιμοποιήθηκε στην Κωνσταντινούπολη ήταν από τον Φραγκίσκο Φλαντανέλα λίγες μέρες πριν την άλωση· η παραγωγή του ωστόσο σε κείνα τα χρόνια ήταν πια περιορισμένη, καθώς η απώλεια των ανατολικών επαρχιών είχε στερήσει το βυζαντινό ναυτικό από τις απαραίτητες πρώτες ύλες. 

Οι περισσότεροι ξένοι συγγραφείς (όπως ο J.R. Partington) το αναφέρουν ως greek fire, ταυτίζοντάς το με διάφορα άλλα εύφλεκτα σκευάσματα της εποχής, τα οποία χρησιμοποιούσαν στόλοι όπως ο Αραβικός ή ο Ινδικός. Το ότι αντίστοιχα υλικά ήταν ήδη γνωστά σε λαούς της ανατολής, οδηγεί στην υπόθεση ότι η τελειοποίηση του υγρού πυρός από τον Καλλίνικο (που όπως διαβάζουμε σε άρθρο του Γεωργίου Τσούτσου το έκανε άσβεστο) δεν μπορεί να άλλαξε σημαντικά τα δεδομένα στον ναυτικό αγώνα. 

Ένα ολιγόλεπτο βίντεο για το υγρό πυρ μπορείτε να παρακολουθήσετε εδώ, ενώ μια σχετική παρουσίαση για την τάξη μπορείτε να βρείτε εδώ. Περισσότερες πληροφορίες για το βυζαντινό ναυτικό γενικότερα θα διαβάσετε στη σελίδα της ψηφιακής τάξης απ' όπου και η εικόνα του χελάνδιου που ακολουθεί. Μια εμπεριστατωμένη επιστημονική ομιλία με θέμα Byzantium and the Sea: Archaeological and Iconographic Evidence for Maritime Activities in the Byzantine Era θα δοθεί από την Δρ. Κατερίνα Δελλαπόρτα αύριο 16 Απριλίου και ώρα 19.00 στην Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή (Παρθενώνος 14, Κουκάκι).

Χρήση στην Τάξη
Στη σελίδα 77 ο Καλλίνικος βρίσκει μια μικρή περγαμηνή από μαλακό γκριζόασπρο δέρμα, τυλιγμένη κυλινδρικά. Τα μάτια του αστράφτουν. Η περγαμηνή είναι γραμμένη στα ελληνικά. Η καρδιά του φτεροκοπάει. Ω, ναι, είναι μια άλλη φωνή τούτη εδώ, μια φωνή που έρχεται απ' τα βάθη της φυλής του. Τη γνωρίζει, την έχει μάθει εκεί στη μακρινή πατρίδα του, την Ηλιούπολη. Δεν αισθάνεται πια χαμένος στην άβυσσο. Του παραστέκουν όλοι οι πρόγονοι κι όσοι απ' τους συμπατριώτες του ζουν. Πιάνει με λαχτάρα να τη διαβάσει. Αφού η σκηνή αποδοθεί με παντομίμα, θα μπορούσε να τροφοδοτήσει μια συζήτηση για την συναισθηματική αξία που ένα μικρό σημείωμα είναι δυνατόν να έχει για έναν μετανάστη. Πώς νιώθουν άραγε τα παιδιά της τάξης που κατάγονται από άλλες χώρες όταν διαβάζουν κάποιο κείμενο στη μητρική τους γλώσσα; Οι φίλοι των κατασκευών, μπορούν να δημιουργήσουν μικρές περγαμηνές κιτρινίζοντας χαρτί και καίγοντας τις άκρες του για να φαίνεται πολυκαιρισμένο. 

Να μην ξεχνάμε επίσης, ότι η γραφή αποτελεί τον κώδικα που κάνει τη διαφορά για τους ανθρώπους, μεταφέροντας απίστευτο όγκο πληροφοριών και εμπειριών από τη μία γενιά στην άλλη. Το συγκεκριμένο σημείωμα που αναφέρεται στο παραπάνω απόσπασμα περιείχε πληροφορίες για το άσβεστον πυρ με την υπογραφή του Πρόκλου, του Αθηναίου φιλοσόφου που (επί Αναστασίου Α') εφηύρε τα θαλάσσια φλογοβόλα για να αντιμετωπίσει το 515 μ.Χ. τον στόλο του στασιαστή Βιταλιανού. 
Περγαμηνή (πηγή)

Στη σελ. 14 του βιβλίου, ο μικρός Κάλλης στέλνεται με χίλιες θυσίες σε έναν γραμματιστή για να μορφωθεί. Όμως η δημιουργική του σκέψη (χάρη στην οποία επινοεί έναν νέο τρόπο να σβήνει το αβάκιο με τη γλυφίδα) «ανταμείβεται» με δύο ξυλιές σε κάθε χέρι! Σχετικά με την σωματική βία που ασκούσαν οι εκπαιδευτές στο Βυζάντιο, διαβάζουμε εδώ (σ.24) ότι τα ραπίσματα στα παιδιά όχι απλώς θεωρούνταν φυσιολογικά, αλλά συνοδεύονταν και από μαστίγωμα(!), φτύσιμο, τράβηγμα μαλλιών, μουτζούρωμα με μελάνι, κ.ά. Συχνά η σκληρότητα και η αυστηρότητα ενός δασκάλου συνιστούσε την καλύτερη διαφήμιση και λειτουργούσε υπέρ του στις προτιμήσεις των γονέων! Μπορούν άραγε οι μαθητές μας να γράψουν στην παραπάνω περγαμηνή μια χιουμοριστική διαφήμιση δασκάλου της Βυζαντινής εποχής;
Το σχολείο στο Βυζάντιο (πηγή)
Στο μάθημα των Θρησκευτικών, θα μπορούσαμε να κάνουμε συζήτηση γύρω από το ζήτημα της δουλείας, που ο συγγραφέας έχει θίξει σε πολλά έργα του. Ποια είναι άραγε τα συναισθήματα του ανθρώπου που ξεριζώνεται από την πατρίδα του για να βρεθεί σκλάβος σε κάποιον ξένο τόπο;  Μια και λίγες μόλις μέρες έχουν περάσει από την 25η Μαρτίου, ίσως μπορούμε να αντλήσουμε κάποια στοιχεία από μια επιστολή του Αυστριακού πρεσβευτή Άντον Πρόκες φον Όστεν που μιλάει για ένα ταξίδι του στην Αίγυπτο την άνοιξη του 1827:

Στις 12 Μαρτίου πήγα έφιππος στο Μπούλακ, το κάτω λιμάνι του Καΐρου, για να αναχωρήσω με το πλοίο (...) Απέναντί μου, στη γωνιά της πύλης ενός καφενείου, καθόταν σταυροπόδι μια κοπελίτσα, δίπλα σ' έναν γέροντα Τούρκο που κάπνιζε το τσιμπούκι του, βουβός και με το βλέμμα ριγμένο μπροστά του. Παράγγειλα ένα φλυτζάνι καφέ και η ματιά μου έπεσε πάνω στο κοριτσάκι που με ατένιζε με τα μεγάλα, μαύρα μάτια του. Παρατήρησα πως δεν ήταν πια παιδάκια παρά ένα κοριτσόπουλο 16 ή 17 χρονών. Το λευκό χρώμα του προσώπου του, η έκφραση των ματιών, ο τρόπος των κινήσεων και η συμπεριφορά του μ' έκαναν να μαντέψω πως ήταν Ελληνίδα. 
- «Είναι η σκλάβα σου;» ρώτησα τον γέρο
- «Ναι!»
- «Την πουλάς;»
- «Ναι». 
- «Από ποια χώρα είναι;»
- «Από το Μεσολόγγι», απάντησε η κοπελίτσα και σηκώθηκε. 

Είχε ένα αρχοντικό παράστημα που έδειχνε ότι είχε υποφέρει, αλλά ή νιότη της είχε ξεπεράσει τις στενοχώριες και την κακομεταχείριση. 

- «Είναι γερό παιδί», είπε ο γέρος. «Την έφεραν πριν από λίγο από το Μεσολόγγι, την πηγαίνω στο παζάρι στο Ταντάμπ. Δωσ' μου πέντε πουγκιά, και την παίρνεις.»
-«Πέντε πουγκιά;» απάντησα. «Τι είν' αυτά που λες; Κατέβασ' την τιμή!»

Είχα μόνο 100 τάληρα και το ταξίδι απλήρωτο για την Αλεξάνδρεια, αλλά ήμουν αποφασισμένος να πληρώσω το ποσό που ζητούσε. 

- «Αγόρασέ με», μου είπε στα ελληνικά το κορίτσι και τα δάκρυα φάνηκαν στα φωτεινά της μάτια. 
- «Μια τελευταία λέξη», φώναξα στον γέρο. «Σου δίνω 100 τάληρα και μάλιστα αμέσως. Θα μου αφήσεις το κορίτσι με τα ρούχα που φοράει»

Ο γέρος σιωπούσε.

- «Κράτα και τα ρούχα, αν σ' ενδιαφέρουν. Δεν αξίζουν ούτε 20 πιάστρα», είπα. 
Ο γέρος έμενε ανένδοτος. Το κορίτσι έκλαιγε και δεν ήθελε να μ' αφήσει. Οι ναύτες φώναζαν και σήκωναν άγκυρα. Έπεσα πάνω στο χαλί στην κάμαρά μου κι όλη τη νύχτα στεκόταν μπροστά στην ψυχή  μου η ευγενική μορφή της Μεσολογγιτοπούλας μ' ένα αδυσώπητο κατηγορώ.


Share/Bookmark

Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014

Για όλα φταίει ο κουραμπιές

Υπόθεση
Συλλογή 10 διηγημάτων με θέμα τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά. Οι τίτλοι και οι υποθέσεις συνοπτικά:

1. Παραμονή Πρωτοχρονιάς: Ο Στέλιος ανυπομονεί και ρωτάει συνέχεια τη μαμά, τον μπαμπά, τον παππού και τη γιαγιά, πότε θα 'ρθει ο Άγιος Βασίλης. Αργά το βράδυ, σηκώνεται κρυφά από το κρεβάτι του και πηγαίνει στο σαλόνι, όπου κάθεται και περιμένει. Το επόμενο πρωί βρίσκει τον μικρό να κοιμάται στο χαλάκι και τις κάλτσες γεμάτες δώρα!

2. Το ξεχασμένο καμπανάκι: Οι γιορτές μόλις έχουν περάσει και μια αδέσποτη γάτα βρίσκει σ' ένα πεταμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο ένα μικρό καμπανάκι, που θα γίνει το ιδανικό δώρο για το πάρτι γενεθλίων της φίλης της!

3. Απόψε θέλω να χορέψω: Ένα μικρό αστέρι αρχίζει να χορεύει και ξυπνάει τους αγγέλους και την κοιμισμένη φύση. Όταν μετά από λίγο πέφτει, γεμίζει τον ουρανό με τη χρυσόσκονή του. Η Αφροδίτη και η Κατερίνα θα τη χρησιμοποιήσουν για να ζωγραφίσουν ένα αστέρι για τη γιαγιά τους.

4. Η βασίλισσα του χιονιού: Η οικογένεια Ζαχαριάδη αποφασίζει να περάσει την πρωτοχρονιά με τον παππού και τη γιαγιά. Η Βάλια εμπνέεται από ένα παραμύθι και όταν η γιαγιά πέφτει για ύπνο, πασπαλίζει ολόκληρο το σπίτι με ζάχαρη άχνη!

5. Ένα πρωτότυπο δώρο: Μετά από ένα δυνατό σουτ, η μπότα του Αλέξανδρου πετάει στα ουράνια και προσγειώνεται σ' ένα χωράφι. Έναν χρόνο αργότερα, μέσα της έχει φυτρώσει ένα όμορφο χριστολούλουδο. Είναι καιρός ο ιδιοκτήτης της να την ξαναβρεί και να την επιστρέψει σπίτι ως ένα υπέροχο δώρο.

6. Η ιστορία μιας κάλτσας: Ο αέρας φυσάει δυνατά και η κάλτσα του Λεωνίδα φεύγει από την απλώστρα, για να βρεθεί κρεμασμένη στο κλαρί μιας λεμονιάς. Εκεί θα την βρει ένα κανελί γατάκι που θα χωθεί κατά λάθος μέσα της. Είναι ακριβώς το δώρο που ζήτησε ο Λεωνίδας από τον Αϊ-Βασίλη!

7. Η ιστορία της κόκκινης κάλτσας: Η κάλτσα της αδελφής του Λεωνίδα, της Κλεοπάτρας, κατάγεται από την ίδια απλώστρα, αλλά ακολουθεί διαφορετικό δρομολόγιο. Πετάει μακριά, έξω απ' την πόλη και φτάνει στο καλυβάκι ενός βοσκού μέσα στα βουνά. Από ψηλά παρατηρεί ένα αγόρι να ετοιμάζει τη βασιλόπιτα μαζί με τη μητέρα του. Το παιδί στεναχωριέται που ο άγιος Βασίλης δεν μπορεί να φτάσει μέχρι το σπιτάκι τους. Η έκπληξή του όταν την άλλη μέρα θα αντικρίσει την κόκκινη κάλτσα γεμάτη δώρα, θα είναι μεγάλη. 

8. Για όλα φταίει ο κουραμπιές: Ο Τιμολέων είναι ένα ποντίκι που ζει στο σπίτι της γιαγιάς Αγαθής. Η μυρωδιά από τους κουραμπιέδες που ψήνονται, τον κάνει να αψηφήσει τους κινδύνους και να βγει από την τρύπα του. Καθώς εξερευνά το χριστουγεννιάτικο δέντρο, θα συναντήσει ένα καφέ ποντικάκι που παρότι είναι στολίδι, θα γίνει ο καλύτερός του φίλος. Μαζί θα απολαύσουν ένα σωρό κουραμπιέδες και θα σώσουν τη βασιλόπιτα της γιαγιάς από βέβαιο έγκαυμα! 

9. Πού είναι το φλουρί; Η οικογένεια του κυρίου Λαγού περιμένει τα πεθερικά και την οικογένεια της αδερφής της γυναίκας του για να γιορτάσουν όλοι μαζί το βράδυ της Πρωτοχρονιάς. Όλα μοιάζουν έτοιμα, όταν ξαφνικά διαπιστώνουν πως... το φλουρί για τη βασιλόπιτα έχει εξαφανιστεί! Ποια λύση θα βρει η γιαγιά ώστε να διώξει τη στεναχώρια από τα μάτια των παιδιών;

10. Ένα δώρο για τον Αϊ-Βασίλη: Παραμονή Πρωτοχρονιάς και τα παιδιά της λαγουδοοικογένειας ετοιμάζουν τα δώρα τους για τον Αϊ-Βασίλη που θα έρθει το βράδυ. Ο Βελούδης θέλει να του χαρίσει κάτι ιδιαίτερο, κι έτσι βγαίνει έξω στο χιόνι για να αναζητήσει ένα φρέσκο καρότο! Για καλή του τύχη, θα συναντήσει έναν χιονάνθρωπο που δεν συμπαθεί την καροτένια του μύτη! 

Χαρακτηριστικά 
Εκδότης: Καστανιώτης
Συγγραφέας: Τασούλα Δ. Τσιλιμένη
Εικονογράφηση: Σπύρος Γούσης
ISBN: 960-03-2912-5
Έτος 1ης Έκδοσης: 2000
Σελίδες: 64
Τιμή: περίπου 12 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Γ', Δ' 

Κριτική
Συλλογή από δέκα γιορτινά διηγήματα γραμμένα με την παλιά συνταγή της απλότητας και της αγάπης. Mε σύνταξη που δεν είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη και σαφήνεια στην έκφραση, ακόμα και λιγότερο έμπειροι αναγνώστες μπορούν να διαβάσουν τις ιστορίες του βιβλίου. Η έκταση κάθε μιας κυμαίνεται μεταξύ μόλις 3 και 5 σελίδων, το στήσιμο του κειμένου (μέγεθος στοιχείων, στοίχιση, κλπ.) παραπέμπει σε παιδιά 8-9 ετών, ενώ η εικονογράφηση δίνει μια όμορφη ολοσέλιδη ζωγραφιά στο ξεκίνημα κάθε διηγήματος. Οι χαρακτήρες που πρωταγωνιστούν, αποπνέουν έναν αέρα αθωότητας και γενικά η καλοσύνη είναι διάχυτη,  η δυστυχία απουσιάζει και κανείς δεν επιδιώκει να βλάψει κανέναν. Η απλότητα στα θέματα και την πλοκή, ίσως κουράσει κάποιους μεγαλύτερους μαθητές. Εμείς προτείνουμε το βιβλίο κυρίως σε παιδιά των μεσαίων τάξεων του Δημοτικού, ενώ πιθανότατα θα χαρούν να το διαβάσουν και κάποιοι μικρότεροι που νιώθουν εξοικειωμένοι με την ανάγνωση.

  • Απλή γλώσσα, αθωότητα χαρακτήρων
  • Προσεγμένη έκδοση, μεγάλο μέγεθος, σκληρό εξώφυλλο

Αξίες - Θέματα
Χριστούγεννα, Παραμύθι, Φιλία, Ζωοφιλία, Οικογένεια

Εικονογράφηση
Οι ζωγραφιές από το χέρι του Σπύρου Γούση στην πρώτη σελίδα κάθε κεφαλαίου, απεικονίζουν τους πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες, δίνουν χρώμα στο κείμενο και κάνουν την ανάγνωση πιο ευχάριστη.
 Απόσπασμα
«Ξέρεις, μαμά, εγώ όταν μεγαλώσω, θα γίνω ποδοσφαιριστής!» είπε ο Αλέξανδρος γυρίζοντας το μεσημέρι από το σχολείο.

«Και πώς το αποφάσισες;» ρώτησε η μαμά που ετοίμαζε το τραπέζι.

«Να, σήμερα στο διάλειμμα κλότσησα τόσο δυνατά τη μπάλα, που όλοι φώναξαν “Ιιιιιιιι…” Μόνο η κυρία είπε Ααααα…»

«Είδες πόση δύναμη σου δίνει το γάλα!» είπε η μαμά του Αλέξανδρου καθώς έκοβε τη σαλάτα.

«Και ξέρεις και τι άλλο είπε η κυρία, μαμά; Είπε: “Να δούμε πώς θα ξεμπλέξεις με τη μαμά σου το μεσημέρι, Αλέξανδρε”».

«Και γιατί το είπε αυτό;» ρώτησε περίεργη η μαμά.

«Χμμ…»

Ο Αλέξανδρος ξερόβηξε, ήπιε μια γουλιά νερό και συνέχισε: «Γιατί η κλοτσιά ήταν τόσο δυνατή και έστειλε τόσο μακριά την μπάλα, μα τόσο μακριά… Αλλά μαζί της έστειλε και την… μπότα μου».

Η μαμά γύρισε απότομα. Κοίταξε τον Αλέξανδρο. Τα πόδια του ήταν κρυμμένα κάτω από το τραπεζομάντιλο. Έσκυψε σιγά σιγά και…

«Ααααα» ξεφώνισε η μαμά.

«Είδες! Σαν την κυρία έκανες κι εσύ! Αααα…»

«Και πού είναι η μπότα, Αλέξανδρε;» ρώτησε η μαμά.
«Ποιος ξέρει! Όσο κι αν ψάξαμε τριγύρω, δεν τη βρήκαμε!» είπε ο Αλέξανδρος κι άρχισε να τρώει τις ζεστές πατάτες που σερβίρισε η μαμά.

Ο Αλέξανδρος σκεφτόταν τη δυνατή κλοτσιά που έριξε. Σκεφτόταν βέβαια και την μπότα του. Τι να ‘χει απογίνει;

Η πράσινη μπότα του Αλέξανδρου ένιωσε να τινάζεται στα σύννεφα. Για μια στιγμή είδε τα παιδιά με τη δασκάλα που όλο μίκραιναν, καθώς εκείνη πήγαινε όλο και πιο ψηλά.
Ένιωσε να ζαλίζεται.

«Ιιιιι…» έκανε κι έκλεισε τα μάτια της.

Όταν τα άνοιξε, είδε πως είχε προσγειωθεί σ’ ένα χωράφι δίπλα στο μεγάλο δρόμο.

«Και τώρα; Τι θα κάνω εγώ εδώ στην ερημιά μόνη μου;» αναρωτήθηκε.

Σβιιιν, σβιιιν, έκαναν τα αυτοκίνητα στο μεγάλο δρόμο. Σε λίγο πέρασε από κει και το λεωφορείο που μετέφερε τα παιδιά στο σχολείο. Να κι ο Αλέξανδρος πίσω από το τρίτο τζάμι. Κανείς τους όμως δεν είδε την μπότα!

Ο καιρός κυλούσε. Ο αέρας όσο πήγαινε και φύσαγε δυνατότερα, το κρύο δυνάμωνε. Έπεσαν και τα τελευταία φύλλα της αμυγδαλιάς που βρισκόταν λίγο πι κει. Μια μέρα ο αέρας έφερε στην μπότα επισκέπτες. Ήταν μια παρέα από μικροσκοπικούς σπόρους, που ήρθαν και φώλιασαν στο βάθος της. Ήταν όμως τόσο ήσυχοι. Ούτε που την ενόχλησαν καθόλου. Μια άλλη μέρα ο αέρας φυσούσε τόσο δυνατά, που ένα παχύ στρώμα από χώμα ήρθε να κάνει συντροφιά στους σπόρους.

«Γκουχ, γκουχ», έβηξε στην αρχή η μπότα, αλλά μετά το συνήθισε.

Ιδιαίτερα χάρηκε η μπότα όταν μια μέρα την επισκέφτηκε η κυρα-βροχή. Την έκανε να αστράφτει και να μοιάζει σαν καινούρια. Ένα πρωί ξύπνησε κι είδε πως όλα τριγύρω ήταν κάτασπρα.

«Χιόνι!» φώναξε η μπότα χαρούμενη.
Μα η φωνή της δεν ακούστηκε! Ήταν αλήθεια πως τελευταία ένιωθε πως κάτι της έφραζε το λαιμό. Η μπότα κοίταζε γύρω της και θαύμαζε. Όταν ο ήλιος κόντευε στη μέση του ουρανού, άκουσε φωνές να πλησιάζουν. Ήταν τα παιδιά του σχολείου. Να ο Λεωνίδας, η Δανάη, ο Γρηγόρης, η Αλίκη… Φορούσαν όλα κασκόλ, γάντια και σκουφιά. Έτρεχαν κι έπαιζαν χιονοπόλεμο.
γεράνι σε παλιά μπότα (πηγή)
Σχόλιο
Πολύ θα θέλαμε να θεωρήσουμε ότι το χριστουγεννιάτικο γλυκό του τίτλου αποτελεί συνδετικό κρίκο ανάμεσα στις ιστορίες της συλλογής, όμως μόλις οι μισές από αυτές περιέχουν κάτι σχετικό. Συγκεκριμένα, στο πρώτο διήγημα, ένας δαγκωμένος κουραμπιές μας κλείνει το μάτι και αφήνει υπονοούμενα για το ότι ο Αϊ-Βασίλης πέρασε στ' αλήθεια από το σαλόνι του μικρού Στέλιου. Στο δεύτερο, ο κύριος Γιάννης ανοίγει το σκηνικό μασουλώντας έναν κουραμπιέ. Στο τέταρτο κυριαρχεί ένα βασικό συστατικό του γλυκού, η άχνη ζάχαρη, με την οποία η Βάλια γεμίζει το σπίτι της γιαγιάς. Και τέλος στο όγδοο, μια πιατέλα με κουραμπιέδες σε σχήμα αστεριού βρίσκεται στο κέντρο του ενδιαφέροντος.

Για τους φίλους των μαθηματικών, το παρατηρητήριο κουραμπιέδων επισημαίνει ότι το γλυκό εμφανίζεται στα διηγήματα με αριθμό 1,2,4,8... διαμορφώνοντας μια γεωμετρική πρόοδο με λόγο 2. Πόσες ιστορίες έπρεπε να περιέχει το βιβλίο για να συναντήσουμε κουραμπιέ μια ακόμα φορά;
Χρήση στην τάξη
Αρκετά είναι τα κείμενα που εμπνέουν με το θέμα τους για δραστηριότητες στην τάξη. Αν, για παράδειγμα, επιλέξουμε το κείμενο του αποσπάσματος και την εικόνα που το συνοδεύει, έχουμε τη δυνατότητα να συζητήσουμε για την επέμβαση της φύσης στις ανθρώπινες δημιουργίες (φωτογραφίες π.χ. σε αυτό το άρθρο) ή να δημιουργήσουμε με τους μαθητές μας μικρά ανθοδοχεία που θα μας θυμίζουν την μπότα του Αλέξανδρου. Χρησιμοποιώντας απλά υλικά όπως:
  • ένα κομμάτι από παλιό καλσόν
  • μπαμπάκι σε μέγεθος γροθιάς
  • σπόρους γρασιδιού ή φακές
  • λαστιχάκια
  • μάτια και στόμα από υλικά που μας περισσεύουν
  • ένα πολύχρωμο ποτήρι
μπορούμε εύκολα να κατασκευάσουμε γρασιδοκέφαλους που ανθίζουν γρήγορα και δίνουν χρώμα στην αίθουσα. Οδηγίες για την κατασκευή τους, μπορείτε να βρείτε στο παραπάνω βίντεο.

Στη δική μας τάξη, τιμώντας το εορταστικό κλίμα των ημερών, προτιμήσαμε να επικεντρωθούμε στον τίτλο του βιβλίου. Με τη βοήθεια σιροπιού σοκολάτας, οι μαθητές διαμόρφωσαν χαρακτηριστικά προσώπου στα κουραμπιεδάκια, δίνοντάς τους χαρακτήρα και ανθρώπινη μιλιά. Εξυπακούεται ότι αφού ολοκληρώθηκε η δραστηριότητα, οι ζαχαρένιοι ηθοποιοί έφυγαν για περιοδεία στα στομάχια μας! Καλές γιορτές σε όλους!

Share/Bookmark

Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2014

Μια μικρή ηρωίδα

Υπόθεση
Σ' ένα ορεινό χωριό της Κρήτης, στα 1866, ζει ο καπετάν Αντρέας μαζί με τη γυναίκα και τη 12χρονη κόρη τους Λενιώ. Ένας αγγελιοφόρος εμφανίζεται στο σπίτι τους, κυνηγημένος από τους Τούρκους. Η Λενιώ αναλαμβάνει να τον οδηγήσει με ασφάλεια στη Μονή Αρκαδίου, ώστε να παραδώσει το μήνυμά του στον ηγούμενο. Μετά όμως από πολλές περιπέτειες, ο δρομολάτης πέφτει σε ενέδρα και τραυματίζεται βαριά. Η μικρή ηρωίδα δεν το βάζει κάτω και συνεχίζει μόνη, γνωρίζοντας ότι τα χαρτιά πρέπει να φτάσουν στον προορισμό τους με κάθε θυσία. Ολοκληρώνει την αποστολή της με επιτυχία, κάνοντας τους γονείς της -που ήρθαν να τη βρουν στο μοναστήρι- περήφανους. Ο τόπος γύρω από τη μονή πλημμυρίζει γρήγορα με Τούρκους και κανόνια. Οι Κρητικοί υπερασπιστές γνωρίζουν τη μοίρα που τους περιμένει, είναι όμως αποφασισμένοι να πολεμήσουν για την ελευθερία τους και την ένωση με την Ελλάδα.

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Καστανιώτης
Συγγραφέας: Γαλάτεια Καζαντζάκη
Εικονογράφηση: Αλέξης Κορογιαννάκης (εξώφυλλο Σπύρος Γούσης)
ISBN: 978-960-03-3030-1
Έτος 1ης Έκδοσης: 2001
Σελίδες: 145
Τιμή: περίπου 12 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Δ', Ε', Στ'

Κριτική
Ιστορική περιπέτεια που ξετυλίγεται με την απλότητα και τους ήπιους τόνους ενός παραμυθιού. Σκοπός της, να μας διηγηθεί τη δραματική θυσία των Κρητών στη Μονή Αρκαδίου. Με γλώσσα λογοτεχνική αλλά και χρησιμοποιώντας διάσπαρτα στοιχεία από την κρητική ντοπιολαλιά, η συγγραφέας δημιουργεί τελικά μια αρκετά καλογραμμένη ιστορία. Ειδικά στα πρώτα κεφάλαια, οι ατμοσφαιρικές σκηνές εντυπωσιάζουν με την εσωτερική ένταση που εκπέμπουν. Καθώς όμως η αφήγηση αρχίζει να ακολουθεί τη Λενιώ στην περιπέτειά της, τα χαρακτηριστικά του «φιλμ νουάρ» παραχωρούν τη θέση τους σε συνηθισμένες για τον χώρο προσεγγίσεις. Οι χαρακτήρες γίνονται πιο προσιτοί, ενώ εισάγονται απλουστεύσεις που εξυπηρετούν την πλοκή και πιθανόν μάς βοηθούν να υιοθετήσουμε την οπτική του νεαρού κοριτσιού. Το βιβλίο χωρίζεται σε 15 ασύμμετρης έκτασης κεφάλαια (3-24 σελίδων) που διαβάζονται με ενδιαφέρον και χωρίς να κουράζουν. Η εικονογράφηση είναι παρούσα, με 2-3 ασπρόμαυρα σκίτσα μισής ή μίας σελίδας ανά κεφάλαιο. Προτείνουμε το βιβλίο σε μαθητές των μεσαίων και μεγαλύτερων τάξεων του Δημοτικού, ενώ πιθανόν να το εκτιμήσουν τόσο τα κορίτσια (αφού πρωταγωνίστρια είναι η Λενιώ) όσο και τα αγόρια, λόγω του θέματος και της δράσης του.

  • Απλή και κατανοητή γραφή
  • Ήπιοι τόνοι και λογοτεχνικότητα
  • Ενδιαφέρον θέμα
  • Προβολή ανθρωπιστικών αξιών

Αξίες - Θέματα
Γενναιότητα, Υπευθυνότητα, Οικογένεια, Ιστορία, Περιπέτεια

Σκηνές που ξεχωρίσαμε
Όταν οι Τούρκοι φτάνουν έξω από το σπίτι του καπετάν Αντρέα (κεφ.2)

Εικονογράφηση
Δύο - τρία ασπρόμαυρα σκίτσα σε κάθε κεφάλαιο που καταλαμβάνουν μισή ή ολόκληρη σελίδα, συνοδεύουν το κείμενο και συμμετέχουν στη δημιουργία της κατάλληλης ατμόσφαιρας. Ζητώ συγνώμη για τις "τσαλακωμένες" εικόνες, αλλά είναι από το βρεγμένο αντίτυπο που διατίθεται προς δανεισμό στη βιβλιοθήκη του Ευγενιδείου (καλό θα ήταν όσοι δανείζονται βιβλία να τα προσέχουν).
Απόσπασμα
Η ιστορία που θα διηγηθώ συνέβηκε, πάει πολύς πολύς καιρός, σ’ ένα ορεινό χωριουδάκι της Κρήτης, απόμερο κι αγνοημένο. Κατάφυτο από χιλιόχρονα πλατάνια και θεόρατες βαλανιδιές, με τ’ αηδόνια και τις πέρδικες να κελαηδούν την άνοιξη στις ρεματιές του, με τα λογής λουλούδια να στολίζουν τις πλαγιές του και τα δροσερά και κρυσταλλένια νερά να κατρακυλούν ολοχρονίς από τα γύρω βουνά, το χωριουδάκι ήταν ένας μικρός χαρούμενος παράδεισος. Λες κι η φύση το ‘χε διαλέξει να σκορπίσει απάνω του τις ομορφιές της.

κι όμως, οι λιγοστοί του κάτοικοι σαν να μην έβλεπαν τις χάρες τους. Οι Κυριακές δε μάζευαν τις νιες και τα παλικάρια στα χοροστάσια να στήσουν το χορό έπειτα από τη λειτουργία. Τα χαρούμενα γερακοκούδουνα της λύρας δεν ακούγονταν. Στο Νησί είχαν ακόμα μια φορά αρχίσει οι αγώνες για τη λευτεριά.

Το μήνυμα «Στ’ άρματα, αδέρφια, λευτεριά ή θάνατος», σαν να το ‘φερνε ο αγέρας στα φτερά του, ξεσήκωνε, όθε διάβαινε, το λαό. Η λαχτάρα της λευτεριάς άναβε πάλι τις καρδιές κι όλοι, σαν ένας, βιάζονταν ποιος πρώτος να λάβει μέρος στον αγώνα.

Εκεί στα βουνά, ωστόσο, τους κάτοικους δεν τους απειλούσε κανένας κίνδυνος. Στα μέρη εκείνα δεν είχε πατήσει ποτέ ποδάρι αγαρηνού και θα μπορούσαν να ζουν ξένοιαστοι, δοσμένοι στα ειρηνικά τους έργα. Τότε όμως θα ‘τανε ψέμα η πατρίδα, ψέμα η αγάπη για τη λευτεριά, ψέμα το χρέος του καθενός ν’ αγωνίζεται εναντίον της σκλαβιάς. κι επειδή δεν είναι ψέμα όλα τούτα, που λέγονται με μια λέξη, «αρετή», στο χωριουδάκι δεν υπήρχε οικογένεια χωρίς να’ χει κάποιον να πολεμά ή κάποιον σκοτωμένο να τον κλαίει.

Κι όπως σε κάθε κοινωνία, μικρή ή μεγάλη, πάντα υπάρχουν μερικοί που ξεχωρίζουν από τους άλλους με την αξία τους, έτσι στο χωριουδάκι ξεχώριζε ο καπετάν Αντρέας για τη γνώση και την παλικαριά του. Δεν είχε μεγάλη οικογένεια. Μόνο τη γυναίκα του, τη Μαρίνα, και το Λενιώ του, δώδεκα χρονών κοριτσάκι, με κατάξανθες πλεξούδες και κόκκινα μάγουλα. Ο καπετάν Αντρέας δεν ήτανε κανένας τρανός με τσιφλίκια και κοπάδια. Ήτανε, σαν όλους τους χωριανούς, φτωχονοικοκύρης, με τόση γη δική του, όση για να του δίνει της χρονιάς τη σοδειά, και τόσα πρόβατα, όσα για να ‘χει το γάλα, να πήζει το τυρί του, να βγάζει το βούτυρό του και η κυρα- Μαρίνα να φτιάχνει τις χυλοπίτες και τους τραχανάδες.

Όπως οι περισσότεροι Κρητικοί, ήτανε ψηλός κι αλαφροκόκαλος. «Έπιανε το λαγό στο τρέξιμο», όπως λένε εκεί. Είχε ωραία χαρακτηριστικά. Φρύδια καλογραμμένα, μεγάλα αστραφτερά μάτια κι έκφραση γαλήνια και σοβαρή. Κι όσο για παλικάρι, κανένας δεν ήτανε καλύτερός του.

Απόψε λοιπόν οι χωριανοί βρίσκονται συναγμένοι στο σπίτι του καπετάν Αντρέα. Ανάμεσά τους είναι και δυο ξενοχωρίτες μαντατοφόροι. Φαίνεται θα τους έφεραν δυσάρεστα μαντάτα, για να ‘ναι όλοι τους έτσι συλλογισμένοι.

«Τα τειχιά της Μονής θα μπορέσουν άραγε ν’ αντέξουν;» ρωτά κάποιος σε μια στιγμή.

«Πάντα άντεχαν», είπε ένας από τους ξένους. «Τώρα όμως, μαζί με τους ντόπιους εχθρούς, ο Σουλτάνος έστειλε και ταχτικό στρατό με κανόνια».

«Το Αρκάδι», πήρε το λόγο ο καπετάν Αντρέας, «δεν πέφτει εύκολα. Χώρια που έχει γερό κάστρο και οι μπαρουταποθήκες του είναι γεμάτες πολεμοφόδια, έχει και υπερασπιστές τα καλύτερα παλικάρια. Και πρώτος απ’ όλους το γούμενο τον Γαβριήλ».

Οι γυναίκες, ακούγοντάς τους από την πλαϊνή κάμαρα, παρατούσαν τ’ αδράχτια και τις ρόκες τους και πρόσεχαν τι λέγανε. Έπειτα ξανάπιαναν τη δουλειά τους και μεταξύ τους κουβέντιαζαν κι εκείνες.

«Πόσοι πάλι θα σκοτωθούν, Χριστέ μου! Ακούσατε τι είπαν; Ο Σουλτάνος έστειλε στρατό».

«Βάλανε, λέει, αρχή να καίνε τα χωριά οι αντίχριστοι! Οι φωτιές φαίνονται μίλια μακριά».

Μια γριούλα, με τα άσπρα μαλλιά της να ξεβγαίνουν από το μαύρο τσεμπέρι της, με τρόπο αυστηρό και σεβάσμιο είπε:
«Και οι τρεις μου γιοι σκοτώθηκαν. Κι είμαι τώρα έρμη και μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο. Μου είπαν κι οι τρεις: Θα πάμε, μάνα, να πολεμήσουμε. και τους αποκρίθηκα: Να πάτε, παιδιά μου. Σκοτώθηκαν κι οι τρεις. Και όσοι άλλοι… αμέτρητα χρόνια… κι η Κρήτη είναι ακόμα σκλαβωμένη».

«Άδικα χάνεται ο κόσμος. Τόσα χρόνια τι κερδίσαμε;»
Η γριούλα την έκοψε:

«Δεν ήθελα να πω αυτό, Κατερίνα. Δε με κατάλαβες. Όταν πολεμά κανείς για τη λευτεριά, ποτέ δεν είναι σίγουρος πως θα τη χαρεί ο ίδιος. Ξέρει όμως πως θα τη χαρούν οι άλλοι και αυτό του φτάνει».

«Έτσι είναι», συμφώνησαν όλες.

Ανάμεσά τους ήτανε και το Λενιώ. Σαν μεγάλη άκουγε προσεχτικά τα λόγια τους και τα ‘βαζε καλά στο νου της.
Ξάφνου ακούστηκε χτύπος στο παραθύρι. Ποιος ήτανε τέτοια ώρα; Μήπως γελάστηκαν; Αλλά όχι, γιατί τώρα χτυπούσαν πιο δυνατά.

Ο καπετάν Αντρέας σηκώθηκε και πήγε να δει.

«Ποιος είναι;» ρώτησε ανοίγοντας το παραθύρι.

«Ένας δρομολάτης έχασε το δρόμο και ζητά να τον οδηγήσετε».

Η φωνή ήταν αντρίκεια και σταθερή.

«Καλώς ορίσατε», είπε ο καπετάν Αντρέας και πήγε ν’ ανοίξει την πόρτα.

Μερικά αστέρια τρεμόλαμπαν κι ένα δροσερό αεράκι μπήκε στην κάμαρα. Στο κατώφλι φάνηκε ένας μεγαλόσωμος άντρας.

Είπαμε πως οι Κρητικοί είναι ωραίοι άντρες, όμως η ομορφιά τούτου του ανθρώπου δεν είχε το ταίρι της.

Όλοι σηκώθηκαν να του δώσουν θέση. Αμέσως έπειτα ο καπετάν Αντρέας ρώτησε τον ξένο αν πεινά κι αν διψά και του πρόσφερε το βρισκούμενο: τυρί, κρασί και τηγανισμένα αυγά.

Ο ξένος δέχτηκε τη φιλοξενία του νοικοκύρη με τρόπο απλό κι ευγενικό. Τα λόγια όμως ήταν μετρημένα. Ούτε πού πήγαινε, ούτε πώς βρέθηκε εκεί πάνω. Αλλά ούτε ο καπετάν Αντρέας ούτε κανείς άλλος τον ρώτησε.

Σιγά σιγά άρχισαν τις κουβέντες. Έλεγαν για τις μάχες που γίνονταν, για τα γυναικόπαιδα που έφευγαν από τις πολιτείες με τα βαπόρια και πήγαιναν να σωθούν στην Ελλάδα. Ο ξένος ήτανε για όλα πληροφορημένος. Αλλά όσο και αν όλα τούτα ήτανε γνωστά, στο στόμα του ξένου έπαιρναν, θαρρείς, μεγαλύτερη σημασία.

ήρθε η ώρα να πάνε στα σπίτια τους οι χωριανοί. Σηκώθηκαν, πήραν τις γυναίκες τους, ευχήθηκαν το καλό ξημέρωμα κι έφυγαν. Στου καπετάν Αντρέα έμειναν οι δυο ξενοχωρίτες κι ο άγνωστος περαστικός.

Όταν έμειναν οι τέσσερις μονάχοι, ο ξένος ρώτησε αν οι δρόμοι κατά δω είναι λεύτεροι ή έχουν κλειστεί. Και αν υπάρχουν μονοπάτια να τραβήξει απ’ αυτά.

«Όλοι οι δρόμοι είναι κλεισμένοι», αποκρίθηκε ο καπετάν Αντρέας. «Βέβαια υπάρχουν πολλά μονοπάτια, αλλά πώς να τα βρει ένας που δεν τα περπάτησε ποτέ;»

Τα διαπεραστικά μάτια του ξένου σταμάτησαν στο γαλήνιο πρόσωπο του καπετάν Αντρέα, έπειτα στους άλλους δυο.

«Αυτό μου φτάνει», είπε ο ξένος και όλοι κατάλαβαν πως ήτανε μαθημένος να μην τον σταματά κανένα εμπόδιο στο δρόμο του. «Φεύγω», είπε και σηκώθηκε. «Πρέπει εκεί που πάω να φτάσω το γρηγορότερο».

«Αυτό εξαρτάται από το μέρος που θέλεις να πας», αποκρίθηκε ο καπετάν Αντρέας. «Το ξέρω πως όποιος έχει γερά ποδάρια δε λογαριάζει την απόσταση, φτάνει να ‘ναι ο δρόμος καλόβολος. Και κοντινός όμως να ‘ναι, σαν έχει κακοτοπιές…»

«Εμείς οι δρομολάτες», αποκρίθηκε ο ξένος, «όταν δεν είμαστε λεύτεροι να διαλέξουμε τον καλόβολο δρόμο, τραβούμε και τον κακόβολο Μια και πήραμε την απόφαση να φτάσουμε κάπου, πρέπει να φτάσουμε. Βέβαια, είναι μεγάλο αγαθό να περπατά κανείς συντροφεμένος με καλούς και σίγουρους φίλους».

«Σωστά», είπε ο καπετάν Αντρέας. «Ένας σίγουρος φίλος σε τούτες τις δύσκολες ώρες είναι ό, τι χρειάζεται περισσότερο».
«Μόνο που δεν μπορεί κανένας να ‘ναι σίγουρος ποτέ για το φίλο που ακόμα δεν τον έχει δοκιμάσει».
«Υπάρχουν και φίλοι δολεροί, αυτό είν’ αλήθεια. Και από το καρπερό χωράφι δε λείπει η ήρα κι ούτε είναι εύκολο να ξεχωρίσει κανείς το βλαβερό σπόρο από τον χρήσιμο».

«Ο καλός τσοπάνος», απάντησε τότε ο ξένος δίνοντας το χέρι του στον καπετάν Αντρέα, «γνωρίζει τα πρόβατά του, ακόμα κι αν φορούν το τομάρι του λύκου».

Είχε συνεννοηθεί. Τα διφορούμενα λόγια ήτανε πια περιττά.

«Γεια σας, αδέρφια!» είπε ο ξένος κι έδωσε και με τους άλλους δυο το χέρι. «Οι δικοί μας σας στέλνουν χαιρετίσματα».

«Είμαστε μαζί σας στη ζωή και στο θάνατο!»

«Στο Αρκάδι έχουν ανάγκη από ψωμί. Ο γούμενος μηνά να οργανωθούν αποστολές με καρπό. Κρατώ γράμματα από την Αθήνα, που πρέπει να φτάσουν στα χέρια των αρχηγών της επανάστασης το γρηγορότερο. Τώρα πάω ν’ ανταμώσω τον καπετάν Μανούσο, τον αρχηγό της δικής σας περιφέρειας».

Ξάφνου τα μάτια του στυλώθηκαν στη μέσα μεριά της κάμαρας. Κάποιος του άκουγε, κρυμμένος στο σκοτάδι. Ο καπετάν Αντρέας γύρισε να δει τι είχε τραβήξει την προσοχή του ξένου κι αμέσως χαμογέλασε.

«Είναι το Λενιώ μου, το καλό μου το κορίτσι. Έλα, Λενιώ».
Σχόλια
Στις 8 Νοεμβρίου του 1866, 15.000 Τούρκοι στρατιώτες με 30 κανόνια, αρχίζουν την επίθεση στη Μονή Αρκαδίου, μέσα στην οποία βρίσκονται κλεισμένοι 325 οπλισμένοι άνδρες και 639 γυναικόπαιδα. Για ποιον λόγο αποφασίζουν οι αγωνιστές να θυσιαστούν; Παρουσιάζοντας τα κίνητρα για την εθελοθυσία των ηρώων, η συγγραφέας μας παραθέτει στο κεφ. 13 μια σύσκεψη προεστών και καπεταναίων στην οποία ακούγονται τα εξής επιχειρήματα:
  • Ο καπετάν Αντρέας, προτείνει να σταθούν πιστοί στον όρκο τους, να πολεμήσουν και να σκοτωθούν, σίγουροι πως η θυσία μας δε θα πάει χαμένη. Τίθεται λοιπόν θέμα αξιοπιστίας προς τον Θεό και την επαναστατική επιτροπή του νησιού. 
  • Η καπετάνισσα Δασκαλάκαινα συμπληρώνει ότι δεν πολεμούν μόνο αυτοί, αλλά όλο το νησί με σύνθημα: λευτεριά ή θάνατος. Πρέπει λοιπόν να θυσιαστούν για τον έναν σκοπό.
  • Όταν κάποιος αντιλέγει ότι ίσως θα έπρεπε να συνθηκολογήσουν για τα 600 γυναικόπαιδα, του απαντούν ότι οι Τούρκοι δεν κρατούν τον λόγο τους. Μάλλον δίκαια, αφού όταν τη μέρα μετά την ανατίναξη ο Ι. Δημακόπουλος συνθηκολόγησε και παραδόθηκε, οι Τούρκοι παρά τις εγγυήσεις εκτέλεσαν τον ίδιο και τους περισσότερους υπερασπιστές που είχαν επιβιώσει! - αντίστοιχα θυμίζουμε ότι είχαν συμβεί και μετά την άλωση της Αμμοχώστου το 1571.
  • Ο ηγούμενος κλείνει τη σύσκεψη λέγοντας «Οι γενιές που θα 'ρθουνε ας κρίνουνε αν κάμαμε το χρέος μας, όπως το κάμανε κι εκείνοι που ζήσανε πρωτύτερά μας», θέτοντας έτσι θέμα υπευθυνότητας απέναντι στον ίδιο τον Ελληνισμό και τις μελλοντικές γενιές.
Οι ρόλοι των δύο φύλων στην παραδοσιακή Κρήτη του 19ου αιώνα φαίνονται σε αρκετά σημεία, με πιο χαρακτηριστικό αυτό (σ.22): Η γυναίκα του καπετάν Αντρέα έκλεισε πίσω της την πόρτα και στάθηκε να περιμένει τις διαταγές του. Κοντά της το Λενιώ περίμενε κι αυτή τι θα πει ο πατέρας.

Το παραπάνω, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι οι Κρητικοπούλες δεν σηκώνουν στις πλάτες τους μέρος από το βάρος του αγώνα. Όπως διαβάζουμε στις σελίδες 121 και 127 φροντίζουν για τους τραυματίες, την καθαριότητα, τα παιδιά, τα ρούχα, το φαγητό, το νερό και τον ανεφοδιασμό των ανδρών που πολεμούν. Η συμβολή τους λοιπόν, παρουσιάζεται πολύτιμη. Όπως λέει και ο στίχος: Διακόσιοι πενήντα εννιά Κρήτες επολεμούσαν / γέροι, γυναίκες και παιδιά, φυσέκια κουβαλούσαν.
Η αείμνηστη συγγραφέας, παρότι αναφέρεται με αγανάκτηση στη βαρβαρότητα και τις ασυδοσίες των Τούρκων (σ.99), αποφεύγει να πέσει στην παγίδα της μονομέρειας, στην οποία πολλές ιστορικές περιπέτειες παρασύρονται. Σε αρκετές περιπτώσεις, παρουσιάζει την ανθρώπινη πλευρά των κατακτητών, που έχουν κι αυτοί παιδιά και έγνοιες (σσ.28, 42-43). Πιο χαρακτηριστικό σημείο, εκείνο όπου ο Ισμαήλ αγάς (σ. 110-2) παρότι Τουρκοκρητικός ο ίδιος, καλύπτει τον γιο του χριστιανού φίλου του που ζητάει βοήθεια μετά τη δολοφονία ενός Τούρκου. Όπως άλλωστε καταλαβαίνουμε (σ.99), ειδικά οι γυναίκες των δύο στρατοπέδων εκείνη την εποχή δεν είχαν πολλά να χωρίσουν: Χριστιανές ή Οθωμανές, παρέμεναν στο περιθώριο, κλεισμένες ανάλογα με τη θρησκεία τους στο χαρέμι ή στο σπίτι, με τις τελευταίες να μπορούν τουλάχιστον κάθε Κυριακή να βγαίνουν για να εκκλησιαστούν.
 
Στη σελίδα 100 αναφέρεται ότι οι Κρητικοί για εκατό χρόνια μετά την κατάκτηση του νησιού από τους Τούρκους, κανένα σημάδι δεν έδειξαν πως αποζητούσαν ν' αποτινάξουν τον τούρκικο ζυγό. Η φράση αυτή μπορεί να παρεξηγηθεί, αφού όντως μετά την άλωση του Χάνδακα (1669), το κίνημα του 1692 (Domenico Mocenigo) στα Χανιά και την πτώση του φρουρίου της Σούδας (1715), η πρώτη επαναστατική ενέργεια ήρθε το 1770 με τον ξεσηκωμό του Δασκαλογιάννη. Τα 55 αυτά χρόνια δεν πέρασαν όμως «ήρεμα» για τον λόγο του ότι οι ντόπιοι ήταν ευχαριστημένοι, αλλά επειδή ήταν αποδεκατισμένοι! Διαβάζουμε (εδώ και εδώ) ότι ενώ πριν από την τουρκική κατάκτηση η Κρήτη αριθμούσε 500.000 κατοίκους, αμέσως μετά στο νησί είχαν μείνει μόλις 50.000 χριστιανοί!
Χρήση στην τάξη
Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, τα παιδιά γνωρίζουν την κατάσταση στην τουρκοκρατούμενη Κρήτη, όπως την ζούσαν οι ντόπιοι. Για τη φιλοξενία τους, την κρητική διατροφή (σ.15, 47), την παραδοσιακή τους ενδυμασία (σ.46) και βέβαια τη νοοτροπία τους. Αλλά και για την καταπίεση, τις κλοπές (σ.106, 110), το κλίμα τρομοκρατίας, αλλά και τις κάθε είδους αυθαιρεσίες που υφίσταντο από τους Οθωμανούς καταπατητές, οι οποίοι ανά πάσα στιγμή μπορούσαν να αρπάξουν οτιδήποτε τους άρεσε. Η σκηνή στη σελ. 52 με τον Τούρκο να διαπραγματεύεται με τον κυρ Μανούσο την τιμή για το άχυρο που μόλις του έκλεψε, είναι χαρακτηριστική. Θυμίζει μάλιστα την πολιτική που εφάρμοζε ο σουλτάνος σχετικά με τη μαστίχα Χίου, η οποία μας είχε απασχολήσει στον Λουκή Λάρα. Μπορούμε με τη βοήθεια των μαθητών, να αναπαράγουμε στην τάξη τον διάλογο αυτόν· για να υπάρχει επιπλέον ενδιαφέρον, ο καπετάν Μανούσος καλό είναι κάθε φορά να αντιδρά διαφορετικά, καλύπτοντας μια γκάμα από την πλήρη δουλικότητα, στην απλή συγκατάβαση και τέλος την επαναστατική άρνηση.

«Πρέπει να σου πω τώρα, κυρ Μανούσο, και για κάποια άλλη υπόθεση», άρχισε να λέει ο Τούρκος μόλις μείνανε οι δύο. «Δηλαδή για το άχυρο που 'φερε το κορίτσι. Το λοιπόν αποφασίστηκε να το πάρουμε. Πάλι όμως, αν σου χρειάζεται, να μας πληρώσεις την αξία του. Κατάλαβες; Μιλημένα τιμημένα... Δώσε όσα κάνει και δε μας νοιάζει για το άχυρο.»
«Σωστά, αγά μου, πολύ σωστά», αποκρίθηκε ο καπετάν Μανούσος. «Ό,τι θέλεις. Ό,τι επιθυμεί η καρδιά σου».
«Ωραία μιλάς, κυρ Μανούσο. Σαν γνωστικός και φρόνιμος που είσαι, μιλάς».
Τούτο θα σου πάρω, εκείνο θα μου δώσεις κι αυτό θα μου το χαρίσεις! (Πηγή)
Σε σχέση με το μαρτυρικό Αρκάδι, οι μικρότεροι μαθητές μπορούν να παρακολουθήσουν το δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ Το Αρκάδι των Αγγέλων και να αποδώσουν την πρόσοψη της Μονής με διάφορα χρώματα και τεχνικές (βλ. εικόνα κάτω). Οι πιο μεγάλοι θα μπορούσαν να συγκεντρώσουν στοιχεία για μια παρουσίαση αξιοποιώντας τα παραπάνω, όπως και πληροφορίες από το διαδίκτυο, βίντεο, 3D animations, τον σχετικό πίνακα του Γκατέρι (Giuseppe Gatteri) αλλά και τραγούδια, όπως το Ολοκαύτωμα του Αρκαδίου του Κ. Μουντάκη ή το Άστραψε και Σκοτείνιασε.

Share/Bookmark