Σάββατο 8 Ιανουαρίου 2011

Ο Αιμίλιος και οι ντέτεκτιβ

Υπόθεση
Ο Αιμίλιος ταξιδεύει για πρώτη φορά μόνος του στο Βερολίνο και κάποιος απατεώνας του αρπάζει από την τσέπη του παντελονιού του τα χρήματα που προορίζονταν για τη φτωχή γιαγιά του... Ο νεαρός ήρωας όμως δεν παραιτείται και συνεργάζεται με την τοπική νεολαία για να παγιδεύσει τον κακοποιό. Το πιο αγαπημένο βιβλίο σ' ολόκληρο τον κόσμο, του Γερμανού συγγραφέα, που τιμήθηκε με το βραβείο Άντερσεν.

Χαρακτηριστικά 
Εκδότης : Πατάκης
Συγγραφέας: Έριχ Καίστνερ (Emil Erich Kästner)
Μετάφραση: Άλκη Γουλίμη
Εικονογράφηση: Βάλτερ Τρίερ (Walter Trier)
Τίτλος πρωτοτύπου: Emil und die Detektive
ISBN: 9789602933619
Έτος 1ης Έκδοσης: 1929 (παρούσα έκδοση στα ελληνικά 1986)
Σελίδες: 167
Τιμή: περίπου 6 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Ε', Στ'

Κριτική
Αν και λίγο «παλιομοδίτικη» ή ακόμα και ξένη για τα ελληνικά δεδομένα σε ύφος και καταστάσεις (έχουν περάσει και σχεδόν 80 χρόνια), η αστυνομική περιπέτεια που μας διηγείται ο Καίστνερ είναι πολύ συμπαθητική, ευαίσθητη αλλά και διασκεδαστική. Οι χαρακτήρες είναι καλοφτιαγμένοι, το σενάριο μοιάζει ρεαλιστικό και ένας υποβόσκων διδακτισμός που κάποιες φορές διαφαίνεται, μάλλον αντισταθμίζεται από το χιούμορ του συγγραφέα, οπότε ας ελπίσουμε να μην φανεί ανιαρός τους μικρούς αναγνώστες. Για τους φίλους της τηλεόρασης, να ενημερώσουμε ότι το βιβλίο έχει γίνει τρεις φορές ταινία (1931, 1964, 2001) ενώ έχει μεταφερθεί και σε τηλεοπτική σειρά (1952).

Δυστυχώς, ενώ η δράση παρουσιάζει ενδιαφέρον, η (ασπρόμαυρη) εικονογράφηση είναι αρκετά αραιή και κάπως τυπική (αλίμονο, ο εικονογράφος μας έχει αφήσει από το 1951), ενώ επιπλέον τα κεφάλαια είναι πυκνογραμμένα και με μέγεθος το λιγότερο 7 σελίδες, οπότε αναγνώστες μικρότεροι των 9 ετών, ίσως βρουν το βιβλίο κουραστικό, εκτός αν ήδη αγαπούν το διάβασμα και αναζητούν μια καλογραμμένη περιπέτεια.

Προτείνεται κυρίως για παιδιά Ε’ και ΣΤ’ τάξης, και μάλλον περισσότερο σε αγόρια, τα οποία θα μπορούσαν με μεγαλύτερη ευκολία να ταυτιστούν με τους κεντρικούς χαρακτήρες της υπόθεσης. Εδώ βλέπετε αποσπάσματα από τις κινηματογραφικές μεταφορές του 1931 και του 2001...



Πολύ ιδιαίτερο το ξεκίνημα του βιβλίου, με μια εισαγωγή σε ύφος παραλόγου (και πιθανότατα δύσκολη για τα παιδιά), που σε γενικές γραμμές εξηγεί το γιατί ο συγγραφέας επέλεξε το συγκεκριμένο θέμα. Ακολουθούν στη συνέχεια δέκα ολοσέλιδες εικόνες που μας εισάγουν στους κεντρικούς χαρακτήρες και στους τόπους της κύριας δράσης, επιτρέποντας στους μικρούς αναγνώστες να συνθέσουν μια δική τους ιστορία, ή να διαμορφώσουν υποθέσεις για την διήγηση που ακολουθεί. Προσωπικά θεωρώ το εύρημα αυτό πολύ έξυπνο και ωφέλιμο, και αναρωτιέμαι γιατί δεν το συναντάμε συχνότερα στην παιδική λογοτεχνία.

Στην  υπόθεση του έργου συναντάμε ένα άρωμα από Όλιβερ Τουίστ, καθώς και εδώ ένας ορφανός από πατέρα (και αγαθός) μικρός ήρωας μπλέκει σε περιπέτειες σε μια ξένη πόλη, αλλά τελικά καταφέρνει να επιβιώσει χάρη στην ανέλπιστη βοήθεια των ντόπιων παιδιών. Όπως αναφέραμε και παραπάνω, κάποιες καταστάσεις (όπως π.χ. το ότι όλοι οι κρατικοί μηχανισμοί λειτουργούν ρολόι) μπορεί να φαντάζουν ξένες για τα ελληνικά δεδομένα, και το ύφος σε γενικές γραμμές να μοιάζει λίγο παλιομοδίτικο, μάλλον βγαλμένο από μια εποχή αθωότητας, ας μην ξεχνάμε όμως ότι ο χώρος και ο χρόνος δεν είναι η Ελλάδα του 2011.

Τέλος να αναφέρουμε ότι το ανάγνωσμα είναι πιθανό να φανεί ωφέλιμο σε παιδιά που έχουν προβλήματα συνεργασίας μέσα σε ομάδες ή έλλειμμα υπευθυνότητας, καθώς στην ιστορία συναντάμε έντονο το στοιχείο του καθήκοντος (σε βαθμό που μου θύμισε ακόμα και το Παραμύθι χωρίς Όνομα της Π.Δέλτα), το οποίο τελικά ως αξία εξυψώνεται και ανταμείβεται.

Αξίες - Θέματα
Υπευθυνότητα, Αξιοπρέπεια, Συνεργασία, Φιλία, Οικογένεια

Εικονογράφηση


Απόσπασμα
Η κυρία Τίσμπαϊν και ο γιος της κατέβηκαν στο σταθμό. Την ώρα λοιπόν που ο Αιμίλιος ακούμπησε στην πλατφόρμα τη βαλίτσα του, άκουσε ξοπίσω του μια χοντρή φωνή:

- Για πού το βάλατε; Για την Ελβετία;

Ήταν ο χωροφύλακας Τζέσκε. Η μητέρα είπε:

- Όχι, ο γιος μου πηγαίνει για μια εβδομάδα στο Βερολίνο, στους συγγενείς μου.

Την ίδια στιγμή ο Αιμίλιος κατακοκκίνισε και ένιωσε να σκοτεινιάζουν όλα τριγύρω του.

Ο λόγος ήταν γιατί είχε τρομερές τύψεις. Πριν από λίγες μέρες, μετά το μάθημα της γυμναστικής, που γινόταν στην ακροποταμιά, καμιά δωδεκαριά παιδιά του γυμνασίου πήγαν κα φόρεσαν στη φαλάκρα του αγάλματος του Μεγάλου Δούκα, που τον λέγανε ο «Κάρολος με το στραβό μάγουλο», ένα παλιό ψαθάκι. Κι επειδή ο Αιμίλιος ήταν πολύ καλός στην ιχνογραφία, τον έβαλαν να ζωγραφίσει κόκκινη τη μύτη του Μεγάλου Δούκα και κατάμαυρο το μουστάκι του. Την ώρα λοιπόν που ήταν ακόμα απασχολημένος με το έργο του, από την άλλη γωνιά του δρόμου ξεπρόβαλε άξαφνα ο χωροφύλακας Τζέσκε.

Μεμιάς εξαφανίστηκαν όλοι σαν τη φωτεινή αστραπή. Είχανε όμως το φόβο μήπως πρόλαβε και τους είδε.

Ωστόσο ο χωροφύλακας δεν είπε τίποτα τώρα. Ευχήθηκε μόνο στον Αιμίλιο καλό ταξίδι κι ύστερα ρώτησε τη μητέρα για την καλή της υγεία και πώς πηγαίναν οι δουλειές.

Παρ’ όλα αυτά ο Αιμίλιος εξακολουθούσε ν’ ανησυχεί. Και την ώρα που σήκωνε τη βαλίτσα του για να τη βάλει στο τρένο, ένιωσε τα πόδια του να τρέμουν. Περίμενε πως ο χωροφύλακας Τζέσκε θα ‘βαζε τις φωνές ξοπίσω του: «Αιμίλιε Τίσμπαϊν, σε συλλαμβάνω! Ψηλά τα χέρια!»

Τίποτα όμως απ’ όλα αυτά δεν έγινε.

Μήπως περίμενε ο χωροφύλακας να γυρίσει πρώτα ο Αιμίλιος από το ταξίδι του;

Στο μεταξύ η μητέρα πήγε ν’ αγοράσει το εισιτήριο –Τρίτη θέση, φυσικά- και να πάρουν και αριθμό αποβάθρας. Ύστερα πήγαν στην αποβάθρα Ι (το Νόιστατ, παρακαλώ, έχει τέσσερις αποβάθρες) και περίμεναν το τρένο για το Βερολίνο. Ήθελε δύο τρία λεπτά ακόμα.

- Πρόσεξε, αγόρι μου, μη χάσεις τίποτα. Και κοίτα μην καθίσεις πάνω στα λουλούδια! Και τη βαλίτσα, παρακάλεσε κάποιον να σου τη σηκώσει και να τη βάλει στο δίχτυ. Και προπάντων, σε παρακαλώ πολύ, να είσαι καθώς πρέπει!

- Τη βαλίτσα θα τη σηκώσω μοναχός μου. Δεν είμαι τόσο αδύναμος!

- Καλά! Και μην ξεχάσεις σε ποια στάση θα κατεβείς. Θα φτάσεις στο Βερολίνο στις 18.17’ στο σταθμό της Φρίντριχστρασσε. Κοίτα μην κατεβείς πιο πριν, λόγου χάρη στο σταθμό του Ζωολογικού Κήπου ή σε καμιά άλλη στάση!

- Μη φοβάσαι, ωραία μου κυρία!

- Και φρόντισε να μην είσαι και με τους άλλους τόσο αυθάδης, όπως με τη μητέρα σου. Και να μην πετάξεις κάτω στο πάτωμα τα χαρτιά, όταν θ’ ανοίξεις το πακέτο με τα λουκάνικα. Και… πρόσεξε να μη χάσεις τα λεφτά!

Ο Αιμίλιος έψαξε τρομαγμένος την εσωτερική τσέπη του σακακιού του.

Ύστερα αναστέναξε μ’ ανακούφιση.

- Όλο το πλήρωμα βρίσκεται στο καράβι! είπε.
Έπιασε τη μητέρα του από το μπράτσο κι άρχισε να κόβει μαζί της βόλτες πάνω κάτω στην αποβάθρα.

- Και συ, μητερούλα, κοίτα να μην κουράζεσαι πολύ! Πρόσεξε να μην αρρωστήσεις! Γιατί δεν έχεις κανέναν να σε περιποιηθεί, και τότε εγώ θα πάρω αμέσως το αεροπλάνο και θα γυρίσω στο σπίτι! Και γράψε μου και συ δυο λόγια. Εξάλλου, να το ξέρεις, θα λείψω το πολύ μια βδομάδα!

Έσφιξε δυνατά στην αγκαλιά του τη μητέρα του. Κι εκείνη του έδωσε ένα φιλί στη μύτη.

Ύστερα έφτασε πια το τρένο για το Βερολίνο, βγάζοντας μουγκρητά και σφυρίγματα που σε ξεκούφαιναν.

Ο Αιμίλιος αγκάλιασε σφιχτά ξανά τη μητέρα του. Μετά σκαρφάλωσε με τη βαλίτσα του σ’ ένα βαγόνι. Η μητέρα του του έδωσε τα λουλούδια και το πακέτο με το φαγητό τους και τον ρώτησε αν βρήκε θέση. Της έγνεψε με το κεφάλι.

- Λοιπόν, όπως είπαμε… Θα κατέβεις στη Φρίντριχστρασσε.

Κούνησε το κεφάλι του.

- Κι η γιαγιά θα σε περιμένει μπροστά στο ανθοπωλείο…

Κούνησε το κεφάλι του.

- Και πρόσεξε να φερθείς όπως πρέπει, κακόπαιδο!

Κούνησε το κεφάλι του.

- Και κοίτα να είσαι ευγενικός με την Πόνυ Χύτχεν. Θα δυσκολευτείτε να γνωρίσετε ο ένας τον άλλο!

Κούνησε πάλι το κεφάλι του.

- Και να μου γράψεις!

- Και συ το ίδιο!

Αυτό θα μπορούσε να συνεχιστεί ώρες ολάκερες, αν το τρένο δεν είχε καθορισμένο δρομολόγιο. Ο σταθμάρχης, που κρατούσε την κόκκινη σημαιούλα, φώναξε:

- Ανεβείτε γρήγορα! Ανεβείτε γρήγορα!

Οι πόρτες βρόντηξαν δυνατά. Η ατμομηχανή σείστηκε και το τρένο ξεκίνησε.

Η μητέρα κουνούσε πολλή ώρα το μαντίλι της. Έστριψε ύστερα αργά το κεφάλι της και γύρισε στο σπίτι. Κι επειδή έτσι κι αλλιώς κρατούσε το μαντίλι της στο χέρι έκλαψε και λιγάκι.

Όχι και πολύ όμως. Γιατί στο σπίτι την περίμενε κιόλας η κυρία Αυγουστίνου, η γυναίκα του χασάπη, που ήθελε να λουστεί με ένα καινούριο σαμπουάν με χαμομήλι, που συγχρόνως ξάνθαινε τα μαλλιά. 

Share/Bookmark