Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Προϊστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Προϊστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 15 Μαΐου 2016

Κυνηγώντας το Μαμούθ


Υπόθεση
Εξαιτίας λανθασμένων υπολογισμών του μάγου της, Ογκόν, μια προϊστορική φυλή αιφνιδιάζεται από τον ερχομό του χειμώνα και αναγκάζεται να τον περάσει αποκλεισμένη σε μια χιονισμένη κοιλάδα. Όταν οι κυνηγοί της αντικρίζουν για πρώτη φορά μαμούθ, αποφασίζουν χωρίς δεύτερη σκέψη να το οδηγήσουν στον κοντινό βάλτο, όπως κάνουν με τα μικρότερα θηράματα. Η επιχείρησή τους στέφεται με επιτυχία, μέχρι τη στιγμή που μια αγέλη πεινασμένων λύκων εμφανίζεται στον ορίζοντα...

Χαρακτηριστικά 
Εκδότης: Κέδρος
Συγγραφέας: Στέφανο Μπορντιλιόνι (Stefano Bordiglioni
Μετάφραση: Δήμητρα Δότση
Εικονογράφηση: Φαμπιάνο Φιορίν (Fabiano Fiorin)
ISBN: 978-960-04-4513-8
Έτος 1ης Έκδοσης: 2014
Σελίδες: 50
Τιμή: περίπου 5 ευρώ 
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Α', Β', Γ'

Ευχαριστούμε τον εκδοτικό οίκο για τη δωρεά ενός αντιτύπου στη βιβλιοθήκη της τάξης μας!

Κριτική
Στιλιζαρισμένη μίνι περιπέτεια από τη σειρά Ιστορίες πριν από την Ιστορία, που μας ταξιδεύει στον κόσμο των προϊστορικών ανθρώπων. Η μετάφραση μπορεί σε κάποια σημεία να μοιάζει αποσπασματική, μας μεταφέρει όμως το κείμενο με απλότητα και ζωντάνια. Η πλοκή χωρίζεται σε πέντε κεφάλαια μικρού μεγέθους (6 έως 10 μικρών σελίδων με μεγάλα στοιχεία) που διαβάζονται ευχάριστα. Μέσα στο κείμενο βρίσκουμε αρκετές πληροφορίες για την εποχή των σπηλαίων, την οποία οι μικροί αναγνώστες μπορούν να προσεγγίσουν χωρίς κόπο, αφού οι χαριτωμένοι μικροί ήρωες και η εξαιρετικά ελκυστική εικονογράφηση, κάνουν το βιβλίο να θυμίζει πολύχρωμο κόμικ. Μέσα από τον συνδυασμό των παραπάνω στοιχείων, διαμορφώνεται τελικά ένα, αρκετά εμπορικό μεν, αλλά και ωφέλιμο προϊόν για τους μαθητές των πρώτων τάξεων του δημοτικού.  

  • Πληροφορίες για την προϊστορική εποχή
  • Ελκυστική εικονογράφηση

Αξίες - Θέματα
Προϊστορία, Διαφορετικότητα, Ισότητα Φύλων, Γενναιότητα, Φιλία

Εικονογράφηση
Πολύχρωμα σχέδια σε κάθε σελίδα κάνουν το βιβλίο να θυμίζει κόμικ και μετατρέπουν την ανάγνωσή του σε μια ευχάριστη δραστηριότητα για τους μικρούς μαθητές.
Απόσπασμα
Μέσα από τη σπηλιά όπου είχαν βρει
καταφύγιο, οι γυναίκες και οι άντρες
της φυλής του Κόραν κοίταζαν το χιόνι
που έπεφτε. Νόμιζαν ότι, προτού
ξεκινήσουν για άλλους, πιο ζεστούς τόπους,
θα έμεναν ακόμη ένα φεγγάρι σ’ αυτή την κοιλάδα.
Για κακή τους τύχη, όμως, τους αιφνιδίασε ο χειμώνας.

Ο Κόραν, ο αρχηγός της φυλής, καθισμένος δίπλα στη φωτιά, έβραζε από θυμό.

- Όγκον, μας είπες ότι στο όνειρο που είδες
ένα ελάφι σού έλεγε ότι εδώ θα βρίσκαμε κυνήγι
για πολλές μέρες ακόμη.

Ο Όγκον, ο σαμάνος της φυλής, κοίταζε το χιόνι
τρομοκρατημένος. Δε φοβόταν για τη ζωή του.
Άλλωστε δεν υπήρχε περίπτωση να τον σκοτώσουν
για ένα όνειρο. Φοβόταν, όμως, για την εξουσία του.
Αν οι άντρες και οι γυναίκες της φυλής δεν τον
εμπιστεύονταν πια, θα έχανε τη θέση του και δε θα
 ήταν πλέον ο αξιοσέβαστος, ο φοβερός και τρομερός
σαμάνος που όλοι γνώριζαν.

- Κάποιες μυστηριώδεις δυνάμεις μ’ έσπρωξαν στο λάθος.
Το ελάφι ήταν το πνεύμα του ψεύδους, και νομίζω πως ξέρω
γιατί με ξεγέλασε.

Και με τα λόγια αυτά, ο Ογκόν έδειξε το Σατού,
ένα οκτάχρονο αγοράκι με ένα γαλάζιο κι ένα καφετί
μάτι κι ένα χέρι πιο κοντό και πιο αδύναμο από το άλλο.

- Εξαιτίας του τα πνεύματα δε βοηθάνε τη φυλή μας.
Ο Σατού σίγουρα είναι η προσωποποίηση του κακού.
Τα μάτια του και το χέρι του αποδεικνύουν
ότι είναι ένα τέρας που θα σπείρει το θάνατο
και τη συμφορά. Ας τον θυσιάσουμε για να μας
ξαναδούν τα πνεύματα με καλό μάτι!

Ένας δυο άντρες και μερικές γυναίκες συμφώνησαν
μουγκρίζοντας, όμως ο Κόραν, ο αρχηγός της φυλής,
κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.

- Ο Σατού είναι παιδί, και σ’ αυτή τη φυλή,
σ’ το έχω ξαναπεί, δεν πρόκειται να θυσιαστεί κανείς.
Όμως ο Ογκόν δεν το έβαλε κάτω. Άρπαξε από το χέρι
το Σατού και σχεδόν τον σήκωσε στον αέρα.

- Κοίταξέ τον, Κόραν. Είναι πολύ αδύναμος
και δεν πρόκειται να γίνει ποτέ κυνηγός.
Είναι ένα περιττό στόμα που κλέβει το φαγητό μας.

Ο Σατού έβαλε τις φωνές από την έκπληξή του·
δευτερόλεπτα μετά και Ογκόν έσκουξε, αλλά από πόνο.
Η Άουα, ένα δεκάχρονο κοριτσάκι, φίλη του Σατού,
είχε χιμήξει επάνω του και του δάγκωνε το χέρι,
αναγκάζοντάς τον να αφήσει ελεύθερο το αγόρι.

Ο Σατού κύλησε στο έδαφος και κούρνιασε
σε μια σκοτεινή γωνιά της σπηλιάς,
μακριά από τη φωτιά. Την ίδια στιγμή,
η Άουα εκμεταλλεύτηκε το πανδαιμόνιο
για να κρυφτεί πίσω από την Αντάι, τη μητέρα της.
Ο σαμάνος, που έβραζε από θυμό, άρπαξε το πέτρινο μαχαίρι του.

- Μικρή ύαινα, τώρα θα σου δείξω εγώ!
είπε κι έκανε να κινηθεί απειλητικά προς
την Αντάι και την Άουα.

Όμως, πριν καλά καλά προλάβει να προχωρήσει, 
ένιωσε τη λόγχη του Κόραν στο στήθος του.

- Τράβα να κοιμηθείς και να δεις κανένα όνειρο, σαμάνε, 
είπε ο αρχηγός με απειλητικό ύφος. Και φρόντισε αυτή τη φορά
να μη σου πουν ψέματα τα πνεύματα, αλλιώς η φυλή θα κινδυνεύσει
να πεθάνει απ' την πείνα και το κρύο. 

Ο Ογκόν κοίταζε την αιχμηρή πέτρινη λόγχη στο στήθος του.
Ήξερε καλά πως με μία μόνο κίνηση ο Κόραν θα μπορούσε
να τον στείλει στον άλλο κόσμο. Κατέβασε το πέτρινο μαχαίρι
και, κατάχλωμος από φόβο, προσπάθησε να χαμογελάσει.

- Δεν το ήθελα, Κόραν. Αφού ξέρεις ότι εγώ ποτέ δεν θα...
Να τον φοβίσω ήθελα μόνο, είπε και άρχισε σιγά σιγά 
να οπισθοχωρεί. 

Σχόλιο
Πολλά τα μαμούθ που έχουμε συναντήσει ως τώρα κατά την περιήγησή μας στην παιδική λογοτεχνία. Άλλα φιλικά όπως εκείνο του Τότο, άλλα εξαγριωμένα από τα πειράματα επιστημόνων κι άλλα με περιορισμένο ρόλο, όπως αυτά στον τίτλο του βιβλίου της Κίρας Σίνου. Το μαμούθ αυτής της ιστορίας ανήκει μάλλον στην τρίτη κατηγορία, αφού προλαβαίνει να κάνει αισθητή την παρουσία του μόνο στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου. Μεγάλο και μαλλιαρό, χάνει τη ζωή του από τους κυνηγούς, σώζοντας την φυλή του Κόραν από την πείνα. Ο θάνατός του, περιγράφεται μαρτυρικός: Το μαμούθ άρχισε να φωνάζει, όχι μόνο από πόνο, αλλά κυρίως επειδή ένιωθε πως πλησίαζε το τέλος του. Έκανε αμέτρητες προσπάθειες να ελευθερωθεί, αλλά οι κινήσεις του γίνονταν όλο και πιο αργές. Τα τραύματά του ήταν βαθιά και οι δυνάμεις του το εγκατέλειπαν. Ο Κόραν και οι άλλοι κυνηγοί περίμεναν να ξεψυχήσει... Η γλαφυρή αυτή περιγραφή, όπως και άλλα σημεία (βλ. απόσπασμα) όπου η απειλή βίας ή θανάτου ανάμεσα σε πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες είναι άμεση, μπορεί να αποδίδει ως έναν βαθμό το κλίμα της προϊστορικής εποχής, θεωρώ όμως ότι θα μπορούσε να ενοχλήσει ή να μεταφέρει λάθος μηνύματα στους λιγότερο ώριμους μαθητές της Α' τάξης.
προϊστορικό μαχαίρι από πυρόλιθο (πηγή)
Η αγενής συμπεριφορά του Κόραν προς τον σαμάνο της φυλής Ογκόν (βλ. απόσπασμα), παρότι μπορεί να ξενίσει, δεν θα πρέπει να θεωρηθεί εξωπραγματική, ούτε για τα ήθη της εποχής των σπηλαίων, ούτε και για τα σύγχρονα. Όταν η πολιτική/στρατιωτική εξουσία συγκρούεται με τη θρησκευτική, ακούγεται μάλλον φυσικό το χρήμα και τα όπλα να υπερέχουν της δύναμης του πνεύματος.  

Θυμίζουμε ότι στο πρώτο έργο της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, την Ιλιάδα, το σκηνικό ανοίγει με τον Αγαμέμνονα να απειλεί δημόσια τον ιερέα Χρύση, (Α 26-32) με λόγια που αρκετά ελεύθερα θα μπορούσαν να αποδοθούν κάπως έτσι: μη σε ξαναπετύχω γέρο κοντά στα πλοία, γιατί η αγιαστούρα δε θα σε βοηθήσει(...) αλλά φύγε, μη μ' ερεθίζεις, αν θέλεις σώος να γυρίσεις. Λίγο αργότερα, είναι σειρά του μάντη Κάλχα να αρχίσει να τρέμει από φόβο, μήπως ο χρησμός του προσβάλλει τον αρχηγό των Αχαιών (Α 80): Πανίσχυρος ο βασιλιάς, όταν με άνδρα μικρότερο θυμώσει, μεμψιμοιρεί, και ζητάει την προστασία του Αχιλλέα προκειμένου να μιλήσει.

Οι σωστές προβλέψεις είναι αυτές που δίνουν πλούτο και κύρος στους μάντεις κάθε εποχής (βλ. καφετζούδες, στοιχηματζήδες, συμβούλους επενδύσεων, πολιτικούς, κτλ.). Υπάρχουν όμως και οι λανθασμένες (βλ. μετεωρολογικές), οι οποίες όταν κάνουν την εμφάνισή τους, μπορεί να τους οδηγήσουν σε αμφισβήτηση και αποκαθήλωση (όπως φοβάται ο Ογκόν στο απόσπασμα). Θυμίζουμε μια ιστορία που μας μεταφέρει ο Πλούταρχος (πηγή) από την πολιορκία της Τύρου: όταν ο μάντης Αρίστανδρος προέβλεψε (εξετάζοντας τις θυσίες) ότι η πόλη θα έπεφτε σε ελληνικά χέρια πριν τελειώσει ο μήνας, οι Μακεδόνες στρατιώτες άρχισαν να τον χλευάζουν και να τον περιγελούν, γιατί η μέρα που διήνυαν ήταν ήδη η τελευταία του μήνα. Ο Αλέξανδρος προσπάθησε να τον προστατέψει αλλάζοντας την επίσημη ημερομηνία (!), τέχνασμα που όμως τελικά δεν φάνηκε να χρειάζεται, αφού με μια ξαφνική έφοδο η Τύρος έπεσε και η πρόβλεψη δικαιώθηκε. 
Χρήση στην τάξη
Στην τάξη μας, εμπνευσμένοι από το βιβλίο, κατασκευάσαμε ένα επιτραπέζιο παιχνίδι πρόσθεσης, ομαδικότητας, αλλά κυρίως τύχης, με τον ίδιο τίτλο. 

Τα υλικά που χρησιμοποιήσαμε ήταν:
10 ζάρια (1 μεγάλο κίτρινο, 1 κόκκινο, 1 πράσινο, 1 μπλε και 6 λευκά)
για το ταμπλό: ένα κόντρα πλακέ, κόλλα, χαρτί κανσόν, διακοσμητικό χόρτο
για τους κυνηγούς: play doh που στεγνώνει μόνο του, 3 ξύλινα σουβλάκια
για το μαμούθ: ένα πλαστικό μαμούθ (κάνει και αληθινό, αρκεί να το καλμάρετε)

Η υπόθεση έχει να κάνει με ένα μαμούθ που πηγαίνει να πιεί νερό. Η λιμνούλα βρίσκεται τρεις θέσεις μακριά του, οπότε το παιχνίδι διαρκεί τρεις γύρους. Τρεις ομάδες κυνηγών (η κόκκινη, η πράσινη και η μπλε) προσπαθούν να το πιάσουν πριν φτάσει εκεί.

Πώς παίζεται: σε κάθε γύρο, ο κάθε παίχτης ρίχνει μία φορά τα ζάρια του.

Το μαμούθ ρίχνει μόνο το μεγάλο κίτρινο ζάρι. Ο αριθμός που θα φέρει, πολλαπλασιάζεται επί δέκα και δείχνει την δύναμη του ζώου για τον γύρο.

Αν π.χ. ρίξει 5, η δύναμή του είναι 5x10=50

Ο κυνηγός κάθε ομάδας ρίχνει τρία ζάρια μαζί: ένα χρωματιστό (που αντιπροσωπεύει τον αρχηγό της ομάδας και το αποτέλεσμα που φέρνει πολλαπλασιάζεται επί δύο) και δύο λευκά. Αυτή είναι η δύναμη με την οποία χτυπούν οι κυνηγοί της ομάδας του.

Αν π.χ. ο κόκκινος αρχηγός φέρει 2 με το κόκκινο, 3 με το ένα λευκό και 5 με το άλλο, η δύναμή του είναι (2x2)+(3x1)+(5x1)= 12

Αν οι συνδυασμένες δυνάμεις των τριών ομάδων ξεπεράσουν αυτή του μαμούθ, το νικάνε. Το κρέας του (και τη νίκη) παίρνει η ομάδα του κυνηγού που πέτυχε το δυνατότερο χτύπημα.

Αν το μαμούθ ξεφύγει και στους τρεις γύρους, νικάει εκείνο και πίνει θριαμβευτικά το νεράκι του. Καλή διασκέδαση!

Share/Bookmark

Δευτέρα 1 Ιουνίου 2015

Ο τελευταίος βασιλιάς της Ατλαντίδας


Υπόθεση
Στο πρώτο μέρος, ο Αζάης, γιος του βασιλιά Άτλαντα και διάδοχος του θρόνου της Ατλαντίδας, παρακολουθεί την άφιξη μιας ξένης αντιπροσωπείας στο λιμάνι της Ποσειδωνίας. Πρόκειται για τον βασιλιά της Λουάγκα, χώρας υποτελών στην Αμερική, που ήρθε να παραδώσει τον γιο του Μοχίκα ως όμηρο για να δείξει τις καλές του προθέσεις. Τα δύο παιδιά γίνονται γρήγορα φίλοι και ο ξένος προσαρμόζεται στον τόπο και τις συνήθειες των Ατλάντων. Γνωρίζει την Αθηναία σκλάβα Πανδώρα και μαθαίνει να ιππεύει. Μετά από καιρό, ο βασιλιάς της Λιβύης Ούμπα, επισκέπτεται και εκείνος την Ποσειδωνία, φέρνοντας μαζί του πλούσια δώρα αλλά και νέα για την πολεμική δραστηριότητα στη Μεσόγειο. Μετά από συμβούλιο, οι βασιλείς των Ατλάντων αποφασίζουν να επιτεθούν στους Αθηναίους και τους Αιγυπτίους, παρά τους κακούς οιωνούς.

Στο δεύτερο μέρος, παρακολουθούμε τις τρεις νεαρές Αθηναίες Πύρρα, Διώνη και Σίδη από την τάξη των πολεμιστών να ενημερώνονται μαζί με τους υπόλοιπους κατοίκους της πόλης για την επέλαση των Ατλάντων από τα δυτικά. Η γιορτή προς τιμήν της θεάς Αθηνάς επισπεύδεται για να δώσει καλή τύχη στα στρατεύματα, που ξεκινούν άμεσα για τη Θεσσαλία. Ένας αγγελιαφόρος από την Αίγυπτο, εμφανίζεται με καλά νέα: ένας σεισμός κατέστρεψε τους επιτιθέμενους.

Στο τρίτο μέρος, οι Έλληνες έχουν ήδη κερδίσει την πρώτη μάχη και οι Ατλάντες (sic) υποχωρούν προς βορρά. Ο Αζάης σκέφτεται ντροπιασμένος τις ήττες σε όλα τα μέτωπα. Στην τελική αναμέτρηση, την ώρα της επέλασης του ατλαντικού ιππικού, ένας φοβερός σεισμός ανοίγει τη γη στα δύο και καταπίνει σχεδόν όλους τους αντιπάλους. Ο Αζάης σώζει την Πύρρα τραβώντας την από το κενό και την ερωτεύεται. Πίσω στην Ατλαντίδα, ο σεισμός βρίσκει τον Μοχίκα την ώρα που πηγαίνει βόλτα στο βουνό. Συναντάει την Πανδώρα και μαζί κρύβονται σε μια σπηλιά. Το βράδυ, τους ξυπνά η τρομερή έκρηξη ενός ηφαιστείου, που θα καταστρέψει για πάντα την Ποσειδωνία...
 
Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Καστανιώτης / Κέδρος
Συγγραφέας: Κίρα Σίνου
Εικονογράφηση: Σόνια Μητραλιά
ISBN: 960-03-0427-0 (Καστανιώτης) / 978-960-04-2240-5 (Κέδρος)
Έτος 1ης Έκδοσης:1988 (από το 2003 Κέδρος)
Σελίδες: 183
Τιμή: περίπου 12 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Στ', Γυμνάσιο

Κριτική
Βραβευμένο νεανικό μυθιστόρημα που μας ταξιδεύει στον κόσμο της Ατλαντίδας, όπως ο Πλάτωνας την περιγράφει στους διαλόγους Τίμαιο και Κριτία. Η γραφή είναι απλή και αρκετά σαφής, ενώ η πλοκή και οι αναφορές στο εντυπωσιακό βασίλειο κρατούν το ενδιαφέρον του αναγνώστη ζωντανό μέχρι τις τελευταίες σελίδες. Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη (Ατλαντίδα - Αθήνα - Καταστροφή) και συνολικά 24 κεφάλαια, με έκταση 5-8 σελίδες το καθένα (υπάρχει όμως κι ένα με 21). Μέσα από τη διήγηση, τα παιδιά θα γνωρίσουν τον μυθικό λαό των Ατλάντων, θα μάθουν για τους νόμους και τις παραδόσεις τους, αλλά και για τη χλωρίδα και την πανίδα του βασιλείου τους. Δυστυχώς, οι συμβάσεις και κάποιες υπερβολές δεν λείπουν, ενώ στα αδύναμα σημεία θα συμπεριλαμβάναμε και την μάλλον φτωχή εικονογράφηση. Το προτείνουμε περισσότερο σε μαθητές της Στ' και του γυμνασίου, ίσως όμως αξίζει να το δοκιμάσουν και κάποιοι έμπειροι αναγνώστες της Ε', αφού υπάρχει ένα σχετικό κείμενο στο βιβλίο Γλώσσας τους.

  • Ενδιαφέρουσα πλοκή
  • Πληροφορίες για το μυθικό βασίλειο της Ατλαντίδας

  • Αρκετές συμβάσεις
  • Φτωχή εικονογράφηση

Αξίες - Θέματα
Φιλία, Αγάπη, Μύθοι - Παραμύθι, Ιστορία - Αρχαιολογία, Φαντασία

Σκηνές που ξεχωρίσαμε
Από τις πιο ιδιαίτερες σκηνές είναι η πρώτη συνάντηση του Μοχίκα με την Πανδώρα (σ.40-41). Στις πιο εντυπωσιακές όμως θα τοποθετούσαμε την άφιξη του βασιλιά Ούμπα που παρουσιάζει τα πλούσια δώρα του στον Άτλαντα (σ.55-56), και βέβαια τον καταποντισμό του μυθικού βασιλείου. 

Εικονογράφηση
10 ασπρόμαυρες ολοσέλιδες ζωγραφιές χωρίς ιδιαίτερες λεπτομέρειες (εκτός από την εικόνα της Ατλαντίδας) που απλώς συνοδεύουν το κείμενο και σε καμία περίπτωση δεν εκμεταλλεύονται ένα θέμα τόσο πλούσιο.
Απόσπασμα
Ξύπνησαν απότομα. Η γη κουνιόταν και χόρευε σαν παλαβή. Τα πέτρινα τοιχώματα της σπηλιάς σείονταν κι έτριζαν. Η Πανδώρα άρπαξε το Μοχίκα από το χέρι και τον τράβηξε έξω. Η νύχτα ήταν πολύ σκοτεινή, ένιωθαν, όμως, τα δέντρα να πηγαινοέρχονται και να χτυπούν στον αέρα τα κλαριά τους, σαν να ‘ταν μεγάλα πουλιά που ζητούσαν να υψωθούν στον αέρα. Πίσω τους ακούστηκε μια φοβερή φασαρία, βρόντοι και γδούποι, καθώς οι πέτρες πέφτανε η μια πάνω στην άλλη.

«Η σπηλιά!» ψιθύρισε η Πανδώρα. «Δεν άντεξε, γκρεμίστηκε. Ευτυχώς που προλάβαμε να βγούμε! Θα μας είχαν θάψει τα βράχια και τα χώματα».

Ένας θόρυβος που έμοιαζε με έκρηξη γέμισε τη νύχτα. Όλα γύρω τους, δέντρα, χώμα, βράχια βάφτηκαν ξαφνικά κατακόκκινα. Ο Μοχίκα παραμέρισε τα κλαριά και κοίταξε πάνω. Στον ολόμαυρο ουρανό σηκώθηκε ένα σιντριβάνι φωτιάς σκορπώντας γύρω του πολύχρωμες σπίθες που ανέβαιναν ψηλά και χάνονταν ανάμεσα στ’ άστρα.

«Τι είναι αυτό;» ρώτησε τρομαγμένη η Πανδώρα παίρνοντας θέση δίπλα του.

«Ηφαίστειο», είπε ο Μοχίκα. «Είναι στην οροσειρά πίσω από τα βουνά που βρισκόμαστε τώρα. Έκρηξη ηφαιστείου. Σίγουρα την προκάλεσε αυτός ο σεισμός που δεν εννοεί να κοπάσει.

Η Πανδώρα έβγαλε μια φωνή κι έκρυψε το κεφάλι της στο στήθος του Μοχίκα. Μια πυρακτωμένη πέτρα διέγραψε μια φωτεινή καμπύλη κι έπεσε στα πόδια τους. Η κορυφή του φλογισμένου βουνού έσκασε με πάταγο και από το χείλος του κρατήρα άρχισε να ξεχειλίζει η λάβα και να κυλά στην πλαγιά αργά φωτίζοντας το δρόμο της μόνη της και καίγοντας ό,τι βρισκόταν μπροστά της.

«Δεν ήξερα πως στην Ατλαντίδα υπάρχουν ηφαίστεια», είπε η Πανδώρα προσπαθώντας να φανεί ήρεμη. Αλλά ο Μοχίκα την ένιωθε να τρέμει και το πρόσωπό της στο κόκκινο φως έδειχνε πολύ ωχρό και τα χαρακτηριστικά του ήταν τραβηγμένα.

«Είναι μακριά μας το ηφαίστειο. Δεν πρόκειται να έρθει από δω η λάβα», προσπάθησε να καθησυχάσει το κορίτσι μα και τον εαυτό του ο Μοχίκα.

Είχαν καθίσει καταγής, γιατί τα πόδια τους δεν τους βαστούσαν άλλο· εξακολουθούσαν, όμως, να είναι αγκαλιασμένοι. Αυτή η επαφή ήταν η μόνη τους παρηγοριά μέσα στη φοβερή νύχτα.

Έμειναν έτσι καθισμένοι επί ώρες. Ο σεισμός συνεχιζόταν με αμείωτη ένταση, η γη σπάραζε και βογκούσε και το ηφαίστειο ξερνούσε ολοένα καινούριες φλόγες και στάχτες.

Μετά από πολλή ώρα χάραξε. Ο πελιδνός ουρανός δεν ξεχώριζε από τη θάλασσα κι μόνο ένα φωτεινό στίγμα υποδήλωνε ότι ο ήλιος είχε ανατείλει. Ακόμα και η λάβα φαινόταν ξεθωριασμένη στο χλομό φως της μέρας.

Έγινε μια ακόμα δόνηση, μα ήταν τόσο ισχυρή, που τους έριξε καταγής. Ένα περίεργο αίσθημα κυρίεψε την Πανδώρα. Της φαινόταν ότι η γη από κάτω της βούλιαζε και πως ο λόφος όπου είχαν βρει καταφύγιο, καθώς και η πανύψηλη οροσειρά πίσω του, βάλθηκαν να χαμηλώνουν. Κοίταξε ερωτηματικά τον Μοχίκα που ήταν ξαπλωμένος δίπλα της, ανάμεσα στα κλαριά και τα φύλλα που είχαν κοπεί από τις βελανιδιές., και είδε στα μάτια τους να καθρεφτίζεται ο ίδιος φόβος. Ήταν όμως δυνατό να χαμηλώνουν τα βουνά;

Μόλο που ο ήλιος ήταν κρυμμένος μέσα στην καταχνιά, η Ποσειδωνία φαινόταν καθαρά. Από κει όπου βρίσκονταν, μπορούσαν να δουν ότι οι καταστροφές που είχε υποστεί η πόλη ήταν τεράστιες. Τα τείχη δεν υπήρχαν πια και τα νερά από τις διώρυγες είχαν ξεφύγει από τις ρωγμές που είχαν δημιουργηθεί στις κοίτες τους και είχαν χυθεί στη θάλασσα παρασέρνοντας μαζί τους και τα αγκυροβολημένα καράβια. Αντί για το ανάκτορο, στην κορυφή του λόφου της ακρόπολης υπήρχαν τώρα άμορφοι όγκοι. Ο ναός του Ποσειδώνα ήταν ακόμα όρθιος, μα έγερνε προς τη μια πλευρά, η στέγη του είχε φύγει και μέσα κάτι λαμπύριζε. Σίγουρα ήταν το περίφημο άγαλμα του θεού με τις εκατό Νηρηίδες. Αυτό, τουλάχιστον, ήταν όρθιο.

Το βουνό τους έτρεμε. Σίγουρα έτρεμε κι  ολόκληρη η Ατλαντίδα, γιατί οι δονήσεις έρχονταν τώρα απανωτά, δίχως σταματημό.

«Κοίτα εκεί», έδειξε με το χέρι του ο Μοχίκα. «Τι γίνεται στην παραλία;»

Ήταν κάτι που ξεπερνούσε τη φαντασία τους. Η πόλη είχε αρχίσει να καταποντίζεται μπροστά στα μάτια τους. Πρώτη βυθίστηκε η εξωτερική ζώνη, τα υπόλοιπα των τειχών, οι πύργοι της πύλης. Τα νερά της θάλασσας όρμησαν και πήραν τη θέση των κτιρίων, γέμισαν τις διώρυγες και άρχισαν να τρέχουν στους δρόμους. Όσο χαμήλωνε η στεριά, τόσο φούσκωναν τα κύματα και χιμούσαν να πνίξουν την ανυπεράσπιστη πολιτεία. Ένα ένα τα σπίτια χάνονταν και, καθώς η ξηρά υποχωρούσε, το πέλαγος αγρίευε. Μόνο η ακρόπολη υψωνόταν ακόμα πάνω απ’ τη στάθμη των νερών. Οι τοίχοι του ναού είχαν γκρεμιστεί και το άγαλμα του Ποσειδώνα, όρθιο με την τρίαινα στο χέρι, έμοιαζε να προσφέρει την πόλη κι ό,τι ζωντανό υπήρχε σ’ αυτή θυσία στο υγρό στοιχείο που ο ίδιος όριζε.

Τα έβλεπαν στ’ αλήθεια αυτά ο Μοχίκα και η Πανδώρα; Ή, έτσι μακριά όπως βρίσκονταν από τη μεγάλη πολιτεία, τα φαντάζονταν μονάχα, την πόλη να καταποντίζεται και τους ανθρώπους της να τρέχουν σαν τρελοί να σωθούν, να σκαρφαλώνουν στους τοίχους του ναού και να κρέμονται από το πανύψηλο άγαλμα του θεού τους; Μα η εικόνα ήταν τόσο ζωντανή, ώστε ξέρανε, σαν να ‘ταν εκεί, ότι αυτά γίνονταν στην καταδικασμένη Ποσειδωνία. 
Σχόλιο
Ο μύθος για το βασίλειο της Ατλαντίδας είναι από τους πιο ελκυστικούς στον επιστημονικό (και παρεπιστημονικό) κόσμο, κι έτσι αρκετές θεωρίες έχουν κατά καιρούς γεννηθεί για να εξηγήσουν το πότε, πού και πώς δημιουργήθηκε και έσβησε. Πολλοί τον θεωρούν ως απλό παραμύθι, άλλοι ως θρύλο, ενώ κάποιοι υποστηρίζουν ότι καθώς εμφανίζεται στην κουλτούρα περισσότερων από ενός λαών (Ελλήνων και Αιγυπτίων), οφείλουμε να τον αποδεχθούμε περισσότερο ως παράδοση.

Αν θέλετε να βγάλετε τα δικά σας συμπεράσματα, μπορείτε να ρίξετε μια ματιά στην ίδια την πηγή. Εδώ μπορείτε να διαβάσετε ένα απόσπασμα από τον Τίμαιο με παράλληλη μετάφραση του Γ. Σεφέρη, ενώ για το αρχαίο κείμενο από τον Κριτία υπάρχει εδώ απόδοση στα νέα ελληνικά.

Ξεκινώντας να διαβάζουμε τον Τίμαιο, παρατηρούμε ότι ολόκληρο το πρώτο μέρος του αναφέρεται στην τάξη των Φυλάκων, σαν το έργο αυτό να αποτελούσε συνέχεια της Πολιτείας. Αν αυτό ήταν αλήθεια, θα μπορούσε να σημαίνει ότι ολόκληρη η ιστορία της Ατλαντίδας είναι κατασκευασμένη για να εξυπηρετήσει απλώς τη θεωρία που αναπτύσσεται από τον φιλόσοφο για την ιδανική πόλη. Ωστόσο, ανάμεσα στη συγγραφή των δύο έργων (Πολιτεία και Τίμαιος) μεσολαβούν είκοσι χρόνια (374-354 π.Χ) και επιπλέον η υπόθεσή τους τοποθετείται σε διαφορετικές χρονικές στιγμές: ο διάλογος στην Πολιτεία πραγματοποιείται μεταξύ 19ης-20ής Θαργηλιώνος ενώ εκείνος στον Τίμαιο την 27η Εκατομβαιώνος· αν μη τι άλλο, αυτό δείχνει ότι τουλάχιστον από τον ίδιο τον συγγραφέα δεν υπήρχε πρόθεση τα δύο έργα να δηλωθούν ως συνέχεια.
μεσαιωνικό χειρόγραφο με τη μετάφραση στα λατινικά
του πρώτου μέρους του Τιμαίου από τον Χαλκίδειο (Πηγή)
Η περίπτωση της Ατλαντίδας θα μπορούσε κάλλιστα να αντιμετωπίζεται ως θρύλος, καθώς ως βάση έχει πιθανότατα κάποια γεγονότα πραγματικά, που όμως φτάνουν σε μας μέσα από το «χαλασμένο τηλέφωνο» της Ιστορίας: από τον Αιγύπτιο ιερέα που τα διαβάζει στα βιβλία του, περνάνε στον Σόλωνα· από εκείνον σε έναν φίλο του, ο οποίος πολύ αργότερα τα μεταφέρει στον 10χρονο εγγονό του, Κριτία· κι εκείνος με τη σειρά του τα διηγείται στον δικό του μικρεγγονό, τον Πλάτωνα, που τελικά τα καταγράφει για να τα διαβάσουμε εμείς μέσα από αντίγραφα αντιγράφων.
Σόλων ο Αθηναίος (πηγή)
Και μερικά ερωτήματα για περαιτέρω προβληματισμό:

○ Μήπως άραγε ο καταποντισμός της Ατλαντίδας αναφέρεται στην έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης (κάπου στα 1620 π.Χ.) που όντως βύθισε ένα νησί και κατέστρεψε έναν λαμπρό πολιτισμό; Το σπάσιμο των Στενών του Γιβραλτάρ που έκανε θάλασσα τη Μεσόγειο θα ήταν μάλλον αδύνατο να έχει μεταφερθεί στη μνήμη των ανθρώπων, αφού συνέβη 5,4 εκατομμύρια χρόνια π.Χ.
○ Μήπως η απώλεια των γραπτών πηγών των Ελλήνων που αναφέρουν οι Αιγύπτιοι έχει να κάνει με την κάθοδο των Δωριέων (κάπου στα 1100 π.Χ.), που -παρότι αποκρούστηκαν από τους Αθηναίους όπως οι Άτλαντες του μύθου- όντως σήμανε το τέλος της παλαιάς γραφής (Γραμμικής Β');
○ Μήπως άραγε, το ότι όλα αυτά αναφέρεται πως έγιναν 9 χιλιάδες χρόνια πριν την εποχή του Σόλωνα, απλώς σημαίνει ότι συνέβησαν πολύ-πολύ παλιά; Θυμίζουμε ότι ο Όμηρος συχνά χρησιμοποιεί το εννέα όχι ως ακριβή αριθμό, αλλά ως δηλωτικό μεγάλης διάρκειας.

Πολλά λοιπόν μπορεί ο καθένας να υποθέσει. Το μόνο σίγουρο; Ότι μέσα από την ανάγνωση του βιβλίου αυτού, οι μικροί αναγνώστες θα προσλάβουν ως περιστατικά πραγματικά τα όσα περιγράφονται, όπως συχνότατα συμβαίνει και με τις ταινίες που βλέπουν. Αν δεν θέλουμε να γίνει αυτό, μπορούμε πάντα να συζητήσουμε μαζί τους και να διασαφηνίσουμε τα όρια μύθου και πραγματικότητας.
Όπως αναφέρουμε και πιο πάνω, κάποιες ασυμφωνίες δυστυχώς δεν αποφεύγονται και γενικά το έργο, παρότι βραβευμένο, προσωπικά βρίσκω ότι υστερεί σε σύγκριση με άλλα της αείμνηστης συγγραφέως. Αρκετές συμβάσεις είναι διάσπαρτες σε ολόκληρο το έργο. Στο πρώτο π.χ. μέρος, διαβάζουμε ότι οι Άτλαντες στο σχολείο τους διδάσκονται τα φυσικά φαινόμενα με τρόπο σύγχρονο κι επιστημονικό (σ. 31), την ίδια όμως στιγμή φοβούνται (σ.49) την οργή των θεών όπως αυτή εκδηλώνεται μέσα από τα ίδια αυτά φαινόμενα. Στο δεύτερο, ενώ ο γερο Κηδαλίωνας μας παρουσιάζεται ως απλός γεράκος που δεν τον έχουν καν καλέσει στο γυμναστήριο για ενημέρωση, γρήγορα εμφανίζεται ως δεξί χέρι του διοικητή των ελληνικών δυνάμεων (σ.141) που όλοι τον σέβονται για την εμπειρία του. Στο τρίτο μέρος, η μάχη μεταξύ Αθηναίων και Ατλάντων είναι μεν κοντά σε αυτά που περιγράφει ο Πλάτωνας, το σκηνικό όμως με την Πύρρα να κρέμεται από ένα δέντρο και τον Αζάη να στήνει ολόκληρη επιχείρηση σωτηρίας, αγγίζει τα όρια της κινηματογραφικής υπερβολής.
Χρήση στην τάξη
Αν τα παιδιά δείξουν ενδιαφέρον για τον μύθο της Ατλαντίδας, μπορούμε να προβάλουμε στην τάξη κάποιο από τα πολλά σχετικά ντοκιμαντέρ που κυκλοφορούν (με υπότιτλους, με αυθαιρεσίες ή ένα διαστημικό, από το UFO tv!) ή την γνωστή ταινία κινουμένων σχεδίων Η χαμένη Ατλαντίδα (Atlantis, The Lost Empire - 2001).

Στα πλαίσια του μαθήματος της Γλώσσας, θα μπορούσαμε να ζητήσουμε από τους μαθητές να περιγράψουν ένα ταξίδι τους στη μυθική αυτή πολιτεία, χρησιμοποιώντας στοιχεία από το βιβλίο ή μελετώντας εικόνες από το διαδίκτυο. Στα εικαστικά, θα είχε ενδιαφέρον να δοκιμάσουμε να ζωγραφίσουμε και εμείς ένα θαλάσσιο (ή και υποθαλάσσιο) βασίλειο, χρησιμοποιώντας κάποια διαφορετική τεχνική (π.χ. χάραξη πάνω σε στρώμα μαύρης κηρομπογιάς). Άλλη σκηνή που θα μπορούσαμε να προσεγγίσουμε εικαστικά ή γλωσσικά είναι η υποδοχή της αντιπροσωπείας στην αίθουσα του θρόνου (σ.21). Πώς θα έμοιαζε μια συγκέντρωση μυθικών προσώπων ή ηρώων σε ένα τέτοιο βασίλειο;

Τέλος, ίσως θα ήταν εποικοδομητικό να αποδώσουμε με παντομίμα τη σκηνή της συνάντησης του βασιλιά Ούμπα με τον πανίσχυρο Άτλαντα (κεφ. 8) - προσέχοντας ωστόσο να μην αρχίσει ο μαθητής που θα παίζει τον Ούμπα να χτυπάει το κεφάλι του στο πάτωμα! Καλό θα ήταν επίσης να φροντίσουμε η συγκεκριμένη σκηνή να επαναλαμβάνεται δύο φορές, ώστε οι μαθητές να παίζουν τους ρόλους του βασιλιά και του εξαρτημένου ηγεμόνα εναλλάξ.

Share/Bookmark

Τετάρτη 1 Απριλίου 2015

Τα διαμάντια της μαϊμούς

Υπόθεση
Η συλλογή περιέχει πέντε διηγήματα, οι υποθέσεις των οποίων έχουν ως εξής:

Τα διαμάντια της μαϊμούς - Αττική 1835. Ο Κουρτ, Βαυαρός στρατιώτης της ακολουθίας του βασιλιά Όθωνα, έχει πάει για κυνήγι με τον φίλο του Χανς στο Πικέρμι (Μεγάλο Ρέμα). Καθώς κοιμούνται κάτω από μια βελανιδιά, ο Κουρτ, με τη βοήθεια και της ντόπιας ρετσίνας, παρασύρεται σ' ένα παράξενο όνειρο που τον μεταφέρει στο Νεότερο Μειόκαινο (9 έως 6,5 εκατομμύρια χρόνια πριν). Παρατηρεί διάφορα ζώα που την εποχή εκείνη ζούσαν στην περιοχή, δέχεται επίθεση από ύαινες και ταξιδεύει στην πλάτη μιας τεράστιας χελώνας σε μια πεδιάδα, όπου συναντά ακόμα περισσότερα είδη. Όταν ο φίλος του Χανς ξυπνάει, αποκαλύπτεται ότι έχει δει στον ύπνο του τη συνέχεια της ίδιας ιστορίας! Ο Κουρτ παίρνει άδεια και ταξιδεύει πίσω στη Βαυαρία, όπου επισκέπτεται έναν καθηγητή για να του δείξει ένα κόκαλο με "διαμάντια" που απέσπασε από την αττική γη. Πρόκειται άραγε για αληθινό θησαυρό, ή απλώς για άνθρακες;

Τα τσακάλια - Ο μικρός Ρας με τον πατέρα του κυνηγούν στο χιονισμένο νεολιθικό τοπίο μαζί με τους υπόλοιπους άντρες της φυλής. Δυο κοκκινότριχα τσακάλια που έχουν μεγαλώσει με αποφάγια δίπλα στη σπηλιά των ανθρώπων, τους ακολουθούν και τελικά τους βοηθούν να συλλάβουν τη λεία τους.  Ο αρχηγός τα ανταμείβει με δυο κομμάτια από τα θηράματα, κλείνοντας μαζί τους μια σιωπηρή συμφωνία.

Το κορίτσι με τα σαλιγκάρια - Η οικογένεια της 8χρονης Κάτιας έχει μόλις επαναπατριστεί από τη Ρωσία. Η μητέρα της προσπαθεί να την βοηθήσει να προσαρμοστεί στο να ζει σ' ένα στενό δωμάτιο ξενοδοχείου, όμως η μικρή δυσκολεύεται, επειδή της απαγορεύουν να φιλοξενεί κατοικίδια ζώα. Έναν χρόνο αργότερα γράφεται απευθείας στη Δ' τάξη, όμως τα ελληνικά της είναι πολύ φτωχά και προβληματίζεται. Μεγάλη της παρηγοριά ένα κουτί παπουτσιών που έχει μετατρέψει σε πάρκο σαλιγκαριών! Μια και είναι τα μοναδικά ζωάκια που μπορούν να περάσουν απαρατήρητα, δίνει σ' αυτά όλη της την αγάπη. Μια μέρα, γυρίζοντας σπίτι, θα αντιμετωπίσει μια δυσάρεστη έκπληξη...

Το μαύρο σκυλάκι - Ο κ. Κοκκίνης χαρίζει στη Βίκη ένα μαύρο μαλλιαρό κανίς - γκριφόν με το οποίο το κορίτσι δένεται πολύ. Το φροντίζει συνέχεια και του συμπαραστέκεται όταν προσβάλλεται από μόρβα. Το σκυλάκι μεγαλώνει, αλλά μόλις γίνεται 8 μηνών και βγαίνει για πρώτη φορά έξω μόνο του, ένας σαδιστής οδηγός φορτηγού το πατάει με το αυτοκίνητό του. Λίγο καιρό μετά την ταφή του, η Βίκη βλέπει ένα περίεργο όνειρο...

Όταν γεννήθηκε το μαμούθ - Ένας Τουγκούζος κυνηγός ανακαλύπτει παγωμένο μέσα στη στέπα ένα ολόκληρο μαμούθ σε άριστη κατάσταση. Ξεπερνώντας το δέος του, ειδοποιεί τον υπεύθυνο της περιοχής, που με τη σειρά του τηλεφωνεί στην Ακαδημία Επιστημών του Μαγκατάν για να ενημερώσει τους αρμοδίους. Καταφθάνει στο σημείο μια επιστημονική επιτροπή που αναλαμβάνει να το ξεπαγώσει και να το μεταφέρει στο εργαστήριο. Πίσω στο Λένινγκραντ, ο κυτταρολόγος Ορλόφ και ο καθηγητής Ζόριν, θέλουν να χρησιμοποιήσουν ζωντανά κύτταρα του μαμούθ για να το κλωνοποιήσουν. Βρίσκουν μάλιστα μια θηλυκή ελεφαντίνα για να κυοφορήσει το ωάριο. Μετά από 20 μήνες, έρχεται στον κόσμο ένα τερατάκι που μοιάζει με μοεριθήριο. Φαίνεται πως το πείραμα απέτυχε επειδή το κύτταρο του ξεπαγωμένου μαμούθ είχε μειωμένη δύναμη... οι επιστήμονες πρέπει να συνεχίσουν την προσπάθεια!

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Κέδρος
Συγγραφέας: Κίρα Σίνου
Εικονογράφηση: Ωρίωνας Αρκομάνης
ISBN: 978-960-04-0011-3
Έτος 1ης Έκδοσης: 1983
Σελίδες: 118
Τιμή: περίπου 6 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Ε', Στ'

Κριτική
Βραβευμένη συλλογή διηγημάτων που θεματικά κινούνται σε δύο φαινομενικά παράταιρους άξονες: την προϊστορική πανίδα και την αγάπη κάποιων σύγχρονων παιδιών για τα κατοικίδιά τους. Η γλώσσα γραφής είναι απλή και λογοτεχνικά προσεγμένη, με όμορφες περιγραφές, σαφήνεια αλλά και ευαισθησία στην έκφραση, ενώ το περιεχόμενο εμπλουτίζεται και με αρκετές επιστημονικές πληροφορίες. Από άποψη έκτασης, συναντάμε δύο κείμενα μικρού μεγέθους (καθένα καταλαμβάνει μόλις 9 σελίδες) και τρία μεγαλύτερα, με το πρώτο να δίνει και τον τίτλο του στο βιβλίο. Η εικονογράφηση περιλαμβάνει για κάθε ιστορία ένα μικρό εισαγωγικό σκίτσο πάνω από τον τίτλο (βλ. εικόνα πιο κάτω) και μία (συνήθως) ολοσέλιδη ασπρόμαυρη ζωγραφιά που απεικονίζει κάποιον χαρακτήρα ή μια σκηνή. Τα διηγήματα διαβάζονται τελικά αρκετά ευχάριστα, ενώ χάρη στην ποικιλία των εποχών και των χαρακτήρων, μπορούν να ικανοποιήσουν αναγνώστες με διαφορετικά γούστα: από τους λάτρεις των επιστημών και της περιπέτειας, μέχρι εκείνους που προτιμούν συγκινητικές ιστορίες με ζωάκια. Το προτείνουμε σε μαθητές των μεγάλων τάξεων του Δημοτικού και σε συναδέλφους που ενδιαφέρονται να ενημερωθούν και να ασχοληθούν στην τάξη με την εξέλιξη της σχέσης ανθρώπου και ζώων μέσα στους αιώνες.

  • Χαριτωμένες ιστορίες
  • Ποικιλία στα θέματα και τις αξίες

Αξίες - Θέματα
Ιστορία, Μύθος, Φιλοσοφία, Υπευθυνότητα, Αλτρουισμός

Σκηνές που ξεχωρίσαμε
Όλες οι ιστορίες έχουν ενδιαφέρουσες σκηνές, αλλά προσωπικά μου εντυπώθηκαν περισσότερο οι σκηνές από Τα τσακάλια και το Όταν γεννήθηκε το μαμούθ.

Εικονογράφηση
Σε κάθε ιστορία συναντάμε ένα μικρό εισαγωγικό σκίτσο πάνω από τον τίτλο και μία (σε μία περίπτωση και δύο) ολοσέλιδη ασπρόμαυρη ζωγραφιά που συνοδεύει τυπικά το κείμενο και χωρίς να αλληλεπιδρά ιδιαίτερα με αυτό, απεικονίζει μια σκηνή ή κάποιον από τους χαρακτήρες.
Απόσπασμα
Έκανε πολύ κρύο την ώρα που ξεκινούσαν για το κυνήγι. Μόλις είχε πάρει να γλυκοχαράζει και τ’ αχνό τριανταφυλλένιο φως αντιφέγγιζε ροδαλό πάνω στα χιόνια που σκέπαζαν με παχύ στρώμα τη γη, χαρίζοντας στο τοπίο κάτι παραμυθένιο.

Όμως, οι άνθρωποι που περπατούσαν δεν είχαν το μυαλό τους στις ομορφιές της φύσης. Το μόνο που τους απασχολούσε εκείνη την ώρα ήταν να βρουν κάποια λεία που θα τους εξασφάλιζε τροφή για αρκετές μέρες. Ο χειμώνας ήταν βαρύς κι όσο πήγαινε τόσο κι αγρίευε. Ακόμα και σ’ αυτούς τους τραχείς και σκληραγωγημένους ανθρώπους της παλαιολιθικής εποχής το κυνήγι ήταν μια δουλειά δύσκολη κι εξαντλητική, γιατί πολλές φορές χρειάζονταν μέρες ολάκερες να τριγυρνούν ανάμεσα στους πάγους και στις χιονοθύελλες, για ν’ ανακαλύψουν κάποιο θήραμα.

Οι κυνηγοί βάδιζαν σκορπισμένοι στους χαμηλούς λόφους, ψάχνοντας για χνάρια. Τα χοντρά τους ρούχα, φτιαγμένα από τομάρια ζώων, τους προστάτευαν καλά από το ψύχος. Τα γούνινα σκουφιά που φορούσαν στα κεφάλια τους προφύλαγαν τ’ αφτιά τους από την παγωνιά και τα γούνινα ποδήματα όχι μόνο κρατούσαν ζεστά τα πόδια τους, αλλά και τους βοηθούσαν να περπατούν αθόρυβα. Στο λαιμό τους είχαν περασμένα περιδέραια από νύχια και δόντια μεγάλων σαρκοβόρων. Μόνο το περιδέραιο του αρχηγού ξεχώριζε. Ήταν καμωμένο από χάντρες σκαλισμένες σε χαυλιόδοντα μαμούθ, εκείνου του τεράστιου τριχωτού ελέφαντα, που κυριαρχούσε σ’ όλες τις πεδιάδες. Δεν υπήρχε ζώο που θα μπορούσε να διανοηθεί να σταθεί εμπόδιο στο διάβα του μαμούθ. Όλα το τρέμανε. Μονάχα ο άνθρωπος τολμούσε ν’ αμφισβητήσει την κυριαρχία του. Του έστηνε παγίδες και το καταδίωκε στους βάλτους και στα έλη, όπου το πελώριο παχύδερμο κολλούσε μέσα στη λάσπη και του γινόταν εύκολη λεία.

Μα σήμερα οι κυνηγοί δεν ψάχνανε για μαμούθ. Μακάρι να βρίσκανε κανένα. Θα τους εξασφάλιζε τροφή και λίπος για όλο το χειμώνα. Ξέρανε όμως καλά πως τα μαμούθ είχαν φύγει από την περιοχή τους, τραβώντας για τόπους όπου δεν υπήρχαν άνθρωποι. Ψάχνανε για οτιδήποτε, αρκεί να μη χρειαζόταν τίποτα περισσότερο από καλό σημάδι και γοργά πόδια για να το προλάβουν.

Ο Ρας βάδιζε δίπλα στον πατέρα του. Δεν ήταν πολύς καιρός που οι μεγάλοι κυνηγοί είχαν αρχίσει να τον παίρνουν μαζί τους, για να μάθει την τέχνη του κυνηγιού και να συνηθίσει στις δυσκολίες του. Από το κυνήγι εξαρτιόταν η ζωή τους, η ζωή ολόκληρης της φυλής. Δεν αρκούσε μονάχα ο καλός υπολογισμός και η σβελτάδα. Χρειαζόταν να μάθει τόσα πολλά! Να μάθει να ξεχωρίζει τα χνάρια των ζώων, να καταλαβαίνει, βλέποντας αυτά τα χνάρια, τι έκανε το ζώο κι αν θα ήταν εύκολη λεία. Κι έπρεπε να μάθει και τις συνήθειες όλων των ζώων και τον τρόπο της ζωής τους.

Το μάτι του έπαιζε πασχίζοντας ν’ ανακαλύψει και το παραμικρότερο σημάδι. Το φρέσκο χιόνι απλωνόταν παρθένο ένα γύρο τους. Το κρύο ήταν διαπεραστικό, τα κοπάδια δεν είχαν αρχίσει ακόμα να μετακινούνται.

Ξαφνικά ένιωσε πως κάποιος από πίσω τον κοίταζε. Το ένστιχτό του του έλεγε καθαρά πως τον παρακολουθούσαν. Ένα έντονο συναίσθημα κινδύνου τον πλημμύρισε ολόκληρο κι άθελά του σχεδόν γύρισε να κοιτάξει πίσω του. Ξεχώρισε δυο σκιές να τους ακολουθούν σε αρκετή απόσταση. Τα όρθια αυτιά και οι φουντωτές ουρές του δήλωσαν πως είναι τσακάλια.

- Πατέρα, είπε με χαμηλή φωνή γιατί απαγορευόταν ρητά να φωνάζεις την ώρα του κυνηγιού, πίσω μας έρχονται δύο τσακάλια. Να τους πετάξω χιονιές για να φύγουν;

Ο πατέρας γύρισε και κοίταξε.

- Ναι, είναι τσακάλια, είπε. Μη, φώναξε σχεδόν, βλέποντας το Ρας να σκύβει για να μαζέψει χιόνι. Μπορεί να σου ριχτούν… Μη δίνεις σημασία. Αν δεν τα πειράξεις, δεν πρόκειται να μας επιτεθούν. Ασ’ τα ήσυχα.

Ο Ρας υπάκουσε. Η κουβέντα του πατέρα ήταν νόμος. Όλο όμως γύριζε κι έριχνε πίσω του καμιά ματιά. Ήθελε να δει αν πλησίαζαν και αν η απόσταση που τα χώριζε μπορούσε να είναι επικίνδυνη. Κι έπειτα αυτά τα τσακάλια… Είχαν κάτι που του θύμιζε εκείνα τ’ άλλα τσακάλια… Ήταν καιρός τώρα που ένα κοπάδι από δαύτα γυρόφερνε κοντά στη σπηλιά τους. Έρχονταν και έφευγαν, πήγαιναν κυνήγι κι έπειτα ξαναγύριζαν. Και πλησίαζαν προπαντός όταν το κυνήγι τους είχε σταθεί άτυχο και τα έκοβε η πείνα.

Στις αρχές οι γυναίκες τα φοβόνταν. Βλέποντάς τα όμως να καθαρίζουν τους σκουπιδότοπους χωρίς σαν πειράζουν τους ανθρώπους, τα συνήθισαν. Μερικές μάλιστα τα βλεπαν με καλό μάτι. Δεν ήταν πια τόση η βρομιά, τώρα που τα τσακάλια καταβρόχθιζαν όλα τ’ απομεινάρια. Και πολλές τους πετούσαν κόκαλα κι αποφάγια και κάνανε χάζι τα ζώα που πέφτανε όλα μαζί στήνοντας καβγάδες.

Όσο πήγαινε, τόσο περισσότερο συνηθίζονταν αναμεταξύ τους άνθρωποι και τσακάλια. Και τα τσακάλια άρχισαν να εμπιστεύονται τον άνθρωπο και να κουβαλούν τα κουτάβια τους. Μερικά από τα κουτάβια μεγάλωσαν κοντά στη σπηλιά και δεν ακολουθούσαν πάντα το κοπάδι που έφευγε για το κυνήγι. Φαίνεται πως τους έφταναν τ’ αποφάγια και ήταν χορτάτα. Ήταν μάλιστα και δύο με τρίχωμα κοκκινωπό, που τους πετούσε πότε πότε κι η ίδια κανένα κόκαλο.

Ο Ρας γύρισε απότομα να ξανακοιτάξει. Τα τσακάλια είχαν πλησιάσει τόσο που μπορούσε να τα ξεχωρίσει. Καλά το είχε μαντέψει, ήταν οι κοκκινοτρίχηδες από τη σπηλιά…

- Πατέρα, είπε ψιθυριστά, γιατί ήξερε πολύ καλά πόσο μακριά αντιλαλεί η ανθρώπινη φωνή μέσα σε μια τέτοια ησυχία. Είναι από κείνα τα τσακάλια που λημεριάζουν έξω από τη σπηλιά μας. Τα γνώρισα από το χρώμα τους.

- Φταίνε οι γυναίκες που τους πετούν τ’ αποφάγια και τα μάθανε. Μας πήραν από πίσω γιατί ελπίζουν, φαίνεται, ότι κάτι θα βγάλουν ακολουθώντας μας.

Εκείνη τη στιγμή ο αρχηγός σήκωσε το κοντάρι του. Το μάτι του είχε ξεχωρίσει το θήραμα. Ο Ρας κι ο πατέρας του και οι άλλοι κυνηγοί πλησίασαν αθόρυβα. Αμίλητος ο αρχηγός τους έδειξε τα μεγάλα ίχνη που είχαν σφραγίσει έντονα το κατάλευκο χιόνι.

- Αγριόταυρος! ψιθύρισε ο πατέρας του Ρας. Και δεν είναι ένας, είναι πολλοί, πρόσθεσε δείχνοντας πιο κάτω κι άλλα χνάρια. Θα κάνουμε καλό κυνήγι.
Βραχογραφία με κυνήγι από το Tadrart Acacus, στο Φεζάν της Λιβύης (πηγή)

Σχόλια 
Οι θεματικές της συλλογής, μπορεί εκ πρώτης όψεως να μοιάζουν παράταιρες ή ακόμα και αντίθετες (βλ. σχόλιο Μάνου Κοντολέων στην Πολιτιστική στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου), μια πιο προσεκτική ωστόσο ματιά, μας επιτρέπει να διαπιστώσουμε ότι όλα τα διηγήματα αφορούν τη σχέση ανθρώπων και ζώων. Συνδετικό κρίκο στο περιεχόμενο αποτελεί η ιστορία "τα τσακάλια" (από την οποία προέρχεται και το παραπάνω απόσπασμα)· εκεί συναντιέται για πρώτη φορά ο άνθρωπος μ' ένα άγριο, προϊστορικό ζώο, που πρόκειται στη συνέχεια να γίνει ο καλύτερός του φίλος.
Από τους Μιασίδες στους λύκους και από εκεί στους σημερινούς σκύλους (πηγή)

Στο πρώτο διήγημα, τα σχόλια του Βαυαρού στρατιώτη Κουρτ δείχνουν συμπάθεια για τον ελληνικό πολιτισμό αλλά και κάποια απαξίωση για την κατάσταση του λαού μας. Σχεδόν χίλια χρόνια έχουν περάσει από τότε που οι Βυζαντινές πριγκιποπούλες κοίταζαν τους Γερμανούς της βασιλικής αυλής αφ' υψηλού (βλ.  Άννα και Θεοφανώ της ίδιας συγγραφέως) μεταδίδοντάς του «τα φώτα» της Ανατολής. Τι συνέβη στο ενδιάμεσο και ήρθαν τα πάνω-κάτω; Μα φυσικά η περίοδος της τουρκοκρατίας, που για μισή χιλιετία κράτησε τα Βαλκάνια σε επιστημονικό σκοτάδι και ως έναν βαθμό ευθύνεται (ενώ ακόμα συχνότερα χρησιμοποιείται ως δικαιολογία) για μια σειρά από παθολογίες της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας.
Βαυαρικές στολές του 19ου αιώνα (πηγή)
Στη σελίδα 80, ο κύριος Κοκκίνης χαρίζει στη Βίκη ένα σκυλάκι επειδή σύμφωνα με τα λεγόμενά του δεν μπορεί ο ίδιος να το κρατήσει στην πολυκατοικία. Το κορίτσι τον ευχαριστεί, αλλά μόλις απομακρύνεται από το σπίτι του σχολιάζει με κακεντρέχεια: Μάθημα που μου 'κανε εκείνος ο ηλίθιος! Δεν το θέλει το σκυλί, ωραία! Τόσο το καλύτερο για μένα! Η αντίδρασή της μάλλον δεν δικαιολογείται ιδιαίτερα από τα όσα ειπώθηκαν, ενώ ως έναν βαθμό έρχεται σε αντίθεση με τον ευαίσθητο χαρακτήρα που φανερώνει το κορίτσι αργότερα. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου. Να αναφέρουμε επίσης ότι το συγγραφικό τέχνασμα του ταξιδιού στο παρελθόν μέσα από ένα όνειρο (που χρησιμοποιείται στην κεντρική ιστορία), το έχουμε ξανασυναντήσει στην ιστορία της Νίτσας Τζώρτζογλου Ο τελευταίος βασιλιάς της Ατλαντίδας, που εκδόθηκε λίγα χρόνια πριν, το 1978.

Η τελευταία ιστορία της συλλογής μάς θυμίζει λίγο το Όταν αναστήθηκε το μαμούθ, από το οποίο η συγγραφέας ίσως να άντλησε έμπνευση. Σε εκείνο το μυθιστόρημα του 1923, οι επιστήμονες καταφέρνουν να επαναφέρουν το μαλλιαρό ζώο χρησιμοποιώντας κρυογονική, ενώ στο παρόν διήγημα επιλέγεται άλλη διαδικασία. Πρόκειται για την γνωστή μας κλωνοποίηση (στη σ. 110 της συναντάμε ως "κλώνωση") που το 1983 -χρονολογία έκδοσης του βιβλίου- ανήκε ακόμα στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας. Η αείμνηστη Κίρα Σίνου, θα ήταν χαρούμενη να ακούσει τα τελευταία επιστημονικά νέα. Σε άρθρο της περασμένης εβδομάδας (για τους αγγλομαθείς εδώ στον Telegraph και εδώ στο Popular Science) διαβάζουμε ότι ερευνητές του Harvard κάνουν πραγματικότητα το πρώτο βήμα για την επιστροφή των μαμούθ: απομόνωσαν γονίδια του προϊστορικού ζώου, τα αντέγραψαν και στη συνέχεια τα εισήγαγαν στο γενετικό υλικό ενός ελέφαντα. Η λογοτεχνική φαντασία για μια ακόμη φορά θριαμβεύει!

Η συγγραφέας έχει αναφερθεί κι άλλες φορές στα μεγάλα αυτά θηλαστικά (Στη χώρα των μαμούθ), ενώ έχει επίσης θίξει το θέμα της επαναφοράς στη ζωή προϊστορικών όντων (Ο Ρινόκερος της ερήμου Γκόμπι από τις Ιστορίες της Κίρας) και αλλόκοτων πλασμάτων γενικότερα (θυμίζουμε εκείνα του Σπύρου Καντίδη στο Μεγάλο Πείραμα). Όσοι ενδιαφέρονται συγκεκριμένα για την κλωνοποίηση, μπορούν να την συναντήσουν και σε άλλα παιδικά βιβλία όπως το η γάτα που δε νιαούριζε.
Μπορεί τα μαμούθ να επιστρέψουν στη γη μετά από 4.000 χρόνια; (πηγή)
Χρήση στην Τάξη
Στο διήγημα Τα διαμάντια της μαϊμούς, ο Βαυαρός Κουρτ συναντά ένα σωρό ζώα, με τα ονόματα των οποίων θα μπορούσαμε να κατασκευάσουμε ένα κρυπτόλεξο για την πανίδα του Μειόκαινου στην Αττική: Μαϊμούδες, τριδάχτυλα ιππάρια, χαλικοθήρια, ύαινες, χελώνες, ζαρκάδια, αντιλόπες, στρουθοκάμηλοι, ρινόκεροι, καμηλοπαρδάλεις, αγριόχοιροι, πάνθηρες, ελέφαντες, δεινοθήρια, αλλά και μαχαιρόδοντα, όπως αυτά που συναντήσαμε στον έξυπνο προϊστορικό ζωγράφο του Πάνου Τσερόλα. Στις εικόνες που ακολουθούν το κρυπτόλεξο του Μειόκαινου και η λύση του.
Στο "κορίτσι με τα σαλιγκάρια" συναντάμε πολλές πληροφορίες για τα αργοκίνητα αυτά ζωάκια. Μήπως θα ήταν εύκολο να κατασκευάσουμε και στην τάξη μας μια φάρμα όπως κάνει η Κάτια στο δωμάτιό της; Εδώ μπορείτε να βρείτε πληροφορίες για το τι θα χρειαστεί για να ξεκινήσετε το δικό σας εκτροφείο σαλιγκαριών. Φαίνεται πως αν αερίζετε τακτικά το κατοικίδιό σας και του παρέχετε σωστή διατροφή (όπως π.χ. ασβέστιο για το κέλυφός του), θα σας διδάξει απλόχερα την υπομονή, τα μαθηματικά (βλ. ακολουθία Fibonacci), ενώ μπορεί να ζήσει κοντά σας μέχρι και 15 χρόνια!
Μαθαίνοντας να φροντίζουμε τα σαλιγκάρια, γινόμαστε πιο υπεύθυνοι (πηγή)

Share/Bookmark

Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2015

Ο προϊστορικός ζωγράφος (και ένα τερατάκι)

Υπόθεση
Η Ιωάννα, μια 30χρονη παλαιοντολόγος, ανακαλύπτει μαζί με συναδέλφους της μια μεγάλη σπηλιά με ενδιαφέροντα ευρήματα. Καθώς προχωρά μέσα στις γεμάτες βραχογραφίες στοές, ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια της η ιστορία ενός προϊστορικού ζωγράφου και της οικογένειάς του. Μαζί με τον αφηγητή, ταξιδεύουμε 15.000 χρόνια πίσω για να την ζήσουμε και μεις από κοντά!

Ο Γκρουντ, ένα 6χρονο παιδί της εποχής των σπηλαίων, δεν τα καταφέρνει καθόλου καλά στο κυνήγι, αλλά έχει ταλέντο στη ζωγραφική. Όταν με τον πατέρα του συναντούν μια ετοιμοθάνατη μαμά-μαχαιρόδοντα μαζί με το παιδί της, ο μικρός αποφασίζει να κρύψει το τερατάκι και να το αναθρέψει μόνος του. Από εκείνη τη μέρα, το παιδί και το ζωάκι θα συνδεθούν με μια βαθιά φιλία. Όσο τα χρόνια περνούν, οι δυο τους μεγαλώνουν και εκπαιδεύονται: ο Γκρουντ μαθαίνει να βοηθάει τον πατέρα του στο κυνήγι και να ζωγραφίζει με χρώματα στους τοίχους, ενώ το τερατάκι να υπακούει και να βρίσκει μόνο του τροφή. Η καθημερινότητα της οικογένειας πρόκειται όμως να αλλάξει για πάντα, όταν μια αγέλη πεινασμένων λύκων εντοπίζει τη σπηλιά τους και την περικυκλώνει...

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Κέδρος
Συγγραφέας: Πάνος Τσερόλας
Εικονογράφηση: Λέλα Στρούτση
ISBN: 978-960-04-4550-3
Έτος 1ης Έκδοσης: 2014
Σελίδες: 176
Τιμή: περίπου 11 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Ε', Στ'

Ευχαριστούμε τον εκδοτικό οίκο για την προσφορά ενός αντιτύπου στη βιβλιοθήκη της τάξης μας!

Κριτική
Χιουμοριστική βιογραφικού τύπου περιπέτεια που μας διηγείται μια όμορφη ιστορία ζωοφιλίας τοποθετημένη στην εποχή των παγετώνων. Με γραφή σχετικά απλή, μιμούμενος την παιδική οπτική και ενσωματώνοντας στο κείμενο αρκετά γνωστικά στοιχεία, ο συγγραφέας διαμορφώνει ένα "light" παλαιολιθικό περιβάλλον και τοποθετεί στο κέντρο του μια σειρά συμπαθητικούς χαρακτήρες, κρατώντας για τον εαυτό του τον ρόλο του εξωτερικού αφηγητή. Παρότι η λογοτεχνικότητα δεν θα λέγαμε ότι είναι το δυνατό του σημείο, το βιβλίο καταφέρνει τελικά να συγκινήσει, ενώ απέσπασε και έπαινο από την Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά. Η πλοκή χωρίζεται σε 17 κεφάλαια μικρού μεγέθους (3-13 σελίδων το καθένα) με προσεγμένο στήσιμο που αφήνει το κείμενο να αναπνέει. Τα ψήγματα χιούμορ και επιστημονικών γνώσεων διαμορφώνουν ένα περίεργο αλλά ευχάριστο μείγμα που διαβάζεται ξεκούραστα, κάτι στο οποίο συνεισφέρει και η πολύχρωμη εικονογράφηση. Στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, συναντάμε ένα κατατοπιστικό παράρτημα με πληροφορίες για την προϊστορική εποχή, τους μαχαιρόδοντες, τον εξοπλισμό του παλαιοντολόγου, τα σπήλαια της Ελλάδας, επεξηγήσεις σε ζητήματα χρονολόγησης, κ.ά. Ο μέτριος όγκος του βιβλίου, το ιδιαίτερο ύφος γραφής, τα "παιχνίδια" του αφηγητή με τους αναγνώστες και τα αλλεπάλληλα άλματα στον χρόνο, μας επιτρέπουν να το προτείνουμε κυρίως σε έμπειρους αναγνώστες των τελευταίων τάξεων του Δημοτικού.

  • Ανάλαφρο κλίμα 
  • Ενδιαφέρουσα περιπέτεια
  • Πληροφορίες για την προϊστορική εποχή

Αξίες - Θέματα
Προϊστορία, Τέχνη, Ζωοφιλία, Επιστήμη, Υπευθυνότητα, Αλτρουισμός, Οικογένεια, Απώλεια

Σκηνές που ξεχωρίσαμε
Η θυσία του πατέρα για να σωθεί η οικογένειά του από τα θηρία (σ.106).

Εικονογράφηση
Μια πολύχρωμη ολοσέλιδη ζωγραφιά σε κάθε κεφάλαιο και λίγες εμβόλιμες μέσα στο κείμενο, προσθέτουν ζωντάνια και σφραγίζουν τον ανάλαφρο και ιδιαίτερο χαρακτήρα του βιβλίου.
Απόσπασμα
Ήταν μια ακόμα συνηθισμένη μέρα. Ο Γκρουντ είχε αφήσει μια ολόκληρη μερίδα αλεπού στο τερατάκι, την οποία και καταβρόχθισε τόσο γρήγορα που έδειξε ότι είχε όρεξη για άλλες δέκα. Ο πατέρας του Γκρουντ ήταν αγχωμένος, γιατί είχε καιρό να πιάσει κάποιο μεγάλο θήραμα, και η μητέρα του με την αδερφούλα του δεν είχαν περιθώριο να μένουν νηστικές, όπως οι ίδιοι. Από το άγχος του είχαν ξεμακρύνει, είχαν περάσει ακόμα και τη λοφοσειρά που ήταν τα όρια της περιοχής τους. Ο Γκρουντ δεν είχε περάσει ποτέ τη λοφοσειρά. Κάθε του βήμα ήταν σε έναν καινούριο ανεξερεύνητο κόσμο.

Σε αντίθεση με τη δική τους, η άλλη πλευρά των λόφων δεν είχε πολύ πυκνή βλάστηση ούτε δάση. Ήταν σαν ένα μεγάλο ξέφωτο, μια φαρδιά πεδιάδα με αρκετά ρέματα και νερό, με αραιά δέντρα. Στη σκιά που έκαναν τα δέντρα μπορούσες να δεις αρκετά ζώα, ενώ στο βάθος βρίσκονταν οι πρόποδες μεγάλων βουνών. Τα βουνά ήταν ψηλά κι επιβλητικά, γκρίζα, ενώ είχαν σύννεφα στην κορυφή τους. Ο Γκρουντ ρώτησε γιατί δεν πήγαιναν πιο συχνά σε αυτά τα μέρη και ο πατέρας του εξήγησε ότι στα βουνά μένανε πολλοί λύκοι και οι σπηλιές τους ήταν επικίνδυνες. Οι λύκοι ήταν πιο επικίνδυνοι ακόμα και από ένα μαχαιρόδοντα για ένα βασικό λόγο: Οι μαχαιρόδοντες ήταν πιο δυνατοί και πιο μεγάλοι, αλλά ήταν συνήθως μόνοι τους. Οι λύκοι έκαναν τις επιθέσεις τους πάντα σε αγέλες. Βέβαια έβγαιναν κυρίως τη νύχτα και πάντα ύπουλα.

Ήταν καταμεσήμερο και όλα έμοιαζαν ήσυχα στην περιοχή. Δεν ήταν όμως.

Δεν είχαν περπατήσει πολύ, γιατί προσπαθούσαν να πηγαίνουν σκυφτοί δίπλα σε διάφορους θάμνους, καθώς δεν υπήρχαν ψηλά δέντρα για κάλυψη. Ο πατέρας είχε δει ένα ελάφι που έμοιαζε ξεστρατισμένο από το κοπάδι του και κάπως κουρασμένο. Ίσως ήταν τραυματισμένο ή μεγάλο σε ηλικία. Σε κάθε περίπτωση, το θέμα ήταν να βρεις τον εύκολο στόχο. Ο Γκρουντ, που ακολουθούσε σε απόσταση ασφαλείας, πρώτος είδε το μεγάλο γκρίζο βράχο στη μέση της πεδιάδας. Ήταν τόσο λείος που έμοιαζε πολύ παράξενος.

Ο βράχος βρισκόταν ανάμεσα στα κιτρινωπά ξερόχορτα. Ο πατέρα του φαινόταν να τον πλησιάζει για να κρυφτεί πίσω του. Ο Γκρουντ κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά όταν παρατήρησε ότι ο βράχος… ανέπνεε!! Σκέφτηκε να ειδοποιήσει τον πατέρα του, αλλά μετά σκέφτηκε ότι έτσι θα τρόμαζε το ελάφι και μπορεί να τα άκουγε χειρότερα. Όμως αυτό το πράγμα στο οποίο πήγαινε για να καλυφθεί δεν ήταν σίγουρα βράχος.

Τελικά αποφάσισε να μη μείνει αδρανής και με δύναμη εκσφενδόνισε ένα πετραδάκι, που έπεσε ακριβώς δίπλα στον πατέρα του. Αυτός γύρισε εκνευρισμένος, αλλά ο Γκρουντ του έδειξε με γουρλωμένα μάτια προς το «βράχο». Γύρισε ξανά και τότε το είδε κι αυτός. Αυθόρμητα πισωπάτησε προσπαθώντας να μην τραβήξει την προσοχή, αλλά ήταν αργά.

Ο «βράχος» τινάχτηκε και σηκώθηκε όρθιος. Έμοιαζε να σηκώνεται για αρκετή ώρα και φαινόταν μεγαλύτερος από ό,τι είχε δει ο Γκρουντ ως εκείνη τη στιγμή στη ζωή του. Ήταν ένας ρινόκερος. Μεγαλόπρεπος. Το ύψος του ήταν δυο φορές ο πατέρας του και το μήκος του τέσσερις φορές ο πατέρας του  ξαπλωμένος. Στο πρόσωπό του βρισκόταν ένα τεράστιο κέρατο, ίσο με το κοντάρι του Γκρουντ, μόνο που ήταν πολύ πιο χοντρό και πολύ πιο επικίνδυνο.

Ο ρινόκερος στάθηκε στα τέσσερά του πόδια και τίναξε μερικές μύγες από πάνω του. Φαινόταν κουρασμένος και λίγο ενοχλημένος που είχε ξυπνήσει από τη μεσημεριανή του σιέστα. Όταν είδε τον πατέρα του Γκρουντ ρουθούνισε και τα μικρά αυτιά του πετάρισαν μπρος πίσω, σαν να έστελνε κάποιο μήνυμα. Ο Γκρουντ ξεροκατάπιε. Κοίταξε τριγύρω, δεν υπήρχε κοντινό καταφύγιο. Παρατήρησε ότι το ελάφι πίσω τους κοιτούσε με ανάλογη έκπληξη.

Ο ρινόκερος ρουθούνισε άλλες δυο φορές και έτριψε το χοντρό του πόδι στο έδαφος σηκώνοντας σκόνη. Ο πατέρας είχε φτάσει σχεδόν τον Γκρουντ, πηγαίνοντας αργά, με την όπισθεν, έτοιμος να αρχίσει να τρέχει με όλη του τη δύναμη. Είχε το κοντάρι του προτεταμένο προς τα εμπρός, αν και φαινόταν ότι ήταν μάταιο. Το δέρμα του ρινόκερου ήταν τόσο χοντρό που θα μπορούσε να σπάσει το ξύλο στα δύο.

Τελικά το ζώο γύρισε πλήρως το σώμα του και βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο. Ο Γκρουντ αυτή τη φορά δεν έκατσε πίσω από τον πατέρα του, αλλά δίπλα του, και γύρισε και αυτός το μικρό του ξύλο να κοιτάει προς το θηρίο. Ο πατέρας του ψιθύρισε να συνεχίσουν να πηγαίνουν προς τα πίσω, αν και η λοφοσειρά ήταν αρκετά μακριά. Για κακή τους τύχη, ο ρινόκερος φαινόταν να τους κατηγορεί για το ξύπνημά του. Έκανε μερικά βήματα προς το μέρος τους, χωρίς όμως να τρέχει ακόμα.

Τότε, μέσα στο καταμεσήμερο, ένα ουρλιαχτό σάρωσε σαν ανεμοστρόβιλος την πεδιάδα, έκανε τα φύλλα στα δέντρα να σαλεύουν, έκανε όλα τα μικρά τρωκτικά να χωθούν πανικόβλητα στις τρύπες τους. Ο Γκρουντ έβαλε το χέρι του πάνω από το μέτωπό του, για να δει καλύτερα, και είδε τις μαύρες σιλουέτες στον ορίζοντα να έρχονται με μεγάλη ταχύτητα. Ένα κοπάδι από ελάφια άρχισε να τρέχει με μεγάλη ταχύτητα, ένα σμήνος πουλιά τινάχτηκε από τα δέντρα και πέταξε σε ελλειπτική τροχιά στον ουρανό. Ο Γκρουντ κοίταξε καλύτερα και είδε ότι στους μηρούς του ρινόκερου υπήρχαν σημάδια από δαγκωματιές και νυχιές. Ο ρινόκερος δεν κοιμόταν. Προσπαθούσε να ξεκουραστεί μακριά από τους διώκτες του σε ένα κυνήγι που μάλλον είχε κρατήσει καιρό, αλλά τώρα φαινόταν να τελειώνει.

Η αγέλη των λύκων πλησίασε το ρινόκερο σχηματίζοντας ένα ημικύκλιο και μένοντας σε κάποια απόσταση. Ο ρινόκερος έστρεψε την προσοχή του πάνω τους αγνοώντας τον Γκρουντ και τον πατέρα του, που βρήκαν ευκαιρία να απομακρυνθούν, αν και αρχικά σάστισαν από αυτή την εξέλιξη. Άρχισαν να τρέχουν, αλλά ο Γκρουντ κάθε τόσο γύριζε το κεφάλι του προς τα πίσω για να δει.

Ο ρινόκερος φαινόταν εκνευρισμένος και αγανακτισμένος. Ρουθούνιζε ξανά και ξανά σβαρνίζοντας με το πόδι του το έδαφος, σηκώνοντας σκόνη. Η αγέλη πλησίαζε, ένα βηματάκι τη φορά, κι έκλεινε σιγά σιγά τον κύκλο. Αν ο ρινόκερος προσπαθούσε να αμυνθεί απέναντι σε έναν, οι άλλοι θα έβρισκαν ευκαιρία να ορμήσουν. Οι λύκοι ήταν αρκετά πεινασμένοι, γι’ αυτό και είχαν κατέβει τόσο μακριά από τα λημέρια τους μέρα μεσημέρι. Ο ρινόκερος αυτός θα ήταν ένα γεύμα που μπορούσε να τους κρατήσει και για το χειμώνα που ερχόταν.

Όταν έφτασαν ξανά στη λοφοσειρά δεν είχε γίνει ακόμα τίποτα, απλώς οι λύκοι είχαν πλησιάσει σε απόσταση αναπνοής. Ένας από αυτούς ξάπλωσε καταγής. Ο Γκρουντ το θεώρησε πανέξυπνο. Βλέπετε, ο λύκος έκανε τον εαυτό του δόλωμα, για να του επιτεθεί ο ρινόκερος και να βρουν ευκαιρία οι υπόλοιποι να επιτεθούν με τη σειρά τους. Ήξερε ότι ήταν αρκετά ευέλικτος ώστε να αποφύγει το χτύπημα με το τεράστιο κέρατο, έστω την τελευταία στιγμή.

Πράγματι, ο ταλαιπωρημένος ρινόκερος κοίταξε τον καθιστό λύκο και χαμήλωσε το κεφάλι του σαν να σημάδευε. Ύστερα το γοργό ποδοβολητό του έκανε τη γη να τρέμει για μερικά δευτερόλεπτα. Ο λύκος σηκώθηκε εγκαίρως, οι υπόλοιποι είχαν φτάσει τώρα δίπλα του. Ο Γκρουντ έκλεισε τα μάτια. Η φύση ήταν σκληρή, ο κόσμος ήταν σκληρός. Το πιο μεγαλόπρεπο ζώο είχε μόλις ηττηθεί από μια αγέλη λύκων. Αλλά ο Γκρουντ δεν έκλεισε τα μάτια του για να αποφύγει τη σκληρότητα της φύσης. Τόσο καιρό πια είχε δει αρκετά. Τα έκλεισε γιατί ήξερε ότι έπρεπε να βρει τρόπο να αντιγράψει αυτή τη σκληρότητα. Να την αντιγράψει ώστε να μπορεί να την αντιμετωπίσει. Πώς θα μπορούσε να αμυνθεί απέναντι στο ρινόκερο; Αν του έριχνε με το ξύλο, αυτό θα έσπαγε χωρίς να του κάνει ούτε μια γρατσουνιά.

Καθώς γυρίζανε, σκέφτηκε δυο πράγματα. Το ένα ήταν ότι οι άνθρωποι θα έπρεπε να ζουν σε αγέλες και να μην είναι απομονωμένοι σε σπηλιές οικογένεια οικογένεια. Το άλλο ήταν ότι έπρεπε κάπως να κάνει το όπλο του πιο αποτελεσματικό. Για το πρώτο δεν του έπεφτε ακόμα λόγος. Αλλά για το δεύτερο κάτι θα μπορούσε να κάνει.
Σχόλια
Στο κείμενο συναντάμε μικρές συμβάσεις που καλό είναι να τις λάβουμε υπόψη μας για να μπορούμε να λύσουμε τυχόν απορίες των μαθητών. Η κοινωνική οργάνωση, για παράδειγμα, που παρουσιάζεται, δεν είναι τυπική για την εποχή, αφού οι προϊστορικές οικογένειες στη φάση των νομάδων/κυνηγών ήταν διευρυμένες και δεν ζούσαν απομονωμένες η μία από την άλλη. Ο συγγραφέας επιλέγει ωστόσο να τοποθετήσει τον ήρωα σε μια οικογένεια πυρηνική, πιθανόν για να μπορέσει ο αναγνώστης να ταυτιστεί ευκολότερα μαζί του. Ή ίσως έτσι να διαμορφώνονται ευκολότερα οι συνθήκες που απαιτεί η πλοκή. Αν, ας πούμε, ο Γκρουντ και η οικογένειά του ζούσαν κοντά σε μια μεγαλύτερη ομάδα ανθρώπων, δύσκολα θα έφταναν σε σημείο όπου (σ. 92) ο πατέρας του δε θα προλάβαινε να μαζέψει πολλά ξύλα και να κυνηγάει ταυτόχρονα, έτσι έπρεπε να κάνουν οικονομία είτε στα ξύλα είτε στο φαΐ. Ή ίσως τελικά οι πυρηνικές προϊστορικές οικογένειες (βλ. Flintstones, Croods) να είναι πιο χαριτωμένες.

Στο βίντεο αυτό, παρακολουθούμε σύγχρονες οικογένειες Δανών να κάνουν τις διακοπές τους σε έναν οικισμό που αναπαριστά συνθήκες ζωής παλαιότερων εποχών κάπου στην Κοπεγχάγη... αναρωτιέται κανείς αν στη χώρα μας, που από άποψη ιστορικού πλαισίου και καιρικών συνθηκών συνιστά ιδανικό τόπο διακοπών, οι ιθύνοντες του Υπουργείου Τουρισμού σκέφτονται να οργανώσουν κάτι αντίστοιχο (ποιος δεν θα ήθελε να κατασκηνώσει στον Μαραθώνα ντυμένος Αισχύλος;).
Ξαναζώντας την εποχή του Σιδήρου στην Κορνουάλη (πηγή)
Αν μετά την παρουσίαση του βιβλίου δούμε τους μαθητές μας να ψάχνουν στην αυλή για παλαιολιθικά ευρήματα, καλό είναι να τους ενημερώσουμε ότι στις περισσότερες περιπτώσεις οι επιστήμονες δεν είναι τόσο τυχεροί ώστε να βρίσκουν τα αντικείμενα που τους ενδιαφέρουν απλώς "ψαχουλεύοντας" (βλ. επιφανειακή περισυλλογή) όπως η Ιωάννα -για πρακτικούς λόγους- κάνει στο βιβλίο. Οι παλαιοντολόγοι χρειάζεται να οργανώνουν συστηματικές ανασκαφές, αφού συνήθως το επίπεδο του εδάφους της προϊστορικής εποχής βρίσκεται αρκετά μέτρα κάτω από τα πόδια μας. Στην αριστερή παρακάτω φωτογραφία (πηγή) από το σπήλαιο Φράγχθι, βλέπουμε με τον αριθμό (1) το σύγχρονο επίπεδο του εδάφους, με το (2) εκείνο της Νεολιθικής εποχής, με το (3) το επίπεδο της Μεσολιθικής και στο (4) που μόλις διακρίνεται στο σκοτάδι, το επίπεδο του εδάφους κατά την Παλαιολιθική εποχή.
Χωρίς η απώλεια να ανάγεται σε βασικό θέμα του κειμένου, ο μικρός ήρωας πρέπει να τη διαχειριστεί σε αρκετά σημεία της ιστορίας, αφού αρχικά χάνει (ή νομίζει ότι χάνει) το ζωάκι του, αργότερα τον πατέρα του και τελικά και την υπόλοιπη οικογένειά του, από την οποία υποχρεώνεται να χωριστεί. Ο συγγραφέας επιλέγει να μην εστιάσει ιδιαίτερα σε αυτές τις πτυχές της πλοκής, διατηρώντας το κλίμα όσο γίνεται ελαφρύ... οι αναγνώστες όμως πιστεύω πως λαμβάνουν έτσι κι αλλιώς το μήνυμα ότι η προϊστορική εποχή ήταν αρκετά βίαιη, επικίνδυνη και γεμάτη αντιξοότητες.

Ο μαχαιρόδοντας του Γκρουντ που τον θυμάται μετά από χρόνια, και ξαπλώνει για να δεχτεί τα χάδια του, μας θυμίζει την ιστορία του Κρίστιαν του λιονταριού, που μπορείτε να παρακολουθήσετε στο παρακάτω βίντεο. 
 

Χρήση στην Τάξη
Στην τάξη με αφορμή το βιβλίο μπορούμε να συζητήσουμε για αρκετά ζητήματα. Πόσα χρόνια χρειάστηκε ο άνθρωπος για να φτάσει από μια εποχή γεμάτη φυσικούς κινδύνους και διατροφική ανασφάλεια στη σύγχρονη (γεμάτη ανθρωπογενείς κινδύνους και οικονομική ανασφάλεια) κοινωνία; Πώς άραγε θα μοιάζει ο κόσμος μας όταν περάσουν άλλα 10.000 χρόνια από σήμερα; Θα μας βλέπουν και μας ως προϊστορικούς οι μελλοντικοί άνθρωποι; Ποια σημάδια μας θα μπορούν να διαβάσουν για να καταλάβουν πώς ζούσαμε; Και μπορούμε να φανταστούμε πού θα έχει οδηγήσει η πρόοδος το ανθρώπινο γένος μέχρι τότε;

Ένα ακόμα ενδιαφέρον θέμα συζήτησης που θα μπορούσαμε να παρουσιάσουμε ως δίλημμα στο μάθημα των Θρησκευτικών, είναι η απόφαση του πατέρα (σ.108) να θυσιαστεί για την οικογένειά του. Πηγαίνοντας να συναντήσει τα θηρία, είναι σίγουρο πως προστατεύει την οικογένειά του ή μήπως την εγκαταλείπει στο έλεος (των ίδιων ή) άλλων κινδύνων; Εσείς τι θα κάνατε στη θέση του;

Σε ό,τι αφορά διαδραστικές δραστηριότητες, θα μπορούσαμε να ασχοληθούμε με ένα πρωτότυπο παιχνίδι δημιουργικότητας και ανακάλυψης.

Προεργασία: Οι μαθητές παίρνουν από ένα χαρτί Α4 και χαράζουν με το μολύβι τους 2 κάθετες γραμμές, ώστε να διαμορφωθούν τρία ίσα τμήματα. Καλούνται στη συνέχεια να σκεφτούν μια απλή ιστορία, να τη χωρίσουν σε τρεις σκηνές και να τις αποδώσουν με σκίτσα στα ισάριθμα αυτά μέρη.

Δημιουργικό μέρος: Οι μαθητές χωρίζονται σε ομάδες, κάθε μια από τις οποίες παίρνει τρία λευκά βότσαλα ή τρία μεγάλα κομμάτια από ένα σπασμένο πήλινο αγγείο (π.χ. τσανάκα). Στα τρία αυτά κομμάτια, τα μέλη της καλούνται να αποδώσουν με λαδοπαστέλ μια σύντομη ιστορία σε τρεις σκηνές. Στη συνέχεια τα βαμμένα βότσαλα / πινακίδες θάβονται κάτω από λίγο χώμα στο παρτέρι της αυλής ή σε κάποια γλάστρα.

Ανακαλυπτικό μέρος: Στα μέλη κάθε ομάδας, υποδεικνύεται το μέρος που είναι θαμμένα τα βότσαλα / πινακίδες που έθαψε η άλλη. Πρέπει να τα ξεθάψουν με προσοχή, να τα καθαρίσουν χωρίς να καταστρέψουν τις παραστάσεις και να τα βάλουν σε σειρά, προσπαθώντας στη συνέχεια να ανασυνθέσουν την αρχική ιστορία. Αν μάλιστα ήμασταν τυχεροί στο σπάσιμο του πήλινου αγγείου, μπορούμε να δοκιμάσουμε να το ξανακολλήσουμε, σαν μικροί συντηρητές έργων τέχνης.
Μια άλλη ευχάριστη και δημιουργική (αν και απαιτητική για τις μικρότερες τάξεις) δραστηριότητα θα ήταν να ζητήσουμε από τα παιδιά να ζωγραφίσουν την οικογένειά τους όπως θα έμοιαζε αν ζούσε την εποχή του μικρού Γκρουντ. Τι θα ήταν διαφορετικό και τι θα έμοιαζε σε σχέση με μια σύγχρονη ζωγραφιά πάνω στο ίδιο θέμα;

Παραμένοντας στα εικαστικά, θα μπορούσαμε να προσπαθήσουμε να χρωματίσουμε κάποια σχέδια με τη βοήθεια φυσικών χρωμάτων από φρούτα, όπως ο Γκρουντ κάνει στο βιβλίο (σ.57-58) με τα κίτρα και τα βατόμουρα. Λεπτομέρεια: τα κίτρα μπορούν όντως να δώσουν ένα ωραίο πορτοκαλί χρώμα στις ζωγραφιές μας, δύσκολα όμως θα μπορούσε να τα έχει χρησιμοποιήσει ο ήρωας στην προϊστορική Ελλάδα, καθώς το κίτρο έφτασε στην Μεσόγειο γύρω στο 300 π.Χ. και μόνο αφού ο Μ. Αλέξανδρος κατέκτησε την Περσία.
Ο Αλέκος με τα κυδώνια (περισσότερα εδώ)

Εμείς τελικά επικεντρωθήκαμε στον μαχαιρόδοντα της ιστορίας, το "τερατάκι" του τίτλου. Αφού παρουσιάσαμε το προϊστορικό ζώο στα παιδιά της Α' τάξης (ο Σπύρος εντυπωσιάστηκε και ζήτησε μια εικόνα του για να τον αντιγράψει) και μιλήσαμε για τους σύγχρονους απογόνους του (που κάνουν νιάου-νιάου στα κεραμίδια), κατασκευάσαμε μερικά πτυσσόμενα τερατάκια! Αν θέλετε να δημιουργήσετε το δικό σας Monster - Έκπληξη, το μόνο που χρειάζεστε είναι ένα χαρτί Α4 που θα διπλώσετε σε τέσσερα κομμάτια, θα σχεδιάσετε προσεκτικά και έπειτα θα χρωματίσετε. Πριν ξεδιπλωθεί κάθε χαρτί αυτό που φαίνεται είναι απλώς ένα ήρεμο ζωάκι, μόλις όμως τραβηχτούν οι δύο άκρες του... γρρρρ!

Share/Bookmark