Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2012

Η ζωή και οι περιπέτειες του Σάντα Κλάους

Υπόθεση
Ο μικρός Κλάους γεννιέται στο δάσος του Μπαρζί και ανατρέφεται από τις νύμφες. Όταν ενηλικιώνεται και μαθαίνει για την πραγματική του φύση, φεύγει από κοντά τους και χτίζει ένα καλύβι στη Γελαστή Κοιλάδα, ξεπερνώντας διάφορες δυσκολίες χάρη στους αόρατους προστάτες του. Ο καιρός περνάει και αποφασίζει να αφοσιωθεί στην ευτυχία των παιδιών των ανθρώπων. Κατασκευάζει έτσι τα πρώτα του παιχνίδια και τα χαρίζει, κάνοντας τα μικρά των φτωχών να χοροπηδούν από χαρά. Αργότερα, αρχίζει τα ταξίδια με ένα έλκηθρο που το τραβούν τάρανδοι, ώστε να μπορεί να φτάνει μακρύτερα και να κάνει όλο και περισσότερα παιδιά ευτυχισμένα. Κερδίζει έτσι πρώτα την εκτίμηση των ανθρώπων, που τον αναγνωρίζουν ως άγιο και στη συνέχεια την αθανασία, όταν το συμβούλιο των αρχόντων του αόρατου κόσμου αποφασίζει να του χαρίσει αιώνια ζωή, ώστε να συνεχίσει το έργο του ες αεί.

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Πατάκης
Συγγραφέας: Λ. Φρανκ Μπάουμ (Lyman Frank Baum)
Μετάφραση: Φίλιππος Μανδηλαράς
Εικονογράφηση: Ελένη Τσάμπρα
ISBN: 978-960-16-2599-7
Τίτλος πρωτοτύπου: The Life and Adventures of Santa Claus
Έτος 1ης Έκδοσης: 1902 (στα ελληνικά 2007)
Σελίδες: 220
Τιμή: περίπου 7 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Ε’, Στ’


Κριτική
Μία φανταστική βιογραφία του Σάντα Κλάους γραμμένη από το δημιουργό του Μάγου του Οζ, που γνώρισε επιτυχία ως βιβλίο, και μεταφέρθηκε αρκετές φορές στη μικρή οθόνη, πρώτα ως τηλεοπτικό animation – μιούζικαλ το 1985, έπειτα ως  τηλεοπτική μίνι σειρά το 1994 (Shounen Santa no daibôken) και τέλος το 2000 ως βιντεοταινία κινουμένων σχεδίων.



Παρά τα 110 χρόνια του, το έργο παραμένει χαριτωμένο και ενδιαφέρον και η μετάφραση το κρατάει δροσερό. Η γλώσσα είναι σχετικά απλή, αλλά οι αναγνώστες πρέπει να διαθέτουν αρκετή εμπειρία, καθώς το κείμενο δεν είναι μικρό, ενώ η εικονογράφηση δεν θα τους βοηθήσει ιδιαίτερα: είναι ασπρόμαυρη και με απλώς συνοδευτική παρουσία μιας περίπου ολοσέλιδης εικόνας για κάθε δέκα σελίδες κειμένου. Από την άλλη, τα κεφάλαια έχουν τίτλους που προκαλούν τον αναγνώστη να τα ξεκινήσει, ενώ το μέγεθός τους δεν ξεπερνάει συνήθως τις 10-12 σελίδες. Ίσως κάποια παιδιά δυσκολευτούν λίγο μέχρι να εξοικειωθούν με τα πλάσματα που τοποθετεί στον κόσμο του ο συγγραφέας, αλλά μόλις το καταφέρουν αυτό, θα διαπιστώσουν ότι το διάβασμα κυλάει γρήγορα και απρόσκοπτα.

Το βιβλίο προτείνεται κυρίως σε αγόρια της Ε’ και Στ’ τάξης, ενώ μπορούν να το διαβάσουν και μικρότερα παιδιά που έχουν ήδη κάποια εμπειρία και ενδιαφέρονται για το θέμα.

Το δημιούργημα δεν έχει χαρακτηριστεί άδικα ως το Lord of the Rings των Χριστουγέννων,  αφού η μυθοπλαστική δεξιότητα του συγγραφέα είναι μεγάλη και δημιουργεί έναν ολόκληρο κόσμο που ορίζουν τάξεις φανταστικών πλασμάτων (όπως τα Νουκ και τα Ριλ -Knooks & Ryls-). Πλάσματα που εμφανίζονται και σε επόμενα έργα του (βλ. The Road to Oz). Το βιβλίο λογικά πέρασε και από τα χέρια του Tolkien (ήταν 10 χρονών όταν κυκλοφόρησε), ωστόσο αγνοώ αν του αναγνωρίζεται κάποια επιρροή στο μετέπειτα έργο του. Από τα χέρια των δικών μας παιδιών βέβαια, καλό είναι αφού περάσει το όμορφο αυτό βιβλίο, να κάνουμε και μια μικρή συζήτηση. Θα καταλάβετε παρακάτω το γιατί.

Όπως αναφέρεται και στο επίμετρο, ο Φρανκ Μπάουμ δεν έλαβε υπόψη του καμία παράδοση σχετικά με την καταγωγή του Σάντα Κλάους, αλλά συνέθεσε μια βιογραφία φανταστική, προσπαθώντας μέσα από αυτή να ερμηνεύσει τις παραδόσεις που σχετίζονται με το πρόσωπο του αγίου. Μοιάζει δηλαδή σαν να είχε μπροστά του μια λίστα με άσχετα μεταξύ τους έθιμα από όλο τον κόσμο (χριστουγεννιάτικο δέντρο, δώρα, ιπτάμενοι τάρανδοι, κάλτσες στο τζάκι, κ.ά.) και να επιχείρησε να τα στεγάσει κάτω από έναν νέο ενιαίο μύθο.

Το πώς τελικά εξηγεί και εκλογικεύει ένα ετερόκλητο πλήθος θρύλων, συνενώνοντάς τους σε έναν φανταστικό δικό του κόσμο κατασκευασμένο πέρα από τη λογική, είναι στη μαγεία της ιστορίας και σας αφήνουμε να το ανακαλύψετε.

Ειδικά για την Ελλάδα, σε περίπτωση που τα παιδιά αρχίσουν να αναρωτιούνται αν τελικά ο Άγιος κατοικεί στην Γελαστή Κοιλάδα, το Ροβανιέμι ή την Καισάρεια, και αν μοιράζει τα δώρα μέσα από τζάκια, σόμπες ή air condition, ωφέλιμο θα ήταν να εξηγήσετε ότι αυτό που διαβάζουν είναι ένα έργο φανταστικής μυθοπλασίας· μπορείτε μάλιστα να τα καλέσετε να γράψουν και τα ίδια δικά τους κείμενα, όπου θα εξηγούν διάφορα φαινόμενα ή έθιμα της εποχής μας με τη δημιουργική τους φαντασία. Έτσι τα καθησυχάζετε και επιπλέον μειώνετε τις πιθανότητες να αρχίσουν να βλέπουν στον ύπνο τους νεράιδες, Ριλ, Νουκ και Ούγκα – Ούγκα.

Το γιατί το έργο δεν μεταφράστηκε νωρίτερα στα ελληνικά δεν το γνωρίζω, σίγουρα πάντως η εποχή που εκδόθηκε δεν θα ήταν η πιο κατάλληλη για να κυκλοφορήσει στη χώρα μας. Θυμίζω ότι μόλις το προηγούμενο φθινόπωρο (του 1901) είχαν αιματοκυλήσει την πρωτεύουσα τα «Ευαγγελικά», και το γεγονός ότι στο κείμενο η φιγούρα του Αϊ Βασίλη συνδέεται με πλήθος παγανιστικά στοιχεία δεν θα επέτρεπε στο βιβλίο να γίνει αποδεκτό από την ελληνική κοινωνία εκείνου του καιρού.
το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης (1902)
Καλό είναι να γίνει κουβέντα με τα παιδιά και σχετικά με τα οικολογικά μηνύματα του κειμένου. Γιατί όσο θετικά και σύγχρονα τα συναντάμε στην αρχή και κατά τη διάρκεια της διήγησης, τόσο ανάποδα τα βλέπουμε να παρουσιάζονται στο τέλος της. Έτσι, από τη μια η δύναμη της φύσης κάνει αισθητή την αρμονική κυριαρχία της σε όλο το έργο, τα ζώα όπως οι τάρανδοι έχουν αυταξία και απαγορεύεται να τα εκμεταλλεύονται οι άνθρωποι χωρίς τη σύμφωνη γνώμη τους (σελ. 160), ενώ και ο ίδιος ο Κλάους αποφεύγει να καταστρέφει τα μικρά λουλουδάκια και το γρασίδι προκειμένου να βρει κάτι να φάει, οδηγούμενος σε πρακτικές τζαϊνισμού. Από την άλλη, στις τελευταίες σελίδες (σ. 206-208) έρχονται δυο τρεις παράγραφοι να ανατρέψουν τα πάντα και να μας γυρίσουν πίσω, στην ανθρωποκεντρική προσέγγιση. Έτσι, ο Ακ παραδέχεται: «Ο κόσμος έχει φτιαχτεί για τους ανθρώπους (…) Ο ρόλος μου είναι να φυλάω τα δάση μέχρι τη στιγμή που θα τα χρειαστεί ο άνθρωπος. Είμαι πολύ χαρούμενος που τα γερά μου δέντρα γίνονται σπίτια μέσα στα οποία ξεκουράζονται οι άνθρωποι, γίνονται φωτιά στο τζάκι τους για να ζεσταίνονται τις μέρες του χειμώνα. Ελπίζω μόνο να μην κόψουν όλα τα δέντρα, γιατί πάντα θα χρειάζονται τη δροσιά του δάσους το καλοκαίρι.»

Ολοκληρώνοντας, να αναφερθούμε σε κάποια στοιχεία που περιέχει το βιβλίο και μοιάζουν να παραπέμπουν στον κόσμο της μασονίας (αν και δεν υπάρχουν στοιχεία ότι ο συγγραφέας ήταν τέκτονας). Η κλειστή και μυστική στους κοινούς θνητούς αδελφότητα των αθανάτων που αλληλοϋποστηρίζονται και χτυπούν αλύπητα τους κοινούς εχθρούς. Οι τρεις αδιαφιλονίκητοι αρχηγοί της ιεραρχίας, Μεγάλος Δασοκόμος, Μεγάλος Σιτιστής και Μεγάλος Ναυτικός, στους οποίους είναι υποτελή όλα τα υπόλοιπα πλάσματα. Τα τεκτονικά ιδανικά της αγνότητας, της ηθικής, της αξιοπρέπειας και της προσφοράς, τα οποία ακολουθεί ευλαβικά ο προστατευόμενος ήρωας πριν «προαχθεί» και ο ίδιος σε αθάνατο από το ανώτατο συμβούλιο που παρακολουθεί την πρόοδό του. Τέλος, προς μια τέτοια κατεύθυνση φαίνεται να κινούνται και φράσεις όπως (σελ. 116): «Τα αδέρφια μας στο Μπαρζί έχουν παράξενους φίλους (...) Αυτός όμως που γνωρίζει το μυστικό μας σήμα είναι και δικός μας φίλος και πρέπει να τον βοηθάμε. Κλείσε τα μάτια σου ξένε, και θα σε πάμε στο σπίτι σου».

Κλείνοντας, αν λάβουμε υπόψη μας τις θέσεις που είχε εκφράσει ο συγγραφέας για τους ινδιάνους, μπορούμε να αποτολμήσουμε μια σύνδεση ανάμεσα στα μοχθηρά Ούγκα Ούγκα (Awgwas) του βιβλίου και τους ιθαγενείς της Αμερικής. Τα πρώτα παρενοχλούν τον Κλάους και ζητούν τη δυστυχία του κόσμου, ενώ οι δεύτεροι έβαζαν σε κίνδυνο την ασφάλεια των λευκών και παρενοχλούσαν την πρόοδο του πολιτισμού. Σύμφωνα με τον Μπάουμ, οι άγριοι έπρεπε «να εξαφανιστούν από προσώπου Γης» και ακριβώς αυτό συμβαίνει στα πολυπληθή Ούγκα και τους συμμάχους τους: απαλλάσσουν τη γη από τη μοχθηρή τους ύπαρξη. Μετά από μια σκληρή, αιματοβαμμένη μάχη (σελ. 131), κατά τη διάρκεια της οποίας παρακολουθούμε διάφορα αντιπαιδαγωγικά να λαμβάνουν χώρα (Γίγαντες παρακαλούν να πεθάνουν για να μην υποφέρουν τόσο, Ανατριχιασμένοι Δαίμονες με κοφτερά νύχια αφήνουν την τελευταία τους πνοή και το αίμα τους ποτίζει την κοιλάδα, Δράκοι κατακαίγονται ζωντανοί από την τρομερή φωτιά τους) όλα τελειώνουν, το καλό επικρατεί και οι εχθροί αποδεκατίζονται.

Καθώς έχουμε ήδη επεκταθεί υπερβολικά, θα αφήσουμε ασχολίαστη την κάπως περίεργη διαχρονικά σχέση του Κλάους με τη νύμφη Νεσίλια.

Αξίες - Θέματα
Φαντασία, Ανθρωπισμός, Περιβάλλον, Αλληλεγγύη, Χριστούγεννα

Εικονογράφηση

Απόσπασμα  
Ο Κλάους πίστευε ότι κανένα από τα παιδιά που θα έβρισκαν την επόμενη μέρα το πρωί το παιχνίδι που τους είχε αφήσει δε θα καταλάβαινε ποιος τους το είχε χαρίσει. Αλλά, αν κάνει κάποιος το καλό, γρήγορα γίνεται γνωστός κι η φήμη του εξαπλώνεται πολύ μακριά – πολύ μακρύτερα απ’ ό,τι ο ίδιος πιστεύει. Έτσι, την επόμενη μέρα, παντού οι άνθρωποι μιλούσαν για τον Κλάους και τα υπέροχα δώρα που είχε κάνει στα παιδιά. Η γενναιοδωρία του έκανε κάποιους εγωιστές να τον σχολιάσουν σαρκαστικά, αλλά ακόμα κι αυτοί υποχρεώθηκαν να παραδεχτούν την καλοσύνη αυτού του ανθρώπου που είχε αφιερώσει τη ζωή του στη χαρά και στην ευτυχία των παιδιών.

Από εκείνη τη μέρα και μετά, οι κάτοικοι κάθε πόλης και χωριού περίμεναν με ανυπομονησία τον ερχομό του Κλάους κι ένα σωρό ιστορίες άρχισαν να διαδίδονται από στόμα σε στόμα για τις καλοσύνες του και τα υπέροχα παιχνίδια που έφτιαχνε για τα παιδιά.

Ας ξαναγυρίσουμε όμως στη μέρα μετά το πρώτο ταξίδι του Κλάους με τους τάρανδους. Όταν λοιπόν ξύπνησαν τα παιδιά κι έδειξαν στους γονείς τους τα όμορφα παιχνίδια που είχαν βρει στο προσκεφάλι τους ρωτώντας τους ποιος τους τα είχε φέρει, όλοι σκέφτηκαν αυτόν.

«Ο καλός μας ο Κλάους θα ήταν» έλεγαν. «Μόνο αυτός φτιάχνει παιχνίδια στον κόσμο!»

«Και πώς μπήκε στο σπίτι μας;» ρωτούσαν τα παιδιά.

Στην ερώτηση αυτή οι μπαμπάδες ανασήκωναν τους ώμους τους, μην μπορώντας να καταλάβουν πώς είχε καταφέρει να μπει, αλλά οι μαμάδες, βλέποντας την ευτυχία στα πρόσωπα των λατρεμένων τους παιδιών, τους έλεγαν ότι ο Κλάους δεν ήταν θνητός όπως αυτοί, αλλά αθάνατος. Κάποιος άγιος ίσως. Κι έπειτα τον ευχαριστούσαν μεγαλόφωνα για τη χαρά που είχε φέρει στο κάθε παιδί ξεχωριστά.

«Άγιος;» αναρωτήθηκε σκεφτικό ένα παιδί.

«Σωστά. Γιατί ένας άγιος δε χρειάζεται να χτυπάει την πόρτα για να μπει σε ένα σπίτι».

Έτσι, τα παιδιά, αλλά και οι μεγάλοι, άρχισαν να αποκαλούν τον Κλάους Σάντα Κλάους, γιατί, αν δεν το ξέρετε, στη γλώσσα τους η λέξη «Σάντα» σημαίνει «άγιος». Κι όταν κάποιο παιδί ήταν άτακτο ή ανυπάκουο, του έλεγε η μαμά του για να το συνετίσει: «Πρέπει να παρακαλέσεις το Σάντα Κλάους να σε συγχωρέσει, γιατί αν δε βάλεις μυαλό, δε θα σου ξαναφέρει παιχνίδι».

Αν όμως άκουγε ο Κλάους τα λόγια των μαμάδων, δε θα συμφωνούσε καθόλου μαζί τους, γιατί αυτός χάριζε παιχνίδια σε όλα τα παιδιά – είτε ήταν φρόνιμα είτε άτακτα- επειδή τα αγαπούσε. Κι ήξερε πολύ καλά ότι ακόμα και τα καλύτερα παιδιά ήταν μερικές φορές άτακτα, όπως κι ότι τα άτακτα ήτανε πολύ συχνά φρόνιμα κι υπάκουα. Γιατί έτσι είναι τα παιδιά όλου του κόσμου κι αυτός δεν ήθελε να τα αλλάξει, ακόμα κι αν είχε τη δύναμη να το κάνει.

Έτσι λοιπόν, ο Κλάους έγινε Σάντα Κλάους, αποδεικνύοντας ότι όλοι οι άνθρωποι μπορούν να γίνουν άγιοι στις καρδιές των ανθρώπων αν κάνουν το καλό δίχως να επιδιώκουν ανταμοιβή.




Share/Bookmark

1 σχόλιο:

Lampros Lampinos είπε...

Πολύ ωραία ανάλυση!

Δημοσίευση σχολίου

διαβάσαμε και σχολιάζουμε...σχολιάζουμε...σχολιάζουμε...