Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2010

Ο κήπος με τ' αγάλματα

Υπόθεση
Μια συντροφιά παιδιών, σ’ ένα χωριό κάπου στη Νεάπολη Λακωνίας, περνάει τα μεσημέρια της σ’ έναν κήπο με αρχαία αγάλματα. Τα παιδιά μαθαίνουν για την ιστορία του τόπου τους και συμφιλιώνονται με την προγονική κληρονομιά· τόσο, που βάζουν τα αγάλματα στην παρέα τους σαν να ήταν ζωντανά. Έτσι, όταν θα έρθει η ώρα τα αγάλματα να φύγουν για κάποιο μουσείο της πρωτεύουσας, οι μικροί ήρωες αγωνίζονται να τα κρατήσουν κοντά τους.

Το έργο έχει μεταφερθεί και στην τηλεόραση σε σκηνοθεσία Παντελή Βούλγαρη, παραγωγή του Νίκου Πιλάβιου και μουσική από τον Σταμάτη Σπανουδάκη. Ένα μικρό δείγμα μπορείτε να παρακολουθήσετε εδώ:

το αντίστοιχο απόσπασμα στο βιβλίο έχει ως εξής (σελ. 10):
Θα σας πω κάτι: καμιά φορά, όταν εμείς τα παιδιά, η δική μας παρέα δηλαδή, όταν δεν έχουμε πια τι να κάνουμε κι ούτε θέλουμε να παίξουμε τίποτε από τα γνωστά, τότε ξεκινάμε παρέα για τις γειτονιές τραγουδώντας δυνατά. Πολύ δυνατά. Και κεφάτα. Ανοίγει τα παράθυρα ο κόσμος να μας μαλώσει που τους ανησυχούμε στο καταμεσήμερο. Μα γελάνε. Κι εμείς τραγουδάμε ακόμη πιο πολύ. Ώσπου να γυρίσουμε όλες τις γειτονιές, κουραζόμαστε πια από το πολύ τραγούδι. Και το γέλιο. Και τότε πάμε στην άμμο και ξαπλώνουμε και κοιτάμε τον ουρανό. Αφήνουμε τα πόδια μας να τα βρέχει το κύμα. Ή πάμε στον κήπο με τ’ αγάλματα. Άμα δεν έχουμε σχολείο δηλαδή. Πιο πολύ το καλοκαίρι. Χαιρόμαστε πολύ στον κήπο. Στ’ αγάλματα.

Χαρακτηριστικά 
Εκδότης: Καστανιώτης
Συγγραφέας: Ελένη Σαραντίτη
Εικονογράφηση: Αλέκος Φουντουκλής
ISBN: 9789600337198
Έτος 1ης Έκδοσης: 1980
Σελίδες: 109
Τιμή: περίπου 8 ευρώ
Ηλεκτρονική αγορά εδώ
Τάξεις: Ε', Στ'

Κριτική
Πρόκειται για μια μικρή ρομαντική ιστορία, δοσμένη με μια αθωότητα στο ύφος γραφής, την οποία δεν συναντάμε πια στην παιδική λογοτεχνία, και που παραπέμπει σε συγγραφείς του παρελθόντος όπως η Πηνελόπη Δέλτα. Ο λόγος είναι απλός αλλά πλούσιος, οι χαρακτήρες σε μεγάλο βαθμό ολοκληρωμένοι, και μια θολή νοσταλγία ποτίζει τις σελίδες.

Τα κεφάλαια είναι μικρά και με άφθονους διαλόγους, έτσι δεν θα κουράσουν τους νεαρούς αναγνώστες. Ωστόσο η συνοδευτική εικονογράφηση είναι μάλλον υποτυπώδης και οι αφηγήσεις αρκετές, οπότε καλό θα ήταν να το δοκιμάσουν παιδιά που έχουν ήδη κάποια αναγνωστική εμπειρία και τους αρέσει το διάβασμα.

Προτείνεται περισσότερο για παιδιά Ε' και Στ’ τάξης, ενώ θεωρώ ότι απευθύνεται εξίσου σε αγόρια και κορίτσια με μια μικρή ίσως προτεραιότητα στα δεύτερα λόγω αφηγήτριας.

Το κλασικό (πλέον) αυτό ανάγνωσμα, καταφέρνει με έναν ιδιαίτερο, αλληγορικό τρόπο, να συνδυάσει την αγάπη για το παρελθόν με τις εφηβικές ανησυχίες μιας παρέας παιδιών. Προσθέτει παράλληλα και μια πινελιά πολυπολιτισμικότητας, αφού στο χωριό εμφανίζονται κατά καιρούς τουρίστες αλλά και τσιγγάνοι που αλληλεπιδρούν με τα παιδιά. Έτσι οι ήρωες ανακαλύπτουν την ιστορία του τόπου τους που σιγά σιγά ξεδιπλώνεται μπροστά τους μαζί τα μυστικά της ίδιας της ζωής. Κοινός παράγοντας η αγάπη.

Αξίες - Θέματα
Φιλία, Ομορφιά, Αγάπη για τη ζωή, Ανθρωπισμός, Πατριδογνωσία.

Εικονογράφηση

Απόσπασμα
Ο Θεαγένης – σας έχω πει για τον Θεαγένη; - αυτός είναι ένας νέος άντρας και πολύ ωραίος. Τον Θεαγένη τον έχουμε αρραβωνιάσει με τη Λήδα. Ταιριάζουνε, γι’ αυτό. Είναι κι οι δύο ψηλοί, λευκοί και ωραίοι. Και σοβαροί. Είναι κι άλλα αγάλματα. Πολλά. Γυναίκες και άντρες. Να πω την αλήθεια μου, επειδή δε θυμόμαστε τόσο πολλά ονόματα για να τα ονομάσουμε ή κι αν θυμόμαστε, κανένα άλλο δε μας άρεσε, ε, δώσαμε κι ένα τωρινό όνομα σ’ ένα άγαλμα. Το είπαμε Μάκη. Είναι πολύ νέος, μπορεί και να μην είναι είκοσι χρονώ. Είναι νομίζω πολεμιστής. Και τον λέμε Μάκη – δεν πειράζει, ε;
Δεν μπορώ όμως να μην παραδεχτώ κάτι. Κάτι πολύ σπουδαίο και ωραίο. Να, πως τα αγάλματα είναι το πιο καλό πράγμα σήμερα για εμάς. Και το πιο αγαπημένο. Πολύ πιο σπουδαίο κι από τη θάλασσα κι από τη βαρκούλα τη «Βγενιώ» του μπάρμπα μου του Μήτσου. Αγαπάμε τ’ αγάλματα πιο πολύ κι από την τριανταφυλλιά σπηλιά της θάλασσας που πάμε και κρυβόμαστε από τον ήλιο ή τον αέρα. Γιατί τ’ αγάλματα είναι οι ωραίοι, καινούργιοι και παράξενοι φίλοι μας. Ωραίοι φίλοι.

Θυμάμαι πολύ τη μέρα που τα γνωρίσαμε: ήτανε πλαγιασμένα στο χειμωνιάτικο κρύο, στο χωράφι, μέσα στη λάσπη. Και στην παγωνιά. Σαν λυπημένα ήτανε έτσι. Μια ερημιά είχανε μέσα τους κι ας ήτανε πολλά μαζί. Κι έβρεχε πάνω τους. Πολύ. Τα θυμάμαι έτσι που ήτανε μισοχωμένα και ξεχώριζες εδώ το πρόσωπο του Γέλωνα, εκεί τις μπούκλες της ιέρειας της Ανδρομάχης. Τα πήρανε οι εργάτες, τα σηκώσανε, εμείς τα πλύναμε. Καλά. Να ‘ναι αστραφτερά. Και την άλλη μέρα, σαν βγήκε ο ήλιος, τα βρήκε ν’ ακουμπάνε και τα χάιδεψε στον κήπο του κυρίου Ευρυγένη. Και λάμψανε, αστράψανε λευκά σαν το χιόνι και φανήκανε ωραία και περήφανα και δυνατά κι εμείς τα τριγυρίσαμε. Με χαρά. Μ’ αγάπη.
-2-

Είχαμε πια φτάσει κοντά στον κήπο. Την ώρα που κάναμε ν’ ανοίξουμε την πορτούλα, είδα από μακριά που ερχόντουσαν και τ’ άλλα παιδιά. Πιο μπροστά πήγαινε η Ποτούλα. Ακολουθούσανε πιο πέρα οι άλλοι. Τους κούνησα το χέρι. Τους φώναξα:
«Ελάτε, ελάτε πια… Βράδιασε. Τι, τρώγατε τόσες ώρες;»
Έπειτα άνοιξα την πορτούλα. Άνοιξα την πορτούλα και τ’ αγάλματα, τ’ αγάλματά μας δεν ήταν πια. Τα είχανε πάρει τ’ αγάλματά μας. Τα είχανε πάρει.

Εγώ σαν να μην είδα. Σαν να μην πίστεψα. Εγώ στάθηκα. Η Γιόλα ήρθε από πίσω μου. Πιο ύστερα ήρθανε τα παιδιά. Βλέπαμε όλοι. Τα πήρανε τ’ αγάλματα.
Πήγα και στάθηκα δίπλα στο πηγάδι και κοίταζα εκεί όπου ακουμπούσανε πρώτα τ’ αγάλματα και σκεφτόμουνα τ’ αγάλματα, τ’ αγάλματα και την ομορφιά τους, σκεφτόμουνα που τ’ αγαπούσαμε τόσο. Τόσο πολύ. Σκεφτόμουνα. Κι έκλαιγα.
Οι άλλοι, τ’ άλλα παιδιά, φύγανε. Εγώ έμεινα με την Ποτούλα. Ύστερα σκοτείνιασε κι αφήσαμε τον κήπο…

Share/Bookmark

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

διαβάσαμε και σχολιάζουμε...σχολιάζουμε...σχολιάζουμε...