Τετάρτη 16 Απριλίου 2014

30 αργύρια για το Χιονάτο


Υπόθεση
Μεγάλη Τετάρτη, κάπου στην ορεινή Πελοπόννησο του περασμένου αιώνα. Ο χασάπης Τσέκουρας καταφθάνει με το "Θεριό" του στην κεντρική πλατεία του χωριού και στήνει τη ζυγαριά του. Κάθε χρόνο τέτοια μέρα, αγοράζει τα αρνιά του από τα χωριατόπουλα και πληρώνει με ασημένια τάλιρα. Τα παιδιά καταφθάνουν από παντού, κρατώντας τα ζώα τους στα χέρια· η αγοραπωλησία ξεκινάει. Μόνο ο μικρός Αναστάσης διστάζει να πλησιάσει. Μήπως δεν είναι σωστό να παραδώσει τον Χιονάτο του για 30 αργύρια; Και όταν τελικά παρασύρεται και προχωράει στην «προδοσία», θα βρει άραγε κάτι να του ελαφρύνει την καρδιά;

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Παρρησία
Συγγραφέας: Άννα Ιακώβου
Εικονογράφηση: Σπύρος Γούσης
ISBN: 978-960-696-118-2
Έτος 1ης Έκδοσης: 2013
Σελίδες: 48
Τιμή: περίπου 7 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Δ', Ε', Στ'

Κριτική
Πολύ συμπαθητικό πασχαλινό διήγημα, γραμμένο με ευαισθησία. Η γλώσσα είναι απλή αλλά καλοδουλεμένη και η έκφραση σαφής. Το ύφος σε κάποια σημεία γίνεται λυρικό επηρεάζοντας και τη σύνταξη, χωρίς όμως να δημιουργούνται προβλήματα κατανόησης. Χωρισμός σε κεφάλαια ή ενότητες δεν υπάρχει, όμως το στήσιμο είναι υποδειγματικό και οι ζωγραφιές συνοδεύουν κάθε δισέλιδο, επιτρέποντας το ξεκούραστο διάβασμα της ιστορίας. Η έκδοση είναι πολύ φροντισμένη, με σκληρό εξώφυλλο, ποιοτικό χαρτί και πολύχρωμη εικονογράφηση, οπότε το βιβλίο μπορεί να γίνει και ένα πολύ ωραίο δώρο. Το προτείνουμε σε παιδιά των μεσαίων και μεγάλων τάξεων του Δημοτικού.

  • Ενδιαφέρουσα ιστορία που προβληματίζει
  • Εξαιρετική ποιότητα έκδοσης
  • Ωραία εικονογράφηση

  • Κίνδυνος τα παιδιά να παρεξηγήσουν το μήνυμα

Αξίες - Θέματα
Πάσχα, Φιλία, Συμπόνοια, Ζωοφιλία, Αξιοπρέπεια

Εικονογράφηση
Πολύχρωμη και πανταχού παρούσα, παίζει βασικό ρόλο στη διαμόρφωση της ατμόσφαιρας και προσθέτει χαρακτήρα και αισθητική αξία στο έργο.
Απόσπασμα
Σαν το βουνό έστεκε στη μέση της πλατείας ο χασάπης ο Τσέκουρας. Δυο μέτρα ψηλός και γεροδεμένος, με χέρια μακριά και παλάμες θεόρατες. Μ’ ένα μουστάκι παχύ που χυνόταν ποταμός ίσαμε το σαγόνι του και φρύδια δασιά που ίσκιωναν τα μεγάλα του μάτια.

Περνούσε τακτικά από το χωριό κι αγόραζε αρνιά και κατσίκια από τους τσοπάνηδες για το μαγαζί του.

Το μεγαλύτερο όμως φόρτωμα το έκανε τη Μεγάλη Εβδομάδα. Συνήθως ερχότανε τη Μεγάλη Τετάρτη στην Πλατανιά και γέμιζε μ’ αρνιά την καρότσα του φορτηγού του. Ίσα με εβδομήντα ζωντανά θα χώραγε η αμαξιά.

Όλα αυτά τ’ αρνιά, διαλεγμένα ένα κι ένα, τα έπαιρνε ο Τσέκουρας για το κατάστημά του, «ΚΡΕΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΟ ΜΑΙΝΑΛΟ» ανέγραφε με καλλιτεχνικά γράμματα η ταμπέλα του μαγαζιού. Τα πουλούσε στους πελάτες του τούτες τις μέρες μιας και το πασχαλινό έθιμο απαιτεί κάθε σπίτι να γιορτάζει τρώγοντας οβελία την ημέρα της Λαμπρής.

Μα σ’ αυτό το χωριό, την Πλατανιά, σαν από παιχνίδι στην αρχή, σαν από συνήθεια λίγο αργότερα και σαν έθιμο τα τελευταία χρόνια, τα αρνιά δεν τα έπαιρνε από τους τσοπάνηδες. Μ’ αυτούς δεν είχε πάρε – δώσε το Πάσχα. Τα αρνιά τα αγόραζε από τα παιδιά του χωριού.

Όλα τα σπίτια εδώ στο χωριό έχουν άλλα πολλά, άλλα λίγα πρόβατα. Εκεί γύρω στο Γενάρη γεννούν οι προβατίνες από ένα – δυο αρνιά. Τότε τα παιδιά του σπιτιού διαλέγουν όποιο αρνάκια τους αρέσει και το παίρνουν δικό τους. Το ταΐζουν και το φροντίζουν μέχρι να μεγαλώσει. Σαν έλθει το Πάσχα πουλάνε το αρνί τους στο χασάπη και τα λεφτά που παίρνουν είναι όλα δικά τους.

Έτσι και σήμερα, Μεγάλη Τετάρτη, ο χασάπης ο Τσέκουρας έφτασε στο χωριό πριν ακόμη σκάσει ο ήλιος στ’ αντικρινά βουνά.  Αγκομαχώντας έβγαλε την ανηφόρα ως την πλατεία το φορτηγό του, το «Θερίο» όπως το έλεγε εκείνος. Και ήταν στ’ αλήθεια πραγματικό θεριό τούτο το φορτηγό, από σίδερο κι ατσάλι, με μια κατακόκκινη και χιλιομπαλωμένη μούρη, με μάτια γουρλωμένα που φώτιζαν αλλήθωρα τη νύχτα, με δυο καθρέφτες που έστεκαν δεξιά κι αριστερά σαν μεγάλα πεταχτά αφτιά, μια σαραβαλιασμένη καρότσα κι εκείνη την τρύπια εξάτμιση που έτριζε και πετούσε πίσω της μαύρο καπνό.

Σαν έβαλε το φορτηγό στην άκρη της πλατείας ο Τσέκουρας κατέβασε από την καρότσα μια μεγάλη ζυγαριά και την έστησε στα ριζά του πλάτανου για να ζυγίζει τα αρνιά, που σε λίγο θα του έφερναν για να τα αγοράσει.

Φόρεσε και μια μακριά, άσπρη, ολοκάθαρη χασαποποδιά που ξεκινούσε δεμένη ψηλά από το λαιμό κι έφτανε ως κάτω, στα κορδόνια των παπουτσιών του, με μια μεγάλη, άπατη τσέπη μπροστά. Σαν έζωσε την ποδιά του, πήγε και πήρε ένα μισοσκουριασμένο τσίγκινο κουτί που το είχε κρυμμένο κάτω από τη θέση του οδηγού στο φορτηγό. Το άνοιξε με προσοχή και γεμίζοντας τη χούφτα του με τα μικρά, ασημένια, γυαλιστερά νομίσματα, τάλιρα τα περισσότερα, παραγέμισε με τούτα την τσέπη της ποδιάς για να τα βρίσκει εύκολα την ώρα της πληρωμής.

Χάρτινα νομίσματα ποτέ του δε χρησιμοποιούσε σε τούτη τη συναλλαγή.

- Τα παιδιά καταλαβαίνουν τους παράδες, έλεγε ο Τσέκουρας, μονάχα, σαν γυαλίζουν στα μάτια τους και κουδουνίζουν στ’ αφτιά τους. Τα χαρτιά δεν τα υπολογίζουν. Γι’ αυτό κι εκείνος φρόντιζε να έχει μόνο κέρματα για να πληρώνει τούτη τη μέρα.

Όταν όλα ήταν έτοιμα ο κυρ Παντελής ο Τσέκουρας άνοιξε την πόρτα του «Θερίου», σκαρφάλωσε πάνω στο σκαλί και κόλλησε το χέρι του στην κόρνα για να την ακούσουν απ’ άκρη σ’ άκρη στο χωριό.

Κι αυτό το βραχνό, επίμονο κάλεσμα, ίδιο κι απαράλλαχτο με μουγκρητό, αντήχησε από τη μια μεριά του χωριού ως την άλλη και τρύπωσε θαρρετά μέσα από τα παραθυρόφυλλα και τις χαραμάδες των σπιτιών.
Σχόλιο
Κεντρική θέση στη διήγηση καταλαμβάνει το ηθικό δίλημμα του Αναστάση. Είναι άραγε σωστό ή όχι να πουλήσει τον μαλλιαρό του φίλο στον χασάπη; Και αν ακολουθήσει αυτά που του υπαγορεύουν η συνείδηση και η καρδιά του, πώς μετά θα συμβιώσει με τους φίλους του που θα τον κοροϊδεύουν; Υπακούοντας στα όσα επιτάσσει ο κοινωνικός του ρόλος ως αγοριού, ο Αναστάσης παραδίδει τελικά τον Χιονάτο, διαλέγοντας εν γνώσει του τον λάθος δρόμο. Τη στιγμή εκείνη όμως πιστεύει πως δεν έχει άλλη επιλογή... πόσο συχνά δε νιώθουμε και εμείς την κρίση μας θολωμένη και τον περίγυρο να μας πιέζει να πάρουμε αποφάσεις; Αφού όμως συμβεί το κακό, τα πειράγματα του κουτο-Νικόλα, -του τρελού του χωριού που ενεργεί ως γελωτοποιός του βασιλιά- κάνουν το νεαρό αγόρι να συνειδητοποιήσει την πράξη του και να αρχίσει να αναζητά έναν τρόπο να επανορθώσει. Δοκιμάζει να «πετάξει» τα χρήματά του σαν τον Ιούδα, όμως αυτό δεν βοηθάει, ούτε και οι συμβολισμοί: τα όσα μας βαραίνουν την καρδιά δεν καίγονται μαζί με τα άχυρα, όπως του εξηγεί ο παππούς του. Τη λύση δίνει στο τέλος η τύχη, που θα χαμογελάσει στους δύο φίλους και θα τους επιτρέψει να ξανανταμώσουν. Καθώς όμως η ζωή σπάνια δίνει δεύτερες ευκαιρίες, καλό είναι να αναρωτηθούμε πώς μπορούμε να αποφύγουμε να ενεργούμε υπό την πίεση των καταστάσεων. Καθαρή σκέψη, ανάλυση των θετικών και αρνητικών συνεπειών της πράξης μας και σταθερότητα στις αξίες και την προσωπική μας φιλοσοφία, σίγουρα μπορεί να βοηθήσουν.
Χρήση στην Τάξη
Διαβάζοντας την ιστορία του Αναστάση, ένας μαθητής θα μπορούσε να αναρωτηθεί: 
«Ποιον Χιονάτο θα σουβλίσουμε άραγε φέτος για το πασχαλινό μας τραπέζι;» 
Είναι όμως σωστό και υγιές να σκεφτόμαστε με τον τρόπο αυτό και να έχουμε τύψεις για κάθε μπουκιά κρέατος που μπαίνει στο στόμα μας; Καταρχάς, να επισημάνουμε ότι είναι θετικό πως στις μέρες μας έχουμε κατακτήσει ένα βασικό τουλάχιστον επίπεδο περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης, καθώς χάρη σε αυτό προβληματιζόμαστε και συνυπολογίζουμε στις αποφάσεις μας τόσο το περιβάλλον όσο και τις επόμενες γενιές. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο άνθρωπος είναι από τη φύση του ον παμφάγο και μάλιστα με ροπή προς την κρεοφαγία· γι' αυτό άλλωστε διαθέτει ένα μόνο στομάχι, ενώ είναι εφοδιασμένος και με τη χολή. Επιπλέον, το κρέας διατηρεί αναντικατάστατο ρόλο στην σωματική του ανάπτυξη και τη γενικότερη υγεία του.

Είναι επομένως απαραίτητο να σεβόμαστε τα ζώα των κτηνοτρόφων που προορισμό τους έχουν να μας θρέψουν -παρέχοντάς τους κατάλληλες συνθήκες διαβίωσης-, δεν έχει νόημα όμως και να τα αντιμετωπίζουμε ως φίλους.

Αρκετοί βέβαια κάτοικοι των πόλεων τείνουμε συχνά να γινόμαστε υπερβολικοί, ξεχνώντας ότι πολλά από τα καθημερινά προϊόντα που χρησιμοποιούμε προέρχονται από ζώα. Την άγνοιά μας αυτή φανερώνουν οι αντιδράσεις των καταναλωτών σε τούτη την τηλε-φάρσα, ενώ η υπερβολική μας «οικολογική ευαισθησία» έφτασε φέτος ως και την πασχαλινή διαφήμιση των Jumbo που κραυγάζει: θα ζήσ' του ζωντανό!
http://www.dailymotion.com/video/x1kp04l_%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CF%86%CE%B7%CE%BC%CE%B9%CF%83%CE%B7-jumbo-%CF%80%CE%AC%CF%83%CF%87%CE%B1-2014-%CF%84%CE%B7%CE%BB%CE%B5%CE%BF%CF%80%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C-%CF%83%CF%80%CE%BF%CF%84-%CF%83%CF%86%CE%AC%CE%BE-%CF%84%CE%B7_tv


Share/Bookmark

1 σχόλιο:

Άντρη Αντωνίου είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

Δημοσίευση σχολίου

διαβάσαμε και σχολιάζουμε...σχολιάζουμε...σχολιάζουμε...