Υπόθεση
Αθήνα, 421 π.Χ. Ο Καλλίμαχος, διανύοντας τη θητεία του ως πρύτανης της Πανδιονίδας φυλής, γνωρίζεται με τον μάγειρα της Θόλου Χυτρίωνα. Οι δύο άντρες συναντιούνται τα απογεύματα πίσω από το μαγειρείο και ο δούλος από τη Θράκη του διηγείται μέρα με τη μέρα την συναρπαστική του ιστορία: Πίσω στην πατρίδα του, όταν ήταν μόλις 10 χρονών, άγριοι ληστές κατέστρεψαν το χωριό του και τον αιχμαλώτισαν μαζί με τη μητέρα του. Δουλέμποροι τους μετέφεραν με πλοίο στην Αθήνα και το αγόρι μπήκε στην υπηρεσία του Αντισθένη, ενός πλούσιου γαιοκτήμονα που ζούσε στον Μυρρινούντα. Εκεί, υπό την προστασία της συμπατριώτισσάς του Τρίγλης, η οποία φρόντισε την ασθενική του μητέρα στις τελευταίες της στιγμές και του δίδαξε τα μυστικά της κουζίνας, ο μικρός ανδρώθηκε και απέκτησε τη φήμη του καλού μάγειρα.
Την επόμενη μέρα από την τελευταία διήγηση, ένα ατύχημα στην οδό των Παναθηναίων αναστατώνει τον γερο-μάγειρα και βάζει τον Καλλίμαχο σε σκέψεις. Γιατί τρόμαξε τόσο ο Χυτρίωνας όταν αντίκρισε τον ξένο ιππέα από την Κόρινθο; Τι σχέση μπορεί να έχει μαζί του; Όταν ξανασυναντά τον δούλο, εκείνος του αποκαλύπτει ότι ξαφνιάστηκε όταν είδε το κόσμημα που ο ξένος είχε στον λαιμό του. Του εξηγεί ότι μετά τον θάνατο του Αντισθένη, πέρασε στην υπηρεσία του γιου του Λεωκράτη που ζούσε στο άστυ. Εκεί, κατά τη διάρκεια ενός συμποσίου, γνωρίστηκε με μια νεαρή αυλητρίδα, την Αβρότονον και την ερωτεύτηκε. Σε αυτήν έκανε δώρο ένα κόσμημα ίδιο με αυτό που είδε να φορά ο Κορίνθιος.
Ο Χυτρίων διστάζει να αποκαλύψει περισσότερα στον Αθηναίο βουλευτή. Ο Καλλίμαχος όμως είναι αποφασισμένος να μάθει περισσότερα. Συγκεντρώνοντας πληροφορίες από έναν πολυλογά κουρέα, τη χήρα του Λεωκράτη Ιππαρέτη αλλά και τον ίδιο τον Κορίνθιο έμπορο, ανακαλύπτει πως πριν από χρόνια, ο μάγειρας βρέθηκε στο κέντρο μιας πολιτικής συνωμοσίας που σκοπό είχε τη δολοφονία του Εφιάλτη, αρχηγού των δημοκρατικών!
Ο ασπρομάλλης δούλος δέχεται τελικά να βοηθήσει τον Καλλίμαχο να ενώσει τα κομμάτια του ψηφιδωτού και φωτίζει το παλιό μυστήριο... η ιστορία της ζωής του δεν έχει όμως ακόμα ολοκληρωθεί, καθώς η μοίρα του επιφυλάσσει μια μεγάλη έκπληξη.
Χαρακτηριστικά Την επόμενη μέρα από την τελευταία διήγηση, ένα ατύχημα στην οδό των Παναθηναίων αναστατώνει τον γερο-μάγειρα και βάζει τον Καλλίμαχο σε σκέψεις. Γιατί τρόμαξε τόσο ο Χυτρίωνας όταν αντίκρισε τον ξένο ιππέα από την Κόρινθο; Τι σχέση μπορεί να έχει μαζί του; Όταν ξανασυναντά τον δούλο, εκείνος του αποκαλύπτει ότι ξαφνιάστηκε όταν είδε το κόσμημα που ο ξένος είχε στον λαιμό του. Του εξηγεί ότι μετά τον θάνατο του Αντισθένη, πέρασε στην υπηρεσία του γιου του Λεωκράτη που ζούσε στο άστυ. Εκεί, κατά τη διάρκεια ενός συμποσίου, γνωρίστηκε με μια νεαρή αυλητρίδα, την Αβρότονον και την ερωτεύτηκε. Σε αυτήν έκανε δώρο ένα κόσμημα ίδιο με αυτό που είδε να φορά ο Κορίνθιος.
Ο Χυτρίων διστάζει να αποκαλύψει περισσότερα στον Αθηναίο βουλευτή. Ο Καλλίμαχος όμως είναι αποφασισμένος να μάθει περισσότερα. Συγκεντρώνοντας πληροφορίες από έναν πολυλογά κουρέα, τη χήρα του Λεωκράτη Ιππαρέτη αλλά και τον ίδιο τον Κορίνθιο έμπορο, ανακαλύπτει πως πριν από χρόνια, ο μάγειρας βρέθηκε στο κέντρο μιας πολιτικής συνωμοσίας που σκοπό είχε τη δολοφονία του Εφιάλτη, αρχηγού των δημοκρατικών!
Ο ασπρομάλλης δούλος δέχεται τελικά να βοηθήσει τον Καλλίμαχο να ενώσει τα κομμάτια του ψηφιδωτού και φωτίζει το παλιό μυστήριο... η ιστορία της ζωής του δεν έχει όμως ακόμα ολοκληρωθεί, καθώς η μοίρα του επιφυλάσσει μια μεγάλη έκπληξη.
Εκδότης: Ερευνητές
Συγγραφέας: Εύη Πίνη
Εικονογράφηση: Μαρίνα Ρούσσου (παράρτημα), Βασίλης Κοντογεώργος (εξώφυλλο)
ISBN: 978-960-368-443-5
Έτος 1ης Έκδοσης: 2009
Σελίδες: 160
Τιμή: περίπου 9 ευρώ (12 από μουσείο ή 5 ευρώ από το παζάρι εκδοτών)
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Στ', Γυμνάσιο
Κριτική
Ιστορικό μυθιστόρημα που συνδυάζει στοιχεία βιογραφίας και αστυνομικού γρίφου για να μας ξεναγήσει στην Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ. Χρησιμοποιώντας γλώσσα απλή και ωραία ελληνικά, η συγγραφέας διαμορφώνει μια ιστορία που μπορεί να περιέχει πολλές πληροφορίες, όμως χάρη στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση των πρωταγωνιστών και τη σωστή σελιδοποίηση δεν γίνεται κουραστική. Οφείλουμε ωστόσο να καταθέσουμε ότι πολλοί μαθητές της τάξης δεν βρήκαν το αίνιγμα συγκλονιστικά ενδιαφέρον, ενώ οι περισσότεροι παρατήρησαν πως το μείγμα των γνώσεων υπερισχύει της ατμόσφαιρας μυστηρίου. Η πλοκή χωρίζεται σε 18 κεφάλαια μετρίου μεγέθους (4-12 σελίδων, συνήθως γύρω στις 8) που δεν θα δυσκολέψουν τους μαθητές γυμνασίου ή τους έμπειρους αναγνώστες του δημοτικού. Εικονογράφηση παράλληλα με το κείμενο δεν υπάρχει, η έκδοση όμως συνοδεύεται από ένα παράρτημα στο τέλος του βιβλίου, όπου βρίσκουμε συγκεντρωμένες εικόνες, χάρτες και πληροφορίες για την εποχή όπου τοποθετείται το έργο. Στο κυρίως σώμα του κειμένου, τα περιθώρια των σελίδων περιλαμβάνουν επεξηγηματικά σχόλια που βοηθούν στην κατανόηση και διευκολύνουν την κατάκτηση των προσφερόμενων γνώσεων. Προτείνουμε το βιβλίο περισσότερο σε μαθητές της Στ' Δημοτικού και του γυμνασίου, ενώ περισσότερο θα το εκτιμήσουν όσοι ονειρεύονται ένα ρεαλιστικό ταξίδι στην αρχαία Αθήνα!
Αξίες - Θέματα
Δουλεία, Μαγειρική, Ιστορία, Αγάπη
Εικονογράφηση
Συνοδευτική εικονογράφηση παράλληλα με το κείμενο δεν υπάρχει, με εξαίρεση μια ζωγραφιά της Ακρόπολης και μία της Θόλου στην εισαγωγή. Αρκετά όμως σχέδια (μαζί με φωτογραφίες, χάρτες, κλπ.) βρίσκουμε στο κατατοπιστικό παράρτημα των τελευταίων σελίδων του βιβλίου.
Είχα βγει μια βόλτα πάνω στον
Αγοραίο Κολωνό, προσπαθώντας να βάλω σε μια τάξη τις σκέψεις μου, αλλά όσο και
να προσπαθούσα, συμπέρασμα δεν έβγαζα… Όταν ξεκίνησα να κουβεντιάζω με τον Χυτρίωνα,
οι ιστορίες του με ξεκούραζαν και με διασκέδαζαν, όπως με διασκέδαζαν οι μύθοι
που μου έλεγε η γιαγιά μου σαν ήμουν παιδί. Πού να φανταστώ ότι θα έφτανα να
ανακαλύψω την ύπαρξη ενός παλιού μυστικού; Αισθανόμουν σαν τον οδοιπόρο που
βαδίζει σε ένα γνώριμο, στρωτό δρόμο και εντελώς αναπάντεχα συναντάει μπροστά
του έναν ψηλό μαντρότοιχο. Ποιος δεν θα ήθελε να σκαρφαλώσει να δει τι υπάρχει
πίσω από τον τοίχο, αν συνεχίζεται ο δρόμος και πού πηγαίνει; Αυτό ακριβώς είχε
συμβεί και σ’ εμένα. Ήθελα με κάθε τρόπο να κοιτάξω από την άλλη μεριά του
τοίχου και να λύσω το μυστήριο που υπήρχε πίσω από αυτήν τη φαινομενικά απλή
ιστορία του γέροντα δούλου…
Άρχισα να κατηφορίζω από το λόφο
με σκοπό να επιστρέψω στη Θόλο. Ο ήλιος ήταν ακόμα αρκετά ψηλά στον ορίζοντα
και ήθελε ώρα μέχρι να δύσει. Ήμασταν στα μέσα του Θαργηλιώνα και είχαν πιάσει
οι πρώτες ζέστες. Από εκεί που βρισκόμουν έβλεπα την κεντρική πλατεία της Αγοράς
αλλά και την οδό των Παναθηναίων, να είναι γεμάτες κόσμο που τριγύριζε στους πάγκους
των εμπόρων. Αυτό μου έδωσε μια ιδέα: Αφού τα καταστήματα θα ήταν ανοιχτά για
αρκετή ώρα ακόμα, ευκαιρία να επισκεφθώ το κουρείο του Τιμόθεου. Ένα κούρεμα το
χρειαζόμουν, δεν λέω, περισσότερο όμως χρειαζόμουν την… πολυλογία του Τιμόθεου.
Όπως οι περισσότεροι κουρείς,
έτσι κι αυτός ήταν μεγάλος κουτσομπόλης. Ίσως λοιπόν εκεί να μάθαινα κάτι για
τον Κορίνθιο. Ο Τιμόθεος θα είχε πληροφορηθεί οπωσδήποτε για το ατύχημα του
Χυτρίωνα. Αποκλείεται να του είχε ξεφύγει κάτι που συνέβη δυο βήματα από το
μαγαζί του.
Όπως το περίμενα λοιπόν, ο
Τιμόθεος ήταν πλήρως ενημερωμένος για το συμβάν. Μάλιστα μου άνοιξε εκείνος την
κουβέντα, πολύ πριν προλάβω να τον ρωτήσω εγώ.
«Έμαθα ότι αυτός ο μάγειρας που
έχετε στη Θόλο παραλίγο να σκοτωθεί εδώ πιο κάτω, στην οδό των Παναθηναίων»,
μου είπε, καθώς κούρευε τη γενειάδα μου.
«Ναι, ο χαζός!» απάντησα τάχα
αδιάφορα. Η έλλειψη ενδιαφέροντος από μέρους μου δεν αποθάρρυνε τον Τιμόθεο, το
αντίθετο μάλιστα.
«Και πώς είναι τώρα ο άνθρωπος;»
«Καλά». Η μονολεκτική απάντηση
δεν τον ικανοποίησε.
«Άκουσα ότι καλέσατε τον Ιππομένη
για να τον εξετάσει. Άρα θα πρέπει να χτύπησε πολύ».
«Όχι πολύ…» Η αλήθεια είναι ότι
το διασκέδαζα να βασανίζω τον Τιμόθεο, αλλά δεν έπρεπε να το παρατραβήξω.
Μπορεί να μου άλλαζε συζήτηση, αναζητώντας ένα θέμα που υποτίθεται θα με
ενδιέφερε πολύ περισσότερο. Έτσι, πριν προλάβει να ξανανοίξει το στόμα του για
να μου κάνει την επόμενη ερώτηση, πρόσθεσα: «Μα είναι πράγματα αυτά για την
ηλικία του, να τρέχει πίσω από ένα κουτάβι;» Ο Τιμόθεος σταμάτησε να μου
ψαλιδίζει τα γένια και μου αποκρίθηκε, κρατώντας μετέωρο το ψαλίδι στο χέρι.
«Εμένα μου είπαν ότι ο ιππέας
έτρεχε».
«Ναι, μάλλον… ίσως…» Ο Τιμόθεος
πήρε φωτιά!
«Όχι μάλλον, έτσι όπως τα λέω
έγιναν! Πώς τρέχεις έτσι, άνθρωπέ μου, μέσα στο άστυ; Αλλά τι να περιμένει
κανείς από έναν Κορίνθιο». Εδώ είμαστε! Χωρίς να χάσω καιρό, πήρα τη σκυτάλη
από τον κουρέα, με τρόπο όμως, για να μην καταλάβει ότι είχα ιδιαίτερο
ενδιαφέρον.
«Ναι, έχεις δίκιο, Κορίνθιος ήταν
ο ιππέας. Και φαίνεται καθώς ερχόταν από την Κόρινθο συναντήθηκε με τον
Χυτρίωνα…» έριξα τα δίχτυα μου.
«Α όχι, ο Κορίνθιος έχει μέρες
που βρίσκεται στην Αθήνα», τσίμπησε ο Τιμόθεος.
«Μπα; Τον γνωρίζεις;»
Ατυχία. Ο Τιμόθεος με μια κίνηση
τράβηξε το πανί που είχε τυλιγμένο γύρω από το λαιμό μου. «Έτοιμος! Μου ανακοίνωσε.
Μα, τώρα βρήκε να τελειώσει; Αποφάσισα να θυσιαστώ προκειμένου να πετύχω το
σκοπό μου.
«Πώς τελειώσαμε; Τα μαλλιά δεν
μου τα έκοψες!» Ο Τιμόθεος με κοίταξε καλά καλά. «Νόμιζα ότι ήθελες να
περιποιηθώ μόνο τη γενειάδα σου. Εντάξει, αφού θέλεις να σου κόψω και τα μαλλιά…»
Μου ξαναέβαλε το πανί στο λαιμό και επιτέθηκε με το ψαλίδι του εναντίον της σγουρής
κόμης μου. Και τώρα πώς ξαναγυρίζουμε στο θέμα μας; Αποφάσισα να μην το
διακινδυνέψω και έφερα τη συζήτηση στο σημείο όπου την είχαμε διακόψει απότομα.
«Μου έλεγες γι’ αυτόν… τον
Κορίνθιο. Πελάτης σου είναι;»
«Πελάτης, βέβαια. Το ξέρεις ότι όποιος
έρχεται να μείνει στο άστυ, έστω και για λίγες μέρες, σίγουρα θα περάσει από το
κουρείο μου. Έχω την πιο εκλεκτή πελατεία σ’ όλη την Αθήνα», καυχήθηκε ο
Τιμόθεος και άρχισε να μου απαριθμεί ονόματα Αθηναίων μετοίκων και ξένων
επισκεπτών που έρχονταν στο μαγαζί του. Επειδή ο κατάλογος δεν είχε τελειωμό,
τον διέκοψα και βιάστηκα να συμφωνήσω.
«Όλοι έχουν να το λένε, Τιμόθεε,
είσαι ο καλύτερος και έχεις την καλύτερη πελατεία. Αλλά είναι αλήθεια τόσο
αξιόλογος αυτός ο ξένος; Δεν μου φάνηκε…» ξαναγύρισα τη συζήτηση στο θέμα που
με ενδιέφερε.
«Μα, ναι…» με διαβεβαίωσε ο
Τιμόθεος. «Μεγάλος έμπορος. Και αυτοδημιούργητος… σχεδόν. Κληρονόμησε ένα μικρό
εργαστήρι μαχαιριών από τον πατέρα του. Λίγο πριν αρχίσει ο μεγάλος πόλεμος,
πήρε ένα δάνειο, αγόρασε μέταλλο και δούλους, και μετέτρεψε το μικρό εργαστήριο
σε βιοτεχνία όπλων. Όταν άρχισε ο πόλεμος, καταλαβαίνεις τι έγινε… Δεν
προλάβαινε τις παραγγελίες!» Έμπορος όπλων ο Κορίνθιος, μάλιστα!
«Και τώρα τι γυρεύει στην Αθήνα;
Τελείωσε ο πόλεμος και έπεσαν οι δουλειές του έξω;» παρατήρησα με κάπως απότομο
ύφος.
«Χα!» γέλασε ο Τιμόθεος. «Να
πέσουν οι δουλειές του έξω; Αστειεύεσαι; Αυτός, Καλλίμαχε, είναι γεννημένος
επιχειρηματίας. Άλλωστε εδώ και καιρό δεν την έχει πια τη βιοτεχνία. Την
πούλησε και αγόρασε καράβια, σιταγωγά. Φέρνει στάρι από την Αίγυπτο. Οι δουλειές
του φαίνεται πως πάνε πολύ καλά, γι’ αυτό ήρθε στην Αθήνα, να παραγγείλει στα
ναυπηγεία μας ακόμα ένα πλοίο. Παράλληλα ψάχνει και για εμπορικό αντιπρόσωπο
εδώ στον Πειραιά».
«Αυτά είναι τα καλά της ειρήνης.
Ανοίγουμε δουλειές ακόμα και με τους Κορίνθιους», σχολίασα με ξινό ύφος για να
κλείσω τη συζήτηση. Ό,τι μπορούσα να μάθω από αυτή την πηγή το είχα μάθει.
«Εντάξει, Τιμόθεε, αρκετά μου τα
έκοψες, σε ευχαριστώ…» του είπα σε μια προσπάθεια να σώσω όσο μπορούσα τα
μαλλιά μου από τις ανελέητες επιθέσεις του ψαλιδιού του! Χρειαζόμουν μια
τελευταία πληροφορία: πού έμενε ο Αθηνόδωρος, αλλά γι’ αυτό θα ήταν καλύτερα να
μη ρωτήσω τον κουρέα.
Δεν δυσκολεύτηκα καθόλου να μάθω
τη διεύθυνση του Κορίνθιου. Σε μια πόλη όπου όλοι ασχολούνται διαρκώς με το τι
κάνουν οι άλλοι, δεν θα ήταν εύκολο να κρυφτεί κανείς, ακόμα και αν ήταν ξένος,
άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Ένας δικός μου άνθρωπος κατέβηκε την επόμενη μέρας τον
Πειραιά, έκανε μια βόλτα στην αγορά του σταριού και άλλη μία στα ναυπηγεία, και
προς το μεσημέρι επέστρεψε με μια πλούσια «ψαριά». Όχι μόνο είχε μάθει πού
έμενε ο Αθηνόδωρος, αλλά είχε πάρει και διάφορες άλλες πληροφορίες: Σε ποια
μέρη σύχναζε, με ποιους συναναστρεφόταν, πόσες μέρες ακόμα θα έμενε στην Αθήνα…
Στο μεταξύ εγώ σκεφτόμουν πώς θα
μπορούσα να τον συναντήσω, ώστε να φανεί η συνάντηση τυχαία. Η ευκαιρία μου
δόθηκε εντελώς απρόσμενα στις 19 του μήνα, όταν γιορτάζαμε τα Βενδίδεια. Εκείνη
την ημέρα, όπως και τις άλλες ημέρες των γιορτών, δεν είχαμε συνεδρίαση στη
βουλή και έτσι αποφασίσαμε μια παρέα βουλευτών να κατεβούμε στον Πειραιά, όπου
βρισκόταν το ιερό αυτής της ξενόφερτης θεάς.
Δεν είχε τύχει άλλη φορά να πάρω
μέρος στη γιορτή της. Ήξερα βέβαια ότι οι μέτοικοι από τη Θράκη, που
κατοικούσαν στον Πειραιά, τιμούσαν κάθε χρόνο τη θεά τους με μια μεγάλη πομπή,
στην οποία συμμετείχαν όχι μόνο Θράκες, αλλά και πολλοί Αθηναίοι και μέτοικοι,
από το άστυ και από τον Πειραιά.
Οι περισσότεροι κατέβαιναν για να
δουν την περίφημη θρακιώτικη νυχτερινή λαμπαδηδρομία. Στις δικές μας λαμπαδηδρομίες,
την αναμμένη λαμπάδα την μετέφεραν πεζοί, οι Θράκες όμως είχαν άλλο έθιμο. Οι
λαμπαδηδρόμοι τους έτρεχαν καβάλα σε άλογα και γ’ αυτό το θέαμα που παρουσίαζαν
ήταν πραγματικά εντυπωσιακό.
Όταν τελείωσε ο αγώνας, ένας φίλος
βουλευτής πρότεινε να συνεχίσουμε τη διασκέδαση στον Πειραιά. «Απόψε όλη η πόλη
γιορτάζει, κρίμα δεν είναι να γυρίσουμε στο άστυ; Υπάρχει μια πρόσκληση για
συμπόσιο, στο σπίτι του ναύκληρου Ευμένη». Όλοι οι άλλοι βουλευτές είχαν ήδη
αποδεχθεί προσκλήσεις για συμπόσια, εκτός από εμένα. Έτσι ακολούθησα ευχαρίστως
τον φίλο μου στο σπίτι του Ευμένη, που ήταν πίσω από το λιμάνι της Ζέας, κοντά
στην αγορά του Πειραιά.
Η Βένδις φορώντας φρυγικό σκούφο υποδέχεται στεφανωμένους αθλητές μετά από λαμπαδηδρομία (;) Μαρμάρινη στήλη του 400-375 π.Χ. που από τον Πειραιά (;) βρέθηκε στο Βρετανικό Μουσείο (πηγή) |
Το κείμενο μπορεί όπως ήδη αναφέραμε να δίνει μεγαλύτερο βάρος στην πληροφορία απ' ό,τι στο συναίσθημα ή το μυστήριο, όμως αυτό δεν είναι κατ' ανάγκη αρνητικό, ειδικά για τους φίλους της Ιστορίας. Οι αρχαιολογικές γνώσεις της συγγραφέως προσφέρονται απλόχερα στον αναγνώστη και κάνουν το ταξίδι του στην αρχαία Αθήνα πολυεπίπεδο και ρεαλιστικό. Επιπλέον, επιτρέπουν στην υπόθεση να πλαισιωθεί από πρόσωπα και έθιμα άγνωστα στους φίλους της παιδικής λογοτεχνίας. Όσοι μαθητές διαβάσουν λοιπόν το βιβλίο, δεν θα συναντήσουν αναφορές μόνο στον Παρθενώνα, τον Περικλή και τα Παναθήναια (σ. 136) αλλά θα γνωρίσουν και γιορτές λιγότερο διάσημες, όπως τα Βενδίδεια, θα μάθουν ποιος ήταν ο Εφιάλτης του Σοφωνίδη (σ. 101) και θα διαβάσουν για τον πλούσιο Πουλυτίωνα (σ. 140), στο σπίτι του οποίου (κάπου κοντά στην εκκλησία των Αγίων Ασωμάτων) καταλήγει τελικά ο Χυτρίωνας. Τα αρκετά επεξηγηματικά σχόλια στο περιθώριο των σελίδων βοηθούν ώστε η αφομοίωση των νέων γνώσεων να γίνεται αβίαστα, ενώ προς την ίδια κατεύθυνση συμβάλλει και το παράρτημα στο τέλος του βιβλίου.
Στον επίλογο του βιβλίου (σ.150) μαθαίνουμε ότι ο Αθηνόδωρος, εκτιμώντας τη βοήθεια που είχε προσφέρει στο παρελθόν ο Καλλίμαχος προς τον πατριό/πατέρα του, εξαγοράζει τον αιχμάλωτο Αθηναίο. Μέσα από την είδηση αυτή, οι αναγνώστες ίσως συλλάβουν το μήνυμα πως ό,τι καλό κάνουμε, επιστρέφει μελλοντικά σε μας. Ωστόσο, όταν ο Καλλίμαχος είχε ελευθερώσει τον γέρο Χυτρίωνα, εκείνος δεν το είχε εκλάβει πολύ θετικά, μουρμουρίζοντας (σ.134) Τι να την κάνω τώρα την ελευθερία; Πού να πάω; Η φράση του αυτή μας θυμίζει την αντίδραση πολλών νέγρων δούλων που μετά τον αμερικανικό εμφύλιο βρέθηκαν ξαφνικά ελεύθεροι, κυριολεκτικά χαμένοι στη νέα τους κατάσταση. Χαρακτηριστικό το ακόλουθο απόσπασμα από τη συνέντευξη του (αιωνόβιου) Fountain Hughes που μπορείτε να διαβάσετε (και να ακούσετε) στον ιστότοπο της βιβλιοθήκης του Κογκρέσου (στα αγγλικά).
Χρήση στην τάξη
Αν η τελευταία ανάρτηση του Αυγούστου δεν μας ενέπνευσε αρκετά ώστε να επισκεφθούμε την αρχαία Αγορά και τον Κεραμεικό, αυτή θα πρέπει να τα καταφέρει! Στους χώρους αυτούς θα έχουμε την ευκαιρία να περπατήσουμε στα περισσότερα από τα σημεία στα οποία εκτυλίσσεται η δράση του βιβλίου (π.χ. στη σ.37 διαβάζουμε για το Δίπυλο), να συνειδητοποιήσουμε το πώς έμοιαζαν στην αρχαιότητα, αλλά και τη σημασία τους για τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Έξω από τον χώρο της Θόλου, θα μπορούσαμε με τη βοήθεια δύο μαθητών να διαβάσουμε κάποιον από τους διαλόγους Χυτρίωνα-Καλλιμάχου, ή να αναπαραστήσουμε σκηνές από το κείμενο.
Τοπογραφικό σχέδιο της Αθήνας των κλασικών χρόνων (αρχική πηγή) |
τύποι κυλίκων (πηγή) |
Αν δεν επιθυμούμε να ξεκινήσουμε τη χρονιά με μια τέτοια βόλτα, θα μπορούσαμε να συζητήσουμε για την αρχαία ελληνική κουζίνα (μοιάζουν τα φαγητά των αρχαίων με τα δικά μας; τι έλειπε από την κουζίνα τους; τι λείπει από τη δική μας;) βασισμένοι στις αρκετές συνταγές που αναφέρονται στο βιβλίο (σελ. 39, 56-62, 75, 91) και αν το επιτρέπουν οι προϋποθέσεις, να προσπαθήσουμε να δοκιμάσουμε ένα μενού αρχαιοελληνικής προέλευσης στην τάξη! Για τους ακόμα πιο τολμηρούς, τοποθετώντας τα θρανία μας κυκλικά γύρω από έναν κουβά και μοιράζοντας στα παιδιά κύλικες (που θα κατασκευάσουμε από πηλό και θα ζωγραφίσουμε μαζί ή θα προμηθευτούμε απευθείας από το εμπόριο) με λίγες σταγόνες νερό, μπορούμε να αναπαραστήσουμε το παιχνίδι κότταβος που παιζόταν στα συμπόσια! Ας μην ξεχνάμε ότι ο νικητής (που κέρδιζε φρούτα, γλυκά ή άλλα δώρα) κρινόταν όχι μόνο από την ικανότητά του να πετυχαίνει τον στόχο, αλλά και από και τον τρόπο που κρατούσε το σκεύος του και την κομψότητα της τροχιάς που διαμόρφωνε η σταγόνα του. Με λίγη (έως πάρα πολλή) φαντασία, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε το παιχνίδι αυτό πρόγονο του μπάσκετ... με ενδιάμεσο σταθμό τα πτυελοδοχεία των σαλούν στο Φαρ Ουέστ!
συμποσιαστής παίζει κότταβο (πηγή) |
Τα κορίτσια της εποχής είχαν άλλες ασχολίες (περισσότερα για τον ρόλο των γυναικών στην αρχαία Ελλάδα θα βρείτε εδώ). Διαβάζουμε για παράδειγμα (σ.95) ότι η Ιππαρέτη και η Ευνίκη είχαν υπηρετήσει μαζί την Αρτέμιδα στη Βραυρώνα. Η συγγραφέας πολύ πιθανόν να αναφέρεται στην λατρευτική παράδοση της αρκτείας. Το έθιμο λέγεται ότι ξεκίνησε όταν δυο αγόρια κυνήγησαν μια αρκούδα που είχε τραυματίσει την αδελφή τους και την σκότωσαν στο ιερό της θεάς. Η Άρτεμις, οργισμένη, τιμώρησε με λοιμό την πόλη της Αθήνας και από τότε χρησμός όρισε ότι οι παρθένοι της πόλης θα πρέπει να υπηρετούν την θεά πριν παντρευτούν. Η αρκτεία είχε τον χαρακτήρα θητείας και μύησης για την ενηλικίωση και τον γάμο. Η θεά καθοδηγούσε το πέρασμα των κοριτσιών 5 έως 10 ετών από την παιδική στην εφηβική ηλικία και τα προετοίμαζε για τον κύριο ρόλο τους στην κοινωνία. Τα κορίτσια επιλέγονταν από επιφανείς οικογένειες της Αθήνας, ονομάζονταν "άρκτοι" (αρκούδες) και διέμεναν για κάποιο χρονικό διάστημα στο ιερό, διαμορφώνοντας τον χαρακτήρα τους μακριά από το οικογενειακό περιβάλλον. Φορούσαν κροκωτό ένδυμα, που θύμιζε δέρμα αρκούδας. Επειδή το ρούχο αυτό αποτελούσε επίσης και νυφικό ένδυμα, τα κορίτσια ίσως προετοίμαζαν την τελετουργία του μελλοντικού γάμου τους. Οι άρκτοι συμμετείχαν σε διάφορες τελετουργικές πράξεις, όπως θυσία αίγας, δρόμο και χορό, κρατώντας στεφάνια, ταινίες και πυρσούς γύρω από βωμούς και φοίνικες. Τελευταίο στάδιο της αρκτείας αποτελούσε πιθανόν η γύμνωση, κατά την οποία τα κορίτσια πετούσαν τα κροκωτά τους ενδύματα.
Ήμασταν εφτά χρονώ,
σα γινήκαμε αρρηφόρες για τον πέπλο της θεάς,
και στα δέκα, αλέθαμε
για τ' αλεύρι των ιερών της γλυκισμάτων
έπειτα μας έντυσαν
αρκουδίτσες μες σε τούλια κροκωτά
για την Άρτεμη, προστάτρα της Βραυρώνας
και, κοπέλες, με τσαπέλες
σύκα γύρω στο λαιμό
γίναμε κανηφόρες
(Αριστοφάνης, Λυσιστράτη 641-647)
Παραστάσεις αγγείων στο μουσείο της Βραυρώνας, απεικονίζουν νεαρά κορίτσια να χορεύουν γύρω από βωμούς ντυμένα αρκούδες Ο στίχος είναι από απόδοση του Πολύβιου Δημητρακόπουλου (πηγή) |
Τα "Χυτρίων" και "Τρίγλη" δεν ήταν τα αληθινά ονόματα των δύο δούλων από τη Θράκη που συναντήσαμε στην ιστορία. Ήταν παρατσούκλια με τα οποία τους βάφτισαν οι Αθηναίοι βασιζόμενοι σε κάποιο σωματικό τους χαρακτηριστικό ή ιδιότητα, ίσως για να τους θυμούνται πιο εύκολα. Ας μην ξεχνάμε ότι και ο ίδιος ο Πλάτωνας, ονομαζόταν στην πραγματικότητα Αριστοκλής (βλ. προηγούμενη ανάρτηση). Αν άραγε ζούσαμε με τους μαθητές μας στα αρχαία χρόνια, τι ονόματα θα μας είχαν δώσει οι Αθηναίοι; Μπορούμε να σκεφτούμε κάποιο παρατσούκλι για τον διπλανό μας και να τον συστήσουμε με αυτό στην υπόλοιπη τάξη;
Μεταλλική χύτρα από το μουσείο της Βραυρώνας. Παρασύροντας μια τέτοια (σελ. 42-43), απέκτησε ο Χυτρίων το παρατσούκλι του! |
Να κλείσουμε την ανάρτηση με μια ερώτηση για προσεκτικούς αναγνώστες:
Τι σχέση έχουν οι μυρτιές με τη Μερέντα;
Ανοίγοντας το βιβλίο στη σελίδα 38 (και συνδυάζοντας τις πληροφορίες) μπορείτε να το ανακαλύψετε!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
διαβάσαμε και σχολιάζουμε...σχολιάζουμε...σχολιάζουμε...