Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

Το μυστήριο του χαμένου σερβίτσιου

Υπόθεση
Ο διάσημος επιθεωρητής Σπιθαμής υποχρεώνεται από τον αρχηγό Βροντέρα να συνεργαστεί για μια εβδομάδα με τον εκπαιδευόμενο πράκτορα Πα Λι Κάρι. Κι ενώ αρχικά η ιδέα του κάθεται στο στομάχι, γρήγορα θα διαπιστώσει ότι ο νεαρός Κινέζος έχει κοφτερό μυαλό και είναι ένας βοηθός πολύ βοηθητικός! Η πρώτη τους κοινή υπόθεση θα τους φέρει στην έπαυλη του κυρίου Ευρώπουλου, απ' όπου κάποιος εξαφάνισε ένα πολύτιμο σερβίτσιο. Θα καταφέρουν οι δύο ντετέκτιβς να εξιχνιάσουν το μυστήριο και να εντοπίσουν τον δράστη;

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Κέδρος
Συγγραφέας: Αντόνιο Ιτούρμπε (Antonio G. Iturbe)
Μετάφραση: Δήμητρα Δότση
Εικονογράφηση: Άλεξ Όμιστ (Alex Omist)
Τίτλος πρωτοτύπου: Los casos del Inspector Cito y Chin Mi Edo: Un ayudante de mucha ayuda
ISBN: 978-960-04-4434-6
Έτος 1ης Έκδοσης: 2007 (στα ελληνικά 2014)
Σελίδες: 48
Τιμή: περίπου 4 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Β', Γ', Δ'

Ευχαριστούμε τις Εκδόσεις Κέδρος για τη δωρεά των δύο βιβλίων της σειράς στη βιβλιοθήκη μας!

Κριτική
Πρόκειται για την πρώτη -και πολύ χαριτωμένη- περιπέτεια της σειράς Οι υποθέσεις του επιθεωρητή Σπιθαμή και του Πα Λι Κάρι. Ο αστυνόμος Cito είναι πολύ δημοφιλής στην χώρα του την Ισπανία, όπου παρέα με τον συνεργάτη του έχουν ήδη λύσει δέκα μυστήρια! Στα ελληνικά, έχουν κυκλοφορήσει μόλις τα δύο πρώτα και η συνέχεια αναμένεται. Στα βιβλία που διαβάσαμε, η μετάφραση είναι πολύ καλή και μας μεταφέρει την ιστορία σε γλώσσα απλή και ζωντανή, ενώ γίνεται φιλότιμη προσπάθεια να αποδοθούν και τα λογοπαίγνια (π.χ. ο άφοβος -sin miedo- βοηθός Chin Mi Edo που στα αγγλικά βαφτίζεται Wee Chou Fear, εδώ μας συστήνεται ως Πα Λι Κάρι). Χωρισμός σε κεφάλαια δεν υπάρχει, αλλά η έκταση του κειμένου δεν ξεπερνάει τις 1.500 λέξεις και το στήσιμο είναι πολύ σωστό, οπότε η ανάγνωση δεν κουράζει. Η πλούσια, πολύχρωμη εικονογράφηση βοηθάει στην κατανόηση, μας ψυχαγωγεί και αλληλεπιδρά με το κείμενο. Η έκδοση είναι γενικά φροντισμένη, ενώ στην τελευταία σελίδα κάθε τόμου της σειράς, θα συναντήσουμε μια δραστηριότητα παρατηρητικότητας. Να επισημάνουμε επίσης, ότι το "αφτί" του οπισθόφυλλου είναι σχεδιασμένο ώστε να κόβεται και να χρησιμοποιείται ως σελιδοδείκτης! Το βιβλίο προτείνεται κυρίως σε παιδιά των μικρών και μεσαίων τάξεων του Δημοτικού που αγαπούν τις διασκεδαστικές αστυνομικές περιπέτειες.

  • Χιούμορ, ανάλαφρο (και ασόβαρο) κλίμα
  • Πολύ ωραία εικονογράφηση και στήσιμο
  • Διαβάζεται εύκολα και γρήγορα

  • Οι διατροφικές συνήθειες του κεντρικού ήρωα θα μπορούσαν να δώσουν λάθος πρότυπα προς μίμηση

Αξίες - Θέματα
Αστυνομικό μυστήριο, Χιούμορ, Διατροφή, Κλοπή, Διαφορετικότητα

Εικονογράφηση
Εξαιρετικά χαριτωμένη, έγχρωμη, βοηθητική (όπως θα έπρεπε να συμβαίνει σε όλες τις αστυνομικές ιστορίες) και πανταχού παρούσα! Θα διαφωνήσουμε όμως με το "πολύ προσεγμένη", που αναφέρεται στην εισαγωγή, αφού τα εξασκημένα μάτια των μελλοντικών ντετέκτιβ, ίσως εντοπίσουν ασυνέπειες ανάμεσα στις ζωγραφιές και το κείμενο. π.χ. όταν το ρολόι στο γραφείο του επιθεωρητή Σπιθαμή (σελίδα 2) δείχνει 9:03, δεν γίνεται μόλις "δευτερόλεπτα μετά" να δείχνει 9:23 (σελίδα 5). Ή όταν ο κηπουρός ανακρίνεται και λέει "Βλέπετε τα χέρια μου; Ακόμα έχω χώμα κάτω απ' τα νύχια μου!" δεν θα έπρεπε να εικονίζεται με μακριά πράσινα γάντια. Λεπτομέρειες, θα μου πείτε... Ένας καλός όμως πράκτορας, δεν αφήνει τίποτα στην τύχη!
Απόσπασμα
Οι δύο αστυνομικοί φτάνουν στο τεράστιο σπίτι του εκατομμυριούχου.

Ο κύριος Ευρώπουλος τους εξηγεί τι έγινε. 

- Το σερβίτσιο αυτό είχε πολλά πιάτα, μικρά και μεγάλα. Είχε επίσης πολύ παλιά φλιτζάνια και ποτήρια… Την ώρα του δείπνου ο μάγειρας πήγε να τα πάρει από το ντουλάπι, αλλά είχαν εξαφανιστεί. Μα το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι πήραν και τις πετσέτες του παππού μου. Πώς θα το αντέξω αυτό;

- Γιατί; Ήταν πολύ ακριβές; ρωτάει ο επιθεωρητής.

- Όχι, αλλά επειδή δεν είχα με τι να σκουπιστώ, σκούπισα  το στόμα μου με τη γραβάτα μου.

-  Πάμε να ρίξουμε μια ματιά στην κουζίνα, προτείνει ο επιθεωρητής.

- Αυτό είναι το ντουλάπι, εξηγεί ο κύριος Ευρώπουλος. Μου πήραν τα πιάτα, τις πετσέτες και ό,τι άλλο είχα για το στρώσιμο του τραπεζιού… Το περίεργο είναι ότι μου άφησαν ό,τι πιο πολύτιμο είχα: τα πιρούνια, τα κουτάλια και τα χρυσά μαχαίρια που είχε χαρίσει στον προπροπάππο μου ένας Ρώσος πρίγκιπας. Δεν πήραν ούτε ένα.

- Περίεργο…, μονολογεί ο επιθεωρητής.

Ο επιθεωρητής Σπιθαμής βγάζει το σούπερ μεγεθυντικό φακό νούμερο 1 για να βρει αποτυπώματα.

- Κύριε επιθεωρητή, ποιος μπορεί να τα έκλεψε; τον ρωτάει ο κύριος Ευρώπουλος.

- Είδα ότι έξω στον κήπο έχετε δύο σκυλιά που σας φυλάνε το σπίτι. Πολύ δύσκολα θα έμπαινε κάποιος μέσα χωρίς να τον μυριστούν. Και, φυσικά, αποκλείεται να έφευγε κανείς φορτωμένος με πιάτα και φλιτζάνια περνώντας από μπροστά τους!

- Και τότε;

- Κύριε Ευρώπουλε, δε χωράει αμφιβολία. Είμαι σίγουρος πως τα πήρε κάποιος μέσα από το σπίτι σας.

Θα μιλήσουμε με όλο το προσωπικό, γιατί είμαι σίγουρος πως κάποιος από αυτούς είναι ο κλέφτης.

Ο επιθεωρητής απευθύνεται πρώτα στην οδηγό του κυρίου Ευρώπουλου, που τον πηγαίνει σε όλες του τις δουλειές.

- Κυρία μου, εσείς πού ήσασταν χτες το βράδυ;

- Ήμουν στο γκαράζ και κοιτούσα αν δουλεύει σωστά η μηχανή του αυτοκινήτου.

- Σας είδε κανείς την ώρα που κάνατε αυτή τη δουλειά;

- Δε νομίζω.

- Είστε σίγουρη ότι γνωρίζετε από μηχανές;

- Φυσικά.

- Μπορείτε να μου πείτε με βεβαιότητα ποιο αυτοκίνητο έχει πιο γερή μηχανή: Το Ρενό 13 ή το Σέατ Γρανάδα;

- Μα, φυσικά, το Σέατ.

- Σας ευχαριστώ. Μπορείτε να πηγαίνετε.

- Σας έδωσε καμιά χρήσιμη πληροφορία, κύριε επιθεωρητή; τον ρωτάει ο Πα Λι Κάρι.

- Μα, φυσικά. Τώρα ξέρω τι να πω στη θεία μου που θέλει να αλλάξει αμάξι.
Σχόλιο
Το χιούμορ του Ιτούρμπε μπορεί να μην είναι ακριβώς ορθόδοξο ή υψηλών αξιώσεων, κάποιες από τις ατάκες όμως "έχουν πλάκα" και σίγουρα συμβάλλουν στην ανάλαφρη ατμόσφαιρα. Μέσα στο φιλικό αυτό κλίμα που διαμορφώνεται (ο ρόλος του κακού απουσιάζει), περνούν "ανώδυνα" προς τους αναγνώστες αρκετά ωφέλιμα μηνύματα, όπως αυτό της συνεργασίας, του σεβασμού στη διαφορετικότητα, της μεταμέλειας - συγχώρεσης (ο κλέφτης ουσιαστικά δεν τιμωρείται) αλλά και της μεθοδικότητας στην έρευνα.

Κάτι που ίσως θα πρέπει να προσέξουμε, είναι -μέσα στην ίδια αυτή χαλαρή ατμόσφαιρα- να μην θεωρήσουν οι μικροί αναγνώστες, ότι είναι σωστό να τρώνε όπως ο επιθεωρητής! Παθιασμένος (αποκλειστικά) με το φαγητό, ο ήρωας προλαβαίνει στις λιγοστές σελίδες του βιβλίου να εξαφανίσει ένα σάντουιτς με ζαμπόν, δύο αυγά μάτια και ένα (συν ένα αφού κλείσουμε το βιβλίο) τεράστιο πιάτο ρώσικη σαλάτα με έξτρα μαγιονέζα! Ίσως θα μπορούσαμε να αποκαθηλώσουμε το συγκεκριμένο πρότυπο, συζητώντας με τα παιδιά για το αν ο μικρόσωμος ντετέκτιβ τρέφεται υγιεινά... αν όχι, τι θα μπορούσε να αλλάξει στη ποσότητα/ ποιότητα της διατροφής του;

Σύμφωνα με την εισαγωγή, οι ιστορίες της σειράς δεν περιλαμβάνουν βία και διακρίσεις, κάτι το οποίο ισχύει. Γιατί μπορεί ο Πα Λι Κάρι να παρουσιάζεται κάπως στερεοτυπικά -ρόμπα, καπελάκι, κοτσίδα- και κάποια στιγμή να χρησιμοποιεί για να ακινητοποιήσει τον κλέφτη δυο shuriken (που μαζί με την αναφορά σε κιμονό παραπέμπουν μάλλον στην ιαπωνική κουλτούρα), όμως δεν θα βρούμε πουθενά νύξεις ή αναφορές σε ανωτερότητα ή κατωτερότητα φυλών ή φύλων. Αντίθετα, κάποια στερεότυπα σχήματα ανατρέπονται, όταν βλέπουμε στη θέση του σοφέρ -που συνήθως καταλαμβάνουν άντρες- να εμφανίζεται μια γυναίκα.
http://www.youtube.com/watch?v=7QrNYe_HPU4
Χρήση στην Τάξη
Στην τάξη, η μικρή αυτή ιστορία μπορεί να μας δώσει αφορμή για διάφορες δραστηριότητες, περισσότερο ή λιγότερο σοβαρές.

Στα Θρησκευτικά, θα μπορούσαμε να συζητήσουμε το ηθικό δίλημμα του κηπουρού: Ο θύτης (και θύμα του συστήματος) βρίσκεται σε δύσκολη κατάσταση, καθώς δεν θέλει να καταλάβει η οικογένειά του από την Κίνα το πόσο φτωχός είναι. Αποφασίζει λοιπόν να κλέψει το σερβίτσιο του αφεντικού του... σκέφτηκε άραγε προηγουμένως τις συνέπειες της πράξης του; Μήπως τώρα που τον συνέλαβαν έχει περισσότερους λόγους να ντρέπεται; Εσείς τι θα κάνατε στη θέση του, αν χρειαζόταν να φιλοξενήσετε φίλους ή συγγενείς και ντρεπόσασταν για την οικονομική σας κατάσταση;

Ο Alex Omist μας δίνει αφορμή να ασχοληθούμε με την κινεζική γραφή, αφού απεικονίζει τον βοηθό Πα Λι Κάρι να φοράει μια πράσινη ρόμπα με το ιδεόγραμμα lóng, που στα κινεζικά σημαίνει δράκος (ευχαριστώ τον ανώνυμο Κινέζο τουρίστα για τη μετάφραση). Μπορούμε άραγε να αντιγράψουμε το σύμβολο του δράκου με (σινική) μελάνη σε χαρτί; Αν οι μαθητές μας ανταποκριθούν με ενδιαφέρον, εδώ θα βρούμε περισσότερες λέξεις και φράσεις στα κινεζικά, που μπορούμε να αντιγράψουμε ή και να προφέρουμε.
Μια άλλη διασκεδαστική δραστηριότητα με άρωμα Άπω Ανατολής, θα ήταν να αλλάξουμε τα ονόματά μας, ώστε να ακούγονται λίγο πιο κινεζικά, όπως του Πα Λι Κάρι. Στη δική μας τάξη, το δάσκαλο θα τον βαφτίζαμε Βαν Γιε Λι.

Τέλος, μπορούμε να εξασκήσουμε την επιδεξιότητά μας, δοκιμάζοντας να χρησιμοποιήσουμε ξυλάκια για να πιάσουμε λουκούμια ή κομμάτια ψωμί! Το πώς τα κρατάμε σωστά μπορούμε να το δούμε εδώ (αναλυτικές εξηγήσεις στα κινεζικά) ή εδώ (στα γιαπωνέζικα). Είναι άραγε εύκολο να τα καταφέρουμε ή αν ζούσαμε στην Άπω Ανατολή θα μέναμε νηστικοί; Αν είστε σίγουροι ότι το πιρούνι είναι πιο πρακτικό, δείτε και αυτόν τον μίνι διαγωνισμό.

Share/Bookmark

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014

Αργείος Εσπερινός

Υπόθεση
Ο 11χρονος Γάλλος Ζούλιους βρίσκεται μαζί με τους γονείς του στην επαναστατημένη Πελοπόννησο, ακολουθώντας το εκστρατευτικό σώμα του Μαιζών από τον Σεπτέμβριο του 1828 έως τον Μάιο του 1829. Καταγράφει τις εμπειρίες και τις εντυπώσεις του από μια ρημαγμένη Ελλάδα πολύ διαφορετική από εκείνη που με βάση το αρχαίο της μεγαλείο είχε πλάσει στη φαντασία του. Στην αναζήτησή του για αγνούς αγωνιστές και ηρωίδες, θα συναντήσει κάθε λογής τυχοδιώκτες και εκμεταλλευτές, τσακισμένες γυναίκες που προτιμούν τους ξένους αφέντες τους από την ελευθερία, πολεμιστές που στο μυαλό τους βρίσκεται μόνο το πλιάτσικο... Χαίρεται καθώς βλέπει την Πάτρα να απελευθερώνεται και να ξαναγεμίζει με ζωή, μας περιγράφει το πρώτο της καφενείο, το σχολείο και το τυπογραφείο της, ταυτόχρονα όμως προβληματίζεται, καθώς παρακολουθεί τους πλούσιους του προηγούμενου καθεστώτος να παραμένουν αλώβητοι και ισχυροί. Ο πατέρας του Κάρολος, γιατρός, βαθιά φιλέλληνας αλλά και σκεπτικιστής, δεν σταματάει να του επισημαίνει ότι ο γαλλικός στρατός δεν ήρθε να ελευθερώσει τους Έλληνες, αλλά να αντικαταστήσει τον τουρκικό ζυγό με ευρωπαϊκό. Τα γεγονότα στις 4 Ιανουαρίου του 1833 στο Άργος, θα δείξουν ότι ίσως τελικά να μην έχει άδικο...
 
Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Καστανιώτης
Συγγραφέας: Γιάννης Μπάρτζης
Εικονογράφηση: -
ISBN: 960-03-0132-8
Έτος 1ης Έκδοσης:1988
Σελίδες: 132
Τιμή: περίπου 3 έως 10 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Στ', Γυμνάσιο

Κριτική
Βραβευμένη αντιπολεμική νουβέλα ιστορικής μυθοπλασίας, βασισμένη στο έργο Αναμνήσεις από τον Μοριά του Ζ. Μανζάρ. Οι καταγραφές από το ιστορικό ημερολόγιο του Γάλλου φιλέλληνα δένουν αρμονικά με την αφήγηση σε ένα κείμενο με ακρίβεια λόγου, σαφήνεια και λιτή λογοτεχνικότητα. Η συντακτική δομή είναι σύνθετη, όμως η γλώσσα δεν είναι ιδιαίτερα απαιτητική. Το βιβλίο χωρίζεται σε 16 κεφάλαια (μέγεθος 5-10 σελίδες το καθένα) που διαβάζονται με αρκετό ενδιαφέρον και χωρίς δυσκολία, παρά την ουσιαστική απουσία εικονογράφησης. Προτείνεται σε μαθητές της Στ' δημοτικού και του γυμνασίου, καθώς το στήσιμο αλλά και οι προβληματισμοί που εκφράζονται, δεν φαίνεται να απευθύνονται σε πιο μικρές ηλικίες.

Να επισημάνουμε ότι οι γαλλόφωνοι έχουν τη δυνατότητα να διαβάσουν δωρεάν από το πρωτότυπο (Souvenirs de Morée recueillis pendant le séjours des Français dans le Péloponnèse -1830) το ημερολόγιο του Γάλλου αξιωματικού στο Google Books.

  • Ενδιαφέροντα στοιχεία για την ζωή στην Πελοπόννησο του 1828
  • Αληθινά γεγονότα και χαρακτήρες
  • Μικρή έκταση κεφαλαίων
  • Ωφέλιμοι προβληματισμοί

  • Απουσία βοηθητικής εικονογράφησης

Αξίες - Θέματα
25 Μαρτίου, Ιστορία, Γενναιότητα, Ανθρωπισμός, Ταξίδια, Εκπαίδευση, Ανεξαρτησία

Σκηνές που ξεχωρίσαμε
Όταν η επιτροπή ανακρίσεων φτάνει στο στρατόπεδο του Ιμπραήμ και εξετάζει τις Ελληνίδες σκλάβες, ο νεαρός Χρίστος υποχρεώνεται να αποχωριστεί από τον Γάλλο που τον είχε υιοθετήσει (σ.56).

Εικονογράφηση
Η εικονογράφηση έχει γίνει με παράθεση έργων επωνύμων και ανώνυμων καλλιτεχνών της εποχής του Μεγάλου Αγώνα. Πρόκειται για 4-5 ολοσέλιδες ασπρόμαυρες εικόνες, που τις περισσότερες φορές είναι σχετικές με τα όσα αναφέρονται στο κείμενο.
Απόσπασμα
Πάντως, τίποτα απ’ όλο τούτο το παζάρι δε μου θύμισε την Ελλάδα των ονείρων μου. Από τη μια απογοήτευση έπεφτα στην άλλη απροετοίμαστος και μετά σε άλλη χειρότερη.

Εκεί στην Καλαμάτα έγινε και κάτι που σαν το έμαθα με απογοήτευσε ακόμα πιο πολύ. Ο λοχαγός Γκιτρύ, απ ΄το καράβι που ναυάγησε, θέλησε ν’ αγοράσει ένα καλό άλογο ν’ αντικαταστήσει το δικό του, που μαζί με τα’ άλλα είκοσι δύο είχε πνιγεί. Βρήκε, λοιπόν, σ’ ένα Μοραΐτη έμπορο έν’ άλογο αραβικό που πολύ του άρεσε. Σαράντα τάλιρα ζήτησε ο Μοραΐτης και τελικά συμφώνησε να το πουλήσει με τριάντα. Ο λοχαγός πλήρωσε για προκαταβολή δεκαπέντε τάλιρα και παρακάλεσε τον έμπορο να κρατήσει το ζώο και να το περιποιηθεί ως το άλλο πρωί που θα ξανάβγαινε απ’ το καράβι με τα υπόλοιπα λεφτά, για να το πάρει οριστικά μαζί του. Ο Έλληνας δέχτηκε πρόθυμα τη συμφωνία αυτή, μα δεν την τήρησε. Τη νύχτα πήγε με το άλογο στο Ναυαρίνο, όπου το ξαναπούλησε σε άλλον αξιωματικό, δικό μας – το ίδιο ζωντανό!- κρατώντας τα δεκαπέντε τάλιρα. Μετά από λίγες μέρες είδε ο κύριος Γκιτρύ στο Ναυαρίνο το άλογο που είχε προπληρώσει και το γνώρισε. Είχε πέσει θύμα απάτης. Καθώς τον άκουγα να το διηγείται στον πατέρα μου, ένιωσα να γκρεμίζεται μέσα μου κάτι πολύτιμο και σημαντικό. Οι άνθρωποι που πρωτογνώρισα , λοιπόν, στην παραλία της Καλαμάτας δεν θύμιζαν τους άτυχους ήρωες που σεβόμουν και θαύμαζα. Το ίδιο, ίσως, να σκεφτόταν και ο πατέρας μου. Έτσι, αφού καθίσαμε για λίγο στο παζάρι, μας πρότεινε να φύγουμε απ’ όλη αυτή τη φασαρία και να κάνουμε μια μικρή περιοδεία στο εσωτερικό της χώρας. Η μητέρα κι εγώ δεχτήκαμε με ανακούφιση την πρότασή του.

Η φύση γύρω ήταν πραγματικά πολύ όμορφη. Ήμεροι λόφοι σκεπασμένοι με χλόη, καταπράσινοι, ορθώνονταν στον κοντινό μας ορίζοντα. Πιο μακριά φάνταζαν γυμνές οροσειρές με χρώματα απαλά, χαρακτηριστικά του ελληνικού τοπίου. Ρυάκια με πεντακάθαρο νερό κυλούσαν προς τη θάλασσα σε κοντινή απόσταση το ένα από το άλλο. γλυκοί κελαηδισμοί μικρών πουλιών ξεκούραζαν την ακοή μας. Δέντρο όμως δε φαινόταν πουθενά. Και όσο μακραίναμε προς την καλαματιανή πεδιάδα, τα ίχνη της πρόσφατης καταστροφής γίνονταν ολοφάνερα. Η βαρβαρότητα των Αιγυπτίων του Ιμπραήμ δεν είχε αφήσει όρθιο ούτε θάμνο. Εκτός από τη σφαγή τόσων ανθρώπων, με τη φωτιά είχαν ρημάξει και τα σπίτια και τα δέντρα κι οτιδήποτε βρήκαν όρθιο μπροστά τους. Όταν περνούσαμε μέσα από πρώην δεντροπερίβολα, σφιγγόταν η καρδιά μας απ’ το κακό που έπαθε αυτός ο τόπος. Κορμοί από ελιές, συκιές, μουριές, κούτσουρα από σταφιδάμπελα ορθώνονταν κάρβουνα γύρω μας. Μαυρίσανε τα ρούχα μας και τα παπούτσια μας γέμισαν στάχτες. Τα τρυφερά χορτάρια και οι καλαμιές που είχαν φυτρώσει τους τελευταίους μήνες έκρυβαν από μακριά τη συμφορά. Το πλησίασμα, όμως, έδινε στον ανυποψίαστο επισκέπτη μια πικρή ιδέα για το διάβα από δω των βάρβαρων κατακτητών και για τον πόνο και τα πάθη των δύστυχων κατοίκων της μεσσηνιακής γης.

- Δεν ήταν ψέματα λοιπόν, είπε ο πατέρας ψάχνοντας κάτι να βρει στις τσέπες του γιλέκου του.

- Είναι απίστευτο, συμπλήρωσε η μητέρα. Όταν μου το ‘δειχνες στην εφημερίδα, έλεγα πως δεν μπορεί, θα είναι υπερβολές. Τώρα βλέπω κι εγώ πως λίγα έγραφαν.

- Α! να… το βρήκα. Το κράταγα επίτηδες, για να ελέγξω την αξιοπιστία της εφημερίδας μου. Ακούστε κατά λέξη τι είχε γράψει ο ανταποκριτής απ’ την Ελλάδα: «…Μετά την αποτυχία του Ιμπραήμ να καταλάβει το μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου, κατέβηκε στη Μεσσηνία και καλούσε το λαό να προσκυνήσει. Αγανακτισμένος με την περήφανη άρνηση που συνάντησε, αντί να τους αναγκάσει σε πόλεμο, έστειλε τον Κεχαγιάμπεή του με τσεκούρια και φωτιά να ερημώνει συστηματικά τον τόπο. Τ’ αμπέλια ξεριζώθηκαν εξήντα χιλιάδες συκιές και είκοσι πέντε χιλιάδες ελιές και μουριές κόπηκαν απ’ τη ρίζα. Η συγκομιδή και τα γεωργικά εργαλεία κι όλα τα πράγματα, καθώς και τα σπίτια πυρπολήθηκαν. Φλόγες και καπνοί γέμισαν τον ορίζοντα. Παρ’ όλα αυτά ο λαός με τους αρχηγούς του έμενε ανένδοτος και ο Κολοκοτρώνης έστειλε παραγγελία στον Ιμπραήμ τούτα τα λόγια: «Πέτρα πάνω στην πέτρα να μη μείνει, εμείς δεν προσκυνάμε. Μόνο ένας Έλληνας να μείνει, πάντα θα πολεμάμε, και μην ελπίζεις τη γη μας να την κάμεις δική σου, βγάλ’ το από το νου σου».

- Για τις καταστροφές έγραφαν την αλήθεια. Σε άλλα μας ξεγέλασαν, πέταξα το παράπονό μου.

- Τι εννοείς, Ζούλιους; ρώτησε απορημένος ο πατέρας.

- Να, που όλο παινεύανε τους Έλληνες οι εφημερίδες μας για τη φιλοξενία τους, τη ζεστασιά τους, την καλοσύνη και την εξυπνάδα τους, για τις σοφές κουβέντες τους, για την αξιοπρέπειά τους και τόσα άλλα.

- Μήπως βιάστηκες, Ζούλιους, να βγάλεις συμπεράσματα; Και πού τους είδες, παιδί μου, εσύ τους Έλληνες, και διαπίστωσες τα ψέματα;

Α, όλα κι όλα! Ο πατέρας, λες κι έπαθε αμνησία, ξεχνούσε την πρώτη γνωριμία που κάναμε, σήμερα κιόλας, με το συρφετό εκείνο των εμπόρων στην ακτή και μες στη θάλασσα. Ευτυχώς, η μητέρα με είχε καταλάβει κι έσπευσε να δώσει εξηγήσεις στον πατέρα:
- Μιλάει για τους εμπόρους, Κάρολε. Φαίνεται πως του έκαναν κακή εντύπωση.

- Α! Ζούλιους, Ζούλιους… Αυτοί  νομίζεις είναι οι Έλληνες; Αυτοί, παιδί μου, είναι τα «κοράκια των πολέμων». Από τους Έλληνες δεν είδαμε ακόμα τίποτα. Απ’ την πατρίδα τους βλέπουμε μόνο αυτές τις στάχτες και τα ερείπια.

«Τα κοράκια των πολέμων», άλλο πάλι και τούτο. Πρώτη φορά μού μίλαγε ο πατέρας γι’ αυτούς.

Στο καράβι, που γυρίσαμε λίγο πριν νυχτώσει, είχαμε την ευκαιρία να κουβεντιάσουμε με τον πατέρα εκτενέστερα για τα… «κοράκια». Τότε μου εξήγησε πως σ’ όλους τους πολέμους, σ’ οποιοδήποτε σημείο της Γης, κάποιοι κινούνται στη σκιά των εμπολέμων με αποκλειστικό σκοπό το κέρδος. Ο πατέρας μάλιστα τους χώριζε σε κατηγορίες. Στα «μεγάλα κοράκια», που είναι επαγγελματίες αξιωματικοί, τεχνικοί, γιατροί, πράκτορες ξένων δυνάμεων, έμποροι όπλων, καραβοκύρηδες, μεγαλέμποροι και άλλοι πολλοί που τρέχουν στους πολέμους, ακόμα κι έξω, πολύ μακριά από τον τόπο τους. Όχι, βέβαια, επειδή τους συγκινούν τα δίκια των λαών και η σημασία των επαναστάσεων, αλλά γιατί μέσα στο χαλασμό των άλλων αυτοί βρίσκουν την ευκαιρία να πλουτίσουν. Να πάρουν ψηλούς μισθούς και αξιώματα, να κανονίσουν δουλειές, ν’ αγοράσουν φτηνά και να πουλήσουν πολλαπλάσια. Αυτοί φίλοι δεν πιάνονται από κανέναν. Προσφέρουν εκδούλευση και υπηρεσίες σ’ όποιον τους καλοπληρώσει.
Ο στρατάρχης Μαιζών (Nicolas Joseph Maison)
Σχόλιο
Τα σχόλια του πατέρα του Ζούλιους, διακόπτουν συχνά την αφήγηση (π.χ. σελίδες 70, 86, 87, 89, κτλ.) για να δώσουν -χωρίς πάντα να αποφεύγουν τον διδακτικό τόνο- μιαν άλλη απόχρωση και έναν σύγχρονο πολιτικό προβληματισμό στα γεγονότα της επανάστασης. Διαβάζουμε έτσι για τους ιδεαλιστές και τους ωφελιμιστές που συγκεντρώνει κάθε πόλεμος, για τον "ιδρώτα του λαού" που οι πλούσιοι εκμεταλλεύονται ανεξάρτητα από στρατόπεδα, για την ειρήνη που συναδελφώνει τους λαούς, κ.ά. Αντιπολεμικούς προβληματισμούς θα συναντήσουμε και στις σκέψεις του ίδιου του νεαρού αφηγητή, που δεν στέκεται καθόλου στη δόξα του έθνους, αλλά στο δράμα -που είναι διεθνές (σ.69, 73, 74). Σε κάθε ευκαιρία παρακολουθούμε την αθλιότητα και την ερήμωση που αφήνει πίσω του ο πόλεμος, ενώ η ελπίδα για ειρηνική συνύπαρξη Ελλήνων και Τούρκων, ξεπροβάλλει δειλά μέσα στα πρώτα καφενεία της Πάτρας (σ.86).
Συγκλονιστικά είναι τα γεγονότα της σφαγής των Αργείων, όπως αυτά περιγράφονται στο τελευταίο κεφάλαιο, βασισμένα σε σημειώσεις των Μακρυγιάννη και Κολοκοτρώνη. Σχετικά με το θέμα, μπορείτε να βρείτε ενημέρωση και εδώ. Δεν ήταν βέβαια η πρώτη φορά που οι Γάλλοι αναμείχθηκαν στα εσωτερικά μας (θυμίζουμε τη δολοφονία Καποδίστρια) ούτε και η τελευταία. Περίπου έναν αιώνα αργότερα, το 1917, συναντάμε γαλλικά στρατεύματα κατοχής στη Θεσσαλία, την Ιτέα και τη Λαμία, να καταπιέζουν τον τοπικό πληθυσμό προσπαθώντας να υποχρεώσουν τον φιλογερμανό βασιλιά Κωνσταντίνο σε παραίτηση. Ας ελπίσουμε ότι η ιστορία δεν κάνει κύκλους των 100 ετών, αλλιώς γύρω στο 2017 θα πρέπει να περιμένουμε επισκέψεις.
Ο συγγραφέας βάζει τον Ζούλιους να γραφτεί στο ελληνικό σχολείο, και βρίσκει έτσι αφορμή να μας μιλήσει για την καθαρεύουσα, την επίσημη (και πλαστή) γλώσσα της εποχής. Μαζί με τους Έλληνες συμμαθητές του (σ.94), θα δούμε τον νεαρό Γάλλο να μην καταλαβαίνει γρι απ' όσα ακούει στο μάθημα. Ξέρεις τι είναι να διαβάζεις στο σχολικό βιβλίο σου: "διεσκορπίσθησαν ανά τα ύδατα οι ιχθύες... " και να ρωτάς το δάσκαλο τι πάει να πει αυτό κι έκθαμβος ν' ακούς την εξήγηση: "...τα ψάρια σκόρπισαν μες στα νερά"; 

Το παραπάνω παράδειγμα, δεν είναι βέβαια τίποτα μπροστά στα όσα περίεργα οι μαθητές της εποχής είχαν να αντιμετωπίσουν μέχρι την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Στο εγχειρίδιο «Οι χοίροι υΐζουσιν, τα χοιρίδια κοΐζουσιν, οι όφεις ιύζουσιν» (που εκδίδει ο Δ. Γληνός το 1921 με το ψευδώνυμο Αντ. Γαβριήλ από τις εκδόσεις Δημητράκου) διαβάζουμε ένα δείγμα του τι περιείχαν τα αλφαβητάρια της Α' Δημοτικού πριν το 1917.

Αλφαβητάριο Ι.Χ. Παπαμάρκου (1908-1911)
νέος άξιος, άγιος ο θεός, ζώα ο ταώς, ο ξιφίας. 
όφις, πόλις, σελίς, σανίς, δάμαλις.  
το βώδιον λέγεται και βους.
ο σκόμβρος είναι ιχθύς.
ο καθρέπτης λέγεται και κάτοπτρον. 
Άνθος το γαρύφαλον. Οπώρα το ροδάκινον. Ζώα το μυρμήκιον, η καρδερίνα, η ημίονος. 
Αι όρνιθες κακκάζουσιν. Οι χοίροι υΐζουσιν. Τα χοιρίδια κοΐζουσιν. Οι όφεις ιΰζουσιν. 
Οι νεοσσοί τιτίζουσι και πιπίζουσιν. Οι άνεμοι συρίζουσιν. 
Ο Ιούνιος και ο Ιούλιος είναι μήνες. Το τίμιον παιδίον λέγει την αλήθειαν.
ζώα ο ταώς...
Αρκετά σχετικά με τα όσα παρατηρεί για τους Έλληνες πολεμιστές ο Μανζάρ το 1828, είναι και αυτά που καταγράφει στο ημερολόγιό του (Το τάγμα των φιλελλήνων) ο Πρώσος φιλέλληνας Johan Daniel Elster. Παραθέτουμε ένα απόσπασμα όπου περιγράφεται η πολιορκία της Πάτρας το 1822:


Στις τέσσερις το πρωί μας ξύπνησαν τα τύμπανα του Συντάγματος, που καλούσαν τους λόχους σε ασκήσεις. Το σώμα των Φιλελλήνων βρισκόταν ακόμα σε βαθύ ύπνο. Πετάχτηκα επάνω για να απολαύσω το υπέροχο πρωινό που αναδυόταν από τη θάλασσα, στο βάθος του ορίζοντα. Τι υπέροχη, πλούσια φύση, τι ωραίος ουρανός, σ' αυτή την αγριεμένη χώρα! Ήταν οι πρώτες σκέψεις μου. Μπροστά μου απλωνόταν η πλούσια κοιλάδα της Πάτρας. Λεμονιές και πορτοκαλιές, υπολείμματα κήπων ξεπηδούσαν εδώ και εκεί μέσα από κατεστραμμένα αγροτόσπιτα. (…)

Απέναντί τους στεκόταν το κάστρο του Μοριά, με την σχεδόν κατεστραμμένη πόλη της Πάτρας. Πάνω απ’ αυτό τον παράδεισο υπήρχε στην κάτω κοιλάδα μια λωρίδα ομίχλης που σκέπαζε, πότε εδώ και πότε εκεί, πότε το ένα και πότε το άλλο σώμα. Αμέτρητα μικρά οχυρά από πέτρες και βράχια γέμιζαν όλη αυτή την περιοχή, πίσω απ’ τα οποία μικρές ομάδες ή τμήματα Ελλήνων περίμεναν τον εχθρό. Από την Πάτρα δεν ήταν εύκολο να διακρίνεις αυτά τα μικρά οχυρά, γιατί έμοιαζαν τελείως με βράχια που συνήθως συναντάει κανείς στα χωράφια. Μόνο από το πίσω μέρος ήταν ανοιχτά και σχημάτιζαν ένα είδος μισοφέγγαρου. Όλα έσφυζαν από βρώμικους Έλληνες, που το παρουσιαστικό τους έδινε μια περίεργη εντύπωση. Έμεναν πολύ καιρό στα χωράφια, έξω από την Πάτρα και ίσως αυτό να τους έδινε αυτή την άγρια όψη. Σχεδόν όλα τα πρόσωπα του κολοκοτρωναίικου στρατού είχαν μια όψη άγρια και πονηρή. (…)

Η περιοχή και τα αγροτόσπιτα που υπήρχαν παλιότερα γύρω από την πόλη είχαν καταστραφεί τελείως, τόσο από τις συνεχείς επιθέσεις των Ελλήνων, όσο και των Τούρκων, έτσι που μόνο οι τέσσερις τοίχοι να έχουν απομείνει όπου οι Έλληνες είχαν ανοίξει τρύπες και παρακολουθούσαν τον εχθρό όταν πλησίαζε. Δυστυχώς όμως αυτούς τους κρυψώνες του χρησιμοποιούσαν και για να ληστεύουν τους περαστικούς ταξιδιώτες. (…)


Οι Έλληνες νοιάζονταν τόσο λίγο για το ότι μπορούσαν τα τρόφιμα να τους λείψουν, ώστε έβρισκαν να τα πουλάνε, σε μεγάλες τιμές, στους πολιορκημένους Τούρκους. Αυτές οι κουτές και προδοτικές διαπραγματεύσεις, που εξάλλου τις είχα ξανακούσει στη Νάπολη της Ρωμανίας (Ναύπλιο), μπορούν να εξηγηθούν μόνο από την απεριόριστη απληστία των Ελλήνων. (…) 

Η κατάσταση αυτή γινόταν όμως αφορμή για αλληλοπαρακολούθηση και αλληλοεξόντωση. Καθώς η πονηριά των Ελλήνων ξεπερνούσε κάθε όριο, έτσι υπερέβαλαν και μεταξύ τους σε πονηριά και απάτη με δεξιοτεχνία και κανένας δεν εμπιστευόταν τον άλλο, ο φίλος το φίλο, ο ένας συνέταιρος τον άλλο συνέταιρο. Όταν υποψιάζονταν ότι σε κάτι υπερτερούσαν ή υποψιάζονταν καν ότι είχαν κάποιο πλεονέκτημα, τότε άναβε η πλεονεξία, η ζήλια και το μίσος, ότι αφέθηκαν να γελαστούν και έφταναν σε εκδικητικότητα που δεν έσβηνε αν ο αντίπαλος δε στραγγαλιζόταν ή πυροβολείτο.

Κάτι που επίσης έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον, είναι οι αναφορές του κειμένου σε χρήματα της εποχής. Διαβάζουμε π.χ. (σ.28) ότι 1 γαλλικό φράγκο ήταν ίσο με 125 παράδες και πως οι Έλληνες έμποροι δεν ήθελαν να δίνουν ρέστα από το "τάλιρο" δηλαδή το νόμισμα των 5 φράγκων, κάτι που εξόργιζε τους Γάλλους. Μαθαίνουμε επίσης ότι οι γιατροί του Ιμπραήμ πληρώνονταν καλά αφού (σ.44) κέρδιζαν 8-9 χιλιάδες φράγκα το χρόνο (και 7-8 σιτηρέσια τη μέρα). Αντίθετα (σ.33), οι στρατιώτες του τακτικού γαλλικού στρατού πληρώνονταν με περίπου 5 λεπτά την ημέρα, δηλαδή (30x5=150) με περίπου 1,5 φράγκο το μήνα, ή σχεδόν 20 φράγκα το χρόνο! Είπατε κάτι για ανισότητα; Στις εικόνες που ακολουθούν, ένα τάλιρο (5 φράγκα) και 5 γαλλικά λεπτά του 1828. Στην πίσω όψη εικονίζεται ο βασιλιάς της Γαλλίας Κάρολος ο 10ος, δαφνοστεφανωμένος.
Χρήση στην τάξη
Στο μάθημα της  Γλώσσας, όπως πολύ έξυπνα προτείνει αυτός ο ιστότοπος, μπορούμε τούτες τις μέρες να ασχοληθούμε με λέξεις επετειακές, που κάθε 25η Μαρτίου τις ακούμε συνέχεια, αλλά δεν είναι εύκολο να σκεφτούμε από πού προέρχονται: τσολιάς, φέσι, τσαρούχι, φουστανέλα, γιαταγάνι... Όσοι μπουν στον κόπο να το επισκεφτούν, θα συναντήσουν εκπλήξεις, αλλά και οδηγίες και για την κατασκευή ενός πολύ χαριτωμένου τσολιά!
Μιλώντας για κατασκευές, έμπνευση για ένα διασκεδαστικό κολάζ μπορεί να μας δώσει το κείμενο στη σ.90. Εκεί, διαβάζουμε για το πλοίο Χέραλντ (ένα από τα οκτώ αμερικάνικα πλοία που ως τον Νοέμβριο του 1828 έφτασαν στην Ελλάδα με ανθρωπιστική βοήθεια - τα υπόλοιπα ήταν τα Τοντίν, Τσάνσελορ, Σιξ Μπράδερς, Λεβάντ, Στέιτσμαν, Τζέιν, και Σάφολκ), που, εκτός των άλλων, έφερε στους επαναστατημένους και ευρωπαϊκά ρούχα. Οι Έλληνες τα συνδύασαν με τις τοπικές φορεσιές τους δημιουργώντας παράταιρα σύνολα...

Ήταν διασκεδαστικό θέαμα να βλέπεις Έλληνα ντυμένο κατά τ' άλλα με τη μόδα του τόπου του, και ν' αντικαθιστά το φέσι που του έλειπε μ' ένα στρογγυλό καστόρινο καπέλο αμερικάνικο. Άλλος φορούσε φράκο πάνω από την άσπρη φουστανέλα του, ενώ είδαμε Ελληνίδες με παντελόνια κίτρινα ή λιλά, μεταξωτά φαρδιά και από πάνω να φορούν το χρυσοκέντητο "σεγκούνι" τους. 

Για όσους προτιμούν τη ζωγραφική, θα βρουν στο βιβλίο μια πολύ καλή περιγραφή του Αιγύπτιου Ιμπραήμ (σ.62) και λίγο αργότερα του Νικηταρά (σ.64) Πώς θα μπορούσαμε να τους αποδώσουμε δίπλα δίπλα, χρησιμοποιώντας μολύβια και ξυλομπογιές; Ποιος μοιάζει πιο σπουδαίος με βάση τα ρούχα του; Και ποιος από τους δύο είναι ο ήρωας της επανάστασης;

Μια και αναφερθήκαμε σε ήρωες, ας διαβάσουμε και μια αρκετά διαφορετική περιγραφή από αυτή του σχολικού βιβλίου (και πάλι από Το τάγμα των φιλελλήνων) για τον γέρο του Μοριά.


Τέτοιων ανθρώπων αρχηγός έπρεπε να είναι ένας Κολοκοτρώνης. Ήταν απέναντι στο στρατό του φοβερά αυστηρός και γι’ αυτό δεν τον αγαπούσαν ή τον εκτιμούσαν, αλλά τον φοβόντουσαν. Ήδη, η σχεδόν πάντοτε σκοτεινή του όψη, η βάρβαρη και αδίστακτη συμπεριφορά στον καθένα που έπεφτε στη δυσμένειά του, έκανε όλους να υπακούουν στις διαταγές του και κανένας δεν τολμούσε παρουσία του, έστω με μια λέξη ή μορφασμό, να εναντιωθεί στη θέλησή του. 

[σ.σ. το να φοβούνται οι στρατιώτες τον διοικητή τους περισσότερο από τον εχθρό, αποτελεί σύμφωνα με τον Κλέαρχο γνώρισμα του σωστού ηγέτη- βλ. Ξενοφώντα Κύρου Ανάβασις 2.6.10 δέοι τὸν στρατιώτην φοβεῖσθαι μᾶλλον τὸν ἄρχοντα ἢ τοὺς πολεμίους]


Τον είδα πολλές φορές. Το χρώμα του προσώπου του ήταν βρώμικο, κίτρινο – καφέ. Από το κάτω σαγόνι πρόβαλλε ένα μεγάλο δόντι, που του έδινε μια πεισματάρικη όψη. Σ’ αυτό ταίριαζαν και τα δυο μικρά μαύρα μάτια που πρόβαλλαν από τις βαθιάς κόγχες και του έδιναν ένα ασίγαστο πείσμα. Ανάμεσα στους πλούσια και φανταχτερά ντυμένους καπετάνιους τους, στεκόταν αυτός που όλοι έτρεμαν, με τη χειρότερη και πιο κακοφτιαγμένη φορεσιά. Συνήθως φορούσε ένα αλεξίσφαιρο γιλέκο, που οι γραμμές του ήταν από ασήμι και χρυσάφι. Αυτό το μοναδικό στολίδι το είχε πάρει από ένα Τούρκο πασά που είχε σκοτώσει ο ίδιος. Τα χέρια του σκεπαζόντουσαν από δυο χοντρά μακριά ασπριδερά μανίκια. Το ίδιο έδειχνε και το πρώην άσπρο αρβανίτικο πουκάμισό τους. Στα πόδια φορούσε στενά παντελόνια, σαν κάλτσες, από χοντρό άσπρο βαμβακερό ύφασμα. Φορούσε κόκκινα παπούτσια χωρίς κάλτσες. Από τους ώμους του έπεφτε ριχτό ένα επίσης άσπρο χοντρό παλτό, που στις άκρες του αντί για κρόσσια, έφερε μακριές κλωστές από το ίδιο ύφασμα.


Αυτή ήταν η εμφάνιση ενός ανθρώπου, που έστω κι αν δε μπορούσες, δικαίως, να πεις πολλά κολακευτικά, εντούτοις πρέπει να ονομαστεί ήρωας. Πολεμούσε πάντοτε, όταν οδηγούσε το στρατό του, στην πρώτη γραμμή και έδινε με το παράδειγμά του το κουράγιο και τη γενναιότητα σε όλους. Έτσι έγινε γρήγορα το όνομά του ο τρόμος των Τούρκων, όπως ήταν και των Ελλήνων. 
Το βιβλίο κάνει αναφορά σε πολλά κάστρα της Πελοποννήσου (Καλαμάτα, Πύλος, Μεθώνη, Κορώνη, Ναβαρίνο, Πάτρα, Ρίο, Ναύπλιο, Άργος), κάτι που μας δίνει αφορμή να γνωρίσουμε τη μορφολογία του Μοριά και να εντοπίσουμε τις κυριότερες οχυρές πόλεις του. Σε περίπτωση που οι μαθητές μας το βρουν ενδιαφέρον, μπορούμε στα πλαίσια του μαθήματος της Γεωγραφίας, να ετοιμάσουμε μια εργασία όπως αυτή των μαθητών του 7ου Γυμνάσιου Λάρισας.
Για το μάθημα της Ιστορίας, μπορούμε να διαβάσουμε συγκεκριμένα αποσπάσματα που μας δίνουν πληροφορίες για τον τρόπο που διεξάγονταν οι πολιορκίες (σ. 78-81), την οργάνωση του αιγυπτιακού ή του γαλλικού στρατού, την αυθαιρεσία στην εφαρμογή των νόμων, το πώς αντιμετωπίζονταν οι αρρώστιες της εποχής (σ.107) και άλλα ενδιαφέροντα.

Share/Bookmark

Κυριακή 16 Μαρτίου 2014

Το Αιγαίο στις φλόγες

Υπόθεση
Φθινόπωρο του 1827. Mια λεβαντίνικη σακολέβα με το όνομα "Κάρυστος" δένει στο λιμάνι του Οιτύλου. Ο καπετάνιος της, Νικόλας Στάρκος, θέλει μετά από χρόνια να επισκεφθεί το πατρικό του σπίτι. Παρά τον σεβασμό όμως που φαίνεται να του δείχνουν οι Μανιάτες στο λιμάνι, η μάνα του Ανδρονίκη τον αντιμετωπίζει με απόλυτη περιφρόνηση, ως προδότη της πατρίδας και υπηρέτη των Τούρκων. Αρκετά βορειότερα, στην όμορφη πόλη της Κέρκυρας, ο Γάλλος φιλέλληνας Ανρί ντ' Αλμπαρέ γνωρίζει τυχαία και ερωτεύεται την Ατζίν, κόρη του πλούσιου τραπεζίτη Ελιτσούντο. Πριν όμως προλάβουν να παντρευτούν, μια περίεργη επίσκεψη κι ένας θάνατος θα ανατρέψουν τα σχέδιά τους. Αργότερα, ο Ανρί γίνεται κυβερνήτης της κορβέτας Σιφάντα και αρχίζει να αναζητά σε όλο το Αιγαίο τον μυστηριώδη πειρατή Σακρατίφ, που όλοι τρέμουν μα κανείς ποτέ δεν έχει δει. Μετά από περιπλάνηση σε ολόκληρο το Αιγαίο, φτάνει τον Σεπτέμβριο του 1828 η ώρα για την τελική αναμέτρηση. Η κορβέτα είναι κυκλωμένη από πειρατικά πλοία...

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Ερευνητές
Συγγραφέας: Ιούλιος Βερν (Jules Verne)
Μετάφραση: Μαριάννα Κουτάλου
Εικονογράφηση: Βασίλης Κοντογεώργος
Επιλογή και παρουσίαση ντοκουμέντων: Πέτρος Παπαπέτρος
Τίτλος πρωτοτύπου: L’Archipel en feu 
ISBN: 960-368-359-0
Έτος 1ης Έκδοσης: 1884 (παρούσα έκδοση 2006)
έχει κυκλοφορήσει και με τους τίτλους: Το φλογισμένο Αρχιπέλαγος / Οι πειρατές του Αιγαίου
Σελίδες: 208
Τιμή: περίπου 15 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Στ', Γυμνάσιο
Ολόκληρο το κείμενο στην γαλλική γλώσσα εδώ

Κριτική
Μια κλασική νουβέλα ιστορικής μυθοπλασίας παρουσιασμένη με έναν εντελώς καινούριο τρόπο. Η γλώσσα της μετάφρασης ρέει χωρίς προβλήματα, όμως το αναλυτικό ύφος, η σύνθετη σύνταξη και οι ναυτικοί όροι που περιέχονται, δυσκολεύουν την ανάγνωσή του από τους πιο νεαρούς αναγνώστες. Η επιμέλεια της έκδοσης και το στήσιμο είναι ιδανικά: Πολυτελές εξώφυλλο με αυτιά, γυαλιστερό χαρτί με πλούσια εικονογράφηση και φωτογραφίες σε κάθε σελίδα, άφθονες πληροφορίες, σχόλια και παραπομπές που συνοδεύουν και επεξηγούν... Όλα αυτά ίσως παραπέμπουν περισσότερο σε άρθρο της wikipedia και λιγότερο σε λογοτεχνικό βιβλίο, ας μην ξεχνάμε όμως ότι ζούμε στον αιώνα της διάσπασης προσοχής, όπου είναι δύσκολο ένα κείμενο να γίνει ελκυστικό στα μάτια των παιδιών. Η ιστορία χωρίζεται σε 15 κεφάλαια με αρίθμηση στα λατινικά, σύντομους τίτλους και έκταση γύρω στις 10-12 σελίδες (αν και κάποια φτάνουν τις 21). Χάρη στην εκπληκτική παρουσίαση, το βιβλίο διαβάζεται ευχάριστα και αρκετά ξεκούραστα, εκτός ίσως από τα σημεία που ο συγγραφέας αναλύεται σε περιγραφές και πληροφορίες. Προτείνεται σε μαθητές της Στ' δημοτικού και του γυμνασίου, ενώ όσοι ενδιαφέρονται για τη θάλασσα και τους πειρατές, θα το αγαπήσουν σίγουρα!

  • Ιδανική πλαισίωση του κειμένου από ντοκουμέντα και εικόνες
  • Πληροφορίες για πολλές περιοχές της Ελλάδας και την ιστορία της, - στοιχεία για τη δράση των πειρατών κατά το 1827
  • Ενδιαφέρουσα πλοκή με λίγες αλλά συναρπαστικές σκηνές δράσης
  • Καλοφτιαγμένοι χαρακτήρες και ηθικοπλαστικά μηνύματα

  • Σημεία που μπορεί να κουράσουν, καθώς οι πληροφορίες κυριαρχούν πάνω στη δράση

Αξίες - Θέματα
Οικογένεια, Ταξίδι, Περιπέτεια, Ιστορία, 25 Μαρτίου, Γενναιότητα, Δικαιοσύνη, Αξιοπρέπεια

Σκηνές που ξεχωρίσαμε
Επική η τελική ναυμαχία ανάμεσα στο καλό και το κακό, εξίσου συναρπαστική όμως και η σκηνή στο σκλαβοπάζαρο. Εμείς κρατάμε και το ξέσπασμα της σκληρής Μανιάτισσας Ανδρονίκης μπροστά στον χαμό του παιδιού της.

Εικονογράφηση
Πολύχρωμες εικόνες, φωτογραφίες, ντοκουμέντα και σχόλια, συνθέτουν μια ιδανική συνοδεία για το κείμενο και προσθέτουν σημαντική αισθητική και πληροφοριακή αξία στο κείμενο, ώστε ο σύγχρονος αναγνώστης να το κατανοεί και να το απολαμβάνει.

Η ίδια σκηνή με τον Μανιάτη παπά να κατεβαίνει από τη βίγλα του, αποτυπωμένη στη σύγχρονη έκδοση (επάνω) και σε παλαιότερη γαλλική (δεξιά) με εικονογράφο τον Léon Benett (Πηγή)

Απόσπασμα
Πολλές φορές, η κορβέτα, χωρίς να ρίξει άγκυρα σε κανένα από τα μικρά λιμάνια της ακτής, σταματούσε περίπου μισό μίλι στ’ ανοιχτά της Αγίας Ρουμέλης, της Ανώπολης, των Σφακίων, όμως οι παρατηρητές δεν κατάφερναν να ξεχωρίσουν ούτε ένα πειρατικό σκάφος στις παραλίες του νησιού.

Στις 27 Αυγούστου, η Σιφάντα, αφού κινήθηκε κοντά στην ακτογραμμή του μεγάλου κόλπου της Μεσσαράς, πέρασε από το ακρωτήρι Μάταλα, το νοτιότερο της Κρήτης, που το πλάτος της σ’ εκείνο το σημείο δεν ξεπερνάει τις δέκα με έντεκα λεύγες. Δε φαινόταν πως οι έρευνες αυτές θα οδηγούσαν σε κάποιο θετικό αποτέλεσμα την εκστρατεία. Πράγματι, ελάχιστα καράβια επιχειρούν να διασχίσουν το Λιβυκό πέλαγος σ’ αυτό το γεωγραφικό πλάτος. Προτιμούν να ταξιδεύουν ή πιο βόρεια, διασχίζοντας το Αιγαίο, ή πιο νότια, κοντά στις ακτές της Αιγύπτου. Εκεί έβλεπες μόνο ψαροκάικα αραγμένα κοντά στα βράχια, και, πιο σπάνια, μακρόστενες βάρκες φορτωμένες με κοχλιούς, ένα είδος περιζήτητων οστράκων που εξάγονται σε μεγάλες ποσότητες σε όλα τα νησιά.

Όμως, αφού η κορβέτα δε συνάντησε τίποτα σ’ αυτήν την πλευρά της ακτής, που καταλήγει στο ακρωτήρι Μάταλα, εκεί όπου πλήθος βραχονησίδων μπορούν να δώσουν κάλυψη σε πολλά πλοία, δεν ήταν καθόλου σίγουρο πως θα είχε καλύτερη τύχη στο δεύτερο μισό της νότιας ακτής. Ο Ανρί ντ’ Αλμπαρέ ήταν λοιπόν έτοιμος να αποφασίσει να κινηθεί προς την Κάρπαθο, έστω κι αν βρισκόταν εκεί λίγο πιο νωρίς απ’ ό,τι του όριζε το μυστηριώδες γράμμα, που άλλαξε τα σχέδιά του το βράδυ της 29ης Αυγούστου.

Ήταν έξι το απόγευμα. Ο κυβερνήτης, ο ύπαρχος και μερικοί αξιωματικοί, ήταν συγκεντρωμένοι στο επίστεγο παρατηρώντας το ακρωτήρι Μάταλα. Τη στιγμή εκείνη ένας ναύτης, που έκανε τη βάρδια του πάνω στην κεραία του μικρού παπαφίγκου, φώναξε:
«Πλοίο αριστερά μπροστά!»
Τα κιάλια στράφηκαν αμέσως προς το σημείο εκείνο, που βρισκόταν μερικά μίλια από την πλώρη της κορβέτας.

«Πράγματι», είπε ο κυβερνήτης ντ’ Αλμπαρέ, «να ένα πλοίο που ταξιδεύει κοντά στη στεριά…»
«την οποία πρέπει να γνωρίζει καλά, αφού πλέει τόσο κοντά της!» επισήμανε ο καπετάν Τόντρος.

«Έχει υψωμένη τη σημαία του;»

«Όχι, καπετάνιε μου», απάντησε ένας αξιωματικός.

«Ρωτήστε τους παρατηρητές να μας πουν, αν μπορούν, την εθνικότητα αυτού του καραβιού!»

Οι διαταγές του εκτελέστηκαν αμέσως. Λίγα λεπτά αργότερα δόθηκε η απάντηση πως καμιά σημαία δεν κυμάτιζε στην κεραία του σκάφους, ούτε ψηλά στο κατάρτι του. Ωστόσο, το φως ήταν ακόμα αρκετό ώστε να μπορέσουν, αφού δεν έμαθαν την εθνικότητά του, να εκτιμήσουν τουλάχιστον τη δύναμή του.

Ήταν ένα μπρίκι, του οποίου το μεγάλο κατάρτι έγερνε αρκετά προς τα πίσω. Εξαιρετικά μακρόστενο, λεπτοδουλεμένο στο σχήμα του, με πανύψηλα κατάρτια και υπερβολική αρματωσιά, έμοιαζε, απ’ όσο μπορούσε κανείς να κρίνει απ’ αυτήν την απόσταση, να έχει επτακόσιους με οχτακόσιους τόνους χωρητικότητα. Ήταν όμως εξοπλισμένο για πόλεμο; Είχε ή δεν είχε πυροβόλα πάνω στη γέφυρα; Μήπως στα παραπέτια του υπήρχαν κλεισμένες μπουκαπόρτες κανονιών; Αυτό δε θα μπορούσαν να το ξεχωρίσουν ούτε τα καλύτερα κιάλια πάνω στην κορβέτα.

Πράγματι, μια απόσταση τεσσάρων ναυτικών μιλίων τουλάχιστον χώριζε εκείνη τη στιγμή το μπρίκι από την κορβέτα. Επιπλέον, καθώς ο ήλιος είχε αρχίσει να χάνεται πίσω από τα Λευκά Όρη και έπεφτε η νύχτα, το σκοτάδι τύλιγε ήδη τα χαμηλότερα σημεία της στεριάς.

«Παράξενο σκάφος!» είπε ο καπετάν Τόντρος.

«Θα έλεγε κανείς πως προσπαθεί να περάσει ανάμεσα στο νησί Πλατάνος και στην ακτή!» πρόσθεσε ένας αξιωματικός.

«Ναι, Μοιάζει με πλοίο που θέλει να περάσει απαρατήρητο», είπε ο ύπαρχος, «και προσπαθεί να κρυφτεί!»

Ο Ανρί ντ’ Αλμπαρέ δεν είπε τίποτα, όμως, ήταν φανερό πως συμμεριζόταν τη γνώμη των αξιωματικών του. Οι ελιγμοί που έκανε το μπρίκι εκείνη τη στιγμή, άρχισαν να του φαίνονται ύποπτοι.

«Καπετάν Τόντρο», είπε τελικά, «εκείνο που έχει σημασία είναι να μη χάσουμε τα ίχνη του πλοίου κατά τη διάρκεια της νύχτας. Θα κάνουμε τους αναγκαίους ελιγμούς ώστε να μείνουμε στην ίδια πορεία μέχρι να ξημερώσει. Επειδή, όμως, δεν πρέπει να μας δει, δώστε διαταγή να σβήσουν όλα τα φώτα πάνω στο πλοίο».

Ο ύπαρχος έδωσε αμέσως τις σχετικές διαταγές. Συνέχισαν να παρακολουθούν το μπρίκι, όση ώρα ήταν ορατό κάτω από τα υψώματα της στεριάς που το κάλυπταν. Όταν η νύχτα έπεσε για τα καλά, το μπρίκι χάθηκε εντελώς, και κανένα φως δεν επέτρεπε να εντοπίσουν τη θέση του.

Την επομένη, με τις πρώτες αχτίδες της αυγής, ο Ανρί ντ’ Αλμπαρέ πήγε στην πλώρη της Σιφάντα, περιμένοντας να διαλυθεί το πούσι από την επιφάνεια της θάλασσας.

Γύρω στις επτά, καθάρισε το πούσι, και όλα τα κιάλια στράφηκαν προς τα ανατολικά.

Το μπρίκι βρισκόταν πάντα κατά μήκος της στεριάς, στο ύψος του κάβου του Αποκορώνου, περίπου έξι ναυτικά μίλια μπροστά από την κορβέτα. Είχε λοιπόν απομακρυνθεί περισσότερο κατά τη διάρκεια τη νύχτας, και μάλιστα χωρίς να ανοίξει και άλλα πανιά – συνέχιζε δηλαδή να πλέει με το στρίγκο, το μεγάλο και το μικρό δόλωνα, το μικρό παπαφίγκο, έχοντας μαζεμένη τη μαΐστρα και τον επίδρομο στους στρίγκους του.

«Δεν έχει πάντως την εικόνα πλοίου που προσπαθεί να το σκάσει», παρατήρησε ο ύπαρχος.

«Δεν έχει σημασία!» απάντησε ο κυβερνήτης. «Ας προσπαθήσουμε να το δούμε από πιο κοντά! Καπετάν Τόντρο, βάλε πλώρη προς το μπρίκι».

Τα ψηλά πανιά άνοιξαν αμέσως μόλις ακούστηκε το σφύριγμα του λοστρόμου, και η ταχύτητα της κορβέτας αυξήθηκε σημαντικά.

Όμως, χωρίς αμφιβολία, το μπρίκι θέλησε να κρατήσει την απόσταση, γιατί άνοιξε τον επίδρομο και το μεγάλο παπαφίγκο – κανένα άλλο πανί. Αν δεν ήθελε να αφήσει τη Σιφάντα να το πλησιάσει, δεν ήθελε και να την αφήσει πολύ πίσω. Ωστόσο έπλεε κοντά στην ακτή, όσο πιο κοντά μπορούσε.

Γύρω στις δέκα το πρωί, είτε γιατί ο άνεμος ήταν ευνοϊκός είτε γιατί το άγνωστο πλοίο την άφησε να προχωρήσει πιο γρήγορα, η κορβέτα είχε μειώσει την απόσταση κατά τέσσερα ναυτικά μίλια.

Τότε μπόρεσαν να δουν το μπρίκι από καλύτερες συνθήκες. Ήταν οπλισμένο με είκοσι κανόνια και θα πρέπει να είχε και μεσογέφυρα, παρόλο που τα ίσαλά του ήταν χαμηλά, σχεδόν πάνω στο νερό.

«Υψώστε τη σημαία!» είπε ο Ανρί ντ’ Αλμπαρέ.
"Κρητικό γλέντι" από τον 15χρονο Κύπριο Γιώργο Καλιπολίτη
Σχόλιο
Σύμφωνα με τις πληροφορίες που συνοδεύουν το κείμενο (σ.60), ο Ιούλιος Βερν αγαπούσε τη θάλασσα και γνώριζε πολλά πράγματα για τη ναυσιπλοΐα. Σε αρκετές σκηνές του βιβλίου (βλ. απόσπασμα, σ. 62, σ. 122, κ.ά.) συναντάμε λοιπόν ναυτικούς όρους, τους οποίους όμως οι αναγνώστες θα χρειαστούν βοήθεια για να καταλάβουν. Η έκδοση δυστυχώς δεν την παρέχει μέσω κάποιου γραφήματος ή ειδικού λεξιλογίου. Για όποιον λοιπόν θέλει να καταλάβει πού βρίσκεται το τσιμπούκι του παπαφίγκου και ποια είναι η μαγκιόρα κολόμπα, επισυνάπτουμε μια κατατοπιστική σελίδα από το Εικονόγραπτον Ονομαστικόν της Νεοελληνικής Γλώσσας (1975) του Θ. Μποσταντζόγλου (αριστερά) και μια (παράνομα φωτογραφημένη αλλά νόμιμα διασκευασμένη) εικόνα από το Ναυτικό Μουσείο Γαλαξειδίου (δεξιά) που ίσως βοηθήσουν λίγο την κατάσταση. Αυτονόητο είναι, ότι όσοι έχουν πρόσβαση στο λογισμικό Το '21 εν πλω, μπορούν να το συμβουλευτούν για τον ίδιο σκοπό.

Παρά το θέμα του βιβλίου, οι σκηνές που περιλαμβάνουν βία ή ωμότητες είναι πολύ λίγες. Κατά έναν περίεργο όμως τρόπο, συνοδεύονται σχεδόν πάντα από σχετική εικονογράφηση... Έτσι, και χωρίς αυτό να εξυπηρετεί σε κάτι τον μύθο, στη σ. 83 βλέπουμε τον Σακρατίφ να γεμίζει τα κανόνια του με κεφάλια που μόλις είχε κόψει από τα πτώματα με τα οποία ήταν στρωμένη γέφυρά του (!) και στις σελ. 190, 201 και 202 απεικονίζονται αιματοβαμμένες στιγμές από τη μάχη στο κατάστρωμα της Σιφάντα. Στη σ. 125 θα διαβάσουμε για τις θέσεις του ύπαρχου Τόντρου υπέρ του απαγχονισμού, ενώ κάποιες φορές η γλώσσα των ναυτικών αποδίδεται με τα γνωστά της στολίδια όπως "να πάρει ο δ...." (σ.127) κ.τ.λ. (βλ. καπετάνιο Χάντοκ)
από το λογισμικό Το '21 εν Πλω
Το Αιγαίο στις φλόγες (1884) ανήκει στη λιγότερο διάσημη συλλογή των τεσσάρων ιστορικο-πολιτικών έργων του συγγραφέα, που συμπληρώνεται από τα Βορράς εναντίον Νότου (1887), Ο δρόμος για τη Γαλλία (1887) και Οικογένεια δίχως όνομα (1889). Ο γενικότερος φιλελληνισμός του Ιουλίου Βερν δύσκολα βέβαια μπορεί να αμφισβητηθεί, ορισμένες όμως θέσεις και χαρακτηρισμοί μέσα στο κείμενο έχουν κατά καιρούς προκαλέσει αντιδράσεις από συμπατριώτες μας. Ήδη από τα 1884, μόλις δηλαδή το έργο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Καιροί, πολλοί Μανιάτες διαμαρτυρήθηκαν για τον τρόπο με τον οποίο ο Βερν παρουσίαζε τους προγόνους τους: στις σελ. 10-11 χαρακτηρίζονται ως μετά βίας Έλληνες, σκληροί ορεσίβιοι, μισοάγριοι, μισοβάρβαροι, κ.ά. ενώ στη σ.145 θα διαβάσουμε ότι και οι Κρητικοί δεν είναι απόλυτα Έλληνες. Κριτική έγινε ακόμη για αρκετές ιστορικές ανακρίβειες σε γεωγραφικές θέσεις και τοπωνύμια. Επίσης, σύμφωνα πάντα με τις σημειώσεις της σ.28, ο Βερν απάντησε σ' αυτήν την κριτική με γράμμα του στο γαλλικό περιοδικό Le Temps. Εκεί, ανέφερε τις πηγές του για τα ιστορικά γεγονότα, τις γεωγραφικές θέσεις, τα ήθη και τα έθιμα των κατοίκων των περιοχών στις οποίες αναφέρεται.

Φταίνε λοιπόν οι πηγές του Βερν; Μήπως η νοοτροπία των καιρών του; Ή είναι άραγε όλα θέμα τεχνολογίας; Πριν βιαστούμε να βγάλουμε συμπέρασμα, ας σκεφτούμε πόσο εύκολο είναι -ακόμα και στο high tech σήμερα των IT- να αμφισβητηθεί η εθνικότητα ολόκληρων περιοχών (βλ. Κριμαία). Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να απολαύσουμε το κείμενο ως ένα αυθεντικό λογοτεχνικό έργο εποχής με τα προτερήματα και τα ελαττώματά του. Αν το αποδεχτούμε αυτό, η προσέγγιση του 19ου αιώνα ίσως φωτίσει κάπως διαφορετικά τα όσα πιστεύουμε ότι τόσο καλά ξέρουμε. Πώς θα μας φαινόταν για παράδειγμα αν ξαναβλέπαμε την Κάρπαθο ως φωλιά πειρατών; Στις σ.156-157 περιγράφεται σαν ένα συναρπαστικό Trinidad του Αιγαίου... μήπως είναι καιρός να ανανεώσουμε την οπτική μας; [άραγε στο Υπουργείο Τουρισμού διαβάζουν Βερν;]
Εξώφυλλο γαλλικής έκδοσης
Χρήση στην τάξη
Στην τάξη, μπορούμε φυσικά να αξιοποιήσουμε το βιβλίο για το μάθημα της Ιστορίας. Ποια είναι η κατάσταση στην Ελλάδα του 1827; Γνωρίζουν οι μαθητές κάποιον πραγματικό Γάλλο φιλέλληνα; Και αν ο Ανρί ντ' Αλμπαρέ είναι φανταστικός χαρακτήρας, ποιος ναυτικός της επανάστασης ήταν στην πραγματικότητα εκείνος που ξερίζωσε τους πειρατές από το Αιγαίο; Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στους πειρατές και τους κουρσάρους; (πολλές από τις απαντήσεις θα βρείτε σε αυτό το άρθρο) Ο Ιούλιος Βερν στα 1884 αναφέρει ότι "οι Κρητικοί, παρά τον πατριωτισμό τους, δεν ήταν Έλληνες, ούτε και επρόκειτο να γίνουν όταν θα διαμορφωνόταν οριστικά το νέο βασίλειο". Τι θα απαντούσαμε στον συγγραφέα αν μπορούσαμε να του μιλήσουμε σήμερα;

Στη Γεωγραφία ίσως θα ήταν ενδιαφέρον να συζητήσουμε για το πώς γίνονταν τα ταξίδια σε παλιότερες εποχές (για το ίδιο θέμα βλ. και Λουκής Λάρας). Επίσης, θα μπορούσαμε να παρακολουθήσουμε στον χάρτη της Ελλάδας (τον αυθεντικό χωρίς τα χρώματα μπορείτε να τον βρείτε σ' αυτό το site με χάρτες από διάφορα έργα του Βερν), την πορεία του "Κάρυστος" και του "Σιφάντα". Ποια νησιά του Αιγαίου μπορούμε να αναγνωρίσουμε στην πορεία της κορβέτας; Παρατηρούμε τον χάρτη και τον συγκρίνουμε με εκείνον της σύγχρονης Ελλάδας. Ποιες διαφορές βλέπουμε στα τοπωνύμια; Στις δύσκολες περιπτώσεις (όπως η Κυπαρισσία που έχει μετονομαστεί σε Arkadia), ο δάσκαλος πρέπει βέβαια να βοηθήσει.
Για τα Θρησκευτικά, ένα δίλημμα: Πώς κρίνετε την ενέργεια της Ατζίν να χρησιμοποιήσει τα εκατομμύρια της κληρονομιάς της για να απελευθερώσει τους σκλάβους από τους οποίους θησαύρισε ο πατέρας της; Αν ήσασταν στη θέση της θα κάνατε το ίδιο; Μήπως θα υπήρχε καλύτερος τρόπος να αξιοποιήσετε αυτή την περιουσία για να βοηθήσετε τους ανθρώπους που η οικογένειά σας θα είχε αδικήσει;

Μια απλή ιδέα για να παίξουμε κάτι σχετικό με το βιβλίο και την εποχή, θα ήταν να προσαρμόσουμε το παιχνίδι "Ναυμαχία" (εδώ ηλεκτρονικά σε 2D και 3D), αλλάζοντας τα ονόματα των πλοίων που συμμετέχουν στους δύο στόλους. Έτσι για παράδειγμα, θα μπορούσαμε να έχουμε

Τουρκικός Στόλος
Ελληνικός Στόλος
Ένα Ντελίνι – 4 τετράγωνα
Δύο Μπρίκια – 3 τετράγωνα 
Τρεις Γολέτες – 2 τετράγωνα
Τέσσερις Σακολέβες – 1 τετράγωνο

Μια Κορβέτα – 4 τετράγωνα
Δύο Μπάρκα – 3 τετράγωνα
Τρία Μύστικα – 2 τετράγωνα
Τέσσερα Πυρπολικά – 1 τετράγωνο


Τέλος, θα μπορούσαμε να αναθέσουμε σε κάποια από τις ομάδες των μαθητών μας να παρουσιάσει στοιχεία για τη ζωή και το έργο του μεγάλου συγγραφέα. Ενδιαφέρον θα ήταν να διαβαστούν παράλληλα αποσπάσματα από βιβλία του, συμπληρωμένα από σκίτσα, μικρές αφίσες με διάφορους από τους χαρακτήρες ή και να γίνει αναπαράσταση από τίτλους κλασικών του έργων με παντομίμα και την υπόλοιπη τάξη να αναζητά τους τίτλους. Να μην ξεχάσουμε, μέρες που είναι, να αναφέρουμε ότι ο πατέρας της επιστημονικής φαντασίας πέθανε στις 24 Μαρτίου του 1905.

http://edimotikoumoraiti.wordpress.com/2012/02/27/%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%BF%CF%84%CE%B5%CF%87%CE%BD%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%BF-%CE%B1%CE%B9%CE%B3%CE%B1%CE%AF%CE%BF-%CF%83%CF%84%CE%B9%CF%82-%CF%86%CE%BB%CF%8C%CE%B3%CE%B5%CF%82/
εργασία από τη Σχολή Μωραΐτη
ο τύμβος του Ιουλίου Βερν στην Αμιένη

Share/Bookmark