Πέμπτη 14 Μαΐου 2015

Δόκτορ Πορδαλός (1): Η περίφημη πορδαλόσκονη

Υπόθεση
Ο 10χρονος Μπούλης, ένα αγόρι με καροτί μαλλιά, μικροσκοπικό μπόι και τεράστια αυτοπεποίθηση, μετακομίζει στην οδό Κανονιού στο Όσλο, λίγες μέρες πριν από την εθνική γιορτή της 17ης Μαΐου. Εκεί θα γνωρίσει νέους φίλους όπως τη Λίζα και τον τρελούτσικο επιστήμονα δόκτορα Πορδαλό, αλλά και τα ανάγωγα παιδοβούβαλα Τρουλς και Τριμ, που τρομοκρατούν οποιονδήποτε βρεθεί στον δρόμο τους. Στην εβδομάδα που θα ακολουθήσει, ο Μπούλης χωρίς να χάσει την αισιοδοξία του ούτε για ένα λεπτό, θα επιβιώσει από μια τρελή περιπέτεια μέσα στην οποία γίνεται πειραματόζωο, αστροναύτης, φωσφοριζέ λάμπα και θύμα εκφοβισμού, απορρίπτεται από μια φάλτσα σχολική μπάντα, κλείνεται σε φυλακές υψίστης ασφαλείας και καταπίνεται από ένα ανακόντα του Αμαζονίου! Τελικά, θα καταφέρει ευτυχώς να επιστρέψει στον επάνω κόσμο για το απαραίτητο happy end, σώζοντας μάλιστα και το κύρος του βασιλιά της Νορβηγίας! Πώς μπορεί να συνδέονται όλα αυτά με την περίφημη πορδαλόσκονη;
  
Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Μεταίχμιο
Συγγραφέας: Jo Nesbo
Μετάφραση: Δέσπω Παπαγρηγοράκη
Εικονογράφηση: Per Dybvig
Τίτλος πρωτοτύπου: Doktor Proktors Prompepulver
ISBN: 978-960-501-913-6
Έτος 1ης Έκδοσης: 2007 (στα ελληνικά 2012)
Σελίδες: 246
Τιμή: περίπου 10 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Γυμνάσιο
Ακούστε μια ηχητική συνέντευξη που ο συγγραφέας δίνει σε παιδιά εδώ  (στα αγγλικά)
Ιστοσελίδα της ταινίας (περιλαμβάνει παιχνίδι "πιάσε τις σταγόνες που πέφτουν") εδώ

Κριτική
Μια υπερηχητικά ανορθόδοξη, γκροτέσκα περιπέτεια από τον αναγνωρισμένο συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων για ενηλίκους Jo Nesbø, που αποτελεί τον πρώτο τόμο σε μια σειρά ιστοριών με ήρωα τον δόκτορα Πορδαλό. Η μετάφραση είναι αρκετά καλή, μας μεταφέρει το κείμενο με σαφήνεια και ζωντάνια και επιτρέπει να το απολαύσουμε χωρίς προβλήματα ροής. Η πλοκή χωρίζεται σε 22 κεφάλαια μετρίου μεγέθους (4-18 σελίδες το καθένα, συνήθως γύρω στις 10) με κλιμακωτή δράση, που διατηρεί το ενδιαφέρον των αναγνωστών ακμαίο μέχρι το τέλος. Οι χαρακτήρες παρουσιάζουν τάσεις φυγής από τα στενά πλαίσια που συνήθως θέτει η παιδική λογοτεχνία ενώ ορισμένα σημεία στο κείμενο θα μπορούσαν να θεωρηθούν οριακά κατάλληλα για τους μικρότερους. Οι «περίεργες» σκηνές, η υποβόσκουσα κοινωνική κριτική και η έκταση του κειμένου, μας οδηγούν να το προτείνουμε κυρίως σε μαθητές γυμνασίου ή αρκετά ώριμους αναγνώστες Δημοτικού, που αγαπούν τις εξωφρενικές περιπέτειες, το "λερωμένο" χιούμορ και τους αντιήρωες.

  • Φαντασία και ιδιαίτερη πλοκή
  • Κοινωνική κριτική
  • Μηνύματα αισιοδοξίας μέσα από τη συμπεριφορά του ήρωα

  • Οι ανορθόδοξες προσεγγίσεις και το ιδιότυπο χιούμορ μπορεί να μεταφέρουν λάθος μηνύματα στα παιδιά

Αξίες - Θέματα
Χιούμορ, Ανισότητα, Εκφοβισμός, Τεχνολογία, Μουσική, Αισιοδοξία, Φιλία

Σκηνές που ξεχωρίσαμε
Όταν ο Μπούλης κάνει τη θεαματική του επιστροφή στον πάνω κόσμο, ανατρέποντας σε λίγες παραγράφους όλα τα αρνητικά δεδομένα.

Εικονογράφηση
Σκληρή εικονογράφηση (κάποιοι μαθητές την χαρακτήρισαν με τη γνωστή παιδική ευθύτητα "απαίσια"), έγχρωμη αλλά όχι πολύχρωμη, σκιαγραφεί τους χαρακτήρες με αλλόκοτο τρόπο... Με δυο - τρία μικρά ή λίγο μεγαλύτερα σκίτσα σε κάθε κεφάλαιο, δηλώνει παρούσα και σίγουρα συμβάλει στη διαμόρφωση ενός κλίματος... διαφορετικού!
Απόσπασμα 
Ο σφιγκτήρας όφης Άννα Κόντα ξύπνησε απότομα. Είχε δει το ίδιο όνειρο που ονειρευόταν πάντα. Πως κολυμπούσε με τη φιδομάνα του στα υπέροχα ζεστά νερά του Αμαζόνιου, ανάμεσα σε πιράνχας, κροκόδειλους, δηλητηριώδη φίδια και άλλους καλούς φίλους, και ήταν ευτυχισμένος σαν ιπποπόταμος. Και πως μια νύχτα τον έπιασαν με ένα δίχτυ, τον έβγαλαν από το νερό και τον μετέφεραν σε μια παγωμένη χώρα, όπου κατέληξε σε ένα κατάστημα που πουλούσε κατοικίδια. Και πως μια μέρα, ένα χοντρό αγόρι είχε μπει στο κατάστημα με τον πατέρα του, ο οποίος είχε βάλει τις φωνές στον καταστηματάρχη και του είχε δείξει σημάδια από δάγκωμα στο παχουλό χέρι του γιου του. Ύστερα το αγόρι είχε ανακαλύψει το φίδι, το πρόσωπό του είχε φωτιστεί, είχε τραβήξει τον πατέρα του κοντά και του το είχε δείξει κραυγάζοντας: Άννα Κόντα! Έτσι τον αποκαλούσαν, παρόλο που το Άννα Κόντα ήταν κοριτσίστικο όνομα ενώ αυτός ήταν αγόρι! Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε!

Τον είχαν βάλει σε ένα κλουβί στο Χουβσέτερ και τον τάιζαν με κάτι ασπρουλιάρικα, γλοιώδη μπαλάκια που είχαν γεύση ψαριού, ενώ το αγόρι έχωνε κλαδιά στο κλουβί του και τον τσιγκλούσε. Και παρόλο που όλα αυτά είχαν γίνει πριν από τριάντα χρόνια, ο Άννα Κόντα ξυπνούσε συχνά από αυτό τον φριχτό εφιάλτη μουσκεμένος στον ιδρώτα, αν βέβαια τα φίδια ιδρώνουν. Και ύστερα αναστέναζε ανακουφισμένος, γιατί δε βρισκόταν πια στο διαμέρισμα στο Χουβσέτερ αλλά μέσα στους υπέροχα ζεστούς υπονόμους κάτω από το κέντρο του Όσλο.  Αυτό που είχε συμβεί ήταν πως ένα βράδυ το αγόρι είχε ξεχάσει να κλειδώσει το κλουβί και έτσι ο Άννα Κόντα δραπέτευσε μέσα από το ανοιχτό παράθυρο της κρεβατοκάμαρας και κατέβηκε από την υδρορροή στον δρόμο, όπου μετά από πολύ ψάξιμο και τις υστερικές φωνές κάνα δυο γυναικών βρήκε μια χαλαρή σχάρα σε ένα φρεάτιο αποχέτευσης και τρύπωσε στον υπόνομο. Την πρώτη του νύχτα στο Δημοτικό Αποχετευτικό Σύστημα του Όσλο είχε μείνει κουλουριασμένος και καταφοβισμένος σε μια γωνιά. Όμως γρήγορα του είχε περάσει ο φόβος. Μέχρι την άλλη μέρα είχε αρχίσει να κάνει αυτά που συνηθίζουν οι ανακόντα: να σφίγγει δυνατά διάφορα πράγματα και μετά να τα τρώει. Γιατί εκεί κάτω έβριθε από ράτους νορβέτζικους, νυχτερίδες και συνηθισμένους ποντικούς. Μπορεί να μην ήταν ακριβώς ο Αμαζόνιος, αλλά δεν ήταν και τόσο άσχημα. Μάλιστα, ακριβώς την επόμενη μέρα έπεσε πάνω σε έναν αληθινό μογγολικό αρουραίο των νερών.

Τώρα που ο Άννα Κόντα είχε γίνει τόσο μεγάλος, είχε αρχίσει να μη συσφίγγει το φαγητό του πρώτα αλλά να το καταβροχθίζει κατευθείαν, πράγμα πολύ πιο εύκολο. Και βέβαια θυμόταν τη μαμά του που του έλεγε πως δεν έδειχνε καλή ανατροφή όταν καταβρόχθιζε το φαγητό του χωρίς πρώτα να το συσφίγγει, αλλά εδώ κάτω δεν υπήρχε κανένας να τον δει. Γι’ αυτό ο Άννα Κόντα είχε καταβροχθίσει άσφιχτο εκείνο το μικροσκοπικό φωσφορίζον κομμάτι κρέας με τα καροτί μαλλιά. Τώρα όμως κάτι του έλεγε πως ίσως δεν ήταν και τόσο καλή ιδέα. Γιατί ο λόγος που είχε ξυπνήσει ήταν πως ένιωθε σαν να είχε γίνει μια έκρηξη κάπου μέσα του και πως ένα τεράστιο ρέψιμο είχε ξεκινήσει και ετοιμαζόταν να βγει έξω. Και ο Άννα Κόντα υποψιαζόταν πως το φαΐ του σχεδίαζε να ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο. Γι’ αυτό έκλεισε σφιχτά το στόμα του καθώς ένιωθε το φιδίσιο κορμί του να φουσκώνει. Και να φουσκώνει. Ο Άννα Κόντα κράτησε το στόμα του πιο σφιχτά κλειστό. Το σώμα του άρχισε να μοιάζει με τεράστιο λουκάνικο φουσκωμένο σαν μπαλόνι και συνέχιζε να φουσκώνει. Όμως ο Άννα Κόντα δεν το έβαζε κάτω: ό,τι φαγώθηκε φαγώθηκε, σκεφτόταν. Είχε φουσκώσει τόσο πολύ πια που τα φιδίσια μαύρα λέπια του ζουλιόνταν πάνω στον αποχετευτικό αγωγό. Οι μασέλες του πονούσαν. Η κατάσταση είχε γίνει εκρηκτική και δεν άντεχε άλλο. Η πίεση από μέσα ήταν ανυπόφορη.

Δεν άντεχε άλλο…

Δεν άντεχε…

Δεν άντεξε!

Το στόμα του Άννα Κόντα άνοιξε διάπλατα από ένα ρέψιμο. Δε μιλάμε για συνηθισμένο ρέψιμο αλλά για ένα γιγάντιο μπουμπουνητό που έκανε όλο το νοτιοδυτικό Όσλο να σειστεί συθέμελα. Ακριβώς τότε, όπως όταν σταματάς να κρατάς σφιχτά κλειστό το στόμιο ενός μπαλονιού σε σχήμα λουκάνικου, ο Άννα Κόντα εξακοντίστηκε σαν πύραυλος προς τα πίσω, στους φιδωτούς υπονόμους του Όσλο. Βρουουουμ! Σαν μπάλα κανονιού που εκτοξεύεται από κανόνι. Η ταχύτητα αυξανόταν,  κι έτσι όταν ύστερα από μερικά νανοδευτερόλεπτα βγήκε από τους αγωγούς της αποχέτευσης κάτω από την αποβάθρα, συνέχισε την πορεία του μέσα στο φιόρδ σαν αεριωθούμενο με μεγάλη ταχύτητα, πριν κάνει στροφή και αρχίσει να ανεβαίνει προς τον ουρανό. Και ακριβώς όπως το μπαλόνι που έχει ξεφύγει, πήρε κάμποσες απότομες, απρόβλεπτες στροφές που συνοδεύονταν από το «πρρρ» που κάνει ο αέρας όταν βγαίνει από στενή δίοδο. Μέχρι που ξεφούσκωσε εντελώς και προσγειώθηκε σαν σκοροφαγωμένη λεοντή πάνω σε μια κουκουναριά, κάπου στη χερσόνησο Νέσοντεν.

Ο Μπούλης επέπλεε ανάσκελα στο νερό του υπονόμου σαν καφετιά κουτσουλιά, κοίταζε την οροφή και γελούσε. Το γέλιο του ηχούσε σε ολόκληρο το δίκτυο των υπονόμων. Ήταν ελεύθερος! Είχε εξακοντιστεί έξω από τα σαγόνια του ανακόντα σαν βλήμα, ένα λεπτό αφού κατάπιε την αστροναυτοπορδαλόσκονη. Ποιος θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι το να βρίσκεσαι μέσα σε έναν υπόνομο ήταν τόσο ανακουφιστικό!

Όμως πολύ γρήγορα το γέλιο του κόπηκε. Γιατί τα προβλήματά του δε φαίνονταν να έχουν λυθεί. Το φίδι γρήγορα θα έβρισκε τον δρόμο πίσω στον υπόνομο και πραγματικά με τίποτα δε θα ήθελε ο Μπούλης να είναι εκεί τη στιγμή της επιστροφής του. Αλλά πώς θα κατάφερνε να μην είναι εκεί;

Έπρεπε εξάπαντος να βγει αποκεί μέσα. Κοίταξε γύρω του. Πουθενά ταμπέλα «έξοδος». Μόνο ένα κασόνι χοροπηδούσε πάνω στο νερό μέσα στο μισοσκόταδο. Σκαρφάλωσε πάνω του και έκανε κουπί προς τα μέσα. Ή προς τα έξω. Ούτε ήξερε πού πήγαινε. Και αφού είχε κωπηλατήσει γύρω από διάφορες γωνίες και στροφές για είκοσι λεπτά, ακόμη δεν ήξερε πού βρισκόταν ή πώς θα έβρισκε κάποια έξοδο. Σταμάτησε να κωπηλατεί. Και καθώς καθόταν και άκουγε την ησυχία, του φάνηκε πως άκουσε έναν αμυδρό ήχο. Όχι, δεν του φάνηκε, ήταν πράγματι ένας ήχος. Όλο και δυνάμωνε. Τρομερός ήχος. Ήχος από έκρηξη, πτώση αεροπλάνου και χιονοστιβάδα μαζί. Ήχος που έφερνε ρίγη στη σπονδυλική σου στήλη και έκανε το κεφάλι σου να κουδουνίζει. Ο Μπούλης ήξερε πως αυτός ο ήχος μόνο ένα πράγμα μπορούσε να είναι: η μπάντα του σχολείου Ντόλγκεν.

Σχόλια
Το κείμενο είναι αναμφισβήτητα καλοδουλεμένο, όμως οι σύνθετες προτάσεις, η πυκνή γραφή και οι αρκετές πληροφορίες, ίσως φανούν απαιτητικά στους "απροπόνητους" αναγνώστες. Παρόλα αυτά, όποιος αποφασίσει να δώσει στην ιστορία του Μπούλη μια ευκαιρία, είναι πολύ πιθανόν με τη βοήθεια του (σκοτεινού) χιούμορ, της θεότρελης πλοκής και των κινηματογραφικών σκηνών, να καταφέρει να ανταπεξέλθει στην πρόκληση

Οι "δύσκολες" σκηνές είναι παρούσες, αλλά αριθμητικά περιορισμένες: Παρατηρούμε π.χ. στη σ.165 το ανακόντα να τρώει ή στη σ.70 τον μικρό Αττίλα να καταβροχθίζεται. Το θέμα ωστόσο δεν είναι στον αριθμό των σκηνών αλλά στο ότι κάποιες από αυτές είναι φορτισμένες λεκτικά και αφήνουν μια αίσθηση σκληρότητας που τελικά επηρεάζει ολόκληρο το έργο: Διαβάζουμε π.χ. στη σ.205 Ύστερα έσκυψε πάνω από το φρεάτιο, έφτυσε το ακάθαρτο νερό από το στόμα του και έσκουξε: "Φάε κουράδες, βρομοσκούληκο!" Αντίστοιχα, στην κλασική ρητορική απορία της δασκάλας "Τι λέτε εσείς οι δύο;" ο κεντρικός χαρακτήρας απαντάει με θράσος (σ.217) "Νομίζω πως οι γυναίκες πρέπει να κυβερνήσουν τον κόσμο, να εξολοθρέψουν τους άντρες, να καταψύξουν σπέρμα για να κάνουν παιδιά και να σκοτώνουν όλα τα αγόρια μόλις γεννιούνται". Ολοκληρώνοντας τα σχετικά με τη γλώσσα, να αναφέρουμε ότι η οπτική του μικρού παιδιού αποδίδεται -κλασικά και αρκετά επιτυχημένα- μέσα από την επανάληψη λέξεων, όπως στη σ.40 Χτες ήμουν μπροστά όταν εφευρέθηκε μία από τις μεγαλύτερες εφευρέσεις του κόσμου. Ο εφευρέτης λέγεται δόκτωρ Πορδαλός και εγώ επιλέχθηκα για βοηθός του. Την εφεύρεση την ονομάσαμε "πορδαλόσκονη", ενώ η μετάφραση δεν δημιουργεί προβλήματα στη ροή του κειμένου, παρότι σ' ένα σημείο προσωπικά με ξένισε η επιλογή της αιτιατικής (σ.218): Κάτι πολύ βαρύ και πολύ σκληρό και πολύ απίθανο έπεσε από τον ουρανό στα κεφάλια δύο από τους μουσικούς μας.

Ο συγγραφέας, σύμφωνα τουλάχιστον με τα όσα εξομολογείται σε ηχητική συνέντευξη, χαίρεται περισσότερο όταν γράφει βιβλία για παιδιά, παρά όταν γράφει για ενηλίκους. Αν η επιτυχία του στον κόσμο του παιδικού βιβλίου προκύψει αντίστοιχη με εκείνη στο αστυνομικό μυθιστόρημα, οι περιπέτειες του δόκτορα Πορδαλού, του Μπούλη και της Λίζας έχουν ακόμα μέλλον (προς το παρόν έχουν κυκλοφορήσει τέσσερις ιστορίες)... Σχετικά με τον καροτόμαλλο ήρωα, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι παρά τις διαρκείς ήττες δεν εκφράζει ματαίωση αλλά παραμένει αισιόδοξος. Αντίθετα μάλιστα από τον Γκρεγκ Χέφλι (από το ημερολόγιο ενός σπασίκλα) που έχει παρόμοια αντιμετώπιση από το περιβάλλον του, ο Νορβηγός έφηβος είναι εύστροφος, διαβασμένος και παρά το μικρό του μέγεθος, ιδιαίτερα θρασύς. Στα πλαίσια της κριτικής προς το σύστημα, ο συγγραφέας, χέρι χέρι με τον ήρωά του, κοροϊδεύει σε αρκετά σημεία την ετικέτα (ακόμα και ένα ανακόντα μπορεί να έχει καλούς τρόπους βλ. απόσπασμα) την ακρίβεια και κυριολεξία των Νορβηγών, ενώ δεν αφήνει έξω από το κάδρο τη στολή της Βασιλικής φρουράς σχολιάζοντας πως διαθέτει μια  "μεγάλη και γελοία φούντα" (σ.159) στο καπέλο.

Το υψηλό βιοτικό επίπεδο που συναντάμε στη Νορβηγία, βλέπουμε ότι δεν εμποδίζει την εκδήλωση φαινομένων σχολικού εκφοβισμού. Ο Τρουλς και ο Τριμ φαίνεται πως δεν έχουν πατρίδα και μπορούν να εμφανίζονται παντού και να ταλαιπωρούν τα παιδιά όλου του κόσμου. Το προαιώνιο ερώτημα παραμένει: πώς αντιμετωπίζουμε την επιθετικότητα στην πράξη; Στις Ιστορίες για δειλούς και θαρραλέους είδαμε πως "ένα μάθημα" μπορεί να βάλει τους νταήδες στη θέση τους. Έτσι και ο Μπούλης δοκιμάζει να εκδικηθεί τους δικούς του τυράννους, η πράξη του όμως οδηγεί (όπως συμβαίνει συνήθως και στον πραγματικό κόσμο) σε νέα εκδίκηση από την πλευρά τους (σ. 129). Τελικά, η τιμωρία έρχεται ουρανοκατέβατη (ή τέλος πάντων εκ των άνω), με τη μορφή μιας σχάρας υπονόμου που βρίσκει τους Τρουλς και Τριμ στο κεφάλι. Μπορούμε άραγε να βασιζόμαστε στον από μηχανής θεό;

Ολοκληρώνοντας, να αναφέρουμε ότι μέσα από το βιβλίο προβάλλεται η σοφία του κοσμογυρισμένου, αναδεικνύεται δηλαδή η εκπαιδευτική ωφέλεια που τα ταξίδια μπορούν να προσφέρουν, και αναγνωρίζονται έτσι κάποιες θετικές πλευρές στο να μετακομίζει κανείς συχνά (κάτι που συνήθως στα παιδικά βιβλία θεωρείται "κατάρα").
Χρήση στην τάξη
Μερικές ερωτήσεις που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για να ξυπνήσουμε το ενδιαφέρον των μαθητών, σε περίπτωση που διαλέξουμε για την τάξη μια 3λεπτη παρουσίαση τύπου Bookslam:
α. τι διαφορά έχει η πορδαλόσκονη απ' την αστροναυτοπορδαλόσκονη;
β. ποιο είναι το αγαπημένο γλυκό του δόκτορα Πορδαλού;
γ. τι μπορεί να σου έρθει στο κεφάλι αν δεν είσαι καλό παιδί;
Σ' αυτά και σε άλλα εξίσου κρίσιμα ερωτήματα θα είναι σε θέση να απαντήσει όποιος αποφασίσει να διαβάσει το βιβλίο τούτο!

Για το μάθημα της Γλώσσας: Ο συγγραφέας στο ξεκίνημα του βιβλίου, μας κάνει μια μίνι περιήγηση στα σκηνικά όπου αργότερα θα διαδραματιστεί η πλοκή, ακολουθώντας τις πρωινές ακτίνες του ήλιου καθώς αυτές πέφτουν πάνω στην πόλη του Όσλο, σε μια λυρική περιγραφή που λειτουργεί ως γεωγραφική προοικονομία. Αν καλούσαμε τους μαθητές μας να ακολουθήσουν και εκείνοι τις πρωινές ακτίνες του ήλιου καθώς φωτίζουν τη γειτονιά τους... τι άραγε θα μας περιέγραφαν; 

(σ. 5-8) 
Ήταν Μάιος και ο Ήλιος, αφού πέρασε από την Ιαπωνία, τη Ρωσία και τη Σουηδία, ήρθε και στάθηκε πάνω από το Όσλο. (...) Έπιασε αμέσως δουλειά και άρχισε να λάμπει πάνω στο φρούριο Άκερσχους και στο κίτρινο μικρό παλάτι όπου ζούσε ένας βασιλιάς χωρίς μεγάλη βασιλική εξουσία. 
Φώτισε τα παλιά κανόνια που ήταν στραμμένα προς το φιόρδ του Όσλο, μπήκε από το παράθυρο του γραφείου του φρούραρχου και έφτασε μέχρι την πιο απομακρυσμένη από όλες τις πόρτες, αυτήν που οδηγούσε στην πιο φρικαλέα φυλακή της πόλης, το Μπουντρούμι του Ζόφου... (...) Ο ήλιος ανέβηκε λίγο ακόμα στον ουρανό και φώτισε τα μέλη μιας σχολικής μπάντας (...) Ο ήλιος ανέβηκε ακόμα ψηλότερα και φώτισε τις ξύλινες αποβάθρες στο φιόρδ του Όσλο, που είχε μόλις δέσει ένα καράβι από τη Σαγκάη της Κίνας. (...) Μάλιστα κάποιες ακτίνες του ήλιου πέρασαν ανάμεσα από τις σανίδες και έπεσαν σε έναν αγωγό αποχέτευσης (...) Μια ακτίνα βρήκε τον δρόμο, τρύπησε το σκοτάδι του αγωγού και φώτισε κάτι παράξενο εκεί μέσα (...) Τώρα ο ήλιος έφτασε σε έναν ήσυχο δρόμο που λεγόταν οδός Κανονιού. Κάποιες ακτίνες του φώτισαν ένα κόκκινο σπίτι...

Οι πιο τολμηροί συνάδελφοι που θεωρούν ότι η τάξη τους υπάρχει πιθανότητα να ανταποκριθεί χωρίς παρεξηγήσεις και παρατράγουδα, θα μπορούσαν να ασχοληθούν με κάποιες "ταμπού" λέξεις-κλειδιά του μυθιστορήματος όπως "πορδή". Ποια είναι η ετυμολογία της και πώς τη συναντάμε σε  ξένες γλώσσες; Οι μαθητές αναζητώντας επίθετα, ουσιαστικά, παράγωγα, συνώνυμα, εκφράσεις, κτλ. ώστε να κατασκευάσουν το δέντρο των ανακουφιστικών λέξεων, πιθανότατα θα διασκεδάσουν, αλλά ταυτόχρονα θα καταλάβουν πόσο ζωντανός οργανισμός είναι η γλώσσα. 

Αντίστοιχη τόλμη θα χρειαστεί και για να ασχοληθούμε με το ζήτημα στο μάθημα της Φυσικής, όπου μπορούμε να κάνουμε λόγο για τη μεταφορά των θερμών αερίων μαζών... ή μάλλον για το πώς θα καταφέρουμε να αποφύγουμε τη μεταφορά τους στους γύρω μας!
Υλικό στο βιβλίο υπάρχει και για τα μαθηματικά. Ειδικότερα, στις σελίδες 76-77 διαβάζουμε: «Το θέμα είναι» είπε ο Μπούλης «πως εφόσον υπάρχουν εξήντα δευτερόλεπτα σε ένα λεπτό και σαράντα πέντε λεπτά σε κάθε σχολική ώρα, δεν έχω χρόνο να απαντήσω στην ερώτησή σας γιατί σαράντα πέντε λεπτά επί εξήντα δευτερόλεπτα είναι δυο χιλιάδες εφτακόσια δευτερόλεπτα, πράγμα που σημαίνει πως το κουδούνι θα χτυπήσει ακριβώς...»
Πόσο ενδιαφέρον θα ήταν άραγε να μετρήσουμε με την τάξη μας τα δευτερόλεπτα όπως ο ήρωας που περιμένει να τελειώσει η ώρα; Μπορούμε να ξεκινήσουμε μετρώντας ηχηρά ώστε οι μαθητές να καταλάβουν τον ρυθμό με τον οποίο κυλάει ο χρόνος και στη συνέχεια να κρύψουμε το ρολόι του τοίχου και να εξετάσουμε ποιος μπορεί να μετρήσει από μέσα του με ακρίβεια χρόνο π.χ. 15-20 δευτερολέπτων.

Πόσο ακριβές είναι το ρολόι που υπάρχει
μέσα στο μυαλό των μαθητών μας; (πηγή)
Στα πλαίσια του μαθήματος της Γεωγραφίας, θα μπορούσαμε να κάνουμε μια παρουσίαση της Νορβηγίας και να αναζητήσουμε πληροφορίες για την εθνική γιορτή της 17ης Μαΐου. Τι συνέβη το 1814 ώστε οι κάτοικοι της χώρας να αρχίσουν να γιορτάζουν την syttende mai; Και γιατί αντί για εισαγόμενα τανκς και ξεχαρβαλωμένα οπλικά συστήματα, τους δρόμους των νορβηγικών πόλεων πλημμυρίζουν παιδιά με σημαίες;

από την παρέλαση της 17ης Μαΐου στο Όσλο (πηγή)
Στα εικαστικά μπορούμε να ζωγραφίσουμε τη σημαία της Νορβηγίας ή τον ήρωα με τα πορτοκαλί μαλλιά. Στο δικό μας σχολείο, πάντα με τη βοήθεια της κυρίας Άλκηστης, ασχοληθήκαμε με την κατασκευή μικρών ανακόντα, που στη συνέχεια τα αφήσαμε ήσυχα να πιούν λίγο "γάλα"!

Share/Bookmark

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

διαβάσαμε και σχολιάζουμε...σχολιάζουμε...σχολιάζουμε...