Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014

Αργείος Εσπερινός

Υπόθεση
Ο 11χρονος Γάλλος Ζούλιους βρίσκεται μαζί με τους γονείς του στην επαναστατημένη Πελοπόννησο, ακολουθώντας το εκστρατευτικό σώμα του Μαιζών από τον Σεπτέμβριο του 1828 έως τον Μάιο του 1829. Καταγράφει τις εμπειρίες και τις εντυπώσεις του από μια ρημαγμένη Ελλάδα πολύ διαφορετική από εκείνη που με βάση το αρχαίο της μεγαλείο είχε πλάσει στη φαντασία του. Στην αναζήτησή του για αγνούς αγωνιστές και ηρωίδες, θα συναντήσει κάθε λογής τυχοδιώκτες και εκμεταλλευτές, τσακισμένες γυναίκες που προτιμούν τους ξένους αφέντες τους από την ελευθερία, πολεμιστές που στο μυαλό τους βρίσκεται μόνο το πλιάτσικο... Χαίρεται καθώς βλέπει την Πάτρα να απελευθερώνεται και να ξαναγεμίζει με ζωή, μας περιγράφει το πρώτο της καφενείο, το σχολείο και το τυπογραφείο της, ταυτόχρονα όμως προβληματίζεται, καθώς παρακολουθεί τους πλούσιους του προηγούμενου καθεστώτος να παραμένουν αλώβητοι και ισχυροί. Ο πατέρας του Κάρολος, γιατρός, βαθιά φιλέλληνας αλλά και σκεπτικιστής, δεν σταματάει να του επισημαίνει ότι ο γαλλικός στρατός δεν ήρθε να ελευθερώσει τους Έλληνες, αλλά να αντικαταστήσει τον τουρκικό ζυγό με ευρωπαϊκό. Τα γεγονότα στις 4 Ιανουαρίου του 1833 στο Άργος, θα δείξουν ότι ίσως τελικά να μην έχει άδικο...
 
Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Καστανιώτης
Συγγραφέας: Γιάννης Μπάρτζης
Εικονογράφηση: -
ISBN: 960-03-0132-8
Έτος 1ης Έκδοσης:1988
Σελίδες: 132
Τιμή: περίπου 3 έως 10 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Στ', Γυμνάσιο

Κριτική
Βραβευμένη αντιπολεμική νουβέλα ιστορικής μυθοπλασίας, βασισμένη στο έργο Αναμνήσεις από τον Μοριά του Ζ. Μανζάρ. Οι καταγραφές από το ιστορικό ημερολόγιο του Γάλλου φιλέλληνα δένουν αρμονικά με την αφήγηση σε ένα κείμενο με ακρίβεια λόγου, σαφήνεια και λιτή λογοτεχνικότητα. Η συντακτική δομή είναι σύνθετη, όμως η γλώσσα δεν είναι ιδιαίτερα απαιτητική. Το βιβλίο χωρίζεται σε 16 κεφάλαια (μέγεθος 5-10 σελίδες το καθένα) που διαβάζονται με αρκετό ενδιαφέρον και χωρίς δυσκολία, παρά την ουσιαστική απουσία εικονογράφησης. Προτείνεται σε μαθητές της Στ' δημοτικού και του γυμνασίου, καθώς το στήσιμο αλλά και οι προβληματισμοί που εκφράζονται, δεν φαίνεται να απευθύνονται σε πιο μικρές ηλικίες.

Να επισημάνουμε ότι οι γαλλόφωνοι έχουν τη δυνατότητα να διαβάσουν δωρεάν από το πρωτότυπο (Souvenirs de Morée recueillis pendant le séjours des Français dans le Péloponnèse -1830) το ημερολόγιο του Γάλλου αξιωματικού στο Google Books.

  • Ενδιαφέροντα στοιχεία για την ζωή στην Πελοπόννησο του 1828
  • Αληθινά γεγονότα και χαρακτήρες
  • Μικρή έκταση κεφαλαίων
  • Ωφέλιμοι προβληματισμοί

  • Απουσία βοηθητικής εικονογράφησης

Αξίες - Θέματα
25 Μαρτίου, Ιστορία, Γενναιότητα, Ανθρωπισμός, Ταξίδια, Εκπαίδευση, Ανεξαρτησία

Σκηνές που ξεχωρίσαμε
Όταν η επιτροπή ανακρίσεων φτάνει στο στρατόπεδο του Ιμπραήμ και εξετάζει τις Ελληνίδες σκλάβες, ο νεαρός Χρίστος υποχρεώνεται να αποχωριστεί από τον Γάλλο που τον είχε υιοθετήσει (σ.56).

Εικονογράφηση
Η εικονογράφηση έχει γίνει με παράθεση έργων επωνύμων και ανώνυμων καλλιτεχνών της εποχής του Μεγάλου Αγώνα. Πρόκειται για 4-5 ολοσέλιδες ασπρόμαυρες εικόνες, που τις περισσότερες φορές είναι σχετικές με τα όσα αναφέρονται στο κείμενο.
Απόσπασμα
Πάντως, τίποτα απ’ όλο τούτο το παζάρι δε μου θύμισε την Ελλάδα των ονείρων μου. Από τη μια απογοήτευση έπεφτα στην άλλη απροετοίμαστος και μετά σε άλλη χειρότερη.

Εκεί στην Καλαμάτα έγινε και κάτι που σαν το έμαθα με απογοήτευσε ακόμα πιο πολύ. Ο λοχαγός Γκιτρύ, απ ΄το καράβι που ναυάγησε, θέλησε ν’ αγοράσει ένα καλό άλογο ν’ αντικαταστήσει το δικό του, που μαζί με τα’ άλλα είκοσι δύο είχε πνιγεί. Βρήκε, λοιπόν, σ’ ένα Μοραΐτη έμπορο έν’ άλογο αραβικό που πολύ του άρεσε. Σαράντα τάλιρα ζήτησε ο Μοραΐτης και τελικά συμφώνησε να το πουλήσει με τριάντα. Ο λοχαγός πλήρωσε για προκαταβολή δεκαπέντε τάλιρα και παρακάλεσε τον έμπορο να κρατήσει το ζώο και να το περιποιηθεί ως το άλλο πρωί που θα ξανάβγαινε απ’ το καράβι με τα υπόλοιπα λεφτά, για να το πάρει οριστικά μαζί του. Ο Έλληνας δέχτηκε πρόθυμα τη συμφωνία αυτή, μα δεν την τήρησε. Τη νύχτα πήγε με το άλογο στο Ναυαρίνο, όπου το ξαναπούλησε σε άλλον αξιωματικό, δικό μας – το ίδιο ζωντανό!- κρατώντας τα δεκαπέντε τάλιρα. Μετά από λίγες μέρες είδε ο κύριος Γκιτρύ στο Ναυαρίνο το άλογο που είχε προπληρώσει και το γνώρισε. Είχε πέσει θύμα απάτης. Καθώς τον άκουγα να το διηγείται στον πατέρα μου, ένιωσα να γκρεμίζεται μέσα μου κάτι πολύτιμο και σημαντικό. Οι άνθρωποι που πρωτογνώρισα , λοιπόν, στην παραλία της Καλαμάτας δεν θύμιζαν τους άτυχους ήρωες που σεβόμουν και θαύμαζα. Το ίδιο, ίσως, να σκεφτόταν και ο πατέρας μου. Έτσι, αφού καθίσαμε για λίγο στο παζάρι, μας πρότεινε να φύγουμε απ’ όλη αυτή τη φασαρία και να κάνουμε μια μικρή περιοδεία στο εσωτερικό της χώρας. Η μητέρα κι εγώ δεχτήκαμε με ανακούφιση την πρότασή του.

Η φύση γύρω ήταν πραγματικά πολύ όμορφη. Ήμεροι λόφοι σκεπασμένοι με χλόη, καταπράσινοι, ορθώνονταν στον κοντινό μας ορίζοντα. Πιο μακριά φάνταζαν γυμνές οροσειρές με χρώματα απαλά, χαρακτηριστικά του ελληνικού τοπίου. Ρυάκια με πεντακάθαρο νερό κυλούσαν προς τη θάλασσα σε κοντινή απόσταση το ένα από το άλλο. γλυκοί κελαηδισμοί μικρών πουλιών ξεκούραζαν την ακοή μας. Δέντρο όμως δε φαινόταν πουθενά. Και όσο μακραίναμε προς την καλαματιανή πεδιάδα, τα ίχνη της πρόσφατης καταστροφής γίνονταν ολοφάνερα. Η βαρβαρότητα των Αιγυπτίων του Ιμπραήμ δεν είχε αφήσει όρθιο ούτε θάμνο. Εκτός από τη σφαγή τόσων ανθρώπων, με τη φωτιά είχαν ρημάξει και τα σπίτια και τα δέντρα κι οτιδήποτε βρήκαν όρθιο μπροστά τους. Όταν περνούσαμε μέσα από πρώην δεντροπερίβολα, σφιγγόταν η καρδιά μας απ’ το κακό που έπαθε αυτός ο τόπος. Κορμοί από ελιές, συκιές, μουριές, κούτσουρα από σταφιδάμπελα ορθώνονταν κάρβουνα γύρω μας. Μαυρίσανε τα ρούχα μας και τα παπούτσια μας γέμισαν στάχτες. Τα τρυφερά χορτάρια και οι καλαμιές που είχαν φυτρώσει τους τελευταίους μήνες έκρυβαν από μακριά τη συμφορά. Το πλησίασμα, όμως, έδινε στον ανυποψίαστο επισκέπτη μια πικρή ιδέα για το διάβα από δω των βάρβαρων κατακτητών και για τον πόνο και τα πάθη των δύστυχων κατοίκων της μεσσηνιακής γης.

- Δεν ήταν ψέματα λοιπόν, είπε ο πατέρας ψάχνοντας κάτι να βρει στις τσέπες του γιλέκου του.

- Είναι απίστευτο, συμπλήρωσε η μητέρα. Όταν μου το ‘δειχνες στην εφημερίδα, έλεγα πως δεν μπορεί, θα είναι υπερβολές. Τώρα βλέπω κι εγώ πως λίγα έγραφαν.

- Α! να… το βρήκα. Το κράταγα επίτηδες, για να ελέγξω την αξιοπιστία της εφημερίδας μου. Ακούστε κατά λέξη τι είχε γράψει ο ανταποκριτής απ’ την Ελλάδα: «…Μετά την αποτυχία του Ιμπραήμ να καταλάβει το μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου, κατέβηκε στη Μεσσηνία και καλούσε το λαό να προσκυνήσει. Αγανακτισμένος με την περήφανη άρνηση που συνάντησε, αντί να τους αναγκάσει σε πόλεμο, έστειλε τον Κεχαγιάμπεή του με τσεκούρια και φωτιά να ερημώνει συστηματικά τον τόπο. Τ’ αμπέλια ξεριζώθηκαν εξήντα χιλιάδες συκιές και είκοσι πέντε χιλιάδες ελιές και μουριές κόπηκαν απ’ τη ρίζα. Η συγκομιδή και τα γεωργικά εργαλεία κι όλα τα πράγματα, καθώς και τα σπίτια πυρπολήθηκαν. Φλόγες και καπνοί γέμισαν τον ορίζοντα. Παρ’ όλα αυτά ο λαός με τους αρχηγούς του έμενε ανένδοτος και ο Κολοκοτρώνης έστειλε παραγγελία στον Ιμπραήμ τούτα τα λόγια: «Πέτρα πάνω στην πέτρα να μη μείνει, εμείς δεν προσκυνάμε. Μόνο ένας Έλληνας να μείνει, πάντα θα πολεμάμε, και μην ελπίζεις τη γη μας να την κάμεις δική σου, βγάλ’ το από το νου σου».

- Για τις καταστροφές έγραφαν την αλήθεια. Σε άλλα μας ξεγέλασαν, πέταξα το παράπονό μου.

- Τι εννοείς, Ζούλιους; ρώτησε απορημένος ο πατέρας.

- Να, που όλο παινεύανε τους Έλληνες οι εφημερίδες μας για τη φιλοξενία τους, τη ζεστασιά τους, την καλοσύνη και την εξυπνάδα τους, για τις σοφές κουβέντες τους, για την αξιοπρέπειά τους και τόσα άλλα.

- Μήπως βιάστηκες, Ζούλιους, να βγάλεις συμπεράσματα; Και πού τους είδες, παιδί μου, εσύ τους Έλληνες, και διαπίστωσες τα ψέματα;

Α, όλα κι όλα! Ο πατέρας, λες κι έπαθε αμνησία, ξεχνούσε την πρώτη γνωριμία που κάναμε, σήμερα κιόλας, με το συρφετό εκείνο των εμπόρων στην ακτή και μες στη θάλασσα. Ευτυχώς, η μητέρα με είχε καταλάβει κι έσπευσε να δώσει εξηγήσεις στον πατέρα:
- Μιλάει για τους εμπόρους, Κάρολε. Φαίνεται πως του έκαναν κακή εντύπωση.

- Α! Ζούλιους, Ζούλιους… Αυτοί  νομίζεις είναι οι Έλληνες; Αυτοί, παιδί μου, είναι τα «κοράκια των πολέμων». Από τους Έλληνες δεν είδαμε ακόμα τίποτα. Απ’ την πατρίδα τους βλέπουμε μόνο αυτές τις στάχτες και τα ερείπια.

«Τα κοράκια των πολέμων», άλλο πάλι και τούτο. Πρώτη φορά μού μίλαγε ο πατέρας γι’ αυτούς.

Στο καράβι, που γυρίσαμε λίγο πριν νυχτώσει, είχαμε την ευκαιρία να κουβεντιάσουμε με τον πατέρα εκτενέστερα για τα… «κοράκια». Τότε μου εξήγησε πως σ’ όλους τους πολέμους, σ’ οποιοδήποτε σημείο της Γης, κάποιοι κινούνται στη σκιά των εμπολέμων με αποκλειστικό σκοπό το κέρδος. Ο πατέρας μάλιστα τους χώριζε σε κατηγορίες. Στα «μεγάλα κοράκια», που είναι επαγγελματίες αξιωματικοί, τεχνικοί, γιατροί, πράκτορες ξένων δυνάμεων, έμποροι όπλων, καραβοκύρηδες, μεγαλέμποροι και άλλοι πολλοί που τρέχουν στους πολέμους, ακόμα κι έξω, πολύ μακριά από τον τόπο τους. Όχι, βέβαια, επειδή τους συγκινούν τα δίκια των λαών και η σημασία των επαναστάσεων, αλλά γιατί μέσα στο χαλασμό των άλλων αυτοί βρίσκουν την ευκαιρία να πλουτίσουν. Να πάρουν ψηλούς μισθούς και αξιώματα, να κανονίσουν δουλειές, ν’ αγοράσουν φτηνά και να πουλήσουν πολλαπλάσια. Αυτοί φίλοι δεν πιάνονται από κανέναν. Προσφέρουν εκδούλευση και υπηρεσίες σ’ όποιον τους καλοπληρώσει.
Ο στρατάρχης Μαιζών (Nicolas Joseph Maison)
Σχόλιο
Τα σχόλια του πατέρα του Ζούλιους, διακόπτουν συχνά την αφήγηση (π.χ. σελίδες 70, 86, 87, 89, κτλ.) για να δώσουν -χωρίς πάντα να αποφεύγουν τον διδακτικό τόνο- μιαν άλλη απόχρωση και έναν σύγχρονο πολιτικό προβληματισμό στα γεγονότα της επανάστασης. Διαβάζουμε έτσι για τους ιδεαλιστές και τους ωφελιμιστές που συγκεντρώνει κάθε πόλεμος, για τον "ιδρώτα του λαού" που οι πλούσιοι εκμεταλλεύονται ανεξάρτητα από στρατόπεδα, για την ειρήνη που συναδελφώνει τους λαούς, κ.ά. Αντιπολεμικούς προβληματισμούς θα συναντήσουμε και στις σκέψεις του ίδιου του νεαρού αφηγητή, που δεν στέκεται καθόλου στη δόξα του έθνους, αλλά στο δράμα -που είναι διεθνές (σ.69, 73, 74). Σε κάθε ευκαιρία παρακολουθούμε την αθλιότητα και την ερήμωση που αφήνει πίσω του ο πόλεμος, ενώ η ελπίδα για ειρηνική συνύπαρξη Ελλήνων και Τούρκων, ξεπροβάλλει δειλά μέσα στα πρώτα καφενεία της Πάτρας (σ.86).
Συγκλονιστικά είναι τα γεγονότα της σφαγής των Αργείων, όπως αυτά περιγράφονται στο τελευταίο κεφάλαιο, βασισμένα σε σημειώσεις των Μακρυγιάννη και Κολοκοτρώνη. Σχετικά με το θέμα, μπορείτε να βρείτε ενημέρωση και εδώ. Δεν ήταν βέβαια η πρώτη φορά που οι Γάλλοι αναμείχθηκαν στα εσωτερικά μας (θυμίζουμε τη δολοφονία Καποδίστρια) ούτε και η τελευταία. Περίπου έναν αιώνα αργότερα, το 1917, συναντάμε γαλλικά στρατεύματα κατοχής στη Θεσσαλία, την Ιτέα και τη Λαμία, να καταπιέζουν τον τοπικό πληθυσμό προσπαθώντας να υποχρεώσουν τον φιλογερμανό βασιλιά Κωνσταντίνο σε παραίτηση. Ας ελπίσουμε ότι η ιστορία δεν κάνει κύκλους των 100 ετών, αλλιώς γύρω στο 2017 θα πρέπει να περιμένουμε επισκέψεις.
Ο συγγραφέας βάζει τον Ζούλιους να γραφτεί στο ελληνικό σχολείο, και βρίσκει έτσι αφορμή να μας μιλήσει για την καθαρεύουσα, την επίσημη (και πλαστή) γλώσσα της εποχής. Μαζί με τους Έλληνες συμμαθητές του (σ.94), θα δούμε τον νεαρό Γάλλο να μην καταλαβαίνει γρι απ' όσα ακούει στο μάθημα. Ξέρεις τι είναι να διαβάζεις στο σχολικό βιβλίο σου: "διεσκορπίσθησαν ανά τα ύδατα οι ιχθύες... " και να ρωτάς το δάσκαλο τι πάει να πει αυτό κι έκθαμβος ν' ακούς την εξήγηση: "...τα ψάρια σκόρπισαν μες στα νερά"; 

Το παραπάνω παράδειγμα, δεν είναι βέβαια τίποτα μπροστά στα όσα περίεργα οι μαθητές της εποχής είχαν να αντιμετωπίσουν μέχρι την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Στο εγχειρίδιο «Οι χοίροι υΐζουσιν, τα χοιρίδια κοΐζουσιν, οι όφεις ιύζουσιν» (που εκδίδει ο Δ. Γληνός το 1921 με το ψευδώνυμο Αντ. Γαβριήλ από τις εκδόσεις Δημητράκου) διαβάζουμε ένα δείγμα του τι περιείχαν τα αλφαβητάρια της Α' Δημοτικού πριν το 1917.

Αλφαβητάριο Ι.Χ. Παπαμάρκου (1908-1911)
νέος άξιος, άγιος ο θεός, ζώα ο ταώς, ο ξιφίας. 
όφις, πόλις, σελίς, σανίς, δάμαλις.  
το βώδιον λέγεται και βους.
ο σκόμβρος είναι ιχθύς.
ο καθρέπτης λέγεται και κάτοπτρον. 
Άνθος το γαρύφαλον. Οπώρα το ροδάκινον. Ζώα το μυρμήκιον, η καρδερίνα, η ημίονος. 
Αι όρνιθες κακκάζουσιν. Οι χοίροι υΐζουσιν. Τα χοιρίδια κοΐζουσιν. Οι όφεις ιΰζουσιν. 
Οι νεοσσοί τιτίζουσι και πιπίζουσιν. Οι άνεμοι συρίζουσιν. 
Ο Ιούνιος και ο Ιούλιος είναι μήνες. Το τίμιον παιδίον λέγει την αλήθειαν.
ζώα ο ταώς...
Αρκετά σχετικά με τα όσα παρατηρεί για τους Έλληνες πολεμιστές ο Μανζάρ το 1828, είναι και αυτά που καταγράφει στο ημερολόγιό του (Το τάγμα των φιλελλήνων) ο Πρώσος φιλέλληνας Johan Daniel Elster. Παραθέτουμε ένα απόσπασμα όπου περιγράφεται η πολιορκία της Πάτρας το 1822:


Στις τέσσερις το πρωί μας ξύπνησαν τα τύμπανα του Συντάγματος, που καλούσαν τους λόχους σε ασκήσεις. Το σώμα των Φιλελλήνων βρισκόταν ακόμα σε βαθύ ύπνο. Πετάχτηκα επάνω για να απολαύσω το υπέροχο πρωινό που αναδυόταν από τη θάλασσα, στο βάθος του ορίζοντα. Τι υπέροχη, πλούσια φύση, τι ωραίος ουρανός, σ' αυτή την αγριεμένη χώρα! Ήταν οι πρώτες σκέψεις μου. Μπροστά μου απλωνόταν η πλούσια κοιλάδα της Πάτρας. Λεμονιές και πορτοκαλιές, υπολείμματα κήπων ξεπηδούσαν εδώ και εκεί μέσα από κατεστραμμένα αγροτόσπιτα. (…)

Απέναντί τους στεκόταν το κάστρο του Μοριά, με την σχεδόν κατεστραμμένη πόλη της Πάτρας. Πάνω απ’ αυτό τον παράδεισο υπήρχε στην κάτω κοιλάδα μια λωρίδα ομίχλης που σκέπαζε, πότε εδώ και πότε εκεί, πότε το ένα και πότε το άλλο σώμα. Αμέτρητα μικρά οχυρά από πέτρες και βράχια γέμιζαν όλη αυτή την περιοχή, πίσω απ’ τα οποία μικρές ομάδες ή τμήματα Ελλήνων περίμεναν τον εχθρό. Από την Πάτρα δεν ήταν εύκολο να διακρίνεις αυτά τα μικρά οχυρά, γιατί έμοιαζαν τελείως με βράχια που συνήθως συναντάει κανείς στα χωράφια. Μόνο από το πίσω μέρος ήταν ανοιχτά και σχημάτιζαν ένα είδος μισοφέγγαρου. Όλα έσφυζαν από βρώμικους Έλληνες, που το παρουσιαστικό τους έδινε μια περίεργη εντύπωση. Έμεναν πολύ καιρό στα χωράφια, έξω από την Πάτρα και ίσως αυτό να τους έδινε αυτή την άγρια όψη. Σχεδόν όλα τα πρόσωπα του κολοκοτρωναίικου στρατού είχαν μια όψη άγρια και πονηρή. (…)

Η περιοχή και τα αγροτόσπιτα που υπήρχαν παλιότερα γύρω από την πόλη είχαν καταστραφεί τελείως, τόσο από τις συνεχείς επιθέσεις των Ελλήνων, όσο και των Τούρκων, έτσι που μόνο οι τέσσερις τοίχοι να έχουν απομείνει όπου οι Έλληνες είχαν ανοίξει τρύπες και παρακολουθούσαν τον εχθρό όταν πλησίαζε. Δυστυχώς όμως αυτούς τους κρυψώνες του χρησιμοποιούσαν και για να ληστεύουν τους περαστικούς ταξιδιώτες. (…)


Οι Έλληνες νοιάζονταν τόσο λίγο για το ότι μπορούσαν τα τρόφιμα να τους λείψουν, ώστε έβρισκαν να τα πουλάνε, σε μεγάλες τιμές, στους πολιορκημένους Τούρκους. Αυτές οι κουτές και προδοτικές διαπραγματεύσεις, που εξάλλου τις είχα ξανακούσει στη Νάπολη της Ρωμανίας (Ναύπλιο), μπορούν να εξηγηθούν μόνο από την απεριόριστη απληστία των Ελλήνων. (…) 

Η κατάσταση αυτή γινόταν όμως αφορμή για αλληλοπαρακολούθηση και αλληλοεξόντωση. Καθώς η πονηριά των Ελλήνων ξεπερνούσε κάθε όριο, έτσι υπερέβαλαν και μεταξύ τους σε πονηριά και απάτη με δεξιοτεχνία και κανένας δεν εμπιστευόταν τον άλλο, ο φίλος το φίλο, ο ένας συνέταιρος τον άλλο συνέταιρο. Όταν υποψιάζονταν ότι σε κάτι υπερτερούσαν ή υποψιάζονταν καν ότι είχαν κάποιο πλεονέκτημα, τότε άναβε η πλεονεξία, η ζήλια και το μίσος, ότι αφέθηκαν να γελαστούν και έφταναν σε εκδικητικότητα που δεν έσβηνε αν ο αντίπαλος δε στραγγαλιζόταν ή πυροβολείτο.

Κάτι που επίσης έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον, είναι οι αναφορές του κειμένου σε χρήματα της εποχής. Διαβάζουμε π.χ. (σ.28) ότι 1 γαλλικό φράγκο ήταν ίσο με 125 παράδες και πως οι Έλληνες έμποροι δεν ήθελαν να δίνουν ρέστα από το "τάλιρο" δηλαδή το νόμισμα των 5 φράγκων, κάτι που εξόργιζε τους Γάλλους. Μαθαίνουμε επίσης ότι οι γιατροί του Ιμπραήμ πληρώνονταν καλά αφού (σ.44) κέρδιζαν 8-9 χιλιάδες φράγκα το χρόνο (και 7-8 σιτηρέσια τη μέρα). Αντίθετα (σ.33), οι στρατιώτες του τακτικού γαλλικού στρατού πληρώνονταν με περίπου 5 λεπτά την ημέρα, δηλαδή (30x5=150) με περίπου 1,5 φράγκο το μήνα, ή σχεδόν 20 φράγκα το χρόνο! Είπατε κάτι για ανισότητα; Στις εικόνες που ακολουθούν, ένα τάλιρο (5 φράγκα) και 5 γαλλικά λεπτά του 1828. Στην πίσω όψη εικονίζεται ο βασιλιάς της Γαλλίας Κάρολος ο 10ος, δαφνοστεφανωμένος.
Χρήση στην τάξη
Στο μάθημα της  Γλώσσας, όπως πολύ έξυπνα προτείνει αυτός ο ιστότοπος, μπορούμε τούτες τις μέρες να ασχοληθούμε με λέξεις επετειακές, που κάθε 25η Μαρτίου τις ακούμε συνέχεια, αλλά δεν είναι εύκολο να σκεφτούμε από πού προέρχονται: τσολιάς, φέσι, τσαρούχι, φουστανέλα, γιαταγάνι... Όσοι μπουν στον κόπο να το επισκεφτούν, θα συναντήσουν εκπλήξεις, αλλά και οδηγίες και για την κατασκευή ενός πολύ χαριτωμένου τσολιά!
Μιλώντας για κατασκευές, έμπνευση για ένα διασκεδαστικό κολάζ μπορεί να μας δώσει το κείμενο στη σ.90. Εκεί, διαβάζουμε για το πλοίο Χέραλντ (ένα από τα οκτώ αμερικάνικα πλοία που ως τον Νοέμβριο του 1828 έφτασαν στην Ελλάδα με ανθρωπιστική βοήθεια - τα υπόλοιπα ήταν τα Τοντίν, Τσάνσελορ, Σιξ Μπράδερς, Λεβάντ, Στέιτσμαν, Τζέιν, και Σάφολκ), που, εκτός των άλλων, έφερε στους επαναστατημένους και ευρωπαϊκά ρούχα. Οι Έλληνες τα συνδύασαν με τις τοπικές φορεσιές τους δημιουργώντας παράταιρα σύνολα...

Ήταν διασκεδαστικό θέαμα να βλέπεις Έλληνα ντυμένο κατά τ' άλλα με τη μόδα του τόπου του, και ν' αντικαθιστά το φέσι που του έλειπε μ' ένα στρογγυλό καστόρινο καπέλο αμερικάνικο. Άλλος φορούσε φράκο πάνω από την άσπρη φουστανέλα του, ενώ είδαμε Ελληνίδες με παντελόνια κίτρινα ή λιλά, μεταξωτά φαρδιά και από πάνω να φορούν το χρυσοκέντητο "σεγκούνι" τους. 

Για όσους προτιμούν τη ζωγραφική, θα βρουν στο βιβλίο μια πολύ καλή περιγραφή του Αιγύπτιου Ιμπραήμ (σ.62) και λίγο αργότερα του Νικηταρά (σ.64) Πώς θα μπορούσαμε να τους αποδώσουμε δίπλα δίπλα, χρησιμοποιώντας μολύβια και ξυλομπογιές; Ποιος μοιάζει πιο σπουδαίος με βάση τα ρούχα του; Και ποιος από τους δύο είναι ο ήρωας της επανάστασης;

Μια και αναφερθήκαμε σε ήρωες, ας διαβάσουμε και μια αρκετά διαφορετική περιγραφή από αυτή του σχολικού βιβλίου (και πάλι από Το τάγμα των φιλελλήνων) για τον γέρο του Μοριά.


Τέτοιων ανθρώπων αρχηγός έπρεπε να είναι ένας Κολοκοτρώνης. Ήταν απέναντι στο στρατό του φοβερά αυστηρός και γι’ αυτό δεν τον αγαπούσαν ή τον εκτιμούσαν, αλλά τον φοβόντουσαν. Ήδη, η σχεδόν πάντοτε σκοτεινή του όψη, η βάρβαρη και αδίστακτη συμπεριφορά στον καθένα που έπεφτε στη δυσμένειά του, έκανε όλους να υπακούουν στις διαταγές του και κανένας δεν τολμούσε παρουσία του, έστω με μια λέξη ή μορφασμό, να εναντιωθεί στη θέλησή του. 

[σ.σ. το να φοβούνται οι στρατιώτες τον διοικητή τους περισσότερο από τον εχθρό, αποτελεί σύμφωνα με τον Κλέαρχο γνώρισμα του σωστού ηγέτη- βλ. Ξενοφώντα Κύρου Ανάβασις 2.6.10 δέοι τὸν στρατιώτην φοβεῖσθαι μᾶλλον τὸν ἄρχοντα ἢ τοὺς πολεμίους]


Τον είδα πολλές φορές. Το χρώμα του προσώπου του ήταν βρώμικο, κίτρινο – καφέ. Από το κάτω σαγόνι πρόβαλλε ένα μεγάλο δόντι, που του έδινε μια πεισματάρικη όψη. Σ’ αυτό ταίριαζαν και τα δυο μικρά μαύρα μάτια που πρόβαλλαν από τις βαθιάς κόγχες και του έδιναν ένα ασίγαστο πείσμα. Ανάμεσα στους πλούσια και φανταχτερά ντυμένους καπετάνιους τους, στεκόταν αυτός που όλοι έτρεμαν, με τη χειρότερη και πιο κακοφτιαγμένη φορεσιά. Συνήθως φορούσε ένα αλεξίσφαιρο γιλέκο, που οι γραμμές του ήταν από ασήμι και χρυσάφι. Αυτό το μοναδικό στολίδι το είχε πάρει από ένα Τούρκο πασά που είχε σκοτώσει ο ίδιος. Τα χέρια του σκεπαζόντουσαν από δυο χοντρά μακριά ασπριδερά μανίκια. Το ίδιο έδειχνε και το πρώην άσπρο αρβανίτικο πουκάμισό τους. Στα πόδια φορούσε στενά παντελόνια, σαν κάλτσες, από χοντρό άσπρο βαμβακερό ύφασμα. Φορούσε κόκκινα παπούτσια χωρίς κάλτσες. Από τους ώμους του έπεφτε ριχτό ένα επίσης άσπρο χοντρό παλτό, που στις άκρες του αντί για κρόσσια, έφερε μακριές κλωστές από το ίδιο ύφασμα.


Αυτή ήταν η εμφάνιση ενός ανθρώπου, που έστω κι αν δε μπορούσες, δικαίως, να πεις πολλά κολακευτικά, εντούτοις πρέπει να ονομαστεί ήρωας. Πολεμούσε πάντοτε, όταν οδηγούσε το στρατό του, στην πρώτη γραμμή και έδινε με το παράδειγμά του το κουράγιο και τη γενναιότητα σε όλους. Έτσι έγινε γρήγορα το όνομά του ο τρόμος των Τούρκων, όπως ήταν και των Ελλήνων. 
Το βιβλίο κάνει αναφορά σε πολλά κάστρα της Πελοποννήσου (Καλαμάτα, Πύλος, Μεθώνη, Κορώνη, Ναβαρίνο, Πάτρα, Ρίο, Ναύπλιο, Άργος), κάτι που μας δίνει αφορμή να γνωρίσουμε τη μορφολογία του Μοριά και να εντοπίσουμε τις κυριότερες οχυρές πόλεις του. Σε περίπτωση που οι μαθητές μας το βρουν ενδιαφέρον, μπορούμε στα πλαίσια του μαθήματος της Γεωγραφίας, να ετοιμάσουμε μια εργασία όπως αυτή των μαθητών του 7ου Γυμνάσιου Λάρισας.
Για το μάθημα της Ιστορίας, μπορούμε να διαβάσουμε συγκεκριμένα αποσπάσματα που μας δίνουν πληροφορίες για τον τρόπο που διεξάγονταν οι πολιορκίες (σ. 78-81), την οργάνωση του αιγυπτιακού ή του γαλλικού στρατού, την αυθαιρεσία στην εφαρμογή των νόμων, το πώς αντιμετωπίζονταν οι αρρώστιες της εποχής (σ.107) και άλλα ενδιαφέροντα.

Share/Bookmark

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

διαβάσαμε και σχολιάζουμε...σχολιάζουμε...σχολιάζουμε...