Υπόθεση
Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Πατάκης
Συγγραφέας: Γαλάτεια Γρηγοριάδου - Σουρέλη
Εικονογράφηση: -
ISBN: 978-960-293-565-1
Έτος 1ης Έκδοσης: 1965 (Εστία)
Σελίδες: 235
Τιμή: περίπου 9 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Στ', Γυμνάσιο
Κριτική
Πριν ολοκληρώσουμε, οφείλουμε να προειδοποιήσουμε για τις "δύσκολες" σκηνές που περιέχει το κείμενο. Υποστηρίζοντας μια αντιπολεμική οπτική στα (κατά τα άλλα επικά) γεγονότα που περιγράφονται, το κλίμα θριάμβου δεν αφήνεται να κυριαρχήσει στις σελίδες του βιβλίου χωρίς να μετριαστεί από έναν ισχυρό αντίλογο: τις τραγικές συνέπειες των ανδραγαθημάτων πάνω στους στρατιώτες των αντιμαχόμενων. Συναντάμε έτσι σκηνές φρίκης από τα πεδία των μαχών (βλ. τελευταίες παραγράφους του αποσπάσματος), κορμιά κρεμασμένα από τα άλμπουρα (σ.106) ναύτες που καίγονται (σ.108), κουφάρια που επιπλέουν, κομμένα κεφάλια (σ.110), κλπ. Η προσπάθεια αυτή εξισορρόπησης φαίνεται να επηρεάζει και την πλοκή, καθώς παρακολουθούμε σε μοτίβο, κεφάλαια με θετικά γεγονότα να ακολουθούνται από άλλα με αρνητικά. Έτσι η θριαμβευτική υποδοχή στην Ύδρα (κεφ.17) δίνει τη θέση της στην Καταστροφή των Ψαρών (κεφ.18) που με τη σειρά της ακολουθείται από την ανακατάληψη του νησιού (κεφ.19) που φέρνει τη φιλονικία των αγωνιστών (κεφ. 20) για το μοίρασμα των κανονιών.
Κλείνοντας, να αναφέρουμε ότι σε κάποια σημεία παρατηρείται έμμεσος διδακτισμός μέσα από λόγια μεγαλυτέρων, που ωστόσο δεν ενοχλεί. Διαβάζουμε έτσι φράσεις όπως Αμαρτία, γιε 'μ η περηφάνια (σ.111) ή Δεν πεθαίνουν όσοι πολεμάνε για τη λευτεριά, παιδί μου. Ζούνε πάντα!...(σ.132), κ.ά. Για όποιον αναζητά περισσότερες θέσεις της συγγραφέως, στο παρακάτω βίντεο μπορεί να την απολαύσει σε μια ομιλία της για τον ρόλο του γονέα στη σημερινή κοινωνία.
Ειρήνη, Ιστορία, Γενναιότητα, Φιλία, Αλτρουισμός, 25η Μαρτίου
Απόσπασμα
Όλη τη νύχτα έμεινε άγρυπνος ο Λευτέρης. Η καρδιά του φτεροκοπούσε. Τις μικρές ώρες ο ύπνος ήρθε και τον ζάλισε λίγο. «Είκοσι εφτά του Μάη» (σ.σ. 1821) έλεγε και ξανάλεγε μέσα του. Σήμερα θα πήγαινε το πρώτο μπουρλότο να κάψει ένα ντελίνι.
Ήταν δύο μέρες που η αρμάδα πέρασε από κοντά τους. Τα ελληνικά καράβια σηκώσανε πανιά και τραβήξανε ίσια απάνω της, μα οι εχθροί φύγανε. Μοναχά ένα ντελίνι, ξεκομμένο από τ’ άλλα, δεν τα κατάφερε. Το κυνηγήσανε, αλλά αυτό γρήγορα πρόλαβε και χώθηκε στο μικρό κόρφο της Ερεσού, στη Μυτιλήνη, και εκεί πόδισε. Αποφασίσανε οι καπεταναίοι να στείλουνε μπουρλότο να το κάψουν. Θα είχαν, έτσι, την ευκαιρία να δοκιμάσουνε και το καινούριο όπλο και είχαν όλοι αγωνία για το τι θα βγει.
Δεν είχε σβήσει ο Βέγας, όταν ο Λευτέρης έδωσε μια και βγήκε στο κατάστρωμα. Ξοπίσω του βγήκε και ο Θανάσης.
Έσκυψε ο μικρός το κεφάλι. Δάκρυσαν και οι δύο.
Γύρισαν και τον είδαν. Οι ναύτες ένας ένας ανέβαιναν απάνω. Το τσούρμο άλαλο ήρθε και στάθηκε στην κουβέρτα. Λίγο πολύ κανένας δεν είχε κοιμηθεί τούτη τη νύχτα.
Ο Παπανικολής ανέβηκε στο μπουρλότο πρώτος. Στη βάρκα, που ακολουθούσε, σαλτάρισε ο Λευτέρης. Τα «συντρόφια», έτσι λέγονταν οι ναύτες στα μπουρλότα, μπήκαν ξοπίσω του και πήρε καθένας τη θέση του. Έβλεπε ο Λευτέρης τα τσούρμα απ’ όλα τα καράβια, που ήραν κρεμασμένα στα ξάρτια, στις κόφες, στην κουπαστή. Καθώς δεν είχε φέξει καλά, οι όψεις τους μόλις ξεχώριζαν, χαραγμένες από την αγωνία για τα αποτελέσματα που θα ‘φερνε το καινούριο τους όπλο.
Θα ‘ταν έξι η ώρα, σαν έδωσε το σινιάλο η καπιτάνα για τη μάχη. Η πολεμική παντιέρα με το φοίνικα ανέβηκε ψηλά στο άλμπουρο.
Όλα μαζί τότε τα ελληνικά πολεμικά έριξαν βροχή τις μπάλες. Ο καπνός ήρθε και τύλιξε τα ρωμαίικα και το τούρκικο καράβι. Έτσι, βρήκε καιρό, προφυλαγμένο και χαμένο κι αυτό μέσα στον καπνό, να ξεκινήσει το μπουρλότο. Θέλουν να χωθούν στον κόρφο, για να χτυπήσουν το ντελίνι. θα το πετύχουν άραγε;
Μερικά καράβια ακολουθούν ξοπίσω από το μπουρλότο, για να το καλύψουν. Τα τσούρμα θέλουν να μεταδώσουν τον ενθουσιασμό τους στους μπουρλοτιέρηδες και καθώς εκείνοι περνάνε από κοντά τους τους φωνάζουν:
Οι μπουρλοτιέρηδες αντιχαιρετάνε τα τσούρμα και αμέσως μετά κοιτάνε ίσια στο σκοπό τους. Ο καπετάνιος σφίγγει τα χείλια του. Κρατάει το τιμόνι με δύναμη και μανουβράρει με τέχνη το μπρίκι.
Όλο και ζυγώνουν τον εχθρό. Νιώθει την περηφάνια των συντρόφων του, έχει την ίδια χαρά με αυτούς, μα βλέπει κιόλας την ευθύνη: δεν ξέρει ακόμα τι θα καταφέρουνε. Ο Λευτέρης φοβάται λίγο, νιώθει ένα σφίξιμο στην καρδιά· μια κρυάδα του ανατριχιάζει την πλάτη. Δε δείχνεται όμως, παίρνει κουράγιο από τις φωνές των ναυτών, από τα αποφασισμένα πρόσωπα των συντρόφων του.
Τα καράβια σταμάτησαν. Το μπουρλότο προχώρησε μόνο του καταπάνω στο τούρκικο και σε λίγο έφτασε σε νερά επικίνδυνα. Το τούρκικο ντελίνι έχει οχτακόσιους άντρες αρματωμένους ως τα δόντια.
Είναι ένα περήφανο δίκροτο καράβι που τα εβδομήντα τέσσερα κανόνια του ξερνούν φωτιά. Το κατάστρωμα γυαλίζει από το λίπος που έβαλαν για να μην μπορέσουν οι Έλληνες να κάνουν ρεσάλτο. Αναταράζεται η θάλασσα από τις μπόμπες.
Ο Παπανικολής μόλις και προλαβαίνει να κάνει το Λευτέρη να σκύψει πίσω από τους σωρούς τα σκοινιά. Μια σφαίρα πέρασε στ’ αυτί του ξυστά σφυρίζοντας. Κι ο φόβος, θαρρείς, πως με τούτη τη σφαίρα πέρασε. νιώθει ξαφνικά αντρειωμένος, λιοντάρι που δε σκέφτεται το θάνατο.
Οι ναύτες τρέχουν, αρπάζουν τα ξύλινα σκεπάσματα και τα πετάνε στη θάλασσα.
Ο Λευτέρης αρπάζει το γάντζο και τον κρατάει σφιχτά. Ο Παπανικολής πηγαίνει ίσια απάνω στο ντελίνι και καθώς ο καπνός διαλύεται οι Τούρκοι τους διακρίνουν. Στρέφουν τα κανόνια τους καταπάνω στο μπουρλότο και στέλνουν βροχή τα βόλια τους.
Μέσα στην κοσμοχαλασιά ακούγεται η βροντερή φωνή του καπετάνιου:
Τρέχει ο ίδιος μπροστά και σφηνώνει το τσιμπούκι σε μια μπουκαπόρτα. Οι ναύτες γαντζώνουν το περήφανο καράβι. Πετάει και ο μικρός το δικό του γάντζο.
Οι στιγμές περνάνε γεμάτες αγωνία. Μια μπόμπα σηκώνει το νερό ψηλά και το μπρίκι τρατνάζεται.
Γέρνει δεξιά, έτοιμο, λες, να μπατάρει. Μερικοί ναύτες πήδηξαν στην άλλη μεριά και το μπουρλότο έρχεται στη θέση του. Ο Παπανικολής χώνει την κουτάλα στα κοκκινισμένα κάρβουνα και τα σκορπίζει στα λούκια, στο μπαρούτι. Σαν αστραπή μετά πηδάει στη βάρκα, όπου ‘ναι μαζεμένοι οι άλλοι. Κόβουν τα σκοινιά οι ναύτες. Δεν έχουν καιρό για άργητα.
Με όλο το βάρος των κορμιών τους σπρώχνουν τη σκαμπαβία και τα κουπιά οργώνουν την ταραγμένη θάλασσα. Δεν πρόλαβαν ν’ αλαργέψουν πολύ και το κακό άρχισε. Το κατράμι, το θειάφι, το νέφτι κόρωσαν. Το μπρίκι τρίζει ολόκληρο· φωτιές άναψαν στα σωθικά του και βγήκαν από τις σκάρες, από τις πλαϊνές πορτίτσες και άρχίσαν να γλείφουν το περήφανο ντελίνι.
Τριζοβολάει το μεγάλο καράβι. Στην αρχή οι Τρούκοι τα χάνουν, δεν περίμεναν τέτοια συμφωρά. Δεν ξέρουν τι να κάνουν. Τα λεπτά περνούν. Τότε, σαν να ‘χαν μια σκέψη οι οχτακόσιοι ναύτες, τρέχουν ξετρελαμένοι από το φόβο, μα με μια στερνή ελπίδα, κατά τις τρόμπες. Με απεγνωσμένη δύναμη τις δουλεύουν και χύνουν νερό στη φωτιά. Οι αξιωματικοί στέλνουν άλλους με τσεκούρια να σπάσουν τις ατσαλένιες άγκυρες. Αγωνίζονται οι Τούρκοι, αγκομαχάνε, γυαλίζουν τα κορμιά τους από τον ιδρώτα, μα δεν τα καταφέρνουν. Πετάνε τα τσεκούρια στη θάλασσα και ξαναγυρίζουν τρέχοντας κοντά στους άλλους, για να τους βοηθήσουν στις τρόμπες. Ως κι οι κανονιέρηδες παρατάνε τα κανόνια τους. Κανένας δε σκέφτεται να κυνηγήσει τους μπουρλοτιέρηδες. Τα συντρόφια από τη σκαμπαβία, σηκωμένα όρθια, αφύλαχτα, κοιτάνε με αγωνία κατά το ντελίνι. Κάποια στιγμή οι φωτιές παίρνουν να σβήσουν και αμέσως μετά σηκώνεται ένας μαύρος καπνός που φτάνει μέχρι τα σύννεφα.
Όχι, όχι αυτό! Το παιδί δεν μπορεί να φανταστεί τόσους κόπους χαμένους, τόσα όνειρα σβησμένα.
Στ’ αλμυρισμένα πρόσωπα των ναυτικών είναι χυμένη η πίκρα.
Πριν τελειώσει όμως την προσευχή του, ο πεσμένος αγέρας ξαναπαίρνει ορμή. Το μπουρλότο άρπαξε πια και το ντελίνι καίγεται για τα καλά τώρα. Οι Τούρκοι βάοζυν τις φωνές έξαλλοι, μέχρι τη βάρκα ακούγονται:
Τα ουρλιαχτά τους γεμίζουν τον αγέρα. Κυνηγημένοι από τις φωτιές, σαλτάρουν στη θάλασσα. Άλλοι σπρώχνονται πάνω στην κουπαστή, που καίγεται· ξεπροβάλλουν ανάμεσα από τις φλόγες όμοια κυνηγημένα ζώα. Τα πανιά, ψηλά στα άλμπουρα, παίρνουν φωτιά. Το σκαρί δεν αντέχει και οι Τούρκοι βιάζονται να προλάβουν να πετάξουν τις φελούκες τους στη θάλασσα. Όλοι θέλουν να χωρέσουν μέσα στις λίγες βάρκες. Ξέφρενοι από το φόβο τους, σπρώχνει ο ένας τον άλλον, αγωνίζονται ποιος θα πρωτομπεί. Οι φλόγες τους έχουν κυκλώσει. Το μεσαίο άλμπουρο, με τη σημαία ντροπιασμένη, πέφτει στο κατάστρωμα με θόρυβο. Δεν έχουν καιρό για χάσιμο. Τα καταφέρνουν λίγοι και οι βάρκες απομακρύνονται από το καράβι. Εκείνοι που ‘ναι στη θάλασσα αγωνίζονται να τις φτάσουν, αλλά στο μεταξύ έχει ξεσπάσει θαλασσοταραχή και πολλούς τους σκεπάζει το κύμα.
Από τα ελληνικά πλοία φτάνουν οι βάρκες με τους αρματωμένους ναύτες. Αρχίζουν με βόλια, με μπαλτάδες να σκοτώνουν τους Τούρκους. Ο Λευτέρης ξεχνάει πως είναι εχθροί, ξεχνάει το μίσος και τους όρκους του. Κλείνει τα μάτια του να μη βλέπει το σκοτωμό, βουλώνει με τις απαλάμες του τ’ αυτιά του, για να μην ακούει τα ουρλιαχτά και τις κραυγές τους. Νιώθει το στομάχι του ν’ ανακατώνεται και του ‘ρχεται να κάνει εμετό. Σκύβει δειλά στο πλάι και ξαλαφρώνει στη θάλασσα.
Άξαφνα ακούγεται ένας βρόντος που αντηχεί σαν αναστεναγμός σε όλα τα γύρω βουνά. Γυρίζει ξαφνιασμένος ο Λευτέρης και κοιτάζει. Ήταν η μπαρουταποθήκη που πήρε φωτιά στο χτυπημένο καράβι. Τα άλμπουρα τιναχτήκανε στον αγέρα μαζί με κομμάτια ξύλα και σίδερα.
Ψηλά, πολύ ψηλά φτάνουν τα συντρίμμια ανακατεμένα με τις σάρκες εκείνων που δεν πρόλαβαν να φύγουν. Έπειτα χτύπησαν με μανία στη θάλασσα και χάθηκαν στο σκοτεινό βυθό…
Ο Λευτέρης νιώθει έναν πόνο στο πόδι του. Μεγαλώνει, μεγαλώνει ο πόνος, ξανακάνει εμετό και χάνεται από τον κόσμο.
Προβληματισμοί για συζήτηση
Ελλάς - Τουρκία - Τρομοκρατία
Ηγεσία τότε και τώρα
Η τιμή, τιμή δεν έχει
- Δεν πρέπει να τα πεις πουθενά, Θανάση, αυτά. Είναι από τα πράγματα που δεν πρέπει να λέγονται.
Άστρα μη με μαλώνετε
Στην Ύδρα του 1809, γεννιέται ένα έξυπνο και γενναίο παιδί, ο Λευτέρης, που αγαπά τη θάλασσα και τα ταξίδια. Όταν στα 1821 η Ύδρα ξεσηκώνεται εναντίον των Τούρκων, ο Λευτέρης το σκάει από τους δικούς του για να μπαρκάρει με τον "Θεμιστοκλή" του Τομπάζη. Ο τελευταίος, μαζί με τον Μιαούλη και τον Κανάρη, θα σταθούν οι μεγάλοι του δάσκαλοι. Μαζί τους θα ζήσει στιγμές δόξας, χαρές αλλά και στεναχώριες. Με όπλο το θάρρος και τις ικανότητές του, καταφέρνει γρήγορα να γίνει καπετάνιος και να μιμηθεί τους ήρωες που θαύμαζε. Στα 1826, ένα ατύχημα στο Μεσολόγγι τον σακατεύει και τον απομακρύνει από τη θάλασσα· δεν θα καταφέρει όμως να σταθεί εμπόδιο και στο όνειρό του να γίνει δάσκαλος.
Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Πατάκης
Συγγραφέας: Γαλάτεια Γρηγοριάδου - Σουρέλη
Εικονογράφηση: -
ISBN: 978-960-293-565-1
Έτος 1ης Έκδοσης: 1965 (Εστία)
Σελίδες: 235
Τιμή: περίπου 9 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Στ', Γυμνάσιο
Κριτική
Βραβευμένη περιπέτεια ιστορικής μυθοπλασίας γύρω από τις ναυτικές περιπέτειες ενός εφήβου στον καιρό της επανάστασης του '21. Η γραφή είναι απλή και σαφής, αν και η γλώσσα έχει ένα ιδιαίτερο χρώμα που ίσως ξενίσει λίγο τους πιο άπειρους αναγνώστες: Τα μάτια τρέχουν, η καρδιά 'λαφιάζει στ' αγκαλιάσματα, στα φιλητά... (σ.113)- Η ιστορία μπορεί να μην είναι αληθινή σαν του Λουκή Λάρα, είναι όμως καλογραμμένη, με την διήγηση σφιχτή και τους χαρακτήρες να παραμένουν σταθεροί στις αξίες τους, χωρίς απότομες αλλαγές και μεταπτώσεις. Τα κεφάλαια έχουν περιορισμένη έκταση που δεν ξεπερνά κατά μέσο όρο τις 5-6 σελίδες και έτσι διαβάζονται ξεκούραστα. Εικονογράφηση δυστυχώς δεν υπάρχει ούτε για δείγμα, παρότι σε ορισμένα σημεία (π.χ. περιγραφή πυρπολικού) θα ήταν πολύ χρήσιμη. Γενικά, το βιβλίο διαβάζεται εύκολα και ευχάριστα.
Προτείνεται ανεπιφύλακτα σε παιδιά Στ' Δημοτικού και Γυμνασίου. Περισσότερο ίσως αρέσει στα αγόρια, που έχουν πιθανότητες να ταυτιστούν με τον μικρό Λευτέρη και τους πολεμικούς ηρωισμούς του. Σε όλα τα παιδιά όμως μπορεί να φανεί ωφέλιμο, καθώς προβάλλει βασικές αξίες και διδάγματα, όπως το ότι ακόμα κι αν δεν πετυχαίνουμε σε κάθε μας προσπάθεια, αξίζει να συνεχίζουμε να αγωνιζόμαστε.
Προτείνεται ανεπιφύλακτα σε παιδιά Στ' Δημοτικού και Γυμνασίου. Περισσότερο ίσως αρέσει στα αγόρια, που έχουν πιθανότητες να ταυτιστούν με τον μικρό Λευτέρη και τους πολεμικούς ηρωισμούς του. Σε όλα τα παιδιά όμως μπορεί να φανεί ωφέλιμο, καθώς προβάλλει βασικές αξίες και διδάγματα, όπως το ότι ακόμα κι αν δεν πετυχαίνουμε σε κάθε μας προσπάθεια, αξίζει να συνεχίζουμε να αγωνιζόμαστε.
Μέσα από το κείμενο, τα παιδιά θα γνωρίσουν πολλές όψεις του ναυτικού κόσμου κατά τον 19ο αιώνα. Πώς ήταν η ζωή στα καράβια (κεφ.4), πώς γινόταν ο πόλεμος στη θάλασσα (κεφ.4, 12) πώς λειτουργούσαν τα πυρπολικά (κεφ. 6, 7, 15, 28), πώς ο ελληνικός στόλος βοηθούσε τους στεριανούς επαναστάτες υποστηρίζοντας τις πολιορκίες (κεφ. 27), ανεφοδιάζοντας τους πολιορκουμένους (κεφ.29) αλλά και καταλαμβάνοντας νησιά με τη βοήθεια πεζοναυτικών επιχειρήσεων (κεφ. 19). Θα έχουν επίσης την ευκαιρία να προσεγγίσουν πλευρές του χαρακτήρα διαφόρων ιστορικών προσωπικοτήτων του αγώνα, όπως τις φωτίζει η φαντασία της συγγραφέως: οι Μιαούλης, Κανάρης, Πιπίνος, Κουντουριώτης, Σαχτούρης, θα πάψουν να αποτελούν απλά ονόματα από το βιβλίο της ιστορίας και θα αποκτήσουν πρόσωπο και σημασία για τους μικρούς αναγνώστες.
Πριν ολοκληρώσουμε, οφείλουμε να προειδοποιήσουμε για τις "δύσκολες" σκηνές που περιέχει το κείμενο. Υποστηρίζοντας μια αντιπολεμική οπτική στα (κατά τα άλλα επικά) γεγονότα που περιγράφονται, το κλίμα θριάμβου δεν αφήνεται να κυριαρχήσει στις σελίδες του βιβλίου χωρίς να μετριαστεί από έναν ισχυρό αντίλογο: τις τραγικές συνέπειες των ανδραγαθημάτων πάνω στους στρατιώτες των αντιμαχόμενων. Συναντάμε έτσι σκηνές φρίκης από τα πεδία των μαχών (βλ. τελευταίες παραγράφους του αποσπάσματος), κορμιά κρεμασμένα από τα άλμπουρα (σ.106) ναύτες που καίγονται (σ.108), κουφάρια που επιπλέουν, κομμένα κεφάλια (σ.110), κλπ. Η προσπάθεια αυτή εξισορρόπησης φαίνεται να επηρεάζει και την πλοκή, καθώς παρακολουθούμε σε μοτίβο, κεφάλαια με θετικά γεγονότα να ακολουθούνται από άλλα με αρνητικά. Έτσι η θριαμβευτική υποδοχή στην Ύδρα (κεφ.17) δίνει τη θέση της στην Καταστροφή των Ψαρών (κεφ.18) που με τη σειρά της ακολουθείται από την ανακατάληψη του νησιού (κεφ.19) που φέρνει τη φιλονικία των αγωνιστών (κεφ. 20) για το μοίρασμα των κανονιών.
Κλείνοντας, να αναφέρουμε ότι σε κάποια σημεία παρατηρείται έμμεσος διδακτισμός μέσα από λόγια μεγαλυτέρων, που ωστόσο δεν ενοχλεί. Διαβάζουμε έτσι φράσεις όπως Αμαρτία, γιε 'μ η περηφάνια (σ.111) ή Δεν πεθαίνουν όσοι πολεμάνε για τη λευτεριά, παιδί μου. Ζούνε πάντα!...(σ.132), κ.ά. Για όποιον αναζητά περισσότερες θέσεις της συγγραφέως, στο παρακάτω βίντεο μπορεί να την απολαύσει σε μια ομιλία της για τον ρόλο του γονέα στη σημερινή κοινωνία.
Αξίες - Θέματα
Απόσπασμα
Όλη τη νύχτα έμεινε άγρυπνος ο Λευτέρης. Η καρδιά του φτεροκοπούσε. Τις μικρές ώρες ο ύπνος ήρθε και τον ζάλισε λίγο. «Είκοσι εφτά του Μάη» (σ.σ. 1821) έλεγε και ξανάλεγε μέσα του. Σήμερα θα πήγαινε το πρώτο μπουρλότο να κάψει ένα ντελίνι.
Ήταν δύο μέρες που η αρμάδα πέρασε από κοντά τους. Τα ελληνικά καράβια σηκώσανε πανιά και τραβήξανε ίσια απάνω της, μα οι εχθροί φύγανε. Μοναχά ένα ντελίνι, ξεκομμένο από τ’ άλλα, δεν τα κατάφερε. Το κυνηγήσανε, αλλά αυτό γρήγορα πρόλαβε και χώθηκε στο μικρό κόρφο της Ερεσού, στη Μυτιλήνη, και εκεί πόδισε. Αποφασίσανε οι καπεταναίοι να στείλουνε μπουρλότο να το κάψουν. Θα είχαν, έτσι, την ευκαιρία να δοκιμάσουνε και το καινούριο όπλο και είχαν όλοι αγωνία για το τι θα βγει.
Δεν είχε σβήσει ο Βέγας, όταν ο Λευτέρης έδωσε μια και βγήκε στο κατάστρωμα. Ξοπίσω του βγήκε και ο Θανάσης.
- Τι κάνεις εδώ, Λευτέρη;
- Την προσευχή μου, αδερφέ.
- Λευτέρη, πάρε αυτό.
μέσα στο αυγινό μισόθαμπο πλησίασε το φίλο του.
κάτι του ‘βαλε στο χέρι.
- Τι είναι;
- Φυλαχτό. Κρέμασέ το στο λαιμό σου.
Έσκυψε ο μικρός το κεφάλι. Δάκρυσαν και οι δύο.
- Μου το ‘δωσε φεύγοντας η μάνα μου. Τώρα το χρειάζεσαι εσύ. Θα σε βοηθήσει…
το ασπάστηκε ο μικρός μούτσος και το ‘βαλε στο λαιμό του. Ακούμπησε στο σώμα του και του ζέστανε τον κόρφο…
- Ο Τομπάζης παρέταξε όλα τα καράβια έτοιμα για τη μάχη, είπε ο Θανάσης για να σπάσει τη σιωπή.
Δεν πρόλαβε ο Λευτέρης ν’ απαντήσει:
- Έτοιμος παλικάρι; ήρθε η φωνή του Παπανικολή από πίσω τους.
Γύρισαν και τον είδαν. Οι ναύτες ένας ένας ανέβαιναν απάνω. Το τσούρμο άλαλο ήρθε και στάθηκε στην κουβέρτα. Λίγο πολύ κανένας δεν είχε κοιμηθεί τούτη τη νύχτα.
Ο Παπανικολής ανέβηκε στο μπουρλότο πρώτος. Στη βάρκα, που ακολουθούσε, σαλτάρισε ο Λευτέρης. Τα «συντρόφια», έτσι λέγονταν οι ναύτες στα μπουρλότα, μπήκαν ξοπίσω του και πήρε καθένας τη θέση του. Έβλεπε ο Λευτέρης τα τσούρμα απ’ όλα τα καράβια, που ήραν κρεμασμένα στα ξάρτια, στις κόφες, στην κουπαστή. Καθώς δεν είχε φέξει καλά, οι όψεις τους μόλις ξεχώριζαν, χαραγμένες από την αγωνία για τα αποτελέσματα που θα ‘φερνε το καινούριο τους όπλο.
Θα ‘ταν έξι η ώρα, σαν έδωσε το σινιάλο η καπιτάνα για τη μάχη. Η πολεμική παντιέρα με το φοίνικα ανέβηκε ψηλά στο άλμπουρο.
- Με τα κανόνια χτυπάτε τον εχτρό, φώναξε με το τρομπόνι ο ναύαρχος.
Όλα μαζί τότε τα ελληνικά πολεμικά έριξαν βροχή τις μπάλες. Ο καπνός ήρθε και τύλιξε τα ρωμαίικα και το τούρκικο καράβι. Έτσι, βρήκε καιρό, προφυλαγμένο και χαμένο κι αυτό μέσα στον καπνό, να ξεκινήσει το μπουρλότο. Θέλουν να χωθούν στον κόρφο, για να χτυπήσουν το ντελίνι. θα το πετύχουν άραγε;
Μερικά καράβια ακολουθούν ξοπίσω από το μπουρλότο, για να το καλύψουν. Τα τσούρμα θέλουν να μεταδώσουν τον ενθουσιασμό τους στους μπουρλοτιέρηδες και καθώς εκείνοι περνάνε από κοντά τους τους φωνάζουν:
- Ζήτω, λεβέντες! Απάνω τους! Ήρθε η ώρα, αδέρφια!
Οι μπουρλοτιέρηδες αντιχαιρετάνε τα τσούρμα και αμέσως μετά κοιτάνε ίσια στο σκοπό τους. Ο καπετάνιος σφίγγει τα χείλια του. Κρατάει το τιμόνι με δύναμη και μανουβράρει με τέχνη το μπρίκι.
Όλο και ζυγώνουν τον εχθρό. Νιώθει την περηφάνια των συντρόφων του, έχει την ίδια χαρά με αυτούς, μα βλέπει κιόλας την ευθύνη: δεν ξέρει ακόμα τι θα καταφέρουνε. Ο Λευτέρης φοβάται λίγο, νιώθει ένα σφίξιμο στην καρδιά· μια κρυάδα του ανατριχιάζει την πλάτη. Δε δείχνεται όμως, παίρνει κουράγιο από τις φωνές των ναυτών, από τα αποφασισμένα πρόσωπα των συντρόφων του.
Τα καράβια σταμάτησαν. Το μπουρλότο προχώρησε μόνο του καταπάνω στο τούρκικο και σε λίγο έφτασε σε νερά επικίνδυνα. Το τούρκικο ντελίνι έχει οχτακόσιους άντρες αρματωμένους ως τα δόντια.
Είναι ένα περήφανο δίκροτο καράβι που τα εβδομήντα τέσσερα κανόνια του ξερνούν φωτιά. Το κατάστρωμα γυαλίζει από το λίπος που έβαλαν για να μην μπορέσουν οι Έλληνες να κάνουν ρεσάλτο. Αναταράζεται η θάλασσα από τις μπόμπες.
- Σκύψε κάτω, μωρέ παιδί!
Ο Παπανικολής μόλις και προλαβαίνει να κάνει το Λευτέρη να σκύψει πίσω από τους σωρούς τα σκοινιά. Μια σφαίρα πέρασε στ’ αυτί του ξυστά σφυρίζοντας. Κι ο φόβος, θαρρείς, πως με τούτη τη σφαίρα πέρασε. νιώθει ξαφνικά αντρειωμένος, λιοντάρι που δε σκέφτεται το θάνατο.
- Να βγουν, παιδιά, οι μπουκαπόρτες, διατάζει ο καπετάνιος.
Οι ναύτες τρέχουν, αρπάζουν τα ξύλινα σκεπάσματα και τα πετάνε στη θάλασσα.
- Οι γάντζοι έτοιμοι! δίνει άλλη διαταγή.
Ο Λευτέρης αρπάζει το γάντζο και τον κρατάει σφιχτά. Ο Παπανικολής πηγαίνει ίσια απάνω στο ντελίνι και καθώς ο καπνός διαλύεται οι Τούρκοι τους διακρίνουν. Στρέφουν τα κανόνια τους καταπάνω στο μπουρλότο και στέλνουν βροχή τα βόλια τους.
Μέσα στην κοσμοχαλασιά ακούγεται η βροντερή φωνή του καπετάνιου:
- Πετάξτε, συντρόφια, τους γάντζους!
Τρέχει ο ίδιος μπροστά και σφηνώνει το τσιμπούκι σε μια μπουκαπόρτα. Οι ναύτες γαντζώνουν το περήφανο καράβι. Πετάει και ο μικρός το δικό του γάντζο.
- Φύγε εσύ τώρα! σκουντάει το Λευτέρη ο καπετάνιος. Όπως τον βλέπει μικρό, τον παίρνει για εμπόδιο στη δουλειά.
- Άσε, καπετάνιε, σε μένα το τιμόνι! και, χωρίς να περιμένει απάντηση, ο Λευτέρης δένει γρήγορα το τιμόνι γερά, για να κρατήσει το μπουρλότο στη θέση του.
Οι στιγμές περνάνε γεμάτες αγωνία. Μια μπόμπα σηκώνει το νερό ψηλά και το μπρίκι τρατνάζεται.
Γέρνει δεξιά, έτοιμο, λες, να μπατάρει. Μερικοί ναύτες πήδηξαν στην άλλη μεριά και το μπουρλότο έρχεται στη θέση του. Ο Παπανικολής χώνει την κουτάλα στα κοκκινισμένα κάρβουνα και τα σκορπίζει στα λούκια, στο μπαρούτι. Σαν αστραπή μετά πηδάει στη βάρκα, όπου ‘ναι μαζεμένοι οι άλλοι. Κόβουν τα σκοινιά οι ναύτες. Δεν έχουν καιρό για άργητα.
- Στα κουπιά, παλικάρια! Γρήγορα! Όοο…οπ!
Με όλο το βάρος των κορμιών τους σπρώχνουν τη σκαμπαβία και τα κουπιά οργώνουν την ταραγμένη θάλασσα. Δεν πρόλαβαν ν’ αλαργέψουν πολύ και το κακό άρχισε. Το κατράμι, το θειάφι, το νέφτι κόρωσαν. Το μπρίκι τρίζει ολόκληρο· φωτιές άναψαν στα σωθικά του και βγήκαν από τις σκάρες, από τις πλαϊνές πορτίτσες και άρχίσαν να γλείφουν το περήφανο ντελίνι.
Τριζοβολάει το μεγάλο καράβι. Στην αρχή οι Τρούκοι τα χάνουν, δεν περίμεναν τέτοια συμφωρά. Δεν ξέρουν τι να κάνουν. Τα λεπτά περνούν. Τότε, σαν να ‘χαν μια σκέψη οι οχτακόσιοι ναύτες, τρέχουν ξετρελαμένοι από το φόβο, μα με μια στερνή ελπίδα, κατά τις τρόμπες. Με απεγνωσμένη δύναμη τις δουλεύουν και χύνουν νερό στη φωτιά. Οι αξιωματικοί στέλνουν άλλους με τσεκούρια να σπάσουν τις ατσαλένιες άγκυρες. Αγωνίζονται οι Τούρκοι, αγκομαχάνε, γυαλίζουν τα κορμιά τους από τον ιδρώτα, μα δεν τα καταφέρνουν. Πετάνε τα τσεκούρια στη θάλασσα και ξαναγυρίζουν τρέχοντας κοντά στους άλλους, για να τους βοηθήσουν στις τρόμπες. Ως κι οι κανονιέρηδες παρατάνε τα κανόνια τους. Κανένας δε σκέφτεται να κυνηγήσει τους μπουρλοτιέρηδες. Τα συντρόφια από τη σκαμπαβία, σηκωμένα όρθια, αφύλαχτα, κοιτάνε με αγωνία κατά το ντελίνι. Κάποια στιγμή οι φωτιές παίρνουν να σβήσουν και αμέσως μετά σηκώνεται ένας μαύρος καπνός που φτάνει μέχρι τα σύννεφα.
Ντελίνι και μπουρλότο είναι τυλιγμένα στον καπνό.
- Λες να γλιτώσουν; Η φωνή του Παπανικολή φανερώνει κούραση, απογοήτευση.
Όχι, όχι αυτό! Το παιδί δεν μπορεί να φανταστεί τόσους κόπους χαμένους, τόσα όνειρα σβησμένα.
- Είναι πεσμένος ο αγέρας, καπετάνιε…
- Ναι, γι’ αυτό άργησαν να το καταπιούν οι φωτιές.
Στ’ αλμυρισμένα πρόσωπα των ναυτικών είναι χυμένη η πίκρα.
«Ας φυσήξει, Θεέ μου! Μεγαλόχαρη, στείλε αγέρα!» παρακαλάει με δεμένα χέρια ο Λευτέρης.
Πριν τελειώσει όμως την προσευχή του, ο πεσμένος αγέρας ξαναπαίρνει ορμή. Το μπουρλότο άρπαξε πια και το ντελίνι καίγεται για τα καλά τώρα. Οι Τούρκοι βάοζυν τις φωνές έξαλλοι, μέχρι τη βάρκα ακούγονται:
- Ντενιζέ! Ντενιζέ!... στη θάλασσα! Στη θάλασσα να γλιτώσουμε!...
Τα ουρλιαχτά τους γεμίζουν τον αγέρα. Κυνηγημένοι από τις φωτιές, σαλτάρουν στη θάλασσα. Άλλοι σπρώχνονται πάνω στην κουπαστή, που καίγεται· ξεπροβάλλουν ανάμεσα από τις φλόγες όμοια κυνηγημένα ζώα. Τα πανιά, ψηλά στα άλμπουρα, παίρνουν φωτιά. Το σκαρί δεν αντέχει και οι Τούρκοι βιάζονται να προλάβουν να πετάξουν τις φελούκες τους στη θάλασσα. Όλοι θέλουν να χωρέσουν μέσα στις λίγες βάρκες. Ξέφρενοι από το φόβο τους, σπρώχνει ο ένας τον άλλον, αγωνίζονται ποιος θα πρωτομπεί. Οι φλόγες τους έχουν κυκλώσει. Το μεσαίο άλμπουρο, με τη σημαία ντροπιασμένη, πέφτει στο κατάστρωμα με θόρυβο. Δεν έχουν καιρό για χάσιμο. Τα καταφέρνουν λίγοι και οι βάρκες απομακρύνονται από το καράβι. Εκείνοι που ‘ναι στη θάλασσα αγωνίζονται να τις φτάσουν, αλλά στο μεταξύ έχει ξεσπάσει θαλασσοταραχή και πολλούς τους σκεπάζει το κύμα.
Από τα ελληνικά πλοία φτάνουν οι βάρκες με τους αρματωμένους ναύτες. Αρχίζουν με βόλια, με μπαλτάδες να σκοτώνουν τους Τούρκους. Ο Λευτέρης ξεχνάει πως είναι εχθροί, ξεχνάει το μίσος και τους όρκους του. Κλείνει τα μάτια του να μη βλέπει το σκοτωμό, βουλώνει με τις απαλάμες του τ’ αυτιά του, για να μην ακούει τα ουρλιαχτά και τις κραυγές τους. Νιώθει το στομάχι του ν’ ανακατώνεται και του ‘ρχεται να κάνει εμετό. Σκύβει δειλά στο πλάι και ξαλαφρώνει στη θάλασσα.
Άξαφνα ακούγεται ένας βρόντος που αντηχεί σαν αναστεναγμός σε όλα τα γύρω βουνά. Γυρίζει ξαφνιασμένος ο Λευτέρης και κοιτάζει. Ήταν η μπαρουταποθήκη που πήρε φωτιά στο χτυπημένο καράβι. Τα άλμπουρα τιναχτήκανε στον αγέρα μαζί με κομμάτια ξύλα και σίδερα.
Ψηλά, πολύ ψηλά φτάνουν τα συντρίμμια ανακατεμένα με τις σάρκες εκείνων που δεν πρόλαβαν να φύγουν. Έπειτα χτύπησαν με μανία στη θάλασσα και χάθηκαν στο σκοτεινό βυθό…
Ο Λευτέρης νιώθει έναν πόνο στο πόδι του. Μεγαλώνει, μεγαλώνει ο πόνος, ξανακάνει εμετό και χάνεται από τον κόσμο.
Προβληματισμοί για συζήτηση
Ελλάς - Τουρκία - Τρομοκρατία
Στο κεφάλαιο 6, μετά από μια μικρή ιστορική
αναδρομή στα πρώτα μπουρλότα (πολιορκία Συρακουσών), γίνεται περιγραφή των
μερών του πυρπολικού και του πώς λειτουργούσε στην πράξη. Κάποια
βοηθητική εικόνα δυστυχώς δεν υπάρχει, όποιος όμως επισκεφθεί το Εθνικο Ιστορικό Μουσείο (στην Παλαιά Βουλή), μπορεί στην αίθουσα του ναυτικού αγώνα, να δει από κοντά την τομή ενός τέτοιου πλοίου
όπως φαίνεται εδώ.
Είναι άραγε
γενναιότητα ή δειλία το να μάχεται κανείς με τέτοια τεχνάσματα απέναντι στους
αντιπάλους του; Αν θυμηθούμε το πόσο επιτυχημένα ο δούρειος ίππος έδωσε τέλος
στον πολύχρονο αγώνα της Τροίας, δεν μπορούμε παρά να δεχτούμε πως (τουλάχιστον
στον πόλεμο) ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Όποιος έχει αμφιβολίες, μπορεί να
ρίξει μια ματιά και τα Στρατηγήματα του Πολυαίνου (απ' όπου και το
παρακάτω απόσπασμα -το συγκεκριμένο από έκδοση του 1809 που βρήκα στην Ανέμη). Αν άλλωστε το
καλοσκεφτούμε, το να τολμήσει κανείς να οδηγήσει ένα σκάφος γεμάτο εκρηκτικές
ύλες ενάντια σε δεκάδες κανόνια και οπλισμένους στρατιώτες που προσπαθούν να
σώσουν τη ζωή τους, απαιτεί αν μη τι άλλο αποφασιστικότητα.
Πώς όμως
αντιμετωπίζουμε σήμερα όσους ανατινάζουν παγιδευμένα οχήματα σπέρνοντας τον
τρόμο στους εχθρούς τους; Μήπως, θεωρώντας ηρωικό τον Κανάρη και τρομοκράτη
τον άγνωστο ισλαμιστή/αυτονομιστή/αναρχικό, χρησιμοποιούμε δύο μέτρα και
σταθμά; Νομίζω πως όχι, αν προτού κρίνουμε, αναλογιστούμε το πώς, ενάντια σε
ποιους και με τι σκοπό, χρησιμοποιείται το (ύστατης ανάγκης) όπλο αυτό. Σίγουρα
μπορούμε να εντοπίσουμε ομοιότητες, υποψιάζομαι όμως πως είναι εντελώς
διαφορετικό το να στρέφεται κανείς ενάντια σε στρατιώτες κατοχής σε καιρό πολέμου
ή απέναντι σε αθώους πολίτες σε καιρό ειρήνης.
Ηγεσία τότε και τώρα
Στους
παλιότερους καιρούς, οι μάχες σε στεριά και θάλασσα βασίζονταν πολύ στον
παράγοντα θάρρος. Οι αρχηγοί των στρατιωτικών σωμάτων, έπρεπε να έχουν
οργανωτικές ικανότητες, να διακινδυνεύουν τη ζωή τους, αλλά και να
εμπνέουν τους υφισταμένους τους να κάνουν το ίδιο. Στο κεφάλαιο 12
παρακολουθούμε τον Μιαούλη να εφαρμόζει ένα παράτολμο σχέδιο (σ.91-2):
- Καπετάνιε, θα χαθούμε έτσι! Θα μας χώσουν ανάμεσά τους και οι μπάλες τους θα μας κομματιάσουν! λέει ο λοστρόμος δειλιασμένα στο Μιαούλη. Ο καπετάνιος δε δίνει απάντηση. Γυρνάει και βλέπει το Λευτέρη.
- Μούτσε, θα περάσουμε! Πάρε εσύ το τρομπόνι!
Το παιδί πάει πια, σάστισε. Ο καπετάνιος σκύβει και κοιτάζει το Λευτέρη στα μάτια."Δε μου 'χεις εμπιστοσύνη, μωρέ;" έλεγε η ματιά του. Ξαναστυλώνεται αμέσως και πιάνει γερά το τιμόνι.
- Για ό,τι κάνω τούτη την ώρα, παλικάρια, θα δώσω λόγο στο Θεό και στην πατρίδα! Το τρομπόνι στέλνει τούτο το λόγο στο καράβι και σκεπάζει το θόρυβο των κανονιών.
- Οι μπαταριές έτοιμες! διατάζει ο Λευτέρης και τρέχει δεξιά ζερβά χωρίς να φυλάγεται. Οι ναύτες, τότε, θεριά δαμασμένα, νιώθουν ατσαλωμένη την καρδιά.
- Απάνω τους! κι είναι η φωνή τούτη βουή που χύνεται και απλώνεται στη θάλασσα, φτάνει στους Τούρκους και τους τρεμουλιάζει.
- Οι μπαταριές πυρ! ξεφωνίζει ο Λευτέρης. Και τότε γίνεται χαλασμός κόσμου. Χτυπιούνται οι φρεγάτες με το ρωμαίικο καράβι. Η θάλασσα αγκομαχάει. Ο Λευτέρης κοιτάζει γύρω. Δεν είναι πια μόνοι. με το δικό τους θάρρος ψυχώσανε και τ' άλλα, ψαριανά και σπετσιώτικα, και πέφτουν και κείνα με τη σειρά τους λυσσασμένα πάνω στην αρμάδα.
Στη σημερινή
εποχή, το να είναι κανείς ηγέτης μπορεί να σημαίνει απλώς ότι παρασύρει τους
άλλους να τον ακολουθήσουν και δίνει έτσι ζωντάνια σ' ένα πάρτι... (;)
Στο κεφάλαιο 17, η οικογένεια του Λευτέρη λαμβάνει 1.500 γρόσια για τις υπηρεσίες του στα πυρπολικά. Είναι χρήματα που ο ίδιος θα τα είχε αρνηθεί, μα ο πατέρας του τον φέρνει προ τετελεσμένου γιατί τα έχει ήδη δεχτεί. Αρχικά επαναστατεί: Τι έκανε λέει; Πληρωμή γιατί έκανα εκείνο που έπρεπε να κάνω! (σ.114) και μας θυμίζει λίγο τον Αποστόλη στα Μυστικά του Βάλτου (εικόνα που ακολουθεί). Ο Λευτέρης κρατά τελικά τα χρήματα, αλλά μόνο για λίγο, καθώς δύο σελίδες μετά, τα δίνει κρυφά μέσω του Μιαούλη για να βοηθήσει τα γυναικόπαιδα από τις Σπέτσες που έφτασαν στο νησί του.
Άλλη στιγμή που ο μικρός μπουρλοτιέρης παραπέμπει σε κάποιο από τα κλασικά ιστορικά πεζογραφήματα που έχουμε παρουσιάσει, (συγκεκριμένα τον Μικρό Αδελφό και την άποψή του για
την αποκάλυψη της αλήθειας) είναι η συνομιλία του Λευτέρη με το φίλο του Θανάση
μετά τα γεγονότα της Σάμου, όπου οι μπουρλοτιέρηδες αρνήθηκαν να βγουν από το
λιμάνι. Εκεί διαβάζουμε (σ. 143):
- Δεν πρέπει να τα πεις πουθενά, Θανάση, αυτά. Είναι από τα πράγματα που δεν πρέπει να λέγονται.
- Εγώ, Λευτέρη, ξέρω πως
πρέπει να λέγονται και ν' ακούγονται, για να τα μαθαίνουμε.
Τέλος, ο ίδιος ο τίτλος του βιβλίου παραπέμπει σε ένα ομώνυμο κόμικ του 1955. Εκεί τον ρόλο του μικρού μπουρλοτιέρη έπαιζε ο Νικήτας Αστρακάρης, το τολμηρό Ελληνόπουλο που -στα χνάρια του Μικρού Ήρωα- σάρωνε το Αιγαίο και χτυπούσε τους Τούρκους, "πολεμώντας για τον Χριστό και για την Ελλάδα"!
Τέλος, ο ίδιος ο τίτλος του βιβλίου παραπέμπει σε ένα ομώνυμο κόμικ του 1955. Εκεί τον ρόλο του μικρού μπουρλοτιέρη έπαιζε ο Νικήτας Αστρακάρης, το τολμηρό Ελληνόπουλο που -στα χνάρια του Μικρού Ήρωα- σάρωνε το Αιγαίο και χτυπούσε τους Τούρκους, "πολεμώντας για τον Χριστό και για την Ελλάδα"!
"Δεν είχε σβήσει ο Βέγας, όταν ο
Λευτέρης...", διαβάζουμε στην
αρχή του παραπάνω αποσπάσματος (σελ. 45) Γνωρίζετε τι είναι ο Βέγας; Έχω την
εντύπωση ότι στις μέρες μας οι περισσότεροι μαθητές όταν ακούνε το όνομα αυτό,
σκέφτονται είτε το μουσικό συγκρότημα (Vegas) είτε την πόλη Las Vegas (η
οποία πήρε λένε το όνομά της από τις πεδιάδες -las vegas που βρήκαν οι πρώτοι
Ισπανοί άποικοι στην περιοχή).
Στην περίπτωσή μας, όπως ίσως υποψιάζεστε από τα
συμφραζόμενα, ο Βέγας είναι ένας αστέρας, και μάλιστα ο δεύτερος φωτεινότερος
στον νυχτερινό μας ουρανό (εδώ στο βόρειο ημισφαίριο). Ανήκει στον αστερισμό της
Λύρας (συγκεκριμένα είναι ο α' της Λύρας) και μαζί με δύο άλλα αστέρια (από τον
Κύκνο και τον Αετό), σχηματίζουν το θερινό τρίγωνο, που κάποτε βοηθούσε
τους ναυτικούς να προσανατολιστούν.
Πώς προσανατολιζόμαστε άραγε σήμερα που δεν
κοιτάζουμε πια τα άστρα; Αν είμαστε στην εξοχή, μάλλον με GPS ή πυξίδα. Οι
αρχαίοι Έλληνες πάντως, χρησιμοποιούσαν τα αστέρια τόσο για να
προσανατολιστούν, όσο και για να μάθουν την ώρα, να διηγηθούν την ιστορία
του κόσμου τους (τα τούρκικα σίριαλ ήρθαν πολύ αργότερα), αλλά και για να
δώσουν το στίγμα τους στις επόμενες γενιές.
Σχετικά με το τελευταίο, αρκετοί μελετητές της Οδύσσειας υποστήριξαν (2008) αναλύοντας τη θέση των άστρων όπως παραδίδεται στο έπος, ότι το ταξίδι του Οδυσσέα ολοκληρώθηκε στις 16 Απριλίου του 1178 π.Χ., ημέρα με ολική έκλειψη ηλίου πάνω από τα Ιόνια νησιά. Μια πιο πρόσφατη (2012) ωστόσο εκτίμηση (δημοσιευμένη ως άρθρο στο Mediterranean Archaeology & Archaeometry), τοποθετεί την επιστροφή του Οδυσσέα στις 25 Οκτωβρίου 1207 π.Χ. πέντε μέρες πριν από μια μερική (75%) έκλειψη ηλίου στην ίδια περιοχή.
Σχετικά με το τελευταίο, αρκετοί μελετητές της Οδύσσειας υποστήριξαν (2008) αναλύοντας τη θέση των άστρων όπως παραδίδεται στο έπος, ότι το ταξίδι του Οδυσσέα ολοκληρώθηκε στις 16 Απριλίου του 1178 π.Χ., ημέρα με ολική έκλειψη ηλίου πάνω από τα Ιόνια νησιά. Μια πιο πρόσφατη (2012) ωστόσο εκτίμηση (δημοσιευμένη ως άρθρο στο Mediterranean Archaeology & Archaeometry), τοποθετεί την επιστροφή του Οδυσσέα στις 25 Οκτωβρίου 1207 π.Χ. πέντε μέρες πριν από μια μερική (75%) έκλειψη ηλίου στην ίδια περιοχή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
διαβάσαμε και σχολιάζουμε...σχολιάζουμε...σχολιάζουμε...