Τετάρτη 10 Απριλίου 2013

Επανάσταση Ονείρων


Υπόθεση
Οι ήρωες των παραμυθιών, νιώθωντας παραμελημένοι από τους σύγχρονους ανθρώπους, αποφασίζουν να μεταναστεύσουν από την Παραμυθοχώρα στον πραγματικό κόσμο, και να αναζητήσουν την τύχη τους στις μπίζνες. Θα καταφέρουν άραγε να επιβιώσουν στην κοινωνία μας; Τι έχει να προσφέρει η μαγική τους γειτονιά στο αδιάφορο, τσιμεντένιο σήμερα;

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Πατάκης 
Συγγραφέας: Ζωή Βαλάση
Εικονογράφηση: Βάσω Ψαράκη
ISBN: 978-960-16-1109-9
Έτος 1ης Έκδοσης: 1982 (με τίτλο "Η επανάσταση των παραμυθιών")
Σελίδες: 121
Τιμή: περίπου 7 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Ε', Στ', Γυμνάσιο

Κριτική
Η πολυβραβευμένη Ζωή Βαλάση μας δίνει ένα καλογραμμένο, δεικτικό, κι εντελώς ανατρεπτικό κείμενο, καυτηριάζοντας αδυσώπητα τον σύγχρονο τρόπο ζωής. Η γλώσσα γραφής είναι αρκετά απλή και σαφής, αν και οι νεαροί αναγνώστες μάλλον θα δυσκολευτούν να αποκρυπτογραφήσουν πλήρως τα μηνύματα που κρύβονται πίσω από την πρώτη ανάγνωση. Το βιβλίο απευθύνεται σε μικρούς και μεγάλους, ενώ η έκδοση προσανατολίζεται προς μαθητές των τελευταίων τάξεων, με κανονικά τυπογραφικά, σελίδες γεμάτες κείμενο και (ασπρόμαυρη) εικονογράφηση να στολίζει διακριτικά (και κάπως παραδοσιακά) μόλις την πρώτη και την τελευταία σελίδα κάθε κεφαλαίου, όπως και τα χαριτωμένα πρωτογράμματα. Το μέγεθος των κεφαλαίων είναι περιορισμένο (8-10 σελίδες) κι έτσι δεν κουράζει, ενώ η πλοκή κρατάει το ενδιαφέρον σχεδόν αμείωτο. Χρησιμοποιούμε το "σχεδόν", γιατί μετά το πολύ δυναμικό ξεκίνημα (όπου γίνεται της μουρλής) ίσως κάποιοι εντοπίσουν μια "κοιλιά" μεταξύ των κεφαλαίων 4-8. Μην ανησυχείτε όμως, είναι προσωρινή.

Το βιβλίο προτείνεται κυρίως σε παιδιά Στ' τάξης και Γυμνασίου, θα μπορούσαν όμως να το διαβάσουν και λίγο μικρότερα παιδιά ή ενήλικοι που δεν φοβούνται να προβληματιστούν. Η αλήθεια είναι πως πρόκειται για ένα από τα αγαπημένα κείμενα των θεωρητικών της Παιδικής Λογοτεχνίας (ειδικά για τους οπαδούς της παραμυθοσαλάτας), οπότε ακόμα και αν τα παιδιά δεν το λατρέψουν, οι μεγαλύτεροι θα το εκτιμήσουν δεόντως.


Στην ιστορία, η κοινωνική σάτιρα μοιάζει να καταλαμβάνει θέση εξίσου σημαντική με την πλοκή. Έτσι, μέσα από μια φαινομενικά αθώα ιστορία, ασκείται αυστηρή κριτική σε πάρα πολλά κακώς κείμενα της σύγχρονης ανθρώπινης δραστηριότητας... Γίνεται αναφορά στην ασχήμια του αστικού τοπίου και την αισθητική της πόλης (σελ. 20 και 107) στη μόδα και τον καταναλωτισμό (σ. 22 και 65) στην τηλεόραση, τη διαφήμιση και το μάρκετινγκ (σ. 31-32 και 113), το σύστημα υγείας (σ.85-87) την εκπαίδευση (σ.14 και 118), στο εκλογικό σύστημα και την πολιτική (σ. 43, 45, 46, 47), στη σύγχρονη τεχνολογία και τη μηχανοποίηση (σ. 116 και 72-74) αλλά και σε συμπεριφορές όπως η εχθρότητα (24) ή ο ρατσισμός και ο καθωσπρεπισμός (103-104). Ακόμα σκληρότερη γίνεται η πένα της συγγραφέως όταν σχολιάζει την λειτουργία του οικονομικού κυκλώματος: Οι λέξεις "μπίζνες" και "κομπίνες" μόνο τυχαία δεν συνδυάζονται (σ.15, 16, 26), ενώ διαβάζουμε για κονδύλια προς ξεκοκάλισμα, για κυκλώματα (σ. 31) και λαμογιές στον τομέα της οικοδομής (σ.120), αλλά και για σπόνσορες - Αμερικάνους κόνδορες (χωρίς σχόλιο) που "λάμπουν και είναι ευγενείς" (σ.28-29). Δεν νομίζω να μένει κανείς παραπονεμένος.

Στον αντίποδα όλων αυτών, οι αγνές αξίες του κόσμου των Παραμυθιών, που προσπαθούν να μείνουν όρθιες σε ένα κόσμο πονηρό και προσανατολισμένο στην εκμετάλλευση και το κέρδος. Το βιβλίο, παρότι γραμμένο πριν από 30 χρόνια, εμφανίζεται απίστευτα επίκαιρο στις μέρες της κρίσης. Θα μπορούσε κάλλιστα να μας μιλάει για μια ομάδα ιδεολόγων (αφού κάθε ήρωας εκπροσωπεί ουσιαστικά και μια ιδέα) που αναζητά το μέλλον της σε μια ρημαγμένη κοινωνία, ξεκινώντας από το μηδέν. Σκοπός τους να επιβιώσουν οικονομικά χωρίς όμως να χάσουν την ταυτότητά τους. Οι λύσεις που δοκιμάζονται πολλές, πάντα όμως στα πλαίσια της αξιοπρέπειας: Όταν π.χ. τους προτείνεται να γίνουν θεματικό πάρκο σε στυλ Ντίσνεϊλαντ (σ. 108) οι παραμυθοήρωες είναι κατηγορηματικά αντίθετοι (δέρνουν τον γάτο που το πρότεινε, και μάλιστα 10 χρόνια πριν ανοίξει η Eurodisney στο Παρίσι). Απορρίπτοντας λοιπόν προτάσεις που νιώθουν πως μπορεί να τους εκθέσουν, προτιμούν να ιδρώσουν και να ιδρύσουν μια μικρή βιοτεχνία παραγωγής γιλέκων και λαμπάδων, μέχρι ο καθένας να βρει τον ξεχωριστό του δρόμο ανάλογα με το ταλέντο του.

Το δίπολο Ήθος vs Business (το Παλιό και το Καινούριο;) καταλαμβάνει λοιπόν στο έργο θέση κεντρική. Ίσως κάποιος να αναρωτηθεί: γιατί οι παραμυθοήρωες να μπουν στη διαδικασία να εγκαταλείψουν την ωραία, μαγική τους χώρα, για να βρεθούν σε έναν κόσμο του οποίου τα αγαθά και οι ιδέες τους αφήνουν αδιάφορους; Αυτό ρωτάει και η Μικρή Γοργόνα (εκπρόσωπος του Ήθους) που αντιτίθεται στο "επαναστατικό" σχέδιο του Παπουτσωμένου Γάτου (εκπροσώπου των Business). Ο τελευταίος όμως καταφέρνει να πάρει με το μέρος του την πλειοψηφία, χάρη σε ένα τέχνασμα (κάνει ότι αδιαφορεί και φεύγει) και δελεάζοντας τα απονήρευτα παραμυθάκια με υποσχέσεις πλουτισμού (σ.17) αν τον ακολουθήσουν στον κόσμο των ανθρώπων. Έτσι η Σταχτοπούτα, η Κοκκινοσκουφίτσα και ο Κοντορεβυθούλης, τρέχουν πίσω του ελπίζοντας να αποκτήσουν ψηφιακή κάμερα, κινητό, ακίνητα και μερσεντές. Οποιαδήποτε ομοιότητα με συμπεριφορές πολιτικών, φοβάμαι ότι δεν είναι καθόλου συμπτωματική. Ισότητα - Αδελφότητα - και κάτι άλλο, δε θυμάμαι... (σ.48).

Ολοκληρώνοντας να προσθέσουμε μερικές διακειμενικές αναφορές. Στην αρχή του έργου παρατηρούμε τον κόσμο των παραμυθιών να περνάει κρίση. Οι ήρωες είναι ανάστατοι γιατί κανείς δεν τους θέλει πια. Αν σε κάποιον θυμίζει λίγο το ξεκίνημα της Ιστορίας Χωρίς Τέλος δεν κάνει λάθος. Μόνο που εδώ, αντί να εξαφανίζονται ολόκληρες περιοχές της Παραμυθοχώρας από το μαύρο χάος, τα φαινόμενα είναι ηπιότερα: Χάνονται τα χρώματα από τα λουλούδια, τα παλάτια σκουριάζουν, οι πηγές στερεύουν και τα αστέρια χάνουν την ισορροπία τους (σ.14). Οι ήρωες δε φεύγουν για να ιδρύσουν τη δική τους κοινότητα, όπως συμβαίνει στη Φρουτοπία, αλλά μεταναστεύουν στον κόσμο των ανθρώπων, που όμως μοιάζει εντελώς ξένος προς τον δικό τους. Ο τρόπος που οι πρωταγωνιστές πλησιάζουν και μαθαίνουν την κοινωνία των ανθρώπων, θυμίζει λίγο την οπτική του ιθαγενούς Παπαλάνγκι ή του Μικρομέγα, επισκέπτη της Γης από το διάστημα. Μόνο που στην περίπτωσή μας, όπως είδαμε πιο πάνω, η κριτική δεν αφορά μόνο την τεχνολογία ή τη νοοτροπία των ανθρώπων, αλλά καλύπτει ένα πολύ μεγαλύτερο φάσμα.

Αξίες - Θέματα
Παραμύθι, Φαντασία, Χιούμορ, Κρίση, Διαφορετικότητα, Συνεργασία, Περιβάλλον, Δημοκρατία.

Εικονογράφηση

Απόσπασμα
Μια φορά κι έναν καιρό, πριν από λίγες μέρες, στην Παραμυθοχώρα έγιναν μεγάλες φασαρίες. Οι ήρωες των παραμυθιών βγήκαν στους δρόμους, πλημμύρισαν σοκάκια, λεωφόρους, δασομονοπάτια και γειτονιές, φωνάζανε, βογκάγανε, κραυγάζανε, κλαίγανε, δέρνονταν και δέρνανε, καταριόνταν και ξορκίζανε, καθένας ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία τους… Άλλοι διαμαρτύρονταν και φώναζαν κι άλλοι περιδιάβαζαν περίλυποι και σπάζανε τα τζάμια των γύρω πύργων με διαμαντόπετρες από τα παρτέρια και ρίχνανε ο ένας στα μούτρα του άλλου χρυσόσκονη και πεθαίνανε στο φτάρνισμα.

Πάνω στην ταραχή ο ήλιος τσαλαπατήθηκε από ένα συννεφοδράκοντα, ενώ το φεγγάρι, που την κρίσιμη στιγμή βρισκόταν στη χάση του, δεν μπορούσε να βγει έξω από το σκοτεινό λαγούμι του και χτυπιόταν στη σιδερένια πύλη, χωρίς να το ακούει κανείς. Μερικές νεράιδες νόμισαν ότι βρήκαν την ευκαιρία να λύσουν όλες τις παλιές διαφορές τους με τις μάγισσες, και τις κοπανούσαν με τα ραβδάκια τους, που, όπως θα θυμάστε, είναι εφοδιασμένα στο άκρο τους με ένα αγκαθερό αστέρι… Ο λύκος κυνηγούσε συγχρόνως την Κοκκινοσκουφίτσα, τα τρία γουρουνάκια, τα εφτά κατσικάκια και διάφορα άλλα αρνάκια και παιδάκια, γιατί νόμιζε ότι καταργήθηκαν τα παραμύθια –που –τελειώνουν –καλά κι είχε ξανάρθει η παλιά καλή εποχή, όπου μπορούσες άνετα να τρως και να καταβροχθίζεις ό,τι σου αρέσει, χωρίς να σου το απαγορεύουν οι ευαίσθητοι παιδαγωγοί. Η αλήθεια είναι ότι πράγματι είχε έρθει η εποχή που πολλά πράγματα πήγαιναν για κατεδάφιση, αλλά δεν ήταν ακριβώς όπως τα φανταζόταν ο λύκος. Τέλος πάντων, ας μην προτρέχουμε κι ας παρακολουθήσουμε τις εξελίξεις με τη σειρά.

Οι παραμυθοήρωες, λοιπόν, που είχαν ξεσηκωθεί μια φορά κι έννα καιρό, πριν από λίγες μέρες, στην Παραμυθοχώρα, συγκεντρώθηκαν στην κεντρική πλατεία και φώναζαν όλοι μαζί κι ο καθένας μόνος του.
- Δεν είναι κατάσταση αυτή! Κανείς δε θέλει πια παραμύθια!

- Ακούς! Να μας κατηγορούν ότι είμαστε «ξεπερασμένα»!

- Αχ… και πώς θα ζήσουμε;

- Χανόμαστε…

- Κάτω ο παλιοαιώνας της τεχνολογίας!

- Πάνω οι παλιοί αιώνες της φαντασίας!

- Κάτω η τηλεόραση!

- Πάνω οι δράκοι!

Αφού φώναξαν αρκετά, κουράστηκαν και σταμάτησαν.

- Όμως, τι θα κάνουμε; ακούστηκε μια δειλή δραματική φωνή, νομίζω της Σταχτομπούτας.

-Να πλαγιάσουμε στις σελίδες των χοντρών βιβλίων και να κοιμηθούμε, φώναξε η Ωραία Κοιμωμένη ψηλά απ’ το μπαλκόνι του δημαρχείου του Χάμελιν, όπου είχε ξαπλώσει και χασμουριόταν.

- Να πάμε αμέσως και να φάμε όποιον δεν θέλει παραμύθια, βροντοφώναξε ο δράκος του Κοντορεβιθούλη.

- Να πετάξουμε σ’ άλλους κόσμους, είπε ο Πίτερ Παν, που έκοβε βόλτες πάνω απ’τα κεφάλια τους.

-Σαχλαμάρες! ακούστηκε μια φωνή από το εσωτερικό του δημαρχείου, και ο Παπουτσωμένος Γάτος βγήκε κομψός και κορδωτός στο κεφαλόσκαλο, χαιρέτισε τα πλήθη δεξιά, αριστερά, πάνω, κάτω και πέρα, και συνέχισε:

- Αυτός ο αιώνας είναι ο καλύτερος αιώνας για να κάνουμε την τύχη μας. Έχουμε και λέμε. Ησυχία!

Ησυχάσανε. Πρώτα γιατί ξαφνιάστηκαν. Ύστερα, από περιέργεια.

Η αλήθεια ήταν πως κανένας τους δε χώνευε τον Παπουτσωμένο Γάτο, γιατί ήταν πονηρός, αδίσταχτος, φαντασμένος κι έλεγε του κόσμου τα ψέματα… Αλλά τώρα η κατάσταση ήταν απελπιστική, κι αυτός ο κατεργάρης μπορεί να είχε καμιά ιδέα (αν και κανείς δεν πίστευε ότι θα ήταν καλή…). Εδώ και τόσον καιρό τα παιδιά δεν ήθελαν πια ν’ ακούνε παραμύθια ούτε και να ξεφυλλίζουν τα παλιά βιβλία. Αυτό είχε δραματικό αντίχτυπο στον πληθυσμό της Παραμυθοχώρας. Τα καημένα τα παραμύθια άρχισαν να γεμίζουν σκόνη. Σιγά σιγά τα χρώματα χάνονταν από τα μαγεμένα λουλούδια, λίγο λίγο σκουριά σκέπαζε τ’ αστραφτερά παλάτια, μέρα με τη μέρα στέρευαν οι πηγές με το αθάνατο νερό, και όλο και πιο συχνά τ’ αστέρια έχαναν την ισορροπία τους.

Ο Παπουτσωμένος Γάτος απ’ το κεφαλόσκαλο πήδησε πάνω στη χρυσή καρότσα της Σταχτομπούτας κι άρχισε να βγάζει λόγο.

-Φίλοι μου, εδώ στην Παραμυθοχώρα δεν έχουμε ζωή. Το βλέπετε και μόνοι σας. Κανείς δεν ενδιαφέρεται για μας. Τα παιδιά ή θα κάνουν αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, μουσική, κολυμβητήριο, υπολογιστές και φροντιστήριο, ή θα βλέπουν τηλεόραση. Κανένα τους δε θέλει ν’ ακούει τα παραμύθια μας. Είμαστε χωρίς δουλειά, αγαπητοί μου φίλοι, άνεργοι, χωρίς σκοπό πια στη ζωή!

Αυτός ο λόγος είχε μεγάλη απήχηση στο κοινό κι έκανε και τους πιο σκληρούς να δακρύσουν. Τα επόμενα λόγια όμως δημιούργησαν αληθινό πανικό.

-Λοιπόν, φίλοι μου, συναγωνιστές μου, πρέπει να επαναστατήσουμε, να ανατρέψουμε τα κατεστημένα, να κάνουμε μια καινούργια αρχή. Πρέπει ν’ αλλάξουμε επάγγελμα!...


Προβληματισμοί για συζήτηση
ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός
Διαβάζουμε στις σελίδες 66-67 τα σχόλια των παραμυθοηρώων όταν παρατηρούν τη λαϊκή αγορά:

- Μα τους σαράντα δράκους, έκανε ξαφνιασμένος κι ο Ραφτάκος, κοιτάτε τι δίνουν και τι παίρνουν! Για κάτι παλιόχαρτα αγοράζουν τα πιο κόκκινα μήλα!

 - Δεν πιστεύω να μας δώσουν κι εμάς τέτοια παλιόχαρτα για να πάρουν τα ωραία μας πολύτιμα καθρεφτάκια… είπε κατακόκκινη η Κοκκινοσκουφίτσα.

 Οι ήρωες των παραμυθιών ένιωσαν χαμένοι μπροστά στο αναπάντεχο. Τα νομίσματα εντάξει, αλλά τα χάρτινα χρήματα ήταν κάτι ανεξήγητο… Έκαναν κουράγιο όμως κι ετοιμάστηκαν να δεχτούν τους όρους των ανθρώπων·

Έχετε αναρωτηθεί ποτέ πώς μπορούμε να αγοράζουμε προϊόντα και υπηρεσίες με χάρτινα χρήματα, με "παλιόχαρτα"; Οι μεγάλοι δουλεύουν για μήνες, και πληρώνονται για όλον αυτόν τον κόπο και τον χρόνο τους, με μόλις λίγα τέτοια χαρτιά. Ληστείες και φόνοι γίνονται καθημερινά για ένα και μόνο από δαύτα. Μα πόση αξία μπορεί τέλοσπάντων να έχει ένα τέτοιο χαρτί; Αν θέλετε να ξέρετε, το ίδιο το χαρτί έχει ελάχιστη αξία. Απλώς λίγο μεγαλύτερη από ένα κομμάτι χαρτί υγείας. Το νούμερο όμως που βρίσκεται ζωγραφισμένο επάνω στην επιφάνειά του, μας θυμίζει μια παλιά υπόσχεση....

Για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, όταν το νόμισμα επινοήθηκε από τους αρχαίους μας προγόνους, κάθε ένα νόμισμα (που έμοιαζε με πιεσμένο μπαλάκι από μέταλλο) είχε την αξία που αναγραφόταν επάνω του. Πιο μεγάλη η αξία του; Πιο μεγάλο και το νόμισμα. Καθαρά πράγματα, αν σκεφτεί κανείς ότι ο ιδιοκτήτης του μπορούσε να το λιώσει και να το χρησιμοποιήσει ως μέταλλο (χρυσάφι, ήλεκτρο, ασήμι, χαλκό) χωρίς αυτό να χάσει την αξία του. Τούτη η λογική κράτησε μέχρι το Μεσαίωνα όταν εφευρέθηκαν τα πρώτα χαρτο-νομίσματα. Αυτά ήταν χαρτιά στα οποία υπήρχε μια υπόσχεση: πως όποιος τα δώσει στην τράπεζα, θα πληρωθεί την αξία που αναγράφουν σε μέταλλο.

Έτσι, η άμεση σχέση με την πραγματική αξία του χρήματος άρχισε να γίνεται έμμεση. Το τελικό χτύπημα δόθηκε με τον Α' παγκόσμιο πόλεμο, όταν η υπόσχεση πάνω στα χαρτιά σταμάτησε να ισχύει, όταν καταργήθηκε δηλαδή ο "κανόνας του χρυσού". Από τότε, (ή μάλλον λίγο αργότερα, κάπου στα 1971) τα κομμάτια χαρτί που κρατάμε, είναι κατά βάθος άχρηστα, αφού η τράπεζα εκδίδει όσα θέλει, χωρίς υποχρέωση να διατηρεί αντίστοιχο απόθεμα σε χρυσάφι για να μας πληρώσει αν το ζητήσουμε.

Το ότι απαξιούν για τα χρωματιστά μας χαρτάκια, δείχνει λοιπόν πως οι παραμυθοήρωες είναι ίσως  πιο "πραγματιστές" από τους "πραγματικούς" ανθρώπους.


τοῦ καὶ ἀπὸ γλώσσης μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδή (Α, 249)
Στις σελίδες 106-107, βρίσκουμε το παρακάτω πρότυπο δημιουργικής περιγραφής, που ασχολείται με τους ονειρεμένους μπακλαβάδες του Αλαντίν.

Κανείς δεν είχε ξαναφάει παρόμοιους. Όταν δάγκωνες τα φύλλα, νόμιζες ότι στο στόμα σου τραγάνιζες τα χρυσά σύννεφα της δύσης. Μια ακατανίκητη λαχτάρα να βγεις έξω και να κοιτάξεις ψηλά συνόδευε τη γεύση τους, και σε μερικά σημεία της πόλης παρατηρήθηκε το παράξενο φαινόμενο να βγαίνουν οι άνθρωποι στα μπαλκόνια τους, (...) και να βάζουνε λουλούδια! Τότε ο καθένας που ήξερε, καταλάβαινε ότι εκείνοι οι άνθρωποι είχαν φάει μπακλαβά από του Αλαντίν. 

Και δεν ήταν μόνο τα φύλλα… Η γέμιση είχε αμύγδαλα από εκείνα που λέγονται «δάκρυα του φεγγαριού», και κανελλογαρύφαλα από το Νησί των Σειρήνων, ικανά να αρωματίσουν ακόμα και την πιο φαρμακερή γλώσσα και να κάνουν την ομιλία μελωδική, νόστιμη και ευχάριστη, να λαχταράς να ακούς… και το σιρόπι ήταν άλλο ένα θαύμα της επιστήμης! Όπως απλωνόταν στο στόμα κι έλιωνε στο λαιμό, γλύκαινε τόσο πολύ την καρδιά, που καμιά κακή και θλιβερή διάθεση και καμία λυπημένη σκέψη δεν έμενε στον οργανισμό.

Το εργαστήρι του Αλαντίν έμοιαζε με τα παραμυθένια εργαστήρια των μάγων στην Παραμυθοχώρα. Η μικρή σάλα του ήταν φωτεινή από την ανταύγεια των ρόδων, ενώ τ’ αεράκι της πατρίδας έπαιζε με τα δαντελένια κουρτινάκια και τη φαντασία των θαμώνων.

Αδυνατώντας να προσθέσω κάτι περισσότερο, παραθέτω μερικές συνταγές για μπακλαβά: Με καρύδινηστίσιμομε σύκα, με μέλι και με σπιτικό φύλλο. Καλή όρεξη!
https://www.youtube.com/watch?v=EY-EuadcWfE
Χρήση στην τάξη 
Αποσπάσματα από την ιστορία μπορούν κάλλιστα να χρησιμοποιηθούν στην τάξη ως αφόρμηση  για να φτιάξουν τα παιδιά δικές τους παραμυθοσαλάτες, ιστορίες από ιστορίες, παιχνίδια, limericks, κατασκευές, θεατρικά, και ό,τι άλλο περνάει από το νου τους! Για όσους δεν μπορούν να κρατηθούν μακριά από την τηλεόραση, να θυμίσουμε ότι η παραμυθοσαλάτα έχει την τιμητική της στη νέα σειρά του ABC με τίτλο Once upon a Time. Όσοι πάλι προτιμούν να είναι παραγωγοί αντί για καταναλωτές, μπορούν να γράψουν το δικό τους σενάριο: Το πρωτοποριακό σχολείο του Φουρφουρά, για παράδειγμα, ετοίμασε ένα βίντεο που ταιριάζει "γάντι" με το βιβλίο... Απολαύστε το! 
https://www.youtube.com/watch?v=qB5hCFKH8-M

Share/Bookmark

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

διαβάσαμε και σχολιάζουμε...σχολιάζουμε...σχολιάζουμε...