Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2013

Μογκ, ο δαίμων του τυπογραφείου

Υπόθεση
Το 12χρονο ορφανό Μογκ Γουίντερ (Mog Winter), δουλεύει ως βοηθός τυπογράφου στο Λονδίνο της βικτωριανής εποχής. Πηγαίνοντας με τον πιστό του σκύλο Λας (Lash) να εισπράξει μια οφειλή για το αφεντικό του, έρχεται σε επαφή με μια σπείρα δολοφόνων και λαθρεμπόρων ναρκωτικών, που έχει βάλει στο μάτι να κλέψει κάτι από το πλοίο Ήλιος της Καλκούτας. Τα αινίγματα και οι κίνδυνοι με τους οποίους θα μπλέξει, θα φέρουν το παιδί σε επαφή με το ξεχασμένο του παρελθόν.

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Κέδρος
Συγγραφέας: Πολ Μπατζόρια (Paul Bajoria)
Τίτλος πρωτοτύπου: The Printer's Devil
Μετάφραση: Νατάσα Κοντογιάννη
Εικονογράφηση: -
ISBN: 978-960-04-3354-8
Έτος 1ης Έκδοσης: 2004 (στα ελληνικά 2010)
Σελίδες: 333
Τιμή: περίπου 4 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Στ', Γυμνάσιο

Κριτική
Το πρώτο βιβλίο της τριλογίας του Paul Bajoria, ένα εφηβικό αστυνομικό θρίλερ στο Λονδίνο της βικτωριανής εποχής! Παρακολουθήσεις, απαγωγές, εγκλήματα και εξιχνιάσεις, συνθέτουν μια περίεργη ατμοσφαιρική περιπέτεια,  στην οποία τίποτα τελικά δεν είναι όπως φαίνεται. Λόγω όγκου και περιεχομένου προτείνεται μόνο σε έμπειρους αναγνώστες, κυρίως μαθητές γυμνασίου.


  • Πολλές πληροφορίες για τη Βικτωριανή Εποχή
  • Πρωτοπρόσωπη αφήγηση κρατάει το ενδιαφέρον μας
  • Τα περισσότερα κεφάλαια έχουν έκταση γύρω στις 20 σελίδες
  • Καλή μετάφραση, μόνο το φλεγματικό χιούμορ χάνει λίγη από τη χάρη του (σ.130) ενώ και κάποιες εκφράσεις δεν θα έπρεπε να μεταφέρονται απευθείας από την ξένη γλώσσα (σ. 255)


  • Γλώσσα κατά σημεία απαιτητική, μακροσκελείς περιγραφές και συλλογισμοί που μπορεί να γίνουν κουραστικοί
  • Ενήλικο χιούμορ (σ.90-91), ενήλικη κριτική (σ.179), σκηνές σε οπιοποτείο (σ.31-32) και παιδιά που πίνουν αλκοόλ (σ.24)
  • "Προχωρημένο" λεξιλόγιο (συναντάμε έξι φορές το "ηλίθιος")
  • Σκηνές με βία ή απειλή βίας (σ.35, 57, 60-62, 127-129, 222, 269-270, 290-1, με τα δύο τελευταία κεφάλαια να έχουν τίτλο "Θάνατος" και να περιλαμβάνουν αρκετές δολοφονίες)
  • Χωρίς εικονογράφηση

Αξίες - Θέματα
Οικογένεια, Περιπέτεια, Ιστορία - Αρχαιολογία, Ζωοφιλία, Ναρκωτικά, Ισότητα Φύλων, Φιλαναγνωσία (σ.160).

Σκηνές που ξεχωρίσαμε
Ίσως στην πιο ατμοσφαιρική σκηνή του έργου, ο Μογκ περιδιαβαίνει σ' ένα σπίτι που βρίσκεται κάπου ανάμεσα στις παραισθήσεις του και την πραγματικότητα (σ.180-186). 

Για όσους προτιμούν τις στιγμές αγωνίας, κρατάμε το πολύ καλό φινάλε αλλά και τη σκηνή στο υπόγειο (σ.110-111), όπου  ο Μογκ και ο φίλος του Νικ είναι εγκλωβισμένοι... την έξοδο κλείνει μια πελώρια γυναικεία φιγούρα μ' έναν μπαλτά στο χέρι!

Εικονογράφηση
Απόσπασμα 
Προσγειώθηκα πάνω σ’ ένα κουλουριασμένο σκοινί που έμοιαζε με κοιμισμένο φίδι, φύλακα μιας εξωτικής κρύπτης θησαυρών. Έριξα μια ματιά γύρω μου. Το κατάστρωμα ήταν βρεγμένο και γλιστρούσε. Σε μερικά σημεία, κυρίως στις άκρες, είχε ένα γυαλιστερό πράσινο χρώμα. Δεν υπήρχε ψυχή. Στα δεξιά μου υψωνόταν ένα πελώριο κατάρτι, ψηλότερο από οποιοδήποτε δέντρο, με τα λερά πανιά του δεμένα στα ξάρτια και με σωρούς από δίχτυα να το περικυκλώνουν.  Στα αριστερά μου απλωνόταν ο διάδρομος που οδηγούσε στις καμπίνες και στο πλωριό τμήμα του καραβιού. Παντού υπήρχαν σκοινιά, άλλα δεμένα και άλλα λυτά, που σέρνονταν στο κατάστρωμα, και, όπως τα κοιτούσα να κρέμονται από τα ρέλια, ξαφνικά παρατήρησα μια μπότα ναύτη σε μια γωνία πίσω από το κατάρτι.  Ήμουν έτοιμος να ξανακρεμαστώ στα πλαϊνά του πλοίου όταν συνειδητοποίησα με ανακούφιση ότι δεν ήταν τίποτε παραπάνω από μια σκέτη μπότα χωρίς ναύτη.

Έτρεμα στην ιδέα ότι μπορεί να συναντούσα κάποιον ναύτη εκεί πάνω και πεταγόμουν κάθε φορά που τα ξύλα έτριζαν κάτω από το βάρος μου, παρ’ όλο που οι ήχοι τους χάνονταν μέσα στις συγχορδίες από τους τριγμούς των αραγμένων καραβιών. Όπως άνοιγα την πόρτα που οδηγούσε στο διάδρομο, η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά που νόμιζα ότι αντηχούσε στο μικρό υγρό δωμάτιο όπου έμπαινα.  Ένα θερμό ρεύμα αέρα με αναθυμιάσεις ιδρώτα και βόθρου ερχόταν από τα έγκατα του καραβιού, και η μυρωδιά ήταν τόσο δυνατή που με ζάλισε και χρειάστηκε να κρατηθώ από την κάσα της πόρτας για να μην πέσω στη μαύρη τρύπα που ανοιγόταν κάτω από τα πόδια μου. Καθώς το φως έπεφτε πάνω στις σανίδες, έβλεπα τις ουρές καφέ αρουραίων να γλιστράνε σαν σκουλήκια και να χώνονται με ταχύτητα στις μικρές σχισμές του ξύλου. Μου πήρε αρκετή ώρα για να βρω το κουράγιο να κατέβω τη σκάλα που οδηγούσε στο εσωτερικό του καραβιού.

Η πρώτη πόρτα που άνοιξα με οδήγησε σε μια μικρή καμπίνα που φωτιζόταν αχνά από τα πιο μικρά παράθυρα που είχα δει ποτέ μου, τα οποία τα κάλυπταν κουρτίνες φτιαγμένες από καραβόπανο. Η καινούρια μυρωδιά που χτύπησε τα ρουθούνια μου ήταν ένα μείγμα από καπνό και ξύλο βελανιδιάς. Σε μια σκοτεινή γωνιά της καμπίνας μια άλλη κουρτίνα έκρυβε μια στενή κουκέτα. Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι κάποιος μπορεί να κοιμόταν εκεί μέσα. Αφουγκράστηκα προσεκτικά. Μπορούσα ν’ ακούσω το νερό που πάφλαζε κάτω από το καράβι και τον υπόκωφο ήχο του σκαριού, αλλά η μοναδική ανάσα που μπορούσα να εντοπίσω σ’ αυτή τη μικρή καμπίνα δεν ήταν παρά η δική μου, κοφτή και φοβισμένη. Προχώρησα και τράβηξα τις κουρτίνες για να φωτιστεί ο χώρος.

Εντόπισα αμέσως κάτι που γυάλιζε στην απέναντι γωνία. Καθώς το δωμάτιο φωτιζόταν, παρατήρησα για πρώτη φορά ένα μεγάλο χρυσό φανάρι που κρεμόταν στο ίδιο ύψος με το κεφάλι μου. Ήταν ένα από τα πιο όμορφα αντικείμενα που είχαν δει ποτέ τα μάτια μου. Δεν ήταν αναμμένο και κουνιόταν ελαφρά ακολουθώντας τον κλυδωνισμό του καραβιού, σκορπώντας χρυσές σπίθες, καθώς το φως της ημέρας αντανακλούσε στην περίτεχνη επιφάνειά του. Δεν μπορούσα να φανταστώ πώς ένας χρυσοχόος είχε καταφέρει να φτιάξει κάτι τέτοιο. Σίγουρα είχε δημιουργηθεί, όπως ο ήλιος, από κάποιον ή κάτι που ξεπερνά το φάσμα των γνώσεων του ανθρώπου. Η ομορφιά του μου έκοβε την ανάσα. Ήταν υπέροχο. Ένα μασίφ απαστράπτον καλάθι με περίπλοκο σχέδιο, αποτελούμενο από εκατοντάδες συρματάκια που μπλέκονταν μεταξύ τους, φτιαγμένο εξ ολοκλήρου από χρυσό, έστελνε τις ιριδίζουσες αντανακλάσεις του στους τοίχους και στα έπιπλα της μικρής καμπίνας. Στεκόμουν μαγεμένος, σχεδόν υπνωτισμένος, από την ομορφιά του. Ήταν μια σφαίρα καλυμμένη από χρυσάφι. Μια λαμπερή μπάλα που όμοιά της δεν υπήρχε στον κόσμο.

Ώστε λοιπόν αυτό ήταν το αντικείμενο που προσπαθούσαν να κλέψουν ο Κόμπεν και ο Τζιγκς! Αν κατάφερναν να ξεφύγουν με κάτι που να είχε έστω τη μισή αξία απ’ αυτό, σίγουρα θα πλούτιζαν. Ήταν επίσης προφανές ότι με κάτι τέτοιο εκεί μέσα ο χώρος δε θα έμενε για πολύ αφύλαχτος. Θα ήταν καλύτερα να μη χρονοτριβώ.

Εξέτασα το χώρο γύρω μου. Υπήρχαν πολύ λίγα έπιπλα: δύο παλιές πολυθρόνες από κόκκινο φθαρμένο δέρμα και, στη μέση του δωματίου, ένα τραπεζάκι όπου πάνω του ήταν απλωμένοι διάφοροι χάρτες. Δεν καταλάβαινα και πολλά από τις γραμμές και σχήματά τους καθώς τους παρατηρούσα. Κάτω από το τραπεζάκι όμως υπήρχαν και δύο συρτάρια στα οποία βρήκα ένα πιστόλι, ένα μικρό διακοσμημένο κουτί για ταμπάκο και διάφορα έγγραφα. Με τρεμάμενα χέρια, πήρα τα χαρτιά και άρχισα να τα ξεφυλλίζω. Τα περισσότερα απ’ αυτά είχαν κάτι το μεγαλοπρεπές με τα μεγάλα προσεγμένα βουλοκέρια στο χρώμα του αίματος. Ωστόσο, απ’ όσο καταλάβαινα δεν παρουσίαζαν κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ήμουν έτοιμος να τα ξαναβάλω στη θέση τους, όταν μια λέξη με έντονα γράμματα στο τέλος ενός από τα έγγραφα τράβηξε το βλέμμα μου. ΝΤΑΜΙΑΤΑ.

Κάτι σ’ αυτή τη λέξη μ’ έκανε να ανατριχιάσω. να την και πάλι μπροστά μου. Η λέξη που δεν ήταν λέξη. Να ήταν το όνομα κάποιου;  Σε κάποιο άλλο έγγραφο υπήρχε μια λίστα με ονόματα που έφερε τον τίτλο: Εξουσιοδοτημένοι Έμποροι της υπό της Αυτού Μεγαλειότητος Ηνωμένης Εταιρίας Εμπόρων της Αγγλίας ασκούσης Εμπόριο στις Ανατολικές Ινδίες. Δίπλα από κάθε όνομα υπήρχε μια ημερομηνία και ένα χρηματικό ποσό. Η γραφή ήταν καλλιγραφική και δύσκολα μπορούσα να την αποκρυπτογραφήσω. Απ’ όσα έβγαζα όμως, κανέναν από τα ονόματα δε μου έλεγε κάτι. Αναρωτιόμουν αν έπρεπε να την πάρω μαζί μου, αλλά η μεγαλοπρεπής εμφάνιση των εγγράφων με τα βουλοκέρια με έπεισε ότι, αν με έπιαναν με κλεμμένα χαρτιά από εκεί, θα μπορούσα να μπλέξω πολύ άσχημα. Καθώς τα τοποθετούσα πίσω στο συρτάρι, το μάτι μου έπεσε σε μια  χρυσή επιγραφή που υπήρχε στο καπάκι του κουτού για το ταμπάκο και  που ήταν γραμμένη με την ίδια παράξενη γραφή που είχα δει στα χαρτιά του Κόμπεν και του Τζιγκς. Έμοιαζε με κανονική γραφή, αν εξαιρέσεις το γεγονός ότι τα γράμματα αντί να ακουμπάνε πάνω στη γραμμή κρέμονταν από κάτω.
Δεν είχα χρόνο να την παρατηρήσω επαρκώς, καθώς ξαφνικά άκουσα ένα θόρυβο πάνω από το κεφάλι μου. Ένα ρυθμικό ντουπ... ντουπ... ντουπ. Κάποιος περπατούσε κατά μήκος του καταστρώματος και έμοιαζε να κατευθύνεται με αποφασιστικότητα προς τη σκάλα που μόλις πριν από λίγο είχα κατέβει.

Άρχισε να με κυριεύει πανικός. Η πόρτα που οδηγούσε προς τις καμπίνες είχε ανοίξει και τα βήματα ακούγονταν να κατεβαίνουν τα σκαλιά και να έρχονται προς το μέρος μου. Ένιωσα ένα κάψιμο στα σωθικά μου  σαν ένα κύμα από καυτό μολύβι ν’ ανεβαίνει από την κοιλιά στο λαιμό μου. Θα με βρουν! Βούτηξα στην κουκέτα και κουλουριάστηκα πίσω από την κουρτίνα τη στιγμή ακριβώς που άνοιγε η πόρτα της καμπίνας και τα βαριά βήματα αντηχούσαν στο εσωτερικό της.

Άκουγα έναν άντρα που ανάσαινε βαριά, σχεδόν ασθμαίνοντα. Δεν τολμούσα να κουνηθώ, ούτε καν να αναπνεύσω. Απλώς καθόμουν εκεί ελπίζοντας πως οποιοσδήποτε και να ήταν θα έφευγε. Δε στεκόταν παρά μόνο ένα μέτρο μακριά από το κεφάλι μουκ, ενώ οι μπότες του έκανα το πάτωμα να τρίζει σε κάθε του κίνηση. Κρατούσα την αναπνοή μου. Ήμουν τρομοκρατημένος, παγιδευμένος. Θα πέθαινα.

Πέρασαν κάποια δευτερόλεπτα που μου φάνηκαν αιώνες. Μπορεί να ήταν και ώρες. Είχα παγώσει. Κρατούσα τα μάτια μου κλειστά και ο εγκέφαλός μου εξέπεμπε μόνο τη φράση»Φύγε! Φύγε από δω!» καθώς η βαριά ανάσα συνέχιζε να ακούγεται από την άλλη μεριά της κουρτίνας. Στεκόταν ακόμα εκεί, αφουγκραζόταν.

Ξαφνικά, το πάτωμα άρχισε να τρίζει και πάλι κάτω από τις μπότες του, και σχεδόν αναστέναξα με ανακούφιση καθώς υπέθεσα ότι θα έφευγε από την καμπίνα. Αλλά δεν έφυγε. Με μια κίνηση, η κουρτίνα της κρυψώνας μου είχε τραβηχτεί, κι εγώ βρέθηκα να κοιτάζω έναν πελώριο ναύτη που το πρόσωπό του ήταν σαν καρίνα καραβιού. Ήμουν τόσο ταραγμένος που δεν μπορούσα ούτε να ουρλιάξω. Απλώς τον κοιτούσα σαν να νόμιζα ότι, αν δεν έλεγα τίποτα, θα έκλεινε την κουρτίνα και θα αποχωρούσε και ότι μετά θα ξυπνούσα συνειδητοποιώντας πώς όλ’ αυτά ήταν μέρος του πιο τρομακτικού εφιάλτη της νεαρής ζωής μου. Για λίγη ώρα που μου φάνηκε αιώνας, δε συνέβη τίποτα.

Έπειτα ακολούθησε μια φρενίτιδα κινήσεων. Με μια απότομη κίνηση, σαν να βρισκόταν σε παροξυσμό, άπλωσε τα τεράστια χέρια του, με άρπαξε βίαια τραβώντας με έξω από την κουκέτα και με πέταξε πάνω στην ξύλινη πόρτα. Μετά με έστησε στα πόδια μου τόσο άγρια που νόμιζα ότι θα μου εξάρθρωνε τα χέρια. Τον κοίταξα. Ένα χαμόγελο απλώθηκε στο επίπεδο ρυτιδιασμένο πρόσωπό του και τα δυνατά χέρια του έσφιξαν ακόμη περισσότερο τους εύθραυστους ώμους μου. Μου έδειξε μια σειρά από κιτρινισμένα, αραιά και φθαρμένα δόντια.

«Συνελλήβης επ’ αυτοφώρω», είπε απολαμβάνοντας την κάθε λέξη και χαμογελώντας απαίσια. «Ένας κλέφτης που προσπαθούσε να το σκάσει από τον Ήλιο της Καλκούτας κι εγώ τον έπιασα! Τον σύλληψα επ’ αυτοφώρω και τον στραγγάλισα πριν προλάβει να πει λέξη! Μπράβο, ναύτη! Θα πάρεις περισσότερες μερίδες, ναύτη!» Με έσφιγγε ολοένα και περισσότερο. Είχα παραλύσει από το φόβο μου. Ήταν σαν να με είχε κυριεύσει ο θάνατος πριν ακόμη σκοτωθώ.

«Δεν είμαι κλέφτης», άκουσα τον εαυτό μου να λέει αχνά. 
Τα αγγλικά εξώφυλλα από τα βιβλία της τριλογίας - το δεύτερο μας μεταφέρει σε μια έπαυλη στην αγγλική επαρχία, ενώ στο τρίτο οι δυο ήρωες ταξιδεύουν στην Καλκούτα της Ινδίας, αναζητώντας ένα διαμάντι
Σχόλιο
Εκμεταλλευόμενος την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ο συγγραφέας μας παραπλανεί συστηματικά, από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα του βιβλίου. Έτσι, καθώς βλέπουμε μέσα από τα μάτια ενός νεαρού φοβισμένου παιδιού, δεν μας επιτρέπεται να καταλάβουμε τι πραγματικά συμβαίνει στην υπόθεση, μέχρι λίγο πριν φτάσουμε στη λύση του μυστηρίου. Στο κλίμα σύγχυσης συμβάλουν επίσης η αφέλεια της ηλικίας του Μογκ, το άγνωστο παρελθόν και τα ένοχα μυστικά του, όπως και οι παραισθήσεις του κάθε φορά που εισπνέει αναθυμιάσεις από ναρκωτικά. Η κατάστασή του στις στιγμές αυτές θυμίζει τις λιποθυμίες του Τεν-Τεν στο "Τα Πούρα του Φαραώ - Ο Μπλε Λωτός".
Χρήση στην τάξη
Εκτός από το μάθημα της Γλώσσας, για το οποίο μπορούμε να ανιχνεύσουμε αρκετές παραγράφους-πρότυπα αφήγησης ή περιγραφής, είναι δυνατόν να αξιοποιήσουμε το βιβλίο αυτό και για το μάθημα της Ιστορίας Στ΄, αν αποφασίσουμε να αναφερθούμε στην καθημερινή ζωή των Ευρωπαίων κατά τα πρώτα χρόνια του νέου ελληνικού κράτους (ίσως στα κεφάλαια 2 ή 4 της Ενότητας Δ') - συγκρίνοντάς την ίσως με την αντίστοιχη των Ελλήνων της εποχής. Χρήσιμο στην περίπτωση αυτή θα ήταν να διαβάσουμε επιλεγμένα αποσπάσματα που θα μας ταξιδέψουν πίσω στον χρόνο. Θα μάθουμε τότε για παιδιά που εργάζονταν από πολύ νωρίς σε δουλειές δύσκολες, επικίνδυνες και κακοπληρωμένες. Για τις άθλιες συνθήκες υγιεινής στο Λονδίνο (σ.17-18) όπου σπίτια και άνθρωποι βρίσκονταν μέσα στη βρώμα, με τους δρόμους γεμάτους ποντίκια και περιττώματα (21-24), εγκληματικότητα (24,29,80), αναλφαβητισμό (105) οικογενειακή βία (104) φτώχεια και ανισότητα (233) παντού. Για την αναπαράσταση της εποχής μπορούμε φυσικά να επιλέξουμε και αντίστοιχα μυθιστορήματα του Καρόλου Ντίκενς, όπως ο Όλιβερ Τουίστ.

Share/Bookmark

2 σχόλια:

Lampros Lampinos είπε...

θαυμάσια παρουσίαση.. όπως παντα..
αυτες οι σκηνές βίας... πρέπει να λείπουν όμως...
Όσο για τον Ντίκενς.. πολύ κατάλληλος πράγματι για τις συνθήκες διαβίωσης των παιδιών...
ωραία...

Ανώνυμος είπε...

Έχω διαβάσει το βιβλίο και μου άρεσε πολύ.

Δημοσίευση σχολίου

διαβάσαμε και σχολιάζουμε...σχολιάζουμε...σχολιάζουμε...