Υπόθεση
Η κυρία Βάσω Χαλάλη λατρεύει τους μαθητές της και στοχεύει στην ευγένεια, τον αλτρουισμό και την ευτυχία τους. Για να τους διδάξει, χρησιμοποιεί αντισυμβατικές μεθόδους και δραστηριότητες, που όμως ο διευθυντής του σχολείου δεν εγκρίνει. Γι’αυτό, την καλεί στο γραφείο του και την κατσαδιάζει, με αποτέλεσμα εκείνη να αλλάξει διδακτική προσέγγιση. Το μάθημά της έτσι γίνεται βαρετό και προκαλεί πλήξη στους μαθητές, που αντιδρούν και αυθαδιάζουν, με αποτέλεσμα το κεφάλι της δασκάλας να γίνεται καζάνι! Τι θα συμβεί τελικά στο σχολείο;
Η κυρία Βάσω Χαλάλη λατρεύει τους μαθητές της και στοχεύει στην ευγένεια, τον αλτρουισμό και την ευτυχία τους. Για να τους διδάξει, χρησιμοποιεί αντισυμβατικές μεθόδους και δραστηριότητες, που όμως ο διευθυντής του σχολείου δεν εγκρίνει. Γι’αυτό, την καλεί στο γραφείο του και την κατσαδιάζει, με αποτέλεσμα εκείνη να αλλάξει διδακτική προσέγγιση. Το μάθημά της έτσι γίνεται βαρετό και προκαλεί πλήξη στους μαθητές, που αντιδρούν και αυθαδιάζουν, με αποτέλεσμα το κεφάλι της δασκάλας να γίνεται καζάνι! Τι θα συμβεί τελικά στο σχολείο;
Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Πατάκης
Συγγραφέας: Σοφία Μαντουβάλου
Εικονογράφηση: Δέσποινα Καραπάνου
ISBN: 978-960-16-2127-2
Έτος 1ης Έκδοσης: 2006
Εικονογράφηση: Δέσποινα Καραπάνου
ISBN: 978-960-16-2127-2
Έτος 1ης Έκδοσης: 2006
Τάξεις: Ε’, Στ’
Κριτική
Αρκετά χαριτωμένο διήγημα που ακολουθεί γνώριμες δομές, προσπαθώντας να προβάλλει μια τάξη όπου η μη δασκαλοκεντρική διδασκαλία εφαρμόζεται κατά ιδανικό τρόπο. Η γλώσσα είναι κατάλληλη και αρκετά απλή, ενώ οι συνεχείς διάλογοι, οι διασκεδαστικές ατάκες και τα ρονταριανά διώνυμα, δεν επιτρέπουν στα παιδιά να βαρεθούν. Ωστόσο, πέρα από ένα δροσερό εξώφυλλο, εικονογράφηση δεν υπάρχει ούτε για δείγμα, οπότε θα πρέπει να ελπίσουμε ότι τα δεκασέλιδα κεφάλαια (με τους ευφυείς τίτλους) δεν θα κουράσουν τους μικρούς αναγνώστες.
Αρκετά χαριτωμένο διήγημα που ακολουθεί γνώριμες δομές, προσπαθώντας να προβάλλει μια τάξη όπου η μη δασκαλοκεντρική διδασκαλία εφαρμόζεται κατά ιδανικό τρόπο. Η γλώσσα είναι κατάλληλη και αρκετά απλή, ενώ οι συνεχείς διάλογοι, οι διασκεδαστικές ατάκες και τα ρονταριανά διώνυμα, δεν επιτρέπουν στα παιδιά να βαρεθούν. Ωστόσο, πέρα από ένα δροσερό εξώφυλλο, εικονογράφηση δεν υπάρχει ούτε για δείγμα, οπότε θα πρέπει να ελπίσουμε ότι τα δεκασέλιδα κεφάλαια (με τους ευφυείς τίτλους) δεν θα κουράσουν τους μικρούς αναγνώστες.
Το βιβλίο προτείνεται σε παιδιά της Ε’ και Στ’ τάξης, αγόρια και κορίτσια που αγαπούν τις σχολικές περιπέτειες και ονειρεύονται μια διαφορετικού τύπου εκπαίδευση.
Η ιστορία, μια ωδή στη λεγόμενη μαθητοκεντρική διδασκαλία, ακολουθεί το αρκετά γνώριμο σενάριο της δασκάλας που με τις μεθόδους της ξεσηκώνει τον ενθουσιασμό των μαθητών και το θυμό των προϊσταμένων της (βλ. η καινούρια δασκάλα, κ.ά.). Καθόλου κακό το να λέγεται μια ξαναειπωμένη ιστορία φαντάζομαι, αρκεί να έχει κάτι καινούριο να καταθέσει. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση, το καινούριο πιθανότατα έχει να κάνει με τη σαφή τοποθέτηση της συγγραφέως υπέρ της μοντέρνας διδακτικής προσέγγισης, αλλά και με την προβολή σε πρώτο πλάνο των δικαιωμάτων των παιδιών (βλ. και αντίστοιχο άρθρο της Θ. Μακρίδου στο diaforetikotita.gr).
Παρόλαυτά, ο τρόπος με τον οποίο επιχειρείται να εκφραστεί αυτή η «αποκέντρωση» από το πρόσωπο του δασκάλου, μοιάζει μονομερής και κάποιες φορές ασυνεπής: Ως κεντρική πρωταγωνίστρια επιλέγεται μια δασκάλα, που μάλιστα μας συστήνεται ως υπερβολικά «τέλεια», πανέμορφη και δημιουργική, ως εκείνη που αγαπήθηκε όσο καμία άλλη στην ιστορία της εκπαίδευσης. Η τσάντα της είναι γεμάτη εκπλήξεις, η καρδιά της μικρού παιδιού, η διάθεσή της σκανταλιάρικη, τα παπούτσια της παράταιρα (το ένα με καρδούλες και το άλλο με ερωτηματικά), μια γάτα την περιμένει στο σπίτι και είναι τόσο ερωτευμένη με τους μαθητές της που τους αγκαλιάζει συνέχεια· όταν μάλιστα θέλει να τους τιμωρήσει, τους φιλάει! Η ανάλυση της χαρισματικότητας της δασκάλας συνεχίζεται σε όλο το πρώτο μισό του βιβλίου, όπου μας εξηγείται αφειδώς το γιατί τη λατρεύουν τόσο τα παιδιά της και το πόσο υπέροχα κάνει το μάθημα.
Σχετικά με την εξυπηρέτηση της διαφορετικότητας, η συγγραφέας - και πάλι αφήνοντας περιθώριο για κριτική - μας δίνει στο δεύτερο κεφάλαιο (ακολουθώντας άραγε τη δομή της Ιλιάδας;), τον κατάλογο των μαθητών· και των 26. Με ονόματα, παρατσούκλια και συνήθειες… Σίγουρα διασκεδαστικό από άποψη ευρηματικότητας, πιθανότατα όμως αποπροσανατολιστικό για τους μικρούς αναγνώστες που δεν αποκλείεται γρήγορα να αρχίσουν να μπερδεύονται με τα πολλά πρόσωπα και τους διαφορετικούς χαρακτήρες.
Κάπου στα μέσα του βιβλίου, απέναντι στο φως και την αγάπη της κυρίας Βάσως εμφανίζεται ο αρνητικός πόλος, η σκοτεινή δύναμη: ο διευθυντής – κτήνος με το «λυσσασμένο βλέμμα» που θεωρεί τους μαθητές «παλιόπαιδα» και, όπως φαντάζεστε, κάνει τη δασκάλα να φανεί στα μάτια του αναγνώστη ακόμα πιο αγαπητή... αγία θα τολμούσαμε να πούμε, αν οι απόψεις που εκφράζονται στο βιβλίο για τη θρησκεία, ήταν λίγο πιο συντηρητικές. Σχετικά με το τελευταίο, παρακολουθούμε τη δασκάλα (ίσως σε ένα διάλειμμα από τις σύγχρονες διδακτικές προσεγγίσεις) να βάζει τους μαθητές της να μάθουν απ’ έξω το Σύμβολο της Πίστεως προκειμένου να «βαφτίσουν» τους συμμαθητές τους· όταν εκείνοι ωστόσο τη ρωτάνε αν υπάρχει Θεός, εκείνη μεταξύ άλλων αποκρίνεται: «Ο κάθε άνθρωπος, όταν μεγαλώνει, φτιάχνει τη δική του αλήθεια – ψέμα.»
Αντίστοιχη ασυνέπεια διαπιστώνουμε και μέσα από τις εναλλαγές στον χαρακτήρα των ηρώων: Ο σεβασμός των μαθητών προς την τόσο αγαπητή φιγούρα της δασκάλας εξαφανίζεται, όταν εκείνη (υπό την πίεση του διευθυντή), υποχωρεί στις πεποιθήσεις της και αλλάζει εντελώς μέθοδο διδασκαλίας. Τότε τα μικρά γίνονται πραγματικοί τύραννοι, που τελικά επαναστατούν και της παραδίδουν ένα μανιφέστο - λίστα δικαιωμάτων του μαθητή με τη μορφή αλφαβήτας - σαν εκείνες που προτείνει η Αγγελική Βαρελά. Σύντομα όμως ανησυχούν για την υγεία της και ξαναγίνονται ώριμοι, συμπονετικοί και υπερευαίσθητοι. Λες και τα παιδιά είναι ανισόρροπα ή έχουν την ευμετάβλητη προσωπικότητα – λάστιχο των πολιτικών στις μέρες μας.
Μέσα σε όλα αυτά, παρατίθενται ωστόσο και κάποιες ενδιαφέρουσες διδακτικές προτάσεις, χρήσιμες στους εκπαιδευτικούς που αναζητούν το διαφορετικό, όπως η διδασκαλία με βιωματικές υποθέσεις (το γνωστό ερώτημα «τι θα γινόταν αν» μεταφράζεται εδώ σε «άρα γιατί;»), το μάθημα που αλλάζει όρους και γίνεται παιχνίδι, το δωμάτιο του χαμένου χρόνου για όποιον βαριέται τις παραδόσεις, κ.ά.
Αξίες - Θέματα
Εκπαίδευση, Διαφορετικότητα.
Εκπαίδευση, Διαφορετικότητα.
Απόσπασμα
- Πιστεύω εις έναν Θεό… είπε και κόμπιασε το Φτυάρι, που ήταν και νονός του Τσιρότου.
- Πιστεύω εις έναν Θεό… είπε και κόμπιασε το Φτυάρι, που ήταν και νονός του Τσιρότου.
- Πατέρα Παντοκράτορα…, τον βοήθησε η Σβούρα.
- …Ποιητή ουρανού και γης, συνέχισε το Φτυάρι.
- Κυρία, υπάρχει Θεός; ρώτησε ξαφνικά ο Μπελάς.
- Η μαμά μου λέει πως υπάρχει και η θεία μου πως δεν υπάρχει, απάντησε ο Οχ Αμάν, χωρίς να τον ρωτήσει κανείς. Ποια λέει την αλήθεια, κυρία, και ποια λέει ψέματα;
Η κυρία Βάσω, που δεν περίμενε την ερώτηση, ξαφνιάστηκε. Σκέφτηκε για λίγο και είπε:
- Ένας μεγάλος Έλληνας ποιητής γράφει πως την «αλήθεια» τη «φτιάχνει» κανείς ακριβώς όπως «φτιάχνει» και το «ψέμα». Η μαμά σου ξέρει πως «για να γυρίσει ο ήλιος, θέλει δουλειά πολλή» και η θεία σου ξέρει «πως τα πουλιά δε φοίτησαν ποτέ στο κατηχητικό», απάγγειλε τους στίχους του Ελύτη.
Η κυρία Βάσω κοίταξε ένα ένα τα παιδιά στα μάτια και συνέχισε.
- Ο κάθε άνθρωπος, όταν μεγαλώνει, φτιάχνει τη δική του αλήθεια – ψέμα. Το σωστό και το λάθος εξαρτάται από το πώς ερμηνεύουμε τα πράγματα, από ποια γωνία τα βλέπουμε. «Τα πάντα εν τέλει ανάγνωση επιδέχονται» είπε η κυρία Βάσω και εξήγησε στα παιδιά πως όλα τα πράγματα διαβάζονται με πολλούς τρόπους. Μερικά πράγματα όμως διαβάζονται μόνο με τα μάτια της ψυχής. Ή τα βλέπεις ή δεν τα βλέπεις. Το δώρο της ζωής είναι μια αλήθεια. Οι άνθρωποι αναζητούν το δημιουργό. Άλλοι τον πλησιάζουν, άλλοι τον συναντούν και άλλοι δεν τον βλέπουν ποτέ. Ο σεβασμός όμως και το δέος για το δώρο της ζωής κάνει όλους τους ανθρώπους συνεργάτες στην αγάπη. Κι εσείς, όταν διαβάσετε πολλά βιβλία και μεγαλώσει η ψυχή και το μυαλό σας, θα φτιάξετε τη δική σας αλήθεια ή το ψέμα που θα πιστεύετε για αλήθεια.
- Ο θείος μου λέει πως όλα αυτά είναι παραμύθια, είπε η Αστραπή!
- Χιλιάδες χρόνους οι άνθρωποι περπατάμε χέρι χέρι με τα παραμύθια, είπε η κυρία Βάσω και εφάρμοσε την αγαπημένη της μέθοδο του «Άρα». Άρα γιατί;
Η τάξη γέλασε. «Άρα Γιατί» ήταν το παρατσούκλι της κυρίας Βάσως Χαλάλη. Αυτό το όνομα της είχαν δώσει ομόφωνα οι μαθητές της, γιατί η κυρία Βάσω, θέλοντας να βάζει τα παιδιά να σκέφτονται και να φτάνουν μόνα τους σε ένα συμπέρασμα, ρώταγε πάντα μετά από κάθε θέμα: άρα γιατί;
Οι μαθητές της ήξεραν πια πως για μερικά πράγματα το συμπέρασμα μπορεί να είναι ένα. Για άλλα πράγματα τα συμπεράσματα μπορεί να είναι πολλά και να είναι και όλα σωστά.
- Τα παραμύθια είναι αληθινά; ρώτησε ο Λόξιγκας.
- Τα παραμύθια είναι μεγάλη παρηγοριά για την ψυχή και μας κάνουν καλύτερους ανθρώπους, απάντησε η κυρία Βάσω. Πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη στα παραμύθια.
- Τα παραμύθια είναι αληθινά, γιατί βγαίνουν από τη ζωή, λέει ο παππούς μου, πετάχτηκε η Τιμωρημένη Τσίχλα.
- Τα παραμύθια λένε αλήθεια ή ψέματα; ρώτησαν συγχρόνως οι Κολλητοί.
- Τα παραμύθια έχουν πολλή αλήθεια με μερικές σταλίτσες ψέμα, αποκρίθηκε η κυρία Βάσω.
- Τελικά, κυρία, θα τα κάνουμε τα βαφτίσια ή δε θα τα κάνουμε, επανέφερε την τάξη στο στόχο της το Γιουβαρλάκι, που είχε το μυαλό του στα κουφέτα.
Η τελετή του μυστηρίου συνεχίστηκε με επιτυχία.
Μετά από εκείνα τα βαφτίσια, κάθε φορά που η κυρία Βάσω παίρνει απουσίες, φωνάζει τα παιδιά με τα καινούρια τους ονόματα.
Η Τιμωρημένη Τσίχλα, ο Πιάνω Μύγες στον Αέρα, τα Ερωτευμένα Κορδόνια, η Αστραπή, το Φτυάρι, η Τσίμπλα ή Αγοροκόριτσο, ο Λόξιγκας, η Σβούρα, ο Κυρία Κυρία ή Πανταχού Παρών, ο Αϊνστάιν Τσβάιστάιν Ντράιστάιν, το Μαμμόθρεφτο Μακαρόνι, το Γέλιο Σοπράνο, οι Κολλητοί, ο Βόλτας ή Τρικλοποδιάς, το Σπανάκι, το Γιουβαρλάκι και η Οδοντογλυφίδα, ο Παραμυθάς, το Τσιρότο, η Κατουρίστρα, το Γλειφιντζούρι, ο Δε Λέει Λέξη, ο Οχ Αμάν και η Νιάου, είναι όλοι παρόντες, για να κάνουν δύσκολη τη ζωή της αγαπημένης τους δασκάλας.
Ο Πιάνω Μύγες στον Αέρα, ο πανέξυπνος μυγοσυλλέκτης, σηκώνει πάντα τα φρύδια του με απορία, Θα μπορούσε να τον λένε και Σπίθα, γιατί το μυαλό του ανάβει σαν σπίρτο. Τον λένε όμως Άρη, όπως τον παππού του, και είναι ο πιο έξυπνος τεμπέλης της τάξης.
Τα Ερωτευμένα Κορδόνια είναι πιασμένα χέρι χέρι από το νηπιαγωγείο. Βήχουν μαζί, τρώνε μαζί, απαντάνε μαζί και γιορτάζουν μαζί. Ο Κώστας και η Ελένη, ούτε δίδυμα αδερφάκια να ήταν, φοράνε πάντα ίδιο χρώμα κορδόνια στα παπούτσια τους. Του Κώστα η γλώσσα μερικές φορές δεν κυλάει εύκολα, αλλά κανείς δεν τον κοροϊδεύει. Όλοι ξέρουν πως μερικά παιδιά μπερδεύουν τη γλώσσα τους.
Η Αστραπή κινείται γρήγορα, βρίσκεται παντού και δίνει απαντήσεις στο πι και φι. Τα κατακόκκινα μακριά μαλλιά της τα ζηλεύουν όλα τα κορίτσια της τάξης. Οι γονείς της Μάρθας είναι από την Πολωνία, όμως εκείνη έχει γεννηθεί στην Ελλάδα.
Το Φτυάρι είναι ψηλό και λιγνό σαν σπαγγέτι. Φλυαρεί πίσω από τις πλάτες των άλλων μαθητών και γι’ αυτό δεν έχει και πολλές συμπάθειες. Ο Στέφανος πήρε το όνομά τους από την κακή συνήθεια που έχει να κακολογεί τους συμμαθητές του.
Η Τσίμπλα φτάνει πάντα αργοπορημένη και, φυσικά, αγουροξυπνημένη. Δυο μεγάλα νυσταγμένα μάτια έτοιμα να κλείσουν προβάλλουν μέσα από αχτένιστα σγουρά μαλλιά. Η Μαρία βλέπει τηλεόραση ως αργά το βράδυ και το πρωί κοιμάται όρθια. Καθώς η ώρα περνάει, προσέχει όλο και λιγότερο στο μάθημα και δε χάνει ευκαιρία να ακουμπήσει το κεφάλι της στο θρανίο.
Ο Λόξιγκας είναι ολοστρόγγυλος, λες και τον έχουν φουσκώσει με τρόμπα ποδηλάτου. Ο Νίκος, κάθε φορά που είναι αδιάβαστος ή έχει να αντιμετωπίσει μια ερώτηση με άγνωστη απάντηση, παθαίνει πάντα λόξιγκα, που του περνάει μόνο όταν φάει σοκολάτα.
Η Σβούρα έχει μια μικροσκοπική γελαστή φατσούλα, κινείται γρήγορα και βρίσκεται παντού. Στην Καίτη αρέσει το θεατρικό παιχνίδι και ονειρεύεται να γίνει ηθοποιός όπως και η μαμά της.
Ο Κυρία Κυρία ή το Καλάμι είναι στρουμπουλός με σγουρά μαλλιά και ανήσυχη έκφραση. Ο Πέτρος έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του και θέλει να έχει πάντα την τελευταία λέξη σε μια συζήτηση. Διαθέτει ένα στόλο από καλάμια για όλα τα θέματα. Τα ξέρει όλα από συνήθεια.
Ο Αϊνστάιν Τσβάιστάιν Ντράιστάιν ή ποιητής, γεννημένος με το μυαλό του κοφτερό σαν ξυράφι και ευαίσθητος σαν πουλάκι, είναι το αστέρι της τάξης στην αριθμητική και στην ποίηση. Ο Γιάννης θα μπορούσε να τετραγωνίσει μέχρι και τον κύκλο, αλλά δεν το κάνει γιατί δεν του αρέσουν οι γωνίες.
Το Μαμμόθρεφτο Μακαρόνι (είναι γνωστό σε όλους πως ακόμα το διαβάζει η μαμά του) σκαλίζει συνέχεια τη μύτη του και φτιάχνει αηδιαστικά μακαρονάκια. Με τη βοήθεια του αντίχειρα και του δείκτη του, ο Πάνος τα στέλνει προς κάθε κατεύθυνση.
Το Γέλιο Σοπράνο γελάει συνέχεια σε υψηλή συχνότητα και διαταράσσει ξαφνικά την ησυχία της τάξης. Η Λουκία, ακόμα κι όταν τη μαλώνουν, κλαίει και γελάει μαζί.
Οι Κολλητοί, Γιώργος και Γιώργος, είναι μεγάλα πειραχτήρια. Δεν έχουν μόνο ίδιο όνομα, αλλά και ίδιες ιδέες για αταξίες. Η μόνη διαφορά που έχουν είναι το ύψος. Ο ένας είναι πολύ ψηλός και ο άλλος πολύ κοντός.
Ο Βόλτας ή Τρικλοποδιάς, ένα σγουρόμαλλο ξανθό αγόρι, κάνει πάντα μια στροφή γύρω από τον εαυτό του κάθε φορά που πρέπει να πει το μάθημα, και δεν μπορεί να κάτσει ακίνητος για πολύ χρόνο. Έχει πάντα τα πόδια του απλωμένα στο διάδρομο και κάνει στενά μαρκαρίσματα στην αυλή. Ο Κώστας θέλει να τον προσέχουν όλοι. Δεν είναι καλός μαθητής, αλλά το μυαλό του, όταν δεν τεμπελιάζει, ξεχειλίζει εξυπνάδα.
Το Σπανάκι αποφεύγει τη μπανιέρα. Ο λαιμός του Λευτέρη είναι πάντα μαύρος με άσπρα αυλάκια από τρεχούμενο νερό.
Το Γιουβαρλάκι και η Οδοντογλυφίδα ή ο Χοντρός και η Λιγνή είναι ένα αχώριστο δίδυμο. Ο Γιάννης είναι πολύ λαίμαργος και μασουλάει ό,τι βρει μπροστά του. Η Σοφία ξύνει συνέχεια το μολύβι της. Η συλλογή της από μικρά πολύχρωμα μολυβάκια είναι το αξιοθέατο της τάξης. Η Οδοντογλυφίδα έχει γλυκιά αλλά τσιριχτή φωνή και το Γιουβαρλάκι χοντρή και βροντερή. Μαζί κάνουν το πιο παράφωνο ντουέτο φασαρίας.
Ο Παραμυθάς καμαρώνει πως αυτός και μόνο αυτός έχει μιλήσει ελληνικά με μιά μαϊμού και αγγλικά με ένα βόα. Ο Διονύσης επιμένει πως όλα αυτά δεν τα έχει δει στον ύπνο τους, ούτε τα έχει φανταστεί και στενοχωριέται που κανείς δεν πιστεύει πως τα ζώα μιλάνε μαζί του.
Το Τσιρότο ή Μπελάς ή Λαχανιασμένος έχει σκάψει την αυλή με τα γόνατα. Τα πόδια του σκοντάφτουν στα λυμένα κορδόνια του. Η δασκάλα χάρισε στο Φώτη για τα γενέθλιά τους ένα ζευγάρι επιγονατίδες στο χρώμα της αγαπημένης του ομάδας για να πάψουν οι πληγές να στολίζουν τα γόνατά του.
Η Κατουρίστρα έχει ένα μυαλό που δε χωράει πολλά πράγματα μαζί. Πού τη χάνεις πού τη βρίσκεις; στην τουαλέτα. Η Αλίκη βαριέται πολύ γρήγορα και δε συγκεντρώνεται εύκολα.
Το Γλειφιντζούρι, για να το αγαπάνε, είναι καλό με όλους. Μερικές φορές στάζει σιρόπι από το στόμα του. Όλοι νομίζουν πως κάνουν τη Μαρίνα ό,τι θέλουν, αλλά αυτή κάνει πάντα τη δουλειά της.
Ο Δε Λέει Λέξη, αθόρυβος και σοβαρός, στόμα έχει και μιλιά δεν έχει. Ο Μίλτος ανοίγει το στόμα του μόνο σε κρίσιμες περιστάσεις. Ο ίδιος δεν το έχει πει ποτέ, αλλά όλοι το ξέρουν πως παίζει θαυμάσιο βιολί και είναι μεγάλος εξερευνητής του ίντερνετ.
Ο Οχ Αμάν ή το Πλατύ Χαμόγελο είναι ο αγαπημένος όλως των παιδιών. Ο Λεωνίδας έχει χαρούμενη καρδιά και είναι μεγάλο πειραχτήρι. Δε συμφωνεί ποτέ με κανέναν. Λέει πάντα το ίδιο πράγμα με άλλα λόγια.
Η Νιάου έχει φωνούλα νιαουρέλας, αλλά είναι επιθετική σαν τίγρης. Η Βίκυ δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω. Αρπάζεται αμέσως και νομίζει πως έχει πάντα δίκιο.
Το κάθε παιδί είναι τόσο ίδιο και τόσο διαφορετικό από τα άλλα! Μερικά είναι ιδιαίτερα προικισμένα, άλλα όλα τους όμως είναι αξιολάτρευτα.
3 σχόλια:
What a beautiful story.
Thanks for sharing
Ένα ευχάριστο βιβλίο, με φαντασία και ελπίδα ότι νέα μυαλά μπορούν να αλλάξουν τη στείρα μάθηση. Σίγουρα θα μπει στη λίστα μου για δώρο για τους μικρούς μας φίλους.
meandmamablog.wordpress.com
Ένα ευχάριστο βιβλίο, με φαντασία και ελπίδα ότι νέα μυαλά μπορούν να αλλάξουν τη στείρα μάθηση. Σίγουρα θα μπει στη λίστα μου για δώρο για τους μικρούς μας φίλους.
meandmamablog.wordpress.com
Δημοσίευση σχολίου
διαβάσαμε και σχολιάζουμε...σχολιάζουμε...σχολιάζουμε...