Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2014

Καπετάν Κώττας


Υπόθεση
Τον Δεκέμβρη του 1893, ιδρύεται στη Σόφια μια μυστική οργάνωση με σκοπό τον βίαιο εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας. Την ίδια περίπου εποχή, σ' ένα χωριό της Φλώρινας όπου ο Τουρκαλβανός μπέης εκμεταλλεύεται τους κατοίκους, ο καπετάν Κώττας ορθώνει το ανάστημά του. Τούρκοι επιχειρούν να τον δολοφονήσουν, αλλά σκοτώνει τον μπέη εκείνος και το σκάει για το βουνό! Σύντομα μετατρέπεται σε λαϊκό ήρωα, καθώς τιμωρεί όσους καταπιέζουν τους ντόπιους. Η δράση του κρατάει τους Τούρκους μακριά, εμποδίζει όμως και την εξάπλωση των Βουλγάρων· γι' αυτό ο Πάντο Κλιάσεφ τον προσεταιρίζεται και τον πείθει να πολεμήσει κοντά τους... σκοπός του δεν είναι παρά να του στήσει μια ύπουλη ενέδρα, στην οποία ο Κώττας τραυματίζεται βαριά. Χωρίς κανέναν να τους σταματά, οι κομιτατζήδες ξεχύνονται στα χωριά της περιοχής και τα τρομοκρατούν ώστε να απαρνηθούν το Πατριαρχείο. Νέος δεσπότης Καστοριάς ορίζεται όμως ο Γερμανός Καραβαγγέλης, που με το θάρρος του εμπνέει τους κατοίκους να δηλώσουν και πάλι την ελληνικότητά τους. Καταφθάνει τότε από την Αθήνα και ο Παύλος Μελάς με τους πρώτους αξιωματικούς, ενώ σύντομα επιστρέφει στη δράση και ο καπετάν Κώττας... όταν το 1904 οι Τούρκοι τον συλλαμβάνουν, ο μακεδονικός αγώνας έχει ήδη τους πρώτους του ήρωες.

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Ψυχογιός
Συγγραφέας: Γαλάτεια Γρηγοριάδου - Σουρέλη
Εικονογράφηση: Διατσέντα Παρίση
Φωτογραφίες: Λάζαρος Χατζατουριάν - Γεώργιος Ασημακόπουλος
ISBN: 978-960-274-013-2
Έτος 1ης Έκδοσης: 1969 (από Πάπυρος)
Σελίδες: 190
Τιμή: περίπου 8 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ ή εδώ
Τάξεις: Στ', Γυμνάσιο

Κριτική
Μια εξαιρετική ιστορική βιογραφία, που μορφώνει και συγκινεί. Με γραφή απλή και γεμάτη αμεσότητα, η συγγραφέας μας ταξιδεύει στα γεγονότα που σηματοδότησαν την αρχή του Μακεδονικού Αγώνα. Οι χαρακτήρες αφορούν αληθινές προσωπικότητες και τα συμβάντα που περιγράφονται είναι πραγματικά. Η δράση είναι διαρκής και κορυφώνεται γραμμικά μέσα από συγκλονιστικές εξελίξεις. Το βιβλίο χωρίζεται σε 25 σύντομα κεφάλαια (3-13 σ. το καθένα) που δεν κουράζουν, αλλά αντίθετα κρατούν το ενδιαφέρον μας ζωντανό μέχρι την τελευταία σελίδα. Η παλιά έκδοση είναι με σκληρό εξώφυλλο, περιέχει λιγοστές ζωγραφιές που αναπαριστούν σκηνές από το κείμενο και μικρά σκίτσα στο άνοιγμα και το κλείσιμο των κεφαλαίων. Συναντάμε επίσης κάποιες ασπρόμαυρες φωτογραφίες από το σπίτι και την οικογένεια του επαναστάτη οπλαρχηγού. Προτείνουμε το βιβλίο ανεπιφύλακτα, κυρίως σε αγόρια των μεγάλων τάξεων του Δημοτικού και του Γυμνασίου. Οι φίλοι των ιστορικών μυθιστορημάτων δεν πρέπει να το χάσουν, καθώς η πλοκή του περιγράφει την κατάσταση στη Μακεδονία μέχρι τον Οκτώβριο του 1905, ένα χρόνο πριν δηλαδή (Οκτ. 1906) τα Μυστικά του Βάλτου πιάσουν το νήμα για να συνεχίσουν την ιστορία.

  • Καλογραμμένο κείμενο που ενημερώνει και συγκινεί
  • Ολοζώντανοι χαρακτήρες
  • Αναφορά σε πραγματικά γεγονότα

  • Απουσία βοηθητικού παραρτήματος (με χάρτη, λεξιλόγιο, χρονικό)
  • Δεν αποφεύγεται η μονομέρεια

Αξίες - Θέματα
Ιστορία, Γενναιότητα, Πατριωτισμός, Περιπέτεια, Δραστηριοποίηση, Μακεδονία

Σκηνές που ξεχωρίσαμε
Πολλές οι δυνατές σκηνές. Μια από τις πιο ξεχωριστές, όταν οι συγκεντρωμένοι από τους Βούλγαρους χωρικοί, προτιμούν να θυσιαστούν παρά να υπογράψουν τα χαρτιά που τους ζητάει ο αρχικομιτατζής Τσακαλάρωφ (σ.125-129).

Εικονογράφηση
Οι λίγες ολοσέλιδες ζωγραφιές, αναπαριστούν σκηνές από τη διήγηση, ενώ μικρά σκίτσα στολίζουν την αρχή και το κλείσιμο των κεφαλαίων.

Απόσπασμα
Τι να σκέφτεται ο Άγιος; Έτρεμε το φυλλοκάρδι του Κώττα, μα δεν τολμούσε να πει τίποτα άλλο. Κι ο Δέσποτας σκεφτόταν αυτά που ‘γραφε χθες το πρωί στο ημερολόγιό του.

Όταν έφτασα εδώ, βρήκα τον τόπο σε άθλια κατάσταση. Ο πόλεμος του ’97 είναι ακόμα πρόσφατος. Οι Τούρκοι από μίσος για την Ελλάδα υποστηρίζουν τας εξαρχικάς αξιώσεις· οι Βούλγαροι επωφελούνται της ψυχολογικής καταστάσεως και είναι κύριοι του τόπου. Οι βλέψεις του βουλγαρικού κομιτάτου φθάνουν ως τον Αλιάκμονα και τα καστανοχώρια και γι’ αυτό το στρατόπεδο των συμμοριών στήθηκε στα Κορέστια της Καστοριάς για ν’ αποδείξουν μια μέρα στην ευρωπαϊκή διπλωματία ότι στην Καστοριά πρέπει να χαραχτούν τα σύνορα της ονειροπολούμενης Μεγάλης Βουλγαρίας. Στην αρχή συγκροτήθηκαν εκεί δυο συμμορίες· η μια υπό τον Πετρόφ από το Σίστεβο για τα Κορέστια, η άλλη υπό τον Μαρκόφ από το χωριό Πατέλι για την περιφέρεια Φλωρίνης. Τα πρώτα αιματηρά κρούσματα παρουσιάστηκαν στην επαρχία Καστοριάς. Το βουλγαρικό κομιτάτο εκτελώντας το ανθελληνικόν του σχέδιον, άρχισε να ρίχνει τον ένα ύστερα από τον άλλον τους στύλους των ελληνικών κοινοτήτων, για να εμπνεύσει τον πανικόν, να υποτάξει τον πληθυσμό στη βουλγαρική Εξαρχία. Το ελληνικό αίμα άρχισε να βάφει τη γη της Μακεδονίας, τα σλαβόφωνα χωριά μπρος στο τραγικό δίλημμα «Εξαρχία ή θάνατος» αποσκιρτούν στην Εξαρχία. Η κατάστασις γίνεται απελπιστική. Οι συμμορίες συγκαλούν τη νύχτα τους χωρικούς μέσα σ’ εκκλησίες κι αφού τους ορκίσουν στο κομιτάτο, τους αποσπούν υπό την απειλή των όπλων αναφορές προς την Εξαρχία και την Κυβέρνηση, όπου δηλώνουν ότι αποσκιρτούν στην Εξαρχία. Όσοι από τους χωρικούς κινδυνεύουν ως ύποπτοι στους Βουλγάρους καταφεύγουν στην Καστοριά, οι δάσκαλοι εγκαταλείπουν τις θέσεις τους.

Αφού μελέτησα την κατάσταση πήγα στο Προξενείο του Μοναστηριού να συνεννοηθώ με τον πρόξενο. Του εξέθεσα τα πράγματα, του είπα ότι η προπαγάνδα η βουλγαρική κερδίζει έδαφος, ότι κάθε μέρα γίνονται φόνοι κι εκβιασμοί. Οι βούλγαροι κομιτατζήδες λένε στους δικούς μας «Δε θα πάτε στη Μητρόπολη». Κι αν πάνε τους σκοτώνουν. Ο Πεζάς μού είπε ότι η κατάσταση αυτή είναι κι εδώ κι αλλού. Μου είπε όμως ο Πεζάς να κάνω μια έκθεση προς την Κυβέρνηση κι έκαμα μια και την έστειλε ο ίδιος ο πρόξενος στο Υπουργείο. Σ’ αυτή τους υποδείκνυα ότι ήταν αδύνατο να κρατηθεί ο αγών χωρίς ελληνικά σώματα. Η έκθεση στάλθηκε μα χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Σε λίγες εβδομάδες πήγα πάλι στο Προξενείο και ο πρόξενος μου είπε ότι όχι μόνο δε μας στέλνουν βοήθεια, αλλά μας εμποδίζουν.
«Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα», μου λέει…
«Μα καλά», του απαντώ, «κάθε μέρα χύνεται αίμα ελληνικό. Κάθε μέρα οι ορθόδοξοι αποσκιρτούν. Αυτοί σκοτώνουν. Το κομιτάτο τούς δυναμώνει, θα μείνω λοιπόν με τα χέρια δεμένα; Τότε χάθηκε η Μακεδονία…»

Κι αυτός ήταν σύμφωνος. Γύρισα απελπισμένος στην Καστοριά και αποφάσισα να ενεργήσω όπως μπορούσα μόνος μου.

Αναστέναξε με ανακούφιση ο Καραβαγγέλης.
- Θεέ μου! ψιθύρισε. Πόσο γρήγορα ήρθε η απάντηση στο αίτημά μου!

- Είπες τίποτα, Δέσποτα; ανησύχησε ο Κώττας.

- Θα σου πω μια ιστορία, άρχισε ο Άγιος. Μια φορά ήταν μια χώρα. Όμορφη, πανέμορφη, όπως είναι οι βασιλοπούλες στα παραμύθια. Τη λέγανε Μακεδονία, μάνα είχε την Ελλάδα κι είχε αφέντη της το Μεγαλέξαντρο. Μα, σαν όμορφη που ήτανε, πολλοί τη λαχταρούσανε. Και περισσότερο αυτοί που είχαν γειτονιά μαζί της. Τη βλέπανε το πρωί σαν λουζότανε στα ποτάμια της, τη βλέπανε τ’ απόγευμα σαν μαζεύονταν τα πουλιά στα δέντρα της. Μα με τέτοιον αφέντη, εύκολο δεν ήταν να κάνουν δικιά τους τη Μακεδονία. Σαν πέθανε ο Μεγαλέξαντρος αναγάλλιασαν. «Τώρα είναι δικιά μας», είπαν. «την κουρσεύουμε». Και το πρώτο που ήθελαν ήταν να ξεχαστεί ο Μεγαλέξαντρος. Μα η γης όλο και το θυμίζει στα παιδιά και στα εγγόνια του στρατηλάτη. Όλο και βγάζει αγάλματα, νομίσματα χρυσαφικά, στολίδια, να τα βλέπουν τα παιδιά και τα εγγόνια του Μεγαλέξαντρου να μην ξεχνάν την τρανή γενιά τους. Κι εγγόνι του Μεγαλέξαντρου είσαι κι εσύ, Κωνσταντή!

Έβγαλε από τη μέσα τσέπη ο Δέσποτας ένα νόμισμα. Το ‘δωσε στον καπετάνιο.

Μέσα από το φως του φεγγαριού του χαμογέλασε η μορφή ενός εφήβου.

- Ο Μεγαλέξαντρος είναι και γύρω γύρω ελληνικά γράμματα, εξήγησε ο Καραβαγγέλης.

Έσκυψε ο Κώττας ξανά, κοίταξε το όμορφο πρόσωπο. Κάτι σαν παράκληση είχαν τα μάτια του στρατηλάτη.

«Βοήθησε…» είπε στον Καπετάνιο και τώρα θαρρείς πως, όπως τον κοίταζε ίσια στα μάτια, τον διέταζε.

- Θα βοηθήσω, του υποσχέθηκε ο Κώττας, κι όλο λαχτάρα έφερε το νόμισα στα χείλη και το φίλησε.

- Θα σου πω μια αληθινή ιστορία για ένα τέτοιο νόμισμα, χαμηλόφωνα συνέχισε ο Δεσπότης: Μάλωναν μια μέρα ένας Βούλγαρος κι ένας Έλληνας, υπηρέτες κι οι δυο ενός πασά. Άκουσε ο πασάς τις φωνές στην αυλή και τους κάλεσε. «Τι πάθατε κι από το πρωί τρωγόσαστε;» τους ρώτησε. «Να, αφέντη», έπιασε να εξηγεί ο Βούλγαρος, «έχουμε ένα νόμισμα με το κεφάλι ενού βασιλιά απάνω».

«Δικός μου ο Βασιλιάς, ο Μεγαλέξαντρος», λέει ο Γραικός. «Δικιά μου και η χώρα του». «Δικός μου ο βασιλιάς, δικιά μου η χώρα του, λέω ελόγου μου. Και γίνηκε ο σαματάς που άκουσες».

«Να δω κι εγώ», λέει ο πασάς και κοιτάζει καλά καλά την κεφαλή και τα γραφούμενα. «Τι γλώσσα είναι τούτα δω τα γράμματα;» ρωτάει. «Ελληνικά!» του λέει ο Έλληνας. Γελάει ο πασάς. Γυρνάει στο Βούλγαρο.

«Δικός του ο βασιλιάς, δικιά του η χώρα!» λέει. «Γιατί έχεις δει μωρέ, ποτέ Τούρκο σουλτάνο να γράφει στις λίρες του απάνω φράγκικα;…»

Φτερούγισε η καρδιά του Κώττα, χτύπησε τα χέρια του από χαρά σαν παιδί με το πάθημα του Βούλγαρου.

- Χάρισέ το μου, Άγιε, παρακάλεσε κι έδειξε το νόμισμα.

- Χάρισμά σου, παιδί μου. Μα η ιστορία δε σταματάει εδώ. Η Ελλάδα πρόκοψε, απλώθηκε κι έγινε Βυζάντιο. Μα προκόβει ο γονιός και δεν προκόβει το παιδί του; Έτσι κι η Μακεδονία πρόκοβε κι αυτή. Τώρα πια, αν τη λιμπίζονταν οι γείτονές της, λούφαξαν όμως από φόβο. Κι ήρθαν δίσεκτα χρόνια, παιδί μου. Ήρθε ο Τούρκος και σκλάβωσε την Ελλάδα, που πα να πει σκλάβωσε και τη Μακεδονία. Έπεσε σκοτάδι, αλήθεια σου λέω, τόσο σκοτάδι που σκοτίστηκαν κι οι άνθρωποι και λίγο έλειψε να ξεχάσουν τη γενιά τους. Τι κάθομαι και λέω! Και γενιά και γλώσσα και θρησκεία πήγαν να ξεχάσουν. Και τότες…

- Και τότες; Κουνήθηκε ανήσυχα ο Κώττας.

- Και τότες ένας καλόγερος μ’ ένα ραβδί στο χέρι φάνηκε στις πολιτείες και στα χωριά. Τον ξέρεις. Τον έλεγαν Κοσμά, Κοσμά Αιτωλό.

- Δεν τον ξέρω, τον έκοψε ο Κώττας.
- Τον ξέρεις με τ’ όνομα που τον προσκυνάν οι Αρβανίτες. Τσουμπάν παπά τον λέτε εδώ.

- Τον άγιο λες! Σηκώθηκε από κάτω ο Κώττας κι έκανε το σταυρό του.

Χαμογέλασε ευτυχισμένα  ο Καραβαγγέλης. Το ‘ξερε πως εδώ πάνω τον Πατροκοσμά τον βάζανε αν όχι πιο ψηλά, πάντως ίσια με τον Μεγαλοδύναμο.

- Ξέρεις τι έκανε αυτός; ρώτησε.
- Θαύματα! είπε απλοϊκά ο Κώττας.

- Ναι! Μα εγώ μόνο για το ένα και μεγάλο θαύμα του θα σου πω. Μοναχός του ξεκίνησε, μ’ ένα δισάκι κι ένα ραβδί κι έσωσε τον Ελληνισμό που χανότανε! Τα χαρτιά γράφαν 200.000 τους Χριστιανούς μόνο στο Μπεράτι. Είχαν 40.000 απομείνει σαν πήγε εκεί ο Κοσμάς. Οι άλλοι είχαν χαθεί και για την Εκκλησία και για το Γένος. Κόμπιασε λίγο ο Καραβαγγέλης και σιγανά συνέχισε: στην Καστοριά είχε στήσει το σταυρό του στο νεκροταφείο του Αγίου Αντρέα, στη ρίζα μια συκαμιάς. Όταν έχω αβάσταχτη λύπη, πάω εκεί και ξεκουράζομαι. Και παίρνω θάρρος και παίρνω ελπίδα. Σαν να ‘ναι εκεί πλάι μου, τον ακούω να επιμένει στο τρίγωνο Μοναστήρι – Αχρίδα – Καστοριά που ‘ ναι ο Προμαχώνας της Εθνότητας ενάντια στο Σλάβο. Πόσο βαθιά έβλεπε η ματιά του τους μελλοντικούς αγώνες της φυλής εδώ ψηλά! Κι ήταν προφήτης. Αν το έργο του Κοσμά συνεχιζόταν, κανείς Σλάβος δε θα ‘χε πατήσει σε κείνα τα χώματα που χάσαμε κατόπιν και που μέχρι τότε είχαν ελληνικό χαρακτήρα.

Ο Δεσπότης δε μιλούσε πια με τον Κώττα. Είχε χαθεί στους δικούς του συλλογισμούς.

- Αν συνεχιζόταν το έργο του Κοσμά… ξανάπε, αναστέναξε και άναψε τσιγάρο.

τότε είδε τον Κώττα.

Ο καπετάνιος τον κοίταζε θαμπωμένος, ζαλισμένος· του άρπαξε το χέρι ο Δεσπότης, το ‘σφιξε, έσκυψε μετά απάνω του.

- Είδε ο Άγιος τα δικά μας τα βουνά και είπε «ευλογημένα βουνά κατοικία των ανδρείων αρματολών»· και αλλού ξανάπε, «βλέπετε αυτά τα βουνά; Απ’ αυτά θα λάμψει η θεία χάρη της Ελευθερίας…» Κωνσταντή! Και σένα μπορεί να είδε στα οράματά του ο Άγιος και έρχεται τώρα με το δικό μου στόμα και σε παρακαλεί να παλέψεις. Σου λέει πως ο αγώνας και πάλι ο αγώνας και μόνο ο αγώνας μπορεί να σώσει αυτόν τον τόπο. Κωνσταντή, τι λες;

- Πως θέλουμε όπλα, Δέσποτα, απάντησε ο Κώττας κι είχε λυγμούς πνιγμένους στη φωνή του

Σηκώθηκε ο Καραβαγγέλης, η πέτρα που τον κράταγε κουνήθηκε.

Είδε το φεγγάρι που χανόταν, αγκάλιασε με τη ματιά του το Πράσινο, όλη τη Μακεδονία. γύρισε μετά, είδε το σηκωμένο καπετάνιο. Στο αδύνατο πρόσωπό του έλαμπαν τα μάτια του από έρωτα για την Πατρίδα. Είδε ο Δεσπότης πως τον ίδιο καημό έχουν οι δυο τους. Τον έπιασε από τους ώμους σχεδόν τρυφερά.

- Παιδί μου, είπε σιγά, ο Θεός θέλησε να δώσεις εσύ το θανατερό δάγκωμα. Μπορεί να σωθεί το θεριό. Μα θα ‘ναι θανάσιμα πληγωμένο. Και θα ‘ρθουν άλλοι μετά από μας, που θα το αποτελειώσουν. Και θα ‘ναι πιο εύκολη δουλειά η δικιά τους.

Προχώρησε ένα βήμα, ξαναστάθηκε. Από σήμερα – είπε επίσημα- θα είσαι ο πρώτος. Θα σε στείλω κάτω να γνωρίσεις τους Έλληνες βασιλιάδες· και τα παιδιά σου θα τα στείλω στην Ελλάδα να σπουδάσουν.

Πήγε, χάιδεψε τη μούλα του, την ξέδεσε.

Είδε πάλι τον ουρανό. Μόλις και πρόκανε πριν ξημερώσει να ‘ναι στην Καστοριά.
- Ο Θεός μαζί μας, είπε, όπως σταύρωνε το σκυμμένο κεφάλι του καπετάνιου που του φίλαγε το χέρι. Ο Θεός μαζί μας, ξανάπε.

Η καινούρια μέρα έφτανε...
χρυσός στατήρας του 297-282 π.Χ. με κεφαλή Αλεξάνδρου στη
μία όψη και την επιγραφή ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΛΥΣΙΜΑΧΟΥ στην άλλη
Σχόλιο
Στο βιβλίο περιγράφονται τα πρώτα επεισόδια μιας μακρόχρονης και αιματηρής σύρραξης. Κάποιες λοιπόν από τις σκηνές που περιλαμβάνονται είναι αρκετά βίαιες και γι' αυτό χρειάζεται η προσοχή μας. Συνοπτικά, στη σ.73 ο Κλιάσεφ περιγράφει τι θα έκανε αν έπιανε τον Κώττα στα χέρια του, στις σ.181-184 οι Τούρκοι ανακρίνουν / βασανίζουν τον καπετάνιο, ενώ στην σ.190 παρακολουθούμε το μαρτυρικό του τέλος.
Όπως αναφέρουμε και πιο πάνω, η μονομέρεια αφήνει τη σφραγίδα της στην διήγηση. Οι Βούλγαροι με κάθε αφορμή παρουσιάζονται τερατώδεις και γλίσχροι. Ακόμα και όταν τους δίνεται ο λόγος (τα κεφάλαια 1 και 8 είναι αφιερωμένα σε συνεδριάσεις τους), είναι για να φανερωθεί το μοχθηρό τους πρόσωπο και τα ύπουλα σχέδιά τους. Οι εκφράσεις που τους συνοδεύουν δεν αφήνουν αμφιβολίες: φωνή όλο μίσος, ίδιο μαχαίρι (σ.19 και σ.22), μυτερά κιτρινιασμένα δόντια (σ.70), σκοτεινά μάτια και σατανικό χαμόγελο (σ.21) γελούν σιγανά, απειλητικά, υπόκωφα (σ.22) και όταν θυμώνουν, αφρίζουν από το κακό τους (σ.128) ουρλιάζουν, ξεφωνίζουν έξαλλα (σ.127) ή χτυπούν με λύσσα (σ.129). Μα, καλά, δεν ηρεμούν ποτέ αυτά τα τέρατα; θα αναρωτηθεί ο αναγνώστης. Η απάντηση είναι ότι αναγαλλιάζουν... μόνο όταν ακούνε για σχέδια που περιλαμβάνουν μαχαίρι, φωτιά και σίδερο για τους Έλληνες (σ.22). Χαρακτηριστική η περιγραφή του Κλιάσεφ μόλις ολοκληρώνει μια σκέψη του (σ.73): Όλοι ανατρίχιασαν, όπως ακολουθώντας το όνειρό του ο Κλιάσεφ είχε σηκωθεί. Κοίταξε τις παλάμες του με μια άγρια έκφραση λύκου, σαν να 'βλεπε το αίμα του εχτρού του να στάει, να στάει. Κι ήταν τούτη την ώρα ίδιος Εωσφόρος...  Δεν είναι βέβαια εύκολο να τηρηθούν ισορροπίες όταν μιλάμε για μια τόσο άγρια διαμάχη. Στο δρόμο όμως που άνοιξε η Πηνελόπη Δέλτα με τα Μυστικά του Βάλτου, όπου το τυφλό μίσος δεν εξιδανικεύεται αλλά αναζητείται η αδελφοσύνη, ίσως θα μπορούσαν κάποιες αναφορές να προβάλουν και ένα πιο ανθρώπινο πρόσωπο του «εχθρού». Πώς αλλιώς ευελπιστούμε μια μέρα να συνεννοηθούμε με γειτονικούς λαούς που στον Τσακαλάρωφ (τον οποίο Έλληνες, Πομάκοι και Αλβανοί θεωρούμε βάρβαρο σφαγέα) υψώνουν ανδριάντες και γράφουν τραγούδια, ενώ ταυτόχρονα θεωρούν προδότη τον Κώττα;
Τσακαλάρωφ και Κλιάσεφ καθισμένοι μπροστά σε σώμα κομιτατζήδων
Μιας και αναφερθήκαμε στην Π. Δέλτα, να σχολιάσουμε ότι με τον τρόπο που παρουσιάζονται τα γεγονότα στο βιβλίο, ο καπετάν Κώττας αποφασίζει να πολεμήσει και να θυσιαστεί, όχι εκτελώντας διαταγές του αυτοκράτορα (Για την Πατρίδα) ή σταλμένος από το κράτος (Μυστικά του Βάλτου), αλλά μετά από συζητήσεις με τον ίδιο του τον εαυτό (!), που μας αποκαλύπτονται στα κεφάλαια 6 και 17. Η φράση με την οποία η συγγραφέας εκλογικεύει την ηρωική του αυτοθυσία είναι να πεθάνεις για να καρπίσεις (σ.32). Στην πραγματικότητα, ο Κώττας μπορεί να είχε ξεκινήσει την δράση του ως ανένταχτος οπλαρχηγός των βουνών και αγωνιστής κατά της τυραννίας, στην πορεία όμως συνεργάστηκε με τους Βούλγαρους, ενώ τελικά χάρη σ' έναν διάλογο όπως αυτός του αποσπάσματος, μπήκε το 1902 στην έμμισθη υπηρεσία του Γερμανού Καραβαγγέλη και ακολουθούσε (ως εκεί που του επέτρεπε το ανεξάρτητο πνεύμα του) τις εντολές του μητροπολίτη Καστοριάς.
ίκε Κότε ίκε τι σκρέτεμ πάλα
Ο καπετάν Κώττας αποτελεί λοιπόν στην αρχή της πορείας του πρότυπο λαϊκού αγωνιστή της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση ή άνωθεν εντολές, ο άνθρωπος αυτός αποφάσισε να ορθώσει το ανάστημά του απέναντι στην καταπίεση και να αγωνιστεί κατά των Τούρκων. Ο αγώνας που ξεκίνησε δεν ήταν ούτε λόγω φτώχειας ούτε και «εκ του ασφαλούς», καθώς ήταν πρόεδρος της τοπικής κοινότητας και η οικογένειά του κατείχε μεγάλα κτήματα. Βασικό του κίνητρο ήταν μάλλον η ανάγκη του για ελευθερία. Τα πρώτα δείγματα των ικανοτήτων του τα έδωσε γύρω στο 1884, όταν ένας καλός Βαλής του Μοναστηρίου μοίρασε στα χριστιανικά χωριά από δέκα όπλα για να αυτοαμύνονται εναντίον των ληστών. Ο Κώττας ορίστηκε αρχηγός των ενόπλων "Φαρή" στη Ρούλια και δεν άφησε τις συμμορίες ούτε καν να πλησιάσουν (η πληροφορία από το βιβλίο του Γεωργίου Μόδη Αγώνες στη Μακεδονία, τόμος Β', Θεσ/νίκη 1975).

Κάτι που επίσης τον κάνει ξεχωριστό, είναι ότι έβαζε το «εγώ» του σε δεύτερη μοίρα από το «εμείς». Τούτο φαίνεται από διάφορες ενέργειές του, τόσο πριν πάρει τα όπλα -είχε ανεγείρει στο χωριό ξενώνα όπου πρόσφερε δωρεάν στέγη και τροφή στους απόρους-, όσο και αφού ξεσηκώθηκε, αφού η πρώτη του κίνηση ήταν να χτυπήσει τους αγάδες, μπέηδες και ληστές που καταπίεζαν τον τοπικό πληθυσμό. Καθόλου παράξενο λοιπόν το ότι σύντομα οι κάτοικοι των χωριών άρχισαν να τον παρομοιάζουν με τον Άγιο Γεώργιο που τους απάλλαξε από τους δράκους! Χαρακτηριστικό ένα επεισόδιο από το 1897. Την άνοιξη εκείνης της χρονιάς, Αλβανοί βραδυπόροι έφεδροι της Βιγλίστας πήγαιναν στη Φλώρινα να καταταχθούν και συνάντησαν έξω από το χωριό έναν Εβραίο γυρολόγο. Ρίχθηκαν να του αρπάξουν το εμπόρευμα και ο φτωχός άνθρωπος έβαλε τα κλάματα και τις φωνές. Οι χωρικοί δεν θέλησαν να επέμβουν, όμως ο Κώττας πήρε το τουφέκι του και είπε στους επίστρατους στα αρβανίτικα «Αφήστε τον φτωχό άνθρωπο ήσυχο και δώστε του πίσω τα πράγματά του, γιατί σας σκότωσα». Εκείνοι, κατάπληκτοι από το θράσος του συμμορφώθηκαν! (το περιστατικό επίσης από το Αγώνες στη Μακεδονία).

Όπως τα διαβάζουμε στο βιβλίο (κεφάλαια 3-7) ή στο διαδίκτυο, τα πρώτα επαναστατικά του βήματα, φανερώνουν παλικαριά που σήμερα μας λείπει: Το 1896, στον τρίτο του χρόνο ως μουχτάρης, αποφασίζει να νοικιάσει και να δουλέψει ένα "απαγορευμένο" (ως ανταγωνιστικό προς τους Τούρκους) χάνι για να συγκεντρώσει χρήματα για την κοινότητα. Αυτό εξοργίζει τον Κασίμ αγά, μπέη της Καπεστίτσας, που βάζει να τον δολοφονήσουν· η απόπειρα αποτυγχάνει και απλώς τον τραυματίζει. Προτού καλά-καλά αναρρώσει, τα βάζει και πάλι με τους κατακτητές· αυτή τη φορά ζητάει πληρωμή από έναν Τούρκο αξιωματικό για κάποιες προμήθειες που χρησιμοποίησε το απόσπασμά του. Δέχεται τότε νέα επίθεση από ολόκληρο απόσπασμα, από την οποία και πάλι επιβιώνει. Προκαλώντας μάλιστα για τρίτη φορά τη μοίρα του, κατάφερε μετά από διάβημα να πάρει από τις τουρκικές αρχές αποζημίωση! 

Το θάρρος του Κώττα έχει πολλά να μας διδάξει, ειδικά σε μια εποχή που έχουμε μάθει να δεχόμαστε τα πάντα αδιαμαρτύρητα. Σύντομη αναφορά στην προσωπικότητά του κάνει και η εκπομπή Μηχανή του Χρόνου στο επεισόδιο αυτό (από 26:50 έως 29:00)
Αλτ, τις ει;
Ο Κώττας δεν μιλούσε ελληνικά. Χρησιμοποιούσε το σλαβομακεδονικό ιδίωμα της περιοχής, με το οποίο οι Μακεδόνες συνεννοούνταν με τους γύρω λαούς στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Πρόκειται για μια γλώσσα κρεολή (απλοποιημένη εμπορική διάλεκτο, που βαθμιαία έγινε γλώσσα κύρια), η οποία διαμορφώθηκε από τη μίξη βουλγαρικών με στοιχεία από ελληνικά, τούρκικα, βλάχικα και αλβανικά (πλήρης ανάλυση εδώ). Το γεγονός ότι πολλοί ντόπιοι μιλούσαν κάποιου είδους βουλγαρικά, αλλά αντιστέκονταν στους Βούλγαρους παρά τη βία (σφαγές, απειλές αντιποίνων, βομβιστικές επιθέσεις), τις προσφορές (δωρεάν εκπαίδευση, υποτροφίες, φοροαπαλλαγές) και την πονηρή προπαγάνδα («η Μακεδονία για τους Μακεδόνες»), ίσως ακούγεται περίεργο. Όπως περίεργο ακουγόταν και τότε, γι' αυτό και το γλωσσικό αποτέλεσε μέγα επιχείρημα της βουλγαρικής διπλωματίας στη δυτική Ευρώπη. Ευτυχώς, το έργο του φιλοσόφου της ιταλικής ενοποίησης Mazzini (που θεωρούσε ότι Πατρίδα είναι πρωτίστως η συνείδηση της πατρίδας και επομένως η γλώσσα δεν είναι απόλυτο κριτήριο εθνικής ταυτότητας - ας θυμηθούμε και τους Καραμανλήδες) πρόσφερε σε συνδυασμό με τον μεγάλο αριθμό των ελληνικών σχολείων της περιοχής ένα σημαντικό αντεπιχείρημα, που μαζί με τον ένοπλο αγώνα έσωσε τελικά τους Μακεδόνες από τη μοίρα των Ανατολικο-Ρουμελιωτών. Έτσι, όσοι ένιωθαν και δήλωναν Ρωμιοί παρέμειναν στα πατρογονικά τους εδάφη, που μετά από τέσσερις πολέμους κατέληξαν στην Ελλάδα.

Ο ίδιος ο Κώττας δυστυχώς, μπήκε στο στόχαστρο τόσο των Βουλγάρων (αφού τους πολέμησε), όσο και των Ελλήνων (οι επαφές του με τον Μήτρε Βλάχο θεωρήθηκαν ύποπτες) με αποτέλεσμα να προδοθεί  η θέση του στους Τούρκους (σύμφωνα με το wiki αναμείχθηκε και ο Άγγλος πρόξενος) και να βρει τραγικό τέλος, όπως πολύ συχνά συμβαίνει με τους ήρωες της ιστορίας μας. Οι τελευταίες του λέξεις Zhivja Gritsja. Slovoda ili smrt! ακούγονται ξένες, είναι όμως γεμάτες αγάπη για την Ελλάδα και την ελευθερία. Ο ορειχάλκινος ανδριάντας του (γλύπτης ο Δ. Καλαμάρας) βρίσκεται σήμερα (μετά από περιπέτειες δεκαετιών) στο νέο πάρκο Φλώρινας (βλ. αρχή σχολίων, δεξιά).
Η Ρούλια, το χωριό (επάνω) που γεννήθηκε ο μακεδονομάχος οπλαρχηγός,
ονομάζεται πια Κώττας και το σπίτι του (κάτω) λειτουργεί ως μουσείο.
Χρήση στην τάξη
Μέσα από συγκεκριμένα αποσπάσματα του βιβλίου, οι μαθητές μπορούν να ενημερωθούν για την καταπίεση των ελληνικών πληθυσμών της Μακεδονίας, τόσο από τους Τούρκους (σ.58-59), όσο και από τους Βούλγαρους (σ.77-84). Διαβάζουμε για την άδικη φορολόγηση, τις αυθαιρεσίες, τη βία αλλά και το κλίμα απειλών και τρομοκρατίας που κυριαρχούσε, με τους δασκάλους και τους παπάδες να είναι τα πρώτα θύματα.

Μια ενδιαφέρουσα δραστηριότητα, θα μπορούσε να είναι η εξής. Τσαλακώνουμε ελαφρά το παρακάτω έγγραφο, βουτώντας το σε τσάι και καψαλίζοντας λίγο τις άκρες του, για να του δώσουμε όψη αυθεντική. Αναθέτουμε σε έναν μαθητή - ταχυδρόμο, να το φέρει ξέπνοος στην τάξη. Εκεί, κάποιοι μαθητές σε ρόλο Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το παρατηρούν και συζητούν: Από πού στέλνεται; Τι γλώσσα χρησιμοποιεί; Τι μας λένε τα ονόματα που υπογράφουν; Οι μαθητές μπορούν να επιχειρήσουν να γράψουν μια απάντηση. Μια δεύτερη ομάδα, σε ρόλο πολιτικών και στρατιωτικών της Αθήνας, λαμβάνουν το ίδιο γράμμα και συζητούν για την κατάσταση στη Μακεδονία. Τέλος, όσοι δεν συμμετέχουν στις δύο προηγούμενες σκηνές, μπορούν να δοκιμάσουν να αναπαράγουν θεατρικά εκείνη που περιγράφεται στο βιβλίο (σ.125-129) με τους συγκεντρωμένους στην εκκλησία χωρικούς να πιέζονται από τους Βούλγαρους να δηλώσουν πίστη στην Βουλγαρική Εξαρχία. Αν η τάξη μας δεν χαίρεται ιδιαίτερα με τις θεατρικές δράσεις, όλα τα παραπάνω μπορούν φυσικά να αποδοθούν και με ζωγραφιές.
Για όσους προτιμούν την έρευνα, μπορούμε να δοκιμάσουμε κάτι διαφορετικό: Το όνομα του καπετάν Κώττα έχει δοθεί σε δρόμους στην Καστοριά, τη Φλώρινα, την Καβάλα αλλά και στην Πυλαία Θεσσαλονίκης. Στην Αθήνα υπάρχει οδός Λουίζης Ριανκούρ, από την κόμισσα που αναφέρεται στη σελ. 112. Μπορούμε άραγε να βρούμε και άλλα ονόματα που συναντάμε στο βιβλίο (Π. Μελά, Γερμανό Καραβαγγέλη) ή που σχετίζονται με τον Μακεδονικό Αγώνα (Στέφανο Δραγούμη) και έχουν δοθεί σε δρόμους της πόλης μας;
Όπως πάντα, πολλά περισσότερα από μια απλή δραστηριότητα μπορεί να μας δώσει μια επίσκεψη σε μουσείο. Μουσεία Μακεδονικού Αγώνα λειτουργούν σε αρκετές πόλης της Μακεδονίας, με το σημαντικότερο να φιλοξενείται στη Θεσσαλονίκη. Όσοι πάλι μένουν κοντά στη γενέτειρα του οπλαρχηγού, έχουν την ευκαιρία να επισκεφθούν το μουσείο Κώττα που στεγάζεται στο ίδιο του το σπίτι. Οι Αθηναίοι μαθητές θα πρέπει μάλλον να αρκεστούν στα λιγοστά εκθέματα (κυρίως προσωπικά αντικείμενα του Παύλου Μελά) που εκτίθενται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο και σε μια βόλτα στο Πολεμικό.
Στις γειτονικές μας χώρες, υπάρχουν ακόμα φωνές (μάλλον αγριοφωνάρες) που ονειρεύονται μια μεγάλη σλαβική ή βουλγαρική Μακεδονία. Τι θα γινόταν άραγε αν κάθε κράτος των Βαλκανίων επεδίωκε να αναπτυχθεί στο ιστορικά μέγιστο όριο των συνόρων του; Μελετώντας τις «μεγάλες ιδέες» στους παρακάτω χάρτες, είναι εύκολο να καταλάβουμε γιατί τόσοι πόλεμοι είχαν έδρα τη χερσόνησο του Αίμου, που ακόμα και σήμερα χαρακτηρίζεται ως "μπαρουταποθήκη" της Ευρώπης. Ενδιαφέρον, σχετικά, έχει και η οπτική των γειτόνων όπως φαίνεται από στατιστικούς πίνακες, κείμενα και φωτογραφίες στην ηλεκτρονική παρουσίαση (powerpoint) που θα βρείτε εδώ.

Share/Bookmark

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

διαβάσαμε και σχολιάζουμε...σχολιάζουμε...σχολιάζουμε...