Υπόθεση
Μέρος Α': Στη Θήβα του 335 π.Χ. ένας έμπορος παπουτσιών διαδίδει την παραπλανητική είδηση ότι ο βασιλιάς Αλέξανδρος σκοτώθηκε από τους Γέτες. Τα χαρμόσυνα για τους ντόπιους νέα τον βοηθούν να ξεπουλήσει την πραμάτεια του, παρασύρουν όμως τους Θηβαίους σε επανάσταση που οι Μακεδόνες πνίγουν στο αίμα. Ο 15χρονος Φιλόλαος αφού βλέπει την οικογένειά του να σφάζεται μπροστά στα μάτια του, το σκάει από την ξεθεμελιωμένη πόλη. Λίγο αργότερα πέφτει στα χέρια δουλεμπόρων, που τον πουλούν σ' έναν πλοίαρχο εμπορικού. Κοντά σε αυτόν, ο Φιλόλαος θα μάθει τη ναυσιπλοΐα και θα ανδρωθεί, ελπίζοντας μια μέρα να εκδικηθεί τους Μακεδόνες για τα δεινά που προκάλεσαν στον ίδιο και την πατρίδα του.
Μέρος Β': Το καλοκαίρι του 332 π.Χ. η Τύρος πέφτει μετά από πολιορκία στα χέρια του Αλεξάνδρου. Μέσα στο λιμάνι της βρίσκεται και ο Φιλόλαος, που προσλαμβάνεται από τους Μακεδόνες μαζί με το πλοίο του. Ακολουθεί τον στόλο στην Αίγυπτο, όπου γνωρίζει και ερωτεύεται την όμορφη Ελάφ. Μετά την επιστροφή του στην Τύρο, ζητά και καταφέρνει να μεταταχθεί στο πεζικό με σκοπό να πάρει την εκδίκησή του. Οι συγκυρίες ωστόσο, τον οδηγούν στο νοσοκομείο εκστρατείας του μακεδονικού στρατού, απ' όπου ενημερώνεται για την εξέλιξη της μάχης στα Γαυγάμηλα. Μετά τη νίκη, γνωρίζει τον Αλέξανδρο που έρχεται να επισκεφθεί τους τραυματίες και εντυπωσιάζεται από την προσωπικότητά του. Τα όσα θα ακολουθήσουν τους επόμενους μήνες στην Βαβυλώνα και την Περσέπολη, θα τον βοηθήσουν να καταλάβει ότι για την καταστροφή της Θήβας ευθύνεται όχι ο νεαρός βασιλιάς, αλλά ο ανθρώπινος εγωισμός. Η εκδίκηση που ονειρευόταν έχει πια χάσει το νόημά της. Ο Φιλόλαος επιστρέφει στη συνέχεια στην Αίγυπτο, όπου μάταια αναζητά την κοπέλα που αγάπησε. Απαρηγόρητος, συνεχίζει τα ναυτικά ταξίδια για χρόνια, μέχρι που παντρεύεται μια φίλη από τα παλιά και μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου εγκαθίσταται στη Θήβα. Συμβάλλει με ευεργεσίες στην ανοικοδόμησή της και δημιουργεί εκεί μια μεγάλη οικογένεια.
Μέρος Γ': 28 χρόνια αργότερα, οι έφοροι της Θήβας ανακαλύπτουν το παρελθόν του στον μακεδονικό στρατό και τη φιλία του με τον Αλέξανδρο. Τον κατηγορούν για προδοσία και η απολογία του δεν τους πείθει. Καταδικάζεται έτσι σε εξορία και καταφεύγει στην Αίγυπτο, όπου θα ξαναβρεί τον εαυτό του και την αγαπημένη του Ελάφ, με την οποία θα περάσει τα τελευταία 30 χρόνια ζωής που του απομένουν.
Εκδότης: Κέδρος
Συγγραφέας: Παντελής Σταματελόπουλος, Μαρία Ηλιοπούλου
Εικονογράφηση εξωφύλλου: Αλεξάνδρα Ποτηριάδου
ISBN: 978-960-04-1702-4
Έτος 1ης Έκδοσης: 2001
Σελίδες: 263
Τιμή: περίπου 12 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Στ', Γυμνάσιο
Κριτική
Βιογραφικό μυθιστόρημα ιστορικής μυθοπλασίας που μας ταξιδεύει στα χρόνια του Αλεξάνδρου. Σε πρώτο επίπεδο μας διηγείται την Οδύσσεια ενός Θηβαίου φυγά, που η πορεία της ζωής του διασταυρώθηκε στα κρίσιμα σημεία της με εκείνη του μεγάλου Μακεδόνα ηγέτη. Σε δεύτερο μας μιλάει για τη φιλοσοφία του ανθρωπισμού και της ανοχής στο διαφορετικό. Στην αρχή και το κλείσιμο των κεφαλαίων, συναντάμε συχνά γραφή πληροφοριακή και περιεκτική, που μοιάζει ν' απευθύνεται σε ενηλίκους. Το κυρίως μέρος της αφήγησης είναι ωστόσο βατό και η γλώσσα ρέει χωρίς προβλήματα. Τόσο η ίδια η ιστορία όσο και η οπτική από την οποία την παρακολουθούμε, παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον, αρκετές σκηνές που θυμίζουν κινηματογραφική ταινία το συντηρούν, ενώ κατά καιρούς συναντάμε και μικρές εκπλήξεις, όπως π.χ. μια σύντομη περίληψη από το υπόλοιπο της ζωής των χαρακτήρων που δεν θα ξανασυναντήσουμε στο τέλος κάποιων κεφαλαίων. Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε τρία άνισα μέρη (με 6, 18 και 3 κεφάλαια αντίστοιχα) με το δεύτερο μέρος του να είναι και το εκτενέστερο, μιας και περιλαμβάνει την εκστρατεία στην Περσία. Οι αρκετές δύσκολες σκηνές που συναντάμε (δολοφονίες, σφαγές, κακοποιήσεις, περιγραφές, κ.ά. σε περίπου 10 σημεία) η παρουσία του ερωτικού στοιχείου, η περίπλοκη σύνταξη, η απουσία εικονογράφησης αλλά και η ίδια η έκταση του κειμένου, το κατατάσσουν χωρίς αμφιβολία στην κατηγορία του εφηβικού μυθιστορήματος. Εμείς το προτείνουμε σε μαθητές γυμνασίου αλλά και μεγαλύτερους αναγνώστες, που ενδιαφέρονται για μια εναλλακτική θεώρηση των γεγονότων γύρω από την κατάρρευση της Περσικής Αυτοκρατορίας.
Αξίες - Θέματα
Υπευθυνότητα, Οικογένεια, Ιστορία, Περιπέτεια, Δουλεία
Σκηνές που ξεχωρίσαμε
Όταν ο Φιλόλαος προσκυνώντας το μαυσωλείο του Αλεξάνδρου στην Αίγυπτο, νιώθει να ξαναβρίσκει τις δυνάμεις του.
Εικονογράφηση
Απόσπασμα
Άνθρωποι από όλα τα μήκη και πλάτη του ελληνιστικού κόσμου συνέρρεαν στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, για να προσκυνήσουν το σώμα του ιερού νεκρού. Παλαίμαχοι στρατιώτες φρουρούσαν τον τάφο του Αλέξανδρου, με την ίδια πίστη και αφοσίωση που είχαν επιδείξει και στα νιάτα τους, όταν ο βασιλιάς κυρίευε τον κόσμο. Στις αριστοκρατικές γειτονιές, στη δεξιά πλευρά του ανατολικού λιμανιού, κοντά στο παλάτι του Πτολεμαίου, είχε ανεγερθεί ο τάφος του Αλέξανδρου.
Η
Αλεξάνδρεια ομόρφαινε και μεγάλωνε μέρα με τη μέρα. Κατοικήθηκε η νήσος Φάρος
και σιγά σιγά τα σπίτια άρχισαν να φυτρώνουν σαν μανιτάρια στις ακτές της Αιγύπτου,
απέναντι από το νησί κόσμημα της πόλης.
Η
πόλη προεκτεινόταν δεξιά κι αριστερά στην αφρικανική γη με βάση το ιπποδάμειο
σύστημα δόμησης. Μεγάλες λεωφόροι διέσχιζαν τη νέα πόλη, που στο απόγειο της δόξας
της έφτασε να αριθμεί ένα εκατομμύριο κατοίκους, τέσσερις χιλιάδες παλάτια, τετρακόσια θέατρα, δύο βιβλιοθήκες
και έναν πραγματικό φάρο στη νήσο Φάρο, σύμβολο της υπεροχής της.
Η
Αλεξάνδρεια έδινε τα φώτα της στον κόσμο. Πηγή της ενέργειάς της ήταν το σώμα
του Αλέξανδρου που κρατούσε στοργικά στην αγκαλιά της.
Τον
τάφο του τελευταίου θεού προσκυνούσαν καθημερινά Έλληνες, Αιγύπτιοι και
αναρίθμητοι άλλοι ξένοι, με την ελπίδα να αποκτήσουν κι αυτοί λίγη από τη χάρη
του Αλέξανδρου.
Τριάντα
χρόνια είχαν περάσει από το θάνατο του
ιδρυτή της πόλης, όταν στο ανατολικό λιμάνι της Αλεξάνδρειας έφτασε με φορτηγό
πλοίο από την Αθήνα ο Φιλόλαος. ήταν μεσήλικας, μα η στενοχώρια και η θλίψη τον
έκανε να φαίνεται πολύ μεγαλύτερος.
Η
κίνηση στο μεγάλο λιμάνι του έφτιαξε κάπως τη διάθεση. Εκεί που άλλοτε ήταν
βάλτοι και ερημιές, τώρα αντίκριζε χαρά θεού.
«Τι
άλλο από θαύμα θα μπορούσε να είναι η λάμψη τούτης εδώ της πόλης!»
συλλογίστηκε.
Κίνησε
να βρει πανδοχείο για να μείνει. Στον Φάρο ήταν όλα κατειλημμένα. Μπήκε, λοιπόν,
μέσα στην τεράστια πόλη και τελικά κατέλυσε στο ξενοδοχείο «Αρκαδία», κοντά στο
ναό του Ερμή. Άφησε τα πράγματά του στο όμορφο δωμάτιο του ξενοδοχείου και
έτρεξε να προσκυνήσει κι αυτός το μεγάλο θεό της πόλης.
Ο
επιβλητικότερος ναός ήταν ο τάφος του Αλέξανδρου. Δε δυσκολεύτηκε να τον βρει
ούτε χρειάστηκε να ρωτήσει κανέναν. Έξω από το μαυσωλείο στάθηκε κι αυτός στην
ουρά που είχε σχηματιστεί. άνθρωποι όλων των ηλικιών, των φύλων και των φυλών
περίμεναν υπομονετικά να έρθει η σειρά τους για να προσκυνήσουν.
Μπαίνοντας
στη μεγάλη αίθουσα του τάφου, τον κατέλαβε δέος. Τέσσερις γέροι στρατιώτες
φρουρούσαν το βασιλιά στον ύπνο του. Γύρω από το ανοιχτό χρυσό φέρετρο έκαιγε
το λιβάνι. Οι μεθυστικοί καπνοί τύλιξαν τον Φιλόλαο σαν ζεστός μανδύας.
Αντικρίζοντας
το ταριχευμένο πρόσωπο του Αλέξανδρου έκλαψε από συγκίνηση. Έκλαψε βουβά, όπως κάθε
άλλος προσκυνητής. Λες και δεν ήθελε να ξυπνήσει το βασιλιά. Ο Αλέξανδρος,
όμορφος και νέος, έμοιαζε μέσα στον τάφο του σαν να κοιμάται, μ’ ένα αμυδρό
χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη του. Ένα χαμόγελο που ο καθένας από τους προσκυνητές
εισέπραττε σαν ευλογία.
«Σ’
ευχαριστώ, Αλέξανδρε, για όλα όσα μου χάρισες. Τις εμπειρίες, τα πλούτη, ακόμα
και τις πίκρες. Πήρες στα χέρια σου ένα ταπεινό παιδί της Θήβας και το δίδαξες
να μπορεί να ζει με το κεφάλι ψηλά. Να ταυτίσει το ωραίο με το καλό και το
αγαθό και να κάνει πατρίδα του τον κόσμο. Σ’ ευχαριστώ, θεέ μου, που πήρες τη
μικρή ζωή μου και την έκανες μεγάλη…»
Από
τη δυνατή συγκίνηση σκόρπισαν οι σκέψεις του Φιλόλαου. ίσως ο Αλέξανδρος να μην
ήθελε να ακούσει άλλες ευχαριστίες, ίσως να τον πίεσε να διακόψει την προσευχή
ο επόμενος προσκυνητής, που ήθελε κι αυτός να μείνει λίγο μόνος με τον βασιλιά.
Χωρίς να το καταλάβει, με δακρυσμένα μάτια, κίνησε να βγει από το μαυσωλείο. Σε
μια από τις τεράστιες κολόνες του ναού, δίπλα σε ένα άγαλμα του Αλέξανδρου που
τον αναπαρίστανε γυμνό, σε φυσικό μέγεθος, ήταν γραμμένος ο όρκος που είχε
δώσει ο μεγάλος στρατηλάτης ένα χρόνο πριν πεθάνει, σε γαμήλιες τελετές κοντά
στα Σούσα, μπροστά σε εννέα χιλιάδες αξιωματούχους και προύχοντες από κάθε
φυλή: Έλληνες, Πέρσες, Μήδους, Ινδούς, Αιγύπτιους, Φοίνικες και άλλους.
Διάβασε
ο Φιλόλαος:
Σας εύχομαι, τώρα που
τελειώνουν οι πόλεμοι, να είστε ευτυχισμένοι ζώντας ειρηνικά. Όλοι οι θνητοί
από εδώ και πέρα να ζήσουν σαν ένας λαός, μονοιασμένοι, για την κοινή προκοπή.
Να έχετε την οικουμένη για πατρίδα σας, με νόμους κοινούς, όπου θα κυβερνούν οι
άριστοι, ανεξάρτητα από φυλή. Δε χωρίζω τους ανθρώπους, όπως κάνουν οι
στενόμυαλοι, σε Έλληνες και βάρβαρους. Δε με ενδιαφέρει η καταγωγή των πολιτών
ούτε η φυλή στην οποία ανήκουν. Τους διακρίνω με μοναδικό κριτήριο την αρετή.
Για μένα κάθε καλός ξένος είναι Έλληνας και κάθε κακός Έλληνας είναι χειρότερος
από βάρβαρο.
Αν ποτέ σας παρουσιαστούν
διαφορές, μην καταφύγετε στα όπλα, προσπαθήστε να τις λύσετε ειρηνικά. Στην
ανάγκη θα σταθώ διαιτητής σας. Το θεό δεν πρέπει να τον θεωρείτε αυταρχικό
κυβερνήτη, αλλά κοινό πατέρα όλων, ώστε η ζωή σας να μοιάζει με τη ζωή που
κάνουν τα αδέρφια μέσα στην οικογένεια.
Από τη μεριά μου, όλους σας
θεωρώ ίσους, λευκούς και μαύρους. Και θα ήθελα να μην αισθάνεστε απλώς σαν
υπήκοοι της κοινοπολιτείας μου, αλλά να νιώθετε όλοι μέτοχοι και συνεταίροι.
Όσο περνά από το χέρι μου, θα προσπαθήσω να γίνουν πραγματικότητα αυτά που
υπόσχομαι. Αυτό τον όρκο που δώσαμε απόψε με σπονδές κρατήστε τον σαν σύμβολο
αγάπης.
-
Κι εγώ, Αλέξανδρε, προσυπογράφω τον όρκο σου, και θα τον κρατώ σαν απόδειξη της
πίστης μου σ’ εσένα, ψιθύρισε ο Φιλόλαος καθώς φιλούσε το άγαλμα.
Δακρυσμένος
ύστερα βγήκε από το μαυσωλείο.
Η
πίστη του στη ζωή είχε ανανεωθεί. Αισθάνθηκε τα πόδια του να πατούν και πάλι
στέρεα στο έδαφος. Με ενισχυμένη τη βεβαιότητα πως ο δρόμος που είχε
ακολουθήσει στη ζωή του και οι επιλογές που είχε κάνει ήταν οι καλύτερες
δυνατές, κατηφόρισε προς το λιμάνι. Ένιωθε ελεύθερος, πολίτης του κόσμου,
λυτρωμένος από προαιώνια βάρη και κατάρες. Τώρα πια ήταν βέβαιος ότι η κλίμακα
του πόνου δεν είχε άλλα σκαλοπάτια για να κατέβει.
«...στη δεξιά πλευρά του ανατολικού λιμανιού, κοντά στο παλάτι του
Πτολεμαίου, είχε ανεγερθεί ο τάφος του Αλέξανδρου» Χάρτης της Αλεξάνδρειας μεταξύ 1ου αι. π.Χ. και 1ου αι. μ.Χ (πηγή) |
Κάτι το οποίο αξίζει να επισημάνουμε, είναι ότι ο όρκος του Αλεξάνδρου που διαβάζουμε στο πιο πάνω απόσπασμα, δεν είναι ούτε όρκος, ούτε του Αλεξάνδρου. Παρότι μεταφέρει ένα πολύ όμορφο μήνυμα οικουμενικής συναδέλφωσης, αποτελεί προϊόν σύγχρονης λογοτεχνικής δημιουργίας. Συγκεκριμένα, προέρχεται από το έργο "Μέγας Αλέξανδρος, ο πρόδρομος του Ιησού" (1971) του λογοτέχνη (αθλητή, επιστήμονα, πολιτικού, κ.ά.) Χρήστου Ζαλόκωστα. Το τι πραγματικά είπε ο Αλέξανδρος στους 9000 Μακεδόνες του όταν του παραπονέθηκαν ότι μοιράζει αξιώματα σε Πέρσες, μπορούμε να το διαβάσουμε ανατρέχοντας στον Αρριανό. Μετάφραση του αρχαίου αποσπάσματος και περισσότερα σχόλια για τον «όρκο» θα βρείτε εδώ.
Ο Αλέξανδρος με ενδυμασία Βυζαντινού αυτοκράτορα επιθεωρεί το στράτευμά του (μικρογραφία από τον κώδικα του μυθιστορήματος του Αλεξάνδρου - 14ος αιώνας) (πηγή) |
Το αν ο Αλέξανδρος ήταν «καλός» ή «κακός», διαφωτιστής ή σφαγέας, είναι τελικά θέμα ιδεολογικής τοποθέτησης, γι' αυτό και οι σχετικές συζητήσεις συνήθως οδηγούνται σε αδιέξοδο. Στο παρόν βιβλίο τηρούνται κάποιες ισορροπίες, αφού από τη μια υιοθετείται μια ανθρωπιστική - αντιπολεμική θεώρηση (σ.129 Άμορφη μάζα κρέατος γεμάτη αίματα είναι ο πόλεμος), από την άλλη όμως ούτε θίγεται η προσωπικότητα του Μακεδόνα βασιλιά, ούτε και ανατρέπεται η κοινή λογική. Διαβάζουμε έτσι στη σ. 50:
- Ο Αλέξανδρος (...) απελευθέρωσε όλες τις μεγάλες ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας...
- Ε, όχι και τις απελευθέρωσε...
- Όπως θες πάρ' το. Τις υποδούλωσε λοιπόν, αν έτσι σου αρέσει. Όπως και να 'χει, οι Πέρσες σατράπες εγκατέλειψαν τις πόλεις αυτές και τώρα διοικούνται από εκλεγμένες συνελεύσεις, δημοκρατικά. Αυτό είναι μια αλλαγή. Βέβαια, οι πολίτες τους ίδιους φόρους πληρώνουν, τους οποίους, αντί για το μεγάλο βασιλιά, τους παίρνει τώρα ο Αλέξανδρος.
- Χα! Ωραία αλλαγή...
Ο Μεγαλέξανδρος και το καταραμένο φίδι |
Ολοκληρώνοντας τα σχόλια, να παρατηρήσουμε με χιουμοριστική διάθεση ότι η
θηβαϊκή προφορά του ήρωα προδίδει την καταγωγή του ακόμα και σε τυφλούς, όταν τον ακούνε να μιλάει. Όλοι δηλαδή καταλαβαίνουν από πού έρχεται ο
Φιλόλαος. Όλοι... εκτός από τον Αλέξανδρο!
Διαβάζουμε έτσι στη σ.112
- Πες μου, ποιο είναι το όνομά σου; (...)
- Με λένε Φιλόλαο και είμαι από τη Θήβα.
Ο Μακεδόνας ξαφνιάστηκε.
Αργότερα όμως:
(σ.117) από την προφορά σου καταλαβαίνω ότι είσαι Θηβαίος, έτσι δεν είναι;
(σ.133) Δεν γνώριζαν προσωπικά τον Φιλόλαο, αλλά από την προφορά κατάλαβαν την καταγωγή του, όπως κάθε Έλληνας θα καταλάβαινε έναν άλλο με το «καλημέρα».
(σ.139) -Έχουμε μαζί μας εδώ, στη σκηνή, κι έναν Θηβαίο.
- Το ακούμε... [απαντούν οι τυφλοί]
Ο Αλέξανδρος ζωγραφισμένος από τον Θεόφιλο (πηγή) |
Η εναλλακτική θεώρηση της εκστρατείας του Αλεξάνδρου από διαφορετικές
οπτικές (π.χ. του αντιμακεδόνα ήρωα -σ.136-, των εμπόρων -σ.52- ή των Μήδων -σ.101-) έχει μεγάλο ενδιαφέρον και είναι δυνατόν να αξιοποιηθεί στην
τάξη. Με αφορμή συγκεκριμένα αποσπάσματα, θα μπορούσαμε να ζητήσουμε από τους μαθητές της Δ' να ετοιμάσουν μια μικρή περιγραφή για κάποιο από τα γεγονότα του πολέμου, μέσα από τα μάτια ενός απλού Μακεδόνα που ακολουθούσε το ελληνικό στράτευμα, ενός Πέρση στρατιώτη ή κάποιου νεαρού ντόπιου που παρακολουθούσε τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής να συγκρούονται.
Άλλα στοιχεία που θα μπορούσαμε να αξιοποιήσουμε για να εμπλουτίσουμε το μάθημα είναι η περιγραφή της πομπής των Παναθηναίων (σ. 209-11), τα σχετικά με την τριήρη και το προσωπικό της (σ.195), αλλά και οι αναφορές στον Βοηδρομιώνα και τον Εκατομβαιώνα (σ.11, 107, 202) με βάση τις οποίες ίσως θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για τον χωρισμό του χρόνου στην αρχαία Ελλάδα.
Τέλος, στα πλαίσια της Γεωγραφίας, θα μπορούσαμε να παρακολουθήσουμε τις περιπέτειες του Φιλόλαου στον χάρτη. Στο Α' μέρος π.χ. θα χαράζαμε την πορεία Θήβα - Κιθαιρώνας - Κόρινθος - Ιάλυσος (Κρήτη / Κάτω Ιταλία / Κυρηναϊκή) Σάμος - Χίος, στο Β' μέρος σειρά θα είχαν πόλεις όπως η Τύρος, η Μέμφιδα, η Βαβυλώνα και η Περσέπολη και στο Γ' η Αλεξάνδρεια.
Ο Θεόφιλος ζωγραφισμένος ως Αλέξανδρος (πηγή) |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
διαβάσαμε και σχολιάζουμε...σχολιάζουμε...σχολιάζουμε...