Υπόθεση
Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Αποστολική Διακονία
Συγγραφέας: Γαλάτεια Γρηγοριάδου Σουρέλη
Εικονογράφηση: Άννα Μενδρινού - Ιωαννίδου (νέα έκδοση Όλγα Κοτσιρέα)
ISBN: 978-960-31-5012-1
Έτος 1ης Έκδοσης: 1973 (επανέκδοση 2005)
Σελίδες:156 (νέα έκδοση 138)
Τιμή: περίπου 6 ευρώ
Περιέχει συνοδευτικό CD
Ηλεκτρονική αγορά εδώ ή εδώ
Τάξεις: Ε', Στ', Γυμνάσιο
Κριτική
Αξίες - Θέματα
Υπευθυνότητα, Οικογένεια, 25 Μαρτίου, Ελευθερία, Γενναιότητα, Πατριωτισμός
Σκηνές που ξεχωρίσαμε
Πολλές οι σκηνές που μένουν στο μυαλό, όπως η ανάγνωση του γράμματος του Σούτσου, η υπεράσπιση της Νάουσας από τον Ζαφειράκη και η υποδοχή του Μπάιρον.
Εικονογράφηση
Απόσπασμα
- Αδέρφια, ακούστηκε, θαρρείς, σ’ όλη την πολιτεία η βροντερή φωνή του Ζαφειράκη. Αδέρφια, στ’ όνομα της Αγίας Τριάδας, στ’ όνομα της Πατρίδας μας ξεσηκωνόμαστε. Λευτεριά ή θάνατος, αδέρφια μου!!!
Σχόλιο
Χρήση στην τάξη
Α' Μέρος: Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, λίγο πριν την πτώση της Βασιλεύουσας, παραδίδει στον εξάδελφό του Ανδρόνικο Ζάγαρη το δαχτυλίδι του, και τον διατάζει να φύγει στο Παρίσι για να γλιτώσει. Τέσσερις γενιές αργότερα, η Σοφία, τρισέγγονη του Ανδρόνικου, ανατρέφει τον γιο της Κωνσταντίνο φροντίζοντας να του δώσει ελληνική παιδεία. Όταν εκείνος ταξιδεύει για ένα πρόβλημα υγείας στη Ρουμανία, κατηχείται από τον Γεννάδιο και στη συνέχεια αποφασίζει να ενταχθεί στον Ιερό Λόχο. Μετά την ήττα των επαναστατών στο Δραγατσάνι, ο Κωνσταντίνος επιχειρεί να βοηθήσει τον Γ. Ολύμπιο, ο οποίος όμως τον διατάζει να φύγει για να σωθεί και να συνεχίσει τον αγώνα από την Ελλάδα.
Β' Μέρος: Ο νεαρός πρωταγωνιστής φτάνει στη Νάουσα του 1822 μεταμφιεσμένος σε καλόγερο και σύντομα τίθεται υπό τις διαταγές του επαναστάτη Ζαφειράκη. Παρά τις αρχικές τους επιτυχίες, οι Έλληνες της περιοχής αδυνατούν ν' αντιμετωπίσουν τα συνεχόμενα κύματα των τουρκικών επιθέσεων και η μακεδονική πόλη παραδίνεται στην οργή των μουσουλμάνων.
Γ' Μέρος: Ο Κωνσταντίνος, ανάπηρος πλέον χωρίς το δεξί του χέρι, βρίσκεται στο Μεσολόγγι, όπου βοηθάει τον φιλέλληνα γιατρό Μάγιερ στην έκδοση των Ελληνικών Χρονικών. Το Γενάρη του 1823 υποδέχεται τον Λόρδο Βύρωνα με τον οποίο θα γίνουν φίλοι. Μετά τον θάνατο του ποιητή παραμένει στην πόλη και συμμετέχει στην ηρωική έξοδο του 1826. Το δαχτυλίδι φεύγει από το χέρι του και χάνεται στις λάσπες. Δύο χρόνια όμως αργότερα θα το βρει να στολίζει το χέρι του πρώτη κυβερνήτη της Ελλάδας Καποδίστρια, που καταφθάνει στο Ναύπλιο ως σωτήρας.
Εκδότης: Αποστολική Διακονία
Συγγραφέας: Γαλάτεια Γρηγοριάδου Σουρέλη
Εικονογράφηση: Άννα Μενδρινού - Ιωαννίδου (νέα έκδοση Όλγα Κοτσιρέα)
ISBN: 978-960-31-5012-1
Έτος 1ης Έκδοσης: 1973 (επανέκδοση 2005)
Σελίδες:156 (νέα έκδοση 138)
Τιμή: περίπου 6 ευρώ
Περιέχει συνοδευτικό CD
Ηλεκτρονική αγορά εδώ ή εδώ
Τάξεις: Ε', Στ', Γυμνάσιο
Κριτική
Βραβευμένη επική περιπέτεια ιστορικής μυθοπλασίας, στην οποία παρακολουθούμε την ζωή του τελευταίου απογόνου του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου κατά τους χρόνους της επανάστασης του 1821. Η γλώσσα, παρά το κατά σημεία λυρικό ύφος, δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολη, υπάρχουν όμως και αποσπάσματα που μάλλον θα φανούν δύσπεπτα στους σύγχρονους αναγνώστες. Η σαφήνεια λείπει σε ελάχιστες περιπτώσεις (π.χ. στις σελ. 27-29 δεν διευκρινίζεται το πού βρίσκεται ο Αλ. Ραγκαβής), ενώ στα πρώτα κεφάλαια είναι πιθανό η εναλλαγή προσώπων να προκαλέσει σύγχυση. Από την άλλη, η δράση είναι ασταμάτητη σε βαθμό που να θυμίζει χολιγουντιανή υπερπαραγωγή. Μας μεταφέρει στο κέντρο τριών επαναστατικών πυρήνων του ξεσηκωμού και σε ισάριθμες απελπισμένες εξόδους που αντηχούν εκείνη του αυτοκράτορα από τα τείχη της Πόλης το 1453. Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη και συνολικά 24 μικρά κεφάλαια με μέγεθος 3-9 σελίδες (συνήθως γύρω στις 5). Η παλιά έκδοση είναι προσεγμένη, με σκληρό εξώφυλλο, όμορφα πρωτογράμματα και «παλαιού τύπου» σκίτσα που θυμίζουν λίγο χαρακτικά. Η νέα έκδοση εκτός από πολύχρωμες ζωγραφιές περιλαμβάνει και CD με τη θεατρική διασκευή του έργου σε μουσική Γιώργου Βούκανου (φιλική συμμετοχή του Χρόνη Αηδονίδη και της Νεκταρίας Καραντζή). Το προτείνουμε στους μαθητές των μεγάλων τάξεων του Δημοτικού ενώ σίγουρα θα αρέσει στους φίλους των ηρωικών περιπετειών.
Αξίες - Θέματα
Υπευθυνότητα, Οικογένεια, 25 Μαρτίου, Ελευθερία, Γενναιότητα, Πατριωτισμός
Σκηνές που ξεχωρίσαμε
Πολλές οι σκηνές που μένουν στο μυαλό, όπως η ανάγνωση του γράμματος του Σούτσου, η υπεράσπιση της Νάουσας από τον Ζαφειράκη και η υποδοχή του Μπάιρον.
Εικονογράφηση
Χαρακτηριστική των περασμένων δεκαετιών, με λιγοστές αλλά εντός κλίματος ολοσέλιδες ζωγραφιές και μικρά σκίτσα στο κλείσιμο κάποιων κεφαλαίων. Στην καινούρια έκδοση, η εικονογράφηση είναι πλούσια και πολύχρωμη, ενώ τις ζωγραφιές συμπληρώνουν χαριτωμένα πρωτογράμματα.
Απόσπασμα
Το κρύο τσουχτερό ήταν· είχε
σκεπαστεί ως τ’ αυτιά ο Κωνσταντίνος. Ήταν η όμορφη ώρα του πρωινού ύπνου, όταν
άκουσε τις ντουφεκιές. Πέταξε τα στρωσίδια από πάνω του, πάτησε πάνω στο Μιχάλη
απ’ τη βιάση του, έτρεξε στο παράθυρο. Βαθύ σκοτάδι έξω, πίσσα, μόλις και
ξέκρινες το άσπρο του χιονιού. Οι ντουφεκιές γίναν πυκνότερες, ζύγωναν. Άκουσε
τον κυρ Λάζαρο να κατεβαίνει τις σκάλες. Κακοντύθηκε ο Κωνσταντίνος, πετάχτηκε
κάτω κι αυτός. Έφτασε τον κυρ Λάζαρο
όταν ξεκρέμαγε τα ντουφέκια του.
- Πάρε κι εσύ, του είπε και του
αεροπέταξε ένα.
Βρέθηκαν στην παγωμένη νύχτα μαζί
με όλους τους Ναουσαίους, μα οι ντουφεκιές είχαν τελειώσει.
- Αδέρφια, ακούστηκε, θαρρείς, σ’ όλη την πολιτεία η βροντερή φωνή του Ζαφειράκη. Αδέρφια, στ’ όνομα της Αγίας Τριάδας, στ’ όνομα της Πατρίδας μας ξεσηκωνόμαστε. Λευτεριά ή θάνατος, αδέρφια μου!!!
Πού βρέθηκαν τόσες φωνές μαζί να
ακουστούν ως πέρα στα βουνά Λευτεριά ή θάνατος! Λευτεριά ή θάνατος! Ήταν τόσες
οι φωνές, που ο Ζαφειράκης πια δεν ακούγεται. Μα από στόμα σε στόμα, όλοι το
μάθανε. «Όλοι με τα γιορτινά στη μεγάλη μας εκκλησιά, στον Αηδημήτρη μας!». Και
το μαντάτο έφτασε τόσο γρήγορα, που σαν γύρισαν πίσω στο σπίτι οι γυναίκες ήταν
έτοιμες. Κυριακοντυμένες, τα κοτσίδια της Ανθούσας ένα γύρο στο κεφάλι. Ανέβηκε
στο δωμάτιο ο Κωνσταντίνος να συγυριστεί, «καθαρά, σου ‘χω στο μπαούλο απάνω» η
μάνα της Ανθούσας του φώναξε, κι όπως ντυνόταν και σκεφτόταν, μια θύμηση σαν
καυτό σίδερο τον έτσουξε, του έφερε ανατριχίλα στη ραχοκοκαλιά. Σήμερα είναι 22
Φεβρουαρίου 1822. Πριν από ένα χρόνο – Θεέ μου, πώς πέρασε κιόλας ένα χρόνος-
σαν σήμερα, σημαδιακιά μέρα, είδε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, τον Πρίγκιπά του, να
περνάει τον Προύθο. Τον θυμάται να στέκεται, να κοιτάζει προς τη Ρωσία, τον
ανθρώπινο δισταγμό του και το περήφανο, αποφασιστικό πάτημά του στην άλλη όχθη,
που αντιπροσώπευε την πατρίδα του.
- Αργείς, ο Μιχάλης δεν μπορούσε
άλλο πια να περιμένει. Κούμπωσε το τελευταίο του κουμπί, κατέβηκε κάτω,
αντάμωσε τον κυρ Λάζαρο, τους γειτόνους. Όλη η Νάουσα τραβούσε για τον Άη
Δημήτρη…
Ο πρωτοσύγκελος έκανε τη
δοξολογία, κι οι αναπνοές είχαν σταματήσει. Όλοι, κι οι ανήμποροι κι οι
γέροντες ήταν πεσμένοι στα γόνατα. Βγήκε από την Ωραία Πύλη ο πρωτοσύγκελος,
κρατούσε στις χούφτες του το δισκοπότηρο. «Μετά φόβου θεού…». Πρώτος ο Ζαφεριάκης,
μετά ο Γάτσος, ο Καρατάσος, τα παλικάρια τους μετά, ένας ένας από πίσω οι
Ναουσαίοι, οι γέροντες, τα παιδιά, έφτασε η σειρά του Κωνσταντίνου. «Τον δούλο
του Θεού…», «Κωνσταντίνο» ψιθύρισε, άνοιξε το στόμα του, με λαχτάρα δέχτηκε τη
θεία Κοινωνία. Έκανε τον σταυρό του και άφησε τόπο να κοινωνήσει κι ο Μιχάλης.
Μισοζαλισμένος βγήκε απ’ την εκκλησία, η λειτουργία είχε τελειώσει, η πόλη
άρχισε να πανηγυρίζει. Ήταν λεύτερη. Σήμερα ήταν λεύτερη!
Στον πύργο του Ζαφειράκη είχε
σηκωθεί η σημαία τον ελευθέρων ανθρώπων. Και στα πυργάκια, στα τείχη και στις εφτά
πύλες της Νάουσας, κι εκεί ίδιες σημαίες σηκώθηκαν. Πήγε κοντύτερα ο
Κωνσταντίνος να τις δει. Ο σταυρός στην μια μεριά και η φράση «Ἐν τούτῳ νίκα» και απ’ την άλλη μεριά ο φοίνικας με την επιγραφή «Μάχου ὑπέρ
Πίστεως καί Πατρίδος». Θε μου, πόσο έμοιαζε με τη σημαία των Ιερολοχιτών!
Ένιωθε την ανάγκη να βρεθεί μόνος, να συγκεντρωθεί, να μπορέσει να στείλει ένα
μήνυμα, έναν χαιρετισμό στον Πρίγκιπά του, που ποιος ξέρει τώρα σε ποια φυλακή
θα βρίσκεται. Άκουσε τον Ζαφειράκη να μιλάει στους Ναουσαίους, πήρε τ’ αυτί του
πως επιτροπή συστήθηκε από τέσσερις, άκουσε ζητωκραυγές. Προχωρούσε σιγά.
Μια-μια μπροστά του ξαναζούσαν οι ώρες, οι μέρες της Μολδοβλαχιάς. Τα νταούλια
πήγαν να τον ξαναφέρουν στη γη, είδε πως χορό στήσαν οι άντρες και οι γυναίκες
τραγουδούσαν και χτυπούσαν τα χέρια του στο ρυθμό του χασάπικου.
«Πού είναι ο Αλέξανδρος ο Μακεδόνας που όριζε την οικουμένη όλη»
Θεέ μου, αυτό το τραγούδαγε κι η
μάνα του, η Σοφία. Τώρα θυμάται, πως του έλεγε, πως είναι Μακεδονίτικο. Τον κυνηγάν
χίλιες θύμησες, το Παρίσι, ο Αλέξανδρος, ο Πρίγκιπας, ο νεκρός Δημήτριος
Σούτσος, το γράμμα το έστειλε στους δικούς του. «Ευρίσκομαι επί κεφαλής
ελευθέρων ανθρώπων, οι οποίοι δεν με φορτώνουν με ματαίους τίτλους, οι οποίοι
μου δίδουν το γλυκύ του αδελφού όνομα…». Ζει κι ο Κωνσταντίνος ανάμεσα σε
ελεύθερους ανθρώπους. Γιατί απ’ τη στιγμή που έπαψαν να νιώθουν σκλάβοι, οι
Έλληνες είναι κιόλας ελεύθεροι.
- Αλέξανδρε, αδελφέ μου, δεν
είσαι κοντά μου να δεις την Πατρίδα, να δεις τους δικούς μας ανθρώπους.
Είχε φτάσει στο ποτάμι, στην
Αραπίτσα, και το ποτάμι ήταν φουσκωμένο, αγριεμένο κι έτρεχε με βουητό ν’
ανταμώσει τη θάλασσα, τη μάνα του…
- Λοιπόν παλικάρι, με ζήτησες;
- Ναι, καπετάνιο.
- Και σαν τι θες ελόγου σου από
μένα;
- Να με πάρεις μαζί σου.
Ο Ζαφειράκης καθότανε στο μαλακό
ντιβάνι και με μισόκλειστα μάτια μέτραγε τον Κωνσταντίνο.
- Ντόπιος δεν είσαι. Μου ‘πε ο
κυρ Λάζαρος πως είσαι Ιερολοχίτης. Μα δύσκολες ώρες περνάει η πατρίδα μας,
δυσκολότερες ώρες μας περιμένουν. Πρέπει να ξέρω ένα ένα τα παλικάρια μου. Σημάδι έχεις, πως είναι αλήθεια ό, τι μας είπες;
- Έχω, σοβαρά απάντησε ο
Κωνσταντίνος.
- Ποιο; Και τι το κρύβεις; Δε θα ‘χαμε
τόσην ώρα κουβεντιάσει λόγια του ανέμου.
Ο Κωνσταντίνος, αμίλητος, άνοιξε
το δισάκι του και με χέρια που έτρεμαν, στα τυφλά έψαξε και έβγαλε το πανί.
- Η σημαία των Ιερολοχιτών! είπε
με βραχνιασμένη φωνή.
Ορθώθηκε ο Ζαφειράκης, έκανε δύο
βήματα μπροστά, έπιασε με δέος την σημαία. Δεν τόλμησε να τη χαϊδέψει, όπως το ‘θελε,
μα απόμεινε να την κοιτάζει. Πρόσεξε πως η άκρη της είχε ξεραμένο αίμα.
- Σκοτώθηκε ο σημαιοφόρος,
εξήγησε ο Κωνσταντίνος.
Ψημένος ο καπετάνιος, είχαν δει
κι είχαν δει τα μάτια του, είχε σηκώσει κι αν δεν είχε σηκώσει πίκρες η καρδιά του,
είχε πιεί φαρμάκια, μα τέτοιο φαρμάκι, τέτοια πίκρα τον συγκλόνισε. Σα
βαλανιδιά χτυπημένη από αστροπελέκι, έγειρε, τρίκλισε και έπιασε κι ασπάστηκε
το αίμα. Έκανε ώρα να συνέλθει. Κι όταν γύρισε και μίλησε στον Κωνσταντίνο,
ήταν πέτρινο κι αδάκρυτο το πρόσωπό του.
- Ξέρεις, παιδί μου, ποια είναι η
κατάσταση εδώ; Απάντηση δεν περίμενε και συνέχισε. Είχαμε στείλει κάποιον,
Σάλας τ’ όνομά του, μ’ ένα καράβι, να πάει στα Ψαρά, να πάρει κανόνια, μα δεν
πρόκειται να ‘ρθει. Στείλαμε στην Πελοπόννησο γράμματα να μας βοηθήσουν. Μα
εκεί έχουν την Τριπολιτσά να πάρουν, έχουν δικές τους αγωνίες, λίγος ο στρατός,
πολλοί κάτω οι Τούρκοι, δεν περισσεύουν άντρες να μας στείλουν. Για λεφτά ούτε
λόγος να γίνεται, δεν υπάρχουν, είναι χειρότερα εκεί κάτω από μας. Οι
οπλαρχηγοί του Ολύμπου μας στείλανε μαντάτο πως, μη περιμένουμε να μας βοηθήσουνε,
γιατί κι αυτοί τώρα πολεμάνε. Μακριά είμαστε απ’ τη θάλασσα, είμαστε
αποκομμένοι από την άλλη Ελλάδα, που επαναστάτησε, με χιλιάδες Τούρκικο στρατό
στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία. Μα είμαστε ένα κορμί οι Έλληνες. Και δεν μπορούμε
να μη ζητήσουμε κι εμείς τη λευτεριά μας, όταν ολόκληρο κορμί την αποζητάει.
Δεν ξέρω αν κατάφερα να σου δείξω
πεντακάθαρη την κατάσταση. Το δικό μας ξεσήκωμα έχει το χαρακτήρα της αυτοθυσίας,
είμαστε σαν εκείνους τους τριακόσιους τους παλιούς τους Σπαρτιάτες, ξέρεις. Δεν
είχανε ελπίδα να νικήσουνε, δεν είχανε ψεύτικα όνειρα πως θα διώχνανε τον
Πέρση. Ίσως ανόητους να τους φαντάστηκαν μερικοί. Μα είναι λίγοι αυτοί, που
έτσι τους φαντάστηκαν. Οι Σπαρτιάτες το ‘ξεραν πως θα νικιόντουσαν, πως θα
πεθαίνανε και στάθηκαν εκεί και πολέμησαν .
Ξέρεις, είπε ο Ζαφειράκης σκεφτικά,
είμαστε ένας λαός περίεργος. Από τη στόφα που υφαίνονται τα όνειρα είμαστε. Δεν
είναι λίγο να ξέρεις πως θα νικηθείς και να πλένεσαι, να στεφανώνεσαι και να
τραβάς να πολεμήσεις! Είμαστε νοικοκυραίοι, χορευταράδες, καλοφαγάδες αν θες,
την αγαπάμε τη ζωή. Τι λέω την αγαπάμε! Τη λατρεύουμε τη ζωή. Και όλα αυτά στο
λεφτό τα πετάμε για να είμαστε λεύτεροι.
Είσαι πιο νέος, μα άκου με εμένα,
που έφαγα τη ζωή με το κουτάλι. Απ’ όλες τις ανθρώπινες δυνάμεις, οι δυνάμεις της
ψυχής είναι αυτές που φέρνουν αποτέλεσμα. Κι εμείς έχουμε μια δύναμη, που
ξεκινάει απ’ το πνεύμα μας και μας κάνει στο τέλος, να νικούμε. Γιατί, κι αυτό
κομπόδεσέ το στο μυαλό σου, θα νικήσουμε στο τέλος, έστω κι αν λίγοι θα δούμε
αυτή τη νίκη.
Ο Ζαφειράκης έκοψε βόλτες με τα
χέρια δεμένα πίσω στην πλάτη. Και χωρίς να φοβάται τα λόγια συνέχισε.
- Το λοιπόν, ακόμα ζητάς να
μείνεις εδώ να πολεμήσεις μαζί μας;
- Τώρα το ζητώ περισσότερο από
πριν. Σταθερή ήρθε η απάντηση. Κρυφοκαμάρωσε ο Ζαφειράκης, μα δεν το έδειξε.
- Καλά, είπε, Πήγαινε και θα σε
ειδοποιήσω. Άσε μόνο τη σημαία, να καταφέρω να την στείλω κάπου, να φυλαχτεί.
Θα ‘ρθουν χρόνοι, που θα προσκυνιέται τούτη η σημαία. Της έριξε μια τελευταία
ματιά ο Κωνσταντίνος, την αποχαιρέτησε. Πήγαινε να φύγει, όταν είδε πλατιά την
παλάμη του καπετάνιου να του προσφέρεται.
- Καλή τύχη να 'χουμε ή καλό βόλι, όπως λέμε εμείς εδώ. Σφίξαν τα χέρια και χώρισαν...
- Καλή τύχη να 'χουμε ή καλό βόλι, όπως λέμε εμείς εδώ. Σφίξαν τα χέρια και χώρισαν...
Το μνημείο στον χώρο θυσίας των γυναικών της Νάουσας, στη γέφυρα Στουμπάνων πάνω στον παραπόταμο Αραπίτσα |
Αναφέρουμε παραπάνω πως πιθανότατα το βιβλίο θα αρέσει περισσότερο σε αγόρια και ένας από τους λόγους, είναι ότι στους θηλυκούς χαρακτήρες του κειμένου δίνεται ρόλος αρκετά διακριτικός. Παρότι συνοδεύουν και βοηθάνε τον Κωνσταντίνο σε κάθε φάση της μεγάλης του περιπέτειας, οι κοπέλες που συναντάει σε κάθε σταθμό της ζωής του, μένουν στο παρασκήνιο και αφήνουν τελικά ένα ελαφρύ ίχνος στην ιστορία- σε σύγκριση τουλάχιστον με τους αρσενικούς χαρακτήρες. Εξαίρεση η μητέρα του ήρωα, η οποία μέσα από την παιδεία, την ευθύνη αλλά και το δαχτυλίδι που του κληροδοτεί στο ξεκίνημα, χαράζει ουσιαστικά ολόκληρη την μετέπειτα πορεία του και διαρκώς τον καθοδηγεί. Οι νεαρές αναγνώστριες ωστόσο, θεωρώ πως δύσκολα θα ταυτιστούν με την μαμά Σοφία.
Μιλώντας για τη μητέρα του ήρωα, κάτι που ίσως χρειάζεται διευκρίνιση είναι το επίθετό της. Στο πρώτο κεφάλαιο αναφέρεται ότι ο Παλαιολόγος παραδίδει το δαχτυλίδι στον Ανδρόνικο Ζάγαρη, ενώ στο πέμπτο ο Υψηλάντης τον προσφωνεί ως γιο της Σοφίας από το γένος του Ανδρόνικου Ζηλίκη. Η διαφορά στα δύο επίθετα παραμένει και στη νέα έκδοση που κυκλοφορεί.
Οι αξίες και τα ιδανικά που συνοδεύουν τους ήρωες και καθορίζουν τις αποφάσεις τους, θυμίζουν αρκετά τα επικά έργα της Πηνελόπης Δέλτα. Η ανάγκη που νιώθει ο Κωνσταντίνος (και όχι μόνο) να θυσιάσει τη ζωή του για την πατρίδα, όπως και η φράση που επαναλαμβάνεται στις σ.150-3 «Ένας άνθρωπος μπορεί να πεθάνει... Αλλά η ιδέα της Λευτεριάς θα συνεχίσει να ζει... Οι ιδέες αντέχουν στον θάνατο» μας παραπέμπει στο Εγώ είμαι ένας και θα περάσω... του Για την Πατρίδα, που άλλωστε έχει χρησιμοποιηθεί ως αναφορά και από την Άλκη Ζέη στον Μεγάλο Περίπατο του Πέτρου. Μια διαφορά βέβαια με την αυταπάρνηση του Αλεξίου, είναι πως εκείνη είχε ως έναυσμα την εντολή του αυτοκράτορα, ενώ στον Κωνσταντίνο τα κίνητρα είναι εσωτερικά. Και πώς να μην είναι, όταν στις φλέβες του Κωνσταντίνου, ρέει το αίμα του τελευταίου αυτοκράτορα;
Το δαχτυλίδι του Βασιλείου Λακαπηνού ή Λεκαπηνού, το όνομα του οποίου μας είχε απασχολήσει στο Άννα και Θεοφανώ (Πηγή) |
Στο Βουκουρέστι, ο Κωνσταντίνος πηγαίνει στη Σχολή να ακούσει το πρώτο μάθημα του Γεννάδιου, και ακολουθεί μια ατμοσφαιρική σκηνή γεμάτη φλογερό πατριωτισμό. Μια και οι μέρες το επιβάλλουν, ας την παραθέσουμε:
Έλεγε ο Γεννάδιος, κι εκεί μπροστά στον Κωνσταντίνο ήρθε και στήθηκε όλη η δόξα της Ελλάδας, της Αθήνας η λαμπράδα. κι εκεί που 'χε παρασυρθεί από το όνειρο, άκουσε βροντερή τη φωνή του διδασκάλου:
- Κλείστε τις θύρες!
- Τις θύρες, τις θύρες! φώναξαν μερικοί.
Κοντά στην πόρτα ήταν ο Κωνσταντίνος. Έσπρωξε όλο εκείνο το πλήθος, έκλεισε την πόρτα. Και όταν ξαναγύρισε στη θέση του, είδε έναν αλλιώτικο Γεννάδιο. Μεθυσμένο, όχι πια από το όραμα της παλιάς Αθήνας, αλλά με ιερή οργή, φωτιές να βγαίνουν από τα μάτια του, καυτά τα λόγια του, να λέει τα βάσανα του Γένους. Τους χλευασμούς, το παιδομάζωμα, τον τρόμο, τη σκλαβιά να ανιστοράει, τα τόσα τόσα χρόνια του ζυγού να τα μετράει, και μαζί του όλοι ετούτοι εδώ να τα μετράνε. Και να κλαίει ο Γεννάδιος και να κλαίει όλος ετούτος ο λαός, να κλαίει ο Κωνσταντίνος, να κλαίει ο μικρός Ραγκαβής. Και τα δάκρυα να στεγνώνουν, καθώς η ελπίδα έρχεται τώρα να γλυκάνει τόσο πόνο, τόσα βάσανα. Γι' Ανάσταση μιλάει τώρα ο σοφός, για Φιλική Εταιρεία, για τον Αλέξανδρο τον Υψηλάντη λέει, για καρδιές και καριοφίλια, που καρτεράνε την Άγια Ώρα, να 'ρθει, του Σηκωμού.
Ήρθε η ώρα, έλεγε ο δάσκαλος, να δείξετε στον κόσμο που σας κοιτάζει και στην Πατρίδα, που ελπίζει σε σας, ότι είστε πραγματικά της παιδιά. Ήρθε η ώρα να δείξετε την ευγνωμοσύνη σας προς την Πατρίδα, που σας γέννησε και να προσφέρετε κάτι ελάχιστο· μικρό αντίδωρο στην τόσο μεγάλη ευεργεσία, να σας κάνει Έλληνες και να προσφέρετε τη ζωή σας γι' αυτή. Η Πατρίδα, αφού σας ευεργέτησε με το να σας γεννήσει Έλληνες, τώρα σας δίνει μια ακόμα πιο μεγάλη ευεργεσία, να πολεμήσετε και να πεθάνετε γι' αυτήν. Αφού σας έδωσε τη ζωή, τώρα σας προτείνει την αθανασία. Πρόγονοι και πατέρες τριών χιλιάδων ετών, ήρωες, μάρτυρες, σοφοί, στρατηλάτες, σας κοιτάζουν από τον ουρανό για να δουν αν θα φανείτε άξιοί τους και της Πατρίδας. Των Θερμοπυλών, του Μαραθώνα, της Σαλαμίνας και των Πλαταιών οι ψυχές σας νεύουν και σας ενθαρρύνουν. Του Ιερού Λόχου των Θηβών οι αδελφοί σας, σας φωνάζουν: Μη μας ατιμάσετε! Μιμηθείτε μας! Σας περιμένουμε με αγκαλιές ανοιχτές. Τεσσάρων αιώνων τυραννοκτονίας ήρωες και μάρτυρες, η αθάνατη κλεφτουριά, Ιεράρχες, άρχοντες, προεστοί, διδάσκαλοι, ναυτικοί, σας φωνάζουν: Μάχεσθε υπέρ Πίστεως και Πατρίδος. Των παλαιών Αθηνών οι νέοι σας προσκαλούν να ορκισθείτε τον όρκο εκείνων. Γονατίσατε και ορκισθείτε.
Ο Κωνσταντίνος σαν μέσα σε όνειρο γονάτισε όπως γονάτισαν όλοι. Η φωνή του, βαριά, ενώθηκε με όλες τις άλλες: Ου καταισχυνώ όπλα τα ιερά. Ο Γεννάδιος συνέχισε στην τρομερή σιωπή κι ήταν ίδιο μαχαίρι η φωνή του. Παιδιά της Πατρίδας, φανείτε άξιοι των πατέρων σας. Έφτασε η στιγμή. Σας προσκαλεί η Πατρίδα να την ελευθερώσετε και να απαθανατισθείτε...
Έλεγε ο Γεννάδιος, κι εκεί μπροστά στον Κωνσταντίνο ήρθε και στήθηκε όλη η δόξα της Ελλάδας, της Αθήνας η λαμπράδα. κι εκεί που 'χε παρασυρθεί από το όνειρο, άκουσε βροντερή τη φωνή του διδασκάλου:
- Κλείστε τις θύρες!
- Τις θύρες, τις θύρες! φώναξαν μερικοί.
Κοντά στην πόρτα ήταν ο Κωνσταντίνος. Έσπρωξε όλο εκείνο το πλήθος, έκλεισε την πόρτα. Και όταν ξαναγύρισε στη θέση του, είδε έναν αλλιώτικο Γεννάδιο. Μεθυσμένο, όχι πια από το όραμα της παλιάς Αθήνας, αλλά με ιερή οργή, φωτιές να βγαίνουν από τα μάτια του, καυτά τα λόγια του, να λέει τα βάσανα του Γένους. Τους χλευασμούς, το παιδομάζωμα, τον τρόμο, τη σκλαβιά να ανιστοράει, τα τόσα τόσα χρόνια του ζυγού να τα μετράει, και μαζί του όλοι ετούτοι εδώ να τα μετράνε. Και να κλαίει ο Γεννάδιος και να κλαίει όλος ετούτος ο λαός, να κλαίει ο Κωνσταντίνος, να κλαίει ο μικρός Ραγκαβής. Και τα δάκρυα να στεγνώνουν, καθώς η ελπίδα έρχεται τώρα να γλυκάνει τόσο πόνο, τόσα βάσανα. Γι' Ανάσταση μιλάει τώρα ο σοφός, για Φιλική Εταιρεία, για τον Αλέξανδρο τον Υψηλάντη λέει, για καρδιές και καριοφίλια, που καρτεράνε την Άγια Ώρα, να 'ρθει, του Σηκωμού.
Ήρθε η ώρα, έλεγε ο δάσκαλος, να δείξετε στον κόσμο που σας κοιτάζει και στην Πατρίδα, που ελπίζει σε σας, ότι είστε πραγματικά της παιδιά. Ήρθε η ώρα να δείξετε την ευγνωμοσύνη σας προς την Πατρίδα, που σας γέννησε και να προσφέρετε κάτι ελάχιστο· μικρό αντίδωρο στην τόσο μεγάλη ευεργεσία, να σας κάνει Έλληνες και να προσφέρετε τη ζωή σας γι' αυτή. Η Πατρίδα, αφού σας ευεργέτησε με το να σας γεννήσει Έλληνες, τώρα σας δίνει μια ακόμα πιο μεγάλη ευεργεσία, να πολεμήσετε και να πεθάνετε γι' αυτήν. Αφού σας έδωσε τη ζωή, τώρα σας προτείνει την αθανασία. Πρόγονοι και πατέρες τριών χιλιάδων ετών, ήρωες, μάρτυρες, σοφοί, στρατηλάτες, σας κοιτάζουν από τον ουρανό για να δουν αν θα φανείτε άξιοί τους και της Πατρίδας. Των Θερμοπυλών, του Μαραθώνα, της Σαλαμίνας και των Πλαταιών οι ψυχές σας νεύουν και σας ενθαρρύνουν. Του Ιερού Λόχου των Θηβών οι αδελφοί σας, σας φωνάζουν: Μη μας ατιμάσετε! Μιμηθείτε μας! Σας περιμένουμε με αγκαλιές ανοιχτές. Τεσσάρων αιώνων τυραννοκτονίας ήρωες και μάρτυρες, η αθάνατη κλεφτουριά, Ιεράρχες, άρχοντες, προεστοί, διδάσκαλοι, ναυτικοί, σας φωνάζουν: Μάχεσθε υπέρ Πίστεως και Πατρίδος. Των παλαιών Αθηνών οι νέοι σας προσκαλούν να ορκισθείτε τον όρκο εκείνων. Γονατίσατε και ορκισθείτε.
Ο Κωνσταντίνος σαν μέσα σε όνειρο γονάτισε όπως γονάτισαν όλοι. Η φωνή του, βαριά, ενώθηκε με όλες τις άλλες: Ου καταισχυνώ όπλα τα ιερά. Ο Γεννάδιος συνέχισε στην τρομερή σιωπή κι ήταν ίδιο μαχαίρι η φωνή του. Παιδιά της Πατρίδας, φανείτε άξιοι των πατέρων σας. Έφτασε η στιγμή. Σας προσκαλεί η Πατρίδα να την ελευθερώσετε και να απαθανατισθείτε...
Τα ιστορικά ονόματα που παρελαύνουν από τις σελίδες του βιβλίου είναι πολυάριθμα: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Άνθιμος Γαζής, Αδαμάντιος Κοραής, Αλέξανδρος Υψηλάντης, Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, Γεώργιος Γεννάδιος, Αλέξανδρος Ν. Σούτσος, Γιωργάκης Ολύμπιος, Ζαφειράκης Θεοδοσίου, Αγγελής Γάτσος, Αναστάσιος Καρατάσος, Λόρδος Μπάιρον, Σπυρίδων Τρικούπης, Ιωάννης Ιάκωβος Μάγερ, Διονύσιος Σολωμός, Ιωάννης Καποδίστριας...
Έχουν άραγε οι μαθητές μας ξανακούσει κάποια από αυτά; Μια πρώτη δραστηριότητα, θα μπορούσε να αφορά στην αναζήτηση στοιχείων για τις παραπάνω προσωπικότητες και στη συνέχεια παρουσίασή τους στην τάξη. Αν η προσέγγιση αυτή σας φαίνεται τετριμμένη και το σχολείο διαθέτει τις απαραίτητες υποδομές, ομάδες μαθητών μπορούν να επιχειρήσουν τη δημιουργία μιας παρουσίασης (powerpoint) που να περιέχει σχετικές φωτογραφίες, πληροφορίες και μια χρονογραμμή.
Από τη στιγμή που οι μαθητές θα έχουν ασχοληθεί αρκετά (περισσότερο ή λιγότερο διαδραστικά) ώστε να κατέχουν κάποια βασικά στοιχεία για το καθένα από τα παραπάνω πρόσωπα, μπορούμε να παίξουμε ένα παιχνίδι από τα πάρτι του παλιού καιρού. Το παιχνίδι ονομάζεται Ποιος είμαι??? και ο κάθε μαθητής πρέπει μέσα από πέντε ερωτήσεις (στις οποίες η απάντηση είναι ναι ή όχι) προς τους συμμαθητές του, να μαντέψει ποιο από τα ονόματα των ηρώων βρίσκεται στο χαρτί που έχει στην πλάτη ή το μέτωπό του.
Στο μάθημα της Γεωγραφίας, θα μπορούσαμε να σημειώσουμε τους σταθμούς
της πορείας του Κωνσταντίνου σε έναν πολιτικό χάρτη: Παρίσι -
Βουκουρέστι - Δραγατσάνι (Drăgăşani)- Νάουσα - Μεσολόγγι - Ναύπλιο. Από πόσες και ποιες σύγχρονες χώρες πέρασε το δαχτυλίδι του αυτοκράτορα;
Στα εικαστικά, μια ιδέα θα ήταν να ασχοληθούμε με τον Φοίνικα. Πώς θα αποδίδαμε το μυθικό πτηνό σε μοντέρνα εκδοχή ώστε να ταιριάζει στη σύγχρονη Ελλάδα που προσπαθεί να ορθοποδήσει; Μπορούμε επίσης να μελετήσουμε τον πίνακα «Η έξοδος του Μεσολογγίου» του Θεοδ. Βρυζάκη και να τον αναπαραστήσουμε με δικές μας ζωγραφιές, παντομίμα ή άλλα μέσα. Ο πίνακας, σύμφωνα με αυτή την ανάλυση, ενώνει το πρώτο με το τρίτο μέρος του μυθιστορήματος, αφού οι κόκκινες περικνημίδες της κεντρικής μορφής, παραπέμπουν στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο!
Ενδιαφέρον όπως πάντα, θα είχε και μια επίσκεψη στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο (Παλαιά Βουλή) στο οποίο φυλάσσεται ο μοναδικός επενδύτης ιερολοχίτη που σώζεται στις μέρες μας, όπως και προσωπικά αντικείμενα του Αδαμάντιου Κοραή, αλλά και του φιλέλληνα Λόρδου Μπάιρον, όπως το κρεβάτι εκστρατείας του (στο μουσείο το βλέπουμε διπλωμένο στο μπαουλάκι του). Περισσότερα για τον Ιερό Λόχο, μπορούμε να συναντήσουμε στο ομώνυμο βιβλίο της Βάσας Σολωμού - Ξανθάκη.
Ενδιαφέρον όπως πάντα, θα είχε και μια επίσκεψη στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο (Παλαιά Βουλή) στο οποίο φυλάσσεται ο μοναδικός επενδύτης ιερολοχίτη που σώζεται στις μέρες μας, όπως και προσωπικά αντικείμενα του Αδαμάντιου Κοραή, αλλά και του φιλέλληνα Λόρδου Μπάιρον, όπως το κρεβάτι εκστρατείας του (στο μουσείο το βλέπουμε διπλωμένο στο μπαουλάκι του). Περισσότερα για τον Ιερό Λόχο, μπορούμε να συναντήσουμε στο ομώνυμο βιβλίο της Βάσας Σολωμού - Ξανθάκη.
Στο μάθημα της Γλώσσας, θα μπορούσαμε να αναζητήσουμε ποιήματα του Μπάιρον αλλά και του Διονυσίου Σολωμού και να τα απαγγείλουμε στην τάξη. Επίσης, για όποιον αναζητά κάτι διαφορετικό από τα συνηθισμένα, ίσως θα είχε ενδιαφέρον να επιχειρήσει με την τάξη του να διαβάσει αποσπάσματα από την εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά του Μεσολογγίου και να προσπαθήσει να τα αποδώσει σε νέα ελληνικά. Στην εικόνα, το τελευταίο φύλλο της εφημερίδας πριν μια τουρκική βόμβα καταστρέψει τις εγκαταστάσεις της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
διαβάσαμε και σχολιάζουμε...σχολιάζουμε...σχολιάζουμε...