Υπόθεση
Στην κατοχική Αθήνα του Απρίλη του 1944, παρακολουθούμε τον Φωτάκη μαζί με μια ομάδα παιδιών να μεγαλώνουν μέσα στις στερήσεις και τους κινδύνους. Παρά τις δυσκολίες, προσπαθούν με τον τρόπο τους και καταφέρνουν να βοηθήσουν τους μεγαλύτερους στην Αντίσταση κατά των Γερμανών.
Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Σύγχρονη Εποχή
Συγγραφέας: Δημήτρης Ραβάνης - Ρεντής
Εικονογράφηση: Θανάσης Φάμπας
ISBN: 978-960-451-153-2
Έτος 1ης Έκδοσης: 1952
Σελίδες: 146
Τιμή: περίπου 9 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Ε', Στ', Γυμνάσιο
Κριτική
Εξαιρετική περιπέτεια αντιστασιακής δράσης, γεμάτη αποστολές, παρακολουθήσεις σπιούνων και ανδραγαθήματα που κρατάνε το ενδιαφέρον του αναγνώστη ως την τελευταία σελίδα. Προτείνεται κυρίως στους μαθητές των μεγαλύτερων τάξεων του δημοτικού αλλά και του γυμνασίου, που ενδιαφέρονται για τα χρόνια της κατοχής στην Αθήνα.
Αξίες - Θέματα
Σκηνές που ξεχωρίσαμε
Η έφοδος των Χιτών στο σπίτι του Φωτάκη (σ.27-28) κόβει την ανάσα!
Εικονογράφηση
Η αλήθεια είναι πως η Ρηνούλα ήταν κι ένα χρόνο μεγαλύτερη: στα δεκατρία αυτή. μα τί είναι ένας χρόνος; Άνοιξες τα μάτια – τά ‘κλεισες!
Αυτό, βέβαια, όταν δεν είναι πόλεμος. Τώρα, με την Κατοχή, ο χρόνος είναι μακρύς, πολύ μακρύς... Δε λέει να τελειώσει. Μέτρα, λοιπόν, τους τρεις που έχουνε στην πλάτη τους... Στα 44 βρισκόντουσαν. Τέταρτη Άνοιξη.
Μια άνοιξη που φαινότανε! Τη νιώθανε! τις άλλες, θαρρείς και δεν τις είχε προσέξει ο κόσμος. Τώρα, κάθε βλαστάρι τους τη θύμιζε: άνοιξη!
Θα πεις, επειδή ήταν τώρα πια και οι λεύτερες συνοικίες στην Αθήνα; Η Καισαριανή, ο Βύρωνας, η Κοκκινιά. Για να μπούνε σ’ αυτές οι γερμανοτσολιάδες έπρεπε να δώσουν μάχη, όχι αστεία. Ήταν και τα νέα από τα μέτωπα: ο Κόκκινος Στρατός πολέμαγε τώρα έξω από τη χώρα του, μέσα σε εχθρικό έδαφος.
Το χωνί είχε βγει κιόλας στους δρόμους.
«Πατριώτες! Η Ώρα της λευτεριάς πλησιάζει! Όλοι στ’ Άρματα, όλα για τη Νίκη!»
Τ’ αγιόκλημα είχε ανθίσει στους φράχτες. Κι οι λεμονιές. Είχαν πολλές στη γειτονιά τους, γιατί εκεί, πριν από χρόνια ήταν, λέει, λεμονοδάσος.
Η τέταρτη άνοιξη από τότε που ακούγεται η μπότα του κατακτητή στον τόπο. Ερχόντουσαν και φεύγανε η μια μετά την άλλη άνοιξη μ’ άνοιξη, χωρίς να χαρούνε οι άνθρωποι τα λουλούδια και τον ήλιο. Περάσανε βαριές σαν χειμώνες, κρύες και σκοτεινές, σα να’ τανε όλα τούτα τα χρόνια ένας μεγάλος, μακρύς πικρός χειμώνας. Μόνο χειμώνας. Ατέλειωτος. Και μονάχα ο αγώνας σα να ζέσταινε λίγο τις ψυχές των ανθρώπων.
«Θάνατος στους χιτλερικούς που κουβάλησαν το θάνατο!»
Ακούστηκε πάλι το χωνί μέσα στη νύχτα. Πριν σβήσει ο απόηχος, να και ο Λευτέρης στην πόρτα.
- Τ’ άλλα παιδιά δεν τα βρήκα, είπε μόλις μπήκε. Τι λες, πάμε μόνοι μας για γράψιμο; Οι επονίτες βγήκαν κιόλας, τους άκουσες.
- Έχουμε μπογιά; ενδιαφέρθηκε ο Φωτάκης.
- Κάτι γίνεται... Βρήκα ένα μπουγιέλο...
Ο Λευτέρης έφερε νερομπογιά, ξεραμένη μέσα σ’ ένα ντενεκεδάκι από κονσέρβα. Την ανακάτεψαν με ένα πινέλο και νερό και την αραίωσαν. Έγινε όμως πολύ αραιή, ξεπλυμένη – καλή ήταν, από το τίποτα. Τώρα, μπορεί να θύμωνε πάλι η Σόνια, γιατί η μπογιά ήταν κόκκινη, ενώ τα αετόπουλα έπρεπε να γράφουν με πράσινη. Αυτά θα κοιτάξουμε τώρα;
Βάλανε σ’ ένα δίχτυ το μπουγιέλο με την μπογιά και δυο σακούλες με άμμο.
Θα γράφανε απέναντι από το Φάρο, στην οδό Θήρας και Αχαρνών. Είχαν επισημάνει από νωρίς το μέρος, ένα μεγάλο φράχτη με λίγα γραψίματα, που είχε χώρο και για το δικό τους. Μόλις κάνανε να βγούνε στην Αχαρνών, άκουσαν βήματα.
Κόλλησαν στο κούφωμα μιας πόρτας και περίμεναν. Άκουγε ο Φωτάκης την καρδιά του να χτυπάει και αναρωτιότανε μήπως καταλάβουν την παρουσία του από αυτόν τον χτύπο. Θες ν’ ακούγεται η καρδιά του όπως την ακούει αυτός; Αλλοίμονό του!
Μα όχι, δεν ήταν χωροφύλακες, ούτε χίτες. Ήταν από τις ομάδες περιφρούρησης της γειτονιάς: νέοι της ΕΠΟΝ. Μια κοπέλα κράταγε το χωνί: φάνηκε η σκιά της απέναντι, στον τοίχο. Τράβηξαν οι νέοι για τον Άγιο Παντελεήμονα, και βγήκαν τα παιδιά από την κρυψώνα τους.
- Εσύ θα φυλάς στη γωνία! Μόλις ακούσεις κάτι, σφύριξε!
Ένιωθε το χέρι του να τρέμει, ο Φωτάκης. Στα πρώτα γράμματα. ύστερα έγινε πιο σταθερό. ήταν βλέπεις και η φωνή του κοριτσιού που ακουγότανε από μακριά:
- «Πατριώτες! Η ώρα της Λευτεριάς πλησιάζει! Όλοι στ’ Άρματα, όλα για τη Νίκη! Θάνατος στο φασισμό! Λευτεριά στο Λαό!»
Λες και του υπαγόρευε η μακρινή, ζεστή φωνή, ο Φωτάκης έγραφε το σύνθημα κι είχε ξεχαστεί. Σα να’ ταν στο σχολειό, και ο δάσκαλος έκανε υπαγόρευση, για κάποιο διαγωνισμό. Ξαφνικά ένιωσε ένα χέρι στον ώμο του. Ο Δάσκαλος!; Όχι, βέβαια...
- Τι κάνεις εδώ, ρε!;
Κοκάλωσε! Δε γύρισε να δει. τι να γυρίσει, τι να δει ;Μη δεν ήξερε ποιος ήταν; Μη δεν κατάλαβε τι έγινε; Εκείνος, ο Λευτέρης, που να τον πάρει και να τον σηκώσει, θα αποκοιμήθηκε στο πόστο του!
Ένιωσε απότομα το λαιμό του να ξεραίνεται και τον έπιασε φαγούρα. Κι άλλη φαγούρα στο δέρμα του, σαν τότε που είχε ιλαρά.
- Τι κάνεις, εδώ, ρε, ανάθεμά σε, ε, μίλα, ρε, μίλα να μη σε κάνω κομματάκια!
Του φάνηκε παράξενη η ερώτηση ! Τι κάνει εκεί. Τι τον ρωτάει, δεν βλέπει τι κάνει; Σαν να μαλάκωσε λίγο ο λαιμός του, κατάφερε να πει:
- Τι να κάνω, θείε, τι να κάνω; Κοιτάω κι εγώ, τι να κάνω!
- Τι κοιτάς, ρε, τι κοιτάς, ποιανού τα λες αυτά, βρε σλάβε, βρε βούλγαρε; Ποιανού τα λες αυτά! Και το μπουγιέλο αυτό που κρατάς τι είναι;
- Αυτό; ρώτησε χαζά ο Φωτάκης, κοιτώντας το πινέλο και το μπουγιέλο.
Ήταν ένας από τους «μπουραντάδες», που είχαν γίνει πια ένα με τους καταχτητές.
- Το βλάκα μου κάνεις;
Ένιωσε δύο χέρια να τον αρπάζουν και να τον σηκώνουν.
Την ίδια στιγμή τον περιέχυσε μια λεπτή άμμος κι άκουσε τον «κοριό» να ουρλιάζει!
Ένα δεύτερο κύμα άμμου, σα να το ‘φερνε δυνατός αέρας, και άκουσε τώρα άλλη φωνή.
- Σκάστο!
Να του το πουν και δεύτερη φορά; Πήρε την οδό Θήρας, έστριψε στον πρώτο δρόμο, αριστερά, ύστερα τον πρώτο δεξιά, και πάλι τα ίδια, και με μια ανάσα, πες, μονάχα έφτασε στο σπίτι.
Δεν πρόλαβε να πάρει αναπνοή, να και ο Λευτέρης!
Στάθηκαν ο ένας απέναντι στον άλλον, λαχανιασμένοι, και κοιτιόντουσαν στο σκοτάδι.
Η άμμος είχε κάνει το θαύμα της πάλι. Ήταν από τα πρώτα "όπλα", που χρησιμοποίησαν οι νέοι της ΕΠΟΝ. Το πρώτο τους "μυστικό αμυντικό όπλο" - όπως το 'λεγαν: μια σακούλα με άμμο στα μάτια εκείνου που άπλωνε το χέρι του απάνω σου και... δρόμο! Ώσπου να φέρει να χέρια του στα μάτια ο γερμανοτσολιάς, ο μπουραντάς, ώσπου να βγάλει την κραυγή, έφτανες στη γωνία!
Μπήκαν στην παράγκα και κάθισαν - έπεσαν πες!- στο κρεβάτι. Δεν μίλαγε κανείς τους. Δεν κοιτιόντουσαν τώρα. Ο Φωτάκης περίμενε ν' αρχίσει πρώτος ο Λευτέρης, γιατί, στο κάτω κάτω, εκείνος έπρεπε να δώσει λόγο. Όσο ξαναρχόταν η κανονική αναπνοή, πέρναγε και ο θυμός του Φωτάκη.
Σχόλιο
Μέσα από το κείμενο, έχουμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε το πώς έβλεπαν την Κατοχή τα παιδιά των κατώτερων οικονομικών στρωμάτων, εκείνα που ο Πέτρος στον Μεγάλο του Περίπατο είχε συναντήσει ως ξαπλωμένες σκιές πάνω στις σχάρες της Ομόνοιας. Θα τα παρακολουθήσουμε να κάνουν "ντου" επί δικαίων και αδίκων στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν, να σνομπάρουν τα "μαμόθρεφτα" των οργανώσεων (σ.71) αλλά και να συμμετέχουν στη μεγάλη διαδήλωση για τα συσσίτια (σ.35), και αργότερα να θυσιάζονται (σ.93) για την Αντίσταση. Παρά τις ακραίες συνθήκες, η Αξιοπρέπεια στην κατοχική Αθήνα καταφέρνει να δώσει το "παρών" (σ.9, 98). Ο πολιτικός προσανατολισμός του συγγραφέα προβάλλει σαφής, αλλά είναι απαλλαγμένος από στόμφο κι έτσι δεν ενοχλεί. Τα γεγονότα εδώ προβάλλονται ρεαλιστικά, ανθρώπινα και καθόλου επικά, ενώ τα απαξιωτικά σχόλια για τους αντιπάλους (σ.112) είναι περιορισμένα.
Διαβάζουμε στη σελ. 35: Τα 'φερνε το πλοίο "Κουρτουλούς" του Ερυθρού Σταυρού. Εκεί πια, συναντιόντουσαν όλοι, μικροί και μεγάλοι. Κι η γυναίκα του τσιμεντά, κι η μάνα του γιατρού, κι ο δικηγόρος, κι οι μαθητές μαζί με τους δάσκαλους. Με τις κατσαρολίτσες τους, τα δίχτυα τους, την υπομονή τους. Βλέπεις, οι φασίστες κάνανε κι αυτό το καλό, χωρίς να το θέλουν: ενώσανε τον κόσμο. Εδώ, στο συσσίτιο, δεν είχε "εγώ, κύριέ μου είμαι γιατρός!" ή "εγώ κυρία μου είμαι καθηγητής!" Και δεν στραβοκοίταγε κανένας τους εργάτες ή κάποιον από τη φαμίλια τους. Πεινάγανε όλοι το ίδιο: για ψωμί και για λευτεριά. Η κυρα - Λένη, που σε όλα έβλεπε το θετικό [σ.σ. και γι' αυτό μας θυμίζει λίγο τον καλότυχο δράκοντα Φούχουρ] έλεγε: Ας είναι καλά οι γερμανοί, οι φασίστες, οι καημένοι! - Ας τους έχει ο Θεός καλά, που μας ενώσανε!
Χρήση στην τάξηΔιαβάζουμε στη σελ. 35: Τα 'φερνε το πλοίο "Κουρτουλούς" του Ερυθρού Σταυρού. Εκεί πια, συναντιόντουσαν όλοι, μικροί και μεγάλοι. Κι η γυναίκα του τσιμεντά, κι η μάνα του γιατρού, κι ο δικηγόρος, κι οι μαθητές μαζί με τους δάσκαλους. Με τις κατσαρολίτσες τους, τα δίχτυα τους, την υπομονή τους. Βλέπεις, οι φασίστες κάνανε κι αυτό το καλό, χωρίς να το θέλουν: ενώσανε τον κόσμο. Εδώ, στο συσσίτιο, δεν είχε "εγώ, κύριέ μου είμαι γιατρός!" ή "εγώ κυρία μου είμαι καθηγητής!" Και δεν στραβοκοίταγε κανένας τους εργάτες ή κάποιον από τη φαμίλια τους. Πεινάγανε όλοι το ίδιο: για ψωμί και για λευτεριά. Η κυρα - Λένη, που σε όλα έβλεπε το θετικό [σ.σ. και γι' αυτό μας θυμίζει λίγο τον καλότυχο δράκοντα Φούχουρ] έλεγε: Ας είναι καλά οι γερμανοί, οι φασίστες, οι καημένοι! - Ας τους έχει ο Θεός καλά, που μας ενώσανε!
Ουρά κατά τη διανομή ανθρωπιστικής βοήθειας από το «Κουρτουλούς» (πηγή). Το ατμόπλοιο είχε μισθώσει η Ερυθρά Ημισέληνος και τις αποστολές χρηματοδοτούσαν κυρίως Έλληνες ομογενείς από τις ΗΠΑ και την Κωνσταντινούπολη. |
Όπως και με άλλα αντίστοιχα έργα (επισημαίνονται με την ετικέτα 28 Οκτωβρίου) μπορούμε να αξιοποιήσουμε τούτο το βιβλίο για να συζητήσουμε με τους μαθητές για τα δύσκολα χρόνια της κατοχής. Καθημερινοί κίνδυνοι από τους Γερμανούς και τους ντόπιους συνεργάτες τους, γκαζοζέν στους δρόμους, συνθήματα στους τοίχους, ελεύθεροι σκοπευτές πίσω από τα παράθυρα, έλλειψη πετρελαίου, νερό με το σταγονόμετρο, σαλταδόροι... Διαβάζοντας επιλεγμένα αποσπάσματα από το κείμενο, αλλά και με τη βοήθεια θεατρικών παιχνιδιών και άλλων δραστηριοτήτων, μπορούμε να ξαναζωντανέψουμε στην τάξη μέρος από το κλίμα που επικρατούσε την εποχή εκείνη στην Αθήνα.
Κατοχικό Συσσίτιο (πηγή) |
Το ενδεικτικό κατοχικό μενού, που έχουμε αναφέρει ως δραστηριότητα στον Μεγάλο Περίπατο του Πέτρου, μπορεί πλέον (σ.18,20,79) να εμπλουτιστεί με πλιγούρι, μαϊντανό, ντομάτα, πατατόφλουδες, χαρουπόπιτα και φασκόμηλο !
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
διαβάσαμε και σχολιάζουμε...σχολιάζουμε...σχολιάζουμε...