Υπόθεση
Ο αφηγητής αγοράζει ένα ρομπότ για να του κάνει όλες τις δουλειές. Έτσι ο ίδιος θα μπορεί να κάθεται όλη μέρα ξαπλωμένος, ενώ οι γείτονές του θα τον θαυμάζουν και θα τον ζηλεύουν για το απόκτημά του. Ενώ όμως στην αρχή το σχέδιο μοιάζει να πηγαίνει κατ’ ευχή, τα πράγματα αρχίζουν να στραβώνουν όταν το ρομπότ αρχίζει να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες.
Ο αφηγητής αγοράζει ένα ρομπότ για να του κάνει όλες τις δουλειές. Έτσι ο ίδιος θα μπορεί να κάθεται όλη μέρα ξαπλωμένος, ενώ οι γείτονές του θα τον θαυμάζουν και θα τον ζηλεύουν για το απόκτημά του. Ενώ όμως στην αρχή το σχέδιο μοιάζει να πηγαίνει κατ’ ευχή, τα πράγματα αρχίζουν να στραβώνουν όταν το ρομπότ αρχίζει να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες.
Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Πατάκης
Συγγραφέας: Μάνος Κοντολέων
Εικονογράφηση: Έλλη Γρίβα
ISBN: 9789601637525
Έτος 1ης Έκδοσης: 2010
Σελίδες: 38
Τιμή: περίπου 5 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Α', Β', Γ'
ISBN: 9789601637525
Έτος 1ης Έκδοσης: 2010
Σελίδες: 38
Τιμή: περίπου 5 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Α', Β', Γ'
Κριτική
Μια σύντομη ιστοριούλα για παιδιά που αγαπούν την ξάπλα και τις νέες τεχνολογίες. Ο Κοντολέων γράφει με τρόπο απλό και προτάσεις ξεκάθαρες, αν και μερικές λέξεις που επιλέγει πιθανόν να είναι δυσνόητες στους μικρούς αναγνώστες, οπότε καλό είναι (όπως πάντα) οι μεγάλοι να βρισκόμαστε κάπου κοντά.
Μια σύντομη ιστοριούλα για παιδιά που αγαπούν την ξάπλα και τις νέες τεχνολογίες. Ο Κοντολέων γράφει με τρόπο απλό και προτάσεις ξεκάθαρες, αν και μερικές λέξεις που επιλέγει πιθανόν να είναι δυσνόητες στους μικρούς αναγνώστες, οπότε καλό είναι (όπως πάντα) οι μεγάλοι να βρισκόμαστε κάπου κοντά.
Τα γράμματα είναι μεγάλα και η (ασπρόμαυρη και κάπως χοντροδουλεμένη) εικονογράφηση σχεδόν σε κάθε δεύτερη σελίδα βοηθάει η ιστορία να διαβαστεί ξεκούραστα.
Προτείνεται για παιδιά Α’, Β’ και Γ' τάξης, και θεωρώ ότι σε αγόρια ίσως αρέσει λίγο περισσότερο, καθώς ο ήρωας είναι άντρας και η ιστορία κυλάει γύρω από ζητήματα νέας τεχνολογίας, οδήγησης αυτοκινήτων, κλπ. που στερεοτυπικά συνδέονται με το «ισχυρό» φύλο.
Ο τίτλος και το θέμα θα μπορούσαν να παραπέμπουν στη συλλογή Εγώ, το Ρομπότ του Ισαάκ Ασίμωφ. Σε κάθε περίπτωση, η ιστορία παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον στην εξέλιξή της και είναι μικρή ώστε τα παιδιά που την διαβάζουν να μην προλάβουν να βαρεθούν.
Το δίπολο που αναδεικνύει η προβληματική της ιστορίας είναι το κλασικό «τεχνολογία εναντίον παράδοσης» (βλ.Avatar, Τελευταίος Σαμουράι, κλπ.), στο οποίο ο συγγραφέας απαντά ότι κάθε επιλογή έχει τα θετικά και τα αρνητικά της, καταλήγοντας ωστόσο ο ίδιος στο άκρο της παράδοσης. Κάτι μου λέει ότι από τις νέες –και πιο τεχνοφιλικές από εκείνη του Κοντολέων – γενιές συγγραφέων, αντίστοιχοι προβληματισμοί στο εγγύς μέλλον, δεν θα μας δίνουν την ίδια απάντηση.
Στην ιστορία ο ρομποτέμπορος της γειτονιάς πουλάει το τελευταίο και καλύτερο ρομπότ του στον ήρωα και φεύγει για Μπαρμπάντος, έτσι οι υπόλοιποι ένοικοι της πολυκατοικίας δεν βρίσκουν αντίστοιχο να αγοράσουν και μένουν να τον θαυμάζουν. Καλό θα ήταν ίσως, να επισημάνουμε στους αναγνώστες από 8-9 ετών, ότι η μικρή αυτή σύμβαση που χρησιμοποιείται στην ιστορία, δεν ισχύει στον αληθινό κόσμο του εμπορίου. Οροφή δεν υπάρχει, ούτε στο πιο σύγχρονο, ούτε στο πιο ακριβό προϊόν, ενώ όλα τους είναι διαθέσιμα για τους καταναλωτές. Γι’ αυτό πιθανότατα είναι καλύτερο να μείνουν έξω από τον μάταιο κύκλο «ζηλεύω – αγοράζω».
Στο κείμενο τέλος θίγονται η ευπιστία των καταναλωτών απέναντι στη διαφήμιση, όπως και τα προβλήματα στα οποία μπορεί να οδηγήσει η χρήση καταναλωτικών δανείων (το ρομπότ εξαφανίζεται προτού καν το αποπληρώσει ο ήρωας).
Αξίες - Θέματα
Τεχνολογία, Αλαζονεία
Απόσπασμα
Ο πρώτος στη γειτονιά που αποφάσισε ν’ αποκτήσει ρομπότ ήμουν εγώ.
Ο πρώτος στη γειτονιά που αποφάσισε ν’ αποκτήσει ρομπότ ήμουν εγώ.
Είχε ανοίξει ένα μαγαζί που τα πουλούσε –ρομποτάδικο το είπαμε-, κι εγώ την πρώτη κιόλας μέρα μπήκα κι αγόρασα το πιο εξελιγμένο μοντέλο.
Ομολογώ πως δεν το διάλεξα μόνο για τις πολλές ικανότητες που είχε, αλλά γιατί μου άρεσε και η εμφάνισή του. Το κεφάλι του θύμιζε φωτισμένη υδρόγειο σφαίρα. Το κορμί του ίδιο λες κι ήταν με ένα γυαλιστερό μπαούλο, σαν κι αυτά΄που χρησιμοποιούσαν οι παλιοί πειρατές.
Τα χέρια του ήταν λεπτά και εύκαμπτα, φτιαγμένα από συρμάτινες πλεξούδες.
Και τα πόδια του ήταν γεροφτιαγμένα –μεταλλικά κι αυτά-, αλλά θύμιζαν τα πόδια των τραπεζιών που είχα δει σε παλιούς πύργους.
«Ενώνει το παρελθόν με το μέλλον» μου εξήγησε ο υπάλληλος του ρομποτάδικου και μετά μου χαμογέλασε και συνέχισε: «Άλλωστε, ένας άνθρωπος σύγχρονος σαν και σας δε γίνεται να μη δοκιμάζει και να μην απολαμβάνει τα προϊόντα της σύγχρονης τεχνολογίας… Με το ρομπότ αυτό τίποτε εσείς δε θα κάνετε. Μόνο ξάπλα!... Και για φανταστείτε πόσο διαφορετικά θα σας αντιμετωπίσει ο γείτονάς σας, όταν σας χτυπήσει το κουδούνι για να του δανείσετε ένα φλιτζάνι ζάχαρη και, αντί για σας, του ανοίξει το ρομπότ, κι αυτό, αντί για σας πάντα, θα του φέρει το φλιτζάνι ξέχειλο μέχρι απάνω με τη ζάχαρη και χωρίς μήτε ένας κόκκος της να έχει πέσει στο καλογυαλισμένο –από το ρομπότ πάντα- πάτωμά σας!»
Εμένα πάντα μου άρεσε η ξάπλα, αλλά και επειδή μπόρεσα να φανταστώ τη σκηνή με τη ζάχαρη και το γείτονά μου, και μιας κι ο γείτονάς μου πολύ μου έμπαινε στο μάτι με το πανάκριβο αυτοκίνητό του, σκέφτηκα τα μούτρα του και «Α, καλά, κάτι τέτοιο πολύ θα ήθελα να συμβεί!» δήλωσα στον υπάλληλο, και δίχως δεύτερη σκέψη κι όσο κι αν το συγκεκριμένο μοντέλο ήταν πολύπιο ακριβό από τα άλλα, αποφάσισα να το αγοράσω.
Πήγα απέναντι, στην τράπεζα, πήρα ένα καταναλωτικό δάνειο και, την άλλη μέρα το πρωί, μου φέρανε, μέσα σε μια κούτα, το ρομπότ μου στο σπίτι.
Κάθισα και διάβασα προσεκτικά τις οδηγίες χρήσης.
Και τι δεν μπορούσε να κάνει το ρομπότ μου!
Στ’ αλήθεια, έτσι και το προγραμμάτιζα σωστά, το μόνο που θα έμενε σε μένα ήταν… η ξάπλα.
Πάντως το πρώτο που θα ήθελα να κάνει ήταν να ανοίγει την πόρτα μου όταν χτυπά το κουδούνι και στη συνέχεια να μάθει σε ποιο ντουλάπι έχω τη ζάχαρη και να γεμίζει με αυτήν ξέχειλα ένα φλιτζάνι και να το πηγαίνει βόλτα σε όλο μου το σπίτι δίχως ούτε κόκκος να πέφτει κάτω.
Δεν ήταν δύσκολο να βρω με ποιον τρόπο θα έδινα τις κατάλληλες εντολές, αλλά, πριν τις εκτελέσω, χτύπησε το κουδούνι μου και αναγκάστηκα μόνος μου να ανοίξω την πόρτα και δυστυχώς ήταν ο αντιπαθητικός γείτονάς μου, ο οποίος ευτυχώς δε μου ζήτησε ένα φλιτζάνι ζάχαρη, αλλά – δυστυχώς!- μου είπε πως φεύγει, πως πάει – λέει- σε άλλη γειτονιά πιο ακριβή και πως είχε έρθει να με αποχαιρετήσει.
Έσκασα από το κακό μου. Μήτε να δει το ρομπότ μου δεν κατάφερα, μιας και ακόμα το είχα μέσα στην κούτα που το είχαν μεταφέρει.
Αλλά μιας και το είχα, έτσι κι αλλιώς, αγοράσει, έπρεπε να μάθω και να το χρησιμοποιώ. Άλλωστε –είπαμε- ήταν και η ξάπλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
διαβάσαμε και σχολιάζουμε...σχολιάζουμε...σχολιάζουμε...