Υπόθεση
Βρισκόμαστε στο 1916, σε ένα χωριό των Σερρών. Η Ελλάδα έχει μόλις μπει στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Φοβούμενη τους βόρειους γείτονες που πολεμούν με τις Κεντρικές Δυνάμεις, μια μακεδονική οικογένεια παίρνει το τρένο της φυγής. Μέσα στον πανικό ο μικρός γιος Αλέξανδρος χάνεται, και ο αδελφός του Άγγελος, υπόσχεται στη μητέρα τους ότι θα τον βρει και θα τον επιστρέψει σε αυτήν σώο. Πώς θα καταφέρει άραγε να τηρήσει την υπόσχεσή του, όταν σε λίγο αιχμαλωτίζεται από τους εχθρούς και οδηγείται σε στρατόπεδο εργασίας μέσα στην ξένη χώρα;
Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Πατάκη
Συγγραφέας: Λότη Πέτροβιτς - Ανδρουτσοπούλου
Εικονογράφος: Παύλος Βαλασάκης
Εικονογράφος: Παύλος Βαλασάκης
Εξώφυλλο: Σπύρος Ορνεράκης
1η Έκδοση: 1976
ISBN: 960-293-147-7
Σελίδες: 155
Τιμή: περίπου 7 ευρώ
Σελίδες: 155
Τιμή: περίπου 7 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Ε', Στ', Γυμνάσιο
Τάξεις: Ε', Στ', Γυμνάσιο
Κριτική
Βραβευμένο ιστορικό μυθιστόρημα που δίκαια κατέχει μια θέση ανάμεσα στα μεγάλα κλασικά της παιδικής μας λογοτεχνίας. Γραμμένο με τρόπο απλό και βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα, κρατάει το ενδιαφέρον μικρών και μεγάλων αναγνωστών αμείωτο, ενώ παράλληλα υμνεί την αγάπη προς τον συνάνθρωπο και την ειρηνική συμβίωση των λαών. Τα δεκαοκτώ κεφάλαια έχουν μέγεθος γύρω στις επτά σελίδες το καθένα, και μοιράζονται από μόλις ένα απλό ασπρόμαυρο σκίτσο που αναπαριστά χαρακτηριστικές σκηνές από την διήγηση.
Το προτείνουμε ανεπιφύλακτα σε μαθητές της Ε' και Στ' τάξης αλλά και σε παιδιά του Γυμνασίου, καθώς εκτός από την αδιαμφισβήτητη ποιότητά του ως λογοτεχνικό κείμενο, αφηγείται γεγονότα από μια περίοδο της ελληνικής ιστορίας που δεν συναντάμε συχνά σε διηγήματα παιδικής λογοτεχνίας.
Όπως αναφέρει η συγγραφέας στην εισαγωγή του βιβλίου, σκοπός της ιστορίας αυτής είναι να καλλιεργήσει την αγάπη για την ειρήνη και όχι το μίσος. Και είναι ν' αναρωτιέται κανείς πώς όντως τελικά καταφέρνει οι λέξεις της να ζωγραφίζουν την ανθρωπιά να ανθίζει σαν λουλούδι, μέσα από γεγονότα σπαρμένα με τόση βία και σκληρότητα. Εκτοπισμοί, εμπρησμοί, λεηλασίες, αιχμαλωσία... οι ελληνικοί πληθυσμοί της Μακεδονίας υπέφεραν στα χέρια των Βορείων (πληροφορίες για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Βουλγάρων θα βρείτε εδώ) και η Πέτροβιτς δεν το κρύβει. Αντίθετα, μας εξηγεί μέσα απ' τα λόγια του πρωταγωνιστή (σελ. 107): "Πρέπει να μαθαίνουμε την ιστορία... Τίποτα δεν πρέπει να λησμονιέται... Μονάχα έτσι θα διδαχτούμε. Μα θα διδαχτούμε και θα θυμόμαστε όχι για να μισούμε, αλλά για να ξέρουμε πού οδηγούνε τα μίση, σε τι όλεθρο μπορούν να φτάσουν οι έχθρες, τι πολέμους μπορούνε να ξεσηκώσουν..."
Ο τίτλος του βιβλίου συνδέεται εκτός των άλλων, με μια όμορφη συγγραφική επινόηση, που αφορά την διαδικασία μετεξέλιξης του 16χρονου Άγγελου από απλό έφηβο σε πολίτη της Οικουμένης. Ακολουθώντας την επιταγή της μάνας να σταθεί σαν άντρας κοντά στο μικρό του αδελφό, ο νεαρός νιώθει το αίσθημα της ευθύνης σταδιακά να πλαταίνει μέσα του και την καρδιά του να πλημμυρίζει αγκαλιάζοντας όλο και περισσότερους ανθρώπους, θεωρώντας τους ως "μικρούς αδελφούς" και υπηρετώντας τους με αυτοθυσία:
-αρχικά τους συγγενείς του (ξάδελφος Νούσιας σ.36),
-έπειτα τους συμπολίτες του (συμμαθητής Μανόλης σ.52),
-στη συνέχεια τους συμπατριώτες του (Ανδρέας σ.78)
-ξεφεύγοντας από τα όρια της πατρίδας, τους συμμάχους του (άγνωστος ξένος σ.121)
-και, τέλος, ακόμα και τους εχθρούς του (μικρό παιδί σ. 194)
Η πορεία αυτή θα θυμίσει σε άλλους την χριστιανική προτροπή Αγαπάτε Αλλήλους, και σε άλλους την Ασκητική (1927) του Καζαντζάκη, όπου η ευθύνη ανεβαίνει τα σκαλοπάτια από το Εγώ, στη Ράτσα και έπειτα στην Ανθρωπότητα. Πιο πιθανό είναι ωστόσο η συγγραφέας να έχει επηρεαστεί από τα έργα της Πηνελόπης Δέλτα, όπου η αίσθηση του χρέους εμφανίζεται έντονη (βλ. Για την Πατρίδα, Παραμύθι χωρίς όνομα). Στο τελευταίο συνηγορούν τόσο κάποια βασικά στοιχεία της πλοκής όσο και οι περισσότερες αξίες που διατρέχουν το διήγημα. Όταν π.χ. η μητέρα των δύο παιδιών αναφέρει πως αυτό που ζητά για τα παιδιά της (σ.16) είναι να λένε πάντα την αλήθεια, να είναι γενναία, να νοιάζονται για τους άλλους, ήρωες σαν τον Τρελαντώνη έρχονται απευθείας στο μυαλό μας.
Ολοκληρώνοντας, να αναφερθώ σε κάτι που προσωπικά μου φάνηκε κάπως υπερβολικό και ίσως αταίριαστο. Οι προβλέψεις του νεαρού Αλέξανδρου για μελλοντικές τεχνολογικές εφευρέσεις (ομιλών κινηματογράφος, τηλεόραση και ραδιόφωνο, το οποίο μάλιστα περιγράφει και εξωτερικά ως συσκευή) και η σιγουριά του για γεγονότα που πρόκειται να συμβούν μέσα στον επόμενο μισό αιώνα (δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, ταξίδι στο φεγγάρι) ακόμα κι αν δεν υπήρχαν, πιστεύω πως δεν θα μου έλειπαν καθόλου. Αποτελούν ωστόσο μέρος ενός κειμένου, που έτσι κι αλλιώς θεωρείται ένα από τα πιο επιτυχημένα στην ιστορία της παιδικής μας λογοτεχνίας.
Αξίες - Θέματα
Όπως αναφέρει η συγγραφέας στην εισαγωγή του βιβλίου, σκοπός της ιστορίας αυτής είναι να καλλιεργήσει την αγάπη για την ειρήνη και όχι το μίσος. Και είναι ν' αναρωτιέται κανείς πώς όντως τελικά καταφέρνει οι λέξεις της να ζωγραφίζουν την ανθρωπιά να ανθίζει σαν λουλούδι, μέσα από γεγονότα σπαρμένα με τόση βία και σκληρότητα. Εκτοπισμοί, εμπρησμοί, λεηλασίες, αιχμαλωσία... οι ελληνικοί πληθυσμοί της Μακεδονίας υπέφεραν στα χέρια των Βορείων (πληροφορίες για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Βουλγάρων θα βρείτε εδώ) και η Πέτροβιτς δεν το κρύβει. Αντίθετα, μας εξηγεί μέσα απ' τα λόγια του πρωταγωνιστή (σελ. 107): "Πρέπει να μαθαίνουμε την ιστορία... Τίποτα δεν πρέπει να λησμονιέται... Μονάχα έτσι θα διδαχτούμε. Μα θα διδαχτούμε και θα θυμόμαστε όχι για να μισούμε, αλλά για να ξέρουμε πού οδηγούνε τα μίση, σε τι όλεθρο μπορούν να φτάσουν οι έχθρες, τι πολέμους μπορούνε να ξεσηκώσουν..."
Ο τίτλος του βιβλίου συνδέεται εκτός των άλλων, με μια όμορφη συγγραφική επινόηση, που αφορά την διαδικασία μετεξέλιξης του 16χρονου Άγγελου από απλό έφηβο σε πολίτη της Οικουμένης. Ακολουθώντας την επιταγή της μάνας να σταθεί σαν άντρας κοντά στο μικρό του αδελφό, ο νεαρός νιώθει το αίσθημα της ευθύνης σταδιακά να πλαταίνει μέσα του και την καρδιά του να πλημμυρίζει αγκαλιάζοντας όλο και περισσότερους ανθρώπους, θεωρώντας τους ως "μικρούς αδελφούς" και υπηρετώντας τους με αυτοθυσία:
-αρχικά τους συγγενείς του (ξάδελφος Νούσιας σ.36),
-έπειτα τους συμπολίτες του (συμμαθητής Μανόλης σ.52),
-στη συνέχεια τους συμπατριώτες του (Ανδρέας σ.78)
-ξεφεύγοντας από τα όρια της πατρίδας, τους συμμάχους του (άγνωστος ξένος σ.121)
-και, τέλος, ακόμα και τους εχθρούς του (μικρό παιδί σ. 194)
Η πορεία αυτή θα θυμίσει σε άλλους την χριστιανική προτροπή Αγαπάτε Αλλήλους, και σε άλλους την Ασκητική (1927) του Καζαντζάκη, όπου η ευθύνη ανεβαίνει τα σκαλοπάτια από το Εγώ, στη Ράτσα και έπειτα στην Ανθρωπότητα. Πιο πιθανό είναι ωστόσο η συγγραφέας να έχει επηρεαστεί από τα έργα της Πηνελόπης Δέλτα, όπου η αίσθηση του χρέους εμφανίζεται έντονη (βλ. Για την Πατρίδα, Παραμύθι χωρίς όνομα). Στο τελευταίο συνηγορούν τόσο κάποια βασικά στοιχεία της πλοκής όσο και οι περισσότερες αξίες που διατρέχουν το διήγημα. Όταν π.χ. η μητέρα των δύο παιδιών αναφέρει πως αυτό που ζητά για τα παιδιά της (σ.16) είναι να λένε πάντα την αλήθεια, να είναι γενναία, να νοιάζονται για τους άλλους, ήρωες σαν τον Τρελαντώνη έρχονται απευθείας στο μυαλό μας.
Ολοκληρώνοντας, να αναφερθώ σε κάτι που προσωπικά μου φάνηκε κάπως υπερβολικό και ίσως αταίριαστο. Οι προβλέψεις του νεαρού Αλέξανδρου για μελλοντικές τεχνολογικές εφευρέσεις (ομιλών κινηματογράφος, τηλεόραση και ραδιόφωνο, το οποίο μάλιστα περιγράφει και εξωτερικά ως συσκευή) και η σιγουριά του για γεγονότα που πρόκειται να συμβούν μέσα στον επόμενο μισό αιώνα (δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, ταξίδι στο φεγγάρι) ακόμα κι αν δεν υπήρχαν, πιστεύω πως δεν θα μου έλειπαν καθόλου. Αποτελούν ωστόσο μέρος ενός κειμένου, που έτσι κι αλλιώς θεωρείται ένα από τα πιο επιτυχημένα στην ιστορία της παιδικής μας λογοτεχνίας.
Αξίες - Θέματα
Υπευθυνότητα, Οικογένεια, Ειρήνη, Φιλία, Απώλεια, Ιστορία
Εικονογράφηση
Απόσπασμα
Μπήκε παγωμένος στο γραφείο του ταγματάρχη. Εκείνος τον κοίταξε και γύρισε στο βοηθό του. Μιλούσε γρήγορα κι ο Άγγελος προσπαθούσε να καταλάβει. Δεν έπιανε πολλές από τις κουβέντες του. Μονάχα κάτι σαν «γράψιμο», «ωραία γράμματα», «καταλόγους», «δουλειά», «αντικαταστάτη». Τις λέξεις «προδοσία», «κατάσκοπος» δεν τις άκουσε. Καταλάγιασε κάπως.
- Από σήμερα θα έρχεσαι εδώ κάθε
πρωί του έλεγε τώρα ο ταγματάρχης αργά αργά, για να καταλαβαίνει. Δε θα πηγαίνεις
για καταναγκαστική εργασία. Η δουλειά σου θα είναι γραφική.
Ο Άγγελος έμεινε άναυδος! Δε θα
τον ανάκριναν λοιπόν; Δε θα τον τιμωρούσαν; να και μια τύχη μέσα στις τόσες
κακοτυχίες. Και δουλειά γραφική! Θα ξεκούραζε, δηλαδή, κιόλας για λίγο καιρό το
βαλαντωμένο κορμί του!
Του έδειξαν τι ακριβώς έπρεπε να
κάνει: Καινούριο μητρώο φρουράς, βιβλίο ιματισμού, βιβλίο ποινών, βιβλίο αποθήκης,
κατάλογο αποστολών, κατάλογο ασθενών…
Το βράδυ ο Ανδρέας χοροπήδησε απ’
τη χαρά του, σαν έμαθε τούτα τα νέα.
- Είδες, λοιπόν, που τρόμαξες άδικα;
είπε γελώντας. Τώρα θα τρως και καλύτερα. Όσοι δουλεύουν γραφιάδες τρώνε και
φασολάδα και μακαρόνια πού και πού. Λογαριάζονται εκλεκτοί! Διανοούμενοι…
- Μην κοροϊδεύεις, αν θέλεις να
σου φέρνω λίγο και σένα, ψευτοφοβέρισε ο Άγγελος.
- Έπειτα μπορεί να μάθεις και νέα,
συνέχισε χαμηλώνοντας τη φωνή του ο μικρός. Όλο και κάτι θα παίρνει τα’ αυτί
σου εκεί μέσα. Όλο και κάτι θα βλέπει το μάτι σου.
Σταμάτησε λίγο, έξυσε το σβέρκο
του και συνέχισε με δισταγμό.
- Ξέρεις, ίσως μπορείς να κάνεις και κάτι ακόμα.
- Τι, δηλαδή;
- Να, οι άλλοι δυο συμπατριώτες
που ήρθαμε εδώ μαζί, έχουν μαζέψει πληροφορίες για τούτα τα μέρη. Αν κατάφερνες
να βρεςι κανένα χάρτη στρατιωτικό της περιοχής… Να ξέραμε τις κακοτοπιές… Εκείνοι,
λένε, είναι αποφασισμένοι. Έτσι και βρούμε ευκαιρία…
Ο Άγγελος κατάλαβε. Του ‘σφιξε το
χέρι.
- Αυτό λογαριάζω κι εγώ καιρό τώρα.
Επικίνδυνο, δε λέω, μα τούτη η κατάσταση δεν αντέχεται άλλο. Ξέρεις, έχω αφήσει
τον αδελφό μου στην πατρίδα. Και είναι μικρός. Πρέπει να βρω τρόπο να γυρίσω,
να τον πάρω και να τον πάω στους γονείς μας. Τους το έχω υποσχεθεί… Πού να σου
λέω, είναι ολόκληρη ιστορία…
Του είπε μέσες άκρες την ιστορία,
το άλλο βράδυ. Έπειτα, λεπτομέρειες για την καινούρια δουλειά. Εύκολα πράγματα,
μα για κείνο που έλεγαν θα έπρεπε λίγο να περιμένουν.
- Είναι όλοι σφιγμένοι, κουμπωμένοι
μπροστά μου στο γραφείο, του εξήγησε. ν’ αρχίσουν κάπως να μ’ εμπιστεύονται κι έπειτα
σίγουρα θα βρω τρόπο να πάρω ένα χάρτη. Κι ό,τι άλλη πληροφορία θα μας είναι χρήσιμη.
Σε λίγες μέρες, είχαν γίνει μια
παρέα οι τέσσερις πατριώτες στο στάβλο. Ο Άγγελος, ο Ανδρέας και οι άλλοι, ο
Αριστείδης κι ο Γιάννης. Κάθε βράδυ έλεγαν τα νέα τους γύρω απ’ τη λάμπα. Διηγιόταν
ένας ένας τα βάσανα της ημέρας, έτσι για να ξεθυμαίνουν. Μετά κατάστρωναν το σχέδιο
για την απόδραση. Ο Αριστείδης κι ο Γιάννης ήταν αρκετά μεγαλύτεροι. Είχαν
πολεμήσει στον προηγούμενο πόλεμο και ήξεραν από τέτοιες δουλειές. Κι άλλοτε είχαν
αποδράσει, όταν κάποτε τους είχαν πιάσει αιχμαλώτους οι εχθροί.
Όλα σχεδόν τα είχαν προβλέψει.
Στο βάθος του στάβλου υπήρχε ένα μικρό παράθυρο, δίχως κάγκελα, που έβλεπε στην
πίσω μεριά του στρατοπέδου. Τούτο το παράθυρο δε φαινόταν διόλου από κει που
κοιμόνταν οι ξένοι όμηροι, στην άλλη άκρη.
Βέβαια, έξω, στη γωνιά, ήταν στημένο
ένα φυλάκιο και μέσα ήταν πάντα ένας φρουρός. Όμως είχανε συνεννοηθεί μ’ εκείνο
το φρουρό που γνώριζε ο Άγγελος. του είχαν δώσει τα υπόλοιπα από τη χρυσή λίρα.
Μια νύχτα που θα είχε βάρδια εκείνος μπροστά στον πυλώνα θα προσποιόταν πως κάτι
ύποπτο βλέπει τάχα στους απέναντι θάμνους. Θα φώναζε μπροστά για ενίσχυση τον πίσω
φρουρό. Θα του τραβούσε την προσοχή θα τον καθυστερούσε όσο να προλάβουν να πηδήξουν και οι τέσσερις από το παράθυρο• μ’ αυτό το κόλπο, η δραπέτευση θα φαινόταν σαν απλή αβλεψία των φρουρών. Η ποινή
τους δε θα ήταν μεγάλη. Ο γνωστός τους δε θα κινούσε υποψίες πως είχε βοηθήσει.
Κι ως το πρωί, που θα ανακάλυπταν την απουσία τους οι εχθροί, εκείνοι θα ήταν
κιόλας μακριά.
Ο Αριστείδης έλεγε πως έτσι και βρίσκονταν έξω, για τα υπόλοιπα
μπορούσαν να βασίζονται απάνω του. Με την πείρα του, θα οδηγούσε τη συντροφιά μέσα
από τα βουνά. Έλειπε μόνο ο χάρτης.
Και μια μέρα, είδε ένα χάρτη ο Άγγελος
απλωμένο πάνω σ’ ένα τραπέζι, στο γραφείο του ταγματάρχη. Τον γυρόφερε κάμποση ώρα.
Κατάλαβε με λίγες λοξές ματιές πως ήταν αυτό που γύρευαν. Έπρεπε τώρα να βρει
ευκαιρία να τον διπλώσει και να τον χώσει στην τσέπη.
Ήρθε μια στιγμή που έμεινε μόνος.
Σηκώθηκε από την θέση του… Πλησίασε… Έπειτα δίπλωσε με βιαστικές κινήσεις το χάρτη.
Θόρυβο που έκανε το χαρτί!
- Τον τύλιξες καλά; άκουσε άξαφνα
πίσω του μια φωνή.
Ήταν ο ταγματάρχης. Η πόρτα είχε
ανοίξει απότομα.
Κέρωσε ο Άγγελος.
Το γενικό δεν είναι πάντα ευγενικό
Πολύ συχνά, ακούμε ανθρώπους να χαρακτηρίζουν την περιοχή μιας χώρας, αλλά και φυλές και έθνη ολόκληρα με φράσεις "οι τάδε είναι κλέφτες" "τους δείνα δεν μπορείς να τους εμπιστεύεσαι" κλπ. Τέτοιες γενικεύσεις βασίζονται σε μεμονωμένες εμπειρίες και στερεότυπα και εύκολα οδηγούν σε λανθασμένες κρίσεις και παρεξηγήσεις μεταξύ των ανθρώπων.
Ο ίδιος ο ήρωας της ιστορίας, όταν στην ξένη χώρα συναντάει έναν καλόκαρδο βιβλιοπώλη, αναρωτιέται (σ.59) Υπήρχαν λοιπόν κι άλλου είδους Βόρειοι; Άνθρωποι, που έμοιαζαν με τους δικούς τους ανθρώπους;
Εσείς τι λέτε; Θα ήταν ποτέ δυνατόν όλοι όσοι ανήκουν σε μια ομάδα να έχουν τα ίδια γνωρίσματα χαρακτήρα, την ίδια ηθική και συμπεριφορά; Συζητήστε με τους συμμαθητές σας πώς θα αντιδρούσατε σε μια συγκεκριμένη περίσταση (π.χ. βρίσκετε ένα γεμάτο πορτοφόλι στο δρόμο) και θα καταλάβετε πόση διαφορετικότητα χωράει σε λίγους μόλις μαθητές που μορφώνονται κάτω από την ίδια στέγη.
1916 - Βουλγαρικό πεζικό στα σύνορα με τη Σερβία (πηγή) |
Πόλεμος και Ειρήνη
Οι αντιπολεμικές αναφορές στο έργο είναι πολλές και ευθείες. Ο Άγγελος αναρωτιέται (σ.80) γιατί ν' αγριεύει έτσι τους ανθρώπους ο πόλεμος; Γιατί και τους καλούς ακόμη να τους κάνει θηρία; Έχετε αλήθεια παρατηρήσει πώς φέρονται οι άνθρωποι όταν παθιάζονται με κάποιο γεγονός; (π.χ. καβγάς για ποδοσφαιρικό αγώνα ή πολιτικά θέματα) Μπορεί μήπως αυτή τους η κατάσταση να τους οδηγήσει σε λόγια και πράξεις για τα οποία αργότερα θα μετανιώσουν; Έχετε ανάλογες προσωπικές εμπειρίες;
Αργότερα (σ.105-8) τα δύο αδέλφια συζητούν και ο Άγγελος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι πόλεμοι θα μπορούσαν να λύνονται όπως οι προσωπικές διαμάχες, με τη βοήθεια της δικαιοσύνης. Είναι άραγε εύκολο να λύνουμε τις διαφορές μας ειρηνικά και χωρίς τη χρήση βίας; Τι πιστεύετε ότι είναι ωφελιμότερο και γιατί; Ίσως ξεκινώντας από τις αυλές των σχολείων, να μπορούμε να οικοδομήσουμε έναν κόσμο χωρίς πολέμους...
Λίγο πριν το τέλος της ιστορίας (σ.126) ο Αλέξανδρος ακούγοντας τα νέα αναρωτιέται αν τέλειωνε στ' αλήθεια ο πόλεμος. Τούτο το θέρισμα του χάρου, που έστρωνε σαν στάχυα στο χώμα χιλιάδες ανθρώπινα πλάσματα. Όταν παρατηρεί κανείς εικόνες από τον Α' παγκόσμιο πόλεμο σαν και την παραπάνω, γίνεται πιο κατανοητός ο στίχος του Πινδάρου:
γλυκός είν' ο πόλεμος στους ανήξερους, μα όποιος τον δοκίμασε τον τρέμει
γλυκός είν' ο πόλεμος στους ανήξερους, μα όποιος τον δοκίμασε τον τρέμει
(γλυκὺ δὲ πόλεμος ἀπείροισιν, ἐμπείρων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα νιν καρδίᾳ περισσῶς)
Γερμανίδα μητέρα τακτοποιεί τον γιο της πριν εκείνος ξεκινήσει για το μέτωπο (πηγή) |
Χρήση στην Τάξη
Προχωρώντας από την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα (όπου μας άφησαν τα Μυστικά του Βάλτου) στη δεύτερη, συναντάμε την πρωτόγνωρη εμπειρία των μεγάλων πολέμων που άλλαξαν την ιστορία του ανθρώπου για πάντα. Με αφορμή το κείμενο αυτό, μπορούμε να βοηθήσουμε τα παιδιά να ταξιδέψουν στην πολυτάραχη εκείνη εποχή και να επιχειρήσουν (μέσα από την ιστορία των ηρώων) να αφουγκραστούν τα συναισθήματα των παιδιών που την έζησαν. Παράλληλα όμως, έχουμε όπως πάντα τη δυνατότητα να δώσουμε στα παιδιά μια πληρέστερη ποικιλία ερεθισμάτων (μουσική, βίντεο, κλπ.) ώστε να αποκτήσουν μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα της δεκαετίας του 1910 στην Ελλάδα και την Ευρώπη.
Αυτονόητο είναι ότι, πέραν των άλλων, το βιβλίο μπορεί να αποτελέσει μια
ενδιαφέρουσα αφόρμηση πριν το μάθημα της Ιστορίας για τον Α' Παγκόσμιο
Πόλεμο. Αρκεί να θυμηθείτε να αντικαταστήσετε όπου το κρίνετε σκόπιμο, τις πολιτικά ορθές περιφράσεις της
συγγραφέως με σαφέστερες εθνικές κατηγορίες, όπως Βούλγαροι αντί για βόρειοι γείτονες,
Σέρβοι αντί για σύμμαχοι από χώρα φιλική, κλπ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
διαβάσαμε και σχολιάζουμε...σχολιάζουμε...σχολιάζουμε...