Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2010

Κατερίνα

Υπόθεση
Η Κατερίνα είναι ένα χαριτωμένο κοριτσάκι και ο Γιωργής ο ξάδερφός της. Όλα πάνε ωραία και καλά ως τη στιγμή που τα δυο παιδιά μαθαίνουν πως, για να πάνε στον Παράδεισο, πρέπει να κάνουν καλές πράξεις. Από δω και πέρα αρχίζουν οι τρελές παρεξηγήσεις, οι γκάφες και τ' απρόοπτα, αφού κάθε καλή πράξη δεν οδηγεί πάντα και στο καλό!

Χαρακτηριστικά 
Εκδότης: Πατάκης
Συγγραφέας: Γαλάτεια Γρηγοριάδου – Σουρέλη
Εικονογράφηση: Μυρτώ Δεληβοριά
ISBN: 9789606008580
Έτος 1ης Έκδοσης: 1987
Σελίδες: 31
Τιμή: περίπου 4 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Β', Γ'


Κριτική
Μια χαριτωμένη κατανοητή και σύντομη ιστοριούλα που μπορεί να ψυχαγωγήσει ευχάριστα τους μικρούς αναγνώστες.

Τα γράμματα είναι μεγάλα και υπάρχουν έγχρωμες εικόνες σχεδόν σε κάθε σελίδα. Η δράση (μάλλον οι γκάφες των ηρώων) είναι συνεχής, ώστε το βιβλίο να μην κουράζει καθόλου.

Προτείνεται για παιδιά Β’ και Γ' τάξης, τόσο σε αγόρια όσο και σε κορίτσια, μια και η ηρωίδα συνοδεύεται από τον ξάδελφό της.

Το κύριο δίδαγμα της ιστορίας, που ωστόσο δεν αναφέρεται ρητά αλλά περισσότερο αφήνεται να εννοηθεί, είναι οι επίδοξοι μικροί «ήρωες» κάθε σπιτιού, να μην μπλέκουν σε περιπέτειες χωρίς να ενημερώνουν τους μεγάλους, γιατί οι πρωτοβουλίες τους μπορεί να οδηγήσουν στην καταστροφή.

Σε δεύτερη ανάλυση θα μπορούσαμε να πούμε ότι θίγεται το ερώτημα του τι είναι τελικά καλό και τι κακό, αφού διαφορετικά το αντιλαμβάνεται ο καθένας μας.

Αξίες - Θέματα
Υπευθυνότητα, Χιούμορ

Απόσπασμα
Αλλά, Γιώργη, είμαστε στην αρχή. Πρέπει να κάνουμε πολλές καλές πράξεις ακόμα.

- Τι να κάνουμε όμως; Έστυβε το μυαλό του ο Γιώργης.

- Τι να κάνουμε όμως; Έστυβε το μυαλό της κι η Κατερίνα και στάθηκε στο παράθυρο σκεφτική, όταν… τα είδε!

- Η θάλασσα δεν έχει πια τριαντάφυλλα, είχε πει χτες η γιαγιά και κουνήθηκε λυπημένα στην ψάθινη πολυθρόνα της.
Η γιαγιά χρόνια έβλεπε τον ήλιο που ‘πεφτε στη θάλασσα κι έδινε τριανταφυλλί χρώμα στο γαλάζιο νερό. Τώρα όμως με το χάλασμα του καιρού η θάλασσα έπαιρνε ένα μολυβί χρώμα. Κι ήταν λυπημένη η γιαγιά, γιατί το καλοκαίρι πέρασε.

- Δεν έχει πια τριαντάφυλλα η θάλασσα, ξανάπε λυπημένη κι ένιωσε ρίγος.

«Γιαγιά μου!» σκέφτηκε η Κατερίνα, που δεν κατάλαβε τι εννοούσε η γιαγιά, «φαίνεται, όσο ήσουνα νέα και μπορούσες να περπατάς, φύτευες τριαντάφυλλα στη θάλασσα. Μα από τότε που πιαστήκανε τα πόδια σου με τους ρευματισμούς, πού να μπορέσεις να κάνεις αυτή τη δουλειά! Τώρα μόνο στον κήπο καταφέρνεις να τα περιποιείσαι! Μα, γιαγιά μου, αγαπημένη μου γιαγιά, που ‘χω πάρει και τ’ όνομά σου, μην ανησυχείς. Η Κατερίνα σου θα φυτέψει όλα τα ωραία τριαντάφυλλά σου στη θάλασσα!

Η Κατερίνα ήταν πνιγμένη από τη συγκίνηση. Έβγαλε το μαντίλι της, σκούπισε τα δακρυσμένα της μάτια.

- Πάμε, Γιώργη! Διέταξε σαν στρατηγός σε ώρα μάχης. Είναι καιρός να κάνουμε κάτι καλό για τη γιαγιά μας! Και το καλό γίνεται κρυφά.

Κάνε το καλό και ρίξ’ το στο γιαλό! Πέταξε αυτή την κουβέντα ο Γιώργης, χωρίς να πολυκαταλαβαίνει τι θέλει να πει.

- Στο γιαλό θα ρίξουμε τα τριαντάφυλλα, μπουμπουνοκέφαλε, όχι το καλό! Άντε πάμε και προσοχή μη μας δουν…

- Τα χεράκια μου! Είπε σε λίγο ο Γιώργης, κλαίγοντας από τους πόνους.

Όπως ξερίζωσε όλες τις τριανταφυλλιές, χιλιάδες αγκάθια μπήκαν στα χέρια του, τα μάτωσαν, τα φούσκωσαν.

- Αμ… δεν κερδίζεις εύκολα τον Παράδεισο, ξαδελφάκι μου! Είπε η Κατερίνα και σφιγγόταν να μη δείξει και τους δικούς της πόνους.

Ρούφηξαν κι οι δύο τις μύτες τους και τράβηξαν για το γιαλό. Κι εκεί σκάψανε λάκκους στην αμμουδιά και προσπαθούσαν να στυλώσουν τις κατεστραμμένες τριανταφυλλιές.

- Αυτές μαράθηκαν κιόλας! Λες να κάναμε τίποτα λάθος; Στενοχωρήθηκε η Κατερίνα.

- Α, μπα! Θα ‘ρθει τώρα η θάλασσα να τις ποτίσει και θα ζωντανέψουν, είπε με σιγουριά ο Γιώργης, μα ξέχασε αμέσως τις τριανταφυλλιές… Κοίτα ένα ωραίο πράγμα σπασμένο! Είπε με θαυμασμό.

Ήταν ένα όστρακο μ’ όλα τα χρώματα επάνω του. Πότε χρύσιζε, πότε γινόταν πράσινο σκούρο, πότε ρόδιζε, όπως το έβλεπε ο ήλιος. Κι ανάπνεε μισάνοιχτο και ρούφαγε κι έδιωχνε θάλασσα από τη χαραμάδα του.

- Θα αφήσουμε να πεθάνει αυτό το πράγμα; Ρώτησε ο Γιώργης, και ντράπηκε η Κατερίνα που δεν το σκέφτηκε πρώτη.

Αλλά ας έκανε μια καλή πράξη κι ο ξάδελφος, για να τον έχει συντροφιά στον Παράδεισο.

- Τρέξε σπίτι, φτιάξε με αλεύρι και νερό κόλλα και έλα. Θα το κολλήσουμε! Είπε αποφασιστικά.

Έτρεξε ο Γιώργης, μπας και πάθει στο μεταξύ τίποτα το όστρακο, χώθηκε κρυφά στην κουζίνα, έφτιαξε την αλευρόκολλα. Κατέβηκε γρήγορα στο ακρογιάλι, εκεί που τον περίμενε η Κατερίνα.

- Ποιος θα φανταζότανε πως θα γινόμαστε γιατροί και νοσοκόμες! Ο Γιωργής ένιωθε πολύ συγκινημένος.

Πήρανε με προσοχή το όστρακο, το ξεκόλλησαν από το βράχο, το βγάλανε στην άμμο. Το όστρακο αγωνίστηκε, πάλεψε, στο τέλος παραδόθηκε. Η κόλλα έπεσε γύρω γύρω και μέσα στο στόμα του, το μπούκωσε. Έτσι έγινε, κι έκλεισε τα μάτια του και πέθανε.

Share/Bookmark

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

διαβάσαμε και σχολιάζουμε...σχολιάζουμε...σχολιάζουμε...