Δευτέρα 16 Απριλίου 2012

Η Γιαλούσα

Υπόθεση
Σε μια κρίσιμη και δύσκολη στιγμή της ζωής της, μια μοναχική μητέρα που ο γιος της ζει με τη γυναίκα του στον Καναδά, πιέζεται ως την εξουθένωση. Γαντζωμένη σ’ ένα ξερό, εγκαταλελειμμένο κομμάτι γης, μετράει και λογαριάζει με το δικό της πρωτόγονο τρόπο τα παλιά και τα μελλούμενα, κι αποφασίζει με πείσμα και δύναμη, περιμένοντας τον γιο της να την προσκαλέσει κοντά του…

Χαρακτηριστικά
Εκδότης: Κέδρος
Συγγραφέας: Ειρήνη Μαρρά
Εικονογράφηση: Σοφία Ζαραμπούκα
ISBN: 960-04-0535-2
Έτος 1ης Έκδοσης: 1991
Σελίδες:82
Τιμή: περίπου 4 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Στ', Γυμνάσιο


Κριτική
Μια δυνατή και ιδιαίτερη ιστορία από τη σειρά Παράθυρο στον Κόσμο, γραμμένη σε ύφος βουκολικό που συναντάμε σε παλαιότερα βιβλία. Τα παιδιά που θα επιλέξουν να τη διαβάσουν πρέπει να έχουν ήδη αναγνωστική εμπειρία, αφού θα συναντήσουν αρκετές "δύσκολες" φράσεις ("μούσγωναν το λάδι", "θα' στρωνε να κοιμηθεί στο παραγώνι"), ενώ και η εικονογράφηση είναι μάλλον υποτυπώδης (6 πρόχειρα σκίτσα με μελάνι μοιρασμένα σε 80 σελίδες). Η επιμέλεια δυστυχώς δεν φροντίζει ώστε το βιβλίο να γίνει αρκετά φιλικό προς μικρότερα παιδιά (εξώφυλλο, γραμματοσειρά, χρώματα, δραστηριότητες), ωστόσο ο χωρισμός σε μικρά κεφάλαια (κυρίως 4-5 σελίδων) σίγουρα βοηθάει.   

Το βιβλίο προτείνεται κυρίως σε παιδιά Στ’ τάξης και γυμνασίου θα μπορούσαν όμως να δοκιμάσουν να τη διαβάσουν και λίγο μικρότεροι μαθητές ή οι γονείς τους.


Το βιβλίο αυτό μπορεί να μοιάζει σε ορισμένα σημεία πολύ σκληρό και ρεαλιστικό για να είναι παιδικό, δίνει όμως ένα σπουδαίο μάθημα αλληλεγγύης και ανθρωπιάς. Μέσα από την απλή ματιά μιας αγράμματης γυναίκας μαθαίνουμε πολλά και διάφορα: για τη Φύση που μπορεί να μας παρέχει τα πάντα όταν πρώτα εμείς τη φροντίσουμε με υπευθυνότητα, οργανωτικότητα και κόπο. Για την αυταξία των ζώων μέσα από τη σχέση της ηρωίδας με ποντικάκια, πουλιά κι ένα κουτσό σκυλί, και για το πώς η δικαιοσύνη και το μοίρασμα μπορεί να αφορά και να ενώνει όχι μόνο τους ανθρώπους, αλλά όλα τα πλάσματα του κόσμου. Οι μικροί αναγνώστες θα γνωρίσουν από πρώτο χέρι την άγρια ζωή του χωριού και μερικά παλαιότερα έθιμα της επαρχίας, και θα αποκτήσουν τη δυνατότητα να κάνουν συγκρίσεις με τη σύγχρονη ζωή στην πόλη, λύνοντας πολλές από τις συνήθεις απορίες τους.

Ενδιαφέρον είναι και το στοιχείο των διαρκών αναδρομών στο παρελθόν, μέσα από το οποίο η συγγραφέας μας διηγείται την ιστορία της κυρά Χρυσάφως, της πρωταγωνίστριας, την ώρα που στο παρόν την παρατηρούμε να προσπαθεί να στεριώσει σε ένα παρατημένο κομμάτι γης. 

Μπορεί λοιπόν το συγκεκριμένο ανάγνωσμα να μην είναι τόσο ελκυστικό στο μάτι ή ευκολοδιάβαστω, όμως πιστεύω ότι η τριβή των παιδιών με χαρακτήρες που δεν το βάζουν κάτω στις δυσκολίες, γεμάτους προκοπή και καλοσύνη, μπορεί να τους δώσει σωστά πρότυπα προς μίμηση, πολύ χρήσιμα τώρα που δύσκολοι καιροί πλησιάζουν.

Αξίες - Θέματα
Περιβάλλον, Ανθρωπιά, Ζωοφιλία, Απλότητα, Αλληλεγγύη, Δραστηριοποίηση, Πάσχα

Εικονογράφηση


Απόσπασμα 
Καθάρισε ο τόπος γύρω απ’ την παράγκα. Αχ, αχ… τα ρημάδια τα χέρια πάνε πιο μπροστά απ’ το μυαλό. Κάνουνε τις δουλειές δίχως να το ρωτάνε. Το μυαλό ήταν στο γράμμα. Όχι. Να μην κατέβει να ρωτήσει πάλι τον ταχυδρόμο. Τον ρώτησε χτες και προχτές κι αντίπροχτες. Ταγάρι του ‘γινε του ανθρώπου. Τι έφταιγε αυτός αν ήταν μακριά ο Κάναντας κι αργούσανε πολύ να ‘ρθουν τα γράμματα! Κι ο ήλιος ακόμα δεν έγειρε. Πώς να πέσει να κοιμηθεί, να μη σκέφτεται; Ο ήλιος δυο κανταριές ψηλά πάνω απ’ το βουνό. Κι η βουνοκορφή κάμποσο μακριά. Λογάριασε με το νου της. Όσο να ανέβει ως εκεί και να ξανακατέβει, ο ήλιος θα ‘χε βασιλέψει.

Πέρασε το μαντρότοιχο και πήρε την ανηφόρα. Αραιά πεύκα κι αγριελιές σπαρμένες δω κι εκεί στην πλαγιά, σάλευαν με τον ήρεμο άνεμο που τριγύριζε τα κλαδιά του. Βάτα, σωροί πέτρες και σφιχτά πουρνάρια παντού, κι ανάμεσά του ξεμύτιζαν τρυφερές κι ολοπράσινες οι κορφές των σπαραγγιών.

- Βρε… βρε…, σιγοτραγούδησε η θεια – Χρυσάφω. Στον ουρανό σας γύρευα στη γη σας βρήκα.

Μάζεψε δυο τρεις χεριές σπαράγγια και δίχως σκέψη έτρεξε στο Βασίλη. Μόλις είχε φτάσει το λεωφορείο και οι ξένοι, μπουλούκι παρδαλό, ψώνιζαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους.

Μόλις τα είδε ο Βασίλης της έγνεψε. Την πήρε κρυφά πίσω από τον πάγκο. Έκρυψε τα σπαράγγια σ’ ένα χαρτόκουτο. Της έδωσε λάδι, φασόλια κι αλάτι. Του γύρεψε κι ένα κουτάκι σπίρτα. Τα δικά της τέλειωναν. Της έδωσε δυο. Καλός άνθρωπος ο Βασίλης. Καλός σαν τον άντρα της.

Ήτανε πρόβατο του θεού ο άντρας της. ήρεμος κι απείραχτος. Του ‘βαζες το φαΐ κι έτρωγε, του ‘στρωνες και κοιμόταν. Μόνος του να σπείρι, μόνος του να θερίσει, να κοιτάξει τα γίδια. Νήστευε τις Σαρακοστές, κοινωνούσε τις σκόλες. Γράμματα δεν ήξερε, τα λόγια του λίγα, ό,τι ήθελε να πει το ‘λεγε και με τα μάτια και με τα χέρια. Δεν έζησε πολύ. Κι έμεινε η Χρυσάφω χήρα με τρία παιδιά. Ο Στέφος κι ο Μιχάλης γεννήθηκαν μετά το Δημήτρη, αφού είχε χάσει κιόλας ένα κορίτσι. Πρόφτασε και το γέννησε πάνω στο κρεβάτι. Μα ήταν μελανό, ανάσαινε δεν ανάσαινε. Το βγάλανε Φωτεινή, με αεροβάφτισμα. Φωτεινή, κι έσβησε.

Φορτωμένη έσπρωξε το πορτάκι του κήπου. Σάλεψαν τα φυτά με τα’ άγγιγμα του φουστανιού της. Γέμισε ο αέρας μυρωδιές.
- Αχ, και τι μοσκοβολιές έχει ο κόσμος τούτος, στέναξε η θεια Χρυσάφω.

Άναψε το τζάκι. Έφεξε το καμαράκι κι η ζεστασιά της τύλιξε το κορμί. Απόψε θα ‘στρωνε να κοιμηθεί στο παραγώνι. Τι ωφέλησε που κοιμήθηκε δυο βραδιές τώρα κουκουβιστά γερμένη στον μπόγο της… Ίσα που πιάστηκε ο λαιμός της. Σάμπως θα ‘τανε κόπος να μαζέψει πάλι τα πράγματά της, μόλις έφτανε το γράμμα με το εισιτήριο…

Έλυσε τον μπόγο κι έστρωσε πάνω στις σανίδες, δίπλα στο τζάκι, ένα ένα όλα τα ρούχα που κουβάλαγε: δυο μάλλινες φούστες, τρία μισοφόρια, δυο πουκαμίσες, μια μαντίλα σκολιανή κι ένα χράμι. Όχι… όχι αυτό. Δε θα το ‘στρωνε αυτό. Θα το πήγαινε δώρο στη νύφη της. Να τυλίξει το μωρό σαν γεννηθεί. «Θα το βαφτίσουμε Γιώργο», έγραψε ο Δημήτρης. «Θα τον φωνάζουμε Γιώργη, σαν τον πατέρα. Είναι αγόρι, το ‘πε ο γιατρός.»

Έβγαλε το γράμμα απ’ τον κόρφο της. Να, εδώ γράφει «Γιώργης» κι εδώ γράφει «Δημήτρης». Είπε στον ταχυδρόμο να της δείξει αυτά τα δύο πάνω στο χαρτί και τα σημάδεψε. Ο Γιώργης αρχίζει με μια γωνιά, ο Δημήτρης με ένα τρίγωνο. Οι άλλες λέξεις δεν τη νοιάζουν. Είναι ζωγραφιές, κατσαρές γραμμές πάνω στο χαρτί. Μα το Γιώργης και το Δημήτρης θέλει να το διαβάζει πάλι και πάλι, κι ας μην ξέρει γράμματα.

Φίλησε το γράμμα και το ‘κρυψε προσεχτικά. Άιντε πια να έρθει το ευλογημένο το μαντάτο, να φύγει να πάει να τους βρει.

Έβαλε ακόμα δυο ψιλά κλαδάκια στη φωτιά, σταύρωσε το προσκέφαλο κι αποκοιμήθηκε.

Share/Bookmark

2 σχόλια:

Lampros Lampinos είπε...

Άσχετο : Χριστός Ανέστη!!!

Lampros Lampinos είπε...

χαχαχαχα... ό,τι πεις!!!

Δημοσίευση σχολίου

διαβάσαμε και σχολιάζουμε...σχολιάζουμε...σχολιάζουμε...