Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εκδ.Αποστολική Διακονία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εκδ.Αποστολική Διακονία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 16 Μαρτίου 2015

Το δαχτυλίδι του αυτοκράτορα

Υπόθεση
Α' Μέρος: Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, λίγο πριν την πτώση της Βασιλεύουσας, παραδίδει στον εξάδελφό του Ανδρόνικο Ζάγαρη το δαχτυλίδι του, και τον διατάζει να φύγει στο Παρίσι για να γλιτώσει.  Τέσσερις γενιές αργότερα, η Σοφία, τρισέγγονη του Ανδρόνικου, ανατρέφει τον γιο της Κωνσταντίνο φροντίζοντας να του δώσει ελληνική παιδεία. Όταν εκείνος ταξιδεύει για ένα πρόβλημα υγείας στη Ρουμανία, κατηχείται από τον Γεννάδιο και στη συνέχεια αποφασίζει να ενταχθεί στον Ιερό Λόχο. Μετά την ήττα των επαναστατών στο Δραγατσάνι, ο Κωνσταντίνος επιχειρεί να βοηθήσει τον Γ. Ολύμπιο, ο οποίος όμως τον διατάζει να φύγει για να σωθεί και να συνεχίσει τον αγώνα από την Ελλάδα.

Β' Μέρος: Ο νεαρός πρωταγωνιστής φτάνει στη Νάουσα του 1822 μεταμφιεσμένος σε καλόγερο και σύντομα τίθεται υπό τις διαταγές του επαναστάτη Ζαφειράκη. Παρά τις αρχικές τους επιτυχίες, οι Έλληνες της περιοχής αδυνατούν ν' αντιμετωπίσουν τα συνεχόμενα κύματα των τουρκικών επιθέσεων και η μακεδονική πόλη παραδίνεται στην οργή των μουσουλμάνων.

Γ' Μέρος: Ο Κωνσταντίνος, ανάπηρος πλέον χωρίς το δεξί του χέρι, βρίσκεται στο Μεσολόγγι, όπου βοηθάει τον φιλέλληνα γιατρό Μάγιερ στην έκδοση των Ελληνικών Χρονικών. Το Γενάρη του 1823 υποδέχεται τον Λόρδο Βύρωνα με τον οποίο θα γίνουν φίλοι. Μετά τον θάνατο του ποιητή παραμένει στην πόλη και συμμετέχει στην ηρωική έξοδο του 1826. Το δαχτυλίδι φεύγει από το χέρι του και χάνεται στις λάσπες. Δύο χρόνια όμως αργότερα θα το βρει να στολίζει το χέρι του πρώτη κυβερνήτη της Ελλάδας Καποδίστρια, που καταφθάνει στο Ναύπλιο ως σωτήρας.

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Αποστολική Διακονία
Συγγραφέας: Γαλάτεια Γρηγοριάδου Σουρέλη
Εικονογράφηση: Άννα Μενδρινού - Ιωαννίδου (νέα έκδοση Όλγα Κοτσιρέα)
ISBN: 978-960-31-5012-1
Έτος 1ης Έκδοσης: 1973 (επανέκδοση 2005)
Σελίδες:156 (νέα έκδοση 138)
Τιμή: περίπου 6 ευρώ
Περιέχει συνοδευτικό CD
Ηλεκτρονική αγορά εδώ ή εδώ
Τάξεις: Ε', Στ', Γυμνάσιο

Κριτική
Βραβευμένη επική περιπέτεια ιστορικής μυθοπλασίας, στην οποία παρακολουθούμε την ζωή του τελευταίου απογόνου του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου κατά τους χρόνους της επανάστασης του 1821. Η γλώσσα, παρά το κατά σημεία λυρικό ύφος, δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολη, υπάρχουν όμως και αποσπάσματα που μάλλον θα φανούν δύσπεπτα στους σύγχρονους αναγνώστες. Η σαφήνεια λείπει σε ελάχιστες περιπτώσεις (π.χ. στις σελ. 27-29 δεν διευκρινίζεται το πού βρίσκεται ο Αλ. Ραγκαβής), ενώ στα πρώτα κεφάλαια είναι πιθανό η εναλλαγή προσώπων να προκαλέσει σύγχυση. Από την άλλη, η δράση είναι ασταμάτητη σε βαθμό που να θυμίζει χολιγουντιανή υπερπαραγωγή. Μας μεταφέρει στο κέντρο τριών επαναστατικών πυρήνων του ξεσηκωμού και σε ισάριθμες απελπισμένες εξόδους που αντηχούν εκείνη του αυτοκράτορα από τα τείχη της Πόλης το 1453. Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη και συνολικά 24 μικρά κεφάλαια με μέγεθος 3-9 σελίδες (συνήθως γύρω στις 5). Η παλιά έκδοση είναι προσεγμένη, με σκληρό εξώφυλλο, όμορφα πρωτογράμματα και «παλαιού τύπου» σκίτσα που θυμίζουν λίγο χαρακτικά. Η νέα έκδοση εκτός από πολύχρωμες ζωγραφιές περιλαμβάνει και CD με τη θεατρική διασκευή του έργου σε μουσική Γιώργου Βούκανου (φιλική συμμετοχή του Χρόνη Αηδονίδη και της Νεκταρίας Καραντζή). Το προτείνουμε στους μαθητές των μεγάλων τάξεων του Δημοτικού ενώ σίγουρα θα αρέσει στους φίλους των ηρωικών περιπετειών.

  • Συναρπαστική περιπέτεια - Δυνατές σκηνές που συγκινούν
  • Προβάλλονται αξίες όπως υπευθυνότητα και αλτρουισμός
  • Γνωριμία με ιστορικές προσωπικότητες της εποχής

  • Οι νεαροί αναγνώστες ίσως βρουν το ύφος ανοίκειο

Αξίες - Θέματα
Υπευθυνότητα, Οικογένεια, 25 Μαρτίου, Ελευθερία, Γενναιότητα, Πατριωτισμός

Σκηνές που ξεχωρίσαμε
Πολλές οι σκηνές που μένουν στο μυαλό, όπως η ανάγνωση του γράμματος του Σούτσου, η υπεράσπιση της Νάουσας από τον Ζαφειράκη και η υποδοχή του Μπάιρον.

Εικονογράφηση
Χαρακτηριστική των περασμένων δεκαετιών, με λιγοστές αλλά εντός κλίματος ολοσέλιδες ζωγραφιές και μικρά σκίτσα στο κλείσιμο κάποιων κεφαλαίων. Στην καινούρια έκδοση, η εικονογράφηση είναι πλούσια και πολύχρωμη, ενώ τις ζωγραφιές συμπληρώνουν χαριτωμένα πρωτογράμματα.
 
Απόσπασμα
Το κρύο τσουχτερό ήταν· είχε σκεπαστεί ως τ’ αυτιά ο Κωνσταντίνος. Ήταν η όμορφη ώρα του πρωινού ύπνου, όταν άκουσε τις ντουφεκιές. Πέταξε τα στρωσίδια από πάνω του, πάτησε πάνω στο Μιχάλη απ’ τη βιάση του, έτρεξε στο παράθυρο. Βαθύ σκοτάδι έξω, πίσσα, μόλις και ξέκρινες το άσπρο του χιονιού. Οι ντουφεκιές γίναν πυκνότερες, ζύγωναν. Άκουσε τον κυρ Λάζαρο να κατεβαίνει τις σκάλες. Κακοντύθηκε ο Κωνσταντίνος, πετάχτηκε κάτω κι αυτός.  Έφτασε τον κυρ Λάζαρο όταν ξεκρέμαγε τα ντουφέκια του.

- Πάρε κι εσύ, του είπε και του αεροπέταξε ένα.
Βρέθηκαν στην παγωμένη νύχτα μαζί με όλους τους Ναουσαίους, μα οι ντουφεκιές είχαν τελειώσει.

- Αδέρφια, ακούστηκε, θαρρείς, σ’ όλη την πολιτεία η βροντερή φωνή του Ζαφειράκη. Αδέρφια, στ’ όνομα της Αγίας Τριάδας, στ’ όνομα της Πατρίδας μας ξεσηκωνόμαστε. Λευτεριά ή θάνατος, αδέρφια μου!!!

Πού βρέθηκαν τόσες φωνές μαζί να ακουστούν ως πέρα στα βουνά Λευτεριά ή θάνατος! Λευτεριά ή θάνατος! Ήταν τόσες οι φωνές, που ο Ζαφειράκης πια δεν ακούγεται. Μα από στόμα σε στόμα, όλοι το μάθανε. «Όλοι με τα γιορτινά στη μεγάλη μας εκκλησιά, στον Αηδημήτρη μας!». Και το μαντάτο έφτασε τόσο γρήγορα, που σαν γύρισαν πίσω στο σπίτι οι γυναίκες ήταν έτοιμες. Κυριακοντυμένες, τα κοτσίδια της Ανθούσας ένα γύρο στο κεφάλι. Ανέβηκε στο δωμάτιο ο Κωνσταντίνος να συγυριστεί, «καθαρά, σου ‘χω στο μπαούλο απάνω» η μάνα της Ανθούσας του φώναξε, κι όπως ντυνόταν και σκεφτόταν, μια θύμηση σαν καυτό σίδερο τον έτσουξε, του έφερε ανατριχίλα στη ραχοκοκαλιά. Σήμερα είναι 22 Φεβρουαρίου 1822. Πριν από ένα χρόνο – Θεέ μου, πώς πέρασε κιόλας ένα χρόνος- σαν σήμερα, σημαδιακιά μέρα, είδε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, τον Πρίγκιπά του, να περνάει τον Προύθο. Τον θυμάται να στέκεται, να κοιτάζει προς τη Ρωσία, τον ανθρώπινο δισταγμό του και το περήφανο, αποφασιστικό πάτημά του στην άλλη όχθη, που αντιπροσώπευε την πατρίδα του.

- Αργείς, ο Μιχάλης δεν μπορούσε άλλο πια να περιμένει. Κούμπωσε το τελευταίο του κουμπί, κατέβηκε κάτω, αντάμωσε τον κυρ Λάζαρο, τους γειτόνους. Όλη η Νάουσα τραβούσε για τον Άη Δημήτρη…

Ο πρωτοσύγκελος έκανε τη δοξολογία, κι οι αναπνοές είχαν σταματήσει. Όλοι, κι οι ανήμποροι κι οι γέροντες ήταν πεσμένοι στα γόνατα. Βγήκε από την Ωραία Πύλη ο πρωτοσύγκελος, κρατούσε στις χούφτες του το δισκοπότηρο. «Μετά φόβου θεού…». Πρώτος ο Ζαφεριάκης, μετά ο Γάτσος, ο Καρατάσος, τα παλικάρια τους μετά, ένας ένας από πίσω οι Ναουσαίοι, οι γέροντες, τα παιδιά, έφτασε η σειρά του Κωνσταντίνου. «Τον δούλο του Θεού…», «Κωνσταντίνο» ψιθύρισε, άνοιξε το στόμα του, με λαχτάρα δέχτηκε τη θεία Κοινωνία. Έκανε τον σταυρό του και άφησε τόπο να κοινωνήσει κι ο Μιχάλης. Μισοζαλισμένος βγήκε απ’ την εκκλησία, η λειτουργία είχε τελειώσει, η πόλη άρχισε να πανηγυρίζει. Ήταν λεύτερη. Σήμερα ήταν λεύτερη!

Στον πύργο του Ζαφειράκη είχε σηκωθεί η σημαία τον ελευθέρων ανθρώπων. Και στα πυργάκια, στα τείχη και στις εφτά πύλες της Νάουσας, κι εκεί ίδιες σημαίες σηκώθηκαν. Πήγε κοντύτερα ο Κωνσταντίνος να τις δει. Ο σταυρός στην μια μεριά και η φράση «Ἐν τούτ νίκα» και απ’ την  άλλη μεριά ο φοίνικας με την επιγραφή «Μάχου ὑπέρ Πίστεως καί Πατρίδος». Θε μου, πόσο έμοιαζε με τη σημαία των Ιερολοχιτών! Ένιωθε την ανάγκη να βρεθεί μόνος, να συγκεντρωθεί, να μπορέσει να στείλει ένα μήνυμα, έναν χαιρετισμό στον Πρίγκιπά του, που ποιος ξέρει τώρα σε ποια φυλακή θα βρίσκεται. Άκουσε τον Ζαφειράκη να μιλάει στους Ναουσαίους, πήρε τ’ αυτί του πως επιτροπή συστήθηκε από τέσσερις, άκουσε ζητωκραυγές. Προχωρούσε σιγά. Μια-μια μπροστά του ξαναζούσαν οι ώρες, οι μέρες της Μολδοβλαχιάς. Τα νταούλια πήγαν να τον ξαναφέρουν στη γη, είδε πως χορό στήσαν οι άντρες και οι γυναίκες τραγουδούσαν και χτυπούσαν τα χέρια του στο ρυθμό του χασάπικου.

«Πού είναι ο Αλέξανδρος ο Μακεδόνας που όριζε την οικουμένη όλη»

Θεέ μου, αυτό το τραγούδαγε κι η μάνα του, η Σοφία. Τώρα θυμάται, πως του έλεγε, πως είναι Μακεδονίτικο. Τον κυνηγάν χίλιες θύμησες, το Παρίσι, ο Αλέξανδρος, ο Πρίγκιπας, ο νεκρός Δημήτριος Σούτσος, το γράμμα το έστειλε στους δικούς του. «Ευρίσκομαι επί κεφαλής ελευθέρων ανθρώπων, οι οποίοι δεν με φορτώνουν με ματαίους τίτλους, οι οποίοι μου δίδουν το γλυκύ του αδελφού όνομα…». Ζει κι ο Κωνσταντίνος ανάμεσα σε ελεύθερους ανθρώπους. Γιατί απ’ τη στιγμή που έπαψαν να νιώθουν σκλάβοι, οι Έλληνες είναι κιόλας ελεύθεροι.

- Αλέξανδρε, αδελφέ μου, δεν είσαι κοντά μου να δεις την Πατρίδα, να δεις τους δικούς μας ανθρώπους.

Είχε φτάσει στο ποτάμι, στην Αραπίτσα, και το ποτάμι ήταν φουσκωμένο, αγριεμένο κι έτρεχε με βουητό ν’ ανταμώσει τη θάλασσα, τη μάνα του…

- Λοιπόν παλικάρι, με ζήτησες;
- Ναι, καπετάνιο.
- Και σαν τι θες ελόγου σου από μένα;
- Να με πάρεις μαζί σου.

Ο Ζαφειράκης καθότανε στο μαλακό ντιβάνι και με μισόκλειστα μάτια μέτραγε τον Κωνσταντίνο.
- Ντόπιος δεν είσαι. Μου ‘πε ο κυρ Λάζαρος πως είσαι Ιερολοχίτης. Μα δύσκολες ώρες περνάει η πατρίδα μας, δυσκολότερες ώρες μας περιμένουν. Πρέπει να ξέρω ένα ένα τα παλικάρια μου. Σημάδι έχεις, πως είναι αλήθεια ό, τι μας είπες;

- Έχω, σοβαρά απάντησε ο Κωνσταντίνος.
- Ποιο; Και τι το κρύβεις; Δε θα ‘χαμε τόσην ώρα κουβεντιάσει λόγια του ανέμου.

Ο Κωνσταντίνος, αμίλητος, άνοιξε το δισάκι του και με χέρια που έτρεμαν, στα τυφλά έψαξε και έβγαλε το πανί.

- Η σημαία των Ιερολοχιτών! είπε με βραχνιασμένη φωνή.

Ορθώθηκε ο Ζαφειράκης, έκανε δύο βήματα μπροστά, έπιασε με δέος την σημαία. Δεν τόλμησε να τη χαϊδέψει, όπως το ‘θελε, μα απόμεινε να την κοιτάζει. Πρόσεξε πως η άκρη της είχε ξεραμένο αίμα.

- Σκοτώθηκε ο σημαιοφόρος, εξήγησε ο Κωνσταντίνος.
Ψημένος ο καπετάνιος, είχαν δει κι είχαν δει τα μάτια του, είχε σηκώσει κι αν δεν είχε σηκώσει πίκρες η καρδιά του, είχε πιεί φαρμάκια, μα τέτοιο φαρμάκι, τέτοια πίκρα τον συγκλόνισε. Σα βαλανιδιά χτυπημένη από αστροπελέκι, έγειρε, τρίκλισε και έπιασε κι ασπάστηκε το αίμα. Έκανε ώρα να συνέλθει. Κι όταν γύρισε και μίλησε στον Κωνσταντίνο, ήταν πέτρινο κι αδάκρυτο το πρόσωπό του.

- Ξέρεις, παιδί μου, ποια είναι η κατάσταση εδώ; Απάντηση δεν περίμενε και συνέχισε. Είχαμε στείλει κάποιον, Σάλας τ’ όνομά του, μ’ ένα καράβι, να πάει στα Ψαρά, να πάρει κανόνια, μα δεν πρόκειται να ‘ρθει. Στείλαμε στην Πελοπόννησο γράμματα να μας βοηθήσουν. Μα εκεί έχουν την Τριπολιτσά να πάρουν, έχουν δικές τους αγωνίες, λίγος ο στρατός, πολλοί κάτω οι Τούρκοι, δεν περισσεύουν άντρες να μας στείλουν. Για λεφτά ούτε λόγος να γίνεται, δεν υπάρχουν, είναι χειρότερα εκεί κάτω από μας. Οι οπλαρχηγοί του Ολύμπου μας στείλανε μαντάτο πως, μη περιμένουμε να μας βοηθήσουνε, γιατί κι αυτοί τώρα πολεμάνε. Μακριά είμαστε απ’ τη θάλασσα, είμαστε αποκομμένοι από την άλλη Ελλάδα, που επαναστάτησε, με χιλιάδες Τούρκικο στρατό στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία. Μα είμαστε ένα κορμί οι Έλληνες. Και δεν μπορούμε να μη ζητήσουμε κι εμείς τη λευτεριά μας, όταν ολόκληρο κορμί την αποζητάει.

Δεν ξέρω αν κατάφερα να σου δείξω πεντακάθαρη την κατάσταση. Το δικό μας ξεσήκωμα έχει το χαρακτήρα της αυτοθυσίας, είμαστε σαν εκείνους τους τριακόσιους τους παλιούς τους Σπαρτιάτες, ξέρεις. Δεν είχανε ελπίδα να νικήσουνε, δεν είχανε ψεύτικα όνειρα πως θα διώχνανε τον Πέρση. Ίσως ανόητους να τους φαντάστηκαν μερικοί. Μα είναι λίγοι αυτοί, που έτσι τους φαντάστηκαν. Οι Σπαρτιάτες το ‘ξεραν πως θα νικιόντουσαν, πως θα πεθαίνανε και στάθηκαν εκεί και πολέμησαν .

Ξέρεις, είπε ο Ζαφειράκης σκεφτικά, είμαστε ένας λαός περίεργος. Από τη στόφα που υφαίνονται τα όνειρα είμαστε. Δεν είναι λίγο να ξέρεις πως θα νικηθείς και να πλένεσαι, να στεφανώνεσαι και να τραβάς να πολεμήσεις! Είμαστε νοικοκυραίοι, χορευταράδες, καλοφαγάδες αν θες, την αγαπάμε τη ζωή. Τι λέω την αγαπάμε! Τη λατρεύουμε τη ζωή. Και όλα αυτά στο λεφτό τα πετάμε για να είμαστε λεύτεροι.

Είσαι πιο νέος, μα άκου με εμένα, που έφαγα τη ζωή με το κουτάλι. Απ’ όλες τις ανθρώπινες δυνάμεις, οι δυνάμεις της ψυχής είναι αυτές που φέρνουν αποτέλεσμα. Κι εμείς έχουμε μια δύναμη, που ξεκινάει απ’ το πνεύμα μας και μας κάνει στο τέλος, να νικούμε. Γιατί, κι αυτό κομπόδεσέ το στο μυαλό σου, θα νικήσουμε στο τέλος, έστω κι αν λίγοι θα δούμε αυτή τη νίκη.

Ο Ζαφειράκης έκοψε βόλτες με τα χέρια δεμένα πίσω στην πλάτη. Και χωρίς να φοβάται τα λόγια συνέχισε.

- Το λοιπόν, ακόμα ζητάς να μείνεις εδώ να πολεμήσεις μαζί μας;

- Τώρα το ζητώ περισσότερο από πριν. Σταθερή ήρθε η απάντηση. Κρυφοκαμάρωσε ο Ζαφειράκης, μα δεν το έδειξε.

- Καλά, είπε, Πήγαινε και θα σε ειδοποιήσω. Άσε μόνο τη σημαία, να καταφέρω να την στείλω κάπου, να φυλαχτεί. Θα ‘ρθουν χρόνοι, που θα προσκυνιέται τούτη η σημαία. Της έριξε μια τελευταία ματιά ο Κωνσταντίνος, την αποχαιρέτησε. Πήγαινε να φύγει, όταν είδε πλατιά την παλάμη του καπετάνιου να του προσφέρεται.

- Καλή τύχη να 'χουμε ή καλό βόλι, όπως λέμε εμείς εδώ. Σφίξαν τα χέρια και χώρισαν...
Το μνημείο στον χώρο θυσίας των γυναικών της Νάουσας,
στη γέφυρα Στουμπάνων πάνω στον παραπόταμο Αραπίτσα
Σχόλιο
Αναφέρουμε παραπάνω πως πιθανότατα το βιβλίο θα αρέσει περισσότερο σε αγόρια και ένας από τους λόγους, είναι ότι στους θηλυκούς χαρακτήρες του κειμένου δίνεται ρόλος αρκετά διακριτικός. Παρότι συνοδεύουν και βοηθάνε τον Κωνσταντίνο σε κάθε φάση της μεγάλης του περιπέτειας, οι κοπέλες που συναντάει σε κάθε σταθμό της ζωής του, μένουν στο παρασκήνιο και αφήνουν τελικά ένα ελαφρύ ίχνος στην ιστορία- σε σύγκριση τουλάχιστον με τους αρσενικούς χαρακτήρες. Εξαίρεση η μητέρα του ήρωα, η οποία μέσα από την παιδεία, την ευθύνη αλλά και το δαχτυλίδι που του κληροδοτεί στο ξεκίνημα, χαράζει ουσιαστικά ολόκληρη την μετέπειτα πορεία του και διαρκώς τον καθοδηγεί. Οι νεαρές αναγνώστριες ωστόσο, θεωρώ πως δύσκολα θα ταυτιστούν με την μαμά Σοφία. 

Μιλώντας για τη μητέρα του ήρωα, κάτι που ίσως χρειάζεται διευκρίνιση είναι το επίθετό της. Στο πρώτο κεφάλαιο αναφέρεται ότι ο Παλαιολόγος παραδίδει το δαχτυλίδι στον Ανδρόνικο Ζάγαρη, ενώ στο πέμπτο ο Υψηλάντης τον προσφωνεί ως γιο της Σοφίας από το γένος του Ανδρόνικου Ζηλίκη. Η διαφορά στα δύο επίθετα παραμένει και στη νέα έκδοση που κυκλοφορεί.

Οι αξίες και τα ιδανικά που συνοδεύουν τους ήρωες και καθορίζουν τις αποφάσεις τους, θυμίζουν αρκετά τα επικά έργα της Πηνελόπης Δέλτα. Η ανάγκη που νιώθει ο Κωνσταντίνος (και όχι μόνο) να θυσιάσει τη ζωή του για την πατρίδα, όπως και η φράση που επαναλαμβάνεται στις σ.150-3 «Ένας άνθρωπος μπορεί να πεθάνει... Αλλά η ιδέα της Λευτεριάς θα συνεχίσει να ζει... Οι ιδέες αντέχουν στον θάνατο» μας παραπέμπει στο Εγώ είμαι ένας και θα περάσω... του Για την Πατρίδα, που άλλωστε έχει χρησιμοποιηθεί ως αναφορά και από την Άλκη Ζέη στον Μεγάλο Περίπατο του Πέτρου. Μια διαφορά βέβαια με την αυταπάρνηση του Αλεξίου, είναι πως εκείνη είχε ως έναυσμα την εντολή του αυτοκράτορα, ενώ στον Κωνσταντίνο τα κίνητρα είναι εσωτερικά. Και πώς να μην είναι, όταν στις φλέβες του Κωνσταντίνου, ρέει το αίμα του τελευταίου αυτοκράτορα;
Το δαχτυλίδι του Βασιλείου Λακαπηνού ή Λεκαπηνού, το όνομα
του οποίου μας είχε απασχολήσει στο Άννα και Θεοφανώ (Πηγή)
Στο Βουκουρέστι, ο Κωνσταντίνος πηγαίνει στη Σχολή να ακούσει το πρώτο μάθημα του Γεννάδιου, και ακολουθεί μια ατμοσφαιρική σκηνή γεμάτη φλογερό πατριωτισμό. Μια και οι μέρες το επιβάλλουν, ας την παραθέσουμε:

Έλεγε ο Γεννάδιος, κι εκεί μπροστά στον Κωνσταντίνο ήρθε και στήθηκε όλη η δόξα της Ελλάδας, της Αθήνας η λαμπράδα. κι εκεί που 'χε παρασυρθεί από το όνειρο, άκουσε βροντερή τη φωνή του διδασκάλου:
 - Κλείστε τις θύρες!
- Τις θύρες, τις θύρες! φώναξαν μερικοί.

Κοντά στην πόρτα ήταν ο Κωνσταντίνος. Έσπρωξε όλο εκείνο το πλήθος, έκλεισε την πόρτα. Και όταν ξαναγύρισε στη θέση του, είδε έναν αλλιώτικο Γεννάδιο. Μεθυσμένο, όχι πια από το όραμα της παλιάς Αθήνας, αλλά με ιερή οργή, φωτιές να βγαίνουν από τα μάτια του, καυτά τα λόγια του, να λέει τα βάσανα του Γένους. Τους χλευασμούς, το παιδομάζωμα, τον τρόμο, τη σκλαβιά να ανιστοράει, τα τόσα τόσα χρόνια του ζυγού να τα μετράει, και μαζί του όλοι ετούτοι εδώ να τα μετράνε. Και να κλαίει ο Γεννάδιος και να κλαίει όλος ετούτος ο λαός, να κλαίει ο Κωνσταντίνος, να κλαίει ο μικρός Ραγκαβής. Και τα δάκρυα να στεγνώνουν, καθώς η ελπίδα έρχεται τώρα να γλυκάνει τόσο πόνο, τόσα βάσανα. Γι' Ανάσταση μιλάει τώρα ο σοφός, για Φιλική Εταιρεία, για τον Αλέξανδρο τον Υψηλάντη λέει, για καρδιές και καριοφίλια, που καρτεράνε την Άγια Ώρα, να 'ρθει, του Σηκωμού. 

Ήρθε η ώρα, έλεγε ο δάσκαλος, να δείξετε στον κόσμο που σας κοιτάζει και στην Πατρίδα, που ελπίζει σε σας, ότι είστε πραγματικά της παιδιά. Ήρθε η ώρα να δείξετε την ευγνωμοσύνη σας προς την Πατρίδα, που σας γέννησε και να προσφέρετε κάτι ελάχιστο· μικρό αντίδωρο στην τόσο μεγάλη ευεργεσία, να σας κάνει Έλληνες και να προσφέρετε τη ζωή σας γι' αυτή. Η Πατρίδα, αφού σας ευεργέτησε με το να σας γεννήσει Έλληνες, τώρα σας δίνει μια ακόμα πιο μεγάλη ευεργεσία, να πολεμήσετε και να  πεθάνετε γι' αυτήν. Αφού σας έδωσε τη ζωή, τώρα σας προτείνει την αθανασία. Πρόγονοι και πατέρες τριών χιλιάδων ετών, ήρωες, μάρτυρες, σοφοί, στρατηλάτες, σας κοιτάζουν από τον ουρανό για να δουν αν θα φανείτε άξιοί τους και της Πατρίδας. Των Θερμοπυλών, του Μαραθώνα, της Σαλαμίνας και των Πλαταιών οι ψυχές σας νεύουν και σας ενθαρρύνουν. Του Ιερού Λόχου των Θηβών οι αδελφοί σας, σας φωνάζουν: Μη μας ατιμάσετε! Μιμηθείτε μας! Σας περιμένουμε με αγκαλιές ανοιχτές. Τεσσάρων αιώνων τυραννοκτονίας ήρωες και μάρτυρες, η αθάνατη κλεφτουριά, Ιεράρχες, άρχοντες, προεστοί, διδάσκαλοι, ναυτικοί, σας φωνάζουν: Μάχεσθε υπέρ Πίστεως και Πατρίδος. Των παλαιών Αθηνών οι νέοι σας προσκαλούν να ορκισθείτε τον όρκο εκείνων. Γονατίσατε και ορκισθείτε.

Ο Κωνσταντίνος σαν μέσα σε όνειρο γονάτισε όπως γονάτισαν όλοι. Η φωνή του, βαριά, ενώθηκε με όλες τις άλλες: Ου καταισχυνώ όπλα τα ιερά. Ο Γεννάδιος συνέχισε στην τρομερή σιωπή κι ήταν ίδιο μαχαίρι η φωνή του. Παιδιά της Πατρίδας, φανείτε άξιοι των πατέρων σας. Έφτασε η στιγμή. Σας προσκαλεί η Πατρίδα να την ελευθερώσετε και να απαθανατισθείτε...
Χρήση στην τάξη
Τα ιστορικά ονόματα που παρελαύνουν από τις σελίδες του βιβλίου είναι πολυάριθμα: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Άνθιμος Γαζής, Αδαμάντιος Κοραής, Αλέξανδρος Υψηλάντης, Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, Γεώργιος Γεννάδιος, Αλέξανδρος Ν. Σούτσος, Γιωργάκης Ολύμπιος, Ζαφειράκης Θεοδοσίου, Αγγελής Γάτσος, Αναστάσιος Καρατάσος, Λόρδος Μπάιρον, Σπυρίδων Τρικούπης, Ιωάννης Ιάκωβος Μάγερ, Διονύσιος Σολωμός, Ιωάννης Καποδίστριας...

Έχουν άραγε οι μαθητές μας ξανακούσει κάποια από αυτά; Μια πρώτη δραστηριότητα, θα μπορούσε να αφορά στην αναζήτηση στοιχείων για τις παραπάνω προσωπικότητες και στη συνέχεια παρουσίασή τους στην τάξη. Αν η προσέγγιση αυτή σας φαίνεται τετριμμένη και το σχολείο διαθέτει τις απαραίτητες υποδομές, ομάδες μαθητών μπορούν να επιχειρήσουν τη δημιουργία μιας παρουσίασης (powerpoint) που να περιέχει σχετικές φωτογραφίες, πληροφορίες και μια χρονογραμμή.

Από τη στιγμή που οι μαθητές θα έχουν ασχοληθεί αρκετά (περισσότερο ή λιγότερο διαδραστικά) ώστε να κατέχουν κάποια βασικά στοιχεία για το καθένα από τα παραπάνω πρόσωπα, μπορούμε να παίξουμε ένα παιχνίδι από τα πάρτι του παλιού καιρού. Το παιχνίδι ονομάζεται Ποιος είμαι??? και ο κάθε μαθητής πρέπει μέσα από πέντε ερωτήσεις (στις οποίες η απάντηση είναι ναι ή όχι) προς τους συμμαθητές του, να μαντέψει ποιο από τα ονόματα των ηρώων βρίσκεται στο χαρτί που έχει στην πλάτη ή το μέτωπό του.
Στο μάθημα της Γεωγραφίας, θα μπορούσαμε να σημειώσουμε τους σταθμούς της πορείας του Κωνσταντίνου σε έναν πολιτικό χάρτη: Παρίσι - Βουκουρέστι - Δραγατσάνι (Drăgăşani)- Νάουσα - Μεσολόγγι - Ναύπλιο. Από πόσες και ποιες σύγχρονες χώρες πέρασε το δαχτυλίδι του αυτοκράτορα; 

Στα εικαστικά, μια ιδέα θα ήταν να ασχοληθούμε με τον Φοίνικα. Πώς θα αποδίδαμε το μυθικό πτηνό σε μοντέρνα εκδοχή ώστε να ταιριάζει στη σύγχρονη Ελλάδα που προσπαθεί να ορθοποδήσει; Μπορούμε επίσης να μελετήσουμε τον πίνακα «Η έξοδος του Μεσολογγίου» του Θεοδ. Βρυζάκη και να τον αναπαραστήσουμε με δικές μας ζωγραφιές, παντομίμα ή άλλα μέσα. Ο πίνακας, σύμφωνα με αυτή την ανάλυση, ενώνει το πρώτο με το τρίτο μέρος του μυθιστορήματος, αφού οι κόκκινες περικνημίδες της κεντρικής μορφής, παραπέμπουν στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο!
Ενδιαφέρον όπως πάντα, θα είχε και μια επίσκεψη στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο (Παλαιά Βουλή) στο οποίο φυλάσσεται ο μοναδικός επενδύτης ιερολοχίτη που σώζεται στις μέρες μας, όπως και προσωπικά αντικείμενα του Αδαμάντιου Κοραή, αλλά και του φιλέλληνα Λόρδου Μπάιρον, όπως το κρεβάτι εκστρατείας του (στο μουσείο το βλέπουμε διπλωμένο στο μπαουλάκι του). Περισσότερα για τον Ιερό Λόχο, μπορούμε να συναντήσουμε στο ομώνυμο βιβλίο της Βάσας Σολωμού - Ξανθάκη.

Στο μάθημα της Γλώσσας, θα μπορούσαμε να αναζητήσουμε ποιήματα του Μπάιρον αλλά και του Διονυσίου Σολωμού και να τα απαγγείλουμε στην τάξη. Επίσης, για όποιον αναζητά κάτι διαφορετικό από τα συνηθισμένα, ίσως θα είχε ενδιαφέρον να επιχειρήσει με την τάξη του να διαβάσει αποσπάσματα από την εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά του Μεσολογγίου και να προσπαθήσει να τα αποδώσει σε νέα ελληνικά. Στην εικόνα, το τελευταίο φύλλο της εφημερίδας πριν μια τουρκική βόμβα καταστρέψει τις εγκαταστάσεις της.

Share/Bookmark

Σάββατο 12 Απριλίου 2014

Του Δωδεκάμερου και της Λαμπρής

Υπόθεση
Το βιβλίο περιλαμβάνει δεκαέξι ιστορίες (6 για το Δωδεκαήμερο και 10 σχετικές με τη Λαμπρή) με τους εξής τίτλους και υποθέσεις:

** Να τα πούμε; Παραμονή Χριστουγέννων και ο καπετάν Ζαννής βρίσκεται με το πλοίο του στο τρίγωνο των Βερμούδων. Κάτι περίεργο τους πλησιάζει απειλητικά και μόνο ένα θαύμα μπορεί να αλλάξει την κατάσταση...

*** Χριστούγεννα στο Ανήλιο Μια οικογένεια από τον Βόλο, περνάει τις γιορτές των Χριστουγέννων στο χωριό Ανήλιο, φιλοξενούμενη από συγγενείς. Τα παιδιά ζουν όμορφες και ήσυχες στιγμές κοντά στη φύση με τα ξαδέλφια τους, όταν όμως δοκιμάζουν να παίξουν με αυτοσχέδια έλκηθρα στο χιόνι... μαθαίνουν ότι αγώνες χωρίς απώλειες δεν γίνονται.

**** Οι φορεσίτσες της γιαγιάς Μαριγώς Η γιαγιά Μαριγώ κάθε Χριστούγεννα φυλάει την ομορφότερη φορεσιά που έχει πλέξει "για τον Χριστούλη". Η εγγονής της νομίζει πως για να Του τη δώσει, η γιαγιά ταξιδεύει μέχρι τη Βηθλεέμ. Μια μέρα όμως, θα καταλάβει ότι για να βρούμε το Χριστό δεν είναι ανάγκη να πάμε τόσο μακριά.

**** Τα παιδιά των φαναριών Δίπλα στη στάση του σχολικού της, ένα κορίτσι συναντά κάθε μέρα ένα παιδί των φαναριών. Βλέποντάς το να καθαρίζει τζάμια για λίγα κέρματα, νιώθει ενοχές για τα όσα εκείνη μπορεί και απολαμβάνει, κι έτσι προσπαθεί να το βοηθήσει, προσφέροντάς του αρχικά φαγητό και έπειτα το μπουφάν της.

**** Το σουρβάκισμα Την Πρωτοχρονιά του 1942, δυο νεαρά παιδιά αποφασίζουν κρυφά από τους γονείς τους, να ριψοκινδυνέψουν "σουρβακίζοντας" μ' ένα κλαδί ελιάς κάποιους Ιταλούς φρουρούς στο χωριό. Όμως η πράξη αυτή αντίστασης δεν περνάει ατιμώρητη.

**** Σήμερα τα Φώτα Η μικρή Οδύσσεια του Αλέξανδρου από το Αφγανιστάν, που προσπαθώντας να ακολουθήσει τα βήματα του μεγάλου του αδελφού, βρίσκεται μέσα από το μονοπάτι του λαθρεμπορίου ψυχών, σ' ένα επαρχιακό σχολείο μεταναστών στην Ελλάδα.

*** Τα λαζαράκια Δεύτερος χρόνος κατοχής και στο χωριό που ταλαιπωρείται από τους Ιταλούς, τα τρόφιμα έχουν λιγοστέψει. Καθώς όμως είναι Σάββατο του Λαζάρου, τα παιδιά θα ζυμώσουν λαζαράκια και θα τραγουδήσουν το Λάζαρο, ευχόμενοι η λευτεριά να έρθει γρήγορα.

*** Συγνώμη, Εβελίνα Η Εβελίνα από τη Γερμανία έρχεται να περάσει με την οικογένεια του νονού της για πρώτη φορά το Πάσχα στην Ελλάδα. Επιμένει μάλιστα για τις διακοπές τους να ταξιδέψουν όλοι μαζί στην Πάτμο. Εκεί, η συμπεριφορά της θα τσαντίσει τον νεαρό Πατινιώτη Ζήσιμο, ο οποίος θα αντιδράσει με άσχημο τρόπο και θα πρέπει να απολογηθεί.

*** Το αυγό κι η αποθήκη με τα ποντίκια Η Βαγγελίτσα θα τραγουδήσει φέτος τον Λάζαρο μόνη, αφού η αδελφή της μεγάλωσε πια για να τη συνοδεύει. Όλοι την καλοδέχονται και της δίνουν απλόχερα αβγά, ευχές και λαζαράκια. Όμως ο Γιάννος βάζει στο σημάδι το καλάθι της και της σπάει σχεδόν όλα τα αβγά. Πώς θα αντιδράσει άραγε η μικρή Βαγγελιώ, όταν σε λίγες μέρες ο Γιάννος θα εμφανιστεί στην πόρτα του σπιτιού της για να ψάλλει το μοιρολόγι της Παναγιάς;

** Η γιαγιά Ευανθία και οι βιολέτες της Η γιαγιά Ευανθία φροντίζει τον κήπο της και διαλέγει τα πιο όμορφα λουλούδια για να τα πάει κάθε Σάββατο στο μνήμα του παππού. Μετά από ένα Σάββατο του Λαζάρου όμως, φεύγει για το μεγάλο ταξίδι, ίσως για να τον συναντήσει.

*** Μια έκπληξη που δαγκώνει Δυο εγγόνια επισκέπτονται τον παππού και τη γιαγιά στην Κοζάνη για να περάσουν μαζί το Πάσχα. Κοντά τους θα γνωρίσουν τα τοπικά έθιμα της περιοχής, αφού "κάθε τόπος και ζακόνι, κάθε μαχαλάς και τάξη". Μεγαλύτερη εντύπωση όμως απ' όλα, θα τους κάνουν τα περιστέρια του παππού, οι ταχυδρόμοι της Ανάστασης....

*** Χριστός Ανέστη Ο Σταύρος ζηλεύει τα κουλούρια που ετοιμάζει η μητέρα για τα υπόλοιπα αδέλφια του: άλλο του φαίνεται πιο μεγάλο κι άλλο πιο όμορφο από το δικό του... αποφασίζει έτσι να τα χαλάσει όλα! Όταν όμως η ώρα της Ανάστασης φτάνει, έχει ήδη μετανιώσει για την κακή του πράξη.

** Πάσχα στο εξοχικό Καθώς ένα κοριτσάκι επιστρέφει σπίτι μετά από τη λειτουργία της Ανάστασης, μια περίεργη σκιά φαίνεται να την ακολουθεί.... ευτυχώς, όπως θα αποδειχθεί, πρόκειται απλώς για τον σκύλο του βενζινάδικου που αναλαμβάνει το ρόλο τους φύλακα άγγελου. 

*** Το μυστικό της γιαγιάς Ελενίτσας Πριν πεθάνει, η γιαγιά Ελενίτσα εξομολογείται στην εγγονή της το μυστικό της συνταγής για το απίθανο τσουρέκι της. Όταν εκείνη δοκιμάζει να το φτιάξει για πρώτη φορά, τα ρουθούνια του παππού επιβεβαιώνουν ότι το πέτυχε ακριβώς. Έναν χρόνο αργότερα, με τη μυρωδιά αυτή θα αποχαιρετήσει και ο ίδιος τη ζωή. 

*** Ο Θεός μου ο αλλοδαπός Με αφορμή ένα τροπάριο της Μ. Παρασκευής, ένας καθηγητής της Βυζαντινής μουσικής μαθαίνει στον εγγονό του να δείχνει την αγάπη του προς τους ξένους έμπρακτα. 

**** Τα μανουσάκια Χάρη σ' ένα ματσάκι μανουσάκια που του βάζουν στην τσέπη, ένας στρατιώτης ταξιδεύει στην παιδική του ηλικία και αναθυμάται μια μάχη που οι νέοι του χωριού του είχαν δώσει με τους γείτονές τους για τα λουλούδια του επιταφίου.

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Αποστολική Διακονία
Συγγραφέας: Ζωή Κανάβα
Εικονογράφηση: Σπύρος Γούσης
ISBN: 978-960-315-619-2
Έτος 1ης Έκδοσης: 2009
Σελίδες: 100
Τιμή: περίπου 2 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Δ', Ε', Στ'

Κριτική
Δεκαέξι γιορτινές ιστορίες γεμάτες ευαισθησία, ανθρωπιά και αγάπη για την παράδοση του τόπου μας. Η γλώσσα έχει ιδιαίτερο χρώμα, χωρίς να γίνεται δυσνόητη, στους νεότερους όμως αναγνώστες πιθανόν να φανεί λίγο ξεπερασμένη. Στο ύφος συναντάμε ποικιλία: ορισμένα κείμενα είναι περισσότερο λιτά, ενώ άλλα είναι πλούσια σε καλολογικά στοιχεία και όμορφες περιγραφές. Την έκφραση τη χαρακτηρίζει γενικά απλότητα και σαφήνεια. Η έκταση των διηγημάτων κυμαίνεται μεταξύ 2-10 σελίδων (συνήθως 3-5) και διαβάζονται ευχάριστα και ξεκούραστα, αφού εκτός του περιεχομένου φροντίζουν γι' αυτό η προσεγμένη έκδοση και η ελκυστική εικονογράφηση. Προτείνεται περισσότερο σε παιδιά των μεγαλύτερων τάξεων του Δημοτικού.

  • Μικρές ιστορίες, διαβάζονται εύκολα και ευχάριστα
  • Ωφέλιμες αξίες όπως συγχώρεση, συμπόνοια, μεταμέλεια
  • Πληροφορίες για έθιμα της Μ. Εβδομάδας
  • Προσεγμένη έκδοση, σωστό στήσιμο, ωραία εικονογράφηση 

  • Το ύφος και η θεματική ίσως θεωρηθούν «παλιομοδίτικα»

Αξίες - Θέματα
Χριστούγεννα, Πάσχα, 28 Οκτωβρίου, Ανθρωπιά, Αλτρουισμός, Μετανάστευση, Συμπόνοια Οικογένεια, Ζωοφιλία, Γενναιότητα, Πατριδογνωσία

Εικονογράφηση
Πάντα όμορφη και προσεγμένη, η εικονογράφηση του Σπ. Γούση πλαισιώνει αισθητικά τα κείμενα και συμβάλλει στη δημιουργία της κατάλληλης ατμόσφαιρας.
Απόσπασμα
Η Βαγγελίτσα πάντα με την αδερφή της τη Μαρία τραγουδούσε το Λάζαρο. Μα φέτος η Μαρία μεγαλοπιάστηκε.

- Τέρμα ο Λάζαρος, είπε. Αυτά είναι για τα νήπια.

Η Βαγγελίτσα άρχισε να γκρινιάζει. Μα η μάνα της σεβάστηκε την απόφαση της Μαρίας και δε δοκίμασε να της αλλάξει γνώμη. Κοίταξε πώς θα παρηγορήσει τη μικρή, που είχε κιόλας στολίσει το καλαθάκι της κι έκανε και ξανάκανε πρόβλες πώς θα το κουνά λέγοντας ταυτόχρονα και το τραγούδι:

«Ήρθε ο Λάζαρος ήρθαν τα βάγια
ήρθε η Κυριακή που τρων τα ψάρια».

Μήτε μια λέξη δεν ξεχνούσε. Έσκυψε η μάνα της και τη φίλησε.

- Μα συ είσαι κοπέλα, αγάπη μου, τι σου χρειάζεται η παρέα και γκρινιάζεις; Να δεις που θα τα καταφέρεις εξίσου καλά και μοναχή σου. Εξάλλου δε θα πας στην Αφρική. Εδώ γύρω θα τραγουδήσεις, στη γειτονιά. Όλοι είναι δικοί μας άνθρωποι.

Τη συνόδεψε ως την ξώθυρα και τη σταύρωσε. Την εμπιστεύθηκε στην Παναγιά.

- Η Παναγιά μαζί σου, της ευχήθηκε.

Κι η Βαγγελίτσα διστακτικά χτύπησε το κουδούνι της κυρα-Τασίας, μιας μεσήλικης γυναίκας που έμενε με την αδερφή της ακριβώς απέναντι. Δεν πρόλαβε να ρωτήσει «να τα πούμε;» και η κυρα-Τασία της άνοιξε την πόρτα και την αγκαλιά της.

- Καλώς μου το! Σε περίμενα. Και τι όμορφα στόλισες, καλέ, το καλαθάκι σου! Πού τις βρήκες τόσο ωραίες βιολέτες; Μοβ και άσπρες! Και πώς μοσχοβολούν!

Η Βαγγελίτσα χαμογέλασε και ξεθαρρεμένη, άρχισε το τραγούδι.

«Ήρθε ο Λάζαρος ήρθαν τα βάγια».

Μήτε μια λέξη δεν παρέλειψε. Και η κυρα-Τασία, εκτός από το αυγουλάκι που της έβαλε στο καλαθάκι της, τη φίλεψε κι ένα κουλουράκι.

- Και του χρόνου! Την κατευόδωσε.

Πήγε σε όλα τα σπίτια της γειτονιάς η Βαγγελίτσα. Η μάνα της άκουγε τη φωνή της. Πήγε και στη θεία της και στη νονά της, που έμεναν ένα δρόμο πιο πέρα, και στη γιαγιά της.  Και το αυγό που της έβαλε στο καλαθάκι της η γιαγιά ήταν διπλάσιο σε μέγεθος από τ’ άλλα. Διέφερε και στο χρώμα. Δεν ήταν τελείως άσπρο. Ερχόταν προς το κιτρινωπό με πιτσιλάδες κεραμιδί. Το έπιασε στα χέρια η Βαγγελίτσα σαν να το ζύγιαζε.

- Ξέρω, είπε, δεν το γέννησε κότα. Γαλοπούλα το 'κανε. Και δε χρειάζεται βάψιμο. Είναι βαμμένο από μόνο του.

Η γιαγιά της έσκυψε και τη φίλησε. Τη φίλεψε κι ένα λαζαράκι. Κάθε χρόνο ζύμωνε λαζαράκια η γιαγιά. Τους έβαζε και μπόλικες σταφίδες μέσα και κανελογαρίφαλα να μοσχομυρίζουν. Τα φίλευε στα κοριτσάκια που πήγαιναν και της τραγουδούσαν το Λάζαρο.

- Και του χρόνου, της ευχήθηκε και τη συνόδεψε ως έξω στο δρόμο.

Χαρούμενη πήρε να ξεμακραίνει η μικρή κουνώντας το καλαθάκι της. Είχε σχεδόν γεμίσει μ' αυγουλάκια.

Περνώντας στο απέναντι πεζοδρόμιο, για να μπει στο δρόμο που έβγαζε στο σπίτι της, βλέπει το Γιάννο το συμμαθητή της. Έπαιζε μπάλα μόνος του.

Ο Γιάννος ήταν ο πιο άτακτος μαθητής στο σχολείο. Έσκιζε τα βιβλία των άλλων παιδιών, μουτζούρωνε τα τετράδιά τους και στο μάθημα δεν τ' άφηνε να προσέξουν. Όλο τα ενοχλούσε.

Όταν παραπονιόνταν στη δασκάλα τους, εκείνη τον φώναζε κοντά της, μα δεν τον μάλωνε. Ούτε τον τιμωρούσε.

- Τι έγινε πάλι Γιάννο; Καλοσυνάτα του μιλούσε. Πάλι ο κακο-Γιάννος νίκησε τον καλο-Γιάννο; Πάλι τον άφησες να κάνει το δικό του;

Σαν να 'ταν δυο πρόσωπα ο Γιάννος που αντιμαχότανε το ένα τ' άλλο. Και η δασκάλα δεν έκρυβε τη λύπη της όταν ο κακο-Γιάννος ήταν ο νικητής. 

Έσκυβε ο Γιάννος το κεφάλι και ξεμάκραινε. Ποιος ξέρει, μπορεί να λυπότανε κι αυτός για την ήττα του καλο-Γιάννου. 

Σαν είδε εκείνο το πρωινό τη Βαγγελίτσα, σημάδεψε με τη μπάλα του το καλαθάκι της και της έσπασε τα περισσότερα αυγά. Γύρισε η μικρή στο σπίτι της με κλάματα. 

- Έννοια σου και θα τον συγυρίσω, την παρηγόρησε η μάνα της, σαν άκουσε όσα έτρεξαν. Δε θα έρθει τη Μεγάλη Πέμπτη να μας πει το μοιρολόγι της Παναγίας; Θα τον πιάσω και θα τον κλείσω μέσα στην αποθήκη να τον φάνε τα ποντίκια. 

Ξέφυγε από την αγκαλιά της η μικρή, σκούπισε τη μύτη της που έτρεχε απ' το πολύ το κλάμα, κι έπιασε να ξεδιαλέγει τα γερά αυγά απ' τα σπασμένα. 

- Δες! Έβγαλε χαρούμενη φωνή κι έδειξε το αυγό της γαλοπούλας. Αυτό δεν είχε σπάσει. 

Τη Μεγάλη Πέμπτη, το έβρασε η μάνα της με τ' άλλα, μα δεν το έβαψε. Το στόλισε με χαλκομανίες η Βαγγελίτσα και το έβαλε με τα βαμμένα μέσα στο πανεράκι. Ήταν το πιο όμορφο και λογάριαζε να το πάρει μαζί της στην Ανάσταση, να τσουγκρίσει με της μάνας της, με του πατέρα, με της αδερφής της. Ήταν βέβαιη ότι δεν θα έσπαζε, αφού μήτε κι η μπάλα του κακο-Γιάννου δεν μπόρεσε να το σπάσει. 

Προς το μεσημεράκι νάτος κι ο Γιάννος έξω από την πόρτα τους.

Σήμερα μαύρος ουρανός
σήμερα μαύρη μέρα
σήμερα όλοι θλίβονται
και τα βουνά λυπούνται

έψαλλε το μοιρολόγι της Παναγίας, σαν κοκοράκι βραχνιασμένο.

Πρώτη τον άκουσε η Βαγγελίτσα κι έτρεξε και του άνοιξε.
Ήταν μονάχος και βαστούσε ένα ξύλινο σταυρό στο χέρι. Δε φώναξε τη μάνα της να τον κλείσει μέσα στην αποθήκη με τους ποντικούς, όπως της υποσχέθηκε. Έτρεξε στην κουζίνα, πήρε από το πανεράκι το αυγό της γαλοπούλας και του το έδωσε. 

- Καλή Ανάσταση και του χρόνου, του ευχήθηκε και βιάστηκε να κλείσει πίσω του την πόρτα. Πίσω του και την αποθήκη με τα ποντίκια.

Σχόλιο
Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, από τις ιστορίες δεν λείπει σαφήνεια και η έκφραση είναι απλή και ζεστή, με αποτέλεσμα να αγγίζει τους αναγνώστες με άμεσο τρόπο. Αυτό, σε συνδυασμό με την ιδιαιτερότητα της γλώσσας, μας κάνει σε πολλά σημεία να νιώθουμε πως διαβάζουμε λαϊκό παραμύθι και όχι κάποιο σύγχρονό μας (2009) λογοτεχνικό κείμενο. Για κάποιους αυτό θα είναι καλό, σε κάποιους άλλους ωστόσο, ίσως λείψει το φίλτρο του "πολιτικώς ορθού" αφού θα συναντήσουν φράσεις όπως η Μαρία (...) χτύπησε τη μούρη της και την πήραν τα αίματα ή του 'δωσε μια σβουριχτή στην πλάτη για να μάθει, να μην κοροϊδεύει, κ.ά.

Το ότι το βιβλίο έρχεται από τις εκδόσεις της Αποστολικής Διακονίας ίσως κάνει ορισμένους συναδέλφους να θεωρήσουν ότι περιέχει έντονο διδακτισμό ή δογματικά κηρύγματα. Κάτι τέτοιο όμως σπάνια συμβαίνει -π.χ. όταν (σ.85) ένας πατέρας βάζει «τα πράγματα στη σωστή τους θέση:  Εγώ λέω, να δοξάζουμε το Θεό που έβαλε μέσα σε κάθε ζωντανή ύπαρξη το φόβο»- Κατά κανόνα, στα διηγήματα της συλλογής η θρησκευτικότητα μπορεί να είναι αισθητή, όμως το βασικό γνώρισμα είναι η διάχυτη αγάπη προς τον συνάνθρωπο, χωρίς διακρίσεις: ντόπιοι και ξένοι, χριστιανοί και αλλόθρησκοι, φίλοι και εχθροί, όλοι δικαιούνται και τελικά δέχονται αγάπη. Στην τάξη μας, καθώς τη συγκεκριμένη μέρα που το παρουσιάσαμε είχαν προκύψει αρκετές αντιδικίες, το κείμενο του αποσπάσματος έκανε τους μαθητές να προβληματιστούν έντονα. «Μήπως τελικά αυτό πρέπει να κάνουμε και μεις με αυτούς που έχουμε τσακωθεί;», απόρησαν αρκετοί. Η ιστορία της Βαγγελίτσας και του Γιάννου φαίνεται έτσι ότι ήρθε την κατάλληλη στιγμή, άγγιξε τα παιδιά με φυσικότητα, τα εξέπληξε με την κατάληξή της (όλοι περίμεναν την τιμωρία του «κακού») και τελικά μας βοήθησε να αποχαιρετιστούμε σαν αγαπημένοι φίλοι πριν κλείσει το σχολείο.

Ολοκληρώνοντας, να αναφέρουμε ότι στο ίδιο διήγημα, η αντιμετώπιση του Γιάννου από τη δασκάλα του πότε ως «καλο-Γιάννου»  και πότε ως «κακο-Γιάννου», ανάλογα με τη συμπεριφορά του, μας θύμισε την ιστορία με τον καλό και τον κακό λύκο που παλεύουν μέσα μας, όπως τη μεταφέρει η Λιλή Λαμπρέλλη στο Δέκα και ένα παραμύθια σοφίας για καιρούς κρίσης και άλλων δεινών. Άραγε είναι ορθή ψυχολογικά η τακτική της δασκάλας, ή μπορεί να προκαλέσει διχασμό προσωπικότητας στους μαθητές;
Χρήση στην Τάξη
Τα διηγήματα της συλλογής μάς δίνουν αφορμή για αρκετές δραστηριότητες. Μια και η μέρα το καλεί, ας επικεντρωθούμε όμως στο Σάββατο του Λαζάρου. Πρώτα απ' όλα, καλό θα ήταν να υπενθυμίσουμε την ιστορία του, συζητώντας με τους μαθητές για να δούμε τι θυμούνται και στη συνέχεια επισκεπτόμενοι κάποια σελίδα στο διαδίκτυο ή προβάλλοντας μια σχετική παρουσίαση

Στη δική μας τάξη, το κείμενο του αποσπάσματος προκάλεσε το ενδιαφέρον των παιδιών για τα «λαζαρικά», τα κάλαντα της ημέρας. Εδώ στην Αθήνα βέβαια, σπάνια βλέπουμε να τα τραγουδούν στο δρόμο, οπότε τα ακούσματα των μαθητών είναι περιορισμένα (για την ακρίβεια τα παιδιά τα αγνοούσαν πλήρως). Σε μια τέτοια περίπτωση, μπορούμε να ζητήσουμε τη βοήθεια του συναδέλφου της μουσικής ή του you tube ώστε να ακούσουμε τη μελωδία και στη συνέχεια να προσπαθήσουμε να μάθουμε τα λόγια. 

Σε μικρές και μεγάλες τάξεις βλέπουμε συχνά να ζυμώνουν κουλουράκια με τη φιγούρα του Λαζάρου, τα γνωστά λαζαράκια. Μια κλασική συνταγή θα βρείτε εδώ και ωραίες φωτογραφίες από την προετοιμασία τους εδώ κι εδώ. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει φούρνος στο σχολείο, μπορούμε με τη βοήθεια μιας ξύλινης κουτάλας και πανιών να κατασκευάσουμε κούκλες - λαζαράκια όπως στη Σύρο. Αυτές βέβαια δεν τις τρώμε (εκτός αν πεινάμε πολύ), αλλά τις κρατούν στα χέρια τα παιδιά που τραγουδούν τα κάλαντα το Σάββατο το απόγευμα. Καλή διασκέδαση!


Share/Bookmark