Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2012

Μπελαδομαγνήτης

Υπόθεση
Η Μυρτώ είναι ένα δεκάχρονο κορίτσι που ζει μαζί με τον μπαμπά, τη μαμά, τον μικρό της αδελφό - διαβολάκι Ορέστη και τον σκύλο τους Τζακ σε ένα όμορφο σπίτι με κήπο. Κι ενώ όλα γύρω της μοιάζουν ιδανικά, καταφέρνει μ' έναν περίεργο τρόπο να μπλέκει συνεχώς σε προβλήματα, ακόμη κι όταν της αναθέτουν την ευκολότερη δουλειά. Μήπως έχει τον μπελαδομαγνήτη; Η κατάσταση περιπλέκεται όταν την οικογένεια επισκέπτεται ένα φιλικό ζευγάρι μαζί με την κόρη τους Λουκία, που εγκαθίσταται στο δωμάτιο της Μυρτώς. Μια παράξενη περιπέτεια που θα ζήσουν τα κορίτσια, θα τις ενώσει με δυνατή φιλία και θα δώσει στην ηρωίδα ένα μάθημα ζωής.

Χαρακτηριστικά 
Εκδότης: Ψυχογιός
Συγγραφέας: Άντρη Αντωνίου
Εικονογράφος: Κατερίνα Χρυσοχόου
Σελίδες: 173
1η έκδοση: 2012
ISBN: 978-960-496-628-8
Τιμή: περίπου 9 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Ε', Στ', Γυμνάσιο

Κριτική
Μια ανάλαφρη, διασκεδαστική περιπέτεια με χριστουγεννιάτικο άρωμα και πολλή αγάπη, από την πρωτοεμφανιζόμενη συγγραφέα και φίλη Άντρη Αντωνίου. Η γραφή της είναι απλή και κατανοητή, ενώ το πρώτο πρόσωπο δίνει αμεσότητα και ζωντάνια στο κείμενο. Τα κεφάλαια έχουν μέγεθος κοντά στις 15-17 σελίδες (σίγουρα όχι λίγες), όμως τα τυπογραφικά στοιχεία είναι μεγάλα και η -πολύ χαριτωμένη αν και κάπως στατική- έγχρωμη εικονογράφηση (δύο με τέσσερα σχέδια ανά κεφάλαιο), βοηθάει στην ξεκούραστη ανάγνωση.

Το βιβλίο προτείνεται κυρίως σε μαθητές Ε', Στ' τάξης αλλά και γυμνασίου. Μάλλον θα αρέσει περισσότερο στα κορίτσια, που δε θα δυσκολευτούν να ταυτιστούν με την Μυρτώ... ιδιαίτερα μάλιστα αν έχουν μικρά ζωηρά αδελφάκια! (για αντίστοιχες περιπτώσεις αγοριών βλ.Σπίτι για πέντε).
Κι ενώ η κρίση μας έχει τυλίξει για τα καλά, είναι ευκαιρία με εικόνες σαν αυτές που περιγράφονται στο βιβλίο, να ξεφύγουμε λιγάκι και να θυμηθούμε πώς ζούσαμε κάποτε (εμείς ή κάποιοι άλλοι, εδώ ή κάπου αλλού): Αγαπημένο ζευγάρι μένει σε σπίτι με ολάνθιστο κήπο, μαζί με τα δυο του παιδιά κι ένα χαρωπό κατοικίδιο. Όταν βγαίνουν έξω αφήνουν τις πόρτες ξεκλείδωτες και στο δρόμο χαιρετούν τους ανέμελους γείτονες που ποτίζουν τα λουλούδια. τους ή ετοιμάζουν barbecue, κάτω απ' τον ζεστό ήλιο του Δεκεμβρίου. Ουτοπικό σαν ταινία του Disney, θα σκεφτούν οι περισσότεροι. Δεν αντιλέγω... όμως τις πόρτες όντως (πριν καιρό) τις αφήναμε ξεκλείδωτες! Και αναρωτιέμαι... μήπως (εδώ και καιρό) έχουμε πάρει λάθος δρόμο;

Η εισαγωγή του βιβλίου έρχεται φουριόζα (ίσως γι' αυτό περιέχει και μερικές υπερβολές) να μας συστήσει στους κεντρικούς χαρακτήρες και να μας μεταφέρει το κλίμα που επικρατεί στο σπίτι της Μυρτώς. Κλίμα πολεμικό, αφού ήδη από την πρώτη σελίδα, η ηρωίδα βρίσκεται σε αναβρασμό, ενώ πριν ολοκληρωθεί η δεύτερη, τη βλέπουμε σε έξαλλη κατάσταση να πιάνεται στα χέρια με τον μικρό της αδελφό κατακεραυνώνοντάς τον με χαρακτηρισμούς όπως «βλαμμένο», «ηλίθιο» και «προβληματικό». Ευτυχώς για την ίδια -αλλά και για εμάς-, οι τόνοι γρήγορα επιστρέφουν σε φυσιολογικότερα επίπεδα, χωρίς το κείμενο να καταντάει βαρετό.

Η εικόνα που δημιουργείται μετά τα πρώτα κεφάλαια, είναι ότι η ιστορία θα εξελιχθεί σε μια ανώδυνη κωμωδία παρεξηγήσεων του τύπου "η Μυρτώ νομίζει ότι κάτι συμβαίνει και εκτίθεται, αλλά τελικά είχε καταλάβει λάθος και οι άλλοι γελούν μαζί της", μοτίβο που επαναλαμβάνεται κάμποσες φορές. Κάπου στη μέση της διήγησης όμως, ένα μυστήριο κάνει την εμφάνισή του και το ενδιαφέρον μας αρχίζει να ανακινείται. Τελικά, όπως αποδεικνύεται στο φινάλε, το βιβλίο έχει να μας προσφέρει κάτι περισσότερο από απλή ψυχαγωγία. Η συμπρωταγωνίστρια Λουκία, έρχεται σαν άγγελος (ή σαν το πνεύμα των μελλοντικών Χριστουγέννων - αφού δείχνει στη Μυρτώ ότι θα καταντήσει σαν την κυρία Βούλα αν συνεχίσει στην ίδια πορεία) στη ζωή της Μυρτώς, να αλλάξει τον τρόπο που βλέπει και αντιμετωπίζει τον μικρό της αδελφό. Έτσι, δίνει σε εκείνη αλλά και σε μας ένα μάθημα ζωής, αφού μας θυμίζει πως όταν αντικρύζουμε τη ζωή με καλοσύνη, υπομονή και χωρίς κόμπλεξ, τα προβλήματα υποχωρούν και όλα μοιάζουν ομορφότερα.

Ολοκληρώνοντας, δεν μπορούμε να αφήσουμε ασχολίαστη την φυσικότατη περιγραφή ορισμένων χαρακτήρων: η γάτα που τρίβεται στα πόδια της κυρίας της και μυρίζει το χώμα, ο σκύλος Τζακ που ενθουσιάζεται με το παραμικρό, αλλά και η συμπεριφορά του μικρού Ορέστη στο τραπέζι, όταν ανοίγει το στόμα του να δείξει το μασημένο φαγητό ή κοιτάζει από την τρύπα της φέτας του ψωμιού, ζωντανεύουν τις σκηνές στα μάτια των αναγνωστών και φανερώνουν πως η συγγραφέας μάλλον έχει μελετήσει τα αντικείμενά της.

Αξίες - Θέματα
Χιούμορ, Οικογένεια, Φιλία, Ζωοφιλία, Χριστούγεννα

Εικονογράφηση
Απόσπασμα
Κατεβαίνοντας τις σκάλες, το πρώτο πράγμα που
βλέπω απέναντι είναι το χριστουγεννιάτικο δέντρο. 
Στολισμένο. Το έχουν φτιάξει ωραίο, μπορώ να πω. 
Έχουν βάλει μόνο κόκκινα στολίδια και χρυσές κλωστές. 
Τα λαμπάκια είναι αναμμένα και κάνουν το σαλόνι να δείχνει 
πολύ γιορτινό. Πάντα ενθουσιάζομαι με τα Χριστούγεννα. 
Περισσότερο και από τον Ορέστη. Αν δεν είχαμε κι αυτούς 
τους ενοχλητικούς να μας καταστρέψουν τις γιορτές, 
θα ένιωθα πολύ χαρούμενη τώρα. Για χάρη τους έχασα 
για πρώτη φορά στη ζωή μου το στόλισμα του δέντρου. 
Ακόμα να ‘ρθουν και ήδη ξεκίνησαν να καταστρέφουν τη ζωή μου!

Η μυρωδιά που βγαίνει από την κουζίνα μού σπάει τα ρουθούνια. 
Πεινάω. Μέσα από την κλειστή πόρτα της κουζίνας ακούγονται 
χαρούμενες φωνές και γέλια. Πολύ που τους ένοιαξε που δεν είμαι 
κι εγώ εκεί. Τρεις ώρες έχει που λείπω και κανένας δεν ήρθε 
να με αναζητήσει. Ανοίγω την πόρτα με δύναμη και μπαίνω 
στην κουζίνα. Σταματούν και οι τρεις ό,τι κάνουν και γυρίζουν 
να με κοιτάξουν. Στο τραπέζι υπάρχει ένα μεγάλο μπολ με ζυμάρι. 
Η μαμά στέκεται στην κεφαλή του τραπεζιού και αριστερά και δεξιά 
πάνω σε σκαμπό κάθονται ο μπαμπάς και ο Ορέστης. 
Φτιάχνουν τους κουραμπιέδες. Η μαμά και ο μπαμπάς δηλαδή, 
γιατί ο Ορέστης κρατάει απλώς ένα κομμάτι ζυμάρι και φτιάχνει 
διάφορα σχήματα. Από την πολλή ώρα που το κρατά, το ζυμάρι 
έχει πάρει ένα ελαφρώς μαυριδερό χρώμα. Φαίνεται πολύ αηδιαστικό. 
Ελπίζω να μην το χώσει στο ταψί μαζί με τους κουραμπιέδες.

«Μυρτούλα, ξύπνησες; Την τελευταία φορά που ανέβηκα να σε δω 
κοιμόσουν του καλού καιρού», λέει χαμογελαστός ο μπαμπάς.

«Θα σου βάλω να φας», συμπληρώνει η μαμά και πάει στο νεροχύτη να πλύνει τα χέρια της.

«Φάε κουραμπιέ», προτείνει ο Ορέστης και μου χώνει το βρόμικο ζυμάρι του στη μούρη.

«Πάρε αυτό το αηδιαστικό πράγμα από μπροστά μου!» 
αναφωνώ και σπρώχνω το χέρι του μακριά «Θα φτιάξω ένα σάντουιτς», 
συνεχίζω ψυχρά και ετοιμάζομαι να βρω το ψωμί.

«Σάντουιτς;» απορεί η μαμά. «Έχουμε μπριζόλες με φέτα και ντομάτα στο φούρνο».

Να πάρει! Μπριζόλες με φέτα και ντομάτα στο φούρνο. 
Τις λατρεύω. Αλλά η απόφαση είναι απόφαση. Θα φτιάξω 
το σάντουίτς μου και θα το φάω στην ησυχία του δωματίου μου. 
Μακριά από ζυμάρια και αηδίες.

«Ευχαριστώ, θα φτιάξω σάντουιτς», επιμένω και βγάζω το τυρί 
και το βούτυρο από το ψυγείο. Νιώθω περήφανη για τον εαυτό 
μου που καταφέρνω και αντιστέκομαι.

«Φάε, κορίτσι μου, φαγητό κι άσε τα σάντουιτς. Έχεις τόσες ώρες 
που είσαι νηστική», λέει ο μπαμπάς και παίρνει από τα χέρια 
της μαμάς το πιάτο και το φέρνει μπροστά μου.

Το φαγητό είναι ζεστό και μυρίζει θεσπέσια. Το στόμα μου γεμίζει σάλια 
και το στομάχι μου βαράει ταμπούρλο.

«Μόνο αυτό έμεινε, το υπόλοιπο το καταβροχθίσαμε», γελάει ο μπαμπάς. 
Κόβει ένα κομμάτι μπριζόλα με φέτα και μου το φέρνει στο στόμα.

Οι αποφάσεις μου μαζί με όλες τις αντιστάσεις πάνε περίπατο. 
Το καταβροχθίζω με λύσσα και ύστερα αρπάζω το πιρούνι και 
βουτάω μέσα. Ε, είπαμε, δεν είναι ανάγκη να λιμοκτονήσουμε κιόλας!

«Άντε, φάε, και μετά έλα να μας βοηθήσεις. Έχασες το στόλισμα του δέντρου, 
μη χάσεις και του κουραμπιέδες», λέει η μαμά και με κοιτάει.

Βάζω τη μια μπουκιά μετά την άλλη και σχεδόν τα καταπίνω αμάσητα.

«Σαν τον Τζακ τρώει η Μυρτώ», παρατηρεί ο Ορέστης και με κοιτάει με γουρλωμένα μάτια.

«Σιγά, κοριτσάκι μου. Δε θα σου τα φάει κανένας», γελάει ο μπαμπάς.

«Φάε με την ησυχία σου και έλα να διαλέξεις σχήματα για τους κουραμπιέδες μας», 
λέει η μαμά και μου δείχνει τις φόρμες· αστεράκι, έλατο, τάρανδο, αγιοβασιλάκι, 
καμπανούλα και χιονάνθρωπο.

Δεν αντέχω να μείνω άλλο θυμωμένη. Λίγο το στολισμένο δέντρο, 
λίγο οι γλυκές μυρωδιές στην κουζίνα και τα χαμογελαστά πρόσωπα 
των άλλων, δε μου κάνει κέφι να πάω να κλειστώ στο δωμάτιό μου 
μόνη κι έρημη. Λέω να ξεθυμώσω μάλλον. Τουλάχιστον για λίγο. 
Μέχρι την ώρα που θα έρθουν οι επίτιμοι καλεσμένοι μας…

Προβληματισμοί για συζήτηση
Égalité et Réconciliation
Σχετικά με την ισότητα των δύο φύλων, το βιβλίο δεν λαμβάνει σαφή θέση. Στο ξεκίνημα, ο μπαμπάς παρουσιάζεται λίγο Ανατολίτης: αραχτός σε μια πολυθρόνα, δίνει εντολές στην κόρη και διαβάζει την εφημερίδα του επί μιάμιση ώρα (σ.5), τη στιγμή που η μητέρα πνίγεται (σ.6) στις δουλειές. Στη συνέχεια όμως χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα, φαίνεται να συμμετέχει ενεργά στα οικιακά, αφού κόβει λαχανικά (σ.94) και δοκιμάζει να μαγειρέψει τηγανίτες (σ.159). Πιθανότατα λοιπόν να πρόκειται για ένα σύγχρονο πατέρα, που έχει βρει όμως τον τρόπο να συμμετέχει στις δουλειές μόνο όποτε και όσο επιθυμεί.

Περισσότερο βάρος φαίνεται να δίνει το διήγημα στη συμφιλίωση, και συγκεκριμένα εκείνη ανάμεσα στα αδέλφια. Σε πρώτο πλάνο, παρακολουθούμε τη Μυρτώ να βρίσκει τελικά τον τρόπο (ακολουθώντας το παράδειγμα της Λουκίας και βλέποντας πώς κατάντησε η κα Βούλα) να προσεγγίσει τον μικρό Ορέστη και να βρουν τη χαρά στην αδελφικότητα. Την ίδια ώρα, κάτι αντίστοιχο συμβαίνει ανάμεσα στους δευτερεύοντες χαρακτήρες, με την ανάποδη και μαγκούφα κυρία Βούλα να τα βρίσκει με τον αδελφό της Βαγγέλη.
Χρήση στην Τάξη
Όλοι έχουμε κάποιο κουμπί
Στο βιβλίο, παρακολουθούμε τον μικρό Ορέστη να υπακούει και να ανταποκρίνεται στα καλέσματα της φίλης Λουκίας. Αντίθετα, όποτε η αδελφή του Μυρτώ του ζητάει κάτι, εκτυλίσσονται σκηνές που θυμίζουν "Νταντά αμέσου δράσεως". Ποια είναι τα "κουμπιά" του μικρού που ανακάλυψε η Λουκία και που η αδελφή του αγνοεί; Έχουν άραγε όλοι οι άνθρωποι τέτοια "κουμπιά";

Στην τάξη, ο εκπαιδευτικός μπορεί να καλέσει ζευγάρια μαθητών να παίξουν τους ρόλους των δύο αδελφιών (ή υπαλλήλου/πελάτη, δασκάλου/μαθητή, κλπ) εναλλάσσοντας την "απότομη" προσέγγιση με την "ευγενική". Έτσι τα παιδιά θα βιώσουν πόσο διαφορετικά αισθάνεται κάποιος όταν τον προσεγγίζουμε με βιασύνη και προστακτικό ύφος ή αντίθετα με πραότητα, ευδιαθεσία και σεβασμό. ...αρκεί να μην το παρακάνουμε όπως η δις Βασιλείου!

A Spoonful of Sugar helps the Medicine go down
Οι μαθητές μπορούν επίσης με λίγη βοήθεια από τον εκπαιδευτικό να δοκιμάσουν να μετατρέψουν κάποιες από τις καθημερινές εργασίες σε παιχνίδι ή διαγωνισμό, και να τις δουν έτσι να πραγματοποιούνται πιο ευχάριστα. Το συγκεκριμένο τέχνασμα το συναντάμε ήδη από παλιά στην παιδική λογοτεχνία (βλ. άσπρισμα φράχτη στον Τομ Σόγιερ), αλλά και ως τραγουδάκι στη Μαίρη Πόππινς:
In every job that must be done
There is an element of fun
you find the fun and snap!
The job's a game
Στο βιβλίο, ένα τέτοιο κόλπο χρησιμοποιεί η Μυρτώ για να δελεάσει τον αδελφό της, ώστε να τη βοηθήσει στο καθάρισμα του πατώματος της κουζίνας από τις τηγανίτες (σ.166-168). Το πιο σημαντικό κατά τη γνώμη μου, είναι ότι στον "αγώνα" αυτόν η μεγάλη αδελφή επιλέγει να χάσει, για να δώσει τη χαρά της νίκης στον Ορέστη. Αλτρουισμός ή χρησιμοθηρία; Για το πρώτο, περισσότερα θα αναφέρουμε στην Τάξη που νίκησε την κρίση, τον επόμενο μήνα. Προς το παρόν, θυμίζουμε -μέρες που είναι- μια αντίστοιχη "ήττα" στην πάλη από έναν 12χρονο μαθητή, προς όφελος ενός συμμαθητή του με εγκεφαλική παράλυση.
https://www.youtube.com/watch?v=VLmzjsKV8Ps


Share/Bookmark

1 σχόλιο:

Άντρη Αντωνίου είπε...

Ω, ευχαριστώ για την υπέροχη παρουσίαση monsieur Wallace! Mιάου :)

Δημοσίευση σχολίου

διαβάσαμε και σχολιάζουμε...σχολιάζουμε...σχολιάζουμε...