Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2012

Ένα - ένα - τέσσερα

Υπόθεση
Αθήνα, Φλέβαρης του 1963. Η νεαρή Άννα λαμβάνει μέρος σ' ένα μαθητικό συλλαλητήριο, και μέσα στη βοή του συνθήματος "Ένα-Ένα-Τέσσερα", αφήνεται να ταξιδέψει στα περασμένα και να θυμηθεί τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασής της από την επαρχία στην πρωτεύουσα.

Χαρακτηριστικά 
Εκδότης: Πατάκης
Συγγραφέας: Βούλα Μάστορη
Εικονογράφος: Γιάννης Λέκκος (εξώφυλλο)
Σελίδες: 134
1η έκδοση: 1993
ISBN: 960-293-845-5
Τιμή: περίπου 6 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Ιστολόγιο αφιερωμένο στο συγκεκριμένο βιβλίο εδώ
Τάξεις: Γυμνάσιο

Κριτική
Το τρίτο από τέσσερα βιβλία της Βούλας Μάστορη που διηγούνται τη ζωή της Άννας, καλύπτοντας συνολικά μια εικοσαετία ελληνικής ιστορίας μεταξύ 1954-1974. Η γλώσσα του διηγήματος είναι απλή, όμως σε κάποια σημεία ο λόγος μοιάζει λίγο αποσπασματικός. Μέσα από την τεχνική των διαδοχικών φλας μπακ, η πρωταγωνίστρια ανατρέχει στα γεγονότα που τη σημάδεψαν τον πρώτο καιρό που βρέθηκε στην Αθήνα. Έτσι, όση ώρα διαρκεί το συλλαλητήριο στο οποίο παίρνει μέρος, οι αναγνώστες ταξιδεύουν στο πρόσφατο παρελθόν της. Από τις αναδρομές αυτές επιστρέφουν στο παρόν (1963) σχεδόν πάντα με το σύνθημα "Ένα-Ένα-Τέσσερα", κάτι που σε κάποιους ίσως φανεί κουραστικό, αφού με τον ένα ή τον άλλο τρόπο η φράση επαναλαμβάνεται τελικά γύρω στις 40 φορές. Χωρισμός σε κεφάλαια δεν υπάρχει, ούτε και εικονογράφηση, κάτι που δικαιολογείται από τη στιγμή που το κείμενο απευθύνεται σε εφήβους.

Θα μπορούσαμε να προτείνουμε το βιβλίο σε μαθητές γυμνασίου και λυκείου που επιθυμούν να αποκτήσουν μια ιδέα για την κατάσταση που επικρατούσε στην Αθήνα στις αρχές της δεκαετίας του '60. Οι μαθήτριες έχουν περισσότερες πιθανότητες να ταυτιστούν με την ηρωίδα και να αποκομίσουν έτσι μια πιο ολοκληρωμένη εμπειρία ανάγνωσης, αν φυσικά βρουν αρκετά κοινά σημεία με την οπτική της. Το ιστορικό πλαίσιο δίνεται πολύ κατατοπιστικά στην αρχή της ιστορίας, κι έτσι θεωρούμε ότι οποιοσδήποτε μαθητής θα μπορέσει να παρακολουθήσει τα τεκταινόμενα χωρίς πρόβλημα.
Διαδήλωση του 1963 με σύνθημα το 1-1-4
Το διήγημα ξεκινάει από ένα πρωινό του 1963, με την Άννα να βρίσκεται στο προαύλιο του σχολείου της. Άμεσα αρχίζουν οι αναδρομές της, που μας ταξιδεύουν δύο χρόνια πίσω, ως το 1961, και μας ξεναγούν στις πρώτες της στιγμές στο αθηναϊκό σχολείο. Η εποχή της δεκαετίας του '60 δίνεται με μεγάλη παραστατικότητα, ενώ γίνεται αναφορά σε πολλά ζητήματα που έκαναν την εποχή κομβική. Αστικοποίηση, χειραφέτηση των γυναικών, πολιτική ρευστότητα, κοινωνικές ανισότητες... Όλα αυτά, μέσα από τα μάτια μιας επαρχιώτισσας έφηβης που διψάει για εμπειρίες και ελευθερία.

Οι χαρακτήρες είναι καλοφτιαγμένοι και σε πολλά σημεία το σκηνικό θυμίζει παλιό ελληνικό κινηματογράφο, ωστόσο οι αξίες δεν υποστηρίζονται πάντα με καθαρότητα. Έτσι π.χ. συναντάμε στην ίδια σελίδα (13) την Άννα, να αρνείται να δαγκώσει από το σουβλάκι ή τον λουκουμά που της προσφέρουν οι φιλενάδες της, αλλά να μην ντρέπεται να ζητιανεύσει σε όλο το σχολείο λίγες δεκάρες, για να αγοράσει δικό της κουλούρι. Η εφηβεία είναι μπερδεμένη ηλικία, μπορεί να απαντήσει κανείς.

Το μεγαλύτερο μέρος της διήγησης αφορά περιστατικά στο σχολείο της πρωταγωνίστριας. Μαθαίνουμε έτσι πώς λειτουργούσαν τα γυμνάσια της εποχής και πόσο σημαντικό ρόλο έπαιζε η προσωπικότητα του εκπαιδευτικού τόσο στον τρόπο που γινόταν το μάθημα όσο και στην εντύπωση που σχημάτιζαν οι μαθητές για ένα γνωστικό αντικείμενο. Όχι ότι στις μέρες μας δεν παίζει αντίστοιχο ρόλο, σιγά σιγά όμως οι αυθαιρεσίες και τα καψόνια θεωρώ πως περιορίζονται.

Ένα σημείο της διήγησης που αξίζει αναφοράς είναι μεταξύ των σελίδων 86-106. Μέσα σε αυτές, συναντάμε αρκετές δύσκολες σκηνές με υπερβολικές αντιδράσεις των ηρώων και γλώσσα που τις κάνει ακόμα πιο δύσπεπτες. Για αρχή, μια κατάκοιτη γιαγιά η οποία έχει "ανοίξει" στο κρεβάτι και πρέπει να τη γυρίσουν. Μαθαίνουμε μάλιστα πως η μητέρα μια φορά την μπάτσισε για να την καταφέρει να φάει, αλλά μετά έβαλε η ίδια τα κλάματα. Όταν λίγο αργότερα η γιαγιά αυτή πεθαίνει, η Άννα ακούει  τις κραυγές της μαμάς της "Μανούλα μου!" που της κόβουν τα γόνατα και μας τρομάζουν κι εμάς. Αμέσως μετά, σε μια σκηνή που προκαλεί μάλλον αναγούλα, η πρωταγωνίστρια υποχρεώνεται να φιλήσει το χαλκοπράσινο λείψανο (σ.σ. της γιαγιάς) που μύριζε ξίδι και φυσικά της έρχεται ναυτία. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, την ώρα της κηδείας, η Άννα θυμάται τις βόλτες της στο νεκροταφείο του χωριού, όπου έπαιρναν σβάρνα τους τάφους και χάζευαν σ' εκείνους που 'χαν θαμμένα παιδιά. Κοίταζαν τα χαμογελαστά παιδικά πρόσωπα μέσα από τα γυάλινα προσκυνητάρια και διάβαζαν τ' αφιερώματα των γονιών τους αποκάτω. "Αυτό πέθανε εφτά χρονώ!" "Αυτό τεσσάρων!" "καλέ, πιο μικρό κι από μας!" Και χαίρονταν που αυτές είχαν γλιτώσει το Χάρο... Τελικά, μια φοβία την πιάνει μήπως η γιαγιά δεν έχει πεθάνει και ξυπνήσει μέσα στον τάφο, -και μόλις την κατέβαζαν εκεί μέσα, ν' άρχιζε να στριγκλίζει-, κι έτσι διακόπτει την κηδεία ολοκληρώνοντας το σκηνικό με ένα κωμικοτραγικό φινάλε.

Ανάμεσα στα παραπάνω επεισόδια, γίνεται αναφορά σε μερικές άλλες περίεργες ιστορίες: στους περαστικούς -βρομιάρηδες, που τσιμπούν τα κορίτσια (την Άννα και τη φίλη της Μαίρη) στο δρόμο για να τα πειράξουν, στην πρώτη επαφή της Άννας με το φρούτο μπανάνα -ήθελε να τη φτύσει. Τι γλιτσιασμένο πράμα ήτανε αυτό!- και σε ένα σκηνικό γνήσιου οικιακού τρόμου, όπου την Άννα κυνηγάει μια κατσαρίδα την ώρα που βρίσκεται στην τουαλέτα -Όταν είχε φτάσει σχεδόν στη βάση της, η Άννα, μ' όση δύναμη της απέμενε, ανέβηκε όρθια στη λεκάνη πατώντας στο γλιστερό χείλος της. Παράλληλα, έβγαλε μερικές ακόμη σπαρακτικές κραυγές. Η κατσαρίδα έφτασε στη λεκάνη και σήκωσε τα μπροστινά της πόδια πάνω στην άσπρη πορσελάνη. Ο πανικός έπνιξε την Άννα.

Ίσως κάποια παιδιά βρουν τα παραπάνω διασκεδαστικά, δεν ξέρω. Προσωπικά όμως, ως αναγνώστης προβληματίστηκα και ως εκπαιδευτικός ακόμα περισσότερο. Ας ελπίσουμε πως οι έφηβοι που θα το διαβάσουν δεν θα θεωρήσουν τη ζωή στις περασμένες δεκαετίες μια απέραντη κόλαση.

Αξίες - Θέματα
Φιλία, Διαφορετικότητα, Ιστορία, Εκπαίδευση

Απόσπασμα
Μετά τον αγιασμό τούς είπαν σε ποιες τάξεις να περάσουν. Σήμερα θα τους έδιναν το πρόγραμμα κι αύριο θα ήταν όλες με τα βιβλία και τα τετράδιά τους. Θα έκαναν ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΜΑΘΗΜΑ ΑΥΡΙΟ, λέει! Η «καλή χρονιά» του γυμνασιάρχη πνίγηκε στις κουβέντες των μαθητριών και στο σούρσιμο των ποδιών τους, καθώς τραβούσαν τάξεις τάξεις προς τις σκάλες. Η τάξη της Άννας θα έκανε μάθημα στο δεύτερο όροφο, στο κτίριο πίσω από το πεύκο. Εκεί έκαναν πάντα η έκτη, η εβδόμη και η ογδόη. Άρχισε ν’ ανεβαίνει αργά την τσιμεντένια φαρδιά σκάλα μαζί με τις συμμαθήτριές της.


- Άντε! Κουνηθείτε! Πιο γρήγορα, φοράδες! ακούστηκε από το πλατύσκαλο κάτω.

- Σιγά, κύριε καθηγητά! ακούστηκε μια διαμαρτυρία, κι αμέσως μετά μια άλλη.

- Εμπρός! Εμπρός! Δε θα σπάσετε τ’ αυγά, αν πάτε πιο γρήγορα! ακούστηκε ακριβώς πίσω από την Άννα τώρα.

Την ίδια στιγμή, ένα χτύπημα στην πλάτη της της έκοψε την ανάσα.

Γύρισε ξαφνιασμένη κι αγριεμένη και βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο μ’ έναν ψαρομάλλη μεσήλικα.

- Άντε! Προχώρα! της είπε εκείνος

Η Άννα ένιωσε να βράζει. Έκανε δυο βήματα στο πλάι και με φωνή που έτρεμε από θυμό είπε:

- Περάστε!

Εκείνος την κοίταξε εξεταστικά. Τα μάτια της έβγαζαν φλόγες και το στόμα της έτρεμε. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα αναμέτρησης. Τα κορίτσια είχαν σταματήσει στη σκάλα.

- Καααλά…, είπε στο τέλος εκείνος απειλητικά. Κι εσείς, φοράδες, τι μαρμαρώσατε; Εμπρός! Εμπρός! κι άρχισε ν’ ανεβαίνει χτυπώντας όποια πλάτη του ‘στεκε στο δρόμο.

- Αυτός ήταν ο «Βεληγκέκας», την πληροφόρησε μια συμμαθήτριά της. Τώρα την έβαψες. Από μνήμη είναι ελέφαντας. Κι εκδικητικός σαν ελέφαντας. Βρε κορίτσια, γι’ αυτό δεν έλεγα εγώ να τον βγάλουμε «Ελέφαντα»; Εσείς όμως θέλατε το «Βεληγκέκας»… Με λένε Μαίρη. Εσένα;

- Άννα.

- Πάντως, αυτό το «περάστε» άξιζε είκοσι βρισίματα. Το λέει η περδικούλα σου! Να δω όμως πώς θα ξεμπλέξεις μαζί του τώρα… Και θα μας έχει αρχαία και νέα… Ξέρεις τίποτα απ’ αυτά τουλάχιστον;

Η Άννα χαμογέλασε. Της άρεσε αυτό το κορίτσι. Λες να ήθελε να γίνουν φίλες;

- Χμ… Αν δεν ξέρεις, κάηκες. Καλύτερα να κάτσουμε μαζί. Εγώ έχω μάτσο τις μεταφράσεις. Σ’ αρέσει το σινεμά; Ωραία! Πού μένεις; Εγώ μένω Φυλής! Ωραία!

Κι η Μαίρη την έπιασε αγκαζέ. Ο θυμός της Άννας εξατμίστηκε. Ό,τι και να πεις, ήταν ωραίο σχολείο. Κι αν είχε κι ένα «Βεληγκέκα», δεν πείραζε.

Την άλλη μέρα ήρθε στο σχολείο γιομάτη αυτοπεποίθηση. Έψαξε με τα μάτια της και, μόλις είδε από μακριά τη Μαίρη, έτρεξε κοντά της. Εκείνη είχε ολόκληρη «αυλή» γύρω της, μα τη δέχτηκε πρόσχαρα. Όλες τη δέχτηκαν. Ήταν ωραίο σχολείο!

Σαν μπήκαν μέσα, δεν πρόλαβαν να καθίσουν και να σου ο «Βεληγκέκας». Τράβηξε σκυθρωπός προς την έδρα. Οι μαθήτριες κλαρίνο. Εκείνος κάθισε στην καρέκλα του και ρίχνοντας μια αδιάφορη ματιά κάτω είπε άτονα, δείχνοντας τη σειρά θρανίων δίπλα στην πόρτα:

- Εσείς, σ’ αυτή τη σειρά! Σηκωθείτε όρθιες να στηρίξετε τον τοίχο.

Τα «γιατί, κύριε καθηγητά;» έπεσαν σύννεφο. Διαμαρτυρίες ανάκατες με γέλια, σπρωξίματα, σουρσίματα, ενώ παράλληλα έπεφταν βιβλία, τσάντες, μολύβια…, καθώς όλες σηκώνονταν για τον τοίχο. Όλες; Χμ… Όχι ακριβώς.

- Άννα! Σήκω! Της ψιθύρισε η Μαίρη και την τράβηξε από την ποδιά.

Εκείνη κόλλησε στο θρανίο της.

Ο «Βεληγκέκας» στύλωσε τα μάτια του στην Άννα. εκείνη ατάραχη άνοιξε το βιβλίο της κι έβγαλε την κασετίνα με τα μολύβια, τη γόμα, το στιλό…

- Εσύ είσαι κουφή; Δεν άκουσες που σου είπα να στηρίξετε τον τοίχο;

- Τ’ άκουσα, κύριε καθηγητά.

- Ε, τσακίδια τότε!

- Σήκω! Σήκω! της ψιθύριζαν έντρομες όρθιες και καθισμένες από ολόγυρα, μα εκείνη είχε μουλαρώσει.

- Δεν έκανα τίποτα, κύριε καθηγητά, γι α να σηκωθώ όρθια. Δεν μπορείτε να με τιμωρήσετε χωρίς λόγο, του είπε με αξιοπρέπεια.

Εκείνος την κοίταξε παράξενα.

- Ε, τότε σήκω να πεις μάθημα.

Απ’ όλες τις μεριές άρχισαν να φωνάζουν:

- Μα δεν έχουμε τίποτα, κύριε καθηγητά!
- Πρώτη μέρα σήμερα!
- Δε μας έχετε βάλει τίποτα!

Η Άννα αμίλητη πήρε το βιβλίο της και πήγε και στάθηκε δίπλα στην έδρα.

- Θέλω αναγνώριση στο κείμενο. Πρώτα γραμματική και μετά συντακτική. Λέξη προς λέξη! Ξεκίνα.

- Μάλιστα, είπε η Άννα κι άρχισε.

Όταν είχε φτάσει στην τρίτη γραμμή, τη διέκοψε.

- Έτσι θέλω να λέτε το μάθημα, είπε στην τάξη. Σαν την… Πώς σε λένε, παιδί μου;

- Άννα Ψάλτη, κύριε καθηγητά.

- Σαν την Άννα Ψάλτη. Κάτσε κάτω, παιδί μου.

Η Άννα πήγε και κάθισε στο θρανίο της.

- Να καθίσουμε κι εμείς, κύριε καθηγητά; ρώτησε η Μαίρη από τον τοίχο.

- Και να πέσει ο τοίχος; Δεν είμαστε καλά, λέω γω…

- Σίγουρα, μουρμούρησε η Μαίρη.

 - Είπες τίποτα; Σ’ εσένα μιλώ! Εσένα, τη χειλού εκεί με το φουντωτό μαλλί.

- Εγώ έκανε αθώα η Μαίρη ανοίγοντας διάπλατα τα γαλανά της μάτια. Δεν είπα τίποτα! Είπα τίποτα, κορίτσια;

- Τίποτα! Τίποτα! σαν χορωδία οι άλλες δίπλα.

- Α! Είπα κι εγώ!... Στο μάθημά μας τώρα.

Προβληματισμοί για συζήτηση 
When in Rome be a Roman
Τα βιβλία παιδικής λογοτεχνίας αγκαλιάζουν συνήθως τη διαφορετικότητα και διαμηνύουν ότι όλοι έχουμε ιδιαιτερότητες που πρέπει να γίνονται σεβαστές. Έτσι οι αντιθέσεις εξομαλύνονται, ενώ τα παιδιά νιώθουν καλύτερα και ενθαρρύνονται να εκφραστούν. Η ίδια η Βούλα Μάστορη, μας έχει χαρίσει τα μαγικά μου αυτιά όπου ο ήρωας χάρη στα μεγάλα του αυτιά γίνεται σχεδόν σουπερήρωας. Στο παρόν βιβλίο ωστόσο, ο ρεαλισμός νικάει, και η Άννα δεν σκέφτεται στιγμή να διατηρήσει την επαρχιώτικη εμφάνισή της, που την κάνει να νιώθει σαν τη μύγα μεσ' το γάλα. Είναι και δύσκολη περίοδος η εφηβεία... Έτσι, μόλις επιστρέφει από την πρώτη μέρα στο σχολείο, ξυρίζει τα πόδια της και έπειτα βγάζει και κουρεύει τα φρύδια της όπως η Σοφία Λόρεν στον Θησαυρό. Σειρά έχουν αλλαγές στα ρούχα και γενικά, την παρακολουθούμε να νιώθει ένα διαρκές άγχος προσαρμογής.

Έχετε παρατηρήσει τον εαυτό σας να αλλάζει συμπεριφορά ή εμφάνιση για να ταιριάξει περισσότερο με ένα σύνολο ανθρώπων ή να αρέσει σε κάποιον άλλο; Πώς σας έκανε να νιώσετε αυτή η αλλαγή;

Θεωρείτε πως είναι ισχυρότεροι χαρακτήρες ή απλώς απροσάρμοστοι όσοι αφήνουν αναλλοίωτη την εμφάνιση και τη συμπεριφορά τους παρά τις κοινωνικές επιταγές; Υπάρχει μήπως κάποιο όριο σε αυτά που είμαστε διατεθειμένοι να αλλάξουμε για να γίνουμε αποδεκτοί;
Η Αθήνα τα Χριστούγεννα του 1960 (πηγή)
Κοινωνική Δικαιοσύνη και Ισορροπία
Η Άννα έχει σταθεί με το σχολείο της στην Πύλη του Αδριανού, για να χαζέψουν την δανέζα πριγκήπισσα (εγώ το γράφω ακόμα με "η" όπως τα Πριγκηπόννησα - γιατί δηλαδή να μην κρατάει κι ο τίτλος "πρίγκηπας" την ιστορική ορθογραφία του όπως ο "μαρκήσιος";) Άννα-Μαρία που θα περάσει με το αυτοκίνητο. Συζητά με τις φίλες της (σ.53):
- Θα 'θελες να ήσουνα κι εσύ πριγκίπισσα; Να έχεις παλάτι, υπηρέτες κι όλα αυτά; 
- Εσύ θα 'θελες;
- Ναι, είπε απλά η Άννα.
- Κι εγώ θα 'θελα. νομίζω πως όλοι θα 'θελαν να τα είχαν όλ' αυτά. Υπάρχει όμως μια διαφορά. Μόνο λίγοι, πολύ λίγοι, -τι λέω!- μόνο κάνα δυο μπορούν να τα έχουν. Γι' αυτό, καλύτερα να μην τα έχει κανένας!
Έτσι ήταν η Μαίρη. Δίκαιη όσο δεν έπαιρνε. Και δεν της άρεσαν οι διακρίσεις. Όποιες κι αν ήταν αυτές. να, ακόμη και στην ώρα του "Βεληγκέκα". Όταν, ας πούμε, εκείνος έδειχνε τη δικιά τους σειρά κι έλεγε: "Για σηκωθείτε, κυράδες, εσείς εκεί, να στηρίξετε τον τοίχο" συμπληρώνοντας στα γρήγορα: "Όλη η σειρά εκτός της Ψάλτη", γινόταν πυρ και μανία. Κι ας ήταν η Ψάλτη η φιλενάδα της.
- Γιατί, κύριε καθηγητά, "εκτός της Ψάλτη"; Ή όλη η σειρά όρθια ή καμία. Αυτό είναι το δίκαιο.
- Μήπως θες να έρθεις να πεις μάθημα; της πέταγε ύπουλα εκείνος.
- Να μου λείπει το βύσσινο, μουρμούριζε η Μαίρη.
- Είπες τίποτα, Στίγκα; έκανε αθώα ο "Βεληγκέκας". 
- Τίποτα, τίποτα! Είπα τίποτα, κορίτσια; έκανε με τη σειρά της κι εκείνη αθώα.
- Τίποτα, τίποτα! όλα τα κορίτσια από τον τοίχο σαν αγγελική χορωδία.

Η Άννα από τη μία χαιρόταν το προνόμιό της, μα από την άλλη την τσίγκλιζαν κι οι τύψεις.
Πιστεύετε ότι είναι όντως δίκαιη η Μαίρη, όταν ζητάει να είναι όλοι ίσοι; Εσείς έχει τύχει ποτέ να βρεθείτε σε πλεονεκτική θέση σε σχέση με φίλους ή συμμαθητές σας; Πώς νιώσατε γι' αυτό; Όμορφα σαν να ανταμειφθήκατε για μια προσπάθεια;
ή άσχημα, σαν να σας κυνηγούσαν τύψεις για κάτι που κερδίσατε εσείς αλλά όχι οι άλλοι;

Αν σκεφτούμε κάποια σημεία στον πλανήτη όπου τα παιδιά δεν έχουν χρήματα να ντυθούν ή να φάνε, συνειδητοποιούμε ότι βρισκόμαστε σε πολύ πλεονεκτικότερη θέση από κάποιους συνανθρώπους μας, που στο κάτω κάτω δεν έκαναν κάτι για να αξίζουν αυτή την τιμωρία. Ποια πιστεύετε πως πρέπει να είναι  η στάση μας προς αυτούς τους άτυχους της ζωής; Η Άννα πάντως, όταν γνωρίζει την "Γιωργία", τη φτωχή υπηρέτρια, προσπαθεί να της φερθεί με καλοσύνη (σ. 68-69).
1963 Οι αρραβώνες της Άννας Μαρίας με τον διάδοχο Κωνσταντίνο πηγή
Χρήση στην Τάξη
Η δεκαετία του 60' είναι σε όλο τον δυτικό κόσμο εποχή αναταραχών και κοινωνικών διεκδικήσεων. Με αφορμή το βιβλίο αυτό, μπορούμε να βοηθήσουμε τα παιδιά να ταξιδέψουν στα χρόνια αυτά και να ξαναζήσουν την πολιτική αβεβαιότητα μέσα από επιλεγμένες δραστηριότητες (έτσι κι αλλιώς, υπάρχει στο διαδίκτυο άφθονο υλικό που αφορά τη χούντα των συνταγματαρχών). Παράλληλα, όπως πάντα, έχουμε τη δυνατότητα να δώσουμε στους μαθητές μια πληρέστερη ποικιλία ερεθισμάτων (μουσική, ταινίες, μόδα, ντοκιμαντέρ, κλπ.) ώστε να αποκτήσουν μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα το πώς ζούσε ο κόσμος κατά τη δεκαετία αυτή στη χώρα μας αλλά και τον υπόλοιπο κόσμο. Το κείμενο μας βοηθάει, αφού αναφέρεται  σε μια σειρά καθημερινά θέματα. Αποκτούμε έτσι μια ιδέα για το τι συνέβαινε στα πάρτι (80-83), πώς γινόταν το φλέρτ (77) πώς περνούσε μια μέρα στο σχολείο (58-59), τι πίστευαν οι άνθρωποι για τις νέες πολυκατοικίες που χτίζονταν παντού (64-65), πώς αντιμετωπίζονταν οι κάτοικοι της επαρχίας που έψαχναν ένα καλύτερο αύριο στην πόλη (17-18) αλλά και για το χάσμα απόψεων ανάμεσα στις πολιτικές παρατάξεις (σ. 62). Αν ωστόσο ενδιαφέρεστε συγκεκριμένα για την περίοδο της δικτατορίας, περισσότερο σχετικό βιβλίο είναι Τα γενέθλια της Ζωρζ Σαρή.

Share/Bookmark

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

διαβάσαμε και σχολιάζουμε...σχολιάζουμε...σχολιάζουμε...